Remove ads
πόλη της Βόρειας Μακεδονίας From Wikipedia, the free encyclopedia
Η (ή τα) Μπίτολα[2][3] ή Μοναστήρι[4] (σλαβομακεδονικά: Битола [ˈbitɔɫa] , αλβανικά: Manastiri, τουρκικά: Manastır, βλάχικα: Μπίτουλε, Μπίτουλι, σερβικά: Битољ, και παλαιότερα Βουτέλιο, Βιτώλια,[5] και Μπιτώλια[6]) είναι πόλη της Βόρειας Μακεδονίας. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα της κοιλάδας της Πελαγονίας, περιβαλλόμενη από τις οροσειρές Βαρνούντας και Βόρας, 14 χλμ. βόρεια της μεθοριακής διέλευσης Μετζίτλια-Νίκη προς την Ελλάδα. Η πόλη βρίσκεται σε σημαντικό κόμβο, που συνδέει τη νότια περιοχή της Αδριατικής θάλασσας με το Αιγαίο Πέλαγος και την Κεντρική Ευρώπη και είναι διοικητικό, πολιτιστικό, βιομηχανικό, εμπορικό και εκπαιδευτικό κέντρο. Από την οθωμανική εποχή ήταν γνωστή και ως η «πόλη των προξένων», δεδομένου ότι πολλές ευρωπαϊκές χώρες διέθεταν προξενεία στην Μπίτολα.
Μπίτολα | |||
---|---|---|---|
| |||
Χώρα | Βόρεια Μακεδονία | ||
Διοικητική υπαγωγή | Δήμος Μπίτολα | ||
Γεωγραφική υπαγωγή | Πελαγονία | ||
• Μέλος του/της | Δίκτυο Δημιουργικών Πόλεων | ||
Έκταση | 422,39 km² | ||
Υψόμετρο | 576 μέτρα | ||
Πληθυσμός | 69.287 (2021)[1] | ||
Ταχ. κωδ. | 7000 | ||
Τηλ. κωδ. | 043 και 047 | ||
Ζώνη ώρας | ώρα Κεντρικής Ευρώπης (επίσημη ώρα) θερινή ώρα Κεντρικής Ευρώπης (Θερινή Ώρα Ευρώπης) | ||
Ιστότοπος | Επίσημος ιστότοπος | ||
Σχετικά πολυμέσα | |||
Όντας έδρα του ομώνυμου δήμου είναι η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Βόρειας Μακεδονίας σύμφωνα με την απογραφή του 2002.[7] Η πόλη βρίθει αξιόλογων πολιτιστικών μνημείων, χαρακτηριστικότερα όλων ο καθεδρικός ναός του Αγίου Δημητρίου (1830), μία από τις μεγαλύτερες Ορθόδοξες εκκλησίες της Βόρειας Μακεδονίας, η σκεπαστή αγορά, το παλιό παζάρι (19ος αι.), ο Πύργος με το Ρολόι (17ος αι.), το τέμενος του Αϊντάρ Καντί (16ος αι.) αλλά και πλήθος νεοκλασικών αρχοντικών του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα στον φημισμένο κεντρικό δρόμο της πόλης Σιρόκ Σοκάκ (Широк Сокак).
Η Μπίτολα είναι μια από τις αρχαιότερες πόλεις στην επικράτεια της Βόρειας Μακεδονίας, έχοντας ιδρυθεί ως Ηράκλεια Λυγκηστίς στα μέσα του 4ου αιώνα π.Χ. από τον Φίλιππο Β΄ της Μακεδονίας. Ως Μαναστίρ ήταν η τελευταία πρωτεύουσα της Οθωμανικής Ρωμυλίας το 1836-1867.
Ονομασία | Χρονική Περίοδος (ενδεικτικά για τα έργα στις οποίες βρίσκεται το όνομα) |
---|---|
Ηράκλεια Λυγκηστίς | Το όνομα αφορά την πόλη που υπήρχε στο διάστημα 4ος αιώνας π.Χ. - 6ος αιώνας μ.Χ., αλλά το χρησιμοποιούσαν (όχι συχνά) και αργότερα στο Βυζάντιο, για τα Μπίτολα |
Πελαγονία | από τους Βυζαντινούς, οι οποίοι ανέφεραν την πόλη με το όνομα της επαρχίας |
Butella (Μπούτελλα) | 1170-1184 (ημ/νία συγγραφής του έργου του Γουιλέλμου της Τύρου) |
Τόλι-Μοναστίρ | 1834, 1875-89, 1888, 1902-1910, 1913-1936 |
Τόλι-Μαναστίρ | |
Τόλι-Μεναστίρ | 1846, 1864 |
Vitolia | 1902-1910, 1906 |
Βιτώλια | 1863, 1868, 1871, 1891, 1897, 1903 |
Monastir | 1906 |
Βίτολα | 2012 |
Μπίτολα | 1100-σήμερα |
Μοναστήρι | μέχρι σήμερα (Ελλάδα) |
Η πόλη αναφέρεται με ένα μεγάλο αριθμό ονομάτων. Αρχικά αναφερόταν με το όνομα της αρχαιότερης γειτονικής πόλης, Ηράκλεια Λυγκηστίς. Σε επιγραφή που βρέθηκε, η οποία αναφέρεται στο μεσαιωνικό φρούριο της πόλης, το οποίο χτίστηκε το 1015, αναγράφεται με κυριλλικό αλφάβητο η ονομασία «Битола» (Μπίτολα)[8][9][10]. Επίσης ως Μπίτολα αναφέρεται σε χρυσόβουλλο του αυτοκράτορα Βασιλείου Β' το οποίο χρονολογείται από το 1019/1020.[11] Αργότερα αναφερόταν και ως «Βουτέλιον» ή «Βιτώλια», εξ ου και τα ονόματα «Μπούτελα» (από τον Ουίλιαμ της Τύρου)[12] και «Μπούτιλι» (από τον Άραβα γεωγράφο αλ-Ιντρισί). Οι Βυζαντινοί την ανέφεραν και ως «Πελαγονία» (δηλαδή με το όνομα της περιοχής).[13][14]
Κατά την Τουρκοκρατία, το όνομα της πόλης ήταν «Μοναστήρι» ή «Μαναστίρ»[σημ. 1] για την πόλη (Manastır, οθωμανική γραφή: مناستر), όπως και στα αλβανικά ονομασία «Μαναστίρι». Κοινό ήταν και ένα όνομα με τις δυο ονομασίες μαζί (τη σλαβική και την ελληνική): Τόλι-Μοναστίρ (Toli - Monastir)[15] [16] [17][18][19][20][21] ή Τόλι-Μεναστίρ (Toli-Menastir).[22][23] Το αρωμανικό όνομα «Μπίτουλι» προέρχεται επίσης από το σλαβικό όνομα. Οι σύγχρονες σλαβικές παραλλαγές του ονόματος περιλαμβάνουν το βουλγαρικό «Μπίτολια» (Битоля), το σερβικό «Βίτολ(ι)» (Битољ, με λατ. αλφ. Bitolj) και το σλαβομακεδονικό «Μπίτολα» (Битола).
Το ελληνικό όνομα της πόλης, το οποίο συνεχίζει να είναι διαδεδομένο και στη σύγχρονη εποχή, είναι Μοναστήρι. Από την ελληνική ονομασία προέρχεται και η τουρκική λέξη «Manastir».
Σύμφωνα με τη Βουλγαρική Ακαδημία Επιστημών, οι περισσότερες αναλύσεις γύρω από την ετυμολογία του ονόματος Μπίτολα είναι ασαφείς και συνήθως καταλήγουν σε χαλαρές μεταφράσεις με βάση την ονομασία στα ελληνικά, χωρίς να λαμβάνουν υπόψη ορισμένα γεωγραφικά χαρακτηριστικά και την παρουσία φρυγικών φυλών στην περιοχή κατά την αρχαιότητα.[24] Κατά τον Άντριαν Ρουμ, η ονομασία Μπίτολα προέρχεται από τη λέξη της αρχαίας εκκλησιαστικής σλαβονικής γλώσσας «Όμπιτελ» (μοναστήρι), καθώς η πόλη ήταν γνωστή για το μοναστήρι της. Όταν το νόημα της λέξης δεν γινόταν πλέον αντιληπτό, έχασε το πρόθεμα «o».[25]
Στην πόλη υπήρχε ανθηρή Εβραική κοινότητα, η οποία συμβιούσε αρμονικά με τους τοπικούς πληθυσμούς. Στις 11 Μαρτίου 1943 (4 Adar Bet, 5703) οι Εβραίοι του Μοναστηρίου, μαζί με ολόκληρο τον εβραϊκό πληθυσμό της ευρύτερης περιοχής, κρατήθηκαν στο τοπικό εργοστάσιο καπνού “Monopol” υπό άθλιες συνθήκες. Λίγες μέρες αργότερα, στο Shushan Purim, στις 22 Μαρτίου 1943 (15 Adar Bet), έγινε η πρώτη μεταφορά Εβραίων με σφραγισμένα βαγόνια βοοειδών με προορισμό την Πολωνία. Τις ημέρες που ακολούθησαν, στις 25 και 29 Μαρτίου, αναχώρησαν με πρόσθετα μεταφορικά μέσα, οριστικά, για τον ίδιο προορισμό – την Τρεμπλίνκα. Υπήρξαν πληροφορίες για μεμονωμένες οικογένειες που ξέφυγαν στα σύνορα με Ελλάδα και έζησαν με άλλα στοιχεία τα επόμενα χρόνια.
Η Μπίτολα βρίσκεται στο νοτιοδυτικό τμήμα της Βόρειας Μακεδονίας. Η πόλη είναι χτισμένη στο νότιο τμήμα της κοιλάδας της Πελαγονίας, περικυκλωμένη από τον ορεινό όγκο του Βαρνούντα και του Βόρα (ή Καϊμακτσαλάν) – σλαβομακεδονικά «Μπάμπα» και «Νίτζε» αντιστοίχως – 14 χλμ. βόρεια των συνόρων με την Ελλάδα. Είναι σημαντικός κόμβος που ενώνει τα νότια της Αδριατικής, με το Αιγαίο και την Κεντρική Ευρώπη.
Καλύπτοντας περιοχή 1,798 χλμ² και με πληθυσμό 122,173 κατοίκων (1991). Ο ποταμός Ντραγκόρ (ο αρχαίος Υδραγόρας) κυλά μέσα από την πόλη που είναι κτισμένη σε ύψος 615 μέτρων πάνω από τη στάθμη της θάλασσας, στις παρυφές του Βαρνούντα. Η ψηλότερη κορυφή (Πελιστέρ δηλ. Περιστέρι, 2601 μ.) είναι εθνικό πάρκο με χιονοδρομικό κέντρο και με μοναδική χλωρίδα και πανίδα. Ανάμεσα στις διαφορετικές ποικιλίες ξεχωρίζει το σπάνιο είδος μακεδονικής πεύκης (ή βαλκανική πενταβέλονη πεύκη, επιστ. ονομ. pinus peuce).
Η Μπίτολα έχει ήπιο ηπειρωτικό κλίμα, χαρακτηριστικό της περιοχής της Πελαγονίας, με ζεστά και ξηρά καλοκαίρια και κρύους χειμώνες με χιόνια.
Κλιματικά δεδομένα Bitola (1961–1990, ακρότατα 1948–1993) | |||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Μήνας | Ιαν | Φεβ | Μάρ | Απρ | Μάι | Ιούν | Ιούλ | Αύγ | Σεπ | Οκτ | Νοε | Δεκ | Έτος |
Υψηλότερη Μέγιστη °C (°F) | 17.2 | 21.2 | 31.2 | 30.0 | 32.5 | 38.0 | 40.6 | 39.0 | 36.0 | 30.8 | 26.1 | 19.4 | 40,6 |
Μέση Μέγιστη °C (°F) | 3.3 | 6.5 | 11.3 | 16.5 | 21.7 | 25.9 | 28.6 | 28.5 | 24.8 | 18.3 | 11.5 | 5.3 | 16,9 |
Μέση Μηνιαία °C (°F) | −0.8 | 1.9 | 6.3 | 11.1 | 15.7 | 19.5 | 21.7 | 21.1 | 17.2 | 11.4 | 6.2 | 1.0 | 11,0 |
Μέση Ελάχιστη °C (°F) | −4.5 | −2.3 | 1.3 | 5.0 | 8.7 | 11.7 | 13.1 | 12.8 | 9.9 | 5.6 | 1.7 | −2.6 | 5,0 |
Χαμηλότερη Ελάχιστη °C (°F) | −29.4 | −26.1 | −18.7 | −3.5 | −1.6 | 3.3 | 5.4 | 2.6 | −1 | −6.1 | −15.3 | −26.7 | −29,4 |
Υετός mm (ίντσες) | 50,1 | 49,9 | 51,2 | 43,8 | 61 | 40,4 | 40,2 | 31,2 | 35 | 55,9 | 73,2 | 68 | 599,9 |
% υγρασίας | 83 | 78 | 71 | 65 | 65 | 60 | 56 | 57 | 64 | 72 | 79 | 83 | 69 |
Μέσες ημέρες κατακρημνίσεων (≥ 1.0 mm) | 8 | 8 | 8 | 7 | 8 | 6 | 5 | 4 | 5 | 6 | 8 | 9 | 82 |
Μέσες μηνιαίες ώρες ηλιοφάνειας | 81.1 | 106.9 | 155.2 | 199.2 | 250.5 | 291.3 | 334.0 | 312.2 | 241.0 | 176.5 | 111.1 | 75.9 | 2.334,9 |
Πηγή #1: NOAA[26] | |||||||||||||
Πηγή #2: Deutscher Wetterdienst (extremes)[27] |
Η ευρύτερη περιοχή στην οποία είναι κτισμένη η Μπίτολα είναι πλούσια σε μνημεία της προϊστορικής περιόδου. Σημαντικοί αρχαιολογικοί χώροι είναι η Τούμπα (γήλοφος) της Βέλουσκα και η Τούμπα της Μπάρας κοντά στο χωριό Ποροντίν. Από τη Χαλκολιθική περίοδο ξεχωρίζουν οι χώροι της τούμπας κοντά στο χωριό Τσερνομπούκι, του Σούπλεβεκ κοντά στο χωριό Σούβοντολ και του Βίσοκ Ριντ, κοντά στο χωριό Μπούκρι. Η Εποχή του Χαλκού αντιπροσωπεύεται από την τούμπα κοντά στο χωριό Κάνινο και τον χώρο με το ίδιο όνομα κοντά στο χωριό Καραμάνι.
Η περιοχή της πόλης βρίσκεται στην αρχαία Λυγκηστίδα, περιοχή της Άνω Μακεδονίας, που την κυβερνούσαν ημιαυτόνομοι φύλαρχοι μέχρι τους μεταγενέστερους βασιλείς της Δυναστείας των Αργεαδών της Μακεδονίας. Οι φυλές της Λυγκηστίδας ήταν γνωστοί ως Λυγκηστές. Ήταν ελληνική φυλή και ανήκε στους Μολοσσούς του Κοινού των Ηπειρωτών.[28][29] Υπάρχουν σημαντικά μεταλλικά τέχνεργα από την αρχαία περίοδο στη νεκρόπολη Κρκβίτσε (Crkvishte) κοντά στο χωριό Μπεράντσι. Ένα χρυσό σκουλαρίκι του 4ου αιώνα π.Χ. απεικονίζεται στον οπισθότυπο του χαρτονομίσματος των 10 δηναρίων του 1996.[30]
Η Ηράκλεια Λυγκηστίς[31] – Πόλη του Ηρακλή στη γη των Λυγκηστών) ήταν σημαντικός οικισμός από την Ελληνιστική περίοδο μέχρι τον πρώιμο Μεσαίωνα. Ιδρύθηκε από τον Φίλιππο Β΄ της Μακεδονίας στα μέσα του 4ου αιώνα π.Χ. και πήρε το όνομά της από τον Έλληνα ήρωα Ηρακλή. Με τη στρατηγική της θέση έγινε μια ευημερούσα πόλη. Οι Ρωμαίοι κατέκτησαν αυτό το μέρος της Μακεδονίας το 148 π.Χ. και εξόντωσαν την πολιτική εξουσία της πόλης. Ωστόσο η ευημερία της συνεχίστηκε, κυρίως λόγω της ρωμαϊκής Εγνατίας Οδού, που περνούσε κοντά από την πόλη. Αρκετά μνημεία από τους ρωμαϊκούς χρόνους σώζονται στην Ηράκλεια, μεταξύ αυτών μια στοά, θέρμες (λουτρά), αμφιθέατρο και σειρά από βασιλικές. Το θέατρο είχε κάποτε χωρητικότητα περίπου 3.000 ατόμων.
Κατά την Πρωτοβυζαντινή περίοδο (4ος έως 6ος αι.) η Ηράκλεια έγινε σημαντικό επισκοπικό κέντρο. Μερικοί από τους επισκόπους της μνημονεύονται στα πρακτικά των εκκλησιαστικών συνόδων, όπως ο Επίσκοπος Ευάγριος στα πρακτικά της Οικουμενικής Συνόδου της Σαρδικής (σημ. Σόφια της Βουλγαρίας), το 343 μ.Χ. Μια μικρή και μια μεγάλη βασιλική, η κατοικία του επισκόπου και μια βασιλική κοντά στη νεκρόπολη είναι ορισμένα από τα υπολείμματα της περιόδου. Ο κυρίως ναός στη μεγάλη βασιλική είναι καλυμμένος με ψηφιδωτά πολύ πλούσιας φυτικής και αλληγορικής εικονογραφίας. Αυτά τα καλά διατηρημένα ψηφιδωτά θεωρούνται εξαιρετικά δείγματα της πρωτοχριστιανικής τέχνης. Τα ονόματα των επισκόπων της Ηράκλειας από τον 4ο έως τον 6ο αιώνα έχουν καταγραφεί. Η πόλη λεηλατήθηκε από τις δυνάμεις των Οστρογότθων υπό τον Θεοδώριχο τον Μέγα το 472 και, παρά τα πλούσια δώρα που τού απέστειλε προσωπικά ο επίσκοπος, η πόλη λεηλατήθηκε και δεύτερη φορά το 479.
Η πόλη αναστηλώθηκε τον ύστερο 5ο και πρώιμο 6ο αι. Στα τέλη του 6ου αιώνα, σλαβικές φυλές άρχισαν επιδρομές στην περιοχή και υπέστη πολλές διαδοχικές επιθέσεις. Σύμφωνα με τον ιστορικό Φλορίν Κούρτα, η ομοιόμορφη παρουσία πολύ λεπτής λάσπης, σε βάθος αρκετών ποδιών σε όλη την περιοχή, δείχνει ότι κατά τη διάρκεια του 6ου αιώνα στους Στόβους επικράτησαν ακραίες συνθήκες καιρικές συνθήκες ψύχους και ξηρασίας τις οποίες ακολούθησαν αμμοθύελλες και συνάμα επιδείνωσαν το υφιστάμενο πρόβλημα διάβρωσης του εδάφους. Στην Ηράκλεια Λυγκηστίδα, τον πέμπτο αιώνα, εγκαταλείφθηκε και το θέατρο.[32]
Κατά τον 6ο και 7ο αιώνα, η περιοχή γύρω από την Ηράκλεια γνώρισε δημογραφική αλλαγή καθώς όλο και περισσότερες σλαβικές φυλές εγκαταστάθηκαν στην περιοχή. Στη θέση του ερειπωμένου πλέον θεάτρου χτίστηκαν πολλά σπίτια την περίοδο αυτή. Επίσης οι Σλάβοι κατασκεύασαν οχυρό γύρω από τον οικισμό τους. Η πόλη κατόπιν έγινε τμήμα της Α΄ Βουλγαρικής Αυτοκρατορίας από τα τέλη του 8ου έως τις αρχές του 11ου αιώνα. Η διάδοση του Χριστιανισμού, έργο του Αγίου Κλήμεντα της Οχρίδας και του Ναούμ της Πρεσλάβα, έγινε στην περίοδο από τον 9ο έως τον 10ο αιώνα, οπότε χτίστηκαν στην πόλη πολλά μοναστήρια και εκκλησίες.
Κατά το 10ο αιώνα η πόλη βρέθηκε υπό την κυριαρχία του τσάρου Σαμουήλ, που έχτισε το κάστρο της πόλης, που αργότερα χρησιμοποιήθηκε από τον διάδοχό του Γαβριήλ Ραντομίρ της Βουλγαρίας. Η πόλη αναφέρεται σε αρκετές μεσαιωνικές πηγές. Ο Ιωάννης Σκυλίτζης σε χρονικό του 11ου αιώνα αναφέρει ότι ο αυτοκράτορας Βασίλειος Β΄, επονομαζόμενος Βουλγαροκτόνος, έκαψε κάστρα του Γαβριήλ «ἐν Βουτελίῳ» κατά το πέρασμά του στην κοιλάδα της Πελαγονίας. Στο δεύτερο χρυσόβουλλο (1019) του Βασίλειου Β΄ αναφέρεται ότι ο επίσκοπος της Πελαγονίας εξαρτάτο από την αρχιεπισκοπή της Οχρίδας. Κατά τη βασιλεία του Σαμουήλ η πόλη ήταν σημαντικό κέντρο του κράτους του και έδρα της επισκοπής. Σε πολλές μεσαιωνικές πηγές, ιδίως δυτικές, το όνομα Πελαγονία ήταν συνώνυμο με την Επισκοπή των Μπιτόλων και σε ορισμένες από αυτές η Μπίτολα ήταν γνωστή με το όνομα Ηράκλεια, εξαιτίας της εκκλησιαστικής παράδοσης που μετέτρεψε την Επισκοπή της Ηράκλειας σε Μητροπολιτική Επισκοπή της Πελαγονίας το 1015. Το 1015, ο Τσάρος Ραντομίρ δολοφονήθηκε από τον εξάδελφό του, Ιβάν Βλάντισλαβ, που αυτοανακηρύχθηκε τσάρος και έκτισε εκ νέου το φρούριο της πόλης. Για τον εορτασμό του γεγονότος χαράχτηκε λίθινη επιγραφή, σε κυριλλικό αλφάβητο, και τοποθετήθηκε στο φρούριο, όπου αναγράφεται σλαβικά όνομα της πόλης: Битола.
Μετά τις μάχες του Ιβάν Βλαντισλάβ με τον Βασίλειο Β΄, ο Βυζαντινός αυτοκράτορας ανακατέλαβε το Μοναστήρι το 1015. Η πόλη αναφέρεται ως κέντρο επισκοπής το 1019 σε αρχεία του Βασίλειου Β΄. Δύο σημαντικές εξεγέρσεις κατά της Βυζαντινής κυριαρχίας έλαβαν χώρα στην περιοχή της πόλης το 1040 και το 1072. Μετά την επανασύσταση του βουλγαρικού κράτους στα τέλη του 11ου αι. το Μοναστήρι ενσωματώθηκε σε αυτό κατά τη βασιλεία του τσάρου Καλογιάν της Βουλγαρίας. Καταλήφθηκε και πάλι από τους Βυζαντινούς στα τέλη του 13ου αιώνα, αλλά έγινε τελικά τμήμα της Σερβίας στο πρώτο μισό του 14ου αι., μετά τις κατακτήσεις του Στέφανου Ντουσάν.
Ως στρατιωτικό, πολιτικό και πολιτιστικό κέντρο το Μοναστήρι έπαιξε σημαντικό ρόλο στη ζωή της μεσαιωνικής κοινωνίας της περιοχής, πριν από την οθωμανική κατάκτηση στα μέσα του 14ου αιώνα και γνώρισε ιδιαίτερη ακμή εξαιτίας των εμπορικών δεσμών της με μεγάλα οικονομικά κέντρα όπως η Κωνσταντινούπολη, η Θεσσαλονίκη, η Ραγούζα και το Τίρνοβο. Καραβάνια με διάφορα αγαθά πήγαιναν από και προς την πόλη.
Η πόλη κατακτήθηκε από τους Οθωμανούς το 1382-83.[33] Από τότε έως το 1912, η πόλη υπήρξε τμήμα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Σφοδρές ήταν οι μάχες που έλαβαν χώρα κοντά στην πόλη, κατά την άφιξη των οθωμανικών στρατευμάτων. Η οθωμανική επικυριαρχία οριστικοποιήθηκε μετά τον θάνατο του πρίγκιπα Μάρκο, το 1395, όταν οι Οθωμανοί εγκαθίδρυσαν το σαντζάκι της Οχρίδας, υπαγόμενο στο Εγιαλέτι της Ρωμυλίας και ένα από τα πρώτα σαντζάκια στην Ευρώπη.[34][35] Πριν γίνει τμήμα της οθωμανικής αυτοκρατορίας το 1395 η περιοχή ανήκε στο βασίλειο του πρίγκιπα Μάρκο.[35][36]. Αρχικά πρωτεύουσά του ήταν το Μοναστήρι και αργότερα έγινε η Οχρίδα, έτσι αρχικά μερικές φορές αναφερόταν ως Σαντζάκι του Μοναστηρίου ή Σαντζάκι της Μπίτολα[37].
Επί σειρά αιώνων, οι Τούρκοι αποτελούσαν τον κύριο πληθυσμό της πόλης, ενώ τα χωριά κατοικούνταν κυρίως από Σλάβους. Ο Εβλιγιά Τσελεμπί αναφέρει στο Βιβλίο των Ταξιδίων του ότι η πόλη είχε 70 τζαμιά, αρκετά καφε-τεϊοποτεία, παζάρι με σιδερένιες πύλες και 900 καταστήματα. Μετά τους Αυστροοθωμανικούς Πολέμους, αανακόπηκε η ανάπτυξη του εμπορίου και η γενική ακμή της πόλης. Ωστόσο, στα τέλη του 19ου αιώνα, έγινε πάλι η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη στην ευρύτερη περιοχή των νότιων Βαλκανίων, μετά τη Θεσσαλονίκη. Το 1864, η πόλη έγινε κέντρο του βιλαετίου Μοναστηρίου, στο οποίο υπάγονταν τα σαντζάκια Μοναστηρίου, Ντίμπρας, Ελμπασάν, Κορυτσάς και οι πόλεις Κίτσεβο, Πρίλεπ, Φλώρινα, Καστοριά και Γρεβενά.[38][39]
Το 1821, με το ξέσπασμα της Ελληνικής Επανάστασης, οι Έλληνες της πόλης έλαβαν μέρος στον πανελλήνιο ξεσηκωμό. Στην Πρώτη Προσωρινή Ελληνική Κυβέρνηση του 1822, συστάθηκε τριμελής επιτροπή Βορειομακεδόνων, το ένα μέλος της οποίας ήταν εκπρόσωπος των κατοίκων της Μπίτολα[40] Σημαντικοί αγωνιστές της περιόδου ήταν ο οπλαρχηγός της Ελληνικής επανάστασης του 1821 Σωτήριος Δαμιάνοβιτς,[41][42] ο Δημήτριος Βούλγαρης, ο Στέργιος Νικολάου, ο Νικόλαος Σακκούλας, ο Νικόλαος Αδάμης[43] και ο Φορτομάρης που πολέμησε, μεταξύ άλλων και στο Ναύπλιο. Μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους, πολλοί Μοναστηριώτες εγκαταστάθηκαν στην Αργολίδα, όπου δημιούργησαν το χωριό Λάλουκας[44].
Στην πόλη, που αποτελούσε έδρα της Μητρόπολης Πελαγονίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου, υπηρέτησε ως καθηγητής Θρησκευτικών του ελληνικού Γυμνασίου Μοναστηρίου ο Αιμιλιανός Λαζαρίδης. Χειροτονήθηκε επίσης βοηθός επίσκοπος του Μητροπολίτη Πελαγονίας Ιωακείμ Φοροπούλου, υπό τον τίτλο του επισκόπου Πέτρας. Ως βοηθός του μητροπολίτη Πελαγονίας ο Αιμιλιανός Λαζαρίδης ανέπτυξε σημαντική δράση για τον Ελληνισμό της περιοχής. Για την περίοδο αυτή η Βρετανική Κυανή Βίβλος μαρτυρεί: Η δολοφονία είναι το κυριώτερον όπλον των βουλγαρικών Κομιτάτων. Προ ουδενός υποχωρούσιν. Οι Έλληνες είναι κυρίως τα θύματά των. Κατά χιλιάδας εφονεύθησαν οι Έλληνες κατά τα τελευταία πέντε ή έξ έτη…. αθώων και αόπλων εκβιάσεις, ληστείαι, δολοφονίαι, ανδρών και γυναικών, ανελεήμονα βασανιστήρια ιερέων, ιατρών, διδασκάλων κατακρεουργήσεις, ναών εμπρησμοί… καταστροφή χριστιανών Ορθοδόξων… γενική τρομοκρατία, πλήμμυρα αίματος.[45]. Έδρασε έως τον Μάρτιο του 1910 καθώς εξελέγη Μητροπολίτης Γρεβενών[46].
Από το 1878 ως το 1913, το Μοναστήρι είχε προξενεία από 12 χώρες και ήταν γνωστό ως "πόλη των προξένων". Στην ίδια περίοδο υπήρχε μεγάλος αριθμός διάσημων σχολείων στην πόλη, όπως η στρατιωτική ακαδημία την οποία παρακολούθησε ο Κεμάλ Ατατούρκ. Επίσης στην πόλη βρίσκονταν τα αρχηγεία πολλών πολιτιστικών οργανισμών.
Υπάρχουν αντιτιθέμενα εθνογραφικά στοιχεία από αυτή την περίοδο, αλλά φαίνεται πως δεν υπήρχε ιδιαίτερη εθνική ή θρησκευτική ομάδα που θα μπορούσε να διεκδικήσει την απόλυτη πλειοψηφία του πληθυσμού. Σύμφωνα με την οθωμανική απογραφή,[47] οι Έλληνες αποτελούσαν τον μεγαλύτερο χριστιανικό πληθυσμό του βιλαετίου, καθώς στα βιλαέτια της Θεσσαλονίκης και του Μοναστηρίου ζούσαν 740.000 Έλληνες, 517.000 Βούλγαροι και 1.061.000 Μουσουλμάνοι. Ωστόσο η βάση των οθωμανικών απογραφών ήταν το σύστημα του μιλέτ. Σύμφωνα με αυτό, οι λαοί κατατάσσονταν σε εθνικότητες ανάλογα με τη θρησκεία τους. Έτσι, όλοι οι Σουνίτες Μουσουλμάνοι κατηγοριοποιήθηκαν ως Τούρκοι, αν και πολλοί από αυτούς ήταν Αλβανοί, και όλα τα μέλη της Ελληνορθόδοξης Εκκλησίας ως Έλληνες, αν και ο αριθμός τους περιελάμβανε μεγάλη πλειοψηφία Αρμάνων, Αλβανών[σημ. 2] και ορισμένων Σλαβομακεδόνων. Οι υπόλοιποι ήταν μοιρασμένοι ανάμεσα στη βουλγαρική και τη σερβική Ορθόδοξη εκκλησία.[48]
Ο πληθυσμός του ίδιου του Μοναστηρίου ήταν πολυποίκιλος. Αριθμούσε περίπου 50.000 στα τέλη του 19ου αιώνα. Υπήρχαν περίπου 7.000 Αρμάνοι[εκκρεμεί παραπομπή] οι περισσότεροι από τους οποίους ενστερνίζονταν πλήρως τις ιδέες του Ελληνισμού, αν και πολλοί από αυτούς προσχώρησαν στη ρουμανική ιδέα. Το Μοναστήρι είχε επίσης σημαντικό μουσουλμανικό πληθυσμό - 11.000 (Τούρκοι, Ρομά και Αλβανοί) καθώς και 5.200 Εβραίοι[εκκρεμεί παραπομπή]. Οι Σλαβόφωνοι ανήκαν είτε στη Βουλγαρική Εξαρχία (8.000), είτε στο Ελληνικό Πατριαρχείο(6.300)[εκκρεμεί παραπομπή].
Το 1894, το Μοναστήρι συνδέθηκε σιδηροδρομικώς με τη Θεσσαλονίκη με το «Σιδηρόδρομο Θεσσαλονίκης – Μοναστηρίου».[49][50] Η πρώτη ταινία των Βαλκανίων κινηματογραφήθηκε από τους Αρμάνους αδελφούς Μανάκη το 1903. Κάθε Σεπτέμβρη στην Μπίτολα γίνεται διεθνές φεστιβάλ κινηματογράφου και φωτογραφίας στη μνήμη των αδελφών Μανάκη («Manaki brothers film festival»), οι οποίοι θεωρούνται οι πρωτοπόροι κινηματογραφιστές στα Βαλκάνια.
Το Νοέμβριο του 1905 ιδρύθηκε, από τον Μπάγιο Τοπούλι και άλλους Αλβανούς εθνικιστές και διανοούμενους, η «Μυστική Επιτροπή για την Απελευθέρωση της Αλβανίας», οργανισμός που προοριζόταν να πολεμήσει για την απελευθέρωση της Αλβανίας από την Οθωμανική αυτοκρατορία.[51] Τρία χρόνια αργότερα, το 1908, έγινε στην πόλη το πρώτο Συνέδριο Μοναστηρίου[52] στο οποίο καθορίστηκε το σύγχρονο αλβανικό αλφάβητο.[53]. Το συνέδριο πραγματοποιήθηκε στο σπίτι του Φεχίμ Ζαβαλάνι και με επικεφαλής τον Μιδάτ Φράσερι, πρόεδρο του συνεδρίου. Οι συμμετέχοντες στο συνέδριο ήταν εξέχουσες προσωπικότητες της πολιτιστικής και πολιτικής ζωής από τα κατοικούμενα από Αλβανούς εδάφη των Βαλκανίων, καθώς και από όλη την αλβανική διασπορά.
Η ενότητα αυτή δεν τεκμηριώνεται επαρκώς με παραπομπές. Παρακαλούμε βοηθήστε προσθέτοντας την κατάλληλη τεκμηρίωση. Ατεκμηρίωτο υλικό μπορεί να αμφισβητηθεί και να αφαιρεθεί. (Η σήμανση τοποθετήθηκε στις 05/05/2020) |
Η ευρύτερη περιοχή της πόλης υπήρξε το προπύργιο της Εξέγερσης του Ίλιντεν. Η εξέγερση ξεκίνησε όπως αποφασίστηκε το 1903 στο Ορέχοβο, από την IMRO (Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση). Η εξέγερση στην περιοχή του Μοναστηρίου και την ευρύτερη σχεδιάστηκε στο χωριό Σμίλεβο, τον Μάιο του 1903. Μάχες έλαβαν χώρα στα χωριά Μπίστριτσα, Ράκοβο (Κρατερό), Μπούφι (Ακρίτας), Σκότσιβιρ, Παράλοβο, Μπροντ, Νόβατσι, Τσάπαρι και άλλα. Το Σμίλεβο υπερασπίστηκαν 600 επαναστάτες υπό τον Ντάμε Γκρούεφ (Dame Gruev) και Γκεόργκι Σουγκάρεφ (Georgi Sugarev). Όταν οι επαναστάτες ηττήθηκαν, τα χωριά πυρπολήθηκαν.
Η ενότητα αυτή δεν τεκμηριώνεται επαρκώς με παραπομπές. Παρακαλούμε βοηθήστε προσθέτοντας την κατάλληλη τεκμηρίωση. Ατεκμηρίωτο υλικό μπορεί να αμφισβητηθεί και να αφαιρεθεί. (Η σήμανση τοποθετήθηκε στις 05/05/2020) |
Το 1912, το Μαυροβούνιο, η Σερβία, η Βουλγαρία και η Ελλάδα αντιμετώπισαν τους Οθωμανούς, κατά τον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο. Μετά τη Μάχη του Σαραντάπορου, ελληνικά στρατεύματα προέλασαν προς το Μοναστήρι, αλλά ηττήθηκαν από τους Οθωμανούς στο Σόροβιτς. Η Μάχη του Μοναστηρίου (16–19 Noεμβρίου 1912) είχε ως αποτέλεσμα την κατάληψη της πόλης από τους Σέρβους. Σύμφωνα με τη συνθήκη του Βουκουρεστίου (1913), η περιοχή της Μακεδονίας μοιράστηκε ανάμεσα στους Έλληνες, τους Σέρβους και τους Βουλγάρους. Το Μοναστήρι επρόκειτο να αποδοθεί στη Βουλγαρία, σύμφωνα με την προ του πολέμου συμφωνία μεταξύ της Βουλγαρίας και της Σερβίας. Επίσης, μεταξύ Σερβίας και Ελλάδας, η συμφωνία ήταν να παραδοθεί στην Ελλάδα. Ωστόσο, ο σερβικός στρατός εισήλθε στην πόλη και αρνήθηκε να την παραδώσει στη Βουλγαρία ή την Ελλάδα. Έκτοτε η πόλη άρχισε να χάνει τη σημασία της και ο πληθυσμός της μειώθηκε ραγδαία με τις αλλεπάλληλες μεταναστεύσεις στον Νέο Κόσμο.
Κατά τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο, η Μπίτολα βρέθηκε στο Μακεδονικό Μέτωπο. Η Βουλγαρία, ανήκοντας στις Κεντρικές Δυνάμεις, κατέλαβε την πόλη, μετά από επίθεση του βουλγαρικού-γερμανικού στρατεύματος του στρατηγού φον Γκάλβιτς (4 Δεκεμβρίου 1915). Τον επόμενο χρόνο η πόλη καταλήφθηκε από το εκστρατευτικό σώμα του Γάλλου στρατηγού Σαράιγ (19 Νοεμβρίου 1916) και στη συνέχεια χωρίστηκε σε Γαλλικό, Ρωσικό, Ιταλικό και Σερβικό τομέα, υπό τη γενική διοίκηση του Γάλλου στρατηγού. Μέχρι την παράδοση της Βουλγαρίας, στα τέλη του φθινοπώρου του 1918, η Μπίτολα παρέμεινε πόλη της γραμμής του μετώπου και σχεδόν καθημερινά βομβαρδιζόταν από αέρα και πυροβολικό.[54]
Μετά το τέλος του Α΄ παγκοσμίου πολέμου (1918) η Μπίτολα έγιναν τμήμα του Βασιλείου της Σερβίας και στη συνέχεια του Βασιλείου των Σέρβων, των Κροατών και Σλοβένων, που μετονομάστηκε Βασίλειο της Γιουγκοσλαβίας το 1929. Η πόλη εντάχθηκε στη Γιουγκοσλαβία και μετατράπηκε σε παραμελημένη επαρχιακή συνοριακή κωμόπολη, περίπου 14 χιλιόμετρα από την Ελλάδα. Η παρακμή συνεχίστηκε μαζί με τη γενική παρακμή της Μπανόβινας του Βαρδάρη, που κατέληξε ως μία από τις φτωχότερες περιοχές της Γιουγκοσλαβίας.
Η ενότητα αυτή δεν τεκμηριώνεται επαρκώς με παραπομπές. Παρακαλούμε βοηθήστε προσθέτοντας την κατάλληλη τεκμηρίωση. Ατεκμηρίωτο υλικό μπορεί να αμφισβητηθεί και να αφαιρεθεί. (Η σήμανση τοποθετήθηκε στις 05/05/2020) |
Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου (1941–1945), τον έλεγχο της πόλης απέκτησαν οι Γερμανοί (9 Απριλίου 1941) αρχικά και αργότερα οι Βούλγαροι (18 Απριλίου 1941). Ωστόσο, τον Σεπτέμβριο του 1944, η Βουλγαρία αποσύρθηκε από τη Γιουγκοσλαβία. Η Μπίτολα ελευθερώθηκε από τους Γιουγκοσλάβους Παρτιζάνους στις 4 Νοεμβρίου, όταν η 7η Μεραρχία της Μακεδονικής Απελευθέρωσης εισήλθε νικηφόρα στην πόλη. Στην πόλη ζούσε ιστορική εβραϊκή κοινότητα σεφαραδιτικής καταγωγής, μέχρι τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οπότε ως επί το πλείστον θανατώθηκαν ή μετανάστευσαν στις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Χιλή. Μετά το τέλος του πολέμου, που είχε κοστίσει περίπου 25.000 ανθρώπινες ζωές, ιδρύθηκε για πρώτη φορά στη σύγχρονη ιστορία σλαβομακεδονικό κράτος, εντός της Γιουγκοσλαβίας. Μετά το τέλος του πολέμου, το 1945, άνοιξε στην Μπίτολα το πρώτο γυμνάσιο (με το όνομα "Γιόσιπ Μπροζ Τίτο"). Ήταν το πρώτο σχολείο στην Μπίτολα όπου χρησιμοποείτο η σλαβομακεδονική γλώσσα.
Η ενότητα αυτή δεν τεκμηριώνεται επαρκώς με παραπομπές. Παρακαλούμε βοηθήστε προσθέτοντας την κατάλληλη τεκμηρίωση. Ατεκμηρίωτο υλικό μπορεί να αμφισβητηθεί και να αφαιρεθεί. (Η σήμανση τοποθετήθηκε στις 05/05/2020) |
Η σημερινΉ Μπίτολα (Μοναστήρι) είναι το οικονομικό και βιομηχανικό κέντρο της νοτιοδυτικής Βόρειας Μακεδονίας. Πολλές από τις μεγαλύτερες βιομηχανίες της χώρας εδράζονται στην πόλη. Η γεωργική κοινοπραξία της Πελαγονίας είναι ο μεγαλύτερος παραγωγός τροφίμων της χώρας. Το σύστημα ύδρευσης του Στρέτζεβο είναι το μεγαλύτερο στη Βόρεια Μακεδονία και οι τρεις θερμοηλεκτρικοί σταθμοί της περιοχής παράγουν περίπου το 80% των αναγκών της χώρας σε ηλεκτρισμό. Η Μπίτολα καλύπτει επίσης σημαντικό τμήμα των εγχώριων αναγκών σε υφάσματα και διαθέτουν βιομηχανίες τροφίμων.
Στην πόλη συνεχίζουν να εδράζονται αρκετά προξενεία (δεκαπέντε ευρωπαϊκές χώρες είχαν ανοίξει προξενεία στο Μοναστήρι), γεγονός για το οποίο η πόλη αναφέρεται συχνά ως «Η Πόλη των Προξένων». Στην πόλη βρίσκονται 12 προξενεία:
Τον Νοέμβριο του 2011, η Ουγγαρία εξέφρασε και αυτή ενδιαφέρον για το άνοιγμα προξενείου στην Μπίτολα.[56]
Στην πόλη λειτουργούν τρεις τηλεοπτικοί σταθμοί: ο «TERA», ο «Orbis» και ο «Medi». Υπάρχουν επίσης τέσσερις τοπικοί ραδιοφωνικοί σταθμοί: ο κρατικός «Radio Bitola» και οι ιδιωτικοί «Radio 105», «Aktuel Bombarder» και «Radio Delfin». Σε επίπεδο τύπου υπάρχει η τοπική εφημερίδα «Bitolski Vesnik».
Σύμφωνα με την απογραφή του 1948 η Μπίτολα είχε 30.761 κατοίκους. 77,2% (ή 23.734 κάτοικοι) ήταν Σλαβομακεδόνες, 11,5% (ή 3.543 κάτοικοι) Τούρκοι, 4,3% (ή 1.327 κάτοικοι) Αλβανοί, 3% (ή 912 κάτοικοι) Σέρβοι και 1,3% (ή 402 κάτοικοι) Αρμάνοι. Κατά το 2002 η πόλη είχε 74.550 κατοίκους και, βάσει της επίσημης Στατιστικής Υπηρεσίας, η κατανομή είχε ως εξής:[57]
Σύμφωνα με την απογραφή του 2002 οι περισσότερο ομιλούμενες γλώσσες στην πόλη ήταν:
Η ενότητα αυτή δεν τεκμηριώνεται επαρκώς με παραπομπές. Παρακαλούμε βοηθήστε προσθέτοντας την κατάλληλη τεκμηρίωση. Ατεκμηρίωτο υλικό μπορεί να αμφισβητηθεί και να αφαιρεθεί. (Η σήμανση τοποθετήθηκε στις 05/05/2020) |
Η Μπίτολα είναι η έδρα της Επισκοπής Πρέσπας - Πελαγονίας. Στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η μητρόπολη ονομάστηκε Οχρίδας - Μπίτολα. Με την ίδρυση της αυτοκεφαλίας της Μακεδονικής Ορθόδοξης Εκκλησίας το 1967, πήρε το σημερινό της όνομα «Επισκοπή Πρέσπας-Πελαγονίας», που καλύπτει τις ακόλουθες περιοχές και πόλεις: Μπίτολα, Ρέσεν, Πρίλεπ, Κρούσοβο και Ντεμίρ Χισάρ.
Πρώτος επίσκοπος (1958 - 1979) ήταν ο Κλήμης. Η μητρόπολη Πρέσπας-Πελαγονίας έχει περίπου 500 εκκλησίες και μοναστήρια. Κατά τα τελευταία δέκα χρόνια στην επισκοπή έχουν κατασκευαστεί ή κατασκευάζονται περίπου 40 εκκλησίες και 140 εκκλησιαστικά κτίρια. Η μητρόπολη έχει δύο εκκλησιαστικά μουσεία, στον καθεδρικό ναό του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου στην Μπίτολα και στην εκκλησία του Άγίου Ιωάννη στο Κρούσοβο, και μόνιμη έκθεση εικόνων και βιβλιοθήκες στο κτίριο της έδρας της μητρόπολης. Το κτίριο αυτό χτίστηκε μεταξύ 1901 και 1902 και είναι ένα από τα πιο όμορφα παραδείγματα μπαρόκ αρχιτεκτονικής. Εκτός από την κυρίαρχη Ορθόδοξη Εκκλησία, στην Μπίτολα υπάρχουν και άλλες μεγάλες θρησκευτικές ομάδες, όπως η ισλαμική κοινότητα, η ρωμαιοκαθολική και άλλες.
Σύμφωνα με την απογραφή του 2002, η θρησκευτική σύνθεση της πόλης είναι η ακόλουθη
Θρησκεία | Συνολικός αριθμός | % του συνολικού πληθυσμού |
---|---|---|
Ορθόδοξοι | 66.492 | 89.2 |
Μουσουλμάνοι | 6.843 | 9.2 |
Καθολικοί | 140 | 0.2 |
Προτεστάντες | 9 | 0.01 |
Αλλοι | 1.066 | 1.4 |
Μετά το Διάταγμα της Αλάμπρα και τον διωγμό του 1492 οι Σεφαραδίτες Εβραίοι, κυνηγημένοι από την Ιερά Εξέταση, έγιναν δεκτοί από τον Σουλτάνο Βαγιαζήτ Β΄ στην οθωμανική επικράτεια και κατέφθασαν στην ευρύτερη περιοχή κατά κύματα από την Ιβηρική χερσόνησο. Η πλειοψηφία εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη, αλλά μεγάλη κοινότητα άνθισε και στο Μοναστήρι (ισπανοεβραϊκή γλώσσα: «Μοναστίρ»),[58][59] υπερβαίνοντας το 10% του πληθυσμού της πόλης κατά το 1900.
Για την περιοχή, υπάρχουν λιγοστά στοιχεία εκδηλώσεων αντισημιτισμού από τις άλλες τοπικές κοινότητες. Τα έθιμα, η συμπεριφορά, η ενδυμασία και ο πολιτισμός των Εβραίων στο Μοναστήρι επηρεάστηκαν από την παρατεταμένη κυριαρχία των Τούρκων. Ωστόσο, την ίδια στιγμή, κατόρθωσαν να διατηρήσουν την προσωπικότητά τους μέσα σε αυτό το συνονθύλευμα λαών και θρησκειών. Κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, με την έναρξη της παρακμής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ξεκίνησε απότομα μια σταθερή επιδείνωση στην οικονομική κατάσταση του δήμου και πόροι της ευημερίας άρχισαν να εκλείπουν.[60] Ο τοπικός εβραϊκός πληθυσμός αυτοπροσδιοριζόταν ως «Μοναστιρλί» και σχετική συναγωγή υπάρχει έως σήμερα στη σύγχρονη Θεσσαλονίκη.[61]
Οι Εβραίοι της Καστοριάς, Φλώρινας και Μοναστηρίου είχαν κοινή ομιλούμενη γλώσσα, η οποία κατέστησε ευκολότερη την ανάπτυξη πιο στενών δεσμών αναμεταξύ τους. Τα νέα γιουγκοσλαβικά γεωγραφικά σύνορα το 1913, έκαναν τις σχέσεις αυτές πιο σοβαρές και πολλοί Εβραίοι από το Μοναστήρι μετακόμισαν στη Φλώρινα.[62] Η κοινότητα του Μοναστηρίου που μίλαγε Ισπανοεβραϊκή γλώσσα άρχισε να μεταναστεύει στην Αμερική, την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα.[63] Το 1913, στο τεύχος του Ιανουαρίου του La America - του πρώτου αμερικάνικου ταμπλόιντ σε ισπανοεβραϊκή γλώσσα, δημοσιευμένο χωρίς διακοπές ανάμεσα στα 1910-1925, το οποίο ήταν αφιερωμένο στην προσαρμογή των Λεβαντίνων Σεφαραδιτών στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο Μωύς Γκαντόλ έλαβε καταγγελίες από Εβραίους του Μοναστηρίου, οι οποίοι υποστήριζαν ότι η κάλυψη της θεατρικής παράστασής τους δεν ήταν τόσο περίτεχνη όπως εκείνη για παρόμοια εκδήλωση την οποία είχαν παρουσιάσει Εβραίοι της Καστοριάς. Οι Μοναστηριώτες Εβραίοι διαμαρτυρήθηκαν ότι τα ονόματα όλων των Καστοριανών ηθοποιών είχαν αναγραφεί, ενώ οι ηθοποιοί από το Μοναστήρι είχαν εξαπατηθεί ότι θα έβλεπαν τα ονόματά τους στο έντυπο. Ο Γκαντόλ απάντησε ότι οι Καστοριανοί υποστήριζαν το έντυπο με πολλές συνδρομές, ενώ υπήρχαν μόνο πέντε συνδρομητές από το Μοναστήρι, τρεις στη Νέα Υόρκη και δύο στο Ρότσεστερ, παρόλο που σε αυτό η κοινότητα ήταν μεγαλύτερη.[64][65]
Μετά τη διάλυση της Αυστριακής και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και την εκπλήρωση δεσμεύσεων για εθνική αυτοδιάθεση μικρών εθνών, διάφορες εθνικές πλειοψηφίες απέκτησαν για πρώτη φορά πρόσβαση σε μοχλούς εξουσίας και ήταν σε θέση να διαμορφώσουν το οικονομικό και πολιτικό σκηνικό, υπολογίζοντας την απέλαση Εβραίων από οικονομικές θέσεις που εκείνες ήθελαν να κατέχουν. Από το 1925 μέχρι το 1939, εφαρμόστηκε επίσημος αντισημιτισμός και πογκρόμ, σχεδιασμένα για να κάνουν τη ζωή τόσο άθλια για τους Εβραίους, ώστε να μεταναστεύσουν[εκκρεμεί παραπομπή]. Η σύγκρουση άφησε χιλιάδες φτωχούς πρόσφυγες που είχαν συσσωρευτεί στη Θεσσαλονίκη και την Κωνσταντινούπολη αφήνοντας πίσω τις εβραϊκές λεηλατημένες κοινότητές τους. Σημαντικές εβραϊκές κοινότητες στο Μοναστήρι, τα Γιάννενα, την Καστοριά, την Καβάλα και την Αδριανούπολη υπέστησαν σοβαρές ζημιές[εκκρεμεί παραπομπή] και η κατάστασή τους επιδεινώθηκε από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Η ανταλλαγή πληθυσμών ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία (1923-1928) κατέστρεψε τα οικονομικά θεμέλια της εβραϊκής κοινότητας της Σμύρνης, διαλύοντας και την αρχαία κοινότητα Σεφαραδιτών της Θεσσαλονίκης, και δημιουργώντας άλλο ένα κύμα Εβραίων ομιλητών της Ισπανοεβραϊκής προς τον Νέο Κόσμο.[66] Οι περισσότεροι Εβραίοι της πόλης δολοφονήθηκαν κατά τη διάρκεια του Ολοκαυτώματος, και σήμερα δεν αναφέρεται εβραϊκή κοινότητα στην πόλη.[67] Πριν την απέλασή τους προς στρατόπεδα συγκέντρωσης οι οικογένειες και τα μεμονωμένα μέλη της εβραϊκής κοινότητας υποχρεώθηκαν από τους Βούλγαρους να υποβάλουν φωτογραφίες για την καταγραφή τους στο μητρώο του 1942.
Είναι κυρίως σλαβόφωνοι, βλαχόφωνοι με καταγωγή από τη Μοσχόπολη (ήρθαν στην περιοχή μετά το 1769,[68] λόγω της καταστροφής της από Τουρκαλβανούς, ως αντίποινα για τα Ορλωφικά), Σαρακατσαναίοι και απόγονοι των πολιτικών προσφύγων του Ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου.[69][70]
Στην Μπίτολα λειτουργεί πολιτιστικός σύλλογος της ελληνικής ομογένειας και δεκάδες φροντιστήρια εκμάθησης της ελληνικής γλώσσας. Την πόλη επισκέπτονται αρκετοί Έλληνες από τον Νομό Φλώρινας, οι οποίοι επισκέπτονται τη λαϊκή αγορά κάθε Τρίτη ή Παρασκευή, ή το καζίνο στο κέντρο της πόλης[71]. Τον Απρίλιο του 2012, πραγματοποιήθηκε στην πόλη η ετήσια χοροεσπερίδα του Συλλόγου Βλάχων Μοναστηρίου «Αφοί Μανάκια», με συμμετοχές συλλόγων Βλάχων από την Ελλάδα (του συλλόγου Αβδέλλας, της πανελλήνιας Ομοσπονδίας πολιτιστικών συλλόγων Βλάχων, της Παγκόσμιας Βλάχικης Αμφικτυονίας και του Συνδέσμου Μοναστηριωτών Θεσσαλονίκης), κατόπιν προσκλήσεως των διοργανωτών.[72] Οι Βλάχοι του Μοναστηρίου πήραν μέρος επίσης, στο 28ο Αντάμωμα των Βλάχων, στην Καλαμπάκα, τον Ιούνιο του 2012.[73]
Σημαντικές προσωπικότητες της ελληνικής κοινότητας υπήρξαν οι:
Η ενότητα αυτή είναι κενή, ανεπαρκώς ανεπτυγμένη ή ανολοκλήρωτη. Η βοήθειά σας είναι καλοδεχούμενη! |
Η ενότητα αυτή δεν τεκμηριώνεται επαρκώς με παραπομπές. Παρακαλούμε βοηθήστε προσθέτοντας την κατάλληλη τεκμηρίωση. Ατεκμηρίωτο υλικό μπορεί να αμφισβητηθεί και να αφαιρεθεί. (Η σήμανση τοποθετήθηκε στις 05/05/2020) |
Η πόλη διαθέτει αρκετά ιστορικά κτήρια που χρονολογούνται σε διαφορετικές ιστορικές περιόδους. Τα πλέον αξιοσημείωτα είναι εκείνα που ανήκουν στην οθωμανική περίοδο και ορισμένα από τις νεότερες περιόδους.
Το Σιρόκ Σοκάκ (Широк Сокак, λέξη που σημαίνει "πλατιά αλέα") είναι μακρύς πεζόδρομος που ξεκινά από την πλατεία Μανόλια και φθάνει στο Πάρκο της Πόλης.
Δεν είναι γνωστό πότε χτίστηκε ο πύργος του ρολογιού. Γραπτές πηγές από τον 16ο αιώνα αναφέρουν έναν πύργο του ρολογιού, αλλά δεν είναι ξεκάθαρο αν πρόκειται για τον ίδιο. Ορισμένοι πιστεύουν ότι χτίστηκε στην ίδια περίοδο με τον ναό του Αγ. Δημητρίου το 1830. Ο θρύλος αναφέρει ότι οι οθωμανικές αρχές μάζεψαν 60.000 αυγά από τα γειτονικά χωριά και τα ανακάτεψαν με το κονίαμα για να κάνουν τους τοίχους δυνατότερους[εκκρεμεί παραπομπή].
Ο πύργος έχει ορθογώνια βάση και είναι περίπου 30 μέτρα ψηλός. Κοντά στην κορυφή υπάρχει τετράγωνη ταράτσα με σιδερένιο φράκτη. Σε κάθε πλευρά αυτού του φράκτη υπάρχει ικρίωμα για τις λάμπες που φωτίζουν το ρολόι. Το ίδιο το ρολόι βρίσκεται στο υψηλότερο από τα τρία επίπεδα και δεν είναι το αυθεντικό, καθώς αντικαταστάθηκε κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο με ένα λειτουργικό που παρείχαν οι Ναζί, καθώς στην πόλη υπήρχαν γερμανικοί τάφοι από τον Α' παγκόσμιο πόλεμο.
Ο ναός του Αγ. Δημητρίου χτίστηκε το 1830 με συνεισφορές τοπικών εμπόρων και τεχνιτών. Είναι απλός εξωτερικά, όπως θα έπρεπε να είναι όλες οι εκκλησίες στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, αλλά σπάνιας ομορφιάς στο εσωτερικό του, διακοσμημένος με πολυελαίους, ξυλόγλυπτο επισκοπικό θρόνο και εγχάρακτο τέμπλο. Σύμφωνα με μία άποψη το εικονοστάσιο είναι έργο των χαρακτών Μιγιάκ. Το πλέον εντυπωσιακό χαρακτηριστικό του είναι η αψίδα πάνω από τα αυτοκρατορικά στασίδια με γλυπτές μορφές του Ιησού και των Αποστόλων.
Ανάμεσα στα ξυλόγλυπτα περιλαμβάνονται ο επισκοπικός θρόνος στο πνεύμα των χαρακτών Μιγιάκ, αρκετές κορνίζες εικόνων, και πέντε σύγχρονες σχετικά στήλες στη μορφή του θρόνου. Οι τοιχογραφίες προέρχονται από δύο περιόδους: τα τέλη του 19ου αιώνα, και από το τέλος του Α' Π.Π. έως σήμερα. Οι εικόνες και οι αγιογραφίες δημιουργήθηκαν χάρη στις εισφορές τοπικών επιχειρηματιών και πολιτών, ενώ οι αγιογράφοι τους διακρίνονται για την ευρεία γνώση των εικονογραφικών προτύπων της Καινής Διαθήκης. Οι εικόνες διακρίνονται για την αίσθηση του χρώματος, με κυριαρχία του κόκκινου, του πράσινου και των σκιάσεων ώχρας. Αξιοπρόσεκτη είναι η αφθονία των χρυσών στολισμάτων, που δείχνει την παρουσία υστεροβυζαντινής τέχνης και ρυθμού μπαρόκ. Η εικόνα του Αγίου Δημητρίου είναι υπογεγραμμένη με τα αρχικά "D. A. Z.", δείχνοντας ότι φιλοτεχνήθηκε από τον αγιογράφο Ντίμιταρ Αντόνοφ τον Ζωγράφο, το 1889. Υπάρχουν και άλλα σκεύη, ανάμεσά τους δισκοπότηρα, κατασκευασμένα από τοπικούς καλλιτέχνες και αρκετές εικόνες με σκηνές της Καινής Διαθήκης που έφερναν από την Ιερουσαλήμ προσκυνητές.
Στην εκκλησία του Αγίου Δημητρίου κινηματογραφήθηκαν οι εναρκτήριες σκηνές της ταινίας The Peacemaker (1997, Τζορτζ Κλούνεϊ, Νικόλ Κίντμαν) και μερικές της ταινίας Welcome to Sarajevo (1997).
Η Ηράκλεια Λυγκηστίς ήταν σημαντικός αρχαίος οικισμός από την Ελληνιστική περίοδο μέχρι τις αρχές του Μεσαίωνα. Ιδρύθηκε από τον Φίλιππο Β΄ της Μακεδονίας στα μέσα του 4ου αιώνα π.Χ. Σήμερα τα ερείπιά της βρίσκονται στο νότιο τμήμα της πόλης, 2 χλμ. από το κέντρο της πόλης.
Κοντά στο κέντρο της πόλης, η σκεπαστή αγορά (μπεζεστένι) είναι ένα από τα εντυπωσιακότερα και παλαιότερα κτήρια της οθωμανικής περιόδου στο Μοναστήρι. Με τους πολυάριθμους τρούλους του που το κάνουν να μοιάζει με φρούριο, τους διακλαδούμενους εσωτερικούς δρόμους και τις τέσσερις μεταλλικές πύλες του είναι μία από τις μεγαλύτερες σκεπαστές αγορές της περιοχής. Χτίστηκε κατά τον 15ο αιώνα από τον Καρά Νταούτ Πασά Ουζουνκαρσιλί, μπεηλέρμπεη της Ρούμελης.
Αν και ως κατασκευή δείχνει ιδιαίτερα ασφαλής, πυρπολήθηκε και έγινε αντικείμενο εκτεταμένων κλοπών πολλές φορές, αλλά κατάφερε να επιβιώσει. Το μπεζεστένι ξαναχτίστηκε από τον 15ο έως τον 19ο αι. με ανακατανομή των καταστημάτων. Ταυτόχρονα ήταν θησαυροφυλάκιο, όπου σε ειδικά κατασκευασμένα μικρά δωμάτια φυλάσσονταν χρήματα από όλο το βιλαέτι της Ρωμυλίας, πριν μεταφερθούν στο βασιλικό θησαυροφυλάκιο. Τα περισσότερα καταστήματα πωλούσαν υφάσματα και άλλα αντικείμενα πολυτελείας. Τα καταστήματα κατά το 19ο αι. ανέρχονταν στα 84, ενώ σήμερα τα περισσότερα είναι σύγχρονα και πωλούν διάφορα προϊόντα. Ωστόσο, παρά τις εσωτερικές μεταμορφώσεις της αγοράς, η εξωτερική εμφάνισή της έμεινε απαράλλακτη.
Το Καδή Τζαμί Γκαζί Χαϊντάρ είναι ένα από τα ελκυστικότερα μνημεία ισλαμικής αρχιτεκτονικής στην Μπίτολα. Χτίστηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1560, έργο του περίφημου αρχιτέκτονα Μιμάρ Σινάν, κατά παραγγελία του καδή της πόλης Χαϊντάρ. Με την πάροδο του χρόνου εγκαταλείφθηκε και υπέστη σοβαρές ζημιές. Σήμερα έγιναν εργασίες αποκατάστασης και συντήρησης που αποκατέστησαν σε κάποιο βαθμό την αρχική του όψη.
Το Γενί τζαμί βρίσκεται στο κέντρο της πόλης. Έχει τετραγωνική βάση, που καταλήγει σε θόλο. Κοντά στο τζαμί βρίσκεται μιναρές ύψους 40 μ. Σήμερα τα δώματα του τζαμιού λειτουργούν ως αίθουσες εκθέσεων τέχνης, μονίμων ή προσωρινών. Πρόσφατες αρχαιολογικές ανασκαφές αποκάλυψαν ότι χτίστηκε πάνω σε παλιά εκκλησία.
Το Ισάκ Τσελεμπί Τζαμί είναι κληρονομία του καδή (ιεροδικαστή) Ισάκ Τσελεμπί. Στην ευρύχωρη αυλή του υπάρχουν αρκετοί τάφοι με σαρκοφάγους.
Τα λουτρά Ντεμπόι είναι τουρκικά λουτρά (χαμάμ). Δεν είναι γνωστό πότε ακριβώς κατασκευάστηκαν. Κάποα στιγμή υπέστησαν σοβαρές ζημιές, αλλά μετά από επισκευές απέκτησαν την αρχική τους μορφή: ωραία πρόσοψη, δύο μεγάλοι τρούλοι και αρκετοί μικρότεροι.
Η ενότητα αυτή δεν τεκμηριώνεται επαρκώς με παραπομπές. Παρακαλούμε βοηθήστε προσθέτοντας την κατάλληλη τεκμηρίωση. Ατεκμηρίωτο υλικό μπορεί να αμφισβητηθεί και να αφαιρεθεί. (Η σήμανση τοποθετήθηκε στις 05/05/2020) |
Κάθε Σεπτέμβριο λαμβάνει χώρα το φεστιβάλ Κινηματογράφου και Φωτογραφίας «Αδελφοί Μανάκη», σε ανάμνηση των πρώτων εικονοληπτών των Βαλκανίων Αδελφών Ιωάννη και Μιλτιάδη Μανάκη. Είναι το παλαιότερο φεστιβάλ κινηματογράφου στον κόσμο προς τιμή του έργου των κινηματογραφιστών. Αποτελεί συνδυασμό προβολής ντοκιμαντέρ και ταινιών μεγάλου μήκους και είναι γεγονός παγκόσμιας εμβέλειας. Κάθε χρόνο το φεστιβάλ συγκεντρώνει παγκοσμίως αναγνωρισμέους ηθοποιούς, όπως οι Κατρίν Ντενέβ, Ιζαμπέλ Υπέρ, Βικτόρια Αμπρίλ, Πρέντραγκ Μανόιλοβιτς, Μάικλ Γιορκ, Ζυλιέτ Μπινός, Ράντε Σερμπέτζια.
Κάθε χρόνο λαμβάνει χώρα στην Μπίτολα το παραδοσιακό λαογραφικό φεστιβάλ «Ημέρες του Ίλιντεν». Είναι ένα 4-5ήμερο φεστιβάλ μουσικής, τραγουδιών και χορών, αφιερωμένο στην Εξέγερση του Ίλιντεν εναντίον των Τούρκων, όπου κύρια έμφαση δίνεται στο λαϊκό πολιτισμό της Βόρειας Μακεδονίας. Παραδοσιακοί χοροί και τραγούδια παρουσιάζονται από πολλές λαογραφικές ομάδες και οργανώσεις που συμμετέχουν σε αυτό.
Τα τελευταία χρόνια, η καλλιτεχνική εκδήλωση «Μικρή Μονμάρτη της Μπίτολα» η οποία διοργανώνεται από το στούντιο τέχνης «Κύριλλος και Μεθόδιος», έχει μετατραπεί σε επιτυχημένο παιδικό καλλιτεχνικό φεστιβάλ. Παιδιά από όλο τον κόσμο έρχονται για να εκφράσουν τη φαντασία τους μέσα από την τέχνη, δημιουργώντας σημαντική και ανεκτίμητη τέχνη που παρουσιάζεται στη χώρα και σε όλο τον κόσμο. Η «Μικρή Μονμάρτη της Μπίτολα» έχει κερδίσει πολλά βραβεία και υποψηφιότητες.
Το Μπιτολίνο είναι ετήσιο φεστιβάλ παιδικού θεάτρου που πραγματοποιείται τον Αύγουστο με το Θέατρο Μπάμπετς. Κάθε χρόνο επαγγελματική παιδικά θέατρα από όλο τον κόσμο συμμετέχουν στο φεστιβάλ. Το κύριο βραβείο είναι το Γκραν Πρι της καλύτερης παράστασης.
Κάθε Μάιο στην Μπίτολα φιλοξενείται το διεθνές φεστιβάλ παιδικού τραγουδιού Σι-Ντο, το οποίο τα τελευταία χρόνια έχει αποκτήσει μεγάλη δημοτικότητα[εκκρεμεί παραπομπή]. Παιδιά από όλη την Ευρώπη συμμετέχουν σε αυτή την εκδήλωση, που συνήθως αποτελείται από περίπου 20 τραγούδια. Το φεστιβάλ υποστηρίζεται από την ΠροΜίντια που το διοργανώνει με ένα νέο θέμα κάθε χρόνο. Πολλοί μουσικοί της Βόρειας Μακεδονίας έχουν συμμετάσχει στο φεστιβάλ όπως οι Νεξτ Τάιμ και η Καρολίνα Γκότσεβα, που έχουν εκπροσωπήσει τη χώρα στον Διαγωνισμό Τραγουδιού της Eurovision.
Πρόκειται για διεθνές φεστιβάλ αφιερωμένο κυρίως στην κλασική μουσική, όπου λαμβάνουν χώρα πολλοί καλλιτέχνες από όλο τον κόσμο. Εκτός από τις συναυλίες κλασικής μουσικής υπάρχουν επίσης μερικές νύχτες για ποπ-μοντέρνα μουσική, θεατρικές παραστάσεις και εκθέσεις έργων τέχνης και μια μέρα για λογοτεχνικές παρουσιάσεις κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης. Τα τελευταία χρόνια συμμετείχαν καλλιτέχνες από τη Ρωσία, τη Σλοβακία, την Πολωνία και πολλές άλλες χώρες. Λόγω του ότι η Μπίτολα αποκαλείται η πόλη με τα περισσότερα πιάνα, υπάρχει μια νύχτα του φεστιβάλ αφιερωμένη σε διαγωνισμούς πιάνου. Ένα βραβείο απονέμεται για τον καλύτερο νεαρό πιανίστα και ένα άλλο για τους διαγωνιζόμενους κάτω των 30 ετών.
Το Φεστιβάλ Σύγχρονης Τέχνης AΚΤΟ είναι περιφερειακό φεστιβάλ. Περιλαμβάνει εικαστικές τέχνες, παραστατικές τέχνες, μουσική και θεωρία του πολιτισμού. Το πρώτο φεστιβάλ AΚΤΟ πραγματοποιήθηκε το 2006. Στόχος του φεστιβάλ είναι να διευρύνει τα πολιτιστικά πλαίσια της σύγχρονης κοινωνίας, μέσω της «ανασύνθεσης» και του επαναπροσδιορισμού τους σε νέο πλαίσιο. Στο παρελθόν, στο φεστιβάλ έχουν συμμετάσχει επώνυμοι καλλιτέχνες από χώρες της περιοχής, όπως η Σλοβενία, η Ελλάδα ή Βουλγαρία, αλλά και από τη Γερμανία, την Ιταλία, τη Γαλλία και την Αυστρία.
Είναι ετήσιο φεστιβάλ μονοδράματος που διοργανώνεται τον Απρίλιο από το Κέντρο Πολιτισμού της Μπίτολα. Κάθε χρόνο πολλοί ηθοποιοί από όλο τον κόσμο έρχονται στην Μπίτολα για να παίξουν θεατρικούς μονόλογους.
Είναι πολιτιστική και τουριστική εκδήλωση που υπάρχει από το 2007. Ιδρυτής και διοργανωτής του φεστιβάλ είναι η Ένωση Πολιτών του Κέντρου Πολιτιστικής Εξυγίανσης της Μπίτολα. Το φεστιβάλ πραγματοποιείται κάθε χρόνο στα μέσα Ιουλίου, στην καρδιά της παλιάς τουρκικής αγοράς της πόλης, ως τμήμα του Πολιτιστικού Καλοκαιριού της Μπίτολα, Μπιτ Φεστ.
Το Πανεπιστήμιο του Άγιου Κλήμεντος της Οχρίδας της Μπίτολα (Универзитет Св Климент Охридски - Битола) ιδρύθηκε το 1979, ως αποτέλεσμα των διάφορων διαδικασιών στον τομέα της εκπαίδευσης τη δεκαετία του 1970 και της αύξησης της ζήτησης εξειδικευμένων επαγγελματιών έξω από την πρωτεύουσα της χώρας. Από το 1994 φέρει το όνομα του επιμορφωτού των Σλάβων, Αγίου Κλήμεντος της Οχρίδας. Το πανεπιστήμιο έχει εγκαταστάσεις στην Μπίτολα, την Οχρίδα και το Πρίλεπ και έδρα στην Μπίτολα. Με τη συμβολή του στον τομέα της εκπαίδευσης και της επιστήμης έχει καθιερωθεί και συνεργάζεται με το Πανεπιστήμιο του Αγίου Κυρίλλου και Μεθοδίου των Σκοπίων και με άλλα πανεπιστήμια στα Βαλκάνια και την υπόλοιπη Ευρώπη.
|
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.