Ποικιλία γλυκίσματος From Wikipedia, the free encyclopedia
Με το όνομα χαλβάς χαρακτηρίζεται μια ποικιλία από διαφορετικά γλυκίσματα, τα οποία συναντώνται σε διάφορες παραλλαγές σε όλες τις χώρες των Βαλκανίων, αρκετές της Μεσογείου και αρκετές της Μέσης Ανατολής (μέχρι και την Ινδία και το Πακιστάν).
Πρώτες ύλες για τους χαλβάδες είναι συνήθως κάποια λιπαρή ουσία (βούτυρο, ελαιόλαδο, ηλιέλαιο, ταχίνι), άμυλο (νισεστές, σιμιγδάλι), ενώ σε μερικές χώρες χρησιμοποιούν και υλικά όπως καρότο, ρεβίθι ή παπάγια και γλυκαντικές ουσίες(ζάχαρη, μέλι, πετιμέζι, γλυκόζη, χαρουπόμελο).
Για ποικιλία στις γεύσεις ή σαν διακόσμηση, προστίθενται συνήθως διάφοροι ξηροί καρποί (κυρίως αμύγδαλα, σταφίδες) και αρωματίζεται με μπαχαρικά (βανίλια, γαρύφαλλο, κανέλα, κάρδαμο, κρόκος), μέλι, κακάο ή σοκολάτα, ξύσμα ξινών φρούτων ή/και κομματάκια από αυτά, χυμούς φρούτων ή άλλα φυσικά αρωματικά παρασκευάσματα (ροδόνερο, αφεψήματα λουλουδιών).
Η ονομασία του φαίνεται να προέρχεται από την αραβική ρίζα حلوى ή hulw (χαλβά), που σημαίνει γλυκό. Η προφορά της λέξης στις χώρες αυτές είναι περίπου ίδια, ωστόσο οι παραλλαγές ξεχωρίζουν από την όψη και την υφή.
Δεν είναι γνωστό πότε ακριβώς μπήκε στην Ελλάδα, πιθανολογείται ότι πέρασε στην ελληνική κουζίνα προς το τέλος του 12ου αιώνα.
Από τους γνωστότερους χαλβάδες είναι ο σησαμένιος, ο σιμιγδαλένιος, ο φαρσαλινός ή παζαριώτικος, παραδοσιακός χαλβάς των Φαρσάλων, ο περσικός και ο κετέν χαλβάς. .Ο χαλβάς από σησάμι (σωστότερα από ταχίνι) είναι νηστίσιμος, ανάλογα, όμως, με την τήρηση της νηστείας για το λάδι, νηστίσιμοι θεωρούνται και οι άλλοι δύο τύποι εφόσον έχουν παρασκευαστεί τοιουτοτρόπως.
Παρασκευάζεται από ταχίνι (πολτό από σησάμι), το οποίο παραδοσιακά συνδυάζεται με σιρόπι ζάχαρης ή μέλι ή πετιμέζι, ενώ στο χαλβά εμπορίου χρησιμοποιείται επίσης γλυκόζη, φρουκτόζη ή χαρουπόμελο ή συνδυασμοί των προαναφερθέντων γλυκαντικών και έχει μαστιχώδη−ινώδη υφή. Το σιρόπι πριν ανακατευτεί με το ταχίνι, πρώτα χτυπάται και θερμαίνεται σε ειδικό μίξερ, ωσότου γίνει κατάλευκη καραμέλα. Για αυτό και συνήθως αυτός ο χαλβάς έχει ένα πολύ πιο ανοιχτό χρώμα από ότι έχει το ταχίνι. Αυτό που προσδίδει στην λευκή καραμέλα την ελαστικότητα και την μαστιχωτή υφή της είναι ένα πολύ πικρό και στυφό υγρό από χαλβαδόρριζα (ή τσουένι, σαπουνόχορτο, επιστ. ονομασία σαπωνάρια η φαρμακευτική, αραβ. ‘erq al halaweh, τουρκ. çöven), χρώματος σκούρου καρυδιού, υλικό το οποίο στο εμπόριο εισάγεται συνήθως από τη Ρωσία.[1][2]
Ονομάζεται και χαλβάς του μπακάλη λόγω της διάθεσης σε παντοπωλεία παλαιότερα, ενώ πλέον συναντάται εν γένει σε καταστήματα ειδών τροφίμων. Στο εμπόριο πωλείται κατεξοχήν σε ορθογώνιες συσκευασίες σε διάφορες γευστικές παραλλαγές, όπως με βανίλια ή και μέλι, με αμύγδαλα, φουντούκια ή σταφίδες, με κακάο, ανάμικτος (μισός με βανίλια και μισός με κακάο) ή με επικάλυψη σοκολάτας.
Τρώγεται στη Μέση Ανατολή, σε διάφορες περιοχές της Μεσογείου και στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων, αλλά και στην Πολωνία.
Στην Ελλάδα η κατανάλωση χαλβά αναπτύχθηκε μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, με την έλευση των Ελλήνων Μικρασιατών που είχαν την παράδοση και την τεχνογνωσία παρασκευής του προϊόντος (όπως ο χαλβάς Κυργίων Δράμας και Δραπετσώνας, που έχουν τις ρίζες τους από τη Μικρά Ασία).[3]
Η κατανάλωση αυτού του χαλβά προτιμάται ιδιαίτερα στα Κούλουμα, επειδή είναι ο μόνος που δεν περιέχει αρτύσιμα υλικά.
Παραδοσιακός σπιτικός χαλβάς ο οποίος παρασκευάζεται με βασικά υλικά το σιμιγδάλι, το βούτυρο (ή λάδι) και σιρόπι από ζάχαρη (ή πετιμέζι) και νερό. Είναι ο πιο γρήγορος και εύκολος στην κατασκευή. Η πιο γνωστή μέθοδος ονομάζεται και ένα, δύο, τρία, τέσσερα
(1, 2, 3, 4
) από τις αναλογίες των συστατικών (κατά όγκο) σύμφωνα με τη σειρά που χρησιμοποιούνται, δηλαδή:
Αρχικά καβουρντίζεται σε καυτό βούτυρο το σιμιγδάλι και εν συνεχεία στο μίγμα προστίθεται σιρόπι από ζάχαρη και νερό, το οποίο βράζει μέχρι να απορροφηθεί. Αρωματίζεται με κανέλα, γαρύφαλλα και ξύσμα πορτοκαλιού. Μόλις η υγρασία απορροφηθεί εντελώς, ο χαλβάς είναι έτοιμος και προστίθενται σταφίδες. Το γλυκό σερβίρεται είτε ζεστό μόλις πήξει το μείγμα σε μπολάκια με κουτάλι είτε, συνηθέστερα, πιέζεται σε κυκλική φόρμα με σχέδια για ζελέ και, αφού γυριστεί με αυτή ανάποδα σε πιατέλα, σερβίρεται σε κομμάτια.
Παρόμοιος χαλβάς φτιάχνεται στην περιοχή Παντζάμπ, ενώ χρησιμοποιείται καθαρό βούτυρο – το ινδικό γκι
(αγγλ. ghee),[Σημ. 1] όπως και στον ινδικό σούτζι χαλβά
(σιμιγδαλένιος χαλβάς
). Στην Ινδία, αν και ο σιμιγδαλένιος χαλβάς θεωρείται γλύκισμα των βόρειων περιοχών, τρώγεται αρκετά και προς το Νότο. Αρωματίζεται συνήθως με κάρδαμο, κρόκο και ροδόνερο. Διακοσμείται με αμύγδαλα, κάσιους, σταφίδες και κομμάτια φρούτων και σερβίρεται ζεστός. Στη Νότια Ινδία ξεχωρίζει η παραλλαγή χαλβά (αλβάα
στη γλώσσα Ταμίλ) της πόλης Τιρουνελβέλι, όπως και το δημοφιλές γλύκισμα από σιμιγδάλι γνωστό με το όνομα kesari ή kesari-bath στην επαρχία Καρνατάκα.
Στην Ινδία και το Πακιστάν, το σιμιγδάλι ενίοτε αντικαθιστάται εξ ολοκλήρου από καρότα (αγγλ. gajar halwa), φύτρα πράσινου φασολιού (μουγκ νταλ χαλβά
, αγγλ. moong dal halwa) ή νεροκολοκύθα (ντούντι χαλβά
, αγγλ. doodi halwa). Μαζί με γάλα και καθαρό βούτυρο το αποτέλεσμα είναι ένας υγρός, αλλά τριφτός σε υφή, χαλβάς.
Ο χαλβάς σαπουνέ είναι ο πιο μαλακός από τα τρία είδη με αρκετά λιπαρή γεύση. Παρασκευάζεται κυρίως από νισεστέ (συνήθως από ρύζι ή από καλαμπόκι – κορν φλάουρ
), βούτυρο, νερό και ζάχαρη. Εναλλακτικά, κυρίως σε περιόδους νηστείας, χρησιμοποιείται ηλιέλαιο αντί για βούτυρο. Αν και στην κλασική συνταγή οι αναλογίες των υλικών είναι ίδιες με του σιμιγδαλένιου (ένα, δύο, τρία, τέσσερα
), ο τρόπος παρασκευής του είναι λίγο διαφορετικός. Η διαδικασία ξεκινά με την παρασκευή καραμέλας, η οποία δίνει αργότερα χρώμα στο χαλβά, με κουταλιές από τη ζάχαρη. Ο νισεστές δεν καβουρδίζεται, αλλά διαλύεται στο νερό για να προστεθεί στην καραμέλα, ακολουθεί η ζάχαρη και ύστερα προστίθεται το βούτυρο. Το γλυκό σιγοβράζει μέχρι να πήξει αφήνοντας αυλάκια στον πάτο του σκεύους, οπότε τοποθετείται ανάποδα σε ταψί (ταβά) − με την κρούστα προς τα επάνω. Θεωρείται επιτυχημένος όταν έχει δημιουργήσει καλή κρούστα.
Αποτελεί παραδοσιακό γλυκό των Φαρσάλων, από όπου ονομάζεται φαρσαλινός, και συνήθως επίσης πωλείται μέσα σε ταβάδες στα πανηγύρια (παζάρι) της Θεσσαλίας, εκ των οποίων ονομάζεται και πανηγυριώτικος ή παζαριώτικος. Αναφέρονται αρκετοί τεχνίτες Φαρσαλινού χαλβά στην πόλη των Φαρσάλων κατά τα τέλη του 19ου αιώνα.[4] [5] Ο δήμος Φαρσάλων, σε συνεργασία με την Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Λάρισας και τους χαλβαδοποιούς, ξεκίνησε στις 14 Οκτωβρίου 2005 να διοργανώνει ετήσια Γιορτή του Χαλβά Φαρσάλων
. Στα Φάρσαλα παρασκευάζονταν και άλλες παραλλαγές (πίριντς
, κοματ
, σουσάμ
, ασουτέ
) αλλά τελικά επικράτησε ο σαπουνέ
. Η παραλλαγή κοματ
εξακολουθεί να πωλείται σε καταστήματα της Μακεδονίας (αν και δεν είναι εξακριβωμένο ότι είναι ακριβώς η ίδια).
Ο κετέν χαλβάς (keten: τουρκ. λινάρι) ή κετέν χελβά, τουρκ. keten helva, pişmaniye, σερβ. cèten halva, γερμ. Zuckerwatte)[Σημ. 2] έχει ανοιχτό, συνήθως άσπρο χρώμα και νηματοειδή υφή σαν βαμβάκι, παρόμοια με το μαλλί της γριάς ή και με το ωμό λεπτό κανταΐφι. Παρά τις ομοιότητες στην όψη και την υφή, τόσο τα συστατικά όσο και η μέθοδος με την οποία φτιάχνονται διαφέρουν. Το γλυκό της τουρκικής κουζίνας (παλαιότερα αποκλειστικά χειμωνιάτικο) παρασκευάζεται από μια κολλώδη μάζα κυρίως από αλεύρι και ζάχαρη. Από αυτή, καθώς κυλιέται συνεχώς σε ζάχαρη άχνη, διαχωρίζονται με τράβηγμα οι ίνες του κετέν χαλβά.[6] Ορισμένες φορές στολίζεται με τριμμένο φυστίκι Αιγίνης.
Είναι δημοφιλές γλύκισμα κυρίως στη βορειοδυτική Τουρκία (Αδριανούπολη, Κωνσταντινούπολη), είναι όμως γνωστό και σε περιοχές όπου παρασκευαζόταν την περίοδο της Οθωμανική Αυτοκρατορίας (Γιάμπολ Βουλγαρίας, Σερβία, Κροατία), την Αίγυπτο και άλλες Αραβικές χώρες, αν και η παράδοση της προετοιμασίας στο σπίτι τείνει με γοργό ρυθμό να εκλείψει.[7] Στις σύγχρονες βιοτεχνίες ζαχαροπλαστικής η διαδικασία υποστηρίζεται πλέον μερικώς από μηχανικά μέσα.[8]
Λόγω της μαλακής υφής του γλυκίσματος, ως χαλβάς χαρακτηρίζεται ο άνθρωπος που δεν παίρνει πρωτοβουλίες και ακολουθεί τις υποδείξεις των άλλων συνεχώς.[9] Συμβολική χρήση πρωτογενών υλικών της γης, όπως σιτάρι, το κρασί, το λάδι και οι καρποί γίνεται γενικότερα και σε τελετουργικές προσφορές, στις καίριες στιγμές της καλλιέργειας της γης, από τη σπορά ως το μάζεμα των καρπών, αλλά και στα διαβατήρια έθιμα του κύκλου της ζωής: γέννηση - γάμος - θάνατος.[10][11][12][13][14]
Στην Ελληνορθόδοξη Εκκλησία τα πολυσπόρια στα καρναβαλικά δρώμενα, οι νηστίσιμες στριφτές πίτες με γέμιση τρυφερών φύλλων και χορταρικών που μόλις έχουν βγει, οι χαλβάδες, οι λαλαγγίτες με σουσάμι και μέλι χαρακτηρίζουν όλο το λιτοδίαιτο των αγροτών μετά την κρεατοφαγία της 1ης εβδομάδας του Τριωδίου.[10]
Στην Ελλάδα αναβιώνει ως σήμερα το έθιμο του «χάσκα», παιχνίδι στο οποίο ο πατέρας ή η μητέρα δένει ένα κομμάτι χαλβά με νήμα που στερεώνει στην άκρη ενός ξύλου με μήκος ένα μέτρο περίπου (συνήθως τον πλάστη της πίτας) ή παλαιότερα στην οροφή. Μόλις τελειώσει το τραπέζι της Τυρινής, όλοι οι παρακαθήμενοι περιμένουν τη σειρά τους στο τραπέζι με τα χέρια πισθάγκωνα, για να μην μπορούν να τα χρησιμοποιήσουν, και το στόμα ανοικτό. Ο πατέρας ή η μητέρα παίρνει το ξύλο με το χαλβά και το περιφέρει μπροστά στο στόμα όλων ως εκκρεμές από τον μικρότερο στο μεγαλύτερο και αρχίζει να κατευθύνει το κομμάτι στο ανοιχτό στόμα αυτού που περιμένει να το χάψει. Όποιος το πιάσει είναι ο νικητής.[15][16][17][18][19][20][21]
Στις Ισλαμικές χώρες ο χαλβάς έχει καθιερωθεί ως κυρίως γλυκό στο Ραμαζάνι, ιδιαίτερα κατά την τριήμερη γιορτή με την οποία τελειώνει (αραβ. Ιντ αλ-φιτρ
: εορτή τέλους νηστείας). Στο Αφγανιστάν τη νύχτα πριν την εορταστική μέρα οι οικογένειες κάθε γειτονιάς μαζεύονται στο σπίτι ενός σεβάσμιου προσώπου για να φτιάξουν χαλβά τον οποίο μοιράζονται τα μέλη τους και, αν περισσέψει μετά τη γιορτή, για να πάρουν στο σπίτι.[22]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.