Ορεκτικό/συνοδευτικό πιάτων From Wikipedia, the free encyclopedia
Το ταχίνι (επίσης tahina, αραβικά: طحينة) είναι λιπαρή πάστα από ψημένο, τριμμένο, ξεφλουδισμένο σουσάμι που χρησιμοποιείται στις κουζίνες της Βόρειας Αφρικής, της Ελλάδας, του Ιράν, της Τουρκίας και της Μέσης Ανατολής. Το ταχίνι κυκλοφορεί στην αγορά σε δύο τύπους: από σουσάμι αποφλοιωμένο ή αναποφλοίωτο.
Πληροφορίες | |
---|---|
Είδος | Αλείμματα ή Βουτήγματα |
Κύρια συστατικά | Σπόροι σησαμιού |
Σχετικά πολυμέσα | |
δεδομένα (π) |
Το ταχίνι επίσης, σερβίρεται ως βούτηγμα (ντιπ) από μόνο του ή ως ένα σημαντικό συστατικό του χούμους,[Σημ. 1][1] του baba ghanoush[Σημ. 2][2][3] και του χαλβά.
Διατροφική αξία 100 g (3,5 oz) | |||
---|---|---|---|
Ενέργεια | 2.489 kJ | ||
Θερμίδες | 595 kcal | ||
Υδατάνθρακες | 21,19 g | ||
Λιπαρά | 53,76 g | ||
Πρωτεΐνες | 17 g | ||
Βιταμίνες | |||
Βιταμίνη Α | 67 I.U. | ||
Θειαμίνη (Β1) | 1,220 mg (106%) | ||
Ριβοφλαβίνη (Β2) | 0,473 mg (39%) | ||
Νιασίνη (Β3) | 5,450 mg (36%) | ||
Παντοθενικό οξύ (Β5) | 0,693 mg (14%) | ||
Βιταμίνη Β6 | 0,149 mg (11%) | ||
Φυλλικό οξύ (Β9) | 98 μg (25%) | ||
Βιταμίνη Β12 | 0 μg (0%) | ||
Ίχνη μετάλλων | |||
Ασβέστιο | 426 mg (43%) | ||
Σίδηρος | 8,95 mg (69%) | ||
Μαγνήσιο | 95 mg (27%) | ||
Μαγγάνιο | 1,456 mg (69%) | ||
Φωσφόρος | 732 mg (105%) | ||
Κάλιο | 414 mg (9%) | ||
Νάτριο | 115 mg (8%) | ||
Ψευδάργυρος | 4,62 mg (49%) | ||
Άλλα συστατικά | |||
Νερό | 3,05 g | ||
IU = International units | |||
Το ταχίνι είναι μια δανεική λέξη από το αραβικό: طحينة [tˤaħiːna] ή ακριβέστερα ṭaḥīniyya طحينية, που προέρχεται από τη ρίζα ط ح ن t-h-N, το οποίο ως ρήμα طحن ṭaḥana σημαίνει «να αλέσει»,[4] η ίδια ρίζα όπως طحين [tˤaħiːn], «αλεύρι» σε ορισμένες Αραβικές διαλέκτους.
Η πρότυπη Αραβική ορθογραφία طحينة μεταγράφεται σωστά ως ṭaḥīnah. Η τελευταία συλλαβή προφέρεται [næ, na, nɑ, ne, nɐ], ανάλογα με την περιοχή απ'όπου προέρχεται ο ομιλητής. Στις Λεβαντίνικες Αραβικές διαλέκτους, ωστόσο, η τελευταία συλλαβή προφέρεται [ne]. Δεδομένου ότι οι περισσότεροι των μεταναστών της Μέσης Ανατολής του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα στις Αγγλόφωνες χώρες ήταν Χριστιανοί προερχόμενοι από τη Συρία, τον Λίβανο και την Παλαιστίνη, αυτή θα μπορούσε να είναι η προέλευση της Αγγλικής χρήσης του τελικού /i/. Η γλωσσική πηγή θα μπορούσε επίσης να είναι Ελληνική, καθώς το ταχίνι στα Ελληνικά ονομάζεται επακριβώς ταχίνι (tahini).
Η λέξη «ταχίνι» εμφανίζεται στα Αγγλικά από τα τέλη της δεκαετίας του 1930.[5][6]
Το απλό, μη επεξεργασμένο ταχίνι χωρίς πρόσθετα συστατικά, είναι γνωστό και ως «ακατέργαστο ταχίνι».[7]
Η παλαιότερη αναφορά του σουσαμιού είναι σε ένα έγγραφο γραμμένο πριν από 4.000 χρόνια σε σφηνοειδή γραφή, όπου περιγράφει το έθιμο της προσφοράς στους θεούς, του κρασιού από σουσάμι. Ο ιστορικός Ηρόδοτος γράφει για την καλλιέργεια του σησαμιού πριν από 3.500 χρόνια στην περιοχή των ποταμών του Τίγρη και Ευφράτη στο αρχαίο Ιράκ. Χρησιμοποιήθηκε κυρίως ως πηγή ελαίου.[8]
Το ταχίνι αναφέρεται ως συστατικό του χούμους κάσα (hummus kasa), μια συνταγή που μεταγράφεται σε ένα ανώνυμο Αραβικό βιβλίο μαγειρικής του 13ου αιώνα (Kitab Wasf al-Atima al-Mutada)[9] Η πάστα από σουσάμι είναι ένα συστατικό σε ορισμένα Κινεζικά, Κορεατικά και Ιαπωνικά πιάτα· χρησιμοποιείται σε ορισμένες εκδόσεις των πιάτων του Σετσουάν χυλόπιτες dan dan. Το ταχίνι χρησιμοποιείται επίσης στην Ινδική κουζίνα.[10] Στις Ηνωμένες Πολιτείες, το ταχίνι από σουσάμι, μαζί με άλλα ωμά βούτυρα καρυδιών,[Σημ. 4] ήταν διαθέσιμο από το 1940 στα καταστήματα υγιεινής διατροφής.[5]
Το ταχίνι γίνεται από σπόρους σουσαμιού, οι οποίοι εμποτίζονται στο νερό και στη συνέχεια συνθλίβονται για να διαχωριστεί το πίτουρο από τους πυρήνες. Οι συνθλιμμένοι σπόροι εμποτίζονται στο θαλασσινό νερό, προκαλώντας έτσι τη βύθιση του φλοιού. Οι επιπλέοντες πυρήνες ξαφρίζονται από την επιφάνεια, ψήνονται και αλέθονται για να παραχθεί μια ελαιώδης πάστα.[11]
Λόγω της υψηλής περιεκτικότητας ελαίου στο ταχίνι, πολλοί κατασκευαστές συστήνουν την ψύξη για να αποτραπεί η αλλοίωση. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα μεταξύ των παρασκευαστών του ωμού οργανικού ταχινιού, οι οποίοι συχνά θα προετοιμάσουν το ταχίνι τους σε χαμηλές θερμοκρασίες, θα το μεταφέρουν και θα το αποθηκεύσουν στα ψυγεία, προκειμένου να μεγιστοποιήσουν την ποιότητα και τη διάρκεια ζωής του.[12]
Σάλτσες με βάση το ταχίνι είναι πολύ κοινές στα εστιατόρια της Μέσης Ανατολής, είτε ως ένα δευτερεύον πιάτο είτε ως γαρνιτούρα, συμπεριλαμβάνοντας συνήθως χυμό λεμονιού, αλάτι, σκόρδο και αραιωμένο με νερό, όπως χούμους από μαγειρεμένο πουρέ ρεβιθιών αναμεμειγμένων με ταχίνι, ελαιόλαδο, χυμό λεμονιού, αλάτι και σκόρδο. Η σάλτσα από ταχίνι, είναι επίσης ένα δημοφιλές κάλυμμα για κρέας και λαχανικά, στην κουζίνα της Μέσης Ανατολής.
Στην Αρμενία, το ταχίνι μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως σάλτσα για το λαχματζούν (lahmacun).[Σημ. 5][13]
Στην Τουρκία, το ταχίνι (τουρκικά: tahin) αναμειγνύεται με πετιμέζι (pekmez)[Σημ. 6][14][15][16] για να σχηματιστεί ένα πιάτο που ονομάζεται tahin-pekmez. Λόγω της υψηλής θερμιδικής της φύσης του, σερβίρεται ως πρωινό ή μετά το γεύμα σαν επιδόρπιο, για να βυθιστούν μέσα του κομμάτια ψωμιού, ιδιαίτερα κατά τη χειμερινή περίοδο.
Στο Ιράκ, το ταχίνι είναι γνωστό ως «rashi» και αναμειγνύεται με σιρόπι χουρμαδιάς[Σημ. 7] για να γίνει ένα γλυκό που συνήθως τρώγεται με ψωμί.
Το ταχίνι ονομάζεται ardeh (ارده) στα περσικά και harda στο Κουβέιτ. Στο Ιράν χρησιμοποιείται για την παρασκευή του halvardeh (حلواارده), ενός είδους χαλβά.
Στην Κύπρο, το ταχίνι είναι γνωστό ως (η) «ταχίνη» ή (η) «τασιή/τασ̌ή/ταχ̌ή». Ως «ταχ̌ή» ονομάζεται συνεκδοχικά και η «ταχινοσαλάτα», δηλ. ταχίνι με σκόρδο, αραιωμένο με νερό, χυμό λεμονιού και ελαιόλαδο, το οποίο χρησιμοποιείται ως ντιπ για το ψωμί. Σε ορισμένες περιοχές της Κύπρου η ταχινοσαλάτα σερβίρεται στην πίτα του σουβλακιού, αντί για το τζατζίκι το οποίο συνηθίζεται στην Ελλάδα. Επίσης το ταχίνι συνηθίζεται αρκετά ως βασικό συστατικό μαζί με ζάχαρη ή χαρουπόμελο ή μέλι και κανέλα σε γλυκό αρτοσκεύασμα γνωστό ως «ταχινόπιτα» ή «ταχ̌ινόπιττα».[17]
Στην Ελλάδα, το ταχίνι χρησιμοποιείται σαν επάλειψη στο ψωμί, είτε μόνο του είτε καλύπτεται με μέλι ή μαρμελάδα. Βάζα από ταχίνι έτοιμα με μέλι ή με κακάο, είναι διαθέσιμα στα ράφια με τρόφιμα για τα πρωινά, των ελληνικών σούπερ μάρκετ. Μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί ως βασικό συστατικό παρασκευής ορισμένων τύπων χαλβά καθώς και για την παρασκευή ταχινόσουπας, της νηστίσιμης καρυδόπιτας και παγωτού.
Στο Ισραήλ, το ταχίνι (Εβραϊκά: טחינה, t'hina) είναι ένα βασικό προϊόν διατροφής. Σερβίρεται ως ντιπ με πίτα, σαν κάλυμμα για το φαλάφελ,[Σημ. 8]sabich,[Σημ. 9][18] Jerusalem mixed grill[Σημ. 10][19] και shwarma[Σημ. 11][20][21] και ως συστατικό σε διάφορα αλείμματα. Επίσης, χρησιμοποιείται ως σάλτσα μαγειρέματος για κρέατα και ψάρια,[22] και στα γλυκά επιδόρπια όπως τον χαλβά, τον χαλβά παρφέ,[23] το παγωτό χαλβά και τα μπισκοτάκια (cookies) ταχίνι.
Επίσης, σερβίρεται ως ντιπ με laffah[Σημ. 12][24] ή πίτα ψωμί.
Στη Λωρίδα της Γάζας, μια ποικιλία γνωστή ως «κόκκινο ταχίνι» που έχει το χρώμα της σκουριάς, σερβίρεται εκτός από το κανονικό ταχίνι. Αυτό επιτυγχάνεται με μία διαφορετική και πιο μακροσκελή διαδικασία καβουρντίσματος του σουσαμιού και έχει μια πιο έντονη γεύση. Το κόκκινο ταχίνι, χρησιμοποιείται στη sumagiyya (αρνάκι με σέσκουλα και σουμάκ) και σαλάτες που προέρχονται από τα falaheen από τα γύρω χωριά, καθώς και από τη νότια Γάζα.
Στον Λεβάντε, το ταχίνι (Αραβικά: t'hine) είναι ένα βασικό είδος διατροφής, που παρασκευάζεται με πολτοποιημένο σκόρδο και χυμό λεμονιού. Σερβίρεται ως ντιπ με πίτα, ένα κάλυμμα για το φαλάφελ, τη shwarma και ως συστατικό σε διάφορα αλείμματα. Επίσης, χρησιμοποιείται ως σάλτσα μαγειρέματος για κρέατα και πάντα σερβίρεται ως συνοδευτικό πιάτο στα ψάρια. Επίσης, είναι το κύριο συστατικό σε ένα θαλασσινό πιάτο που ονομάζεται siyadiyeh. Το ταχίνι βρίσκεται μέσα στα γλυκά επιδόρπια, όπως τον χαλβά και τον χαλβά με φιστίκια Αιγίνης.
Στην Ανατολική Ασία, το ταχίνι (Κινεζικά: 芝麻醬) είναι ένα σημαντικό καρύκευμα που χρησιμοποιείται στα ξηρά ζυμαρικά (ζεστά ή κρύα). Το ταχίνι μπορεί επίσης να καταναλωθεί ως σνακ, γνωστό ως 芝麻糊.
Λόγω των ιδιοτήτων που περιέχει το ταχίνι, έχει χαρακτηριστεί ως υπέρ-τροφή (super food).[Σημ. 13][25] Στην κατηγορία αυτή ανήκει το ταχίνι, που προέρχεται από 100% αλεσμένο σουσάμι και που αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να διατηρεί όλα τα ευεργετικά συστατικά του πολύτιμου αυτού σπόρου.[25]
Χάρη στη σύστασή του και στα πλαίσια ενός ισορροπημένου διαιτολογίου, μπορεί να συμβάλλει στην πρόσληψη πρωτεΐνης, βιταμινών του συμπλέγματος Β, ασβεστίου, μαγνησίου, ψευδαργύρου, φωσφόρου και πολυακόρεστων λιπαρών οξέων.[25] Πρόκειται για μια τροφή, όσων θέλουν να προλάβουν την οστεοπόρωση, να προστατεύσουν την καρδιά, να ενισχύσουν τη λειτουργία του νευρικού συστήματος και γενικότερα, να οχυρώσουν τον οργανισμό.[25]
Το σουσάμι έχει πολλές θρεπτικές ιδιότητες, πρωτεΐνες υψηλής βιολογικής αξίας και πολλές βιταμίνες (Β1, Β2, Ε, νιασίνη), ιδιαίτερα χρήσιμες για ευαίσθητες ηλικιακές ομάδες, όπως είναι τα παιδιά. Περιέχει 20% πρωτεΐνες, εύπεπτες, πλούσιες σε θειούχα αμινοξέα (μεθειονίνη, αργινίνη, λευκίνη, τρυπτοφάνη), τα οποία συνδυαζόμενα με τροφές που περιέχουν λυσίνη, αποκτούν μεγαλύτερη διατροφική αξία και συνεισφέρουν στην καλή υγεία πολλών οργάνων, όπως το συκώτι και τα νεφρά. Περιέχει επίσης υδατάνθρακες (20%) κυρίως με τη μορφή των φυτικών ινών, οι οποίες βοηθούν στην ομαλή λειτουργία του γαστρεντερικού συστήματος, καθώς και καλής ποιότητας λίπος (50%), κυρίως μονοακόρεστα ή πολυακόρεστα λιπαρά οξέα (ω-6), (που συμβάλλουν στη μείωση της χοληστερόλης [της ολικής και της ‘κακής’]).[25]
Σε σύγκριση με άλλα γλυκά, όπως η σοκολάτα και τα παράγωγά της, το ταχίνι υπερτερεί διότι περιέχει ελάχιστα κορεσμένα λιπαρά. Είναι πλούσιο σε ασβέστιο (για την πρόληψη της οστεοπόρωσης), σίδηρο (για τη σωματική και πνευματική ευεξία), κάλιο και ψευδάργυρο (για την αύξηση της άμυνας του οργανισμού), φώσφορο, μαγνήσιο (δρα καταπραϋντικά, ηρεμιστικά, μειώνει τους πονοκεφάλους και τις ημικρανίες), μαγγάνιο και σελήνιο (έχουν έντονη αντιοξειδωτική δράση, καθώς καταπολεμούν τις ρίζες), χαλκό (για τη μείωση των πόνων στις αρθρώσεις), ενώ είναι καλή πηγή φυτοστερολών και λιγνανών (σεσαμίνη, σεσαμολίνη) που δρουν αντιοξειδωτικά, αποτοξινωτικά και φαρμακευτικά (μειώνουν την χοληστερίνη και την υπέρταση) στον οργανισμό (Yale J Biol Med. 2006).
Η βιταμίνη Ε (που προστατεύει τον οργανισμό από τη γήρανση) και που περιέχεται σε μεγαλύτερο ποσοστό από το ελαιόλαδο, δρα προστατευτικά στον οργανισμό από τις φθορές που προκαλούν οι παραγόμενες ελεύθερες ρίζες και τα υποπροϊόντα μεταβολισμού. Διαθέτει επίσης αντικαρκινική δράση (Ca μαστού) και ανασταλτική σε χρόνιες παθήσεις (καρδιαγγειακές παθήσεις, καταρράκτη, διαβήτη, νόσο Αλτσχάιμερ, νόσο του Πάρκινσον). Δεν περιέχει καθόλου χοληστερίνη.
Το ταχίνι είναι μια εξαιρετική πηγή χαλκού, μαγγανίου και του αμινοξέως μεθειονίνη.[26] Το ταχίνι είναι πηγή των υγιών λιπαρών οξέων ωμέγα-3 (ω3) και ωμέγα-6 (ω6).[25][27]
Το ταχίνι που έχει παραχθεί από ακατέργαστους σπόρους σουσαμιού είναι χαμηλότερο σε λίπος από ότι το ταχίνι που γίνεται από τους καβουρδισμένους σπόρους.[28][29]
Τα σχετικά υψηλά επίπεδα ασβεστίου και πρωτεϊνών στο ταχίνι είναι μια χρήσιμη προσθήκη για τις χορτοφαγικές και τις δίαιτες vegan,[Σημ. 14][30] καθώς και στη διατροφή των ακατέργαστων τροφίμων, όταν καταναλώνεται στη μη καβουρντισμένη της μορφή. Σε σύγκριση με το φυστικοβούτυρο, το ταχίνι έχει υψηλότερα επίπεδα ινών και ασβεστίου και χαμηλότερα επίπεδα σακχάρου και κορεσμένα λίπη.[31]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.