From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Φραγκίσκος Ιωσήφ Α΄ (γερμανικά: Franz Joseph I., ουγγρικά: Ferenc József, 18 Αυγούστου 1830 - 21 Νοεμβρίου 1916) ήταν Αυτοκράτορας της Αυστρίας, Βασιλιάς της Ουγγαρίας και άλλων κρατών της μοναρχίας των Αψβούργων από τις 2 Δεκεμβρίου 1848 μέχρι τον θάνατο του στις 21 Νοεμβρίου 1916. Στα πρώτα χρόνια της βασιλείας του τα βασίλεια και τα εδάφη του αναφέρονταν ως Αυστριακή Αυτοκρατορία, αλλά ανασυστάθηκαν ως δυαδική μοναρχία της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας το 1867. Από την 1η Μαΐου 1850 μέχρι την 24η Αυγούστου 1866 ήταν επίσης πρόεδρος της Γερμανικής Συνομοσπονδίας. Υπήρξε ο μακροβιότερος ηγεμόνας της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας.
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Φραγκίσκος Ιωσήφ Α΄ της Αυστρίας | |
---|---|
Ο Φραγκίσκος Ιωσήφ (περ. 1898). | |
Περίοδος | 2 Νοεμβρίου 1848 - 21 Νοεμβρίου 1916 |
Στέψη | 8 Ιουνίου 1867 Βουδαπέστη |
Προκάτοχος | Φερδινάνδος της Αυστρίας |
Διάδοχος | Κάρολος της Αυστρίας |
Περίοδος | 2 Δεκεμβρίου 1848 - 24 Αυγούστου 1866 |
Προκάτοχος | Φερδινάνδος της Αυστρίας |
Διάδοχος | Προσάρτηση στην Ιταλία |
Περίοδος | 1 Μαΐου 1850 - 24 Αυγούστου 1866 |
Προκάτοχος | Φερδινάνδος της Αυστρίας |
Διάδοχος | Κατάργηση |
Γέννηση | 18 Αυγούστου 1830 Ανάκτορα Σενμπρούν, Βιέννη |
Θάνατος | 21 Νοεμβρίου 1916 (86 ετών) Ανάκτορα Σενμπρούν, Βιέννη |
Τόπος ταφής | Αυτοκρατορική Κρύπτη, Ναός των Καπουτσίνων, Βιέννη |
Σύζυγος | Ελισάβετ της Βαυαρίας |
Επίγονοι | Σοφία Γκίζελα Ροδόλφος Μαρία Βαλέρια |
Πλήρες όνομα | |
Φραγκίσκος Ιωσήφ Κάρολος | |
Οίκος | Αψβούργων-Λωρραίνης |
Πατέρας | Φραγκίσκος Κάρολος της Αυστρίας |
Μητέρα | Σοφία της Βαυαρίας |
Θρησκεία | Ρωμαιοκαθολικισμός |
Υπογραφή | |
Σχετικά πολυμέσα | |
δεδομένα ( ) |
Τον Δεκέμβριο του 1848 ο θείος του Φραγκίσκου Ιωσήφ, αυτοκράτορας Φερδινάνδος, παραιτήθηκε από τον θρόνο στο Όλομοουτς, στο πλαίσιο του σχεδίου του πρωθυπουργού Φήλικα του Σβάρτσενμπεργκ για να τερματίσει τις Επαναστάσεις του 1848 στην Ουγγαρία. Στη συνέχεια ανήλθε στον θρόνο ο Φραγκίσκος Ιωσήφ, καθώς ο πατέρας του είχε παραιτηθεί από τα δικαιώματά του. Θεωρούμενος σε μεγάλο βαθμό αντιδραστικός, πέρασε την πρώιμη βασιλεία του αντιστεκόμενος στις συνταγματικές αρχές για τις κτήσεις του. Η Αυστριακή Αυτοκρατορία αναγκάστηκε να παραχωρήσει την κυριαρχία της στην Τοσκάνη και το μεγαλύτερο μέρος των διεκδικήσεών της για τη Λομβαρδοβενετία στο Βασίλειο της Σαρδηνίας, μετά τον Δεύτερο (1859) και τον Τρίτο Πόλεμο της Ιταλικής Ανεξαρτησίας (1866). Αν και ο Φραγκίσκος Ιωσήφ δεν παραχώρησε εδάφη στο Βασίλειο της Πρωσίας, μετά την ήττα της Αυστρίας στον Αυστροπρωσικό Πόλεμο, η Ειρήνη της Πράγας (23 Αυγούστου 1866) διευθέτησε το γερμανικό ζήτημα υπέρ της Πρωσίας, γεγονός που απέτρεψε τη Γερμανική ενοποίηση υπό τον Οίκο των Αψβούργων.[1]
Ο Φραγκίσκος Ιωσήφ ήρθε αντιμέτωπος με εθνικιστικά κινήματα σε όλη τη διάρκεια της βασιλείας του. Το 1867 υπέγραψε τον Αυστροουγγρικό Συμβιβασμό, που παραχώρησε μεγαλύτερη αυτονομία στην Ουγγαρία και δημιούργησε τη δυαδική μοναρχία της Αυστροουγγαρίας. Για τα επόμενα 45 χρόνια κυβέρνησε με μεγαλύτερη σταθερότητα, όμως επλήγη από τις οικογενειακές τραγωδίες του θανάτου του πρωτότοκου παιδιού του, Σοφίας (1857), της εκτέλεσης του αδελφού του, Μαξιμιλιανού του Μεξικού (1867), της αυτοκτονίας του μοναχογιού του, Ροδόλφου (1889), τη δολοφονία της συζύγου του, Ελισάβετ (1898) και της δολοφονίας του ανιψιού του και επίδοξου διαδόχου του, Φραγκίσκου Φερδινάνδου (1914).
Μετά τον Αυστροπρωσικό Πόλεμο, η Αυστροουγγαρία έστρεψε την προσοχή της στα Βαλκάνια, που αποτελούσε εστιακό σημείο διεθνούς έντασης λόγω αντικρουόμενων συμφερόντων της Αυστρίας όχι μόνο με την Οθωμανική αλλά και με τη Ρωσική Αυτοκρατορία. Η Κρίση της Βοσνίας ήταν αποτέλεσμα της προσάρτησης από τον Φραγκίσκο Ιωσήφ το 1908 της Βοσνίας και της Ερζεγοβίνης, που βρίσκονταν υπό τον έλεγχο των στρατευμάτων του από το Συνέδριο του Βερολίνου το 1878. Στις 28 Ιουνίου 1914 η δολοφονία του ανιψιού του Φραγκίσκου Φερδινάνδου στο Σαράγεβο είχε ως αποτέλεσμα την κήρυξη του πολέμου από την Αυστροουγγαρία στο Βασίλειο της Σερβίας, που ήταν σύμμαχος της Ρωσικής Αυτοκρατορίας. Αυτό ενεργοποίησε ένα σύστημα συμμαχιών που κήρυξαν πόλεμο η μια στην άλλη και οδήγησε στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο Αυτοκράτορας πέθανε το 1916 αφού κυβέρνησε τα εδάφη του για σχεδόν 68 χρόνια. Τον διαδέχθηκε ο μικρανιψιός του, Κάρολος της Αυστρίας.
Ο Φραγκίσκος Ιωσήφ Κάρολος γεννήθηκε στις 18 Αυγούστου 1830 στα Ανάκτορα Σενμπρούν της Βιέννης (στην 65η επέτειο του θανάτου του προ-προπάππου του, Φραγκίσκου Α΄ της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας) και ήταν ο μεγαλύτερος γιος του αρχιδούκα Φραγκίσκου Καρόλου της Αυστρίας (νεότερου γιου του Φραγκίσκου Α΄ της Αυστρίας) και της Σοφίας της Βαυαρίας. Επειδή ο θείος του, αυτοκράτορας Φερδινάνδος, που βασίλευε από το 1835, θεωρείτο αδύναμος και ανίκανος να κυβερνήσει, ενώ ο πατέρας του χωρίς φιλοδοξίες και αποσυρμένος, η μητέρα του νεαρού αρχιδούκα «Φράντσι» τον μεγάλωσε προκειμένου να αναλάβει μελλοντικά τον θρόνο της Αυτοκρατορίας, εμφυσώντας του αφοσίωση, υπευθυνότητα και επιμέλεια. Ο Φραγκίσκος Ιωσήφ σύντομα απέκτησε τρεις αδελφούς, το Μαξιμιλιανό (αργότερα Αυτοκράτορα του Μεξικού) (1832), τον Κάρολο Λουδοβίκο (1833) και τον Λουδοβίκο Βίκτωρα (1842), και μια αδερφή, τη Μαρία Άννα (1835), που πέθανε σε ηλικία τεσσάρων ετών.[2]
Καθώς δεν αναμενόταν απόγονος από τον γάμο του (μετέπειτα αυτοκράτορα) Φερδινάνδου, τη διαδοχή των Αψβούργων επρόκειτο να συνεχίσει ο επόμενος μεγαλύτερος αδελφός του, Φραγκίσκου Καρόλου, γι' αυτό και στη βιεννέζικη Αυλή δόθηκε ιδιαίτερη σημασία στη γέννηση του Φραγκίσκου Ιωσήφ. Ο Φραγκίσκος Κάρολος είχε αδύναμη σωματική και ψυχική διάπλαση και επομένως δεν ήταν κατάλληλος για τη βασιλεία.
Μέχρι την ηλικία των επτά ετών ο μικρός «Φράντσι» μεγάλωσε υπό τη φροντίδα της γκουβερνάντας του ("Άγια") Λουίζε φον Στουρφέντερ. Έπειτα, άρχισε η εκπαίδευση για τα δημόσια καθήκοντά του, με κύρια περιεχόμενα την αίσθηση του καθήκοντος, τη θρησκευτικότητα και τη δυναστική επίγνωση. Ο θεολόγος Γιόζεφ Ότμαρ φον Ράουσερ του μετέδωσε την αντίληψη της εποχής περί διακυβέρνησης θεϊκής προέλευσης (με τη Θεία Χάρη), λόγω της οποίας δεν απαιτείτο συμμετοχή του λαού στην εξουσία.
Ο καθηγητής Χάινριχ Φραντς φον Μπόμπελες και ο συνταγματάρχης Γιόχαν Μπάπτιστ Κορονίνι-Κρόνμπεργκ έβαζαν τον αρχιδούκα Φραγκίσκο να μελετάει αρκετά, αρχικά 18 ώρες την εβδομάδα, ενώ μέχρι τα 16 του έτη οι ώρες αυτές έφτασαν τις 50. Ένα από τα κύρια μαθήματα ήταν η εκμάθηση ξένων γλωσσών. Σε αυτές περιλαμβάνονταν τα γαλλικά -η διπλωματική γλώσσα της εποχής- τα λατινικά, τα αρχαία ελληνικά, τα ουγγρικά, τα τσεχικά, τα ιταλικά και τα πολωνικά. Επιπρόσθετα, ο Αρχιδούκας έλαβε τη συνήθη γενική εκπαίδευση της εποχής (μαθηματικών, φυσικής, ιστορίας και γεωγραφίας), που αργότερα συμπληρώθηκε με νομικά και πολιτική επιστήμη. Διάφορες μορφές φυσικής αγωγής ολοκλήρωναν το εκτεταμένο πρόγραμμα. Ο Φραγκίσκος Ιωσήφ είχε εξιδανικεύσει τον παππού του, τον "Καλό αυτοκράτορα Φραγκίσκο" (der Gute Kaiser Franz), που είχε πεθάνει λίγο πριν από τα πέμπτα γενέθλια του, ως τον ιδανικό μονάρχη.
Όταν έγινε 13 ετών ο Φραγκίσκος Ιωσήφ διορίστηκε Συνταγματάρχης-Ιδιοκτήτης του 3ου Συντάγματος Δραγώνων και το επίκεντρο της εκπαίδευσής του μετατοπίστηκε στη μετάδοση βασικών γνώσεων στρατηγική και τακτικής. Από εκείνο το σημείο και μετά, το στρατιωτικό στυλ υπαγόρευσε την προσωπική του μόδα -για το υπόλοιπο της ζωής του φορούσε συνήθως τη στολή ενός αξιωματικού του στρατού.[3]
Κατά τη διάρκεια των Επαναστάσεων του 1848, ο Αυστριακός καγκελάριος πρίγκηπας Κλέμενς φον Μέττερνιχ αναγκάστηκε να παραιτηθεί (13 Μαρτίου 1848). Ο νεαρός Αρχιδούκας, που αναμενόταν να διαδεχτεί σύντομα τον θείο του στον θρόνο, διορίστηκε κυβερνήτης της Βοημίας στις 6 Απριλίου 1848, αλλά ποτέ δεν ανέλαβε τη θέση. Αντίθετα, εστάλη στο ιταλικό μέτωπο. Εκεί, βρέθηκε δίπλα στον στρατάρχη Γιόζεφ Ραντέτσκυ φον Ράντετς, παίρνοντας το βάπτισμα του πυρός στη Μάχη της Σάντα Λουτσία στις 5 Μαΐου.
Κατά γενική ομολογία, χειρίστηκε την πρώτη του στρατιωτική εμπειρία με ψυχραιμία και αξιοπρέπεια. Την ίδια περίοδο, η αυτοκρατορική οικογένεια εγκατέλειψε την ταραχώδη Βιέννη για το πιο ήρεμο σκηνικό του Ίννσμπρουκ στο Τυρόλο. Ανακληθείς από την Ιταλία, ο Φραγκίσκος Ιωσήφ συνάντησε την υπόλοιπη οικογένειά του στο Ίννσμπρουκ. Εκεί, συνάντησε για πρώτη φορά την εξαδέλφη του, Ελισάβετ της Βαυαρίας, μέλλουσα σύζυγό του, που ήταν τότε δέκα ετών, αλλά κατά τα φαινόμενα δεν του έκανε μεγάλη εντύπωση.[4]
Μετά τη νίκη της Αυστρίας επί των Ιταλών στην Κουστότσα στα τέλη Ιουλίου 1848, θεωρήθηκε ασφαλές να επιστρέψει η Αυλή στη Βιέννη και ο Φραγκίσκος Ιωσήφ επέστρεψε μαζί της. Αλλά, μέσα σε λίγες εβδομάδες, η Βιέννη έγινε πάλι ανασφαλής και τον Σεπτέμβριο η Αυλή έφυγε πάλι, αυτή τη φορά στο Όλομοουτς της Μοραβίας. Την περίοδο εκείνη, ο Αλφρέδος Α΄ του Βίντις-Γκρετς, ένας σημαντικός στρατιωτικός διοικητής στη Βοημία, ήταν αποφασισμένος να δει τον νεαρό Αρχιδούκα να ανεβαίνει σύντομα στον θρόνο. Θεωρούσε ότι ένας νέος ηγεμόνας δεν θα δεσμευόταν από τους όρκους συνταγματικής διακυβέρνησης, με τους οποίους είχε αναγκαστεί να συμφωνήσει ο αυτοκράτορας Φερδινάνδος, που θεωρείτο από τους συντηρητικούς κύκλους πλέον ως ακατάλληλος για να βασιλεύει και ότι ήταν απαραίτητο να βρεθεί ένας νεαρός, ενεργητικός αυτοκράτορας για να αντικαταστήσει τον ευγενικό αλλά διανοητικά ακατάλληλο Φερδινάνδο.[5]
Στις 2 Δεκεμβρίου του 1848 ο Φερδινάνδος της Αυστρίας παραιτήθηκε από τον θρόνο, ενώ και ο αδελφός του, αρχιδούκας Φραγκίσκος Κάρολος, αποκήρυξε τα νόμιμα δικαιώματά του επί του θρόνου. Έτσι στον θρόνο ανήλθε ο γιος του Φραγκίσκου Καρόλου ως Φραγκίσκος Ιωσήφ Α΄.[6] Εκείνη την εποχή έγινε γνωστός για πρώτη φορά από το δεύτερο καθώς και το πρώτο του χριστιανικό όνομα. Το όνομα «Φραγκίσκος Ιωσήφ» επιλέχθηκε για να ανακαλέσει τη μνήμη του προπάππου του Ιωσήφ Β΄ (αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από το 1765 έως το 1790), που μνημονευόταν ως εκσυγχρονιστής μεταρρυθμιστής.[6]
Υπό την καθοδήγηση του νέου πρωθυπουργού, Φήλικα του Σβάρτσενμπεργκ, ο νέος Αυτοκράτορας αρχικά ακολούθησε μια προσεκτική πορεία, χορηγώντας ένα σύνταγμα στις αρχές του 1849.[7]Ταυτόχρονα, ήταν απαραίτητη μια στρατιωτική εκστρατεία κατά των Ούγγρων, που είχαν επαναστατήσει κατά της κεντρικής εξουσίας των Αψβούργων στο όνομα του αρχαίου συντάγματος τους. Ο Φραγκίσκος Ιωσήφ βρέθηκε επίσης αντιμέτωπος με την αναβίωση του ιταλικού μετώπου, με τον Κάρολο Αλβέρτο της Σαρδηνίας να επωφελείται από την κατάσταση στην Ουγγαρία για να κηρύξει εκ νέου τον πόλεμο τον Μάρτιο του 1849.
Ωστόσο, η έκβαση της σύγκρουσης άρχισε να στρέφεται υπέρ του Φραγκίσκου Ιωσήφ και των Αυστριακών λευκοχιτώνων. Ο Κάρολος Αλβέρτος γνώρισε μία μεγάλη ήττα, κατά τη Μάχη της Νοβάρα τον Μάρτιο του 1849, γεγονός που τον ανάγκασε να παραιτηθεί από τον θρόνο του.[8]
Σε αντίθεση με άλλες περιοχές όπου κυριαρχούσαν οι Αψβούργοι το Βασίλειο της Ουγγαρίας είχε ένα παλιό "άγραφο" σύνταγμα[9], που περιόριζε την εξουσία του Στέμματος και είχε αυξήσει σημαντικά εκείνη του κοινοβουλίου από τον 13ο αιώνα. Το κρίσιμο σημείο καμπής της επανάστασης στην Ουγγαρία ήταν οι νόμοι του Απριλίου. Οι ουγγρικοί αυτοί μεταρρυθμιστικοί νόμοι (νόμοι του Απριλίου) βασίστηκαν στα 12 σημεία που καθιέρωσαν τα θεμέλια των σύγχρονων ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων, των οικονομικών και κοινωνικών μεταρρυθμίσεων στο Βασίλειο της Ουγγαρίας[10] και επικυρώθηκαν από τον θείο του Φραγκίσκου Ιωσήφ, Φερδινάνδο, ωστόσο ο νέος νεαρός Αυστριακός μονάρχης Φραγκίσκος Ιωσήφ «ανακάλεσε» αυθαίρετα τους νόμους χωρίς καμία νομική αρμοδιότητα. Οι μονάρχες δεν είχαν το δικαίωμα να ανακαλέσουν τους ουγγρικούς κοινοβουλευτικούς νόμους που είχαν ήδη υπογραφεί. Αυτή η αντισυνταγματική πράξη κλιμάκωσε ανεπανόρθωτα τη σύγκρουση μεταξύ του ουγγρικού κοινοβουλίου και του Φραγκίσκου Ιωσήφ. Το αυστριακό σύνταγμα του Μαρτίου έγινε αποδεκτό από την Αυτοκρατορική Δίαιτα της Αυστρίας, όπου η Ουγγαρία δεν είχε εκπροσώπηση και που παραδοσιακά δεν είχε νομοθετική εξουσία στο έδαφος του Βασιλείου της Ουγγαρίας. Παρόλα αυτά προσπάθησε επίσης να καταργήσει τη Δίαιτα της Ουγγαρίας (που υπήρχε ως ανώτατη νομοθετική εξουσία της Ουγγαρίας από τα τέλη του 12ου αιώνα.)[11]
Το νέο αυστριακό σύνταγμα ήταν επίσης αντίθετο με το "άγραφο" σύνταγμα της Ουγγαρίας και μάλιστα προσπάθησε να το ακυρώσει.[12] Ακόμη και η εδαφική ακεραιότητα της χώρας κινδύνευε: Στις 7 Μαρτίου 1849 εκδόθηκε αυτοκρατορική διακήρυξη στο όνομα του αυτοκράτορα Φραγκίσκου Ιωσήφ, σύμφωνα με την οποία το έδαφος του Βασιλείου της Ουγγαρίας τεμαχιζόταν σε πέντε στρατιωτικές περιφέρειες, ενώ επανιδρυόταν το Πριγκιπάτο της Τρανσυλβανίας.[13] Αυτά τα γεγονότα αποτελούσαν σαφή και προφανή υπαρξιακή απειλή για το ουγγρικό κράτος. Το νέο περιοριστικό αυστριακό σύνταγμα του Μαρτίου, η ανάκληση των νόμων του Απριλίου και η αυστριακή στρατιωτική εκστρατεία κατά του Βασιλείου της Ουγγαρίας οδήγησαν στην πτώση της ειρηνιστικής κυβέρνησης Μπότσανι (που επεδίωξε συμφωνία με την Αυλή) και οδήγησε στην ξαφνική εμφάνιση στο ουγγρικό κοινοβούλιο των οπαδών του Λάγιος Κόσσουτ, που ζήτησε την πλήρη ανεξαρτησία της Ουγγαρίας. Η αυστριακή στρατιωτική επέμβαση στο Βασίλειο της Ουγγαρίας οδήγησε σε ισχυρά αισθήματα κατά των Αψβούργων μεταξύ των Ούγγρων, έτσι τα γεγονότα στην Ουγγαρία εξελίχθηκαν σε πόλεμο για πλήρη ανεξαρτησία από τη δυναστεία των Αψβούργων.
Στις 7 Δεκεμβρίου 1848 η Δίαιτα της Ουγγαρίας αρνήθηκε επίσημα να αναγνωρίσει τον τίτλο του νέου Βασιλιά, «καθώς χωρίς την ενημέρωση και τη συγκατάθεση της Δίαιτας κανείς δεν μπορούσε να καθίσει στον ουγγρικό θρόνο» και κάλεσε το έθνος στα όπλα.[13] Ενώ στις περισσότερες χώρες της Δυτικής Ευρώπης (όπως η Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο) η βασιλεία του μονάρχη άρχιζε αμέσως μετά τον θάνατο του προκατόχου τους, στην Ουγγαρία η στέψη ήταν απαραίτητη και, αν δεν εκτελείτο σωστά, το Βασίλειο παρέμενε «ορφανό».
Ακόμη και κατά τη διάρκεια της μακράς προσωπικής ένωσης μεταξύ του Βασιλείου της Ουγγαρίας και άλλων περιοχών όπου κυριαρχούσαν οι Αψβούργοι, ο μονάρχης των Αψβούργων έπρεπε να στεφθεί Βασιλιάς της Ουγγαρίας προκειμένου να εκδίδει νόμους εκεί ή να ασκεί τα βασιλικά προνόμια στην επικράτεια του Βασιλείου της Ουγγαρίας.[14][15][16] Από νομική άποψη, σύμφωνα με τον όρκο της στέψης, ένας εστεμμένος Ούγγρος βασιλιάς δεν μπορούσε να παραιτηθεί από τον ουγγρικό θρόνο ενόσω ζούσε. Αν ο βασιλιάς ζούσε και δεν μπορούσε να ασκεί τα καθήκοντά του ως ηγεμόνας, τα βασιλικά καθήκοντα έπρεπε να αναλάβει ένας κυβερνήτης (ή αντιβασιλέας). Συνταγματικά ο θείος του Φραγκίσκου Ιωσήφ, Φερδινάνδος, ήταν ακόμα ο νόμιμος βασιλιάς της Ουγγαρίας. Αν δεν υπήρχε δυνατότητα να κληρονομηθεί αυτόματα ο θρόνος λόγω του θανάτου του προκατόχου του βασιλιά (καθώς ο βασιλιάς Φερδινάνδος ήταν ακόμα ζωντανός), αλλά ο μονάρχης ήθελε να παραιτηθεί από τον θρόνο του και να διορίσει άλλο βασιλιά πριν από τον θάνατό του, τεχνικά μόνο μία νομική λύση παρέμενε: το κοινοβούλιο είχε την εξουσία να εκθρονίσει τον βασιλιά και να εκλέξει νέο. Λόγω των νομικών και στρατιωτικών εντάσεων το ουγγρικό κοινοβούλιο δεν χορήγησε στον Φραγκίσκο Ιωσήφ αυτή την εύνοια. Αυτό το γεγονός έδωσε στην εξέγερση μια δικαιολογία νομιμότητας. Στην πραγματικότητα, από εκείνη τη στιγμή μέχρι την κατάρρευση της επανάστασης, ο Λάγιος Κόσσουτ (ως εκλεγμένος αντιβασιλέας-πρόεδρος) έγινε ο de facto και de jure κυρίαρχος της Ουγγαρίας.[13]
Στην Ουγγαρία η κατάσταση ήταν πιο σοβαρή και η αυστριακή ήττα φαινόταν επικείμενη. Διαισθανόμενος την ανάγκη να εξασφαλίσει το δικαίωμά του να κυβερνά, ο Φραγκίσκος Ιωσήφ στράφηκε για βοήθεια στη Ρωσία, ζητώντας την παρέμβαση του Νικολάου Α΄, προκειμένου «να αποτρέψει την εξέλιξη της ουγγρικής εξέγερσης σε ευρωπαϊκή καταστροφή».[17] Για τη ρωσική στρατιωτική υποστήριξη ο Φραγκίσκος Ιωσήφ φίλησε το χέρι του Ηγεμόνα πασών των Ρωσιών στη Βαρσοβία στις 21 Μαΐου 1849.[18] Ο τσάρος Νικόλαος υποστήριξε τον Φραγκίσκο Ιωσήφ στο όνομα της Ιεράς Συμμαχίας[19] και έστειλε ισχυρό στρατό 200.000 ατόμων με 80.000 βοηθητικές δυνάμεις. Τελικά, ο κοινός στρατός των ρωσικών και αυστριακών δυνάμεων νίκησε τις ουγγρικές. Μετά την αποκατάσταση της εξουσίας των Αψβούργων η Ουγγαρία τέθηκε υπό βάναυσο στρατιωτικό νόμο.[20]
Τα ρωσικά στρατεύματα εισήλθαν στην Ουγγαρία για να υποστηρίξουν τους Αυστριακούς και η επανάσταση συντρίφτηκε στα τέλη του καλοκαιριού του 1849. Με την τάξη να είχε πλέον αποκατασταθεί σε όλη την αυτοκρατορία του, ο Φραγκίσκος Ιωσήφ ένιωσε ελεύθερος να απαρνηθεί τις συνταγματικές παραχωρήσεις που είχε κάνει, ειδικά καθώς στη συνεδρίαση του αυστριακού κοινοβουλίου στο Kρέμζιρ αυτό του είχε συμπεριφερθεί —στα μάτια του νεαρού Αυτοκράτορα— απαίσια. Το σύνταγμα του 1849 ανεστάλη και καθιερώθηκε μια πολιτική απολυταρχικού συγκεντρωτισμού, υπό την καθοδήγηση του Υπουργού Εσωτερικών Αλεξάντερ Μπαχ.[21]
Στις 18 Φεβρουαρίου 1853 ο Φραγκίσκος Ιωσήφ επέζησε μιας απόπειρας δολοφονίας από τον Ούγγρο εθνικιστή Γιάνος Λιμπένυι.[22] Ο Αυτοκράτορας έκανε μια βόλτα με έναν από τους αξιωματικούς του, τον κόμη Μαξιμίλιαν Καρλ Λάμοραλ Ο'Ντόννελ, σε έναν προμαχώνα της πόλης, όταν τον πλησίασε ο Λιμπένυι. Αμέσως, χτύπησε τον Αυτοκράτορα από πίσω με ένα μαχαίρι κατευθείαν στον λαιμό. Ο Φραγκίσκος Ιωσήφ φορούσε σχεδόν πάντα μια στολή που είχε ψηλό γιακά που έκλεινε σχεδόν εντελώς τον λαιμό. Οι γιακάδες των στολών εκείνη την εποχή ήταν κατασκευασμένοι από πολύ στιβαρό υλικό, ακριβώς για να αντιμετωπίσουν αυτού του είδους επιθέσεις. Παρόλο που ο Αυτοκράτορας τραυματίστηκε και αιμορραγούσε, το κολάρο του έσωσε τη ζωή. Ο κόμης Ο'Ντόννελ χτύπησε τον Λιμπένυι με τη σπάθα του[22].[21]
Ο Ο'Ντόννελ, μέχρι τότε μόνο κόμης λόγω της ιρλανδικής αριστοκρατικής καταγωγής του (ως απόγονος της ομώνυμης ιρλανδικής δυναστείας),[23] έγινε κόμης της Μοναρχίας των Αψβούργων (Reichsgraf). Ένας άλλος μάρτυρας που έτυχε να βρίσκεται κοντά, ο χασάπης Γιόζεφ Ετενραϊχ, εξουδετέρωσε γρήγορα τον Λιμπένυι. Για την πράξη του ανυψώθηκε αργότερα στην αριστοκρατία από τον Αυτοκράτορα και ονομάστηκε Γιόζεφ φον Έτενραϊχ. Στη συνέχεια, ο Λιμπένυι δικάστηκε και καταδικάστηκε σε θάνατο για απόπειρα βασιλοκτονίας και εκτελέστηκε στο Ζιμερίνγκερ Χάιντε.[24]
Μετά από αυτή την ανεπιτυχή επίθεση, ο αδελφός του Αυτοκράτορα, Μαξιμιλιανός, απευθύνθηκε στις βασιλικές οικογένειες της Ευρώπης για έρανο για την κατασκευή μιας νέας εκκλησίας στον τόπο της επίθεσης. Η εκκλησία επρόκειτο να είναι ένα τάμα για την επιβίωση του Αυτοκράτορα. Βρίσκεται στη Ρίνγκστρασσε στην περιοχή Άλζεργκρουντ κοντά στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης και είναι γνωστή ως Βοτίφκιρχε.[22] Η επιβίωση του Φραγκίσκου Ιωσήφ τιμήθηκε και στην Πράγα με την ανέγερση ενός νέου αγάλματος του Αγίου Φραγκίσκου της Ασσίζης, προστάτη του Αυτοκράτορα, στη Γέφυρα του Καρόλου, δωρεά του κόμη Φραντς Αντον φον Κόλοβρατ-Λιμπστάινσκυ, πρώτου Πρωθυπουργού της Αυστριακής Αυτοκρατορίας.[25]
Τα επόμενα χρόνια υπήρξε φαινομενική ανάκαμψη της θέσης της Αυστρίας στη διεθνή σκηνή μετά την παρά λίγο καταστροφή του 1848–1849. Υπό την καθοδήγηση του Σβάρτσενμπεργκ η Αυστρία μπόρεσε να ακυρώσει την πρωσική μεθόδευση της δημιουργίας μιας νέας Γερμανικής Ομοσπονδίας υπό την πρωσική ηγεσία, αποκλείοντας την Αυστρία. Μετά τον πρόωρο θάνατο του Σβάρτσενμπεργκ το 1852, δεν μπόρεσε να βρεθεί αντικαταστάτης του ανάλογου αναστήματος και ο ίδιος ο Αυτοκράτορας ανέλαβε ουσιαστικά την πρωθυπουργία.[21] Ήταν ένας από τους πιο εξέχοντες Ρωμαιοκαθολικούς ηγεμόνες στην Ευρώπη και σκληρός εχθρός του Τεκτονισμού[26]
Τη δεκαετία του 1850 υπήρξαν αρκετές αποτυχίες της αυστριακής εξωτερικής πολιτικής: ο Κριμαϊκός Πόλεμος, η διάλυση της συμμαχίας της με τη Ρωσία και την ήττα στον Δεύτερο Ιταλικό Πόλεμο της Ανεξαρτησίας. Η οπισθοδρόμηση συνεχίστηκε τη δεκαετία του 1860 με την ήττα στον Αυστροπρωσικό Πόλεμο του 1866, που κατέληξε στον Αυστροουγγρικό Συμβιβασμό του 1867.[27]
Οι Ούγγροι πολιτικοί ηγέτες είχαν δύο βασικούς στόχους κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων. Ο ένας ήταν να ανακτήσουν το παραδοσιακό καθεστώς (τόσο νομικό όσο και πολιτικό) του ουγγρικού κράτους, που είχε χαθεί μετά την Ουγγρική Επανάσταση του 1848. Το άλλο ήταν να αποκατασταθεί η σειρά μεταρρυθμιστικών νόμων του επαναστατικού κοινοβουλίου του 1848, που βασίστηκαν στα 12 σημεία που καθιέρωσαν σύγχρονα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, οικονομικές και κοινωνικές μεταρρυθμίσεις στην Ουγγαρία.[10]
Ο Συμβιβασμός αποκατέστησε εν μέρει[28] την κυριαρχία του Βασιλείου της Ουγγαρίας, χωριστού από και μη υποκείμενου πλέον στην Αυστριακή Αυτοκρατορία. Αντίθετα, θεωρήθηκε ισότιμος εταίρος με την Αυστρία. Ο συμβιβασμός έβαλε τέλος σε 18 χρόνια απολυταρχικής διακυβέρνησης και στρατιωτικής δικτατορίας που είχε εισαγάγει ο Φραγκίσκος Ιωσήφ μετά την Ουγγρική Επανάσταση του 1848. Ο Φραγκίσκος Ιωσήφ στέφθηκε Βασιλιάς της Ουγγαρίας στις 8 Ιουνίου και στις 28 Ιουλίου εξέδωσε τους νόμους που επισήμως άλλαξαν την επικράτεια των Αψβούργων στη Δυαδική Μοναρχία της Αυστροουγγαρίας. Σύμφωνα με τον αυτοκράτορα Φραγκίσκο Ιωσήφ, «Ήμασταν τρεις που κάναμε τη συμφωνία: ο Ντεάκ, ο Αντράσσυ και εγώ».[29]
Οι πολιτικές δυσκολίες στην Αυστρία αυξάνονταν συνεχώς στα τέλη του 19ου αιώνα και στον 20ο. Ωστόσο, ο Φραγκίσκος Ιωσήφ παρέμεινε εξαιρετικά σεβαστός και η πατριαρχική εξουσία του Αυτοκράτορα κράτησε την Αυτοκρατορία ενωμένη, ενώ οι πολιτικοί τσακώνονταν.[30]
Μετά την άνοδο στον θρόνο του Φραγκίσκου Ιωσήφ το 1848, οι πολιτικοί εκπρόσωποι του Βασιλείου της Βοημίας ήλπιζαν και επέμεναν ότι θα έπρεπε να ληφθούν υπόψη τα ιστορικά κρατικά τους δικαιώματα στο επικείμενο σύνταγμα. Θεώρησαν ότι η θέση της Βοημίας εντός της Μοναρχίας των Αψβούργων θα έπρεπε να είχε τονιστεί με τη στέψη του νέου ηγεμόνα ως Βασιλιά της Βοημίας στην Πράγα (η τελευταία στέψη είχε γίνει το 1836). Ωστόσο, πριν από τον 19ο αιώνα οι Αψβούργοι κυβερνούσαν τη Βοημία με κληρονομικό δικαίωμα και δεν κρίθηκε απαραίτητη μια ξεχωριστή στέψη. Η νέα του κυβέρνησή είχε υιοθετήσει το σύστημα του νεοαπολυταρχισμού στις εσωτερικές υποθέσεις της Αυστρίας για να κάνει την Αυστριακή Αυτοκρατορία ένα ενιαίο, συγκεντρωτικό και γραφειοκρατικά διοικούμενο κράτος. Όταν ο Φραγκίσκος Ιωσήφ επέστρεψε στη συνταγματική εξουσία μετά τις ήττες στην Ιταλία στη Ματζέντα και στο Σολφερίνο και συγκάλεσε τις Δίαιτες των κτήσεών του, το ζήτημα της στέψης του ως Βασιλιά της Βοημίας επανήλθε στην ημερήσια διάταξη, όπως δεν είχε γίνει από το 1848. Στις 14 Απριλίου 1861 ο Φραγκίσκος Ιωσήφ δέχθηκε μια αντιπροσωπεία της Βοημικής Δίαιτας με τα λόγια (στα τσέχικα):
Θα στεφθώ Βασιλιάς της Βοημίας στην Πράγα και είμαι πεπεισμένος ότι ένας νέος, άρρηκτος δεσμός εμπιστοσύνης και πίστης μεταξύ του θρόνου Μου και του Βοημικού Βασιλείου Μου θα ενισχυθεί με αυτήν την ιερή τελετή.[31]
Σε αντίθεση με τον προκάτοχό του αυτοκράτορα Φερδινάνδο (που πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του μετά την παραίτησή του το 1848 στη Βοημία και ειδικά στην Πράγα), ο Φραγκίσκος Ιωσήφ δεν στέφθηκε ποτέ χωριστά ως Βασιλιάς της Βοημίας. Το 1861 οι διαπραγματεύσεις απέτυχαν λόγω άλυτων συνταγματικών προβλημάτων. Ωστόσο, το 1866 μια επίσκεψη του μονάρχη στην Πράγα μετά την ήττα στο Χράντετς Κράλοβε (τότε Kαίνιγκρετς) σημείωσε τεράστια επιτυχία, όπως μαρτυρείται από το σημαντικό αριθμό σχετικών φωτογραφιών. Το 1867 ο Αυστροουγγρικός Συμβιβασμός και η καθιέρωση της δυαδικής μοναρχίας άφησαν τους Τσέχους και την αριστοκρατία τους χωρίς την αναγνώριση των χωριστών κρατικών δικαιωμάτων της Βοημίας για τα οποία ήλπιζαν. Η Βοημία παρέμεινε χώρα του αυστριακού Στέμματος. Στη Βοημία η αντίθεση στη δυαδική μοναρχία έλαβε τη μορφή μεμονωμένων διαδηλώσεων στους δρόμους, ψηφισμάτων από τις αντιπροσωπείες των περιφερειών, ακόμη και υπαίθριων μαζικών συναντήσεων διαμαρτυρίας, που περιορίστηκαν στις μεγαλύτερες πόλεις, όπως η Πράγα. Η τσέχικη εφημερίδα Národní listy, παραπονέθηκε ότι οι Τσέχοι δεν είχαν ακόμη αποζημιωθεί για τις απώλειες και τα δεινά τους κατά τον Αυστροπρωσικό Πόλεμο και μόλις είχαν δει τα ιστορικά κρατικά τους δικαιώματα να παραμερίζονται και τη γη τους να εντάσσεται στο «άλλο μισό» της Αυστροουγγρικής Μοναρχίας, την κοινώς αποκαλούμενη «Σισλεϊθανία».[31]
Οι ελπίδες της Τσεχίας αναπτερώθηκαν ξανά το 1870-1871. Σε ένα Αυτοκρατορικό Διάταγμα της 26ης Σεπτεμβρίου 1870 o Φραγκίσκος Ιωσήφ αναφέρθηκε πάλι στο κύρος και τη δόξα του Στέμματος της Βοημίας και στην πρόθεσή του να κάνει μια στέψη. Υπό τον πρωθυπουργό Καρλ Χόχενβαρτ το 1871 η κυβέρνηση της Σισλεϊθανίας διαπραγματεύτηκε μια σειρά θεμελιωδών άρθρων που περιέγραφαν τη σχέση του Στέμματος της Βοημίας με την υπόλοιπη Μοναρχία των Αψβούργων. Στις 12 Σεπτεμβρίου 1871 ο Φραγκίσκος Ιωσήφ ανακοίνωσε:
Έχοντας κατά νου τη συνταγματική θέση του Στέμματος της Βοημίας και έχοντας επίγνωση της δόξας και της δύναμης που έχει δώσει αυτό το Στέμμα σε εμάς και στους προκατόχους μας… αναγνωρίζουμε με χαρά τα δικαιώματα του βασιλείου και είμαστε έτοιμοι να ανανεώσουμε αυτή την αναγνώριση μέσω του όρκου της στέψης μας.[31]
Για την προγραμματισμένη στέψη ο συνθέτης Μπέντριχ Σμέτανα είχε γράψει την όπερα Λιμπούσε, αλλά η τελετή δεν πραγματοποιήθηκε. Η δημιουργία της Γερμανικής Αυτοκρατορίας, η εγχώρια αντίθεση από τους γερμανόφωνους φιλελεύθερους (ιδιαίτερα τους Γερμανοβοημούς) και από τους Ούγγρους καταδίκασαν τα θεμελιώδη άρθρα. Ο Χόχενβαρτ παραιτήθηκε και τίποτα δεν άλλαξε.
Πολλοί Τσέχοι, όπως ο Τόμας Μάζαρικ και άλλοι, περίμεναν πολιτικές αλλαγές στη μοναρχία. Ο Μάζαρικ συμμετείχε στο Reichsrat (Άνω Βουλή) από το 1891 έως το 1893 με το Κόμμα των Νέων Τσέχων και από το 1907 έως το 1914 με το Ρεαλιστικό Κόμμα (που είχε ιδρύσει ο ίδιος το 1900), αλλά δεν έκανε εκστρατεία για την ανεξαρτησία των Τσέχων και των Σλοβάκων από την Αυστροουγγαρία. Στη Βιέννη το 1909 βοήθησε την υπεράσπιση του Χίνκο Χίνκοβιτς στην κατασκευασμένη δίκη εναντίον επιφανών Κροατών και Σέρβων μελών του Σερβοκροατικού Συνασπισμού (όπως οι Φράνο Σούπιλο και Σβέτοζαρ Πριμπίτσεβιτς) και άλλων, που καταδικάστηκαν σε περισσότερα από 150 χρόνια φυλάκισης και μια σειρά θανατικές ποινές. Το ζήτημα της Βοημίας θα παρέμενε άλυτο καθ' όλη τη διάρκεια της βασιλείας του Φραγκίσκου Ιωσήφ.
Ο κύριος στόχος της εξωτερικής πολιτικής του Φραγκίσκου Ιωσήφ ήταν η ενοποίηση της Γερμανίας υπό τον Οίκο των Αψβούργων.[32] Από το 1452 ως τη διάλυση της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας το 1806, με ένα μόνο διάλειμμα υπό τον Οίκο του Βίττελσμπαχ, οι Αψβούργοι κατείχαν γενικά το γερμανικό Στέμμα.[33] Ωστόσο, η επιθυμία του Φραγκίσκου Ιωσήφ να διατηρήσει τα μη γερμανικά εδάφη της Αυστριακής Αυτοκρατορίας των Αψβούργων σε περίπτωση γερμανικής ενοποίησης αποδείχθηκε προβληματική.
Δύο φατρίες αναπτύχθηκαν γρήγορα: ένα κόμμα Γερμανών διανοουμένων που προτιμούσαν μια Μεγάλη Γερμανία (Großdeutschland) υπό τον Οίκο των Αψβούργων, ενώ το άλλο προτιμούσε μια Μικρή Γερμανία (Kleindeutschland). Οι της Μεγάλης Γερμανίας ευνόησαν την ένταξη της Αυστρίας σε ένα νέο εξ ολοκλήρου γερμανικό κράτος με το σκεπτικό ότι η Αυστρία ανήκε πάντα στις γερμανικές αυτοκρατορίες, ότι ήταν η ηγετική δύναμη της Γερμανικής Συνομοσπονδίας και ότι θα ήταν παράλογο να αποκλειστούν οκτώ εκατομμύρια Αυστριακοί Γερμανοί από ένα εξ ολοκλήρου γερμανικό εθνικό κράτος. Οι θιασώτες της μικρότερης Γερμανίας ήταν κατά της συμπερίληψης της Αυστρίας με το σκεπτικό ότι ήταν ένα πολυεθνικό κράτος, όχι γερμανικό, και ότι η ένταξή της θα έφερνε εκατομμύρια μη Γερμανούς στο γερμανικό έθνος κράτος.[34]
Αν υπερίσχυε η Μεγάλη Γερμανία, το Στέμμα θα έπρεπε αναγκαστικά να πάει στον Φραγκίσκος Ιωσήφ, που δεν είχε καμία επιθυμία να το εκχωρήσει αρχικά σε κανέναν άλλον.[34] Από την άλλη πλευρά αν υπερίσχυε η ιδέα μιας μικρότερης Γερμανίας, το γερμανικό Στέμμα δεν θα μπορούσε φυσικά να πάει στον Αυτοκράτορα της Αυστρίας, αλλά στον αρχηγό του μεγαλύτερου και ισχυρότερου γερμανικού κράτους εκτός της Αυστρίας- τον Βασιλιά της Πρωσίας. Ο ανταγωνισμός μεταξύ των δύο ιδεών εξελίχθηκε γρήγορα σε ανταγωνισμό μεταξύ Αυστρίας και Πρωσίας. Το ζήτημα λύθηκε όταν η Πρωσία νίκησε στον Πόλεμο των Επτά Εβδομάδων.[34]
Το 1873, δύο χρόνια μετά την ενοποίηση της Γερμανίας, ο Φραγκίσκος Ιωσήφ συμμετείχε στη Συμμαχία των Τριών Αυτοκρατόρων (Dreikaiserbund) με τον Γουλιέλμο Α΄ της Γερμανίας και τον Αλέξανδρο Β΄ της Ρωσίας, τον οποίο διαδέχθηκε ο Αλέξανδρος Γ΄ το 1881. Η ένωση σχεδιάστηκε από τον Γερμανό καγκελάριο Όττο φον Μπίσμαρκ, σε μια προσπάθεια διατήρησης της ειρήνης στην Ευρώπη και θα διαρκούσε κατά διαστήματα μέχρι το 1887.
Το 1903 το βέτο του Φραγκίσκου Ιωσήφ (Jus exclusivae) για την εκλογή του καρδινάλιου Μαριάνο Ράμπολλα στη θέση του Πάπα μεταφέρθηκε στο Παπικό Κονκλάβιο από τον καρδινάλιο Γιαν Πουζίνα ντε Κοσιέλσκο. Ήταν η τελευταία χρήση τέτοιου βέτο, καθώς ο νέος Πάπας Πίος Ι΄ απαγόρευσε τη μελλοντική χρήση του και προέβλεπε αφορισμό για οποιαδήποτε τέτοια απόπειρα.[35][36]
Στα μέσα της δεκαετίας του 1870 ξέσπασε στα Βαλκάνια μια σειρά βίαιων εξεγέρσεων κατά της οθωμανικής κυριαρχίας και οι Τούρκοι απάντησαν με εξίσου βίαια και καταπιεστικά αντίποινα. Ο Αλέξανδρος Β΄ της Ρωσίας, θέλοντας να επέμβει κατά των Οθωμανών, επιδίωξε και πέτυχε συμφωνία με την Αυστροουγγαρία.
Με τις Συμβάσεις της Βουδαπέστης του 1877 οι δύο δυνάμεις συμφώνησαν ότι η Ρωσία θα προσαρτούσε τη Βεσσαραβία και η Αυστροουγγαρία θα τηρούσε μια καλοπροαίρετη ουδετερότητα προς τη Ρωσία στον επικείμενο πόλεμο με τους Τούρκους. Ως αποζημίωση για αυτή τη στήριξη η Ρωσία συμφώνησε στην προσάρτηση της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης από την Αυστροουγγαρία.[37] 15 μήνες αργότερα οι Ρώσοι επέβαλαν στους Οθωμανούς τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, που παραβίασε τη συμφωνία της Βουδαπέστης και όριζε η Βοσνία-Ερζεγοβίνη να καταληφθεί από κοινού από ρωσικά και αυστριακά στρατεύματα.[37]
Η συνθήκη αυτή όμως ανατράπηκε με τη Συνθήκη του Βερολίνου (1878), που επέτρεπε την αποκλειστική κατοχή της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης από την Αυστρία, αλλά δεν καθόριζε την τελική διάθεση των επαρχιών. Αυτή η παράλειψη αντιμετωπίστηκε με τη συμφωνία της Συμμαχίας των Τριών Αυτοκρατόρων του 1881,όταν τόσο η Γερμανία όσο και η Ρωσία υποστήριξαν το δικαίωμα της Αυστρίας να προσαρτήσει τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη. Ωστόσο, το 1897, υπό ένα νέο τσάρο, η Ρωσική αυτοκρατορική κυβέρνηση απέσυρε και πάλι την υποστήριξή της για την αυστριακή προσάρτηση της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης. Ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών κόμης Μιχαήλ Μουράβιεφ δήλωσε ότι μια αυστριακή προσάρτηση της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης θα εγείρει «ένα εκτενές ερώτημα που απαιτεί ειδικό έλεγχο».[38]
Το 1908 ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών Aλεξάντερ Ιζβόλσκυ πρόσφερε τη ρωσική υποστήριξη, για τρίτη φορά, για την προσάρτηση της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης από την Αυστροουγγαρία, με αντάλλαγμα την υποστήριξη της Αυστρίας για το άνοιγμα των Στενών του Βοσπόρου και των Δαρδανελίων στα ρωσικά πολεμικά πλοία. Ο υπουργός Εξωτερικών της Αυστρίας Άλοίς φον Αίρενταλ ακολούθησε σθεναρά αυτή την προσφορά, με αποτέλεσμα την αμοιβαία συνεννόηση με τον Ιζβόλσκυ, που επιτεύχθηκε στις 16 Σεπτεμβρίου 1908 στη Διάσκεψη του Μπουχλάου. Ωστόσο, ο Ιζβόλσκυ συνήψε αυτή τη συμφωνία με τον Αίρενταλ εν αγνοία του Νικολάου Β΄ και της κυβέρνησής του στην Αγία Πετρούπολη και των άλλων ξένων δυνάμεων, συμπεριλαμβανομένης της Βρετανίας, της Γαλλίας και της Σερβίας.
Με βάση τις διασφαλίσεις της Διάσκεψης του Μπουχλάου και των συνθηκών που είχαν προηγηθεί ο Φραγκίσκος Ιωσήφ υπέγραψε τη διακήρυξη που ανήγγειλε την προσάρτηση της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης στην Αυτοκρατορία στις 6 Οκτωβρίου 1908. Ωστόσο, ξέσπασε διπλωματική κρίση, καθώς τόσο οι Σέρβοι όσο και οι Ιταλοί ζήτησαν αποζημίωση για την προσάρτηση, την οποία η αυστροουγγρική κυβέρνηση αρνήθηκε να δώσει. Το περιστατικό δεν επιλύθηκε μέχρι την αναθεώρηση της Συνθήκης του Βερολίνου τον Απρίλιο του 1909, επιδεινώνοντας τις εντάσεις μεταξύ της Αυστροουγγαρίας και των Σέρβων.
Στις 28 Ιουνίου 1914 ο ανιψιός του Φραγκίσκου Ιωσήφ και διάδοχος του θρόνου Φραγκίσκος Φερδινάνδος και η μοργανατική σύζυγός του Σοφία, Δούκισσα του Χόενμπεργκ, δολοφονήθηκαν από τον Γκαβρίλο Πρίντσιπ, Γιουγκοσλάβο εθνικιστή Σερβικής εθνότητας,[39] κατά τη διάρκεια μιας επίσκεψης στο Σαράγεβο. Όταν άκουσε την είδηση της δολοφονίας ο Φραγκίσκος Ιωσήφ είπε ότι "δεν πρέπει να αψηφεί κανείς τον Παντοδύναμο. Με αυτό τον τρόπο μια ανώτερη δύναμη αποκατέστησε αυτή την τάξη που δυστυχώς δεν μπόρεσα να διατηρήσω".[40]
Ενώ ο Αυτοκράτορας ταράχτηκε και διέκοψε τις διακοπές του για να επιστρέψει στη Βιέννη, σύντομα τις συνέχισε στην αυτοκρατορική του έπαυλη στο Μπαντ Ισλ. Η αρχική λήψη αποφάσεων κατά τη διάρκεια της «Κρίσης του Ιουλίου» περιήλθε στον κόμη Λέοπολντ Μπέρχτολντ, Αυστριακό Υπουργό Εξωτερικών, τον κόμη Φραντς Κόνραντ φον Χέτσεντορφ, αρχηγός του επιτελείου του Αυστροουγγρικού στρατού, και τους άλλους υπουργούς.[41] Η τελική κατάληξη των διαβουλεύσεων της αυστριακής κυβέρνησης τις εβδομάδες που ακολούθησαν τη δολοφονία του Αρχιδούκα ήταν να δοθεί στη Σερβία ένα τελεσίγραφο αναλυτικών απαιτήσεων, με τις οποίες ήταν σχεδόν βέβαιο ότι η Σερβία δεν θα μπορούσε ή δεν θα ήθελε να συμμορφωθεί, χρησιμεύοντας έτσι ως «νομική βάση για πόλεμο".
Μια εβδομάδα μετά την παράδοση του αυστριακού τελεσίγραφου στη Σερβία, στις 28 Ιουλίου, κηρύχθηκε ο πόλεμος. Μέσα σε λίγες εβδομάδες οι Γερμανοί, οι Ρώσοι, οι Γάλλοι και οι Βρετανοί είχαν μπει όλοι στη σύγκρουση που τελικά έγινε γνωστή ως Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Στις 6 Αυγούστου ο Φραγκίσκος Ιωσήφ υπέγραψε την κήρυξη πολέμου και κατά της Ρωσίας.
Στην Αυλή γενική ήταν η αίσθηση ότι ο Αυτοκράτορας έπρεπε να παντρευτεί και να αποκτήσει κληρονόμους το συντομότερο δυνατό. Εξετάστηκαν διάφορες πιθανές Καθολικές νύφες, όπως η Ελισάβετ της Μόντενα, η Άννα της Πρωσίας και η Σιδωνία της Σαξονίας.[42] Αν και στη δημόσια ζωή ο Φραγκίσκος Ιωσήφ ήταν αδιαμφισβήτητος ηγέτης, στην ιδιωτική του ζωή εξακολουθούσε να ασκεί κρίσιμη επιρροή η μητέρα του. Η Σοφία ήθελε να ενισχύσει τη σχέση μεταξύ των Οίκων των Αψβούργων και του Βίττελσμπαχ -από τον οποίο καταγόταν η ίδια- και ήλπιζε να παντρέψει τον Φραγκίσκο Ιωσήφ με τη μεγαλύτερη κόρη της αδερφής της Λουδοβίκας, Ελένη (γνωστής στην οικογένεια ως Νενέ), που ήταν τέσσερα χρόνια νεότερη από τον Αυτοκράτορα.
Ωστόσο, ο Φραγκίσκος Ιωσήφ ερωτεύτηκε βαθιά τη μικρότερη αδερφή της Ελένης, Ελισάβετ (γνωστή στην οικογένεια ως Σίσσυ), ένα όμορφο κορίτσι δεκαπέντε ετών, και επέμεινε να παντρευτεί εκείνη αντί για την αδερφή της. Η Σοφία συμφώνησε, παρά τις αμφιβολίες της για την καταλληλόλητα της Ελισάβετ ως αυτοκρατορικής συζύγου, και το νεαρό ζευγάρι παντρεύτηκε στις 24 Απριλίου 1854 στην Εκκλησία του Αγίου Αυγουστίνου, στη Βιέννη.[43]
Ο γάμος τους θα αποδεικνυόταν τελικά δυστυχισμένος. Αν και ο Φραγκίσκος Ιωσήφ ήταν ερωτευμένος με πάθος με τη γυναίκα του, το συναίσθημα δεν ήταν αμοιβαίο. Η Ελισάβετ ποτέ δεν εγκλιματίστηκε πραγματικά στη ζωή της Αυλής και ήταν συχνά σε σύγκρουση με την αυτοκρατορική οικογένεια, ειδικά για την ανατροφή των παιδιών της. Η πρώτη τους κόρη, Σοφία, πέθανε βρέφος και ο μοναχογιός τους, Ροδόλφος, αυτοκτόνησε το 1889 στο περιβόητο περιστατικό Μάιερλινγκ.[35]. Απέκτησε δύο ακόμη παιδιά: την Γκίζελα, που παντρεύτηκε τον Λεοπόλδο της Βαυαρίας, και τη Μαρία Βαλέρια, που παντρεύτηκε τον Φραγκίσκο Σαλβάτορ της Αυστρίας, Πρίγκιπα της Τοσκάνης.
Το 1885 ο Φραγκίσκος Ιωσήφ γνώρισε την Καταρίνα Σρατ, κορυφαία ηθοποιό της βιεννέζικης σκηνής, που έγινε φίλη και έμπιστή του. Αυτή η σχέση κράτησε το υπόλοιπο της ζωής του και ήταν -σε κάποιο βαθμό- ανεκτή από την Ελισάβετ. Ο Φραγκίσκος Ιωσήφ της έχτισε τη Βίλλα Σρατ στο Μπαντ Ισλ και της εξασφάλισε επίσης ένα μικρό παλάτι στη Βιέννη.[44] Αν και η σχέση τους διήρκεσε τριάντα τέσσερα χρόνια, θεωρείται ότι παρέμεινε πλατωνική.[45]
Η Αυτοκράτειρα ήταν μανιώδης ταξιδιώτισσα, ιππέας και λάτρης της μόδας που σπάνια βρισκόταν στη Βιέννη. Η Ελισάβετ είχε εμμονή να διατηρεί την ομορφιά της, να κάνει πολλή και έντονη άσκηση, με αποτέλεσμα να υποφέρει από κακή υγεία. Μαχαιρώθηκε μέχρι θανάτου από έναν Ιταλό αναρχικό το 1898, ενώ βρισκόταν σε επίσκεψη στη Γενεύη. Λίγες μέρες μετά την κηδεία ο Ροβέρτος της Πάρμα έγραψε σε μια επιστολή προς τον φίλο του, Τίρσο ντε Ολαζάμπαλ «Ήταν θλιβερό να κοιτάζω τον Αυτοκράτορα, έδειξε πολλή ενέργεια στον τεράστιο πόνο του, αλλά μερικές φορές μπορούσε κανείς να δει τα πάντα, την απεραντοσύνη της θλίψης του.»[46] Ο Φραγκίσκος Ιωσήφ δεν συνήλθε ποτέ πλήρως από την απώλεια. Σύμφωνα με τη μελλοντική αυτοκράτειρα Ζίτα, είπε στους συγγενείς του: «Δεν θα μάθετε ποτέ πόσο σημαντική ήταν για μένα» ή, σύμφωνα με ορισμένες πηγές, «Ποτέ δεν θα μάθετε πόσο αγαπούσα αυτή τη γυναίκα».[47]
Ο αρχιδούκας Φραγκίσκος Φερδινάνδος έγινε διάδοχος (Thronfolger) του θρόνου της Αυστροουγγαρίας το 1896, μετά τον θάνατο του ξαδέλφου του Ροδόλφου (το 1889) και του πατέρα του Κάρολου Λουδοβίκου (το 1896). Η σχέση μεταξύ αυτού και του Φραγκίσκου Ιωσήφ ήταν πάντα αρκετά αμφιλεγόμενη και επιδεινώθηκε ακόμη περισσότερο όταν ο Φραγκίσκος Φερδινάνδος ανακοίνωσε την επιθυμία του να παντρευτεί την κόμισσα Σοφία Τσότεκ. Ο Αυτοκράτορας επ' ουδενί θα έδινε την ευλογία του για αυτή την ένωση, καθώς η Σοφία ήταν απλώς ευγενής και όχι δυναστικής τάξης.
Αν και ο Αυτοκράτορας έλαβε επιστολές από μέλη της αυτοκρατορικής οικογένειας καθ' όλη τη διάρκεια του φθινοπώρου και του χειμώνα του 1899 που τον παρακαλούσαν να υποχωρήσει, παρέμεινε ανένδοτος.[48] Τελικά, έδωσε τη συγκατάθεσή του το 1900. Ωστόσο, ο γάμος θα ήταν μοργανατικός και τα παιδιά τους δεν θα μπορούσαν να τον διαδεχθούν στον θρόνο.[49] Το ζευγάρι παντρεύτηκε την 1η Ιουλίου 1900 στο Ράιχστατ. Ο Αυτοκράτορας δεν παρευρέθηκε στον γάμο, όπως και κανένας από τους αρχιδούκες. Μετά από αυτό οι δύο άνδρες αντιπαθούσαν και δεν εμπιστεύονταν ο ένας τον άλλο.[44]Έδωσε στη Σοφία τον τίτλο της δούκισσας του Χόενμπεργκ.
Μετά τη δολοφονία του Φραγκίσκου Φερδινάνδου και της Σοφίας στο Σαράγεβο το 1914, η μικρότερη κόρη του Φραγκίσκου Ιωσήφ, Mαρία Βαλέρια, σημείωσε ότι ο πατέρας της εξέφρασε τη μεγαλύτερη εμπιστοσύνη του στον νέο διάδοχο, τον ανιψιό του, αρχιδούκα Κάρολο. Ο Αυτοκράτορας παραδέχτηκε στην κόρη του, σχετικά με τη δολοφονία: «Για μένα είναι μια ανακούφιση από μια μεγάλη ανησυχία».[50]
Ο Φραγκίσκος Ιωσήφ πέθανε στα Ανάκτορα Σενμπρούν το βράδυ της 21ης Νοεμβρίου 1916, σε ηλικία 86 ετών. Ο θάνατός του ήταν αποτέλεσμα εμφάνισης πνευμονίας του δεξιού πνεύμονα αρκετές ημέρες μετά από κρυολόγημα ενώ περπατούσε στο Πάρκο του Σενμπρούν με τον Βασιλιά της Βαυαρίας.[51]Ετάφη στην Αυτοκρατορική Κρύπτη της Βιέννης.
Τον διαδέχθηκε ο μικρανεψιός του, Κάρολος της Αυστρίας, που βασίλεψε μέχρι την κατάρρευση της αυτοκρατορίας μετά την ήττα της στο τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου δύο χρόνια αργότερα (1918).[52]
Παντρεύτηκε την εξαδέλφη του, Ελισάβετ της Βαυαρίας, και απέκτησαν τέσσερα παιδιά:
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.