From Wikipedia, the free encyclopedia
Αρχιτεκτονική είναι η τέχνη και η επιστήμη[1] της «ικανοποίησης των ανθρωπίνων αναγκών στο χώρο μέσω σχεδιασμού μεθόδων και υλικών κατασκευών»[2] που εφαρμόζεται ευρύτερα στην οίκιση και δόμηση του χώρου, ως εφαρμοσμένη επιστήμη της σχεδίασης και της υλοποίησης κατασκευών, όπως κτηρίων, γεφυρών και πόλεων, δίνοντας έμφαση σε ορισμένους τομείς των αναγκών αυτών, όπως στην εργονομία και στην αισθητική, στη λειτουργία, τη μορφή ή την κατασκευή τους, αναλόγως με την εποχή και τις ιδιαιτερότητες του εντολέα για τον οποίο διαξάγεται. Οι σύγχρονοι καταλλήλως καταρτισμένοι επιστήμονες καλούνται αρχιτέκτονες μηχανικοί, ενώ πριν την ίδρυση[3] των ακαδημαϊκών σπουδών, ασκείτο από στρατιωτικούς μηχανικούς, μαϊστορες και πρωτομαϊστορες[4], φιλοσόφους[5], γεωμέτρες, ξυλουργούς, απλούς ανθρώπους κλπ.
Η άσκηση της αρχιτεκτονικής υπόκειτο πάντα σε νομικούς περιορισμούς, γι' αυτό και το έργο της κρίνεται ως νόμιμο ή αυθαίρετο, πέραν του κοινωνικού χαρακτηρισμού της ως, υψηλής, ή μη. Αντικείμενο της αρχιτεκτονικής είναι ο σχεδιασμός όλων των κτιστών υποδομών στο περιβάλλον, από το μακροσκοπικό επίπεδο του σχεδιασμού πόλεων ως το μικροσκοπικό του σχεδιασμού επίπλων και προϊόντων καθημερινής χρήσης. Ετυμολογικά, ο όρος προέρχεται από το ελληνικό «αρχή» και «τέχνη» - «τεκτονική» (κατασκευή / δημιουργία), ενώ οι ρίζες της ανάγονται στην ανθρώπινη προϊστορία μέσω της «οικοδομίας». Οι επιστημονικοί κλάδοι της αρχιτεκτονικής, όπως ορίζονται από τα περισσότερα ακαδημαϊκά ιδρύματα, περιλαμβάνουν τον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό, τον αστικό και πολεοδομικό σχεδιασμό, τον σχεδιασμό τοπίου και περιβάλλοντος και τη συντήρηση και αποκατάσταση αρχιτεκτονικών μνημείων και συνόλων.[6][7][8]
Η αρχιτεκτονική συνθέτει επιμέρους γνώσεις από τις καλές τέχνες, τις ανθρωπιστικές επιστήμες και τις επιστήμες μηχανικών.[9] Παράλληλα επικαλύπτεται με συγγενείς αλλά διακριτούς επιστημονικούς κλάδους όπως η επιστήμη πολιτικού μηχανικού,[10] η οποία δίνει έμφαση στις τεχνικές όψεις της κατασκευαστικής δραστηριότητας (π.χ. στη στατική στήριξη), και η χωροταξία-πολεοδομία, η οποία αρχικά εθεωρείτο τομέας της αρχιτεκτονικής και εξακολουθεί να διδάσκεται σε νέους αρχιτέκτονες.[11]
Ο μονοσήμαντος ορισμός της αρχιτεκτονικής κρίνεται προβληματικός, καθώς αρχιτέκτονες και θεωρητικοί ή ιστορικοί της αρχιτεκτονικής δεν συγκλίνουν αποκλειστικά σε έναν.[12] Σύμφωνα με τη Διακήρυξη του Άμστερνταμ για την Ευρωπαϊκή Αρχιτεκτονική Κληρονομιά, εκ μέρους του Συμβουλίου της Ευρώπης (1975),[13] «καθώς τα νέα κτήρια του σήμερα θα είναι η κληρονομιά του αύριο, πρέπει να καταβληθεί κάθε προσπάθεια ώστε να διασφαλιστεί πως η σημερινή αρχιτεκτονική είναι υψηλής ποιότητας» και «αυτή η τελευταία πρέπει να δώσει έναν νέο ορισμό της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς και των στόχων της ολοκληρωμένης διατήρησης».
Σύμφωνα με την πιο πρώιμη μελέτη γύρω από το αντικείμενο, ο Βιτρούβιος στο έργο του Περί αρχιτεκτονικής[14] βασίζει την καλή αρχιτεκτονική σε τρεις αρχές: Ομορφιά (Venustas), Σταθερότητα (Firmitas) και Ευχρηστία (Utilitas). Τονίζει ότι η αρχιτεκτονική οφείλει να εξισορροπεί και να συντονίζει με βάση αυτά τα τρία στοιχεία, χωρίς κανένα να υπερβαίνει τα άλλα.[15] Με το έργο του ο Βιτρούβιος επηρέασε βαθύτατα καλλιτέχνες, στοχαστές και αρχιτέκτονες από την πρώιμη Αναγέννηση και έπειτα.
Από τα γραπτά του Βιτρούβιου έως τα πρώτα αναγεννησιακά γραπτά του Σεμπαστιάνο Σέρλιο, μεσολαβεί ένα αξιοσημείωτο κενό. Τα σημαντικότερα μεσαιωνικά γραπτά περί αρχιτεκτονικής δεν είναι νέα εγχειρίδια, αλλά απλώς νεότερες και εκτενώς σχολιασμένες μεταφράσεις του Βιτρούβιου.[16] Το κενό αυτό όμως ερμηνεύεται εύκολα, δεδομένων των οικοδομικών πρακτικών που κυριαρχούσαν στην Ευρώπη για αιώνες και της έλλειψης τυπογραφίας έως το 1448. Ο γοτθικός ρυθμός είχε προκύψει και εξελιχθεί από πρακτικές στις οποίες η κατοικία του αρχιμάστορα, ή το ίδιο το εργοτάξιο, αποτελούσαν χώρο αρχιτεκτονικής διαπαιδαγώγησης των νέων μαθητευόμενων.[16] Επόμενο ήταν οι τεχνικές και κατασκευαστικές πρακτικές να μεταδίδονται με τον προφορικό λόγο. Χρειάστηκε επίσης η εκ νέου επανεξέταση, μέσα σε ιστορικό – αρχαιολογικό πλαίσιο, των έως τότε ασφυκτικών κανόνων του Βιτρούβιου, ώστε οι γενιές που διαδέχτηκαν τον Μπρουνελλέσκι να αξιοποιήσουν τις ανακαλύψεις τους[17] ή να τις αποτυπώσουν στο χαρτί.
Η Αναγέννηση είναι μια περίοδος στην οποία συντελέστηκαν βαθιές αλλαγές στην αρχιτεκτονική. Σε κανέναν άλλο καλλιτεχνικό τομέα, κατά τη διάρκειά της, δεν έγινε τόσο αισθητή η νέα ελευθερία του δημιουργού και τόσο βαθύ το χάσμα ανάμεσα σε αυτόν και τον πελάτη, όσο στην αρχιτεκτονική. Ο αρχιτέκτονας αυτήν την περίοδο έπρεπε να έχει, ως ένα βαθμό τη μόρφωση του λογίου, να ξέρει κανόνες αρχαίων «ρυθμών», τις σωστές αναλογίες και τα μέτρα των αρχαιοελληνικών μορφολογικών χαρακτηριστικών.[18]
Τα εγκαίνια αυτής της νέας περιόδου πραγματοποιούνται από τον Γενουάτη Λεόν Μπατίστα Αλμπέρτι, ο οποίος με το έργο του Περί κτιστών πραγμάτων βιβλία δέκα[19] ακολουθεί σε οργάνωση το προγενέστερο παράδειγμα του Βιτρούβιου, με ένα ευρύτατο περιεχόμενο. Αυτό το τελευταίο περιλαμβάνει από γραμμικά σχέδια και μελέτες γύρω από τη χρήση των χώρων και των υλικών, έως κείμενα γύρω από την αρχιτεκτονική ως «τέχνη του ωραίου»[20] και την αναστήλωση.
Τα κείμενα του Σεμπαστιάνο Σέρλιο, παρά το γεγονός ότι εκδόθηκαν με διάφορους τίτλους, χωρίς κάποια συγκεκριμένη αλληλουχία, ακόμη και μετά τον θάνατό του, σημείωσαν επίσης μεγάλη επιτυχία. Στο θεωρητικό του έργο συστηματοποίησε τη γνώση του περί ρωμαϊκού κλασικισμού, σύγχρονων κατασκευών και κλασικής αρχαιότητας. Το γνωστότερο από τα βιβλία του, με τίτλο Το τρίτο βιβλίο, στο οποίο απεικονίζονται και περιγράφονται οι αρχαιότητες της Ρώμης και άλλες που βρίσκονται εντός και εκτός Ιταλίας, ήταν το πρώτο που εκδόθηκε στην καθομιλουμένη[21] και η εκτενής του εικονογράφηση - που συνδύαζε ορθογραφική και προοπτική προβολή σχεδίων ταυτοχρόνως - χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά ως μέσο προσέγγισης της αρχιτεκτονικής και ως πηγή πληροφοριών.[22]
Η υπερβολή της αρχιτεκτονικής γλώσσας όπως εκφράστηκε από το Ροκοκό και η εκλαΐκευση των αρχών του Διαφωτισμού, οδήγησαν τους αρχιτέκτονες του 18ου αιώνα στην αναζήτηση ενός αυθεντικού ύφους μέσα από μια ακριβή επανεκτίμηση της Αρχαιότητας.[23]
Η αναζήτηση αυτή είχε ως αποτέλεσμα στη Γαλλία ένα από τα πρώτα θεωρητικά έργα του είδους το 1758, αυτό του Ζυλιέ Νταβίντ Λε Ρουά, με τίτλο Ερείπια Από τα πιο Όμορφα Μνημεία στην Ελλάδα,[24] που αναδείκνυε την αρχαιοελληνική αρχιτεκτονική. Στην Ιταλία αντιθέτως, το έργο του Τζοβάννι Μπατίστα Πιρανέζι Περί της μεγαλοπρέπειας και της αρχιτεκτονικής των Ρωμαίων[25] το 1761, ήρθε ως απάντηση στο προηγούμενο, υποστηρίζοντας ότι οι Ετρούσκοι μαζί με τους Ρωμαίους διαδόχους τους ήταν αυτοί που εξύψωσαν το επίπεδο τελειότητας της αρχιτεκτονικής.[26] Στην Αγγλία, η τάση αυτών των αναζητήσεων εκφράστηκε κυρίως μέσα από την διάθεση για αποφυγή της υπερβολής του Μπαρόκ: πρωτοεμφανίστηκε στη μεν «ρωμαϊκή» της εκδοχή σε μια εκ νέου έκφραση των αρχών του Αντρέα Παλάντιο στο έργο του Λόρδου Μπέρλινγκτον (1694 – 1753),[27] στη δε «ελληνική» στο έργο Οικιακά Έπιπλα και Διακόσμηση Εσωτερικών Χώρων[28] του Τόμας Χόουπ το 1807.
Σημαντική φυσιογνωμία του ιστορισμού είναι αυτή του Ευγένιου – Εμμανουήλ Βιολέ-λε-Ντυκ,[29] ενός συντηρητή – αναστηλωτή, του οποίου οι αρχιτεκτονικές ερμηνείες κατά το τρίτο τέταρτο του 19ου αιώνα επηρέασαν σημαντικά τα εννοιολογικά εργαλεία της μοντέρνας αρχιτεκτονικής. Η δεκάτομή του Λεπτομερής εγκυκλοπαίδεια της γαλλικής αρχιτεκτονικής από τον 11ο έως τον 16ο αιώνα[30] που κυκλοφόρησε ανάμεσα στο 1854 και το 1868, εξέφρασε μια αρχιτεκτονική θεωρία βασισμένη σε μεγάλο βαθμό στην εξεύρεση των ιδανικών μορφών για συγκεκριμένα υλικά, και η χρήση αυτών των μορφών για τη δημιουργία κτηρίων. Έτσι στα κείμενά του επικεντρώνεται στην ιδέα ότι τα υλικά αυτά θα πρέπει να χρησιμοποιούνται με «ειλικρίνεια», ενώ τονίζει ότι «η συνεπής εφαρμογή των αρχών της λογικής καθίσταται κινητήρια δύναμη της προόδου, φέρνοντας την αρχιτεκτονική στο επίκεντρο της νεωτερικής κοινωνίας».[31]
Παρόλο που οι ρίζες της μοντέρνας αρχιτεκτονικής μπορούν να αναζητηθούν ακόμη και στα μέσα του 18ου αιώνα,[32] οι μοντερνιστικές θεωρίες στην αρχιτεκτονική αναπτύχθηκαν κυρίως στο πρώτο τέταρτο του 20ού αιώνα. Η ανάπτυξη των σύγχρονων βιομηχανικών κοινωνιών και η ταχεία ανάπτυξη των πόλεων, οι τεχνολογικές καινοτομίες και οι μετέπειτα εξελίξεις στη φυσική, τη μηχανική και την αρχιτεκτονική τεχνολογία, επηρέασαν σημαντικά την αρχιτεκτονική θεωρία της εποχής, που άρχισε να απορρίπτει τα διάφορα «στυλ» αναζητά τον εαυτό της σε κινήματα όπως η βρετανική αρ νουβό.[33]
Ένας από τους σημαντικότερους στοχαστές του μοντέρνου κινήματος ήταν ο Αυστριακός Άντολφ Λόος, ο οποίος άφησε κείμενα εξίσου σημαντικά με την αρχιτεκτονική του. Το 1910 εξέδωσε το Διακόσμηση και έγκλημα (γερμ.: Ornament und Verbrechen), ένα έργο που, ύστερα από μια σύντομη εποπτεία της εξέλιξης της κοινωνίας και του ατόμου, ανάγει τις απαρχές της τέχνης στον ερωτισμό και στρέφεται σφοδρά εναντίον της διακόσμησης στην αρχιτεκτονική.[34] Ο Λόος πίστευε ακράδαντα πως τα χρηστικά αντικείμενα – άρα και το αρχιτεκτονικό έργο ως τέτοιο – πρέπει να παραμείνουν εκτός τέχνης: «Ο σύγχρονος διάκοσμος δεν έχει ούτε προγόνους ούτε απογόνους, ούτε παρελθόν ούτε και μέλλον. Αρέσει στους ακαλλιέργητους εκείνους ανθρώπους, που αγνοούν το πραγματικό μεγαλείο των καιρών μας, σύντομα όμως θα τον απορρίπτουν και αυτοί.», αναφέρει μεταξύ άλλων στο Διακόσμηση και έγκλημα.[35]
Λίγες δημοσιεύσεις έχουν προκαλέσει και καθορίσει την πορεία της αρχιτεκτονικής τόσο όσο το Για μια αρχιτεκτονική (Vers une Architecture) του Ελβετού Σαρλ-Εντουάρ Ζενερέ, γνωστού ως Λε Κορμπυζιέ. Το 1923 ο Λε Κορμπυζιέ συγκέντρωσε τις θεωρητικές του αρχές και πολυάριθμες υποθέσεις, αρχικά δημοσιευμένες στο περιοδικό Esprit Nouveau, σε ένα μανιφέστο που καθόρισε ολόκληρο το ρεύμα του μοντερνισμού. Για τον Λε Κορμπυζιέ η αναζήτηση του «νέου πνεύματος» από τον μηχανικό απορρίπτει το ακαδημαϊκό περιβάλλον, στηρίζεται σε παραδείγματα του αρχαίου κόσμου όπως ο Παρθενώνας,[36] τα οποία επανερμηνεύονται σχεδόν προκλητικά μέσα στη σύγχρονη βιομηχανική παράδοση. Ο μηχανικός οφείλει να δώσει λύση στα προβλήματα μιας κοινωνίας στην οποία επικρατούν οι μηχανές. Και η λύση αυτή είναι το «σπίτι – μηχανή για να κατοικείς».[37] Όπως αναφέρει για αυτό χαρακτηριστικά: «Αν[…] εξετάσουμε το ζήτημα από κριτική και αντικειμενική σκοπιά, θα φτάσουμε στην κατοικία- εργαλείο, την τυποποιημένη κατοικία, που θα είναι προσιτή σε όλους, υγιής[…] (και από ηθικής πλευράς) και όμορφη, με την αισθητική των εργαλείων που συνοδεύουν την ύπαρξή μας.».[38] Ο Λε Κορμπυζιέ, σε αντίθεση με τον Λόος, αποκαθιστά την αρχιτεκτονική ως μορφή τέχνης, αναθέτοντας στον αρχιτέκτονα το καθήκον να αρθεί υπεράνω χρηστικών σκοπιμοτήτων και να εργαστεί δημιουργικά.[39]
Την ίδια περίοδο στη Σοβιετική Ένωση το ρωσικό φουτουριστικό κίνημα ενσωματώνει την ολομέτωπη αντιπαράθεση του ντανταϊσμού προς την κατεστημένη τέχνη, αλλά αναπτύσσεται προς μία αντίθετη κατεύθυνση: αυτήν του κονστρουκτιβισμού.[40] Οι κονστρουκτιβιστές εμφανίστηκαν το 1919, τέθηκαν εξαρχής στην υπηρεσία της λενινιστικής σοβιετικής κυβέρνησης και στόχευαν στο να κάνουν τις εικαστικές τέχνες πρακτικά χρήσιμες για το κοινωνικό σύνολο και συμβατές με τη νεωτερικότητα, όπως αυτοί αντιλαμβάνονταν την τελευταία.[41] Έδωσαν έμφαση σε αφηρημένες κατασκευές, λιτές γραμμές και απλά γεωμετρικά σχήματα και όγκους. Επηρέασαν ιδιαίτερα την αρχιτεκτονική των δημοσίων κτηρίων και των κρατικών σοβιετικών εργοστασίων, καθώς ενσωμάτωναν στο έργο τους μία βιομηχανική αισθητική και μία λατρεία της τεχνολογίας και των βιομηχανικών υλικών, όπως το ατσάλι και το γυαλί. Έτσι εκφράστηκε ο συμβιβασμός του μοντερνισμού με τις αντιλήψεις του Διαφωτισμού. Ο υλιστικός, πρακτικός και χρησιμοθηρικός προσανατολισμός των κονστρουκτιβιστικών έργων έδωσε τροφή για αμφισβήτηση του κατά πόσον επρόκειτο για αυθεντικές μορφές καλλιτεχνικής έκφρασης.[42] Η επιρροή τους όμως πέρασε τα σύνορα της Σοβιετικής Ένωσης και κατά τη δεκαετία του ’20 κονστρουκτιβιστές καλλιτέχνες εμφανίστηκαν στη μεσοπολεμική Γερμανία.[43]
Παράλληλα από το 1917 είχε ήδη ξεκινήσει, με κέντρο την Ολλανδία, την πορεία του στις εικαστικές τέχνες το ντε στιλ ή νεοπλαστικισμός, ένα ακόμα μοντερνιστικό καλλιτεχνικό κίνημα το οποίο τόνιζε την αφαίρεση, τη λιτότητα, τα απλά γεωμετρικά σχήματα και τη σχεδιαστική αναγωγή σε ευθείες γραμμές, σε μη τεμνόμενα επίπεδα και σε βασικά χρώματα χωρίς προσμείξεις.[44] Οι νεοπλαστικιστές είχαν υποστεί την επίδραση του κυβισμού, αλλά και της πλατωνικής αντίληψης περί τέλειων γεωμετρικών μορφών ως αυθύπαρκτων και άυλων ιδεών.
Σύντομα προέκυψε στη Γερμανία η σύνθεση του Μπάουχαους, ενός κινήματος εικαστικών τεχνών σαφώς επηρεασμένο τόσο από τον σοβιετικό κονστρουκτιβισμό όσο και από τον νεοπλαστικισμό. Με αυτό συνδέθηκε ένας από τους σημαντικότερους μοντερνιστές αρχιτέκτονες του 20ου αι., ο Βάλτερ Γκρόπιους, που από το 1919 βρέθηκε στα ηνία της Σχολής στη Βαϊμάρη, για μια περίοδο πυρετώδη και ιδεολογικά φορτισμένη.[45] Στο Μανιφέστο του Μπάουχαους, ο Γκρόπιους, απευθυνόμενος σε ενδεχόμενους σπουδαστές του ιδρύματος, διατύπωσε με ωριμότητα ένα πρόγραμμα, που συνέδεε τον καλλιτέχνη με τον τεχνίτη σε έναν καινούριο τύπο δημιουργικής παραγωγικής εργασιακής διαδικασίας.[46] Μέσα από αυτό διατυπωνόταν η θέση ότι οι πρώτες ύλες είχαν μία εγγενή διακοσμητική αξία και ότι στόχος ήταν η ενοποίηση καλών και εφαρμοσμένων τεχνών, μέσω μίας σύνθεσης της καλλιτεχνικής έκφρασης και της πρακτικής λειτουργικότητας η οποία θα απέρριπτε τα «περιττά» αισθητικά στολίδια και θα οδηγούσε σε μία νέα, καθαρά νεωτερική ενότητα τέχνης και τεχνολογίας.[47] Δημιουργήθηκε έτσι η βάση μιας καλλιτεχνικής παράδοσης προσανατολισμένης στον βιομηχανικό σχεδιασμό, σε μία σχολή όμως με δυσοίωνο μέλλον. Το 1924, τέσσερα χρόνια πριν εγκαταλείψει το Μπάουχαους, ο Γκρόπιους εξέδωσε το πρώτο βιβλίο της σχολής με τίτλο Διεθνής Αρχιτεκτονική (Internationale Architektur). Το βιβλίο προσπάθησε να προσελκύσει το ενδιαφέρον του κοινού στη σύγχρονη αρχιτεκτονική, αλλά αποτελούσε περισσότερο μια φωτογραφική και σχεδιαστική απογραφή αντιπροσωπευτικών παραδειγμάτων μιας προόδου εργασιών της σχολής και λιγότερο ένα αρχιτεκτονικό μανιφέστο.
Με κύρια επιρροή την απογοήτευση που επακολούθησε τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, οι μεταμοντέρνες αντιλήψεις δεν άργησαν να μεταπηδήσουν από τη φιλοσοφία και τη λογοτεχνία στην αρχιτεκτονική. Εκεί, περισσότερο από ό,τι στις άλλες τέχνες ή στα μέσα μαζικής επικοινωνίας, συνδέθηκαν αναπόσπαστα με την κριτική που ασκήθηκε στο διεθνές ύφος και στον ώριμο μοντερνισμό. Αυτός ο τελευταίος χρεώθηκε το ότι μέσα από τη μορφολογική του ανάλυση και κριτική κατέστρεψε τον παραδοσιακό αστικό ιστό και την παλαιότερη κουλτούρα της γειτονιάς.[48] Το 1966 εκδόθηκαν ταυτόχρονα δύο βιβλία – μανιφέστα που άσκησαν μεγάλη επίδραση εκφράζοντας τις απόψεις αυτές.
Ο Άλντο Ρόσι στο βιβλίο του Η αρχιτεκτονική της πόλης επιχειρεί να αναλύσει την πόλη ως αρχιτεκτονική, όχι όμως ως άθροισμα κτιρίων αλλά ως απόρροια μακράς και ανοιχτής διαδικασίας γεννήσεων και θανάτων.[49] Η αρχιτεκτονική της πόλης μπορεί να διαβαστεί ως μια «δίκαιη» εναντίωση στην τρέχουσα, τότε, πεποίθηση πως η σωστή αρχιτεκτονική και πολεοδομία μπορούν να προκύψουν αυτομάτως από έναν καλό σχεδιασμό.[50] Ο Ρόσι ήταν ωστόσο περισσότερο πιστός μιας προνεωτερικής και βιωματικής αρχιτεκτονικής, ζωντανής βιογραφίας του εαυτού της, παρά δογματικός πολέμιος του μοντερνισμού.
Αντίθετα, ο Ρόμπερτ Βεντούρι με το βιβλίο του Πολυπλοκότητα και αντίφαση στην αρχιτεκτονική, κατάφερε να καθιερωθεί ως ο συγγραφέας του γνωστότερου έργου – πραγματείας για τον αρχιτεκτονικό μεταμοντερνισμό. Προϋπόθεση της αρχιτεκτονικής για τον Βεντούρι δεν είναι η «αντικειμενικότητα» που χαρακτήριζε ως τότε τον μοντερνισμό, αλλά η ποιητική ελευθερία.[51] Εντοπίζοντας αντιφάσεις και αντιθέσεις στην ιστορία της αρχιτεκτονικής, τονίζει ότι οι εκφραστές του μοντερνισμού καλλιέργησαν την καθαρότητα και το ερμητικό τους ύφος, αγνοώντας πολλές παραμέτρους και εργαζόμενοι αντίθετα από τις πραγματικές ανάγκες της κοινωνίας. Η επινόηση του αξιώματός του «Το λιγότερο είναι βαρετό» (αγγλ.: «Less is a bore»), παράφραση της γνωστής μοντερνιστικής – μινιμαλιστικής ρήσης του Μιζ βαν ντερ Ρόε «το λιγότερο είναι περισσότερο» (αγγλ.: «Less is more»), εκφράζει ακριβώς την παραπάνω κριτική.[52]
Θεωρώντας ότι η ιστορία της αρχιτεκτονικής βασίζεται στην σύνθετη γνώση όλων των κτιστών υποδομών του παρελθόντος, μπορεί κανείς να εστιάσει στην τυπολογία, την οικοδομική και την μορφολογία που χαρακτηρίζουν κάθε παράδειγμα που επιλέγεται από αυτό το παρελθόν.[53]
Το παλαιότερο έως τώρα δείγμα ανθρώπινης κατασκευής εντοπίζεται στην περιοχή Terra Amata, έναν υπαίθριο αρχαιολογικό χώρο κοντά στη Νίκαια, αρχικά εκτιμηθείσας ηλικίας 400.000 ετών που αμφισβητήθηκε όμως από νεότερους ερευνητές.[54] Πρόκειται για ομάδα από καλύβες της Παλαιολιθικής περιόδου, με κάτοψη ωοειδή και ποικίλων διαστάσεων, με μήκος από 8 έως 15 μέτρα και πλάτος 4 έως 6 μέτρα, που μάλλον αποτελούσαν πρόχειρο κυνηγετικό καταφύγιο.[55] Κατά τη Νεολιθική περίοδο αρχίζουν να εμφανίζονται οι πρώτοι οικισμοί με μόνιμο χαρακτήρα, καθώς ο αυξανόμενος αριθμός των μελών των περιπλανώμενων ομάδων και η προσήλωση στην καλλιέργεια της γης το επιβάλλουν.[56]
Αυτήν την εποχή γεννιέται εκτός από την αρχιτεκτονική και η πολεοδομία: δημιουργούνται οικισμοί όπως αυτός του Τσατάλ Χογιούκ (Çatalhöyük) στην σημερινή κεντρική Τουρκία – με κατοικίες με είσοδο από την οροφή ηλικίας 9.400 ετών,[57] αυτός του Σιάλκ (Tepe Sialk) στο Ιράν ηλικίας 8.000 ετών, και η Ιεριχώ (Tell es-Sultan) στη σημερινή Παλαιστίνη – ίσως μια από τις αρχαιότερες περιτειχισμένες πόλεις του κόσμου.[58] Προς το τέλος της Νεολιθικής εποχής εμφανίζονται επίσης δείγματα μεγαλιθικής αρχιτεκτονικής όπως οι οβελίσκοι στην Αίγυπτο, τα μενίρ στο Καρνάκ της Γαλλίας, στην Έβουρα της Πορτογαλίας και αλλού, ή το Στόουνχετζ στο Αμέσμπιουρυ της Αγγλίας.
Ο αρχικός πολιτισμός στη Μεσοποταμία ξεκίνησε κι αυτός κατά τη Νεολιθική εποχή, αλλά αξιόλογα δείγματα αρχιτεκτονικής εμφανίζονται κατά την Εποχή του Χαλκού (2η και 1η χιλιετία π.Χ.).[59] Σε αυτήν την περίοδο εμφανίζονται αρχιτεκτονήματα μεγάλης κλίμακας, όπως τα ανάκτορα, οι ναοί και τα ζιγκουράτ, τα πιο αντιπροσωπευτικά κτίσματα της Μεσοποταμίας. Τα ζιγκουράτ ήταν πυραμιδοειδείς βαθμιδωτές κατασκευές, μέρος ενός οργανωμένου συγκροτήματος ναού[60] κατασκευασμένες από ωμές πλίνθους, ή στην καλύτερη περίπτωση επενδεδυμένες από οπτόπλινθους.[61]
Στην Αίγυπτο, την εποχή ενοποίησής της σε μια κοινή επικράτεια περί το 3150 π.Χ, κατοικούσε ένα μείγμα λαών με διαφορετικές γεωγραφικές καταβολές και ποικίλες θρησκευτικές δοξασίες,[62] παράγοντας που είχε άμεσο αντίκτυπο στην αρχιτεκτονική της. Τα ταφικά οικοδομήματα μεγάλης κλίμακας που ανεγέρθηκαν τα χρόνια που ακολούθησαν, όπως τα μασταμπά - οι παλιότερες μορφές υπέργειου ταφικού μνημείου – οι λαξευτοί τάφοι σε βράχους, η βαθμιδωτή πυραμίδα «Ζοζέρ» (Djoser) στη Σακκάρα (Saqqara), δυτικά του Νείλου, και το τριπλό συγκρότημα των πυραμίδων της Γκίζας, επηρέασαν ακόμη και πολιτισμούς που εξελίχθηκαν αρκετούς αιώνες αργότερα.[63] Η Πυραμίδα του Χέοπα, η μεγαλύτερη από τις τρεις της Γκίζας, εντυπωσιάζει ακόμη και σήμερα με την αρτιότητα της κατασκευής, τον ακριβή προσανατολισμό και τις διαστάσεις της και την τελειότητα λάξευσης των υλικών,[64] δεδομένα πρωτόγνωρα την εποχή που κατασκευάστηκε.
Τόσο στην μεσοποτάμια όσο και στην αιγυπτιακή αρχιτεκτονική παρατηρούνται πρακτικές - μορφολογικές και κατασκευαστικές - που εμφανίζονται αρκετούς αιώνες αργότερα σε άλλες γεωγραφικές ζώνες: η μονολιθική δοκός επί στύλων της λίθινης ναοδομίας των Αιγυπτίων επηρέασε την αρχαία ελληνική αρχιτεκτονική, ενώ η θολοδομία της Μεσοποταμίας τη ρωμαϊκή και αργότερα τη μεσαιωνική αρχιτεκτονική.[65]
Από την πρώτη εμφάνιση του μινωικού πολιτισμού το 3000 – 2200 π.Χ., ως την πλήρη καταστροφή του και την επικράτηση των δωρικών φύλων το 1500 – 1000 π.Χ., μπορούν να αντληθούν πολλά στοιχεία για αυτόν: ενδείξεις της καθολικής και αδιατάρακτης ειρήνης και για τις παντελώς ατείχιστες πόλεις του, έως την οργάνωση της κοινωνικής δομής και τη ναυτική υπεροχή του.[66] Οι καινοτόμες, για την εποχή, αρχιτεκτονικές πρακτικές εντοπίζονται στη σχεδίαση των ανακτορικών συγκροτημάτων και σε αυτήν των οικισμών.
Το τυπικό συγκρότημα ανακτόρων στη Μινωική Κρήτη, είναι συνήθως ένα φαινομενικά δαιδαλώδες αλλά ανοχύρωτο σύμπλεγμα χώρων (δωματίων, εργαστηρίων, αποθηκών κτλ.), που αποτελείται από πτέρυγες διαφορετικού ύψους, οι οποίες περιβάλλουν έναν μεγάλο κεντρικό αύλειο χώρο, προσανατολισμένο στον άξονα Βορρά – Νότου.[67][68] Η αρχιτεκτονική των μινωικών οικισμών ενσωμάτωνε μια σειρά από κατασκευαστικές πρακτικές που επηρέασαν βαθύτατα τους πολιτισμούς που ακολούθησαν: η εκτεταμένη χρήση του ξύλου ως φέροντα οργανισμού για τα κτήρια,[69] που για πρώτη φορά επέτρεψε να πραγματοποιηθούν πολυώροφες κατασκευές με αντισεισμική προστασία[69][70] και η ευρεία χρήση λαξευτών λίθων στις τοιχοποιίες κάποιων οικισμών[71] αποτελούν ορισμένες από αυτές τις πρακτικές. Η παρουσία μεγάλων ανοιγμάτων - παραθύρων στα κτίσματα του μινωικού πολιτισμού χαρακτηρίζεται από κάποιους μελετητές ως «μια μεγάλη καινοτομία του μινωικού πολιτισμού, που αφήνει πίσω πλέον τα σκοτεινά οικοδομήματα της Ανατολής, ανοίγοντας το δρόμο για τη σύγχρονη αρχιτεκτονική του Δυτικού κόσμου».[72]
Ο μυκηναϊκός πολιτισμός σφράγισε την ύστερη εποχή του χαλκού περίπου από το 1600 έως το 1100 π.Χ. Αναπτύχθηκε μέσα σε οχυρωμένες ακροπόλεις, οι περισσότερες από τις οποίες εντοπίζονται την περιοχή της Πελοποννήσου. Τα κυρίαρχα στοιχεία της μυκηναϊκής αρχιτεκτονικής που σώζονται έως σήμερα είναι οι οχυρώσεις, τα μέγαρα και οι τάφοι.[73] Οι οχυρώσεις - τα «κυκλώπεια τείχη» όπως χαρακτηριστικά περιγράφονται από αρκετά μεταγενέστερες μαρτυρίες[74] - αποτελούνταν από στοιχειωδώς πελεκημένους ογκόλιθους, υπερμεγέθους κλίμακας. Η γνωστότερη είναι αυτή των Μυκηνών, στην οποία ενσωματώνεται η Πύλη των Λεόντων: ένα μεγαλιθικό μνημείο που συντίθεται από τρεις ογκόλιθους, πάνω από τους οποίους διαμορφώνεται ανακουφιστικό τρίγωνο, χαρακτηριστική χειρονομία της μυκηναϊκής αρχιτεκτονικής που γίνεται για στατικούς λόγους, κλεισμένο με τη φημισμένη διακοσμητική πλάκα με τα λιοντάρια.
Μπορεί η κάθοδος πολεμικών φυλών γύρω στο 1000 π.Χ. να συνετέλεσε στην εξαφάνιση προηγούμενων ανεπτυγμένων πολιτισμών και στην συνακόλουθη εμφάνιση μιας τραχιάς και πρωτόγονης αρχιτεκτονικής και τέχνης, αλλά μέσα στο πέρασμα των αιώνων οι απόγονοι των φυλών αυτών κυοφόρησαν μια από τις μεγαλύτερες επαναστάσεις σε όλη την ιστορία της τέχνης.[75] Από αυτήν ξεπήδησαν μορφές όπως του περίπτερου ναού (αυτού με κολώνες ολόγυρά του), του θεάτρου, της αγοράς, της στοάς, της αστικής κατοικίας και του σταδίου. Τα λείψανα των πρώτων ναών είναι ολιγάριθμα, αφού αρχικά υπήρχαν μόνο βωμοί που εξυπηρετούσαν τη θρησκευτική λατρεία,[76] οι οποίοι αργότερα στεγάστηκαν. Πολύ πιθανό θεωρείται οι πρώτοι ναοί να ήταν χτισμένοι από ξύλο,[77] κάτι που επιβεβαιώνεται από το ότι η ξύλινη δομή των προηγούμενων «αντιγράφεται» από τους μεταγενέστερους[75] – για παράδειγμα η μίμηση με πέτρα, από αυτούς τους τελευταίους, των παλαιότερων απολήξεων των οριζόντιων ξύλινων δοκών.
Από την αρχαϊκή έως την ελληνιστική φάση (8ος – 1ος αι. π.Χ.), μέσα από μια αδιάκοπη διαδικασία εξέλιξης, επικρατούν δύο σαφείς τάσεις στην ελληνική ναοδομία: οι επιμήκεις κατόψεις βραχύνονται, με την αναλογία πλάτους/μήκους να τείνει περίπου στο ½[78] και οι βαριές σε αναλογίες προσόψεις αποκτούν όλο και λεπτότερα στοιχεία.[79] Παράλληλα (και εν μέρει εξαιτίας των τάσεων αυτών[80]) αναπτύσσονται τρεις διαφορετικοί αρχιτεκτονικοί ρυθμοί που έμελλε να επηρεάσουν ή να καθορίσουν σε τεράστιο βαθμό την αρχιτεκτονική που ακολούθησε για χιλιετίες: ο δωρικός, ο ιωνικός και αργότερα ο κορινθιακός.[81] Όλα τα παραπάνω χαρακτηριστικά, μαζί με τη σχεδιαστική προσέγγιση μαθηματικών κανόνων (χρυσή τομή)[82] και την έμφαση σε μια οπτική[83] και κατασκευαστική τελειότητα,[84] απέδωσαν πολλές διαφορετικές μορφές ναών.[85] Δωρικού ρυθμού (όπως ο Παρθενώνας στην Ακρόπολη των Αθηνών και ο Γ’ ναός της Αφαίας στην Αίγινα), Ιωνικού (ο Γ’ ναός της Ήρας στη Σάμο και ο ναός της απτέρου Νίκης στην Ακρόπολη των Αθηνών), σε μικρότερο αριθμό Κορινθιακού (π.χ. ο ναός του Ολυμπίου Διός στην Αθήνα) και φυσικά συνδυασμού τους.[86]
Το θέατρο είναι ένα ακόμη αρχιτεκτόνημα της περιόδου αυτής που προήλθε από τον ιερό χώρο.[87] Το πρώτο μόνιμο θέατρο οικοδομήθηκε στην Αθήνα στις αρχές του 5ου αι. π.Χ., αν και γιορτές που περιελάμβαναν θεατρικές παραστάσεις – όπως τα «εν άστει Διονύσια» – είχαν καθιερωθεί πολύ νωρίτερα.[88] Οι παραστάσεις αυτές από τον 6ο αι. π.Χ. οδήγησαν στο να παγιωθεί η έκφραση σημαντικών νοημάτων,[89] να καθιερωθεί ένα σταθερό λειτουργικό τυπικό[90] – άρα να ολοκληρωθεί η μορφή του: αυτή αποτελείται από την ορχήστρα, τη σκηνή, το προσκήνιον, και το κοίλον – με τα εδώλια (καθίσματα) σε κυκλική διάταξη. Στο θέατρο γινόταν πολλές φορές η συνέλευση της Εκκλησίας του Δήμου ή της Βουλής, κάτι που φανερώνει την πλήρη ενσωμάτωσή του στην αστική ζωή.
Η αγορά αποτελεί την κοινωνική και πολιτική καρδιά της πόλης, εντοπίζεται στο κέντρο της και συνήθως διατρέχεται από τον μεγαλύτερο δρόμο της πόλης.[91] Δύο είναι οι τύποι αγοράς που κυριαρχούν: η ακανόνιστη και η ιωνική.[92] Σε αυτήν απαντούν οι στοές, με διάφορες μορφές, οι μικροί ναοί και τα τιμητικά μνημεία. Το στάδιο χρησίμευε για τη σωματική άσκηση και στην αρχή αποτελούσε μέρος όλων των μεγάλων ελληνικών ιερών.[93] Η ονομασία του προέρχεται από την ομώνυμη μονάδα μήκους, που ισοδυναμούσε με περίπου 600 πόδια. Η σταθερή, γνώριμη μορφή του, με τα κεκλιμένα πρανή με εδώλια, προέκυψε από τις αρχικές πρακτικές χωροθέτησής του έτσι ώστε να εκμεταλλεύεται τη φυσική κλίση του εδάφους.
Πέρα από τα δημόσια κτήρια, η αρχιτεκτονική εκφράζεται στην ιδιωτική σφαίρα μέσα από την κατοικία. Στον ελλαδικό χώρο κυριαρχεί – εκτός από τα σπίτια που χωροθετούνται κοντά το ένα στο άλλο και τα σπίτια με εμπρόσθια αυλή – η κατοικία με περίκλειστη αυλή. Ο αύλειος χώρος σε αυτήν τη μορφή προτιμάται όχι μόνο για την άριστη προσαρμογή του στις τοπικές κλιματολογικές συνθήκες αλλά και για λειτουργικούς λόγους. Από αυτόν γίνεται ο φωτισμός, ο φυσικός αερισμός και η επικοινωνία των γύρω δωματίων. Σε αυτόν τοποθετείται συνήθως και η σκάλα που οδηγεί στον όροφο.[94]
Από την εποχή που οι Ρωμαίοι κατακτούσαν τον «γνωστό κόσμο» και ίδρυαν την Αυτοκρατορία τους πάνω στα ερείπια των ελληνιστικών βασιλείων,[95] έως και τον 3ο αι. μ.Χ., η ρωμαϊκή αρχιτεκτονική ενέταξε στο λεξιλόγιό της δύο σημαντικά κατασκευαστικά επιτεύγματα: την αψίδα και το θόλο.[96]
Η αψίδα είναι μια αρχιτεκτονική κατασκευή από δομικό υλικό σφηνοειδούς σχήματος, με στόχο τη δημιουργία ανοίγματος και την παραλαβή στατικού φόρτου πάνω από αυτό. Παρόλο που η τεχνική κατασκευής της ήταν γνωστή στους Ετρούσκους και τους Έλληνες αρχιτέκτονες,[97] η ευρεία χρήση της καθιερώθηκε από τους Ρωμαίους στα μνημειακού χαρακτήρα κτίσματα[98] όπως τα αμφιθέατρα, τα υδραγωγεία, οι γέφυρες, και οι αψίδες θριάμβου. Οι θόλοι αντίθετα, κατασκευές που επίσης βασίζονται στη λογική της αψίδας, χρησιμοποιήθηκαν σε τάφους και σε κτήρια όπως το Πάνθεον, στη Ρώμη.
Η οικοδομική επιδεξιότητα των Ρωμαίων, που δεν δίσταζαν να υιοθετούν, να συνδυάζουν και να βελτιώνουν τις αρχιτεκτονικές πρακτικές των υποτελών τους λαών,[99] παρέκαμψε την ανάγκη εύρεσης μιας λοφοπλαγιάς κατάλληλης για το στήσιμο του κοίλου του θεάτρου.[100] Αποτέλεσμα ήταν η μεταφορά των θεάτρων στην καρδιά των πόλεων και, μετά το 46 π.Χ., έπειτα από τις κατάλληλες μετατροπές, η εμφάνιση των πρώτων αμφιθεάτρων ήταν γεγονός.[101] Αναμφίβολα το διασημότερο από αυτά είναι το Κολοσσαίο: μια τεράστια για τα δεδομένα της εποχής κατασκευή, με μια εντυπωσιακή πρόσοψη χωρισμένη σε τέσσερις ζώνες, στηριγμένη σε καμάρες και θόλους, που ήταν ικανή να φιλοξενήσει στις εξέδρες της ένα πλήθος 50.000 – 70.000 θεατών.[102] Αυτοί οι τελευταίοι εισέρχονταν και εξέρχονταν από στοές κάτω από το κοίλον που οδηγούσαν στις εισόδους (vomitoria),[103] για να παρακολουθήσουν τα όσα διαδραματίζονταν σε μια σκηνή τεχνολογικά άρτια[104] και προφυλαγμένοι από τις καιρικές συνθήκες κάτω από ένα υπερμέγεθες οβάλ στέγαστρο (velarium).[105]
Οι γέφυρες χρησιμοποιήθηκαν από τους Ρωμαίους τόσο για το οδικό δίκτυο όσο και για τα υδραγωγεία τους, αποτελώντας αντιπροσωπευτικά κατασκευαστικά έργα της εποχής τους.[106] Ο μνημειακός χαρακτήρας των γεφυρών ήταν αποτέλεσμα τόσο της σημαντικότητάς τους – καθότι ήταν υποχρεωτικά σημεία διόδου[107] – όσο και της τάσης ελαχιστοποίησης του αριθμού των πέδιλών τους – για λόγους αντοχής στα υδάτινα ρεύματα.[108] Με αντίστοιχο τρόπο τα υδραγωγεία αποτελούσαν τοπόσημα μέσα στο φυσικό και στο αστικό περιβάλλον, υποδείγματα υδραυλικής μηχανικής με ροή βασισμένη στη βαρύτητα,[109] που κατόρθωναν να μεταφέρουν το νερό από κάποια απομακρυσμένη περιοχή σε δεξαμενές και συστήματα διανομής μέσα στις πόλεις.[110] Ένα από τα καλύτερα διατηρημένα υδραγωγεία είναι το Pont du Gard στη νότια Γαλλία, χτισμένο από λιθόπλινθους μνημειακού μεγέθους, χωρίς κονίαμα ή συνδέσμους.[111]
Για πολλούς ερευνητές το Πάνθεον, ο ναός αφιερωμένος σε όλους τους θεούς, παραμένει το αριστούργημα της ρωμαϊκής αρχιτεκτονικής και θολοδομίας.[112][113] Το κτίσμα συνδυάζει γεωμετρική απλότητα, αισθητική ποιότητα και ένα επιβλητικό μέγεθος σε μια κατασκευή που, παρά τις επαναλαμβανόμενες σεισμικές δονήσεις και τους κατά καιρούς ακρωτηριασμούς που υπέστη, δεν παρουσιάζει ακόμη και σήμερα κανένα στατικό η δομικό πρόβλημα.[114] Η κυκλική του κάτοψη, εσωτερικής διαμέτρου 43,3 μ., καλύπτεται με τον ημισφαιρικό θόλο - φτιαγμένο από υψηλής ποιότητας ρωμαϊκό σκυρόδεμα,[115] ενισχυμένο με έξι διαδοχικούς δακτυλίους και ανακουφισμένο από αλλεπάλληλα φατνώματα[116] – ένα μικρό θαύμα των μηχανικών της εποχής του.
Τέλος, οι αψίδες του θριάμβου ήταν μνημεία ιδρυμένα προς τιμήν ενός προσώπου ή σε ανάμνηση κάποιου σημαντικού γεγονότος. Οι περισσότερες από αυτές τις κατασκευές, που συνδύαζαν μία η περισσότερες αψίδες με γλυπτικό διάκοσμο επηρεασμένο από την κλασική Αρχαιότητα,[117] κατασκευάστηκαν κατά τη διάρκεια της αυτοκρατορικής ρωμαϊκής περιόδου.
Η διάλυση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (συμβατικά το 476 π.Χ., με την εκθρόνιση του Ρωμύλου Αυγουστύλου από τον φοιδεράτο Οδόακρο), αποτέλεσμα εξωτερικών και εσωτερικών παραγόντων, και η διαδοχικά φθίνουσα πορεία του ρωμαϊκού πολιτισμού έως την εξαφάνιση, ακολουθήθηκε από τον σχηματισμό ενός συστήματος πολλαπλών μικρότερων κρατιδίων στη δυτική Ευρώπη και μιας υποτυπώδους πρωτογενούς οικονομίας.[118] Τα ανωτέρω είχαν άμεσο αντίκτυπο στην αρχιτεκτονική της εποχής η οποία, έως τον 10ο αι. μ.Χ., παρουσίασε πολύ περιορισμένη ανάπτυξη στη δυτική Ευρώπη.[119] Οι λιγοστές αρχιτεκτονικές πρακτικές και τύποι ωστόσο, διαδόθηκαν ευρύτατα σε όλα τα άκρα του πρώην ρωμαϊκού κόσμου.[120]
Στην Ανατολή, μετά τον οριστικό θρίαμβο του χριστιανισμού και τη σταδιακή εγκατάλειψη των αρχαίων θρησκειών κατά τον 4ο και 5ο αιώνα,[121] τα υπάρχοντα ιερά ξέπεσαν, εγκαταλείφθηκαν, βανδαλίστηκαν ή στην καλύτερη περίπτωση, μετατράπηκαν σε χριστιανικές εκκλησίες.[122] Για άλλη μια φορά η αρχιτεκτονική εκφράστηκε κυρίως μέσα από τα θρησκευτικά κτήρια. Το είδος του θρησκευτικού κτίσματος που επικράτησε ήταν η βασιλική, κτήριο επιμήκους ορθογωνικής κάτοψης με μεγάλες διαστάσεις, περίβολο και αίθριο.[123] Η τυπική βασιλική συνήθως αποτελούταν από το πρόπυλο, τον νάρθηκα, το διακονικόν και τον κυρίως ναό[124] χωρισμένο σε κλίτη. Στην πορεία του χρόνου, μαζί με τις μονόκλιτες ή τρίκλιτες βασιλικές, προέκυψαν και συνθετότερες μορφές όπως οι βασιλικές με εγκάρσιο κλίτος ή οι σταυρωτές βασιλικές.[125] Εκτός από τους ναούς, αυτή την εποχή κατασκευάζονται επίσης βαπτιστήρια και ταφικά μνημεία (μαρτύρια, κατακόμβες, μαυσωλεία).[126] Σημαντικό μνημείο αυτής της περιόδου, και ένα από τα καλύτερα διατηρημένα είναι η Αχειροποίητος (Αγ. Παρασκευή) στη Θεσσαλονίκη,[127] κτισμένη κατά το πρώτο ήμισυ του 5ου αι. μ.Χ.
Μέσα στον 6ο αι. μ.Χ εμφανίζονται ραγδαίες εξελίξεις στην αρχιτεκτονική της Ανατολής,[128] κάτω από την επιβλητική φυσιογνωμία του Αυτοκράτορα Ιουστινιανού[129] και εξαιτίας ριζικών μεταβολών στην κάτοψη και τον τρόπο στέγασης της ναοδομίας.[128] Το νέο, καθοριστικό στοιχείο που επηρεάζει τις εξελίξεις αυτές είναι ο τρούλος, του οποίου η χρήση παρουσίαζε αρκετά πλεονεκτήματα: επέτρεπε την κάλυψη τετράγωνης ή ορθογώνιας επιφάνειας, έδινε μεγαλύτερη ευχέρεια στη διαχείριση του φωτός στο εσωτερικό[130] και ανταποκρινόταν στις θρησκευτικές αισθητικές αναζητήσεις.[131] Έτσι καθιερώνεται σταδιακά η βασιλική με τρούλο. Οι αυτοκρατορικές φιλοδοξίες σε συνδυασμό με τα παραπάνω αρχιτεκτονικά πλεονεκτήματα ευνόησαν την κατασκευή εντυπωσιακών κτιρίων του νέου ρυθμού. Τα πιο γνωστά εντοπίζονται στην Κωνσταντινούπολη: ο ναός της Αγ. Σοφίας – μνημείο καθαρής αρχιτεκτονικής τόλμης για την εποχή,[132] ο ναός της Αγ. Ειρήνης[133] και ο, συνθετότερος μορφολογικά,[134] ναός των Αγ. Αποστόλων.
Στη Δύση εφόσον η χριστιανική εκκλησία και τα μοναστήρια της είναι πλέον οι μόνοι κάτοχοι της εξουσίας, είναι κατ’ επέκτασην οι μόνοι εκφραστές της αρχιτεκτονικής.[135] Τα μνημεία που έχουν σωθεί από αυτή την εποχή είναι ελάχιστα, κυρίως λόγω των ευτελών υλικών κατασκευής. Τα πιο σπουδαία από αυτά σχετίζονται με τον Καρλομάγνο.[136] Το πιο γνωστό είναι το παλάτι και το ανακτορικό παρεκκλήσι του Άαχεν, στη Γερμανία, του οποίου η περίκεντρη, οκταγωνική μορφή με τις ψηλές κιονοστοιχίες έγινε πρότυπο της εποχής, ακόμη και για την απομακρυσμένη ισλαμική αρχιτεκτονική.[137]
Η ιστορία του Ισλάμ αρχίζει τον 7ο αι. μ.Χ. με τον Μωάμεθ, ο οποίος μέσα σε ελάχιστες δεκαετίες ένωσε τους κατοίκους της Αραβικής χερσονήσου κάτω από μια ενιαία θρησκεία, με έδρα τη Μέκκα και τη γειτονική Μεδίνα.[138] Ο ισλαμικός πολιτισμός, εξελισσόμενος παράλληλα με τη σταδιακή παρακμή αυτού της ανατολικής Ευρώπης,[139] επεκτείνεται μέσα από συνεχείς κατακτήσεις σε όλη τη βόρεια Αφρική, στο Ιράν και σε μεγάλο μέρος της νότιας Ευρώπης[140] μέσα σε σχεδόν έναν αιώνα. Η θρησκευτική αρχιτεκτονική – προσπαθώντας να εξυπηρετήσει μια θρησκεία χωρίς εικόνες, τελετουργικό και ιερατείο,[141] αλλά με διάθεση για αφηρημένη διακόσμηση[142] – υιοθετεί εν μέρει στοιχεία από τους πολιτισμούς που συναντά στο δρόμο της ή απλώς μετατρέπει απευθείας τους χριστιανικούς ναούς σε τζαμιά.[143]
Στην αραβική αρχιτεκτονική επικρατούν αυτήν την περίοδο δύο βασικές τάσεις, που αντιστοιχούν σε δύο δυναστείες: αυτή των Ομεϋαδών και αυτή των Αββασιδών.[144] Αυτό έχει αντίκτυπο στη μορφολογία των κτισμάτων, καθώς η πρώτη τάση επηρεάζεται από την ελληνορωμαϊκή και παλαιοχριστιανική παράδοση, ενώ η δεύτερη στρέφεται προς την Περσία[144] στο πλαίσιο της πολύπλευρης εσωτερικής «άλωσης» του Ισλάμ (όπου αρχικά επικρατούσε το καινοφανές αραβικό στοιχείο) από τον παλαιότατο περσικό πολιτισμό. Χαρακτηριστικό μορφολογικό στοιχείο είναι τα οξυκόρυφα ή πεταλόμορφα τόξα[145] στα ανοίγματα των κτιρίων και οι μιναρέδες, ενώ τα αραβικά μνημεία που ξεχωρίζουν αυτήν την περίοδο είναι τα τεμένη και τα παλάτια.
Η διάταξη ενός τυπικού τεμένους είναι απλή: προηγείται η μεγάλη υπαίθρια αυλή (sahn) την οποία περικλείουν στοές, στην μέση της οποίας υπάρχει κρήνη ή δεξαμενή νερού. Σε επαφή με αυτήν ακολουθεί το κυρίως τέμενος - μια μεγάλη υπόστυλη αίθουσα όπου συγκεντρώνονται και προσεύχονται οι πιστοί.[146] Ένα από τα σημαντικότερα τεμένη αυτής της περιόδου, το αρχαιότερο σωζόμενο μουσουλμανικό κτίσμα,[147] είναι ο Θόλος του Βράχου, κτισμένο στην Ιερουσαλήμ τον 7ο αιώνα.[148] Ένα εξωτερικά οκτάγωνο κτήριο καλύπτει έναν ακανόνιστου σχήματος βράχο, αντικείμενο θρησκευτικής λατρείας,[149] κάτω από έναν επιβλητικό, ξύλινο τρούλο, υπενδεδυμένο με φύλλα χρυσού.[147] Στο εσωτερικό του ναού κυριαρχούν οι δύο περιμετρικές κιονοστοιχίες και η πλούσια διακόσμηση με μωσαϊκά και μαρμάρινα καφασωτά,[150] πολλά από τα οποία προστέθηκαν αρκετούς αιώνες μετά την ολοκλήρωσή του.[151]
Τα ανάκτορα αναπτύχθηκαν κυρίως την περίοδο των Ομεϋαδών και εντοπίζονται στη σημερινή Συρία και την Παλαιστίνη.[152] Ένας περίβολος με πύργους περικλείει ένα συγκρότημα αποτελούμενο, μεταξύ άλλων από μία ή δύο αυλές, χώρο λατρείας και λουτρά.[153] Τα περισσότερα εγκαταλείφθηκαν με την πτώση της δυναστείας.
Την ίδια περίοδο που ο ισλαμικός κόσμος επεκτεινόταν από τη μια άκρη της νότιας Μεσογείου έως την άλλη, η μεσαιωνική Ευρώπη εκφυλιζόταν σταθερά υπό την πίεση των εξωτερικών επιδρομών, την αποδιοργάνωση της πρωτογενούς της παραγωγής και τη σταδιακή εγκατάλειψη των αστικών της κέντρων.[154] Η ρομανική αρχιτεκτονική ξεπήδησε όμως από αυτή την Ευρώπη προς το τέλος του 9ου αιώνα για να επικρατήσει επί πολύ καιρό, έως την άνοδο του γοτθικού ρυθμού μετά το 1150 μ.Χ.[155] Επρόκειτο για ένα κράμα βυζαντινών, ρωμαϊκών, καρολίγγειων, ισλαμικών, σκανδιναβικών, κελτικών και σαρακήνικων επιρροών,[155] που αναπτύχθηκε υπό την ισχύ της χριστιανικής εκκλησίας[156] και των μοναστικών της ταγμάτων στην περιοχή της σημερινής Αγγλίας, Ιταλίας, Γερμανίας και Ισπανίας.[157]
Ο ρομανικός ρυθμός πρωτοεμφανίστηκε ίσως στη Λομβαρδία της Ιταλίας, περί τα τέλη του 9ου αι.[158], αναπτύχθηκε περισσότερο στη Γαλλία[159] και εφάρμοζε τη γεωμετρική λιτότητα και αυστηρότητα, με την ταυτόχρονη διεύρυνση της χρήσιμης στεγασμένης επιφάνειας των ναών.[160] Χαρακτηριστικά της οι ογκώδεις τοιχοποιίες με ενσωματωμένες σε αυτές ημικυκλικές αψίδες,[161] οι βαριοί κίονες και οι πεσσοί, καθώς και η εξ’ ολοκλήρου λίθινη θολοδομία[162] – όλα συνδυασμένα σε συμπαγή συμμετρικά οικοδομήματα που τα πλαισίωναν ογκώδεις πύργοι, καμπαναριά και παρεκκλήσια. Σύντομα ο νέος ρυθμός εδραιώθηκε στη δυτική Ευρώπη και τα – ομολογουμένως, αρκετά διαφορετικά μεταξύ τους – νέα κτήρια μπορεί να μην είχαν την αισθητική υποβλητικότητα ανάτασης των προγενέστερων βυζαντινών,[163] αλλά δημιούργησαν για πρώτη φορά μια διεθνή ευρωπαϊκή τεχνοτροπία.[164]
Σημαντικά κτήρια ρομανικού ρυθμού είναι το βενεδικτίνειο μοναστήρι του Κλυνύ (927 – 1130 μ.Χ.), ίσως το σπουδαιότερο ρομανικό κτίσμα στη Βουργουνδία με μεγάλη διεθνή επίδραση[165], ο πύργος της εκκλησίας των Αγίων Πάντων στο Ερλς Μπάρτον της Αγγλίας[166] (περ. αρχές 11ου αι. μ.Χ.), η Εκκλησία των Βενεδικτίνων στο Μούρμπαχ της Αλσατίας (περ.1160 μ.Χ.)[167] και ο ναός του Αγ. Μιχαήλ της Εσκαλάδας (913 μ.Χ.), δείγμα συνδυασμού μαυριτανικών και γοτθικών στοιχείων, στη Λεόν της Ισπανίας.[168]
Στην ανατολική Ευρώπη η μεσοβυζαντινή αρχιτεκτονική κινείται σε αντίστροφη τροχιά. Στους αιώνες που ακολούθησαν την ιουστινιάνεια ηγεμονία παρατηρούνται δύο σαφείς τάσεις: η περιορισμένη αναβίωση παλαιότερων τύπων θρησκευτικών κτηρίων (βασιλικές) σε αυλικούς κύκλους και η ευρεία οικοδόμηση νέων μικρών λαϊκών εκκλησιών στις επαρχίες της νότιας βαλκανικής χερσονήσου.[169] Αυτές οι τελευταίες είναι είτε νέα επινοήματα είτε ριζικές τροποποιήσεις παλαιότερων τύπων,[170] που δεν έχουν πλέον ούτε το μέγεθος ούτε την αίγλη των εκκλησιών της Κωνσταντινούπολης. Έτσι καθιερώνονται ο συνεπτυγμένος σταυροειδής ναός,[171] ο ηπειρωτικός οκταγωνικός ναός[172] και ο αγιορείτικος τύπος ναού[173].
Μετά την εδραίωση του ρομανικού ρυθμού, το βασικότερο πρόβλημα της εκκλησιαστικής τέχνης στη δυτική Ευρώπη έμοιαζε να είναι η γεφύρωση του χάσματος ανάμεσα στο θείο και στο ανθρώπινο[174]. Ειδικά στην αρχιτεκτονική, προέκυψε το πρόβλημα πως το μυστηριακό, υπερβατικό και ευσεβές κλίμα που επέτασσε το θείο ερχόταν σε αντιδιαστολή με τη σκοτεινή, χονδροειδή και στιβαρή εντύπωση του ναού ο οποίος το στέγαζε. Αυτό οδήγησε στη σταδιακή απόρριψη του ρομανικού ρυθμού, σε συμβολικό επίπεδο[175] και στην επικράτηση του γοτθικού ύφους. Η ανάγκη λοιπόν για τον νέο ρυθμό προέκυψε από θρησκευτικά κίνητρα[176] αλλά η ανοικοδόμηση των νέων ναών στάθηκε δυνατή χάρη σε τρία θεμελιώδη μορφολογικά στοιχεία της εποχής: τα σταυροθόλια, τις αντηρίδες και την οξυκόρυφη αψίδα[177] .
Τα σταυροθόλια ήταν ένα μηχανικό επίτευγμα της εποχής που επέτρεπε τη δημιουργία του βασικού σκελετού των θόλων από πέτρινες νευρώσεις και την συμπλήρωση των κενών με ελαφρύτερα υλικά.[178] Η πολύ ελαφρύτερη πλέον οροφή μοίραζε τις εντοπισμένες κατακόρυφες στατικές ωθήσεις της σε λεπτούς πεσσούς και τις αντίστοιχες οριζόντιες στις αντηρίδες εξωτερικά του ναού[179]. Έτσι ελευθερώθηκαν πλέον οι τοίχοι από το υπερκείμενο βάρος, λέπτυναν και απέκτησαν διαφάνεια μέσα από τεράστια ανοίγματα με βιτρό.[180] Ταυτόχρονα έγινε δυνατή η αύξηση των κατακόρυφων διαστάσεων μέσα από τη χρήση οξυκόρυφων αψίδων στα σταυροθόλια.[181] Έτσι οι γοτθικοί ναοί απέκτησαν ελαφρότητα, άπλετο φως, μέγιστο ύψος[182] και εξαΰλωση της μάζας τους.[183]
Πολλά σημαντικά κτίρια αυτής της περιόδου κατασκευάστηκαν στη Γαλλία, που θεωρείται η γενέτειρα του νέου ρυθμού.[184] Ένα από αυτά είναι η Παναγία των Παρισίων (Notre-Dame de Paris, 1163 – 13ος αι. μ.Χ.) στη γαλλική πρωτεύουσα, σταυροειδούς κάτοψης και ευρέως αναγνωρισμένη ως ένα από τα αντιπροσωπευτικότερα παραδείγματα της γαλλικής γοτθικής αρχιτεκτονικής.[185][186][187] Είναι ένα από τα πρώτα κτίρια στον κόσμο που χρησιμοποίησαν τις «ιπτάμενες» εξωτερικές αντηρίδες για να στηρίξουν το βάρος της εξαμερούς θολωτής οροφής που βρίσκεται 35 μ. πάνω από το έδαφος.[188] Η δυτική της όψη εντυπωσιάζει με τη διαφάνεια και τις αναλογίες των στοιχείων της – των πύργων, των πυλών, των παραθύρων και του ρόδακα – και τα αμέτρητα γλυπτά της.[189]
Ο καθεδρικός ναός της Κολωνίας (Kölner Dom) στην ομώνυμη γερμανική πόλη, είναι η μεγαλύτερη γοτθική εκκλησία της βόρειας Ευρώπης.[190] Η σταυροειδής του κάτοψη, με 144,5 μ. μήκος και 86,5 μ. πλάτος, ξεκίνησε να κατασκευάζεται το 1248 και διακόπηκε το 1473, ενώ ολοκληρώθηκε το τελευταίο τέταρτο του 19ου αι. υπό το πνεύμα του ρομαντισμού που επικρατούσε ήδη στην Ευρώπη από τα τέλη του 18ου αιώνα.[191] Για πρώτη φορά, η έμφαση που δινόταν στη μορφολογία του ανατολικού τμήματος του ναού (πρακτική του γαλλικού γοτθικού ρυθμού), μεταφέρεται πλέον στη διαμόρφωση της δυτικής όψης.[192] Σε αυτήν κυριαρχούν τα δύο κωδωνοστάσια ύψους 156 μ.,[193] τα δεύτερα ψηλότερα του κόσμου.
Η μεγάλη περίοδος της ευρύτατης πολιτιστικής αφύπνισης και διαφώτισης που ονομάστηκε Αναγέννηση, άρχισε με την αναβίωση της κλασικής παράδοσης στη Φλωρεντία τον 15ο αι. και διήρκησε έως την εμφάνιση του ρομαντισμού και τη Βιομηχανική Επανάσταση στα τέλη του 18ου.[194] Η σταδιακή οικονομική και πολιτική ισχυροποίηση της τάξης των εμπόρων και η επανεκτίμηση της ιστορίας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στην Ιταλία ευθύνεται, σύμφωνα με κάποιους μελετητές,[195][196] για την αντίστοιχη επανεξέταση και ανεξαρτητοποίηση της κοινωνικής θέσης του αρχιτέκτονα. Ταυτόχρονα, επικράτησε σταδιακά μια τάση προσδιορισμού μιας ανθρωποκεντρικής πλέον σχέσης των ατόμων με τη λογοτεχνία, τις τέχνες τις επιστήμες και τη θρησκεία.[197] Η αρχιτεκτονική, ακολουθώντας αυτές τις τάσεις, υπερέβη σταδιακά τον γοτθικό ρυθμό, κατόρθωσε να απελευθερώσει το λεξιλόγιό της από το θεοκεντρικό πνεύμα της Εκκλησίας και, μέσω της Αρχαιότητας, στράφηκε προς νέες αναζητήσεις.[198]
Ένα από τα πρώτα αποτελέσματα των αναζητήσεων αυτών ήταν ο θόλος της Santa Maria del Fiore στη Φλωρεντία, έργο του Filippo Brunelleschi (1377 – 1446). Η πρωτότυπη για την εποχή κατασκευή, με τον νευρωτό σκελετό και το διπλό κέλυφος από τούβλα[199] ξεκίνησε να κατασκευάζεται το 1420 και ολοκληρώθηκε το 1436. Το κτίριο αποτέλεσε ένα αποφασιστικό βήμα προς τη δημιουργία ενός νέου, φωτεινού και επιθυμητού από τους Φλωρεντινούς ύφους, συγκρίσιμου με το ρωμαϊκό πολιτιστικό και πολιτικό παρελθόν της πόλης τους.[200] Η ανθρωπιστική και κοσμική ολοκλήρωση του ύφους αυτού επιτεύχθηκε μέσα από την ανέγερση αστικών (palazzi) και θρησκευτικών κτιρίων στη Φλωρεντία.[201] Κτίρια όπως το Palazzo Pitti (1435), το Palazzo Rucellai (1451), το Palazzo Strozzi (1489)[202] άρχισαν να ενσωματώνουν ξανά τους τρεις αρχαιοελληνικούς ρυθμούς κιόνων και πολλά μορφολογικά στοιχεία όπως οι εσωτερικές αυλές και οι στοές με κιονοστοιχίες. Αντίστοιχα ένα σύνολο νέων εκκλησιών (όπως η Santa Maria Novella, το 1470) εμφάνισαν δυτικές όψεις με κλασικίζουσες λεπτομέρειες.
Οι νέες αυτές ιδέες, με τις σαφείς αναφορές τους σε ρωμαϊκά κτίρια όπως το Κολοσσαίο της Ρώμης ή οι αψίδες θριάμβου,[203] εδραιώθηκαν σύντομα στη Φλωρεντία, το Μιλάνο, τη Μάντοβα και το Ουρμπίνο, αλλά όταν μεταδόθηκαν στη Ρώμη εξελίχθηκαν σύντομα σε έναν μεγαλειώδη και διεθνή ρυθμό.[204] Στο πνεύμα του ρυθμού αυτού, ξεκίνησε στις αρχές του 16ου αι. η ανοικοδόμηση ενός μνημειώδους τολμήματος που είχε στόχο να γίνει – με δεδομένη την μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί στα μέσα του προηγούμενου αιώνα – η μεγαλύτερη εκκλησία της χριστιανοσύνης. Η Βασιλική του Αγίου Πέτρου της Ρώμης σχεδιάστηκε από τον Ιταλό αρχιτέκτονα Μπραμάντε[205] με μια περίκεντρη κάτοψη, βασισμένη σε έναν ελληνικό, ισοσκελή σταυρό[206], γεωμετρικά ιδιοφυή αλλά λειτουργικά προβληματική.[207] Μεγάλο μέρος του αρχικού σχεδίου αναιρέθηκε ή τροποποιήθηκε από ένα σύνολο μεταγενέστερων αρχιτεκτόνων,[208] ανάμεσά τους ο Ραφαήλ, ο Μιχαήλ Άγγελος και τελευταίος ο Carlo Maderna, ο οποίος επέκτεινε την κάτοψη σε σχήμα λατινικού σταυρού και προσέθεσε μια μεγαλειώδη δυτική πρόσοψη.[209] Αργότερα, στα μέσα του 17ου αι. η κιονοστοιχία του Bernini ολοκλήρωσε τη σύνθεση με τη διαμόρφωση της πλατείας μπροστά από το ναό.
Η αναγεννησιακή αρχιτεκτονική μεταδόθηκε μέσα στον 16ο αι. στην υπόλοιπη Ευρώπη, αλλά λόγω της κραταιάς, προγενέστερης γοτθικής παράδοσης, εφαρμόστηκε αποσπασματικά, ή επιφανειακά και επιπόλαια.[210] Έτσι, εμφανίστηκε πρώτα στις πόλεις τις Ισπανίας (ίσως χάρη στον ρωμαιοκαθολικισμό των βασιλέων της[211]) και αργότερα στη Γαλλία, της οποίας οι ηγεμόνες επηρεάστηκαν βαθύτατα από τα όσα συνάντησαν με την προσάρτηση περιοχών της βόρειας Ιταλίας, κατά το δεύτερο ήμισυ του 15ου αιώνα.[212]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.