From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Ιόν Λούκα Καρατζιάλε (Ion Luca Caragiale, 13 Φεβρουαρίου 1852[9] – 9 Ιουνίου 1912) ήταν Ρουμάνος θεατρικός συγγραφέας ελληνικής καταγωγής, που γεννήθηκε στην τότε ηγεμονία της Βλαχίας.
Ιόν Λούκα Καρατζιάλε | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Ion Luca Caragiale (Ρουμανικά) |
Γέννηση | 1ιουλ. / 13 Φεβρουαρίου 1852γρηγ. I.L. Caragiale |
Θάνατος | 9 Ιουνίου 1912[1][2][3] Βερολίνο |
Τόπος ταφής | κοιμητήριο Μπελού |
Εθνικότητα | Έλληνες της Ρουμανίας[4] |
Χώρα πολιτογράφησης | Βλαχία Ηνωμένα Πριγκηπάτα Βασίλειο της Ρουμανίας |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | Ρουμανικά[5][6] Γερμανικά |
Σπουδές | Πανεπιστήμιο του Βουκουρεστίου |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | γλωσσολόγος ποιητής[7] συγγραφέας[8][7] δημοσιογράφος[7] θεατρικός συγγραφέας[7] συγγραφέας παιδικής λογοτεχνίας μεταφραστής διηγηματογράφος |
Επηρεάστηκε από | Ζωρζ Κουρτελίν Eugène Labiche Βικτοριέν Σαρντού Εζέν Σκριμπ |
Περίοδος ακμής | 1873 |
Πολιτική τοποθέτηση | |
Πολιτικό κόμμα/Κίνημα | Conservative-Democratic Party |
Οικογένεια | |
Σύζυγος | Alexandrina Burelly |
Τέκνα | Luca Caragiale Mateiu Caragiale |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Βραβεύσεις | Τάγμα του Αστέρα της Ρουμανίας |
Υπογραφή | |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Καρατζιάλε υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους θεατρικούς συγγραφείς της χώρας του, χαρακτηριζόμενος ως «ο Μολιέρος της Ρουμανίας» και «ο ιδρυτής του ρουμανικού θεάτρου»[10]. Δευτερευόντως, υπήρξε διηγηματογράφος, ποιητής, δημοσιογράφος και πολιτικός σχολιαστής. Θεωρείται από τους κυριότερους εκπροσώπους του ρουμανικού χιούμορ.
Το έργο του Καρατζιάλε, που εκτείνεται σε 4 δεκαετίες, καλύπτει το έδαφος ανάμεσα στον νεοκλασικισμό, τον ρεαλισμό και τον νατουραλισμό, κτίζοντας πάνω σε μία πρωτότυπη σύνθεση ξένων και τοπικών επιρροών. Τα θεατρικά έργα του υπήρξαν σημαντική πηγή κριτικής της ρουμανικής κοινωνίας του β΄ μισού του 19ου αιώνα, ενώ στα ύστερα έργα του στράφηκε προς τη φαντασία και την ιστορική λογοτεχνία.
Ο Καρατζιάλε ταλαντευόταν ανάμεσα στο φιλελεύθερο ρεύμα και τον συντηρητισμό. Τα περισσότερα από τα σατιρικά έργα του στόχευαν το Εθνικό Φιλελεύθερο Κόμμα. Συγκρούσθηκε με τους τότε ηγέτες του Στούρτζα και Χασντέου, ενώ ήταν αντίπαλος του συμβολιστή ποιητή Αλεξάντρου Ματσεντόνσκι. Ως αποτέλεσμα αυτών των συγκρούσεων, η πρόσβασή του στο πολιτιστικό καταστημένο ήταν απαγορευμένη επί δεκαετίες. Αργότερα ο Καρατζιάλε πολιτεύθηκε με το ριζοσπαστικό κίνημα του Γκεόργκε Πάνου, πριν συνδεθεί με το Συντηρητικό Κόμμα. Στο τέλος εγκαταστάθηκε στο Βερολίνο, όπου και απεβίωσε.
Ο Ιόν Λούκα ήταν ανεψιός των Κοστάτσε Καρατζιάλε και Ιόργκου Κρατζιάλε, σημαντικών μορφών του ρουμανικού θεάτρου των μέσων του 19ου αιώνα. Οι γιοι του, Ματέιου και Λούκα, υπήρξαν αμφότεροι συγγραφείς του μοντερνισμού.
Ο Ιόν Λούκα Καρατζιάλε γεννήθηκε σε μία οικογένεια ελληνικής καταγωγής, της οποίας τα μέλη έφθασαν στη Βλαχία λίγο μετά το 1812, όταν στην εξουσία βρισκόταν ο πρίγκιπας Ιωάννης-Γεώργιος Καραγκέα (Καρατζάς). Το ζήτημα της καταγωγής του παππού του συγγραφέα ήταν μέχρι τον 21ο αιώνα ένα από τα πιο περίπλοκα της ρουμανικής φιλολογικοϊστορικής έρευνας. Αλλά το 2002, με την ευκαιρία της ανακηρύξεώς του ως «έτους Καρατζιάλε», έφερε και τη λύση του ζητήματος. Συγκεκριμένα, ήρθαν στο φως στοιχεία (χάρη στον διευθυντή του Κέντρου Μελέτης Ελληνικού Θεάτρου στην Αθήνα, Κώστα Ασημακόπουλο) κατά τα οποία ο παππούς του Ιόνα Λούκα, ονόματι Στέφανος Καραγιάλης, καταγόταν από την Κεφαλονιά και ήρθε στη Βλαχία από την Κωνσταντινούπολη ως μάγειρας του ηγεμόνα Καρατζά. Το επώνυμό του άλλαξε μετά από απαίτηση του ηγεμόνα[11]. Σύμφωνα με άλλους ερευνητές, οι πρόγονοι του συγγραφέα ήταν Αρμάνοι[12].
Ο πατέρας του Ιόνα Λούκα, ο Λουκάς, εγκαταστάθηκε στην Πράχοβα ως ο έφορος της Μονής Μαρτζινένι[13] (η οποία τότε ανήκε στην ελληνορθόδοξη Μονή της Αγίας Αικατερίνης του Σινά). Αργότερα, απέκτησε φήμη ως δικηγόρος και δικαστής στο Πλοέστι, και πήρε ως σύζυγό του την Εκατερίνα, κόρη εμπόρου από το Μπρασόβ της Τρανσυλβανίας[14][15] Το οικογενειακό όνομά της αναφέρεται ως Alexovici (Alexevici)[15] ή ως Karaboa (Caraboa)[16] και η ίδια ως ελληνικής επίσης καταγωγής[11][15]. Σύμφωνα με τον ιστορικό Lucian Nastasă, κάποιοι συγγενείς της ήταν μέλη της ουγγρικής οικογένειας Tabay. Απέκτησαν δύο τέκνα, τον Ιόνα Λούκα και τη Λέντσι[17].
Ο πατέρας και οι θείοι του Ιόνα Λούκα είχαν επικριθεί για το ότι δεν έλαβαν μέρος στην Επανάσταση της Βλαχίας του 1848, και υπερασπίσθηκαν τους εαυτούς τους με ένα φυλλάδιο που τυπώθηκε το 1848[18]. Οι «αδελφοί Καρατζιάλι», όπως ονομάζονταν, είχαν δύο αδελφές, την Αικατερίνη και την Αναστασία[19].
Ιδιαίτερα στην τελευταία περίοδο της ζωής του, ο συγγραφέας έδινε έμφαση στην ταπεινή κατάσταση της πατρικής οικογένειάς του και τη συνακόλουθη ιδιότητά του ως αυτοδημιούργητου άνδρα[19]. Παρότι ζήτησε από τον βιογράφο του, τον Κονσταντίν Ντομπροτζεάνου-Γκερέα, να τον χαρακτηρίσει ως «προλετάριο», η εκδοχή του Καρατζιάλε έχει αμφισβητηθεί από αρκετούς ερευνητές, που σημειώνουν ότι η οικογένεια είχε μία καλή κοινωνική θέση.
Ο Ιόν Λούκα Καρατζιάλε διατηρούσε χαμηλούς τόνους σχετικά με την εθνική του καταγωγή για το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του. Παράλληλα, οι μη ρουμανικές του ρίζες, ως ανθρώπου που αναμιγνυόταν στα πολιτικά πράγματα, τράβηξαν την προσοχή των αντιπάλων του, που τις χρησιμοποίησαν ως επιχειρήματα σε διάφορες πολεμικές[15][19][20][21]. Π.χ. καθώς οι σχέσεις του με τον Καρατζιάλε χειροτέρευσαν μέχρι σημείου εχθρότητας, ο Μιχαήλ Εμινέσκου είχε αναφερθεί στον πρώην φίλο του ως «αυτός ο `Ελληνας απατεώνας»[22]. Μπροστά σε τέτοια στάση, ο Καρατζιάλε σε πολλές περιπτώσεις προτιμούσε να αναφέρει την καταγωγή του ως «ασαφή».
Παρόλα αυτά, όπως σημειώνει ο λογοτεχνικός κριτικός ακαδημαϊκός Τουντόρ Βιάνου, η άποψη του Καρατζιάλε για τη ζωή ήταν καθαρά βαλκανική και αντιδυτική[23]. Μία παρόμοια γνώμη εκφράσθηκε από τον Παύλο Ζαριφόπουλο, που είκασε ότι η συντηρητική νοοτροπία του οφειλόταν πιθανώς στην «οκνηρία ενός αληθινού Ανατολίτη»[24]. Στο κύριο έργο του για την ιστορία της ρουμανικής λογοτεχνίας, ο ακαδημαϊκός Γκεόργκε Καλινέσκου εντάσσει τον Καρατζιάλε σε μία διακριτή ομάδα «Βαλκάνιων» συγγραφέων, των οποίων η μεσοαστική τάξη και ξενική καταγωγή τους ξεχώριζε ανεξάρτητα από τη χρονική τους περίοδο: σε αυτή την κατηγορία ενέτασσε, μεταξύ άλλων, τους Αντόν Παν, Τουντόρ Αργκέζι, Ιόν Μινουλέσκου, Ουρμούζ και Ιόν Μπάρμπου[25].
Σε μία περίπτωση ο ίδιος ο Καρατζιάλε είχε αναφέρει ότι ο παππούς του ήταν ένας «Έλληνας μάγειρας»[19]. Αρκετές άλλες φορές ανέφερε ότι οι ρίζες του βρίσκονταν στο ελληνικό νησί Ύδρα.
Αρχικώς ο Ιόν Λούκα ήταν γνωστός ως Ioanne L. Caragiali[26][27]. Η Νέα Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια τον αναφέρει με το όνομα Ιωάννης Λουκάς Καρατζιάλε[28]. Η οικογένεια και οι φίλοι του τον ήξεραν ως Ιάνκου ή, σπάνια, Ιανκούτου, αμφότερα απαρχαιωμένα υποκοριστικά του `Ιόν[29].
Ο Καρατζιάλε γεννήθηκε στο χωριό Χαϊμανάλε του νομού Πράχοβα, που σήμερα φέρει το όνομά του (I.L. Caragiale), κοντά στο Πλοέστι, όπου και πήγε σχολείο. Στα πρώτα χρόνια του πάντως, όπως υπεδείκνυε αργότερα, έμαθε ανάγνωση και γραφή με ένα δάσκαλο στην ορθόδοξη εκκλησία του Αγίου Γεωργίου[30]. Λίγο αργότερα διδάχθηκε ρουμανικά από τον Τρανσυλβανό Μπαζίλιε Ντραγκοσέσκου (του οποίου την επίδραση στη χρήση της γλώσσας ανεγνώρισε σε ένα από τα ύστερα έργα του)[31]. Σε ηλικία 7 ετών (Ιανουάριος 1859) έγινε μάρτυρας των πανηγυρισμών της εκλογής του Αλεξάνδρου Ιωάννου Κούζα ως ηγεμόνα της Βλαχίας. Οι μετέπειτα μεταρρυθμίσεις του Κούζα θα επιδρούσαν στις πολιτικές επιλογές του Καρατζιάλε σε μεγάλη ηλικία. Ο νέος ηγεμόνας είχε επισκεφθεί το δημοτικό σχολείο του μελλοντικού συγγραφέα αργότερα το 1859 και είχε γίνει δεκτός με ενθουσιασμό από τον Ντραγκοσέσκου και τους μαθητές του.
Ο Καρατζιάλε ολοκλήρωσε το γυμνάσιο στο Πλοέστι (καθηγητής του μάλιστα στην Ιστορία ήταν ο Κονστ. Ιενέσκου, μετέπειτα δήμαρχος της πόλης) και ποτέ δεν επεδίωξε κάποια μορφή πανεπιστημιακής εκπαιδεύσεως[32]. Ωστόσο, μετά το γυμνάσιο παρακολούθησε μαθήματα απαγγελίας και ηθοποιίας στο Ωδείο του Βουκουρεστίου, όπου καθηγητής ήταν ο θείος του, Κοστάτσε (= «Κωστάκης») Καρατζιάλε, θέλοντας να ακολουθήσει τα βήματα των θείων του[33]. Δεν μπόρεσε όμως να βρει πλήρη απασχόληση σε αυτό το επάγγελμα και εργάσθηκε για λίγο ως αντιγραφέας στο δικαστήριο της Πράχοβα[34].
Τη δεκαετία του 1860 ο Καρατζιάλε είδε την ανατροπή του Κούζα από ένα συνασπισμό συντηρητικών και φιλελευθέρων: καθώς παραδέχθηκε αργότερα σε ένα έργο του, εκείνος και οι φίλοι του συμφώνησαν να υποστηρίξουν εκ των υστέρων το κίνημα ψηφίζοντας «ναι» σε δημοψήφισμα που ακολούθησε[35]. Σε ηλικία 18 ετών ήταν ήδη ενθουσιώδης υποστηρικτής του φιλελεύθερου ρεύματος.
Επέστρεψε στο Βουκουρέστι όταν ο διευθυντής Μιχαήλ Πασκάλυ τον προσέλαβε ως έναν από τους υποβολείς στο Εθνικό Θέατρο, μία περίοδο που ο Καρατζιάλε ανακαλεί στο έργο του Din carnetul unui vechi sufleur[36]. Ο Μιχαήλ Εμινέσκου είχε προηγουμένως εργασθεί στην ίδια θέση[37]. Εκτός από την αυξανόμενη εξοικείωση με το θεατρικό ρεπερτόριο, ο νεαρός Καρατζιάλε αυτομορφώθηκε διαβάζοντας τα φιλοσοφικά έργα φιλοσόφων του Διαφωτισμού. Την ίδια εποχή εργαζόταν επίσης ως διορθωτής και επιμελητής εκδόσεων.
Ο Ιόν Λούκα πραγματοποίησε το λογοτεχνικό ντεμπούτο του το 1873, σε ηλικία 21 ετών, με ποιήματα και χιουμοριστικά χρονικά που δημοσιεύθηκαν στο φιλελεύθερο σατιρικό περιοδικό του G. Dem. Teodorescu Ghimpele. Δημοσίευσε και λίγα σχετικώς άρθρα με διάφορα ψευδώνυμα — ανάμεσά τους το Car., η σύντμηση του επωνύμου του, και το λιγότερο κοινότυπο Palicar[38]. Κυρίως επιτελούσε βασικές εργασίες για τους συντάκτες και τη μηχανή του τυπογραφείου, αφού μετά τον θάνατο του πατέρα του το 1870 ήταν ο μόνος που συντηρούσε οικονομικά τη μητέρα του και την αδελφή του[39]. Στο Βουκουρέστι ενώθηκε με τη ριζοσπαστική-ρεπουμπλικανική πτέρυγα των φιλελευθέρων, τους λεγόμενους «Κόκκινους». Καθώς ομολόγησε αργότερα, παρακολουθούσε συχνά τα κομματικά συνέδρια και τους λόγους του ηγέτη της πτέρυγας C.A. Rosetti (ιταλικής και Φαναριώτικης καταγωγής), γνωρίζοντας έτσι από πολύ κοντά τον λαϊκιστικό λόγο, τον οποίο αργότερα παρώδησε στα έργα του[40].
Ο τόνος πολλών εκ των άρθρων του για το Ghimpele ήταν σαρκαστικός και είχε ως στόχο του διάφορες λογοτεχνικές ή παραλογοτεχνικές μορφές της εποχής. Τον Ιούνιο 1874 για παράδειγμα ο Καρατζιάλε διασκέδασε σε βάρος του N.D. Popescu-Popnedea, συγγραφέα λαϊκών αλμανάκ των οποίων το γούστο κατεκρινε[41], ενώ λίγο μετά σατίρισε τον ανερχόμενο και μετέπειτα σημαντικό Ρουμάνο ποιητή Αλεξάντρου Ματσεντόνσκι, ο οποίος είχε δημοσιοποιήσει τον ισχυρισμό του ότι ήταν ο πολωνικής καταγωγής «Κόμης Γκεναντιέφσκι»[42]. Το άρθρο αυτό υπήρξε η πρώτη πράξη μιας μακράς πολεμικής ανάμεσα στις δύο λογοτεχνικές αυτές προσωπικότητες.
Τα ποιήματα του Καρατζιάλε στο Ghimpele περιλαμβάνουν δύο σονέτα και μία σειρά επιγραμμάτων (ένα απο τα οποία ήταν μία ακόμα επίθεση κατά του Ματσεντόνσκι)[43]. Το πρώτο ποίημα, ένα σονέτο του 1873 αφιερωμένο στον βαρύτονο Αγκοστίνο Ματσόλι, πιστεύεται ότι υπήρξε η πρώτη του συνεισφορά στη λογοτεχνία, σε αντιδιαστολή με τη δημοσιογραφία[44].
Το 1896 ο Ματσεντόνσκι θα έγραφε:
«Από το 1872, οι πελάτες κάποιων υπαίθριων μπιραριών της πρωτεύουσας είχαν την ευκαιρία να καλωσορίσουν ανάμεσά τους ένα θορυβώδη νεαρό, ένα αλλόκοτο πνεύμα που έμοιαζε προορισμένο, αν είχε αφοσιωθεί στα γράμματα ή στις τέχνες, να είναι απόλυτα πρωτότυπο. Η εμφάνιση αυτού του νέου, οι χειρονομίες του, το σαρκαστικό του χαμόγελο [...], η πάντα εκνευρισμένη και κοροϊδευτική του φωνή, καθώς και οι σοφιστείες του, προσείλκυαν εύκολα την προσοχή.»[45]
Τα επόμενα χρόνια ο Καρατζιάλε συνεργάσθηκε με διάφορα φερέφωνα του αρτισύστατου Εθνικού Φιλελεύθερου Κόμματος της Ρουμανίας και, τον Μάιο του 1877, δημιούργησε το σατιρικό περιοδικό Claponul[46]. Την ίδια χρονιά μετέφρασε μία σειρά γαλλικών θεατρικών έργων για το Εθνικό Θέατρο, όπως το L'Hetman του Πωλ Ντερουλέντ και το Une camaraderie του Εζέν Σκριμπ[47].
Εκείνη την εποχή συνεισέφερε μία επισκόπηση του ρουμανικού θεάτρου σε συνέχειες στην εφημερίδα România Liberă, όπου επιτέθηκε κατά της «κατωτερότητας» της ρουμανικής δραματουργίας και την ευρεία καταφυγή στη λογοκλοπή[48]. Σύμφωνα με τον ιστορικό της λογοτεχνίας Περπεσίκιους (Ντουμίτρου Παναϊτέσκου), η σειρά ήταν «μία από τις στερεότερες κριτικές συνεισφορές στην ιστορία του θεάτρου μας»[49].
Ο νεαρός Καρατζιάλε άρχισε να απομακρύνεται από τις πολιτικές του Εθνικού Φιλελεύθερου Κόμματος σύντομα μετά την άνοδό του στην εξουσία το 1876, με τον Ιόν Μπρατιάνου ως πρωθυπουργό[50]. Σύμφωνα με πολλές πηγές, ο Εμινέσκου, ως συντάκτης της κυριότερης συντηρητικής εφημερίδας, της Timpul, ζήτησε να συνεργάζεται στη σύνταξη με τον Καρατζιάλε και τον Τρανσυλβανό πεζογράφο Ιοάν Σλαβίτσι.
Ο Σλαβίτσι έγραψε αργότερα ότι οι τρεις τους είχαν μακρές συζητήσεις στα γραφεία της Timpul και στο σπίτι του Εμινέσκου, όπου προγραμμάτισαν να συγγράψουν από κοινού ένα μεγάλο έργο για τη ρουμανική γραμματική[47].
Τότε η Ρουμανία πήρε μέρος στον Ρωσοτουρκικό Πόλεμο. Εκείνη την περίοδο ο Καρατζιάλε φαίνεται ότι έγραψε στην εφημερίδα αρκετά ανυπόγραφα κείμενα που κάλυπταν εξωτερικά νέα, όπως και δύο διασκευές διηγημάτων του Έντγκαρ Άλλαν Πόε που δημοσιεύθηκαν στην Timpul την άνοιξη και το θέρος του 1878[50]. Ωστόσο, επικεντρώθηκε στo σατιρικό περιοδικό του, το Claponul, το οποίο συνέτασσε και έγραφε μόνος του καθ' όλη τη διάρκεια του πολέμου[51]. Αξισημείωτο έργο του εκείνης της περιόδου είναι το Pohod la şosea, ένα έμμετρο ρεπορτάζ που κατέγραφε την είσοδο του ρωσικού στρατού στο Βουκουρέστι και την υποδοχή που έτυχε στους δρόμους[52]. Το Claponul σταμάτησε να εκδίδεται την άνοιξη του 1878[53].
Πιθανώς μέσω του Εμινέσκου ο Καρατζιάλε ήρθε σε επαφή με τη σημαντική λογοτεχνική ένωση του Ιασίου Junimea, που ήταν εναντίον του Εθνικού Φιλελεύθερου Κόμματος. Αρχικώς, ο Καρατζιάλε συναντήθηκε με τον ιδρυτή της, τον κριτικό και πολιτικό Τίτο Μαγιορέσκου. Κατά τη διάρκεια πολλών συναντήσεων, ο Μαγιορέσκου ζήτησε από τον Καρατζιάλε να καταγράψει μία σειρά από αφορισμούς του σε ένα λεύκωμα. Κάποιες από τις συμπυκνωμένες αυτές σκέψεις του είναι ενδείξεις μισανθρωπίας[54] και, σε κάποιο βαθμό, μισογυνισμού[55].
Το 1878 οι Καρατζιάλε και Μαγιορέσκου πήγαν στο Ιάσιο, όπου παρακολούθησαν την εκδήλωση για τα 15α γενέθλια της Junimea, στην οποία ο Καρατζιάλε διάβασε την πρώτη γραφή του διάσημου θεατρικού έργου του Ο noapte furtunoasă[56]. Το έργο, που σατίριζε το μίγμα φιλελεύθερων αξιών και δημαγωγίας της μικροαστικής τάξης πάνω σε ένα υπόβαθρο επιπόλαιας κουλτούρας, άγγιξε αμέσως την ομήγυρη[57]. Η εγγραφή του Καρατζιάλε ως μέλους της Junimea υπήρξε μία από τις στροφές της δεύτερης περιόδου της εταιρείας, που χαρακτηρίζεται από την επέκτασή της στο Βουκουρέστι και την ενίσχυση από αυτή των καλών τεχνών[58]. Συγγραφείς που επίσης σημάδεψαν αυτή τη στροφή ήταν οι Ιόν Κρεάνγκα, Ι. Σλαβίτσι, Βασίλε Αλεκσάντρι και Βασίλε Κόντα: μαζί με τον Καρατζιάλε έγιναν σύντομα οι βασικοί εκπρόσωποι των επιδράσεων της Junimea στη ρουμανική λογοτεχνία[59]. Σε ποικίλους βαθμούς, όλοι τους υποστήριξαν το κύριο στοιχείο της Junimea, την κριτική του Μαγιορέσκου ενάντια στις «φόρμες χωρίς θεμελίωση» (η έννοια αναφέρεται στην αρνητική επίδραση του εκσυγχρονισμού, που κατά τον Μαγιορέσκου είχε μέχρι τότε ωφελήσει μόνο τα ανώτερα στρώματα της ρουμανικής κοινωνίας, αφήνοντας τα υπόλοιπα με μία ατελή και όλο και πιο νόθα κουλτούρα[59].
Ο Καρατζιάλε συνέχισε να συνεισφέρει στο όργανο της Junimea, το Convorbiri Literare, ακόμα και μετά το 1885, όταν η εταιρεία είχε αρχίσει να παρακμάζει[60]. Σε αυτό το έντυπο πρωτοδημοσιεύθηκαν όλες οι σημαντικές κωμωδίες του. Ωστόσο, δεν ακολούθησε την κίνηση του Πέτρε Καρπ, που στόχευε να καταστήσει τη Junimea την τρίτη δύναμη στη ρουμανική πολιτική σκηνή, και παρέμεινε ανεξάρτητος κομματικά όλα τα επόμενα χρόνια[61].
Στις αρχές Ιανουαρίου του 1879 το Ο noapte furtunoasă πρωτοανέβηκε από το Εθνικό Θέατρο της Ρουμανίας[62]. Το ανέβασμα αυτό υπήρξε η πρώτη συνεργασία του Καρατζιάλε με τον κωμικό Μιχαήλ Ματεέσκου, που συνεχίστηκε με τους πιο δημοφιλείς ήρωες του συγγραφέα[63]. Οι παραστάσεις σημείωσαν επιτυχία και η φήμη έφθασε στον Καρατζιάλε, παρά το γεγονός ότι είχε αρνηθεί να τυπωθεί το όνομά του στις αφίσες του έργου[64]. Σύντομα, ο Καρατζιάλε έγινε έξω φρενών όταν ανακάλυψε πως, από τη δεύτερη παράσταση, το κείμενό του είχε «στρογγυλευθεί» από τον διορισμένο από την κυβέρνηση «επίτροπο θεάτρων» εθνικοφιλελεύθερο Ιόνα Γκίκα[65]. `Οταν ζήτησε μία επίσημη εξήγηση, το Ο noapte furtunoasă αφαιρέθηκε από το πρόγραμμα της περιόδου[66]. Τα επόμενα έτη, ανεξάρτητοι θίασοι ανέβασαν το έργο[67]. Αποκαταστάθηκε στο ρεπερτόριο του Εθνικού Θεάτρου το 1883 και ήταν τόσο επιτυχημένο ώστε κρατικά θέατρα σε πόλεις όπως η Κραϊόβα και το Ιάσιο έκαναν προσπάθειες για να το συμπεριλάβουν στα δικά τους προγράμματα[68].
Στη συνέχεια ο Καρατζιάλε συμμετέσχε στη σκηνοθεσία των έργων του στο Εθνικό Θέατρο, όπου ο κυριότερος συνεργάτης του ήταν ο ηθοποιός και μάνατζερ Κονσταντίν Νοταρά[69].
Το 1880 ο Καρατζιάλε ΄τύπωσε το Conu Leonida faţă cu reacţiunea, ένα θεατρικό έργο με ήρωες έναν αμόρφωτο «Κόκκινο» συνταξιούχο και την αφελή σύζυγό του, που, ακούγοντας έναν καυγά κάτω στον δρόμο, πιστεύουν ότι επίκειται επανάσταση. Δημοσιεύει επίσης τις πρώτες σημειώσεις του από τον κόσμο του θεάτρου, ταυτόχρονα με την έκδοση του αντίστοιχου τόμου απομνημνευμάτων από τον Κρεάνγκα, του Amintiri din copilărie.
Συνοδευόμενος από τον Μαγιορέσκου, ο Καρατζιάλε μεταβαίνει στη Βιέννη, όπου παρακολουθούν την παράσταση του έργου Όνειρο Θερινής Νυκτός. Μετά την επιστροφή του μένει πρακτικά άνεργος, παραχωρώντας τη θέση του στο Timpul το 1881. Ωστόσο, εκείνο το φθινόπωρο ο Βασίλε Ουρεκέα, υπουργός παιδείας στην κυβέρνηση Μπρατιάνου τον διορίζει «γενικό επιθεωρητή» των Μολδαβικών νομών Σουτσεάβα και Νέαμτς. Επωφελούμενος από την εγγύτητα της νέας του θέσεως με το Ιάσιο, ο Καρατζιάλε συμμετείχε τακτικά στις δραστηριότητες της Junimea'.
Γνωρίστηκε με τη Βερόνικα Μίκλε, μία συγγραφέα και φιλενάδα του Εμινέσκου[70]. Για λίγο είχαν μία αισθηματική σχέση[71], πράγμα που χάλασε τη φιλία Εμινέσκου-Καρατζιάλε[72].
Το 1882 ο Καρατζιάλε μετακομίζει πάλι στη Βλαχία, καθώς μετατίθεται ως ο γενικός επιθεωρητής στους νομούς `Αρτζες και Βίλτσεα. Τελικά αποπέμφθηκε από αυτή τη θέση το 1884, οπότε βρέθηκε στο χείλος της χρεωκοπίας. Αποδέχθηκε έτσι την ταπεινή θέση του ταμία στο ληξιαρχείο. Πιθανώς σε αυτή την περίοδο γράφτηκε το μελόδραμά του Ο soacră (ο συγγραφέας, που ήξερε τις ατέλειές του, υπαινισσόταν ότι ήταν έργο της νιότης του, χρονολογώντας το στα 1876[73], ωστόσο αυτό αναιρείται από πολλές λεπτομέρειες του κειμένου[74].
Αυτά τα χρόνια, ο Καρατζιάλε εμπλέκεται σε διαμάχες μεταξύ μελών της Junimea: αντιτίθεται στο ύφος του γηραιού ποιητή Βασίλε Αλεκσάντρι, ο οποίος γελοιοποιούσε τον Εμινέσκου[75], και τον επικρίνει δημόσια σε συνάντηση της εταιρείας τον Μάρτιο 1884.
Η εύπορη συγγενής του Καρατζιάλε, Κατίνκα Μομούλο Καρντίνι, χήρα εξαδέλφη της μητέρας του, πέθανε το 1885, οπότε ο συγγραφέας είχε την προοπτική να κληρονομήσει μία μεγάλη περιουσία[76]. Ωστόσο, εμπλέκεται σε μία δικαστική διαμάχη με τους άλλους συγγενείς της «Μομουλοάγια» (όπως ήταν γνωστή), που κράτησε μέχρι τις αρχές του εικοστού αιώνα[77].
Το 1885 η νέα κωμωδία του Καρατζιάλε, η Ο scrisoare pierdută (= `Ενα χαμένο γράμμα), ανεβαίνει για πρώτη φορά στη σκηνή. Μία τοιχογραφία των συγκρουόμενων πολιτικών μηχανισμών, πολιτικής διαφθοράς στην επαρχία, μικροφιλοδοξιών και δημαγωγίας, έγινε αμέσως λαϊκή επιτυχία[78] και ένα από τα γνωστότερα έργα του είδους του στη ρουμανική λογοτεχνία. Ο Μαγιορέσκου χάρηκε για την επιτυχία του και πίστευε ότι συνιστούσε σημάδι ωριμότητας για τη ρουμανική κοινωνία, η οποία, όπως το έθεσε, «άρχιζε να γελά» με την εθνικοφιλελεύθερη ρητορική[79].
Ο Καρατζιάλε είχε τότε μία ρομαντική σχέση με μία ανύπαντρη κοπέλα, τη Μαρία Κονσταντινέσκου, η οποία εργαζόταν στο Δημαρχείο του Βουκουρεστίου και το 1885 γέννησε τον Ματέι, τον οποίο ο Καρατζιάλε αναγνώρισε ως γιο του[80].
Το ίδιο έτος, το έργο του D-ale carnavalului, μία ελαφρότερη σάτιρα των ηθών των προαστίων και ερώτων, έγινε δεκτό με γιουχαΐσματα από μέρος του κοινού, ενώ κριτικοί το απεκάλεσαν «ανήθικο» εξαιτίας του ότι περιέγραφε μία μοιχεία που έμεινε ατιμώρητη[81]. Υπερασπιζόμενος τον φίλο του, ο Μαγιορέσκου δημοσίευσε ένα δοκίμιο πολύ επικριτικό των εθνικοφιλελεύθερων απόψεων, το Comediile domnului Caragiale, που επανεκδόθηκε το 1889 ως πρόλογος στην έκδοση όλων των θεατρικών έργων του Καρατζιάλε[82]. Σε αυτό, ο κριτικός, επηρεασμένος από τις ιδέες του Άρθουρ Σοπενχάουερ, υποστηρίζει ότι ο Καρατζιάλε ανύψωνε το ανθρώπινο πνεύμα, ακριβώς επειδή είχε υπερβεί τον διδακτισμό και τον εγωισμό . Απαντώντας σε επικρίσεις ότι το έργο δεν ήταν «πατριωτικό», ο Μαγιορέσκου έγραψε: «Ακόμα και ο πατριωτισμός, η σημαντικότερη έννοια για τον πολίτη ενός κράτους ως προς τις δράσεις του ως πολίτη, δεν έχει θέση στην τέχνη ως μία ad-hoc μορφή πατριωτισμού [...]. Υπάρχει μήπως έστω και ένας στίχος γαλλικού πατριωτισμού στον Κορνήλιο; Υπάρχει κάποιο εθνικό σκίρτημα στον Ρακίνα; Υπάρχει στον Μολιέρο; Στον Σαίξπηρ; Στον Γκαίτε;»[83].
Το άρθρο αυτό διεδραμάτισε ένα σημαντικό ρόλο στο να επανασυμφιλιώσει τον Καρατζιάλε με το γενικό κοινό, αλλά οδήγησε και σε μία πολεμική ανάμεσα στον Μαγιορέσκου και τον μαρξιστή φιλόσοφο Κονσταντίν Ντομπροτζεάνου-Γκερέα. Ο Γκερέα επιχειρηματολόγησε υπέρ του Καρατζιάλε, αλλά θεώρησε το D-ale carnavalului το πιο αδύναμο έργο του[84].
Παρά τις συγκρούσεις του με τους Εθνικούς Φιλελεύθερους, ο Καρατζιάλε, που ακόμα είχε προβλήματα βιοπορισμού, συμφώνησε να γράφει κομμάτια για τον κομματικό τύπο, όπως το περιοδικό Voinţa Naţională υπό το ψευδώνυμο Luca. Παράλληλα, δίδασκε στο ιδιωτικό γυμνάσιο Sfântul Gheorghe στο Βουκουρέστι[85]. Αυτή η περίοδος στη σταδιοδρομία του έληξε το 1888, όταν ο Μαγιορέσκου έγινε Υπουργός Παιδείας στην κυβέρνηση του Τεοντόρ Ροσέτι. Ο Καρατζιάλε του ζήτησε να διορισθεί υπεύθυνος των θεάτρων, θέση που περιελάμβανε την ηγεσία του Εθνικού Θεάτρου της Ρουμανίας. Παρότι ο Μαγιορέσκου αρχικώς αντιτέθηκε, στο τέλος ο Καρατζιάλε εξασφάλισε τη θέση[86].
Ο διορισμός προκάλεσε κάποια αντίδραση. Καθώς οι Εθνοφιλελεύθεροι ενέτειναν την εκστρατεία τους εναντίον του, ο συγγραφέας έστειλε μία ανοικτή επιστολή στον τύπο της πρωτεύουσας, όπου διατύπωνε τις προθέσεις του και εξηγούσε τις συνθήκες του διορισμού του[87]. Αποδίδει την άνοδό του στο ενδιαφέρον της Junimea για το έργο του. Ως προς τις διοικητικές του ικανότητες, περιέγραψε και αργότερα εφάρμοσε ένα πρόγραμμα κρατικών θεάτρων. Παρόλα αυτά, παραιτήθηκε στο τέλος της θεατρικής περιόδου και επέστρεψε στις λογοτεχνικές του δραστηριότητες.
Τον Ιανουάριο του 1889 ο Καρατζιάλε νυμφεύθηκε την Αλεξανδρίνα, κόρη του αρχιτέκτονα Γκαετάνο Μπουρέλυ. Εκείνη ήταν μέλος της ελίτ του Βουκουρεστίου, πράγμα που βελτίωσε την κοινωνική θέση του συγγραφέα[88]. Μαζί απέκτησαν δύο παιδιά: τον ποιητή, μυθιστοριογράφο και μεταφραστή Λούκα (γνωστό ως Luky, γενν. το 1893) και την Εκατερίνα (ή Tuşchi, γενν. το 1894)[89]. Αρκετά χρόνια αργότερα, η οικογένεια έφερε και τον Ματέι στο σπίτι και ο Καρατζιάλε τον ενέγραψε στο Κολέγιο Sfântul Gheorghe.
Το 1890, μαζί με την έκδοση του τόμου με όλα τα θεατρικά έργα του, ο Καρατζιάλε τύπωσε και ανέβασε την ποιμενική τραγωδία του Năpasta. Αμφότερα τα βιβλία υποβλήθηκαν στη Ρουμανική Ακαδημία, για το ετήσιο βραβείο της, το Βραβείο «Ίων Ηλιάδης-Ραντουλέσκου». Η σύγκρουση του Καρατζιάλε με τους Εθνικοφιλελεύθερους έφθασε στην κορύφωσή της, καθώς δύο από τους αντιπροσώπους τους στην Ακαδημία, ο ιστορικός Μπογκντάν Πετριτσέικου Χασντέου και ο μελλοντικός πρωθυπουργός Ντιμίτριε Στούρτζα, έδωσαν αρνητικές εισηγήσεις[90], ενώ, όταν ο Ιακώβ Νεγκρούτσι της Junimea τον υπερασπίσθηκε, ο Στούρτζα ισχυρίσθηκε ότι από όλο το έργο του Καρατζιάλε απουσίαζε η «ηθική και εθνική ποιότης»[91].
Οι Χασντέου και Στούρτζα συνέκριναν τον δραματουργό με συγγραφείς με αλλοεθνείς ρίζες, όπως η Γερμανίδα Μίτε Κρέμνιτς και ο Εβραίος Γιόσεφ Brociner[92]. Για τους δύο φιλελεύθερους, οι Κρέμνιτς και Brociner, που είχαν συγγράψει έργα επικριτικά του ρουμανικού κατεστημένου, βοηθούσαν να κατασκευασθεί μία αρνητική εικόνα του ρουμανικού έθνους». Ο Χασντέου επέμεινε ότι ο ίδιος ο Καρατζιάλε δημιουργούσε προβλήματα για τη χώρα, ενώ ο Στούρτζα ότι τα έργα του είχαν αποτύχει στον να δείξουν «αγάπη για το αληθινό, το όμορφο και το καλό»[93]. Τόνισε: «ο κ. Καρατζιάλε θα έπρεπε να μάθει πώς να σέβεται τη χώρα του, και όχι να τη γελοιοποιεί»[93].
Τα παραπάνω, και ιδίως η στάση του Στούρτζα, προκάλεσαν την αρνητική ψήφο της Ακαδημίας (20 ψήφοι κατά και μόλις τρεις υπέρ)[94], εξαγριώνοντας τον Καρατζιάλε[95].
Την ίδια εποχή, ο Καρατζιάλε δημοσίευσε δύο απομνημονεύματα του Εμινέσκου (ο ποιητής είχε πεθάνει το 1889[96]. Σιγά-σιγά, άρχισε να στρέφεται εναντίον και του Μαγιορέσκου, ίσως εξαιτίας τού ότι πίστευε πως η Junimea είχε αποτύχει να τον υπερασπισθεί στο θέμα της Ακαδημίας[97]. Τον Μάιο του 1892 χρησιμοποίησε ένα δημόσιο συνέδριο στο Romanian Athenaeum του Βουκουρεστίου ως βήμα για να γνωστοποιήσει τις απόψεις του ενάντια στον πρώην υπουργό Παιδείας και τους ανθρώπους του, πράγμα που προκάλεσε οριστικό ρήγμα μεταξύ τους[98]. Ο Καρατζιάλε έγραψε επίσης το Două note («Δϋο σημειώσεις»), ένα άρθρο που κατηγορούσε τον Μαγιορέσκου ότι είχε τροποποιήσει και λογοκρίνει ποιήματα του Εμινέσκου, καθώς και ότι είχε εκμεταλλευθεί τον ποιητή για να κερδίσει χρήματα[99]. Την ίδια περίπου εποχή έπαψε να συνεισφέρει και στο περιοδικό Convorbiri Literare.
Στα τέλη του 1892, ο Καρατζιάλε δημοσίευσε δύο τόμους πεζογραφίας, με τις νέες του νουβέλες Păcat, Ο făclie de Paşte (= «Μια πασχαλινή λαμπάδα») και Om cu noroc[100]. Το 1893 άρχισε να συχνάζει σε σοσιαλιστικούς κύκλους και σύντομα έγινε φίλος με τον μαρξιστή διανοητή Κονσταντίν Ντομπροτζεάνου-Γκερέα[101]. Οικονομικοί λόγοι υποχρέωσαν τον Καρατζιάλε να ανοίξει μία υπαίθρια μπιραρία στο προάστιο Lipscani του Βουκουρεστίου[102]. Μετά, αγόρασε μία παμπ σε γειτονικό δρόμο[15][27]. Ωστόσο, σε επιστολή του της ίδιας εποχής δείχνει να σχεδιάζει να μετακομίσει στην Τρανσυλβανία και να αρχίσει νέα σταδιοδρομία ως δάσκαλος.
Το 1894 εκμίσθωσε το εστιατόριο του σιδηροδρομικού σταθμού του Μπουζάου (το ίδιο είχε κάνει ο Ντομπροτζεάνου-Γκερέα στο Πλοέστι)[103]. Οι διαδοχικές αυτές επιχειρήσεις έβγαζαν με δυσκολία τα έξοδά τους και ο καρατζιάλε βρισκόταν συχνά στα όρια της χρεοκοπίας, παρότι θυσίαζε χρόνο και κόπο. Τελικώς απεφάσισε να μην ανανεώσει το συμβόλαιό του στο τέλος του έτους[27].
Μαζί με τον σοσιαλιστή ακτιβιστή «Τόνυ» (Αντόν Κοστάκε) Μπακαλμπάσα και τον εικονογράφο C. Jiquidi, ο Καρατζιάλε ίδρυσε το σατιρικό περιοδικό Moftul Român, που έπαψε να εκδίδεται μετά από λίγους μήνες, προτού ξαναβγεί το 1901 και καταστεί σημαντικό βήμα κοινωνικής κριτικής[104]. Ο τίτλος του, μεταφράσιμος ως είτε «η ρουμάνικη ασημαντότητα», είτε «η ρουμάνικη ανοησία», υπονοούσε τον κυνισμό και τον ναρκισσισμό της σύγχρονης ρουμανικής κοινωνίας[100].
Παράλληλα, ο Καρατζιάλε ανανέωσε τις επαφές του με τους Τρανσυλβανούς διανοητές: Με τους Τζεόρτζε Κόσμπουκ και Ιοάν Σλαβίτσι ίδρυσε το περιοδικό Vatra (= «Η πυροστιά», πρώτο τεύχος 1/1/1894) και μετά αποσύρθηκε από την προσπάθεια[105]. Κατά τη σύντομη θητεία του εκεί δημοσίευσε ανυπόγραφα ένα θεατρικό σκετς, το Cum se înţeleg ţăranii («Πώς επικοινωνούν οι χωριάτες»), όπου καταγράφει σατιρικά ένα μακροσκελή διάλογο μεταξύ δύο χωρικών, όλο περιττές επαναλήψεις[106]. Επίσης, ένα πορτραίτο του αποθανόντος πρώην πρωθυπουργού Μιχαήλ Κογκαλνιτσεάνου και ένα παραμύθι εμπνευσμένο από τα γραπτά του Αντόν Παν. Επίσης, μετάφρασε μία νουβέλα της φίλης του, βασίλισσας Ελισάβετ, υπό τον τίτλο Răzbunare («Εκδίκηση»).
Την ίδια εποχή συνέγραψε ένα κείμενο για τον διάδοχο του ρουμανικού θρόνου πρίγκιπα Φερδινάνδο, που είχε ασθενήσει σοβαρά, ένα κείμενο που αναδεικνύει τον Καρατζιάλε ως παθιασμένο υποστηρικτή της ρουμανικής μοναρχίας, να προσεύχεται για την υγεία του Φερδινάνδου[107]. Το 1898 έγραψε ένα μακροσκελές δοκίμιο για την κατάσταση του ρουμανικού θεάτρου (στο οποίο εξυμνεί τον ηθοποιό Ιόν Μπρεζεάνου, που έγινε διάσημος παίζοντας στα εργα του) και τη νουβέλα În vreme de război, φαντασία με φόντο τον Ρωσοτουρκικό Πόλεμο του 1877–1878.
Το 1895, σε ηλικία 43 ετών, ο Καρατζιάλε αποφάσισε να ενταχθεί στο Ριζοσπαστικό Κόμμα, που εκείνη την εποχή είχε ως αρχηγό τον πρώην οπαδό της Junimea Γκεόρκε Πάνου, κι ένα χρόνο αργότερα άρχισε να αρθρογραφεί στο όργανό του, την εφημερίδα Ziua (= «Ημέρα»)[108]. Παρόλα αυτά, συνέχισε να δημοσιεύει και στην Gazeta Poporului, την εφημερίδα των Εθνοφιλελευθέρων, με νέες επιθέσεις κατά της Junimea υπό τα ψευδώνυμα i και Ion[109].
Το 1895 ο συγγραφέας ακολούθησε τους Ριζοσπάστες στην ασυνήθιστη συγχώνευσή τους με το Συντηρητικό Κόμμα[110]. Ο Καρατζιάλε ταυτίσθηκε με τις πολιτικές μιας νέας ηγετικής ομάδας των Συντηρητικών, που περιελάμβανε τους Νικολάε Φιλιπέσκου και Αλεξάντρου [111]. Αναστατώθηκε όταν ο αριστοκράτης Λαχοβάρι πέθανε πρόωρα λίγο αργότερα, και συνέγραψε τη νεκρολογία του[112].
Ο Καρατζιάλε έγινε συνεργάτης του περιοδικού του Φιλιπέσκου Epoca και συντάκτης του λογοτεχνικού του ενθέτου[113]. Σε κείμενό του εκεί συζήτησε τα φιλοσοφικά κείμενα του Ντομπροτζεάνου-Γκερέα: παρότι κατανοεί τα συμπεράσματά του, ο Καρατζιάλε δηλώνει καθαρά ότι δεν ενδιαφερόταν για τη σοσιαλιστική ιδεολογία ή για οποιαδήποτε άλλη («Κάθε ιδέα, γνώμη ή σύστημα είναι απολύτως ξένη προς εμένα, με τον πιο απόλυτο τρόπο»)[114]. Επίσης, δημοσίευσε ένα άρθρο στο οποίο επέκρινε τον Ντιμίτριε Στούρτζα: ο τίτλος του, Ο lichea (περίπου μεταφράζεται ως «ο παλιάνθρωπος»), έγινε με δυσκολία αποδεκτός από το περιοδικό Epoca, μόνο όταν ο Καρατζιάλε ισχυρίσθηκε ότι υπονοούσε την αρχική σημασία της λέξεως lichea (= «κηλίδα»)[115].
Την ίδια περίοδο ο Καρατζιάλε άρχισε να συνεργάζεται με τον παλαιό γνωστό του από τη Junimea, Μιχαήλ Ντραγκομιρέσκου. Πιεζόμενος και πάλι από οικονομικά προβλήματα, επέστρεψε σε μία διοικητική θέση: Αυτή τη φορά διορίσθηκε στη διοίκηση των κρατικών μονοπωλίων από την κυβέρνηση των Συντηρητικών του Καντακουζηνού τον Ιούνιο του 1899[116]. Το 1901 η θέση αυτή καταργήθηκε εξαιτίας περικοπών στον προϋπολογισμό[117] από την τρίτη πρωθυπουργία του Στούρτζα, κάτι που αναζωογόνησε τη σύγκρουση μεταξύ των δύο ανδρών. Ταυτόχρονα, ο Καρατζιάλε συνεισέφερε στη νέα ημερήσια εφημερίδα του Λουίτζι Cazzavillan Universul, όπου είχε τη στήλη των «Κριτικών σημειωμάτων[118]. Αυτό το υλικό σχημάτισε τον κύριο όγκο του τόμου του Momente şi schiţe.
Ο Καρατζιάλε συνέχισε να επιδιώκει μία επιχειρηματική σταδιοδρομία και το 1901 εγκαινίασε τη δική του εταιρεία Berăria cooperativă, που απέκτησε την παμπ Gambrinus μπροστά από το Εθνικό Θέατρο[119]. Αυτή η παμπ έγινε γρήγορα «στέκι» ενός λογοτεχνικού κύκλου που περιελάμβανε μεταξύ άλλων τους Μπακαλμπάσα και Μπρεζεάνου, τον σατιρικό συγγραφέα Ντουμίτρου Κονσταντινέσκου-Τελεορμανεάνου (γνωστού ως «Teleor»), αλλά και τον ακαδημαϊκό I. Σουτσιάνου. Εκεί, την ίδια χρονιά οι φίλοι του διοργάνωσαν προς τιμή του δεξίωση για τα 25 χρόνια λογοτεχνικής προσφοράς του, όπου λόγο έβγαλε μεταξύ άλλων ο πολιτικός των Συντηρητικών και διηγηματογράφος Τάκε Ιονέσκου[120], μετέπειτα για λίγο πρωθυπουργός της Ρουμανίας. Ακόμα και ο Χασντέου παραμέρισε για λίγο τις διαφορές τους και του έστειλε μία συγχαρητήρια επιστολή[121]. Σε αυτή, αξιολόγησε τον δραματουργό ως τον «Μολιέρο της Ρουμανίας»[122].
Λίγο αργότερα ο Καρατζιάλε εμπλέχθηκε σε ένα μεγάλο λογοτεχνικό σκάνδαλο. Ο Κονσταντίν Αλ. Ιονέσκου-Καϊόν, ένας δημοσιογράφος και φοιτητής τον οποίο ο Βιάνου περιγράφει ως «γνήσια ψυχοπαθολογικό χαρακτήρα», ισχυρίσθηκε ότι στο έργο του Năpasta ο Καρατζιάλε είχε αντιγράψει το έργο ενός Ούγγρου συγγραφέα, του Ιστβάν Κεμένυ[123]. Ο Καϊόν έγραψε λεπτομερώς σχετικά σε άρθρα του στη Revista Literară, όπου προσέφερε και απευθείας συγκρίσεις ανάμεσα στα δύο κείμενα[124]. Αυτό έγινε δεκτό με ενθουσιασμό από τον παλαιό αντίπαλο του Καρατζιάλε, τον Αλεξάντρου Ματσεντόνσκι, ο οποίος δημοσιοποίησε την υπόθεση μέσα από το περιοδικό του Forţa Morală. Αρχικά έκπληκτος και ο ίδιος από την ομοιότητα ανάμεσα στα δύο κείμενα, ο Καρατζιάλε έκανε τις δικές του έρευνες σχετικά και στο τέλος ανεκάλυψε ότι ούτε το κείμενο, ούτε ο Κεμένυ είχαν υπάρξει ποτέ[125]. Προσλαμβάνοντας τον Ştefănescu Delavrancea ως δικηγόρο του, έφερε τον Καϊόν στα δικαστήρια: Σε πρώτο βαθμό, ο Καϊόν καταδικάστηκε για δυσφήμηση, αλλά αθωώθηκε μετά από έφεση τον Ιούνιο του 1902[126]. Αρκετοί σχολιαστές πιστεύουν ότι αυτό οφειλόταν σε ισχυρή παρουσία Εθνικοφιλελευθέρων ανάμεσα στους ενόρκους. Κατά τη νέα δίκη ο Καϊόν αναίρεσε όλους τους προηγούμενους ισχυρισμούς του και είπε ότι το Năpasta ήταν λογοκλοπή από το πεντάπρακτο δράμα του Τολστόι Η δύναμη του σκότους (1886)[127].
Ο Ματσεντόνσκι υπεστήριξε τον Καϊόν μέχρι τέλους και αρνήθηκε να πάρει τις αποστάσεις του ακόμα και όταν ο Καϊόν ομολόγησε στο δικαστήριο ότι είχε επινοήσει την ιστορία[128]. Το περιοδικό του κατηγόρησε επίσης τον Καρατζιάλε ότι είχε λογοκλέψει το Rabagas του Βικτοριέν Σαρντού στο Ο scrisoare pierdută, καθώς και το Le Carnaval d'un Merle Blanc των Σιβό και Ντυρύ στο D-ale carnavalului[129]. Το Εθνικό Θέατρο προσέφερε στον Καρατζιάλε μια ηθική ικανοποίηση όταν αποφάσισε να ανεβάσει το Rabagas, αφήνοντας στο κοινό να διαπιστώσει ότι μόνο απόμακρα θύμιζε το έργο του Καρατζιάλε[130].
Κερδίζοντας τελικά την κληρονομιά της Μομούλο Καρντίνι, ο Καρατζιάλε έγινε ένας αρκετά εύπορος άνθρωπος[131]. Σύμφωνα με τον Cioculescu, έδωσε το μεγαλύτερο μέρος της κληρονομιάς στον Ματέι Καρατζιάλε και στη μητέρα του, αλλά πλούτισε και πάλι με τον θάνατο της αδελφής του Lenci το φθινόπωρο του 1905, καθώς αυτή του άφησε τη διαχείριση 160.000 λέι.
Από τότε γοητεύθηκε με την ιδέα να πάει να ζήσει στη δυτική ή την κεντρική Ευρώπη, όπου πίστευε ότι θα μπορούσε να ζήσει πιο άνετα και να βρίσκεται εγγύτερα στα κέντρα του ευρωπαϊκού πολιτισμού[77]. Ενδιαφερόταν ιδιαίτερα για πρόσβαση σε συναυλίες κλασικής μουσικής, καθώς με τα χρόνια είχε αγαπήσει τις συνθέσεις του Μπετόβεν[132].
Το 1903-1904 οι Καρατζιάλε ταξίδεψαν σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες. Τελικώς μετακόμισαν στην αυτοκρατορική γερμανική πρωτεύουσα, το Βερολίνο, την άνοιξη του 1905[131]. Η επιλογή θεωρήθηκε ασυνήθιστη, αφού ο συγγραφέας γνώριζε ελάχιστα γερμανικά. Αυτό οδήγησε κάποιους να υποθέσουν ότι η μετανάστευση είχε πολιτικά κίνητρα. Το 1992 η ιστορικός Georgeta Ene διατύπωσε την άποψη ότι ο Καρατζιάλε δρούσε ως κατάσκοπος της Ρουμανίας στη Γερμανία.
Η οικογένεια ζούσε σε ένα διαμέρισμα στο Βίλμερσντορφ και αργότερα σε μία βίλα στο Σένεμπεργκ. Παραφράζοντας μία ρουμανική έκφραση για το «μαύρο ψωμί της εξορίας», ο συγγραφέας αναφερόταν χαριτολογώντας στην μετοικεσία του ως «η άσπρη φραντζόλα» (franzela albă a surghiunului)[133]. Ωστόσο δεν απομονώθηκε τελείως, αφού ήταν κοντά στην ομάδα των Ρουμάνων φοιτητών του Πανεπιστημίου του Βερολίνου και άλλων νέων συμπατριωτών του, όπως ήταν ο ποιητής και συγγραφέας Παναΐτ Τσέρνα, ο κοινωνιολόγος Ντιμίτριε Γκούστι, η μουσικοπαιδαγωγός και πιανίστα Φλορίκα Μουζικέσκου κ.ά.. Ο Καρατζιάλε γνωρίστηκε επίσης με τον Γερμανό γλωσσολόγο Γκούσταφ Βάιγκαντ[134], ειδικό στις βαλκανικές γλώσσες. Το 1906 επισκέφθηκε το σπίτι του Μπετόβεν στη Βόννη[135].
Ταξίδευε και στη Ρουμανία κατά διαστήματα. Το 1906 δημοσίευσε ένα ποίημα που σατίριζε τον βασιλιά της Ρουμανίας Κάρολο Α΄ με αφορμή τα 40 χρόνια του στην εξουσία. Συνέχισε να δημοσιεύει διάφορα έργα σε αρκετές εφημερίδες και περιοδικά.
Σημαντική θέση στο έργο του στην ύστερη αυτή περίοδο κατέχει η αλληλογραφία του με άλλους λόγιους, όπως τον Ντομπροτζεάνου-Γκερέα, τον Ντραγκομιρέσκου, τον Alceu Urechia και τον Παύλο Ζαριφόπουλο[136]. Είχε επίσης επικοινωνία με τον φιλόσοφο και ψυχολόγο Κονσταντίν Ραντουλέσκου-Μότρου. Εκείνη την εποχή, ο Καρατζιάλε σχεδίαζε να αρχίσει το Titircă, Sotirescu et C-ie για να συνδυάσει τους χαρακτήρες των δύο πιο επιτυχημένων κωμωδιών του, του Ο noapte furtunoasă και του Ο scrisoare pierdută, σε ένα ενιαίο έργο, πράγμα που δεν έγινε ποτέ[137].
Το 1907 ο Καρατζιάλε συγκλονίσθηκε από το ξέσπασμα και τη βίαιη καταστολή της αγροτικής εξεγέρσεως στη Ρουμανία, και γράφει ένα μακρύ δοκίμιο στο οποίο καταδίκαζε τις αγροτικές πολιτικές τόσο των Εθνικοφιλελευθέρων, όσο και των Συντηρητικών κυβερνήσεων από πατριωτική σκοπιά[138]: Κατά τον Βιάνου, αυτό το κείμενο, το 1907, din primăvară până în toamnă («1907, από την άνοιξη στο φθινόπωρο») ήταν, μαζί με προγενέστερες εργασίες των Εμινέσκου και Μαγιορέσκου, το σημαντικότερο έργο κοινωνικής αναλύσεως που γράφτηκε από εκείνη τη γενιά[139].
Το έργο αυτό, γραμμένο σε σκληρούς τόνους, παρέθετε τα κατά τον συγγραφέα κύρια κοινωνικά προβλήματα που γίνονταν ανεκτά από τις ρουμάνικες κυβερνήσεις: Η τάξη των γαιοκτημόνων, διάδοχη των βογιάρων, είχε διατηρήσει όσο το δυνατο περισσότερο από τον θεσμό των δουλοπαροίκων. Κι ενώ στο εμπόριο κυριαρχούσαν οι ξένοι, η διοίκηση ήταν βραχυκυκλωμένη από μια όχι πλέον αριστοκρατική ολιγαρχία και την πολιτική της μηχανή[140]. Σύμφωνα με αρκετούς αναλυτές, πολλά από τα θέματα που έφερε στην επιφάνεια ο Καρατζιάλε βασίζονταν πάνω στην κριτική της Junimea[141]. Ως λύση στα κοινωνικοπολιτικά προβλήματα, ο συγγραφέας περίμενε μία ενέργεια του Καρόλου Α΄: ένα βασιλικό πραξικόπημα κατά του ρουμανικού πολιτικού κατεστημένου, που θα αντικαθιστούσε το Σύνταγμα του 1866 με ένα πιο δημοκρατικό[142].
Το 1907, din primăvară până în toamnă πρωτοδημοσιεύθηκε στη γερμανική γλώσσα υπό το ψευδώνυμο «Ein rumänische Patriot» («ένας Ρουμάνος πατριώτης»), φιλοξενούμενο από τη βιεννέζικη εφημερίδα Die Zeit[143]. Η μετάφρασή του είχε γίνει από τον φίλο του Mite Kremnitz[144]. Στη ρουμανική το έργο δημοσιεύθηκε αργότερα με την υπογραφή του Καρατζιάλε από το αριστερό ρουμανικό έντυπο Adevărul[120], τεύχος που πούλησε περί τις 13.000 αντίτυπα. Υπήρχαν αξιοσημείωτες διαφορές ανάμεσα στις δύο εκδοχές, αποτέλεσμα των απαντήσεων του Καρατζιάλε στην κριτική και τις προτάσεις του Κριστιάν Ρακόφσκι, εξέχοντα διεθνιστή σοσιαλιστή που είχε απελαθεί από τη Ρουμανία νωρίτερα εκείνο το έτος[120].
Αυτή η διαδοχή εξελίξεων παρεκίνησε τον Μπάρμπου Στεφανέσκου Ντελαβραντσέα να του προσφέρει μία θέση στο Συντηρητικό Κόμμα, ως μέσο για να μεταρρυθμίσει το σύστημα «εκ των έσω»[145]. Ο Καρατζιάλε απέρριψε την προσφορά: Είχε πλέον απογοητευθεί από τους παραδοσιακούς πολιτικούς σχηματισμούς και είχε αποφασίσει να κόψει όλους τους δεσμούς του με αυτούς[146]. Ωστόσο, το 1908 προσχώρησε στο «Συντηρητικό-Δημοκρατικό Κόμμα», μία ανερχόμενη δύναμη της επιχειρηματικής μεσαίας τάξης, υπό τον Τάκε Ιονέσκου. Επέστρεψε για σύντομα διαστήματα στη Ρουμανία αρκετές φορές μετά το 1908, συμμετέχοντας σε καμπάνιες υπέρ του Ιονέσκου και έχοντας προταθεί για μία έδρα στο κοινοβούλιο (πριν το κόμμα αποφασίσει ότι ένας άλλος ήταν καταλληλότερος)[147].
Από το 1909 ο Καρατζιάλε επανέλαβε τη συνεργασία του με το Universul. Την ίδια χρονιά εκδόθηκε το μυθοπλαστικό έργο του Kir Ianulea, που αφορούσε την ιστορία του Βουκουρεστίου κατά τις αρχές του 19ου αιώνα, στην τελευταία φάση της περιόδου των Φαναριωτών, στην επιθεώρηση Viaţa Românească.
Η τελευταία του συλλογή γραπτών, τα Schiţe nouă (= «Νέα σκετς») τυπώθηκε το 1910[148]. Εκείνη την εποχή, στηρίζοντας ένα σχέδιο του θεατρικού συγγραφέα Αλεξάνδρου Νταβίλα, βοήθησε στη δημιουργία ενός νέου, ιδιωτικού θεάτρου στο Βουκουρέστι. Είχε στο μεταξύ πλησιάσει μία νέα γενιά Ρουμάνων διανοουμένων στην Αυστροουγγαρία. Επισκέφθηκε τη Βουδαπέστη για να συναντηθεί με Τρανσυλβανούς φοιτητές στο τοπικό πανεπιστήμιο, ο ίδιος μάλιστα υπήρξε το αντικείμενο μιας διδακτορικής διατριβής[149]. Υποστήριξε τον ποιητή και πολιτικό ακτιβιστή Οκταβιάν Γκόγκα (μετέπειτα πρωθυπουργό της Ρουμανίας), που είχε φυλακισθεί από τις ουγγρικές αρχές, και τον επισκέφθηκε στις φυλακές του Σέγκεντ.
Ο Καρατζιάλε πέθανε ξαφνικά στο σπίτι του στο Βερολίνο, λίγο μετά την επιστροφή του από ταξίδι στη Ρουμανία[148]. Η αιτία θανάτου υποδείχθηκε ως έμφραγμα του μυοκαρδίου. Ο γιος του διηγήθηκε ότι την τελευταία του νύχτα ο Καρατζιάλε ξαναδιάβαζε τον Μάκβεθ του Σαίξπηρ.
Η σορός του συγγραφέα μεταφέρθηκε στο Βουκουρέστι με εμπορική αμαξοστοιχία, που έφθασε με μεγάλη καθυστέρηση. Τελικώς, μήνες μετά, τάφηκε στο Κοιμητήριο Μπέλλου στις 22 Νοεμβρίου 1912. Ο «αιώνιος» αντίπαλός του Αλεξάντρου Ματσεντόνσκι λυπήθηκε όταν πληροφορήθηκε για τον θάνατό του και, σε επιστολή του στο Adevărul, έγραψε ότι προτιμούσε το χιούμορ του Καρατζιάλε από αυτό του Μαρκ Τουαίην, τονίζοντας ότι «προβαίναμε σε επιθέσεις ο ένας εναντίον του άλλου συχνά επειδή αγαπούσαμε πολύ ο ένας τον άλλο»[150].
Σύμφωνα με τον Τουντόρ Βιάνου τα γραπτά του Καρατζιάλε σηματοδοτούν «την υψηλότερη έκφραση» του ρουμανικού θεάτρου, ενώ αντανακλούν και συμπληρώνουν τη συνεισφορά του Μιχαήλ Εμινέσκου στη ρουμανική ποίηση. Ο Βιάνου ωστόσο υπέδειξε την τεράστια διαφορά στο ύφος και στην προσέγγιση ανάμεσα στους δύο, σημειώνοντας ότι στα μεταφυσικά ενδιαφέροντα του Εμινέσκου και στη «ρομαντική ιδιοφυία» του, ο Καρατζιάλε αντέταξε το μεγάλο του «κλασικό και ρεαλιστικό χάρισμά του, μία κοινωνική, ευφραδή και επικούρεια φύση»[151].
Κριτικοί και ιστορικοί της λογοτεχνίας τοποθετούν το ύφος του Καρατζιάλε στα μισά του δρόμου ανάμεσα στον καθυστερημένο ρουμανικό κλασικισμό του 19ου αιώνα και στον ρεαλισμό (με την ανάπτυξη του τελευταίου σε νατουραλισμό)[152]. Ο συγγραφέας απέρριπτε τις αρχές του ρομαντισμού και από τη δεκαετία του 1870 είχε αντιτεθεί στον λυρισμό των δραμάτων του Ουγκώ και του Σίλερ[153]. Ο νεοκλασικισμός στα έργα του ενισχύεται στις τραγωδίες και στις κωμωδίες του από το ότι ακολουθεί τις αρχές του Εζέν Σκριμπ[154]. Ο Παύλος Ζαριφόπουλος γράφει ότι για το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του ο Καρατζιάλε, αντίπαλος του διδακτισμού, υπερασπιζόταν την αρχή του Μαγιορέσκου: «η τέχνη για την τέχνη». Συχνά σχεδίαζε εναλλακτικές καταλήξεις στις ιστορίες του και επέλεγε αυτές που ένιωθε ότι έρχονταν πιο φυσικά.
Ο ρόλος του στη ρουμανική λογοτεχνία έχει παραλληλισθεί με εκείνους του Ονορέ ντε Μπαλζάκ στη Γαλλία, του Τσαρλς Ντίκενς στη Μεγάλη Βρετανία και του Νικολάι Γκόγκολ στη Ρωσία[155]. Ο κριτικός λογοτεχνίας Πομπίλιου Κονσταντινέσκου πίστωνε στην αίσθηση ειρωνείας του Καρατζιάλε τη διόρθωση των τάσεων της εποχής του, και, μέσα από αυτή, τη βοήθεια στη δημιουργία μιας αστικής λογοτεχνίας[156].
Μέσα από πολλές από τις τάσεις του, ο συγγραφέας ήταν συνδεδεμένος με ένα βαλκανικό περιβάλλον πρακτικά μόνιμης ανθρώπινης επαφής, με το χιούμορ του να συμπυκνώνεται με άνεση σε ανέκδοτα, μιμήσεις και έξυπνες καταστάσεις[157]. Ο Ζαριφόπουλος τον θυμάται να λέει ότι θαύμαζε τις παραδοσιακές μορφές διασκέδασης[158].
Αντανακλώντας την πρωτογενή μελέτη του της δραματουργίας, όλο το έργο του Καρατζιάλε οφείλει στον διάλογο και, σπανιότερα, στον εσωτερικό μονόλογο και στον ελεύθερο έμμεσο λόγο (την προτιμώμενη τεχνική των νατουραλιστών)[159]. Η γλώσσα αναλαμβάνει τον κεντρικό ρόλο στο έργο του, συχνά αναπληρώνοντας την έλλειψη λεπτομέρειας[160]. Σε αυτό προστίθεται η τάση του να ανάγει τα κείμενα στην ουσία τους — συντόμευε όχι μόνο τα δικά του κείμενα, αλλά και τις περιπτωσιακές μεταφράσεις του έργων της βασίλισσας Ελισάβετ ή ακόμα και των Θερβάντες και Πόε. Πού και πού προσέθετε μία λυρική ή αυτοβιογραφική προοπτική στα έργα του: αυτή η τάση είναι εμφανέστερη στα ύστερα μυθοπλαστικά έργα του (μεταξύ των οποίων τα Kir Ianulea και Calul dracului), όλα σημαδεμένα από νεορομαντική έμπνευση[161]. Ο Ζαριφόπουλος σχολιάζει ότι, αν και ο Καρατζιάλε συχνά απέρριπτε την τάση άλλων συγγραφέων να εκμεταλλεύονται τις ειδυλλιακές εικόνες, όχι σπάνια τις χρησιμοποιούσε ο ίδιος στα κείμενά του.
Μιλώντας στα τέλη της δεκαετίας 1890-1900, ο Καρατζιάλε παρομοίασε τη συγγραφή θεατρικών έργων με την αρχιτεκτονική:
«Στην πραγματικότητα, ακριβώς όπως το σχέδιο του αρχιτέκτονα δεν αποτελεί ακόμα την τελική παρουσίαση των προθέσεών του, αλλά μόνο τη συμβατική τους καταγραφή [...], έτσι και το γράψιμο του δραματουργού δεν είναι ακόμα η πραγμάτωση των προθέσεών του (της κωμωδίας), αλλά μία συμβατική καταγραφή, στην οποία θα προστεθούν τα προσωπικά στοιχεία, προκειμένου να αναπαρασταθεί μία ανάπτυξη ανθρώπινων καταστάσεων και πράξεων. Με λίγα λόγια: ακριβώς όπως το σχέδιο ενός αρχιτέκτονα έχει μικρή ομοιότητα με ένα ζωγραφικό πίνακα, έτσι και το δράμα έχει μικρή ομοιότητα με ένα ποίημα»[118]
Το ενδιαφέρον του Καρατζιάλε στην από πρώτο χέρι διερεύνηση της ανθρώπινης φύσης συνοδευόταν, τουλάχιστον στην ωριμότητά του, από μία αντιπάθεια για γενναιόδωρες και ουνιβερσαλιστικές θεωρίες[162]. Ειδικότερα, ισχυριζόταν ότι υπήρχε ξεκάθαρη διαφορά ανάμεσα στην πρώτη γενιά των φιλελεύθερων Ρουμάνων ακτιβιστών (Καμπινεάνου, Ηλιάδης Ραντουλέσκου και Μπαλτσέσκου) και στο νέο φιλελεύθερο κατεστημένο, που πίστευε ότι καλλιεργούσε την υποκρισία, τη δημαγωγία και την πολιτική διαφθορά[163]. Κάπου υποστήριξε ότι, αν δεν είχαν πεθάνει νέοι, οι ηγέτες της επαναστάσεως του 1848 μπορεί να εύρισκαν τους εαυτούς τους να αντιπροσωπεύονται καλύτερα από το Συντηρητικό Κόμμα[164].
Η σχεδόν ισόβια επικριτική του στάση για το φιλελεύθερο ρεύμα, σημαδεμένη από τις συγκρούσεις του με τον Στούρτζα και τον Χασντέου, ήταν μερικώς εμπνευσμένη από τη γραμμή της Junimea: ο Καρατζιάλε έβλεπε τους φιλελεύθερους ως πράκτορες του λαϊκισμού, του λαϊκού ρομαντισμού και του ιδεαλισμού, ως τάσεων που κυριαρχούσαν στη λογοτεχνία της εποχής του, με έργα που τα αποκαλούσε «σπανάκι»[165]. Ο συγγραφέας θεωρούσε έτσι τον ρουμανικό φιλελευθερισμό του ύστερου 19ου αιώνα «κενολογίες» και οι επιθέσεις του κατά της δημαγωγίας εν μέρει αντικατοπτρίζουν τις απόψεις του Μαγιορέσκου για Εθνοφιλελεύθερους, ότι δηλαδή ήταν «μεθυσμένοι με τις λέξεις»[166].
Στον ρεπουμπλικανισμό πάλι και την εμπρηστική ρητορική των «Κόκκινων» και του αρχηγού τους C.A. Rosetti ο Καρατζιάλε είδε την κυριότερη απειλή κατά της ρουμανικής κοινωνίας[167]. Πίστευε ότι, από τότε που καθαίρεσαν τον Αλέξανδρο Ιωάννη Κούζα από τον θρόνο του, οι Rosetti και Μπρατιάνου χρησιμοποιούσαν τη λαϊκή τους βάση ως εργαλείο, παρακινώντας σε εξέγερση μόνο όταν οι απαιτήσεις τους δεν ικανοποιούνταν[168]. Κοροΐδευε συχνά την προσωπολατρία με την οποία ο Rosetti περιέβαλλε μορφές του διεθνούς ρεπουμπλικανισμού, όπως τον Γαριβάλδη και τον Γαμβέτα, υποδεικνύοντας ότι οι οπαδοί τους είχαν πολύ θολή και θεωρητική εικόνα τού τι εννοείται με ένα ρεπουμπλικανικό κράτος[169].
Ο Καρατζιάλε ήταν φανερός επικριτής του αντισημιτισμού, που αντιπροσωπευόταν κυρίως από τους Εθνικοφιλελεύθερους και από το νέο κίνημα του A.C. Cuza. Συνηγόρησε για την πλήρη ενσωμάτωση της εβραϊκής κοινότητας της χώρας στη ρουμανική κοινωνία. Περί το 1907 δοκίμασε και τη νομοθετική του ικανότητα, γράφοντας μία νομοθετική πρόταση να επεκτείνει το ρουμανικό κράτος την παραχώρηση υπηκοότητας σε όλους τους μόνιμους κατοίκους που είχαν στερηθεί της δικής τους υπηκοότητας και δεν απελάμβαναν της προστασίας άλλης χώρας[170]. Η κριτική του τόσο του εθνικιστικού λόγου, όσο και της φιλελεύθερης παιδείας γέννησε θέματα για αρκετά από τα μικρότερα σατιρικά του έργα. Π.χ. συνέταξε μία παρωδία προκηρύξεως με το πρόγραμμα μιας νέας πολιτιστικής εταιρείας, της Românii Verzi (= «Πράσινοι Ρουμάνοι»), που έφθανε να ισχυρίζεται ότι «... ένα έθνος πρέπει πάντοτε να φοβάται τα άλλα έθνη»[171]. Επίσης, όπως και η Junimea, ήταν κατηγορηματικά αντίθετος με την ομάδα του August Treboniu Laurian και άλλων Τρανσυλβανών διανοουμένων που επεχείρησαν να μεταρρυθμίσουν τη ρουμανική γλώσσα εισάγοντας νέες μορφές, προφορικές και γραπτές, που στόχευαν να την επαναφέρουν πλησιέστερα στις λατινικές της ρίζες.
Παρά τη σύντομη σύνδεσή του με τους Συντηρητικούς, ο Καρατζιάλε δεν υπήρξε ίσως ποτέ πραγματικά «δικός τους» και απλώς έλπιζε ότι το κόμμα θα άνοιγε τον δρόμο για τις μεταρρυθμίσεις που διακήρυτταν οι Πάνου και Αλεξάντρου Λαχοβάρι[172]. Μετά την απογοήτευσή του από την ανικανότητά τους να προάγουν την αλλαγή, άρχισε να υποστηρίζει τον Τάκε Ιονέσκου και την ομάδα του[173].
Ο Καρατζιάλε βρίσκεται σε αντίθεση με τους άλλους μεγάλους συγγραφείς της γενεάς του, ακόμα και με τους φίλους του, Εμινέσκου, Ιοάν Σλαβίτσι, Ντελαβραντσέα και τον ιδρυτή του περιοδικού Sămănătorul, Αλεξάντρου Βλαχούτα, που προπαγάνδιζαν μία επιστροφή στην αγροτική σφαίρα και στις παραδόσεις της. Στο περιοδικό του Moftul Român, διακωμώδησε τους αρχαϊσμούς του Ντελαβραντσέα[174], ενώ κατά τα ύστερά του χρόνια αμφισβήτησε την αισθητική αξία του θεατρικού έργου του τελευταίου Apus de soare, που είχε μεσαιωνικό θέμα[175]. Εξέχοντες εθνικιστές και λάτρεις της παραδόσεως έτειναν να είναι επιφυλακτικοί στην αποτίμηση των λογοτεχνικών συνεισφορών του Καρατζιάλε, π.χ. ο φίλος του ο Εμινέσκου και ο ιστορικός και μετέπειτα πρωθυπουργός Νικολάε Γιόργκα[176].
Παρόλα αυτά, ο Καρατζιάλε υπήρξε σύμφωνα με τον Ζαριφόπουλο[177] ένας παθιασμένος υπερασπιστής των παραδόσεων. Ο Βιάνου επίσης παραθέτει παραδείγματα από τα οποία διαφαίνεται ότι ο συγγραφέας τιμούσε την ορθόδοξη χριστιανική του ταυτότητα, επικαλούμενος συχνά τον Θεό και τους αγίους, τόσο στην ιδιωτική ζωή του, όσο και στα γραπτά του[107]. Σύμφωνα με τον Σλαβίτσι, ο Καρατζιάλε όριζε τον εαυτό του ως «τα ορθά πιστεύοντα Χριστιανό» και διαφωνούσε με τον Εμινέσκου πάνω στη φύση της θρησκείας (σε εποχή που ο ποιητής ήταν παθιασμένος με τη μελέτη του βουδισμού). Ο Cioculescu απεκάλεσε αυτή την τάση «πρωτόγονη θρησκευτικότητα»[178]. Ο Καρατζιάλε πίστευε επίσης ότι η τύχη και το πεπρωμένο εκδηλώνονταν στη ζωή[179] και το διήγημά του Cănuţă om sucit για έναν παροιμιωδώς άτυχο τύπο, πιστεύευαι ότι αναφερόταν στον συγγραφέα του[180]. Οι προλήψεις του συνοδεύονταν από φοβίες, ιδίως πυροφοβία και νοσοφοβία (Cioculescu, σ. 7).
Ο Ι.Λ. Καρατζιάλε ήταν επικριτικός κατά λογοτεχνικών πειραματισμών και των νεώτερων σταδίων του μοντερνισμού. Σε αυτή τη βάση, διακωμωδούσε επίμονα το ύφος του Αλεξάντρου Ματσεντόνσκι, ιδιαίτερα μετά την υιοθέτηση του συμβολισμού από τον τελευταίο. Πολλά από τα ποιήματα του ίδιου του Καρατζιάλε, ειδικότερα τα σατιρικά του Moftul Român μετά το 1901, παρωδούσαν τους ρουμανικούς συλλόγους συμβολιστών και τον παρνασσισμό του Literatorul του Μαντσεντόνσκι[181].
Ως συντάκτης στο λογοτεχνικό ένθετο του Epoca, αρνήθηκε να δημοσιεύσει ένα περιγραφικό ποίημα του νεαρού τότε Γκάλα Γκαλακτίον (Γ. Πισκουλέσκου, 1879-1961), ισχυριζόμενος ότι αυτό δεν ήταν ποίηση[182]. Προς τα τέλη της ζωής του, επέκρινε ανοικτά τη νέα γενιά των συμβολιστών, των οποίων η δουλειά, έγραψε, ανήκε στην «εκκλησία» του Βέλγου ποιητή Μωρίς Μαίτερλινκ[183].
Ωστόσο, ο Καρατζιάλε δεν ήταν τελείως αντίθετος σε νέες τάσεις στην ποίηση και στην τέχνη γενικότερα: Σύμφωνα με τον ποιητή και διανοητή Τουντόρ Αργκέζι, θαύμαζε τα έργα του Στεφάν Λουκιάν, ενός μεταϊμπρεσιονιστή ζωγράφου, οι πίνακες του οποίου εκτίθεντο συχνά σε γκαλερί του Βουκουρεστίου[184].
Μετατοπιζόμενος προς την Αριστερά κατά τις τελευταίες δεκαετίες της ζωής του, ο συγγραφέας διατηρούσε επαφές με τους σοσιαλιστές, αλλά ήταν αμφίσημος ως προς την κριτική των στόχων τους. Καθώς σημειώνει ο Cioculescu, καλωσορίζει τον εορτασμό της Πρωτομαγιάς σε ένα από τα κομμάτια του στο Moftul Român. Κείμενά του φιλοξενήθηκαν στο σοσιαλιστικό περιοδικό România Muncitoare[185]. Κατά τη διατύπωση του κριτικού λογοτεχνίας και κοινωνιολόγου Γκαραμπέτ Ιμπραϊλεάνου, «κάποια εποχή μετά το 1890 ο Καρατζιάλε φλέρταρε για λίγο με τον σοσιαλισμό».
Ωστόσο, την ίδια περίοδο ο Καρατζιάλε παρωδούσε αρκετούς μαχητικούς σοσιαλιστές, αναφερόμενος σε έναν από τους ηγέτες τους με το περιπαικτικό παρατσούκλι «Εντγκάρ Σπανακίδης» (Spanachidi)[186]. Αντιθέτως, η χαλαρή σύνδεσή του με τον Γκεόργκε Πάνου σηματοδότησε μία επιστροφή στον ριζοσπαστισμό. Συμμετέσχε σε εκστρατεία υπέρ του καθολικού δικαιώματος ψήφου και μιας πλήρους αγροτικής μεταρρυθμίσεως[187], κάτι που ερχόταν σε σύγκρουση με τις απόψεις που είχε εκφράσει νωρίτερα στη ζωή του.
Σε ένα από τα άρθρα του ο Καρατζιάλε σχολίασε ειρωνικά τις μαρξιστικές απόψεις του φίλου του Κονσταντίν Ντομπροτζεάνου-Γκερέα, μολονότι διατήρησε τη φιλία τους. Ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για την ανάμιξη του Ντομπροτζεάνου-Γκερέα στην υπόθεση του θωρηκτού «Ποτέμκιν» το 1905, αφού ο Γκερέα αποφάσισε να βοηθήσει τους στασιαστές ναυτικούς του όταν αυτοί έφθασαν στην Κωνστάντζα[188]. Μετά τη μετανάστευσή του στη Γερμανία, ο Καρατζιάλε προσπάθησε επανειλημμένα να πείσει τον Ντομπροτζεάνου-Γκερέα και την οικογένειά του να εγκαταλείψουν τη Ρουμανία και να έλθουν να τον βρουν στο εξωτερικό[189]. Παρόλα αυτά, επέκρινε τον φιλόσοφο όταν αυτός αρνήθηκε να παρασημοφορηθεί από τον βασιλιά της Ρουμανίας Κάρολο Α΄ το (1909)[190]. Περί το 1907 ο Καρατζιάλε ενδιαφέρθηκε και για τις δραστηριότητες του Κριστιάν Ρακόφσκι, ο οποίος προσπαθούσε τότε να επιστρέψει στη Ρουμανία, και παρακολουθούσε στενά τα νέα των οδομαχιών των οπαδών του με τις αρχές[191].
Εξομολογούμενος σε κάποια στιγμή ότι «ο κόσμος ήταν το σχολείο μου», ο Καρατζιάλε καμουφλάριζε το υπόβαθρό του και το κριτικό του μάτι ως μέσο για να ενσωματώνεται σε κάθε περιβάλλον που συναντούσε, ακόμα και στους τρόπους του[192]. Ενθάρρυνε έτσι την οικειότητα, επιτρέποντας στους ανθρώπους να αποκαλύπτουν τις ιστορίες τους, τα κίνητρά τους και την κουλτούρα τους. Ο Βιάνου γράφει: «Ο άνθρωπος ήταν και τέλειος ηθοποιός, αγέλαστος είρωνας (pince-sans-rire)... ...μέχρι σημείου που οι συνομιλητές του δεν ήταν ποτέ βέβαιοι αν τους μιλούσε σοβαρά ...»[193]. Σε κείμενό του (1899) καλωσόρισε τους διάσημους ηθοποιούς Ελεονόρα Ντούζε και Jean Mounet-Sully στο Βουκουρέστι μιμούμενος το υπερβολικό ύφος άλλων θεατρικών χρονικογράφων — το άρθρο τελείωνε με τον Καρατζιάλε να εξομολογείται ότι στην πραγματικότητα δεν είχε δει τους δύο να παίζουν. Και άλλοτε, για να σχολιάσει τη λογοκλοπή, παρώδησε το δικό του Ο făclie de Paşte, το οποίο μετέτρεψε στο σκετς Noaptea Învierii[194].
Στο 1907, din primăvară până în toamnă, το ύστερο και απογοητευμένο έργο του, επιτέθηκε στην παραδοσιακή τάξη των «πελατών» των πολιτικών, με μία θέση που κατά τον Βιάνου προσδιορίζει και το σημείο εστιάσεως των άλλων του έργων:
«πλέμπες ανίκανες να εργαστούν, φτωχοποιημένοι μικρέμποροι και πλανόδιοι πωλητές, επικίνδυνοι μικροπρεπείς αγκιτάτορες των χωριών κοντά σε πόλεις... ...και μετά το υβριδικό προϊόν όλων των σχολικών τάξεων, ημιμαθείς διανοούμενοι, δικηγόροι και δικηγορίσκοι, καθηγητές, δάσκαλοι και δασκαλίσκοι, ημιαναλφάβητοι και αποσχηματισμένοι παπάδες, τελείως αναλφάβητοι δάσκαλοι — όλοι τους θεωρητικοί της μπιραρίας. Μετά έρχονται οι μεγάλοι δημόσιοι λειτουργοί και οι μικροί υπάλληλοι.»[195]
Η απευθείας κριτική παρ'όλα αυτά είναι σπάνια στα θεατρικά έργα του Καρατζιάλε: ο Βιάνου πίστευε ότι ίχνη της υπάρχουν στα Ο scrisoare pierdută («την πιο σκληρή από τις σάτιρές του») και Grand Hotel "Victoria română" («την πιο πικρή»)[196]. Πολλές φορές ο συγγραφέας έδειξε ή και όρισε τον εαυτό του ως συναισθηματικό τύπο, ενώ η μετριοφροσύνη του αναγνωριζόταν από αρκετούς από τους φίλους του[197]. Ο Βιάνου σημείωσε ότι, μαζί με το χριστιανικό του ήθος, τα παραπάνω συνέβαλλαν στην απόμακρη, ήρεμη και συχνά συμπαθητική συνολική αντιμετώπιση της κοινωνίας[198].
Η μορφή του ρεαλισμού που προτιμούσε ο συγγραφέας τοποθετεί τύπους χαρακτήρων στο κέντρο της λογοτεχνικής του δημιουργικότητας, υπό την επίδραση του κλασικισμού. Αρκετοί κριτικοί έχουν γράψει ότι το Momente şi schiţe και όλα τα δράματά του παρέχουν κάποια από τα πρώτα αληθινά πιστευτά πορτρέτα στη ρουμανική λογοτεχνία[199]. Ο Βιάνου υπογράμμισε ότι τα κλασικιστικά πρότυπα στο έργο του Καρατζιάλε είναι περιορισμένα, υποδεικνύοντας ότι ο συγγραφέας άφησε την έννοια των «γενικών τύπων» προς αναζήτηση των «κοινωνικών τύπων»[196]. Κατά τον κριτικό Γκεόργκε Καλινέσκου «η τυπολογική δομή είναι παρούσα στο έργο του Καρατζιάλε ως υποστηρικτική δομή, χωρίς να είναι ουσιώδης»[200].
Κατά τον Βιάνου η παγκόσμια ανθρώπινη φύση ήταν σημαντική για τον Καρατζιάλε, αλλά δεν γινόταν αμέσως προφανής[201]. Ο Βιάνου ερεύνησε τον τρόπο με τον οποίο ο Καρατζιάλε ολοκλήρωσε το Ο scrisoare pierdută: ο συγγραφέας ήταν επί μακρόν αναποφάσιστος για το ποιο πρόσωπο του έργου θα νικούσε στην εκλογική μάχη, αλλά προτίμησε τον Agamiţă Dandanache, τον υπέργηρο ριζοσπάστη, επειδή η νίκη του θα προσέδιδε στο έργο περισσότερο βάθος[202]. Σύμφωνα με τον Καρατζιάλε, ο Dandanache ήταν «πιο χαζός» από τον αδαή πολιτικό Tache Farfuridi και ταυτόχρονα «πιο κατεργάρης» από τον χωρίς αρχές κυνικό δημοσιογράφο Nae Caţavencu[203].
Κατά την άποψη του Βιάνου το Momente şi schiţe ήταν πιο ασαφές από αυτή την πλευρά, δίνοντας μικρή ιδέα για τα ήθη και τις νοητικές καταστάσεις, ενώ οι άλλες, μεγαλύτερες νουβέλες αποτύπωναν συναισθήματα και κάποτε παρείχαν πρόσθετες λεπτομέρειες. Σύμφωνα επίσης με τον Βιάνου, ο Καρατζιάλε, αντίθετα με τους νατουραλιστές, γενικά δεν ενδιαφερόταν να προσφέρει στον αναγνώστη πρόσβαση στο ψυχολογικό υπόβαθρο των ηρώων του — εκτός από τα έργα Năpasta, Păcat και Ο făclie de Paşte, υιοθέτησε την ψυχολογική τεχνική σε σατιρικά έργα, ως μέσο παρωδίας της χρήσεώς της[204]. Παρόμοια άποψη εκφράζει ο κριτικός Σιλβιάν Ιοσιφέσκου, που τονίζει επίσης ότι ο Καρατζιάλε πάντοτε απέφευγε την πλήρη εφαρμογή της τεχνικής των νατουραλιστών[205], ενώ ο Καλινέσκου πίστευε πως τα κίνητρα των ηρώων στο Ο făclie de Paşte είναι στην πραγματικότητα σχετικά με τη φυσιολογία και την εθνολογία τους[206].
Ο Μαγιορέσκου αρεσκόταν ιδιαίτερα στον τρόπο με τον οποίο ο Καρατζιάλε εξισορροπούσε την προσωπική του οπτική με τις γενικές τάσεις που τόνιζε: μιλώντας για τον Leiba Zibal, τον Εβραίο στο Ο făclie de Paşte που υπερασπίζεται τον εαυτό του από φόβο, τον συνέκρινε με τον Σάιλοκ του Σαίξπηρ. Σημείωσε ότι, παρ' όλες τις διαφορές στο ύφος των δύο συγγραφέων, αμφότεροι οι χαρακτήρες τους αντιπροσωπεύουν τον εβραϊκό λαό ως σύνολο[207]. Αυτό υποστηρίζεται και από τον Κονσταντίν Ντομπροτζεάνου-Γκερέα.
Από τους κυριότερους και παλαιότερους τύπους του Καρατζιάλε είναι ο τύπος του νέου που είναι αιχμάλωτος του έρωτα και εκφράζεται μέσα από εμφατικά και ρομαντικά στερεότυπα — ο βασικός αντιπρόσωπός του είναι ο Ρίκα Βεντουριάνο στο Ο noapte furtunoasă. Καθώς σχολίασε ο Βιάνου, ο συγγραφέας εκμεταλλεύθηκε το θέμα με τόση επιτυχία, ώστε χρειάσθηκε από εκεί και πέρα μία ολόκληρη γενεά για να παρουσιασθεί ο νεανικός έρωτας με ένα μη κωμικό τρόπο[208]. Στο άλλο άκρο βρίσκονται πατριαρχικές φιγούρες, κεφαλές οικογενειών που μοιάζουν ανίκανες ή απρόθυμες να ερευνήσουν τους έρωτες των συζύγων τους με νεότερους άνδρες[209]. Αυτή η συμπεριφορά είναι παρούσα με αξιοσημείωτο τρόπο στο Ο noapte furtunoasă, όπου ο ηλικιωμένος Dumitrache δεν προσέχει ούτε τα προφανέστερα σημάδια ότι η σύζυγός του Βέτα είναι ερωτευμένη με τον καλό του φίλο Chiriac[210]. Μία πιο σύνθετη κατάσταση βρίσκουμε στο Ο scrisoare pierdută, όπου ο πολιτικάντης Trahanache δεν μπορεί να πει ότι η σύζυγός του Joiţica έχει μία ερωτική σχέση με τον Τιπατέσκου και, όταν έρχεται αντιμέτωπος με τις αποδείξεις, ενδιαφέρεται περισσότερο να αποδείξει την αθωότητά της[211].
Με τον Βεντουριάνο εξάλλου, ο Καρατζιάλε εισάγει την κριτική του φιλελεύθερου δημοσιογράφου και των δικηγόρων. Ως φοιτητής της νομικής, ο Βεντουριάνο συνεισφέρει άρθρα μακροσκελή και υπερβολικά στον ρεπουμπλικανικό τύπο, που θυμίζουν αυτά του C.A. Rosetti και των συνεργατών του[212]. Πιο σύνθετος τέτοιος χαρακτήρας είναι ο Nae Caţavencu στο Ο scrisoare pierdută, ο οποίος χρησιμοποιώντας φρασεολογία των «Κόκκινων», επιτίθεται σε πολιτικούς όλων των παρατάξεων με θορυβώδη σχόλια και καταφυγή στον εκβιασμό[213]. Επωφελείται από τις μετριοπαθείς συμπεριφορές των αντιπάλων του για να αυτοανακηρυχθεί ως προοδευτικός πολιτικός και το επιτυγχάνει: διαδηλώνει έχοντας γύρω του μία ομάδα δασκάλων και άλλων δημόσιων υπαλλήλων[214]. Ο μόνος άνθρωπος που μπορεί να σταματήσει την άνοδό του είναι ο Dandanache, ένας παλαιός επαναστάτης του 1848, που, έχοντας αποτραβηχθεί από την πολιτική, επανέρχεται όταν οι φατρίες χρειάζονται τη μετριοπαθή παρουσία του ως τρίτο πόλο και, παρότι υπέργηρος, έχει τεράστια εμπειρία στους εκβιασμούς[215]. Ο Στεφάν Καζιμίρ συνέδεσε τον Dandanache με μία νέα αριστοκρατία, που δημιουργήθηκε γύρω από την πρώτη γενεά Ρουμάνων φιλελευθέρων[216]. Ο τρίτος ανταγωνιστής πολιτικός, ο Tache Farfuridi (προφανής η ελληνική καταγωγή του ονόματος, που στα ελληνικά θα ήταν «Τάκης Φαρφουρίδης»), έχει περιγραφεί από τον Καζιμίρ ως ένας κονφορμίστας που αναζητά τον εαυτό του, με τον τρόπο του ήρωα Joseph Prudhomme του Γάλλου θεατρικού συγγραφέα Ανρύ Μονιέ (1799-1877)[217].
Γραμμένο ανάμεσα στις δύο αυτές κωμωδίες, το έργο Conu Leonida faţă cu reacţiunea απεικονίζει τα μακροπρόθεσμα αποτελέσματα της ρεπουμπλικανικής ρητορικής πάνω στο συναρπασμένο της ακροατήριο, μέσα από τα λόγια και τις πράξεις ενός συνταξιούχου του δημοσίου, του Λεωνίδα, που υποστηρίζει πως η «Κόκκινη» δημοκρατία θα δώσει σύνταξη σε όλους και επιπλέον «μορατόριουμ» στις αποπληρωμές χρεών[218]. Ο κριτικός Σερμπάν Τσιοκουλέσκου σημειώνει πως αυτές οι υποσχέσεις είχαν ήδη διατυπωθεί στην πραγματικότητα και εκδοθεί ως πολιτικό πρόγραμμα από κάποιον ξεχασμένο ουτοπικό σοσιαλιστή ονόματι Piţurcă[219]. Τελικώς ο Λεωνίδας πείθεται ότι η επανάσταση δεν μπορεί να επίκειται, αφού οι αρχές έχουν απαγορεύσει τους πυροβολισμούς μέσα στα όρια των πόλεων[220]. Παρόμοιες απόψεις με τον Λεωνίδα εκφέρει ένας από τους δευτεραγωνιστές στο έργο D-ale carnavalului, ο «Κατιντατούλ», που έχει μία θολή γνωριμία με τις αρχές του υποκειμενικού ιδεαλισμού και του υλισμού.
Αρκετοί άλλοι ήρωες του Καρατζιάλε έχουν παραδοσιακά θεωρηθεί αλληγορίες των κοινωνικών τάξεων και τοπικών ταυτοτήτων. Από τους γνωστότερους είναι ο Μιτίκα (= «Δημητράκης»), που αντιπροσωπεύει τους μέσους Βουκουρεστιώτες, τους κατοίκους της Βλαχίας, ή της Μουντενίας γενικότερα. Υποκριτής και φαινομενικά επιπόλαιος, ο Μιτίκα εκφράζεται μέσα από πλατειασμούς ή στερεότυπα που νομίζει ότι είναι έξυπνα και, σκιαγραφώντας μία τάση που πρωτοπεριέγραψε ο Καρατζιάλε στο Moftul Român, απορρίπτει γρήγορα όλα τα σημαντικά θέματα που αντιμετωπίζει. Παρόμοια, ο δάσκαλος Μάριος Ροστογκάν αντιπροσωπεύει τους απόδημους από την Τρανσυλβανία, που συμπαθούσαν το φιλελεύθερο ρεύμα. Ο λόγος του, μέσα από τον οποίο ο συγγραφέας σαρκάζει τις φιλελεύθερες αρχές σχετικά με τη ρουμανική εκπαίδευση, επικεντρώνεται στην παραθεώρηση του περιεχομένου και στην τάση για απομνημόνευση άσχετων λεπτομερειών[221]. `Εχει προταθεί ότι ο Ροστογκάν βασίζεται τουλάχιστον εν μέρει σε ένα πραγματικό πρόσωπο, τον Βασίλε Γκριγκόρε Μποργκοβάν, εκπαιδευτικό γεννημένο στην Τρανσυλβανία και κάτοικο του Ντρομπέτα-Τούρνου Σεβερίν[222].
Ο Cetăţeanul turmentat, ένας ανώνυμος μέθυσος που πραγματοποιεί σύντομες αλλά επίκαιρες εμφανίσεις στο Ο scrisoare pierdută, θεωρείται ότι συμβολίζει τους απλούς επαρχιώτες των μικρών πόλεων και κωμοπόλεων, συγχυσμένους από την πολιτική διαμάχη γύρω τους και περιφρονημένους από όλους τους «επώνυμους»[223]. Ακριβώς όπως ο αντίστοιχός του πράκτορας της αστυνομίας Γκιτά Πριστάντα, ο μεθυσμένος εκλογέας δεν έχει προσωπικές φιλοδοξίες[224] και είναι μέρος της λεγόμενης «κυβερνητικής προίκας» — των ανθρώπων που φοβούνται ότι θα χάσουν τις θέσεις τους σε περίπτωση κυβερνητικής αλλαγής και είναι έτοιμοι να στηρίξουν την εκάστοτε κυβέρνηση[225]. Κατά τον Καλινέσκου, ο μεθύστακας πολίτης λατρεύει την εξουσία ως έναν «υπέρτατο θεό», παραθεωρώντας όλους τους παραλογισμούς της[226].
Σε μερικά διηγήματα και σκετς του ο Καρατζιάλε χρησιμοποιεί ένα άλλο ιδιαίτερο θέμα της Junimea, διερευνώντας τη λαμπερή αλλά επιπόλαιη επίδραση του «μοντέρνου» στην ανώτερη τάξη[227].
Τα άγχη κατέχουν κεντρική θέση σε αρκετά από τα έργα του Καρατζιάλε. Από ενωρίς, η λεπτεπίλεπτη ανάλυσή του για τον αναπτυσσόμενο τρόμο στο Ο făclie de Paşte κέρδισε τον έπαινο του Κονσταντίν Ντομπροτζεάνου-Γκερέα[228]. Σε πολλές ιστορίες και σκετς του συγγραφέα, οι ήρωες οδηγούνται στην απελπισία από την ανικανότητά τους να ελέγξουν αληθινές ή υποτιθέμενες αλλαγές στο περιβάλλον τους[229]. Παραδείγματα είναι ο Λέιμπα Ζιμπάλ, ο Stavrache στο În vreme de război και ο Anghelache (το θύμα της αυτοκτονίας στο Inspecţiune..., μέρος του Momente şi schiţe)[180]. Ο Σερμπάν Τσιοκουλέσκου αναφέρεται σε αυτούς τους τρεις ως τους «μεγάλους νευρωτικούς» του Καρατζιάλε, ενώ ο Ιοσιφέσκου τοποθετεί τους Ζιμπάλ και Stavrache στα όρια της παράνοιας. Ανάμεσα στους «τρελούς» χαρακτήρες του συγγραφέα, ο Καλινέσκου προσμετρά τα πρόσωπα ιστοριών όπως η 1 Aprilie, όπου μία Πρωταπριλιά τελειώνει με ένα φόνο, και οι Două loturi, όπου ο ταμίας Λεφτέρ Ποπέσκου περνά τη δοκιμασία να έχει χάσει τον λαχνό του που κερδίζει[230].
Το άγχος για επικείμενα συμβάντα σφίγγει τα βασικά πρόσωπα στο Conu Leonida faţă cu reacţiunea και έχει επίδραση στη γυναικεία συμπεριφορά όπως αυτή παρουσιάζεται σε όλες τις άλλες κωμωδίες του συγγραφέα[231]. Οι βασικοί πρωταγωνιστές του D-ale carnavalului κινούνται από ένα ιδιαίτερο είδος φόβου, που τους οδηγεί να δρουν παράλογα[232]: Ο Ιάνκου Πάμπον, βοηθός κουρέα και πρώην αστυνομικός, και το γυναικείο του αντίστοιχο, η ρεπουμπλικανή των προαστίων Μίτα Μπαστόν, είναι αποφασισμένοι να αποκαλύψουν τις ερωτικές αποδράσεις των συντρόφων τους και η φρενητιώδης έρευνά τους συνδυάζει πραγματικά στοιχεία με πλάσματα της φαντασίας τους, εκρήξεις οργής με στιγμές πικρού διαλογισμού, και βίαιες απειλές με περιόδους παραίτησης[233]. Παραδείγματα χαρακτήρων με ίχνη αυτού του είδους συμπεριφοράς έχουν σημειωθεί σε άλλα έργα του Καρατζιάλε: ο «Φαρφουρίδης» παρουσιάζεται εξαιρετικά προσεκτικός προς όλες τις απρογραμμάτιστες αλλαγές, ενώ καταναλώνει πολλή ενέργεια στο να διατηρεί μία άσκοπη καθημερινή ρουτίνα[234].
Πολλά από τα κείμενα του συγγραφέα αναπαράγουν συζητήσεις ανάμεσα σε υπαλλήλους εκτός υπηρεσίας, που συνήθως παίρνουν τη μορφή γενικευμένων και ιδιότυπων εφόδων σε θέματα πολιτισμού ή πολιτικής. Πολλά πρόσωπα στα σκετς του ισχυρίζονται ψευδώς ότι είναι προσωπικοί φίλοι σημαντικών πολιτικών της εποχής τους, ή ότι έχουν πρόσβαση στα ιδιαίτερα γραφεία της πολιτικής και της δημοσιογραφίας[235]. Παρότι συχνά τρομάζουν από πολιτικές ή κοινωνικές εξελίξεις, τείνουν να τις τακτοποιούν γρήγορα και πολλές φορές ενθαρρύνουν ο ένας τον άλλο κατά τις πολύωρες παραμονές τους στην υπαίθρια μπιραρία[236]. Σε μία περίπτωση, ο Καρατζιάλε επινοεί τον Καρακούντι, ένα δημοσιογράφο που γράφει τα αισθησιακά άρθρα του ενώ ξεκουράζεται στο πάρκο[237].
Η περσόνα του ίδιου του συγγραφέα βρίσκεται σε πολλά έργα του. Εκτός από ανιχνευόμενες «αυτοπροσωπογραφίες» του στο Cănuţă om sucit και αλλού, δημιούργησε τον διάσημο χαρακτήρα του Νενέα Ιάνκου (δηλαδή του θείου Ιάνκου), από το υποκοριστικό του ονόματός του και της ιδιότητάς του ως τακτικού πελάτη των υπαίθριων μπιραριών[238]. Εισάγει αρκετά πρόσωπα στο Momente şi schiţe ως προσωπικούς φίλους και γαρνίρει τις ιστορίες με προσωπικές λεπτομέρειες[239]. Αργότερα στη ζωή του έφθασε να ομολογήσει ότι η υπόθεση με τους Βεντουριάνο, Dumitrache και τη σύζυγο του Dumitrache Βέτα βασίσθηκε μερικώς πάνω σε μία ερωτική ατυχία του ως νέου[240].
Πέρα από τους πολλούς συγγραφείς των οποίων τα έργα μνημονεύει, μετέφρασε ή παρωδεί, ο Ι.Λ. Καρατζιάλε έκτισε πάνω σε μία τεράστια λογοτεχνική κληρονομιά. Σύμφωνα με τον ιστορικό της λογοτεχνίας Στεφάν Καζιμίρ: «Κανένας συγγραφέας δεν είχε ποτέ τόσο μεγάλο αριθμό προδρόμων, ακριβώς όπως καμιά άλλη καλλιτεχνική σύνθεση δεν ήταν πιο οργανική και πιο αυθόρμητη.»[241].
Πρώτα και πάνω από όλα ένας άνθρωπος του θεάτρου, ο Καρατζιάλε γνώριζε καλά το έργο όλων των προηγούμενων θεατρικών συγγραφέων, από τον Σαίξπηρ μέχρι τους ρομαντικούς, ενώ τον επηρέασε πολύ το γαλλικό βοντβίλ (Vianu, τόμος I, σ. 310). Εφάρμοσε την έννοια του «καλοκαμωμένου έργου» (pièce bien faite) όπως ορίσθηκε από τον theorized by Εζέν Σκριμπ, ενώ επηρεάσθηκε από τη δραματουργία των Εζέν Λαμπίς και Βικτοριέν Σαρντού[242]. Αναφέρεται ότι ο Λαμπίς ήταν ο αγαπημένος του συγγραφέας[243].
Ο ίδιος ο Καρατζιάλε ανέφερε τον Τσιλιμπί Μοϊσέ (1812-1870), έναν Εβραίο πλανόδιο πραματευτή της Βλαχίας, ως μία πρώιμη επιρροή, ενθυμούμενος πως παιδί ακόμα διάβαζε τα μονόστιχα αστεία του και τα εκτιμούσε ως εξαιρετικά δείγματα πολύ συμπυκνωμένου χιούμορ[244]. Παρόμοια εντυπωσιασμένος ήταν από τα έργα του συνθέτη και ποιητή Αντόν Παν, του οποίου τα κατορθώματα εξυμνούσε σε συζητήσεις με τους συνεργάτες του περιοδικού Convorbiri Critice. Ο Νικολάε Φιλίμον (1819-1865), για τον οποίο ο Καρατζιάλε εκδήλωνε τον θαυμασμό του, ήταν ο συγγραφέας διηγημάτων τα οποία αρκετοί συγγραφείς έχουν προσδιορίσει ως λιγότερο ολοκληρωμένες εκδοχές του Rică Venturiano[245]. Παρόμοια σύνδεση έχει γίνει ανάμεσα στα μονόπρακτα του Ηλιάδη Ραντουλέσκου, στα οποία γελοιοποιούνται οι Τρανσυλβανοί συγγραφείς, και στον ήρωα του Καρατζιάλε Μάριο Ροστογκάν[246]. Ο ύστερος θαυμασμός του Καρατζιάλε για τον Μπογκντάν Πετριτσέικου Χασντέου συνδεόταν επίσης με συγγένειες στο ύφος των κωμωδιών[247], όπως και η συντροφιά του με τον Ιακόμπ Νεγκρούζι (επίσης συγγραφέα σαρκαστικών κειμένων που σατίριζαν τους φιλελεύθερους πολιτικούς και δικηγόρους)[248].
Ο Καρατζιάλε πιστεύεται επίσης ότι χρησιμοποίησε και ανέπτυξε αρκετές θεματικές που προϋπήρχαν στο ρουμανικό θέατρο, όπως στον κωμωδιογράφο Τεοντόρ Μύλερ (Myller), ιδίως με το έργο του Fata lui Chir Troancă (= «Η θυγατέρα του Kir Troancă»)[249]. Ο Καρατζιάλε ήταν μάλλον πολύ οικείος με τις κωμωδίες που είχαν συγγράψει οι δύο θείοι του, Κοστάτσε Καρατζιάλε (1815-1877) και Ιόργκου Καρατζιάλε, που ανέπτυξαν θέματα τα οποία ο ίδιος αργότερα εξερεύνησε σε βάθος[250]. Ανάμεσα στους ελάσσονες δραματουργούς του 19ου αιώνα των οποίων οι κωμωδίες ήταν οικείες στον συγγραφέα, και σε πολλά παρόμοιες με τις δικές του, ήταν ο Κοστάτσε Χαλεπλιού[251]. Μία άλλη συχνά αναφερόμενη επιρροή είναι ο αντίπαλός του Βασίλε Αλεκσάντρι, του οποίου τα έργα της συλλογής Coana Chiriţa αποτελούν μία πρώιμη κριτική του εκδυτικισμού[252]. Ωστόσο, οι δύο συγγραφείς διαφέρουν σε πολλά, με τον Καρατζιάλε να έχει πιο σύνθετο ρόλο και να παρατηρεί μία πιο πολυσύνθετη κοινωνία[253].
Κατά την παραμονή του στο Βερολίνο ο Ι.Λ. Καρατζιάλε αγόρασε τα σκίτσα των Γάλλων καλλιτεχνών Ονορέ Ντωμιέ και Πωλ Γκαβαρνί. Σύμφωνα με τον Καζιμίρ, είναι πιθανό ότι γνώριζε το έργο του Ντωμιέ από παλιά, καθώς αρκετά πρόσωπα που γελοιογράφησε ο Γάλλος φέρουν αξιοσημείωτη ομοιότητα με τα κείμενά του.
Ο Καρατζιάλε ήταν επίσης ενήμερος και δεκτικός ως προς τα έργα των συγχρόνων του και των καινοτομιών τους. Οι λογοτεχνικές δημιουργίες του Εμίλ Ζολά υπήρξαν μία αξιοσημείωτη πηγή εμπνεύσεων: Ο Γκεόργκε Καλινέσκου προτείνει τόν Καρατζιάλε και τον Μπάρμπου Στεφανέσκου Ντελαβραντσέα ως τους βασικούς αντιπροσώπους του ύφους του Ζολά στην τοπική λογοτεχνία. Από την άλλη, ο Κονσταντίν Ντομπροτζεάνου-Γκερέα πίστευε ότι τα εργα Năpasta και Ο făclie de Paşte έδειχναν την «αρκετά εμφανή επίδραση» του Ντοστογιέφσκι[254]. Αργότερα ο Καρατζιάλε θα ανακαλύψει τη λογοτεχνία του Ανατόλ Φρανς — σύμφωνα με τον Ζαριφόπουλο, τα θέματα του γαλλικού ανθρωπισμού χρησίμευσαν ως πρότυπα για κάποια από τα κείμενα φανταστικής λογοτεχνίας του Καρατζιάλε[177].
Συζητώντας τα ύστερα έργα του συγγραφέα, ο Βιάνου σημειώνει ότι θυμίζουν ένα από τα ύστερα έργα του Σαίξπηρ, ενώ ο Τσιοκουλέσκου πιστεύει ότι έχουν έμμεσα εμπνευσθεί από τα έργα του Πόε.
Οι έρευνες του συγγραφέα στον ρουμανικό πολιτισμό έδωσαν και μία επακριβή καταγραφή της ρουμανικής γλώσσας όπως αυτή ομιλείτο στην εποχή του, με δείγματα διαλέκτων, τζάργκον, αργκό, κλπ..
Ο Καρατζιάλε άσκησε διαχρονική επιρροή στο ρουμανικό χιούμορ, αλλά και στην ίδια την εικόνα που έχουν οι Ρουμάνοι για τους εαυτούς τους[255]. Οι κωμωδίες του και οι διάφορες ιστορίες του έχουν δώσει σειρά από γνώριμες φράσεις, πολλές από τις οποίες είναι συχνές στη χρήση τους ακόμα και σήμερα. Ωστόσο, ο επικριτικός χαρακτήρας του τον τοποθετεί σε μάλλον υποδεέστερη αναλογικά θέση στα σχολικά βιβλία της Ρουμανίας και την ακαδημαϊκή συζήτηση, μία τάση που υιοθέτησε τόσο η Σιδηρά Φρουρά (το κυριότερο φασιστικό κίνημα της Ρουμανίας), όσο και το κομμουνιστικό καθεστώς.
Παράλληλα, οι τεχνικές του Καρατζιάλε επηρέασαν Ρουμάνους θεατρικούς συγγραφείς του 20ού αιώνα όπως οι Μιχαήλ Σορμπούλ, Βίκτορ `Ιόν Πόπα, Μιχαήλ Σεμπαστιάν και Γκεόργκε Ζαμφιρέσκου[257], αλλά και σκηνοθέτες με πρώτους τους Κονσταντίν Νοταρά και Πάουλ Γκούστι. Αρκετά από τα θεατρικά του υπήρξαν το θέμα δοκιμίων του σκηνοθέτη Σίκα Αλεξαντρέσκου[258]. Τα διηγήματα και οι νουβέλες του Καρατζιάλε ενέπνευσαν συγγραφείς όπως οι Ιοάν A. Μπασαραμπέσκου, Γκεόργκε Μπραέσκου, Ιοάν Αλ. Μπρατέσκου-Βοϊνέστι, Ντουμίτρου Πατρασκάνου, I. Πελτζ[259] και, μεταγενέστερα, οι Ρ. Κοζάσου, Ιοάν Λακούστα και Χόρια Γκαρμπέα. Σύμφωνα με διάφορους συγγραφείς, ο Καρατζιάλε ήταν επίσης ένας πρόδρομος του θεάτρου του παραλόγου[11] και έχει καταγραφεί ως επίδραση από τον δημιουργό του θεάτρου αυτού Ευγένιο Ιονέσκο[11]. Ωστόσο, η Ε. Λάζαρ προτιμά να συγκρίνει[10] τον Καρατζιάλε όχι με τον συνάδελφό του θεατρικό συγγραφέα Ιονέσκο, αλλά με τον γνωστότερο (του Καρατζιάλε) συγγραφέα Παναΐτ Ιστράτι, αναδεικνύοντας τα εξής κοινά σημεία (έστω όχι λογοτεχνικά):
Θεατρικά έργα του Ι.Λ. Καρατζιάλε έχουν μεταφρασθεί στην ελληνική γλώσσα και έχουν ανεβεί σε θέατρα της Ελλάδας. Οι πρώτες ελληνικές μεταφράσεις έργων του έγιναν στην Κωνστάντζα από τον Θρακιώτη γιατρό `Εκτορα Σαραφίδη (1872-1950). Το πρώτο θεατρικό έργο του Καρατζιάλε που παίχθηκε στην Ελλάδα ήταν το δράμα «Η συμφορά» (Năpasta), που παρουσιάσθηκε το 1933 στη Μυτιλήνη. Αναφέρεται επίσης[28] ότι το «Χαμένο γράμμα» (Ο scrisoare pierdută) ανέβηκε στην Ελλάδα το 1959.
Αντίθετα με τον Ιονέσκο, έξω από τη Ρουμανία η επίδραση των θεατρικών έργων του Ι.Λ. Καρατζιάλε ήταν περιορισμένη: Ο οδηγός Cambridge Paperback Guide to Theatre του 1996 το αποδίδει στα «τεχνικά» προβλήματα που θέτουν οι μεταφράσεις, αλλά και στην τάση του ανεβάσματος των έργων του ως έργων εποχής[260].
Αρκετοί συγγραφείς έχουν γράψει για τον Ι.Λ. Καρατζιάλε. Μεταξύ αυτών είναι οι Οκταβιάν Γκόγκα και Ιοάν Σλαβίτσι[261], I. Suchianu, Λούκα Καρατζιάλε, Εκατερίνα Λογκάντι-Καρατζιάλε[262] και Cincinat Pavelescu. Ανάμεσα στους μεταγενέστερους βιογράφους του ήταν ο Οκτάβ Μινάρ, που κατηγορήθηκε ότι είχε επινοήσει ορισμένες λεπτομέρειες για εμπορικό κέρδος[263]. Ευθείες ή συγκαλυμμένες αναφορές στον συγγραφέα υπάρχουν και σε αρκετά λογοτεχνικά έργα, όπως σε μυθιστορήματα των Γκόγκα, Σλαβίτσι, Ν. Πετράσκου, Εμανοήλ Μπουτσούτα, Εουτζέν Λοβινέσκου, Κονσταντίν Στέρε, καθώς και σε θεατρικό έργο του Καμίλ Πετρέσκου[264]. Το 1939 οι Μπ. Τζόρνταν και Λ. Πρεντέσκου δημοσίευσαν ένα κοινό τους μυθιστόρημα με θέμα τον Καρατζιάλε, που επικρίθηκε για το ύφος, τον τόνο και τις ανακρίβειές του[265]. Ο διηγηματογράφος Ιοάν Μπρατέσκου-Βοϊνέστι υποθέτει ότι η ερωτική σχέση του Καρατζιάλε με τη Βερόνικα Μίκλε και η οργή του Εμινέσκου είναι το κλειδί πίσω από το ποίημα του δεύτερου Luceafărul, αλλά αυτό παραμένει αμφισβητήσιμο[266].
Ο συγγραφέας εκλέχθηκε μέλος της Ρουμανικής Ακαδημίας μετά τον θάνατό του, το 1948, μετά από πρόταση του μυθιστοριογράφου Μιχαήλ Σαντοβεάνου[267]. Το 2002, με την ευκαιρία των 150 ετών από τη γέννησή του, ανακηρύχθηκε ως «έτος Καρατζιάλε» στη Ρουμανία (Anul Caragiale). Ετήσια θεατρικά φεστιβάλ προς τιμή του γίνονται στο Βουκουρέστι και στο Κισινάου. Το έργο του έχει μεταφερθεί πολλές φορές στον ρουμανικό κινηματογράφο και σε τηλεταινίες, όπως οι Două lozuri (1958) και De ce trag clopotele, Mitică? του Λουτσιάν Πιντίλιε (1981). Το 1982 μία δυτικογερμανική ταινία σε σκηνοθεσία του Ρουμάνου Ράντου Γκαρμπέα, βασισμένη στο Ο făclie de Paşte κυκλοφόρησε με τον τίτλο Fürchte dich nicht, Jakob!.
Το 1962 ένα σπίτι στο Πλοέστι μετατράπηκε σε μουσείο προς τιμή του Καρατζιάλε (η «Οικία Ντομπρέσκου»)[268]. Το σπίτι όπου γεννήθηκε άνοιξε για το κοινό το 1979[269].
Ανάμεσα στα αγάλματα του Καρατζιάλε σε δημόσιους χώρους ξεχωρίζουν ο ανδριάντας του στο Βουκουρέστι, έργο του Κονσταντίν Μπαράσκι, και προτομές στο Πάρκο Τσισμιγκίου (στο κέντρο της πρωτεύουσας) και στο Πλοέστι. Αναμνηστικές πλάκες για τον Καρατζιάλε έχουν τοποθετηθεί στο Μπουζάου και στη Γερμανία στο Hohenzollerndamm του Σένεμπεργκ.
Ο Ι.Λ. Καρατζιάλε υπήρξε το θέμα προσωπογραφιών και γελοιογραφιών από διάφορους καλλιτέχνες, και το 2007, με τη συμπλήρωση ενός πεντετούς προγράμματος στο οποίο συμμετείχαν σκιτσογράφοι από τη Ρουμανία και το εξωτερικό, ανακηρύχθηκε επισήμως «ο πλέον απεικονισμένος συγγραφέας» από το «Βιβλίο Γκίνες» (με περισσότερα από 1500 ξεχωριστά σκίτσα σε μία και μόνη έκθεση)[270].
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.