Σάμος
νησί της Ελλάδας στο ανατολικό Αιγαίο From Wikipedia, the free encyclopedia
νησί της Ελλάδας στο ανατολικό Αιγαίο From Wikipedia, the free encyclopedia
Η Σάμος είναι ελληνικό νησί του ανατολικού Αιγαίου πελάγους (περί το μέσον αυτού) και ανατολικά του Ικαρίου πελάγους και ανήκει στον ομώνυμο νομό. Σύμφωνα με την απογραφή του 2021 έχει 32.642 κατοίκους[1]. Το νησί είναι σήμερα γνωστό για το γλυκό μοσχάτο κρασί του «Νέκταρ», την οργιώδη βλάστηση και τα τουριστικά αξιοθέατά του, αλλά και για τις προσωπικότητες που ανέδειξε στην αρχαία ελληνική ιστορία, όπως τον Πυθαγόρα, τον φιλόσοφο Επίκουρο, τον αστρονόμο Αρίσταρχο τον Σάμιο που φέρεται να σχεδίασε τον πρώτο ηλιοκεντρικό χάρτη και άλλους. Επίσης στη Σάμο παρήχθησαν τα πρώτα χάλκινα αγάλματα, ενώ το 550 π.Χ. ήταν ξακουστά και τα αγγεία της Σάμου. Το Ηραίο έχει ανακηρυχθεί Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO.
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Η παραλία Μεγάλο Σεϊτάνι στη δυτική πλευρά της Σάμου | |
Γεωγραφία | |
---|---|
Αρχιπέλαγος | Αιγαίο Πέλαγος |
Έκταση | 480 km² |
Υψόμετρο | 1.433 μ |
Υψηλότερη κορυφή | Κέρκης |
Χώρα | |
Περιφέρεια Βορείου Αιγαίου | Βορείου Αιγαίου |
Νομός Σάμου | Σάμου |
Δημογραφικά | |
Πληθυσμός | 32.642[1] (απογραφής 2021) |
Πυκνότητα | 68 /χλμ2 |
Εθνικότητες | Ελληνική |
Πρόσθετες πληροφορίες | |
Ιστοσελίδα | www.samos.gr |
Σχετικά πολυμέσα |
Η Σάμος απέχει 10 μίλια από την Ικαρία, ενώ από τη μικρασιατική ακτή χωρίζεται με δίαυλο πλάτους μόλις 1300 μέτρων (=επτά σταδίων). Το μέγιστο μήκος της νήσου από Δ. προς Α. είναι 26 μίλια και το μέγιστο πλάτος της από Β. προς Ν. είναι 11 μίλια ενώ το μέγιστο υψόμετρο είναι 1443 μ. (κορυφή του όρους Κερκετεύς). Η δε περίμετρος της ακτογραμμής της φθάνει τα 86 ναυτικά μίλια και η συνολική της επιφάνεια τα 477 τετρ. χλμ. Είναι γενέτειρα του μεγάλου μαθηματικού της αρχαιότητας Πυθαγόρα, του αστρονόμου και μαθηματικού Αρίσταρχου του Σάμιου, του φιλόσοφου Επίκουρου και κατά πολλούς του Αισώπου.
Το νησί γνωρίζει μεγάλη τουριστική κίνηση τη θερινή περίοδο. Από όλα τα νησιά της Ελλάδας είναι εκείνο που βρίσκεται κοντινότερα στην Τουρκία, από την οποία τη χωρίζει το Στενό της Μυκάλης (ή ο επταστάδιος πορθμός, στην αρχαιότητα), που στο ύψος του Ποσειδωνίου έχει πλάτος γύρω στα 750 μέτρα (ελληνικά χωρικά ύδατα). Η Σάμος είναι από τα ομορφότερα και πιο πράσινα νησιά της Ελλάδας. Εκτός από τις κορυφές του όρους Κερκετεύς όλο το υπόλοιπο νησί καλύπτεται από οργιαστική βλάστηση. Πυκνά δάση, ελιές, αμπέλια και οπωροφόρα καλύπτουν σχεδόν όλη την έκτασή της από τα υψώματα των βουνών μέχρι τις ακτές.
Το νησί, που έχει πληθυσμό 32.642 κατοίκους (απογραφή 2021) έχει πρωτεύουσα τη Σάμο ή Κάτω Βαθύ, με 5.951 κατοίκους, ενώ συμπρωτεύουσα είναι το Καρλόβασι με 7.363. Άλλοι σημαντικοί οικισμοί είναι το Βαθύ (3.767 κ.), η παλιά πρωτεύουσα του νησιού Χώρα (1.408 κ.), το Πυθαγόρειο (1.538 κ.), οι Μυτιληνιοί (1.870 κ.), ο Μαραθόκαμπος (1.690 κ.), τα Κοντακαίικα (1.076 κ.) και το Κοκκάρι (933 κάτοικοι). Ο πληθυσμός του πολεοδομικού συγκροτήματος της πρωτεύουσας (Σάμος - Βαθύ) ξεπερνά τις 9.000 κατοίκους.
Στη Σάμο βρίσκεται το Ευπαλίνειο όρυγμα, υπόγειο υδραγωγείο και σημαντικό τεχνικό έργο της αρχαιότητας, που περιγράφηκε από τον Ηρόδοτο. Η σήραγγα μήκους 1.036 μέτρων ανοίχτηκε ταυτόχρονα από τις δύο πλευρές του βουνού και οι δυο σήραγγες συναντήθηκαν περίπου στο μέσον, με ακρίβεια αξιοθαύμαστη για τα τεχνικά μέσα της εποχής. Άλλο σημαντικό αξιοθέατο της Σάμου είναι το Ηραίον. Στα αρχαία χρόνια ο ναός της Ήρας, το Ηραίον, ήταν ο μεγαλύτερος στην Ελλάδα σύμφωνα με τον Ηρόδοτο. Τα ερείπια του ναού βρίσκονται κοντά στο σύγχρονο Ηραίον, το οποίο είναι ένας παραθαλάσσιος τουριστικός οικισμός.
Στις αρχαίες πηγές η Σάμος εμφανίζεται με πολλά ονόματα: Υδρήλη, λόγω των πηγών της, Μελάμφυλλος, Μελάνθεμος, Φυλλίς και Ανθεμίς[2], για την πλούσια και ξεχωριστή χλωρίδα της, που τη χαρακτηρίζει μέχρι σήμερα, και Δόρυσσα, Δρυούσα και Κυπαρισσία για τα δέντρα της, που αποτέλεσαν την πρώτη ύλη για την ανάπτυξη της ναυπηγικής τέχνης. Πιθανότατα τα περισσότερα από αυτά τα ονόματα ήταν απλώς επίθετα, αφού παράλληλα το όνομα Σάμος εμφανίζεται σταθερά στις αρχαίες πηγές και μάλλον προέρχεται από μια αρχαία ρίζα (sama), που σημαίνει τόπο με ψηλά βουνά. Στις πηγές συναντάται και μία μεταγενέστερη παρετυμολογική αιτιολογική παράδοση, που ερμηνεύει το όνομα από τον Σάμο, γιο του Αγκαίου, του πρώτου μυθικού οικιστή του νησιού.
Κατά την ιστορική παράδοση, το νησί κατοίκησαν διαδοχικά Φοίνικες, Πελασγοί, Κάρες και Λέλεγες. Σύμφωνα με τη μυθολογία, το νησί κατοίκησε πρώτος ο Αγκαίος από την Αρκαδία, ο οποίος είχε μάλιστα πάρει μέρος και στην Αργοναυτική εκστρατεία. Ο μύθος αυτός πιθανότατα υποδηλώνει τη μετακίνηση προς τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου (άρα και προς τη Σάμο) πληθυσμών από την κυρίως Ελλάδα, στα τέλη της δεύτερης χιλιετίας π.Χ. Σύμφωνα με την παράδοση αυτή, οι πρώτοι άποικοι του νησιού ήταν Ίωνες από την περιοχή της Επιδαύρου, με επικεφαλής τον Τεμβρίωνα και κατόπιν τον Προκλή, φέρνοντας μαζί τους και τη λατρεία της θεάς Ήρας.
Από τα ανασκαφικά δεδομένα είναι γνωστό ότι στον χώρο του Ηραίου, στη νοτιοανατολική πλευρά του νησιού, υπάρχουν εγκαταστάσεις και αλλεπάλληλες φάσεις κατοίκησης ήδη από την Πρωτοελλαδική περίοδο, στα μέσα της τρίτης χιλιετίας π.Χ., έως και τα τελευταία Υστεροελλαδικά χρόνια. Παρά το ότι η προϊστορική Σάμος δεν έχει ακόμη επαρκώς μελετηθεί, η ανθρώπινη παρουσία στο νησί μπορεί να τοποθετηθεί ήδη κατά τη Νεολιθική περίοδο, ενώ περιορισμένη άνθηση φαίνεται να υπάρχει κατά την Ύστερη Εποχή του Χαλκού. Έτσι, η λατρεία της Ήρας διαδέχεται εκείνη της προϊστορικής Μητέρας Θεάς, που υπήρχε ήδη από τα μέσα της δεύτερης προχριστιανικής χιλιετίας.
Η Σάμος έγινε ένα από τα 12 μέλη του Κοινού των Ιώνων ή της Ιωνικής Δωδεκάπολης. Γύρω στο 650 π.Χ. ήταν ένα από τα σημαντικότερα εμπορικά κέντρα στο Αιγαίο -τη βοηθούσε και η θέση της. Το νησί ήταν γνωστό από την αρχαιότητα για τα κρασιά του αλλά και τα κεραμεικά του, που τα εξήγαγε, ενώ εισήγαγε υφάσματα από το εσωτερικό της Μικράς Ασίας και γενικά ανέπτυσσε έντονο διαμετακομιστικό εμπόριο. Οι Σάμιοι άνοιξαν εμπορικές οδούς με την Αίγυπτο, την Κυρήνη, την Κόρινθο αλλά και με τη Μαύρη Θάλασσα. Το εμπόριο έφερε και τη ρήξη με την εμπορική αντίπαλο Μίλητο.
Χάρη στη συμμαχία τους με την Αίγυπτο αλλά και το δικό τους σημαντικό στόλο, οι Σάμιοι αντιστάθηκαν επί πολύ στον περσικό επεκτατισμό. Σύμφωνα με μια εκδοχή, ήταν οι πρώτοι Έλληνες που έφτασαν στα στενά του Γιβραλτάρ. Το 535 η ολιγαρχία καταλύθηκε από τον Πολυκράτη που επέβαλε τυραννίδα μαζί με τα αδέλφια του, ένα από τα οποία στη συνέχεια σκότωσε και το άλλο το εξόρισε. Εντούτοις επί Πολυκράτη η Σάμος έφτασε στην ακμή της, παρότι ο στόλος της συνέχιζε να λειτουργεί και με πειρατικά κριτήρια, τα οποία την εποχή εκείνη θεωρούνταν περισσότερο πολεμικές επιχειρήσεις παρά κοινές ληστρικές.
Όταν ο Πολυκράτης εκτελέστηκε από έναν σατράπη των Περσών που τον παρέσυρε σε παγίδα, το νησί κατακτήθηκε από την Περσία και ο πολιτισμός του σχεδόν αφανίστηκε και γι' αυτό συμμετείχε στην Ιωνική επανάσταση το 499 π.Χ. Εντούτοις ο ανταγωνισμός των Σαμίων προς τους Μιλησίους τους οδήγησε σε σχεδόν προδοτική συμπεριφορά στην αποφασιστική ναυμαχία του 494 π.Χ. στη Λάδη. Το 479 π.Χ. πάντως οι Σάμιοι ηγήθηκαν της επανάστασης εναντίον της Περσίας.
Σε αυτή τη διαμάχη ανάμεσα στην Πελοποννησιακή Συμμαχία και την Αθηναϊκή, οι Σάμιοι τάχθηκαν με την Αθήνα. Όταν όμως οι Αθηναίοι υποστήριξαν σε μια διαμάχη τη Μίλητο, οι Σάμιοι αποχώρησαν από την αθηναϊκή συμμαχία. Τελικά αναγκάστηκαν να επανέλθουν με τη βία, χωρίς όμως να τιμωρηθούν τόσο σκληρά όσο άλλες πόλεις και νησιά που αποστάτησαν τότε. Γενικά η Σάμος είχε θέση ισοτιμίας με την Αθήνα σε σύγκριση με άλλες πόλεις και όταν οι Πεισιστρατίδες καταδίωκαν τους δημοκρατικούς της Αθήνας, εκείνοι μετέφεραν την έδρα του δημοκρατικού κόμματος στη Σάμο. Το νησί σταδιακά έγινε δημοκρατικό κι αυτό, αλλά όταν η Αθήνα ηττήθηκε με το τέλος του Πελοποννησιακού Πολέμου, ο ναύαρχος και ηγέτης των Σπαρτιατών, επέβαλε στη Σάμο την ολιγαρχία.
Με την Ανταλκίδειο ειρήνη το νησί ξαναπέρασε στην περσική κυριαρχία και οι Αθηναίοι μπόρεσαν να το αποσπάσουν από αυτήν το 366 π.Χ.
Τα κέρματα της αρχαίας Σάμου είχαν ως χαρακτηριστικό την κεφαλή του λιονταριού.
Στο διάστημα 275-270 π.Χ. το νησί αποτέλεσε βάση του Αιγυπτιακού στόλου του Πτολεμαίου. Στη συνέχεια βρέθηκε κάτω από την εξουσία των Σελευκιδών. Το 189 π.Χ. οι Ρωμαίοι παραχώρησαν το νησί στο φιλικό προς αυτούς Βασίλειο της Περγάμου. Στα τέλη των Μιθριδατικών πολέμων το νησί αντιμετώπισε επιδρομές πειρατών. Παρόλα αυτά η Σάμος παρέμεινε ανθηρή και ακμάζουσα πόλη κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο.
Η Βυζαντινή αυτοκρατορία μεταλλάσσει δραστικά το νησί με το έντονο χριστιανικό στοιχείο του οποίου υπάρχει πλούσια κληρονομιά έως σήμερα.[4] Από τον 4ο αιώνα υπάρχουν ήδη επίσκοποι ενώ κατά τον 7ο αιώνα, η Σάμος οργανώνεται στο βυζαντινό ομώνυμο Θέμα. Μεγάλη άνθηση την περίοδο αυτή έχει ο μοναχισμός στην περιοχή του Κέρκη. Από τον 13ο αιώνα πέρασε στον έλεγχο των Γενοβέζων.
Η Σάμος κατά τη διάρκεια των αιώνων που ακολούθησαν την πτώση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας έχασε τον πληθυσμό της και για μία μεγάλη περίοδο παρέμεινε σχετικά έρημη. Οικίσεις διατηρήθηκαν στις ορεινές περιοχές του Κέρκη και της Αμπέλου. Κατά τη διάρκεια της εποχής τη «ερήμωσης» στη Σάμο λειτούργησαν ναυπηγεία του τουρκικού στόλου. Το νησί ξανακατοικήθηκε από τον 16ο αιώνα χάρη σε ένα οθωμανικό πρόγραμμα εποικισμού το οποίο έφερε κατοίκους από γειτονικά νησιά και από τη Μικρά Ασία. Συγκεκριμένα, με την άδεια του Σουλτάνου Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς, μετά το 1550 οι Τούρκοι αποφασίζουν τον εποικισμό του νησιού. Με πρωτοβουλία του ναυάρχου Κιλίτζ Αλή και με τη βοήθεια του Πάτμιου Νικολάου Σαρακίνη ξεκινά μια νέα περίοδος.[4] Η παροχή προνομίων και η απαγόρευση εγκατάστασης μουσουλμάνων στο νησί δημιουργεί ελκυστικό κλίμα για την επιστροφή μεγάλου μέρους του πληθυσμού (Σάμιοι που είχαν φύγει και άλλοι Έλληνες από διάφορες περιοχές της Ελλάδας, ενδεικτικά Εύβοια, Πήλιο, Ήπειρος). Τότε δημιουργήθηκαν σταδιακά οι περισσότεροι από τους σημερινούς οικισμούς. Κατά τον 18ο αιώνα, ένα εκτεταμένο δίκτυο χωριών απλωνόταν σε όλη την έκταση του νησιού. Πρωτεύουσα ήταν η Χώρα και το κυριότερο λιμάνι ήταν το Τηγάνι (σημερινό Πυθαγόρειο). Σταδιακά άρχισαν να αναπτύσσονται το Βαθύ και Καρλόβασι που έναν αιώνα αργότερα επρόκειτο να μετασχηματιστούν σε αστικά κέντρα.
Ένα σημαντικό ιστορικό γεγονός διαδραματίστηκε στη Σάμο προς το τέλος της περιόδου της Τουρκοκρατίας και πριν την Έναρξη της Επανάστασης του 1821. Το Κοινωνικό Κίνημα των «Καρμανιόλων».[5]
Καρμανιόλοι, ονομάζονταν τα μέλη ενός λαϊκού επαναστατικού κινήματος που εκδηλώθηκε στη Σάμο λίγο πριν και κατά τη διάρκεια της Επανάστασης του 1821.
Οι Καρμανιόλοι ήλθαν σε αντιπαράθεση με τους «Καλικαντζάρους», δηλ. τους προεστούς της Σάμου οι οποίοι είχαν συμμαχήσει με την τουρκική εξουσία. Λόγω της απουσίας Τούρκων γαιοκτημόνων και γενικά λόγω της ασθενούς παρουσίας Τούρκων στη Σάμο, η Σαμιακή Επανάσταση απέκτησε έναν ιδιαίτερο ελληνικό κοινωνικό και ταυτόχρονα εθνικό χαρακτήρα. Κατά μία εκτίμηση, η Επανάσταση της Σάμου συνιστά ένα επιτυχημένο υπόδειγμα επαναστατικής διαδικασίας και ολοκληρωμένης έκφρασης του ελληνικού Διαφωτισμού, όπου τα δάνεια από τη Γαλλική Επανάσταση εντάσσονται οργανικά στον ιδεολογικό καμβά του ελληνικού κόσμου.[6]
Το όνομα «Καρμανιόλοι», ήταν ήδη σε χρήση στα Επτάνησα και μάλλον το έφεραν στη Σάμο Επτανήσιοι έμποροι και ναυτικοί, οι οποίοι προς το τέλος του 18ου αιώνα σχηματίζουν αξιόλογη παροικία στη Σάμο. Σύμφωνα με τις πηγές αυτό που έδωσε το όνομα «Καρμανιόλοι» στη ριζοσπαστική αυτή ο ομάδα, ήταν «ο χορός της καρμανιόλας», τον οποίο χόρευαν και οι εξεγερμένοι Γάλλοι κατά τη λεγόμενη περίοδο της «τρομοκρατίας». Κάποιοι Σαμιώτες ναυτικοί, συνεπαρμένοι από την ιδέα της επανάστασης τον δίδαξαν στη φτωχολογιά του νησιού και από τότε έγινε σύμβολο της ρήξης των περισσότερων κατοίκων του νησιού με τους παραδοσιακούς δημογέροντες.
Οι Καρμανιόλοι διεκδίκησαν την τοπική κοινοτική ηγεσία, την πήραν το 1805 και την κράτησαν μέχρι το 1812. Οι παλαιοί πρόκριτοι, που ονομάζονταν σκωπτικά «Καλικάντζαροι» θα αντιδράσουν λυσσαλέα για να πετύχουν την εμπλοκή του Οθωμανικού παράγοντα. Οι Οθωμανοί αξιωματούχοι, αν και αρχικά κινήθηκαν εναντίον του κινήματος, αποτραβήχτηκαν γρήγορα. Κατανόησαν μάλλον ότι σκοπός του κινήματος δεν ήταν η ανατροπή της επικυριαρχίας τους, αλλά η αλλαγή των εσωτερικών συσχετισμών του «κοινού». Το τίμημα που καταβλήθηκε από τους Καρμανιόλους ήταν η φυλάκιση και εξορία του ηγέτη τους Λυκούργου Λογοθέτη με χαλκευμένες κατηγορίες και η κατατρομοκράτηση του πληθυσμού από τουρκικά στίφη, πριν ακόμα αποφασίσει ο Οθωμανικός παράγοντας να απεμπλακεί από την εσωτερική διένεξη. [5][7][8][9]
Η Σάμος κήρυξε την επανάσταση το βράδυ της 17 (Κυριακή του Θωμά) προς 18 Απριλίου 1821[10] με τον οπλαρχηγό Κωνσταντή Λαχανά. Αυτός, έχοντας μαζί του τον Γρηγόριο Σβορώνο, ανιψιό του υποπρόξενου της Ρωσίας, ήλθε με άλλους ενόπλους στο Βαθύ όπου επιτέθηκαν και σκότωσαν τους 18 Οθωμανούς που βρίσκονταν εκεί. Την επομένη, 18 Απριλίου, κήρυξε την επανάσταση στο Βαθύ. Μετά από εκκλησιαστική τελετή και με πανηγυρικές εκδηλώσεις υψώθηκε η σημαία της επανάστασης που έφερε ως σύμβολο τη γλαύκα και τις λέξεις «Ελευθερία ή θάνατος».[11]
Στη συνέχεια τη διοίκηση της επανάστασης στο νησί ανέλαβε ο Λυκούργος Λογοθέτης. Κατά τη διάρκεια της επανάστασης του 1821 η Σάμος διατήρησε τοπική διοίκηση που έφερε την ονομασία Στρατοπολιτικόν Σύστημα Σάμου. Το νησί προστατεύτηκε επιτυχώς από τον ελληνικό στόλο μετά τις νίκες του στη Ναυμαχία της Σάμου και τη Ναυμαχία του Γέροντα. Αν και δεν καταλήφθηκε από τον τουρκικό στόλο δεν εντάχθηκε στο νεοσύστατο Βασίλειο της Ελλάδας. Η Σάμος έγινε αυτόνομη με την ονομασία Ηγεμονία της Σάμου.
Το 1835 εγκαθιδρύθηκε το ειδικό καθεστώς αυτονομίας του νησιού με το όνομα Ηγεμονία της Σάμου. Οι Σαμιώτες διατηρούσαν την υποχρέωση να καταβάλλουν ετήσιο φόρο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία που ανερχόταν σε 2.700 λίρες. Ο ηγεμόνας διοριζόταν από τον Σουλτάνο και έφερε τον τίτλο του πρίγκηπα. Ήταν Χριστιανός Ορθόδοξος και ανώτερο στέλεχος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα της Ηγεμονίας υπήρξε αρχικά η Χώρα και στη συνέχεια η πρωτεύουσα μεταφέρθηκε στο Βαθύ.
Η Σάμος ενσωματώθηκε στην Ελλάδα της 11 Νοεμβρίου του 1912[12][13].
Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922 εγκαθίστανται στο νησί πολλές οικογένειες Μικρασιατών από τα απέναντι παράλια (από περιοχές όπως τα Σώκια, τα Δωμάτια, το Κελεμπέσι, το Τσαγκλί). Ο συνολικός αριθμός προσφύγων που πέρασε στη Σάμο μέχρι το τέλος του 1922 (σε τρεις μήνες δηλαδή) ήταν 30.000. Σε υπόμνημα της επιτροπής προσφύγων τον Φεβρουάριο του 1924 προς το αρμόδιο υπουργείο αναφέρεται ότι τον Αύγουστο του 1923 οι πρόσφυγες στη Σάμο ήταν 23.000 ενώ το 1924 είχαν απομείνει 15.270. Ο αριθμός αυτών των ανθρώπων αντιστοιχεί σε 3.700 οικογένειες εκ των οποίων οι 1880 επιθυμούσαν να μείνουν στη Σάμο. Στην πλειοψηφία τους οι Μικρασιάτες ήταν αστοί επαγγελματίες που ασχολούνταν με τον καπνό. Οι τόποι όπου εγκαταστάθηκαν μόνιμα ήταν το Παλιόκαστρο, το Τηγάνι (Πυθαγόρειο), το Βαθύ και το Καρλόβασι.[14].
Στη διάρκεια της Μεταξικής Δικτατορίας το νησί επισκέφθηκε ο Γεώργιος Β΄ της Ελλάδας (Μάρτιος 1937)[15]. Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου το νησί γνώρισε αρχικά Ιταλική κατοχή. Στο διάστημα αυτό αναπτύχθηκε ισχυρό κίνημα Εθνικής Αντίστασης. Μετά τη συνθηκολόγηση των Ιταλών η Σάμος έμεινε για δύο μήνες ελεύθερη και την εξουσία ανέλαβαν οι αντάρτες. Τον Νοέμβριο του 1943 οι Γερμανοί προχώρησαν σε σφοδρούς βομβαρδισμούς. Το νησί πέρασε κάτω από γερμανική διοίκηση μέχρι την απελευθέρωση της Ελλάδας.
Οι λάτρεις τις πεζοπορίας θα βρουν στη Σάμο 32 σηματοδοτημένες πεζοπορικές διαδρομές 240 χιλιομέτρων περίπου, από τη μια άκρη του νησιού στην άλλη, που συνδέουν χωριά μεταξύ τους, οδηγούν σε ερημικές παραλίες, ψηλές κορφές, πυκνά δάση, ξωκλήσια, ερείπια της αρχαιότητας.
Και πάλι από το Ποτάμι μπορεί κανείς να ξεκινήσει για να επισκεφτεί τους καταρράκτες. Οι καταρράκτες είναι νερό του ποταμιού που πέφτει από ψηλά και σχηματίζει μια μικρή λιμνούλα. Εκεί το καλοκαίρι μαζεύονται εκατοντάδες ντόπιοι και ξένοι και θαυμάζουν την άγρια ομορφιά, χωρίς βέβαια να παραλείπουν να δροσιστούν κάτω από τα νερά που πέφτουν με ορμή. Επίσης πολλά αξιοθέατα έχουν χαρακτηριστεί μνημεία της UNESCO. Σημαντικά αξιοθέατα του νησιού είναι τα εξής:
Μυθολογία, ιστορία και το χαρακτηριστικό τοπωνύμιο Άμπελος για τον έναν από τους δύο ορεινούς όγκους που δεσπόζουν στο νησί, αποτελούν στοιχεία απεικόνισης του αμπελώνα της Σάμου. Το σαμιώτικο κρασί που παράγεται από καλλιέργεια σε ορεινές και ημιορεινές αναβαθμίδες έχει υψηλή αναγνωρισιμότητα σε όλο τον κόσμο και έχει ταυτίσει απόλυτα το όνομά του με τη γεωγραφική του προέλευση, όπως ακριβώς συμβαίνει και με τους πιο εκλεκτούς διεθνείς αμπελώνες.
Η ιστορία του Σαμιώτικου κρασιού ανάγεται στην πρώιμη αρχαιότητα όταν η ιστορική καταγραφή περιλαμβάνει και στοιχεία μυθολογίας. Θρυλείται πως ο ίδιος ο θεός Διόνυσος δίδαξε στους Σαμιώτες την καλλιέργεια της αμπέλου αλλά και τον τρόπο οινοποίησης, ως ανταπόδοση στη βοήθεια που του παρείχαν για να κατατροπώσει τις Αμαζόνες. Η παράδοση αναφέρει πως ο πρώτος που δίδαξε την καλλιέργεια της αμπέλου στους κατοίκους του νησιού ήταν ο ήρωας της Αργοναυτικής Εκστρατείας Αγκαίος. Ιστορικές αναφορές κατά την αρχαιότητα για τα κρασιά της Σάμου συναντάμε στον Ιπποκράτη, τον Γαληνό, τον Θεόφραστο ενώ οι διήρεις Σάμαινες αποδεδειγμένα μεταφέρουν με σαμιακούς αμφορείς κρασί από τη Σάμο σε διάφορα λιμάνια του τότε υπαρκτού κόσμου.
Κατά τη Βυζαντινή εποχή καταγράφονται επίσης αναφορές στους σαμιακούς οίνους μεταξύ των οποίων και περιγραφές του ταξιδιώτη κληρικού Βίλλιμπαλντ που σταθμεύει στη Σάμο το 741 μ.Χ. κατά το ταξίδι του προς Ιερουσαλήμ.
Η τύχη της αμπελοκαλλιέργειας ακολουθεί την ταραχώδη ιστορία του νησιού και έτσι συχνά διακόπτεται από επιδρομές και κατακτητές, με αποκορύφωμα τη σχεδόν πλήρη ερήμωση του τόπου κατά τον 15ο αιώνα, που είχε ως αποτέλεσμα και την εγκατάλειψη των αμπελώνων. Όταν ένα αιώνα αργότερα επαναποικίζεται η Σάμος, έρχονται στο νησί και νέες ποικιλίες. Σύμφωνα αυτή την εκδοχή, τότε ξεκινά και η ιστορία των μοσχάτων οίνων του νησιού.
Κατά την Οθωμανική κατοχή και μετά το 1562, οι Ευρωπαϊκές δυνάμεις αρχίζουν να ενδιαφέρονται εμπορικά για το κρασί και ιδρύουν προξενεία στη Σάμο.
Το 1700, ο Γάλλος περιηγητής Τουρνεφόρ (Tournefort) και το 1787, ο Γερμανός Φρίσεμαν καταγράφουν παραγωγή μοσχάτου που υπολογίζεται σε 3.000 βαρέλες.
Ο Γάλλος βοτανολόγος και περιηγητής J. Pitton de Tournefort, ο οποίος ανέφερε το 1700 πληροφορίες για την ποιότητα και την ποσότητα του σαμιακού κρασιού.
Από τα τέλη του 19ου αιώνα η Σάμος τροφοδοτεί με επώνυμα πλέον κρασιά τις αγορές της Ανατολής και της Δύσης, η δε Καθολική Εκκλησία παραχωρεί στη Σάμο το προνόμιο της παρασκευής οίνου με πιστοποιητικό της Καθολικής Αποστολής. Ο εκκλησιαστικός οίνος χρησιμοποιείται και από την Ορθόδοξη Εκκλησία για την παρασκευή της θείας ευχαριστίας.
Η έκταση των καλλιεργούμενων αμπελώνων της Σάμου είναι περίπου 14.000 στρέμματα. Το 98% και πλέον, των αμπελώνων αυτών, αφορούν την καλλιέργεια του λευκού, μικρόρωγου, μοσχάτου σταφυλιού της Σάμου, το οποίο θεωρείται ο πιο ευγενής κλώνος της μεγάλης οικογένειας των μοσχάτων.
Από αυτό παράγονται τα φημισμένα κρασιά ΣΑΜΟΣ και μικρή ποσότητα επιτραπέζιου οίνου, εξαιρετικής ποιότητας. Σε πολύ μικρό ποσοστό καλλιεργούνται και δύο ερυθρές ποικιλίες, Φωκιανό και Ρητινό.
Οι αμπελώνες εκτείνονται σε όλη τη Σάμο ενώ οι πλαγιές του βουνού Άμπελος, σε υψόμετρο μέχρι και τα 860 μέτρα, είναι κατάφυτες. Με την έντονη ηλιοφάνεια, το γαλάζιο του ουρανού και την Αιγαιοπελαγίτικη αύρα το μοσχάτο σταφύλι καλλιεργείται σε πανάρχαιες λιθοχτισμένες αναβαθμίδες (πεζούλες) δομημένες έτσι που να συγκρατούν και να αποστραγγίζουν το πολύτιμο χώμα, δημιουργώντας επάλληλες στενές λουρίδες γης, όπου συχνά δε χωρά πάρα μόνο μία σειρά από κλήματα.
Το εξαιρετικό υπέδαφος (χαλικώδες, σχιστολιθικό και με μεγάλη ικανότητα αποστράγγισης), σε συνδυασμό με το ευνοϊκό για την αμπελοκαλλιέργεια μικροκλίμα δίνουν τη δυνατότητα στα σταφύλια να ωριμάζουν σταδιακά και με φυσικό τρόπο, όπως απαιτείται για όλα τα γλυκά κρασιά ευγενούς καταγωγής.
Η ετήσια παραγωγή ανέρχεται περίπου σε 6.000 τόνους κρασιού.
Ο ΕΟΣΣ είναι ένας από τους παλαιότερους συνεταιρισμούς της Ελλάδας. Ιδρύθηκε το 1934 μετά από κινητοποίηση των αμπελουργών της Σάμου, με στόχο να εξασφαλιστεί η ποιότητα οινοποίησης και η διακίνηση των κρασιών.
Η ιστορική πορεία της απέδειξε ότι η Ένωση δεν ήταν απλώς μια αναγκαιότητα αλλά μια επιλογή στρατηγικής σημασίας. Το 1970, πρώτη η Σάμος αναγνωρίζεται ως ονομασία προέλευσης ελεγχόμενη (Ο.Π.Ε.) ενώ οι οίνοι ΣΑΜΟΣ αποκτούν διεθνή φήμη.
Σήμερα, στο συνεταιριστικό σχήμα συμμετέχουν 2.500 φυσικά μέλη. Ο ΕΟΣ Σάμου συγκεντρώνει, οινοποιεί και εμπορεύεται το σύνολο σχεδόν της οινικής παραγωγής του νησιού. Εκσυγχρονίζεται διαρκώς και επενδύει σε τεχνολογία και τεχνογνωσία συνδυάζοντάς τις αρμονικά με την παράδοση της αμπελοκαλλιέργειας ενώ διαθέτει πιστοποιήσεις κατά ISO και HACCP.
Διαθέτει δύο υπερσύγχρονα οινοποιεία, στο Μαλαγάρι και στο Καρλόβασι της Σάμου, συνολικής χωρητικότητας 20.000 τόνων και απασχολεί περίπου 80 άτομα.
Βασικός στόχος του ΕΟΣΣ στη διαχείριση των οίνων είναι πρωτίστως η απόδοση στον παραγωγό-συνεταίρο του μεγαλύτερου δυνατού εισοδήματος. Παράλληλα, η διατήρηση και διεύρυνση της σύνδεσης του Σαμιώτη αμπελοκαλλιεργητή με τη γη και το αμπέλι αλλά και η αναβάθμιση της ποιοτικής αμπελοοινικής δραστηριότητας του νησιού σύμφωνα με τους κανόνες της σύγχρονης διεθνούς αγοράς ώστε να αποτελεί μία υγιή και ανταγωνιστική οικονομική οντότητα.
Στρατηγικοί άξονες
Το Σαμιώτικο κρασί αποτελεί έναν από τους κυριότερους πρεσβευτές της Ελλάδας στο εξωτερικό, με εξαγωγές σε χώρες όπως η Γαλλία – η μεγαλύτερη εξαγωγική αγορά για τον ΕΟΣΣ-, ο Καναδάς, οι ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο, το Βέλγιο, η Γερμανία, η Ελβετία, η Ιταλία, η Ολλανδία, Σουηδία, η Κύπρος, η Αυστραλία, η Δανία, η Τσεχία, η Φινλανδία και η Κίνα, η Ουγγαρία, η Ρουμανία κ.α. Νέες αγορές διαρκώς προστίθενται, στο σύνολο των 24 χωρών.
Το ΣΑΜΟΣ είναι το πρώτο Ελληνικό κρασί που αναγνωρίστηκε σαν Ο.Π.Ε. Τα προϊόντα του ΕΟΣΣ έχουν τιμηθεί με εκατοντάδες μετάλλια διεθνών εκθέσεων ενώ κάθε έτος προστίθενται διαρκώς νέες διακρίσεις.
Οίνοι Προστατευόμενης Ονομασίας Προέλευσης ΣΑΜΟΣ
Οίνοι Προστατευόμενης Γεωγραφικής Ένδειξης Αιγαίο Πέλαγος
Οίνοι Επιτραπέζιοι
Το Μουσείο Οίνου του ΕΟΣ Σάμου στεγάζεται σε ένα κτίριο του 19ου αιώνα το οποίο λειτουργούσε ως βαρελοποιείο.
Μετατράπηκε σε Μουσείο το 2005 και από τότε φιλοξενεί στοιχεία που προσδιορίζουν το σαμιώτικο κρασί: Από τους αμπελώνες και τις ορεινές αναβαθμίδες, τη χειρωνακτική εργασία, τον τρυγητό και το πατητήρι, την παλαίωση και την οινοποίηση, τα κελάρια, τις συλλεκτικές φιάλες, παλαιές φωτογραφίες και στοιχεία καταγραφής της παραγωγής, σκεύη και εργαλεία βαρελοποιίας, παλαιά μηχανήματα οινοποίησης καθώς και μια σειρά βραβεύσεων και διακρίσεων.
Περιγράφει μέσω εκθεμάτων όλη την ιστορική και κοινωνικοπολιτιστική διαδρομή του σαμιώτικου κρασιού. Είναι επισκέψιμο στο κοινό μαζί με οινογευστικές δοκιμές.
Έτος | Πληθ. | ±% |
---|---|---|
1913 | 54.182 | — |
1920 | 50.860 | −6.1% |
1928 | 58.584 | +15.2% |
1940 | 56.284 | −3.9% |
1951 | 47.877 | −14.9% |
1961 | 41.128 | −14.1% |
1971 | 32.671 | −20.6% |
1981 | 31.634 | −3.2% |
1991 | 33.276 | +5.2% |
2001 | 34.000 | +2.2% |
2011 | 32.977 | −3.0% |
2021 | 32.642 | −1.0% |
Πηγή: Απογραφές Πληθυσμού ΕΛΣΤΑΤ 1870 - 2021 |
Ο πληθυσμός της Σάμου μειώθηκε σε μεγάλο βαθμό μετά την ενσωμάτωση της στην Ελλάδα ωστόσο τις τελευταίες δεκαετίας έχει παρουσιάσει μία σχετική σταθεροποίηση. Το 2021 ο πληθυσμός της ήταν 32.642 άτομα.
Η πρώτη καταγραφή παραδοσιακών τραγουδιών της Σάμου, φαίνεται να είναι αυτή που υπάρχει στον Ε' τόμο των Σαμιακών του Επαμεινώνδα Σταματιάδη που εκδόθηκε από το Ηγεμονικό Τυπογραφείο της Σάμου το 1887. Στον τόμο αυτό ο Ε. Σταματιάδης περιγράφει τα ήθη και έθιμα των Σαμίων της εποχής και καταγράφει με τα σημαδόφωνα της βυζαντινής σημειογραφίας τα τραγούδια τους. Επίσης, μας δίνει πληροφορίες για τους χορούς και τα όργανα που χρησιμοποιούνται στην εποχή του. Στο άλλο μεγάλο έργο της σαμιακής λαογραφίας, ο Νικόλαος Δημητρίου δίνει πληροφορίες για τα μουσικά δρώμενα, για τα όργανα και εν γένει για τη μουσική παράδοση της Σάμου. Με βάση κυρίως τις δημοσιευμένες καταγραφές του Σταματιάδη, η έρευνα για το παραδοσιακό σαμιώτικο τραγούδι συνεχίστηκε, αλλά όχι συστηματικά. Κατά τον 20ο αιώνα διάφορες δημοσιεύσεις σαμιακών τραγουδιών εμφανίστηκαν σε περιοδικά. Το Πνευματικό Ίδρυμα Σάμου «Νικόλαος Δημητρίου» αναγνωρίζοντας τη σημασία της μουσικής παράδοσης της Σάμου συνεχίζει την έρευνα, προχωρώντας πρόσφατα στην έκδοση του μουσικού CD: «Σάμος», Παιχνίδια και παιχνιδιάτορες. Τα κείμενα καθώς και τα μουσικά αποσπάσματα αυτής της ενότητας προέρχονται από την έρευνα του Σαμιώτη Μουσικολόγου Δημήτρη Ζαχαρίου, που περιλαμβάνονται στο μουσικό CD.
Από το 1834 μέχρι το 1912 πολιτικά η Σάμος χαρακτηρίζεται από το καθεστώς της ημιαυτόνομης Ηγεμονίας. Ειδικότερο, μετά το 1860 η Σάμος εισέρχεται σε μια περίοδο αστικής ανάπτυξης. Τα χαρακτηριστικά αυτής της περιόδου είναι η μεγάλη εμπορική και οικονομική πρόοδος και η διαμόρφωση μιας πλούσιας και καλλιεργημένης πνευματικά αστικής τάξης, στα δύο εμπορικά κέντρα του νησιού, το Βαθύ και το Καρλόβασι, που είχε άμεση σχέση με την αστική τάξη της Σμύρνης. Την εποχή αυτή έζησε στη Σάμο ο εξέχων τοπικός λόγιος ο Επαμεινώνδας Σταματιάδης. Το 1887 εξέδωσε στο Ηγεμονικό Τυπογραφείο το πεντάτομο έργο 'Σαμιακά'. Στους τέσσερις πρώτους τόμους αναφέρεται στην ιστορία του νησιού, ενώ ο πέμπτος αναφέρεται στη λαογραφία. Ο Σταματιάδης, εκτός από την καταγραφή συγκεκριμένων τραγουδιών και εθίμων και τις αναφορές του σε όργανα μας πληροφορεί και για το ρεπερτόριο των χορών της εποχής. Αυτοί ήταν: ο Σαμιώτικος, ο Πλατανιώτικος, ο Σμυρνιός, ο Συρτός ή Πολιτικός, η Σούστα ή Νησιώτικος, ο Μπαλός, ο Καλαματιανός, ο Καρπάθιος, ο Κρητικός, ο Τσάμικος, ο Αράπικος, ο Χασάπικος, ο Τούρκικος, ο Μπράφος ή Βλάχικος, ο Αρκουδιάρικος. Επίσης με την ίδρυση της Ιερατικής Σχολής Μαλαγαρίου, το 1875 καλλιεργήθηκε συστηματικά στη Σάμο η εκκλησιαστική μουσική, ενώ στα πλαίσια της αστικής ανάκαμψης του νησιού ιδρύονται προς το τέλος του 19ου αιώνα δύο φιλαρμονικές, στο Βαθύ και το Καρλόβασι.
Η δεύτερη περίοδος ξεκινά από το 1912 μέχρι τη δεκαετία του 1950. Το 1912 με την ενσωμάτωση της Σάμου στο Ελληνικό κράτος, άλλαξε το σημείο αναφοράς των Σαμίων από τη Σμύρνη, στην Αθήνα. Αυτό βέβαια οριστικοποιήθηκε μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, το 1922. Από τώρα και στο εξής οι Σαμιώτες μέσα από τα γραμμόφωνα, τα πικ άπ και το ραδιόφωνο παρακολουθούν όλη την πορεία του ελληνικού τραγουδιού (ρεμπέτικου, δημοτικού, ελαφρού, λαϊκού) αλλά και του ξένου και προσαρμόζουν ανάλογα το ρεπερτόριο τους.
Έτσι, φτάνουμε στη δεκαετία του 1950 που στα πανηγύρια παιζόταν: ευρωπαϊκά, βαλς, ταγκό, μαρς, ελαφρά τραγούδια και καντάδες, συρτά, καλαματιανά, μπάλοι, τσάμικα, κλέφτικα, απτάλικα, ζεϊμπέκικο, σμυρναίικα, ρεμπέτικα, μινόρια και αμανέδες κατά τις πρώτες πρωινές ώρες. Ο τρόπος πληρωμής των 'οργάνων' ήταν η λεγόμενη 'χαρτούρα' ή αλλιώς τα 'κολλήματα'. Παράλληλα, κατά την περίοδο αυτή η χρήση της τσαμπούνας ολοένα και περιορίζεται μόνο κατά την περίοδο των απόκρεω, ενώ οι 'τραγουδιστοί' χοροί στα χωριά, περιορίζονται μόνο στους γάμους και με το πέρασμα του χρόνου εγκαταλείπονται. Μια ιδιαίτερη πτυχή της μουσικής κατάστασης στη Σάμο κατά τη δεύτερη αυτή περίοδο αποτελεί η ίδρυση συλλόγων όπως ο 'Φιλοτεχνικός Όμιλος Νέων' και ο 'Μουσικός Σύλλογος Σάμου' με σημαντική δράση στον χώρο της μουσικής. Σημαντικό ρόλο στην καλλιτεχνική αυτή κίνηση της εποχής, έπαιξαν και οι Καλτάκηδες, Μικρασιάτες μουσικοί εγκατεστημένοι μόνιμα στη Σάμο, άριστοι γνώστες της ευρωπαϊκής μουσικής. Μάλιστα, δημιούργησαν το 'Σαμιώτικο Κουαρτέτο' και το 1939 έκαναν περιοδεία με συναυλίες σε πόλεις της Μακεδονίας.
Από τη δεκαετία του 1960 άρχισε σιγά-σιγά να αλλάζει ο τρόπος διασκέδασης των Σαμιωτών. Τα πανηγύρια με το πέρασμα του χρόνου χάνουν την αίγλη τους. Επίσης, στις αρχές της δεκαετίας του 1960 άνοιξαν τα πρώτα νυχτερινά κέντρα διασκεδάσεως στο Κοκκάρι, το Λιμάνι Καρλοβάσου, το Βαθύ και τη Βλαμαρή και τα οποία έφερναν λαϊκές τραγουδίστριες από την Αθήνα. Παράλληλα, δημιουργήθηκαν ορχήστρες όπως η 'Παντσίτο' και αργότερα τα 'Δειλινά' που έπαιζαν κυρίως σε χορούς και συνεστιάσεις που οργάνωναν οι διάφοροι σύλλογοι. Κατά τις δεκαετίες 1980 και 1990 ήταν ελάχιστοι οι παλαιοί παραδοσιακοί οργανοπαίχτες που είχαν απομείνει. Ενδεικτικό είναι ότι δεν υπήρχαν βιολιά και σαντούρια. Ωστόσο, ήδη από τη δεκαετία του 1970 δεσπόζουν στα πανηγύρια, τους γάμους, τους χορούς και στα νυχτερινά κέντρα, συμμετέχοντας σε διάφορες ορχήστρες, ο Κώστας Σεβαστάκης (στο κλαρίνο και το σαξόφωνο), ο Γρηγόρης Μάρκου ή Τσαμπαλάς (στο κλαρίνο) και ο Νίκος Σαράντου (στο τραγούδι και το αρμόνιο).
Στη Σάμο υπάρχουν εκπαιδευτικές μονάδες που καλύπτουν όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, από το δημοτικό μέχρι και μεταπτυχιακές σπουδές.
Η Σάμος διαθέτει 24 δημοτικά σχολεία, μοιρασμένα στο Βαθύ, το Καρλόβασι και 16 χωριά.
Στη Σάμο υπάρχουν 6 γυμνάσια, 3 Γενικά λύκεια, 3 επαγγελματικά λύκεια (ΕΠΑΛ), εκ των οποίων το ένα είναι εσπερινό, μία επαγγελματική σχολή (ΕΠΑΣ) και το Εργαστήριο Ειδικής Επαγγελματικής Εκπαίδευσης Κατάρτισης Στην Σάμο από το 2019 υπάρχει και μουσικό σχολείο .
Η Πανεπιστημιακή Μονάδα Σάμου του Πανεπιστημίου Αιγαίου έχει έδρα την πόλη του Καρλοβασίου. Περιλαμβάνει τη Σχολή Θετικών Επιστημών, η οποία αποτελείται από τα εξής Τμήματα:
Τμήμα Μηχανικών Πληροφοριακών και Επικοινωνιακών Συστημάτων.
Το τμήμα αυτό διαθέτει και πρόγραμμα μεταπτυχιακών σπουδών, με τέσσερις κατευθύνσεις: Ασφάλεια Πληροφοριακών και Επικοινωνιακών Συστημάτων; Διοίκηση Πληροφοριακών Συστημάτων; Τεχνολογίες Διαχείρισης Πληροφορίας και Παγκόσμιου Ιστού; Τεχνολογίες Δικτύων Επικοινωνιών και Υπολογιστών
Το Τμήμα Μαθηματικών.
Το τμήμα Μαθηματικών διαθέτει και πρόγραμμα μεταπτυχιακών σπουδών, με θέμα: Μαθηματική Μοντελοποίηση στις Φυσικές Επιστήμες και στις Σύγχρονες Τεχνολογίες
Το Τμήμα Στατιστικής και Αναλογιστικών - Χρηματοοικονομικών Μαθηματικών.
Το τμήμα διαθέτει πρόγραμμα μεταπτυχιακών σπουδών, με δύο κατευθύνσεις: Στατιστική και ανάλυση δεδομένων; Αναλογιστικά - Χρηματοοικονομικά μαθηματικά.
Στο νησί υπάρχει ένας Αθλητικός Σύλλογος που είναι αναγνωρισμένος από την Ελληνική Ομοσπονδία Τάε Κβον Ντο Ελλάδος και τη Γενική Γραμματεία Αθλητισμού με την επωνυμία «Α.Π.Σ. Tae Kwon Do ΑΝΤΑΙΟΣ». Ιδρύθηκε το 2007 και αγωνίζεται σε ένα άνετο, ευχάριστο και ειδικά διαμορφωμένο χώρο στον οποίο έχουν ληφθεί όλα τα απαραίτητα μέτρα ασφαλείας στο Καρλόβασι επί της οδού Πανεπιστημίου με άδεια λειτουργίας από την Αποκεντρωμένη Διοίκηση Βορείου Αιγαίου.
Στο νησί υπάρχουν πολλές ομάδες βόλεϊ. Οι σημαντικότερες ομάδες είναι οι εξής:
Αθλητικά σωματεία τα οποία διατηρούν τμήματα καλαθοσφαίρισης είναι τα εξής:
Στην πόλη Καρλόβασι εδρεύει η ομάδα καλαθοσφαίρισης ανδρών της Σχολής Θετικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Αιγαίου.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.