Πιτέστι
From Wikipedia, the free encyclopedia
From Wikipedia, the free encyclopedia
Το Πιτέστι (ρουμανικά: Pitești) είναι πόλη της Ρουμανίας, πρωτεύουσα και μεγαλύτερη πόλη της επαρχίας Άρτζες. Είναι κτισμένη στις όχθες του ποταμού Άρτζες. Αποτελεί σημαντικό οικονομικό και εμπορικό κέντρο και είναι έδρα δύο πανεπιστημίων. το Πιτέστι βρίσκεται στην ιστορική περιοχή της Μουντενίας, στον Αυτοκινητόδρομο Α1, που συνδέει άμεσα την πόλη με την πρωτεύουσα Βουκουρέστι και είναι σημαντικός σιδηροδρομικός κόμβος, με σταθμό διαλογής στο γειτονικό Μπιλιλέστι. Στην πόλη βρίσκεται το διυλιστήριο πετρελαίου Αρπέτσιμ, ένα από τα μεγαλύτερα στην ανατολική Ευρώπη, και είναι κέντρο εμπορίας της αυτοκινητοβιομηχανίας, ιδιαίτερα της Dacia.
Πιτέστι | ||
---|---|---|
| ||
Χώρα | Ρουμανία | |
Διοικητική υπαγωγή | Τζουντέτς του Άρτζες | |
Γεωγραφική υπαγωγή | d:Q584338 | |
Διοίκηση | ||
• mayor of Pitești | Cristian Gentea (από 2020) | |
Έκταση | 111,13 km² | |
Υψόμετρο | 289 μέτρα | |
Πληθυσμός | 141.275 (1 Δεκεμβρίου 2021)[1] | |
Ταχ. κωδ. | 110001–110442 | |
Ζώνη ώρας | UTC+02:00 (επίσημη ώρα) UTC+03:00 (θερινή ώρα) | |
Ιστότοπος | Επίσημος ιστότοπος | |
Σχετικά πολυμέσα | ||
Αν και η περιοχή κατοικείται από τα προϊστορικά χρόνια η πρώτη της αναφορά γίνεται το 14ο αιώνα και αναπτύχθηκε ως εμπορικό κέντρο στη βόρεια Βλαχία και ήταν ανεπίσημη κατοικία πολλών Ηγεμόνων της Βλαχίας μέχρι το 18ο αιώνα. Από το 19ο αιώνα και μέχρι το μεσοπόλεμο ήταν σημαντικό πολιτικό κέντρο του εθνικού Φιλελεύθερου Κόμματος και η κύρια κατοικία των πολιτικών της οικογένειας Μπρατιάνου. Κατά τα πρώτα στάδια του κομμουνιστικού καθεστώτος ήταν ένα από τους κύριους τόπους πολιτικής καταστολής και στις φυλακές του έγινε ένα πείραμα σε τεχνικές πλύσης εγκεφάλου.. Το Πιτέστι λόγω της θέσεώς του, του κλίματος του και της οικονομίας του ήταν για ένα χρονικό διάστημα η περιοχή στην οποία βρίσκονταν οι πριγκιπικές κατοικίες.
Η πόλη βρίσκεται στο βορειοδυτικό μέρος της ιστορικής περιοχής της Βλαχίας (ή Μουντενίας, Muntenia), στη δεξιά όχθη του ποταμού Άρτζες, στο σημείο που ενώνεται με τον παραπόταμό του Ραούλ Ντοαμνέι. Είναι σε υψόμετρο 280 m από το επίπεδο της θάλασσας, χτισμένο σε βαθμιδωτά επίπεδα υψώματα γης που σχηματίσθηκαν από τη ροή του ποταμού και ανήκει στο νότιο τμήμα του οροπεδίου Γκέτικ, μιας λοφώδους έκτασης που φτάνει μέχρι τα Νότια Καρπάθια.[2] Στην περιοχή του Πιτέστι το οροπέδιο έχει πλάτος μόνο 30 χλμ., ενώ κατά μέσο όρο είναι πλάτους 70-80 χλμ. Η πόλη έχει πρόσβαση σε επικλινή πεδιάδα, που είναι γνωστή ως Câmpia Piteștilor (Πεδιάδα του Πιτέστι).[3] και χαρακτηρίζεται από αρδευόμενα λειβάδια. Στα δυτικά εφάπεται στο Δάσος Τριβάλε, που έχει εν μέρει γίνει πάρκο αναψυχής.
Το Πιτέστι βρίσκεται σε δύο δεξαμενές του Αρτζες, στην περιοχή του Προύντου και το γειτονικό Μπασκόβ (η Φράγμα Μπουντεάσα). Βρίσκεται κατάντη της λίμνης Βιντράρου και ανάντη του ταμιευτήρα στο Μπιλιλέστι.
Σύμφωνα με την Κλιματική ταξινόμηση Κέππεν η πόλη ανήκει στην κατηγορία του υγρού ηπειρωτικού κλίματος. Οι μέσες ετήσιες θερμοκρασίες κυμαίνονται μεταξύ 9 °C και 10 °C. Η μέση θερμοκρασία του Ιανουαρίου είναι -2,4 °C, ενώ του ιουλίου είναι 20,8 °C.
Κλιματικά δεδομένα Πιτέστι | |||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Μήνας | Ιαν | Φεβ | Μάρ | Απρ | Μάι | Ιούν | Ιούλ | Αύγ | Σεπ | Οκτ | Νοε | Δεκ | Έτος |
Μέση Μέγιστη °C (°F) | 4 (39) |
7 (45) |
12 (54) |
17 (63) |
23 (73) |
26 (79) |
29 (84) |
28 (82) |
23 (73) |
18 (64) |
10 (50) |
5 (41) |
16,8 |
Μέση Ελάχιστη °C (°F) | −4 (25) |
−3 (27) |
1 (34) |
6 (43) |
11 (52) |
14 (57) |
16 (61) |
16 (61) |
11 (52) |
7 (45) |
1 (34) |
−3 (27) |
6,1 |
Υετός mm (ίντσες) | 26,5 | 13,3 | 30,9 | 40,1 | 67,6 | 65,1 | 60 | 66 | 46,9 | 38,8 | 29,8 | 29,3 | 514,3 |
Πηγή: [4] |
Η παλαιότερη γνωστή παρουσία ανθρώπινων οικισμών στην περιοχή ανάγεται στην Παλαιολιθική περίοδο.[5] Νομίσματα που έκοψαν οι Δάκες τον 3ο αιώνα π.Χ., που αντιγράφουν το σχέδιο του Θρακικού τετράδραχμου, που είχε εκδώσει ο Λυσίμαχος, έχουν βρεθεί στην περιοχή.[6] Στην περιοχή του σημερινού Πιτέστι είχε κατασκευαστεί ένα μικρό Ρωμαϊκο οχυρό (castrum) περίπου τον 3ο αιώνα μ.Χ. (μέρος ενός συστήματος προστασίας της Ρωμαϊκής Δακίας και της Μοισίας.[7] Σύμφωνα με τον ιστορικό Κονσταντίν Κ. Γκιουρέσκου την περίοδο των Μεγάλων Μεταναστεύσεων διεξάγονταν στην περιοχή εμπόριο ανάμεσα στους Βλάχους και τους Σλάβους, που, κατά τη γνώμη του, ήταν η αρχή της Târgul din Deal («Η Αγορά στο Λόφο"), μιας ξεχωριστής τοποθεσίας.[8]
Η πρώτη γνωστή καταγραφή της πόλης Πιτέστι είναι από τις 20 Μαΐου 1386, όταν ο Πρίγκηπας της Βλαχίας, Μίρτσεα Α΄, δώρισε έναν αλετρόμυλο στη Μονή Κόζια της περιοχής.[5][9] Στη συνέχεια το Πιτέστι έγινε μία από τις προσωρινές κατοικίες των Πριγκίπων της Βλαχίας.[5] Λόγω της θέσης του στη διασταύρωση των μεγάλων ευρωπαϊκών δρόμων (και της εγγύτητας του στις Σαξονικές αγορές των Σαξόνων της Τρανσυλβανίας στο Χέρμανσταντ της Τρανσυλβανίας, το Πιτέστι εξελίχθηκε αρχικά σε σημαντικό εμπορικό κέντρο.[10] Από τα τέλη του 14ου αιώνα, στην πόλη κατοικούσε μεγάλη Αρμενική κοινότητα.[11]
Εκείνη την εποχή η πόλη εκτείνονταν μόνο κατά μήκος της αριστερής όχθης του Άρτζες, αλλά σταδιακά επεκτάθηκε και στην άλλη όχθη του φτάνοντας μέχρι τις πλαγιές των λόφων στα δυτικά[5](το 19ο αιώνα απορρόφησε πλήρως την Târgul din Deal. Παρόλο που το Πιτέστι οριζόταν συνήθως ως μεγάλη πόλη, μέχρι και τα 1528 υπάρχουν αναφορές και για χωριό με το ίδιο όνομα, κάτι που οδήγησε ορισμένους ιστορικούς στο συμπέρασμα ότι το χωριό και η κοινότητα συνυπήρχαν στην ίδια περιοχή.[9]
Αν και δεν έχουν έρθει στο φως πριγκιπικές συνοικίες μεταξύ των ηγεμόνων που εξέδιδαν έγγραφα από το Πιτέστι ήταν οι Μπασαράμπ Τεπέλους τσελ Τανίρ (1477–1481), Νεαγκόε Μπασαράμπ (1512–1521), Βλαντ Ινετσατούλ (1530–1532), Βλαντ Βιντίλι ντε λα Σλάτινα (1532–1535), Μιχαήλ ο Γενναίος (1593–1601), Σιμιόν Μοβίλι (1601–1602), Ματέι Μπασαράμπ (1632–1654) και Κονσταντίν Σερμπάν (1654–1658). Ακόμη ο Κωνσταντίνος Μπρινκοβεάνου (1688–1714), που κατείχε μεγάλα τμήματα των αμπελώνων στην περιοχή, φέρεται να έχει περάσει αρκετές εποχές στην πόλη.
Επί του Βλαντ Βιντίλι, που συμμάχησε με την Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία εναντίον των Οθωμανών επικυριάρχων του, ο Αλοίσιο Γκρίτι (κυβερνήτης της Οθωμανικής Ουγγαρίας) και οι Βλάχοι βογιάροι οπαδοί του στρατοπέδευσαν στη συνοικλια του Πιτέστι Ριζμπόιενι, όπυ δέχθηκαν επίθεση και ηττήθηκαν από τον Πρίγκιπα. Το 1600-1601 στρατεύματα της Πολωνικής-Λιθουανικής Κοινοπολιτείας υπό το Γιαν Ζαμόισκι στάθμευσαν στο Πιτέστι κατά την εκστρατεία τους κατά του Μιχαήλ του Γενναίου. Εκείνη την εποχή, μάχες σημειώθηκαν μέσα και γύρω από την πόλη, καθώς ο νέος πρίγκιπας Ράντου Σερμπάν συγκρούστηκε με τους Οθωμανούς και τους συμμάχους του του Χανάτου της Κριμαίας.
Ο Κονσταντίν Σερμπάν χρηματοδότησε την ανέγερση της Ορθόδοξης Εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου, που ολοκληρώθηκε το 1656. Το κτιριολογικό του πρόγραμμα περιλάμβανε επίσης ένα (χαμένο) ανάκτορο και παρακείμενους κήπους. Εκείνη την εποχή η πόλη φιλοξένησε ονομαστούς ταξιδιώτες, όπως ο Αραβας χρονικογράφος Παύλος από το Χαλέπι και ο Σουηδός πολιτικός Κλάους Ράλαμπ. Επί της κυβέρνησης του Μπρινκοβεάνου στην πόλη κατοικούσε ο στόλνικος (υπουργός εξωτερικών) Κωνσταντίνος Καντακουζηνός, που αλληλογραφούσε με τον Άγγλο πολιτικό Ουίλλιαμ, Βαρώνο Πέιτζετ. Ένας πύργος και άλλες πριγκηπικές κατοικίες, χτισμένες από τον Μπρινκοβεάνου έξω από την πόλη, σταδιακά έγιναν ερείπια κατά τη διάρκεια του 18ου και 19ου αιώνα (το τελευταίο κατέρρευσε τον 20ο αιώνα). Το 1689 στρατεύματα των Αψβούργων υπό το Λουδοβίκο Γουλιέλμο της Βάδης κατέλαβαν προσωρινά την πόλη στο πλαίσιο του Μεγάλου Τουρκικού Πολέμου (1683-1699).
Το Νοέμβριο του 1714, ως άμεσο αποτέλεσμα της ήττας των Σουηδών στο Μεγάλο Βόρειο Πόλεμο από τη Ρωσική Αυτοκρατορία, ο Σουηδός Βασιλιάς Κάρολος ΙΒ΄ επεδίωξε ανεπιτυχώς μια συμμαχία με το Σουλτάνο Αχμέτ Γ΄. Επιστρέφοντας από την Κωνσταντινούπολη ο Κάρολος πέρασε από το Πιτέστι και, μετά από παραμονή τριών εβδομάδων, κατευθύνθηκαν προς τη Σουηδική Πομερανία μέσα από Αψβουργοκρατούμενες περιοχές. Κατά τον Αυστροτουρκικό Πόλεμο του 1716–1718 στρατεύματα των Αψβούργων επιτέθηκαν και κατέλαβαν την πόλη. Το Πιτέστι έγινε πάλι θέατρο μαχών κατά τον Αυστροτουρκικό Πόλεμο του 1737–1739.
Το 1780, ο νομισματολόγος από την Τοσκάνη Ντομένικο Σεστίνι πέρασες από την περιοχή Αρτζες και περιέγραψε την πόλη να έχει 250 σπίτια και 7 εκκλησίες. Το 1804, οι πολίτες ζήτησαν να ανοίξει ένα ανώτερο σχολείο (για να προσφέρει μαθήματα σε ελληνικά, την εκπαιδευτική γλώσσα της εποχής) αλλά το αίτημά τους δεν έγινε δεκτό από τον Πρίγκιπα Κωνσταντίνο Υψηλάντη. Τη δεκαετία του 1790 το Πιτέστι επισκέφθηκε ο Λουίτζι Μάγερ, Γερμανός μαθητής του Τζοβάνι Μπατίστα Πιρανέζι, που έχει αφήσει χαλκογραφίες της περιοχής (περιλαμβανομένης της πρώτης του Πιτέστι) και που εκδόθηκαν στο Λονδίνο το 1810 με κείμενα κάποιου Τ. Μπόγιερ, του οποίου η λεζάντα για Πιτέστι γράφει "δεν μπορεί να επινοηθεί τίποτα πιο άγριο ή ρομαντικό».
Η πόλη ήταν σημαντικό σημείο για τα γεγονότα που σχετίζονται με το τελευταίο στάδιο της Εξέγερσης της Βλαχίας του 1821 και τα πρώτα στάδια της Ελληνικής Επανάστασης του 1821. Εδώ, στα τέλη της άνοιξης του 1821, εγκαταστάθηκε ο επαναστάτης ηγέτης της Βλαχίας Τούντορ Βλαντιμιρέσκου μετά την υποχώρησή του από το Βουκουρέστι. Η αpoχώρησή του, έγειρε υποψίες στους συμμάχους του της Φιλικής Εταιρείας ότι σχεδίαζε να εγκαταλείψει την κοινή υπόθεση. Ο Βλαντιμιρέσκου συνελήφθη στο γειτονικό Μπιιλέστι και αμέσως μετά εκτελέσθηκε με διαταγή του Αλέξανδρου Υψηλάντη.
Η πόλη αναπτύχθηκε περαιτέρω μετά την Ένωση το 1859 των Παραδουνάβιων Ηγεμονιών και τη δημιουργία το 1881 του Βασίλειου της Ρουμανίας. Εκείνη την εποχή και μέχρι το τέλος του μεσοπολέμου η πόλη έγινε κέντρο του Εθνικού Φιλελεύθερου Κόμματος, σε μεγάλο βαθμό λόγω της οικογένειας πολιτικών Μπριτιάνου, που διέμεναν στο γειτονικό Στεφινέστι. Το αρχοντικό τους, Florica, στέγασε τις περισσότερες μεγάλες συγκεντρώσεις των ηγετών του Εθνικού Φιλελεύθερου Κόμματος. Για μια σύντομη περίοδο το 1882, στο Πιτέστι κατοικούσε ο δραματουργός Ίων Λούκα Καρατζιάλε οδηγώντας αρκετούς στο συμπέρασμα ότι αυτό ήταν η μη κατονομαζόμενη Εθνικό-Φιλελεύθεροκρατούμενη πόλη που απεικονίζεται στο διάσημο θεατρικό έργο του Ο scrisoare pierdută.
Το 1872 κατασκευάστηκε μια εθνική σιδηροδρομική σύνδεση με την πρωτεύουσα Βουκουρέστι και το Τιργκόβιστε. Εποπτευόμενο από το Γερμανό χρηματοδότη Μπέτελ Χένρυ Στρούσμπεργκ αυτό ήταν το δεύτερο έργο του είδους του στη Ρουμανία (μετά τη σιδηροδρομική σύνδεση Βουκουρεστίου-Τζιούρτζιου του 1869). Το Δημαρχείο του Πιτέστι ολοκληρώθηκε το 1886 και σήμερα στεγάζει μια πινακοθήκη. Το Επαρχείο του Αρτζες, σχεδιασμένο από το Ντιμίτριε Μαϊμαρόλου, ανεγέρθηκε το 1898-1899 στη θέση που προηγουμένως κατελάμβανε ένα ορθόδοξη ερημητήριο και είναι το σημερινό Επαρχιακό Μουσείο Ιστορίας και Φυσικών Επιστημών. Και τα δύο κτίρια είναι ύφους εκλεκτικισμού και έχουν νωπογραφίες του Ιωσήφ Ματέρνα.
Το Πιτέστι γνώρισε την αστικοποίηση και την οικονομική ανάπτυξη με αρκετές αλλαγές στην όψη του και μια σειρά περιφερειακών πρωτιές. Το 1868-1869 το Πιτέστι ήταν η πρώτη πόλη στη Ρουμανία όπου έχει καταγραφεί κοινότητα Αντβεντιστών της Εβδόμης Ημέρας, που σχηματίσθηκε γύρω από το Μιχάλ Μπελίνα-Τσεχόφσκι, Πολωνό ιεροκήρυκα και πρώην καθολικό ιερέα, που είχε επιστρέψει από τις Ηνωμένες Πολιτείες (η Εκκλησία Αντβεντιστών της Εβδόμης Ημέρας της Ρουμανίας ιδρύθηκε μετά το 1918). Από το 1906 στο Πιτέστι λειτουργούσε μια ακμάζουσα συνεταιριστική τράπεζα, η Banca Populară Piteşti, που ήταν και το πρώτο στην ιστορία χρηματοπιστωτικό ίδρυμα στην Επαρχία του Αρτζες. Το 1907, ο διευθυντής εργοστασίου Εντμοντ Λαντάουερ πραγματοποίησε τα πρώτα τεϋλοριστικά πειράματα στη Ρουμανία, στο Υφαντουργείο του Πιτέστι.
Από τα τέλη του φθινοπώρου του 1916 ως το 1918, κατά τις μάχες του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, το Πιτέστι καταλήφθηκε από τα στρατεύματα των Κεντρικών Δυνάμεων. Η πόλη αρχικά εγκαταλείφθηκε από το Ρουμανικό στρατό και καταλήφθηκε από το Γερμανό διοικητή Αύγουστο φον Μακένσεν όταν το μέτωπο σταθεροποιήθηκε στις όχθες του ποταμού Ολτ, πριν ο Μακένσεν μπορέσει να καταλάβει το Βουκουρέστι και το σύνολο της νότιας Ρουμανίας. Κατά τη μεταπολεμική Μεγάλη Ρουμανία το Πιτέστι έγινε περιφερειακό πολιτιστικό κέντρο, φιλοξενώνας ειδικότερα το περιοδικό Kalende του 1928-1929 (που εξεδίδετο σε συνεργασία με τους κριτικούς λογοτεχνίας Βλαντιμίρ Στρέινου, Σερμπάν Τσιοκουλέσκου, Πομπιλίου Κονσταντινέσκου και Τούντορ Σοϊμάρου).
To Πιτέστι επηρεάστηκε ποικιλοτρόπως από το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τα διαδοχικά καθεστώτα του. Μετά την ανακήρυξη του φασιστικού Κράτους της Εθνικής Λεγεώνας από τη Σιδηρά Φρουρά στα τέλη του 1940, μια μεταλλική προτομή του πρώην Πρωθυπουργού Αρμάντ Κιλινέσκου (που η φρουρά είχε δολοφονήσει το Σεπτέμβριο του 1939) αλυσοδέθηκε και σύρθηκε στους δρόμους της πόλης. Το Δεκέμβριο του 1943 υπό τη δικτατορία του Conducător (Ηγέτη) Ιον Αντονέσκου (γεννημένου στο Πιτέστι) γνώρισε την τελευταία μιας αλυσίδας εκτοπίσεων Ρομά στην Υπερδνειστερία. Η πόλη βομβαρδίστηκε μερικές φορές από τους Συμμάχους. Στις 4 Ιουλίου 1944 επλήγη από μοίρα της Αμερικανικής Αεροπορίας.
Τη δεκαετία του 1950, ως πρωτεύουσα της Περιφέρειας Αρτζες, το Πιτέστι απέκτησε κακή φήμη, όταν οι κομμουνιστικές αρχές χρησιμοποίησαν το τοπικό κρατητήριο για να υποβάλει τους πολιτικούς κρατουμένους σε «επανεκπαίδευση», στην οποία η βία μεταξύ κρατουμένων ενθαρρύνθηκε στο σημείο να είναι υποχρεωτική. Το πείραμα διενεργήθηκε από τη μυστική αστυνομία Σεκουριτάτε Σεκιουριτάτε υπό την εποπτεία του Αλεξάντρου Νικόλσι. Στόχος του ήταν να καταστρέψει ψυχολογικά την ικανότητα σύνδεσης και αφοσίωσης στο εξωτερικό περιβάλλον, δημιουργώντας το πρότυπο του υπό πλύση εγκεφάλου Νέου Ανθρώπου του λενινισμού. Το πρόγραμμα διακόπηκε μετά από περίπου πέντε χρόνια. Σε δίκη που πραγματοποιήθηκε στο 1953-1954, είκοσι δύο τρόφιμοι-συμμετέχοντες καταδικάστηκαν, δεκαέξι από αυτούς σε θάνατο, για το ρόλο τους στο πείραμα. Το 1957, σε νέα δίκη, καταδικάστηκαν ορισμένα μέλη του προσωπικού των φυλακών, σε ελαφρές ποινές και αργότερα έλαβαν χάρη.
Παράλληλα, το Πιτέστι υπέστη πολλές αλλαγές, συμπεριλαμβανομένης της ολοκλήρωσης του αυτοκινητόδρομου Α1, του πρώτου του είδους του, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960, και της επιτάχυνση της εκβιομηχάνισης με επίκεντρο τα χημικά και την αυτοκινητοβιομηχανία. Γύρω στο 1950, η περιοχή του Πιτέστι φιλοξένησει πρόσφυγες του ΕΛΑΣ μετά τον Ελληνικό Εμφύλιο Πόλεμο (μερικά από τα κτίρια που ανεγέρθηκαν για το σκοπό αυτό χρησιμοποιήθηκαν αργότερα για να στεγάσει μετεγκατασταθέντες αγρότες). Το Florica εθνικοποιήθηκε το 1948 και αργότερα υπέστη ζημιές από ακτιβιστές του Ρουμανικού Κομμουνιστικού Κόμματος (για λίγο τη δεκαετία του 1970 ήταν κατοικία του κομμουνιστή πολιτικού Ιον Ντίνκι). Η προτομή του Ιον Μπριτιάνου, που βρισκόταν μπροστά από την Εκκλησία του Αγίου Νικολάου, απομακρύνθηκε και λειώθηκε και η ίδια η εκκλησία κατεδαφίστηκε το 1962.
Έτος | Πληθ. | ±% |
---|---|---|
1835 | 2.755 | — |
1859 | 7.229 | +162.4% |
1899 | 15.669 | +116.8% |
1930 | 19.532 | +24.7% |
1941 | 26.551 | +35.9% |
1948 | 29.007 | +9.3% |
1956 | 38.330 | +32.1% |
1966 | 60.113 | +56.8% |
1977 | 123.735 | +105.8% |
1992 | 179.337 | +44.9% |
2002 | 168.458 | −6.1% |
2011 | 155.383 | −7.8% |
Η απογραφή της Ρουμανίας του 2011 κατέγραψε για την πόλη πληθυσμό 155.383. Από τα άτομα για τα οποία υπήρχαν διαθέσιμα στοιχεία 99,1% ήταν Ρουμάνοι and 0,6% Ρομά.[12] Ως προς τη θρησκεία, 98,4% ήταν Ρουμάνοι Ορθόδοξοι, 0,3% Ρωμαιοκαθολικοί και από 0,2% Πεντηκοστιανοί, άλλοι Προτεστάντες, Βαπτιστές και Ευαγγελικοί. Ακόμη ένα 0,2% ήταν άθεοι ή μη θρησκευόμενοι.[13] Κατά εκτίμηση του 2016 ο πληθυσμός είναι 177.485. Με την απογραφή του 1930 88,0% των κατοίκων ήταν Ρουμάνοι, 3,0% Εβραίοι, 2,5% Ούγγροι, 2,2% Ρομά, 1,4% Γερμανοί, 0,6% Έλληνες και από 0,3% e Ρώσοι, Βούλγαροι, Αρμένιοι και Γιουγκοσλάβοι.
Ο πληθυσμός του Πιτέστι αυξήθηκε μεταξύ 1830 και 1990, με την πιο μακρά περίοδο ανάπτυξης μετά τη δεκαετία του 1950, όταν η βιομηχανική ανάπτυξη δημιούργησε θέσεις εργασίας και προσέλκυσε κατοίκους από τους γύρω οικισμούς. Ο πληθυσμός κορυφώθηκε, σύμφωνα με εκτιμήσεις σε 187.000 το 1997, στη συνέχεια παρέμεινε στάσιμος μέχρι το 2001 και έχει μειωθεί σταδιακά από την εποχή εκείνη. Η πτώση είναι ιδιαίτερα αισθητή μεταξύ του ανδρικού πληθυσμού, καθώς αυτός δεν έχει μόνο υψηλότερη θνησιμότητα και μικρότερο προσδόκιμο ζωής, αλλά επίσης, λόγω της αποβιομηχάνισης, μετανάστευσε σε αναζήτηση εργασίας σε σημαντικούς αριθμούς[14]
Το Πιτέστι είναι μια από τις περισσότερο εκβιομηχανοποιημένες πόλεις της Ρουμανίας. Είναι το κέντρο της αυτοκινητοβιομηχανίας της χώρας, αφού η Dacia έχει την έδρα της στη γειτονική πόλη Μιοβένι και πολλές άλλες επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην κατασκευή εξαρτημάτων αυτοκινήτων βρίσκονται στην ευρύτερη περιοχή (Dräxlmaier Group, Lear Corporation and Valeo). Στην πόλη υπάρχει επίσης to διυλιστήριο Arpechim, τμήμα του γκρουπ Petrom. Το εργοστάσιο, που ιδρύθηκε ως κρατική εταιρεία την κομμουνιστική εποχή, ήταν ανέκαθεν επίκεντρο πολεμικής για την ατμοσφαιρική ρύπανση που προκαλεί. Το 2007 το Υπουργείο Περιβάλλοντος ανακάλεσε την άδεια της Arpechim, αλλά η Petrom αμφισβήτησε την απόφαση στο δικαστήριο. Το εργοστάσιο έχει προγραμματιστεί να μειώνει σταδιακά τη δραστηριότητά του σε μια περίοδο αρκετών ετών, υπό την απειλή ενδεχόμενου κλείσιματος.
Το Πιτέστι είναι περιτριγυρισμένο από λόφους με πολλά οινοποιεία και οπωρώνες δαμασκηνιάς, χάρη στους οποίους παράγεται το αλκοολούχο πότο Țuică, για το οποίο είναι γνωστή η πόλη. Το οινοποιείο Στεφινέστι, που βρίσκεται στην απέναντι όχθη του ποταμού Αρτζες, είναι από τα γνωστότερα στη Ρουμανία.
Το Πιτέστι έχει ένα Επαρχιακό Θέατρο, που ιδρύθηκε το 1948 και ονομάστηκε προς τιμή του θεατρικού συγγραφέα Αλεξάντρου Νταβίλα μια δεκαετία αργότερα. Τα τμήματά του περιλαμβάνουν ένα θέατρο μαριονέτας (δημιουργήθηκε το 1949), το τμήμα Estrada για υπαίθριες παραστάσεις (1958) και ένα λαογραφικό τμήμα (1970). Το Θεατρικό Στούντιο 125 ιδρύθηκε το Μάιο του 1975 από το σκηνοθέτη Λίβιου Τσιουλέι.
Η πρώτη γραπτή μαρτυρία θεατρικής παράστασης στην πόλη χρονολογείται από το 1848, όταν ο Κονσταντίν Χαλεπλίου δημιούργησε ένα θίασο. Μετά την επανάσταση εκείνης της χρονιάς, πολλοί ηθοποιοί, του Χαλεπλίου περιλαμβανόμενου, συνελήφθησαν και το θέατρο έκλεισε μέχρι το 1856. Ενα Κοινοτικό Θέατρο ανεγέρθηκε το 1914-1916. Από το 1948 η τοπική θεατρική ομάδα έχει εμφανιστεί τόσο σε άλλες πόλεις της Ρουμανίας όσο και στο εξωτερικό, όπως σε Πολωνία, Σερβία, Βουλγαρία, Ιταλία και Ισπανία.
Η πόλη έχει δύο πανεπιστήμια : το κρατικό Πανεπιστήμιο του Πιτέστι και το ιδιωτικό Πανεπιστήμιο Κονσταντίν Μπρινκοβεάνου (ιδρυθέν το 1991 με παραρτήματα στη Βραΐλα και στη Ρίμνικου Βίλτσεα).
Το 1869 σχεδιάστηκε μια δημόσια βιβλιοθήκη, που πήρε το όνομα του διανοητή Ντινίκου Γκολέσκου, από την Παρασίβα Στέφου, γυναίκα της ανώτερης τάξης, όταν συνέταξε τη διαθήκη της αφήνοντας 200 αυστριακά δουκάτα me σκοπό της δημιουργίας μιας βιβλιοθήκης. Το ίδρυμα άρχισε να λειτουργεί το 1880 και ένα μεγάλο μέρος των τόμων του κληροδοτήθηκε από τον ιστορικό Γεώργιο Ιονέσκου-Τζιόν αμέσως μετά το θάνατό του το 1904. Στη δωρεά του περιλαμβάνονται πάνω από χίλια βιβλία στα Ρουμανικά, Γαλλικά και Ιταλικά. Η βιβλιοθήκη μεταφέρθηκε στη σημερινή της θέση στο κέντρο της πόλης το 2003.
Κάθε χρόνο κατά τη διάρκεια της άνοιξης το Πιτέστι φιλοξενεί ένα φεστιβάλ και έκθεση γνωστά ως Simfonia lalelelor (η "Συμφωνία της Τουλίπας"). Οι τουλίπες εισήχθησαν εδώ το 1972-1973, όταν περίπου 3.000 βολβοί από το Αράντ και την Οράντεα φυτεύτηκαν στο κεντρικό τμήμα του, μαζί με άλλα λουλούδια. Ετσι το Πιτέστι απέκτησε τη φήμη περιοχής καλλιέργειας τουλίπας και το θεματικό φεστιβάλ λουλουδιών διοργανώθηκε για πρώτη φορά από τις τοπικές αρχές το 1978. Κατά κανόνα διεξαγόμενο στο κτίριο του πολιτιστικού κέντρου (Casa Cărţii), το φεστιβάλ περιλαμβάνει επίσης παραστάσεις παραδοσιακής μουσικής, διεθνή επιστημονικά συνέδρια, έκθεση τέχνης και αθλητικούς αγώνες νέων.
Αδελφοποιήσεις με άλλες πόλεις:
Το πείραμα του Πιτέστι(1949-1951)
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.