Μπανγκλαντές
χώρα της νότιας Ασίας From Wikipedia, the free encyclopedia
χώρα της νότιας Ασίας From Wikipedia, the free encyclopedia
Το Μπανγκλαντές είναι ασιατική χώρα με έκταση 147.570 τ.χλμ. και πληθυσμό 172.920.000 κατοίκους[1], σύμφωνα με επίσημη εκτίμηση για το 2023. Πρωτεύουσα είναι η Ντάκα. Αποτελεί το μεγαλύτερο και ανατολικό τμήμα της εθνογλωσσολογικής περιοχής της Βεγγάλης. Βρίσκεται στον κόλπο της Βεγγάλης. Είναι η 8η πολυπληθέστερη χώρα του κόσμου και 5η στην Ασία, παρά το γεγονός ότι η έκτασή της είναι λίγο μεγαλύτερη από αυτή της Ελλάδας. Επίσης, είναι η τρίτη πολυπληθέστερη χώρα στην οποία οι μουσουλμάνοι αποτελούν την πλειοψηφία. Η επίσημη γλώσσα της χώρας είναι η βεγγαλική, η δέκατη πιο διαδεδομένη στον κόσμο. Το Μπαγκλαντές ιδρύθηκε το 1971, με την απόσχισή του από το Πακιστάν.
Λαϊκή Δημοκρατία του Μπανγκλαντές
গণপ্রজাতন্ত্রী বাংলাদেশ Gaṇaprajātantrī Bāṃlādēśa | |||
---|---|---|---|
| |||
Η θέση του Μπανγκλαντές (πράσινο) | |||
και μεγαλύτερη πόλη | Ντάκα 23.702°N 90.37°E | ||
Μπενγκάλι | |||
Λαοκρατική Προεδρευόμενη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία | |||
Μοχάμεντ Σαχαμπουντίν Μοχάμεντ Γιουνούς (υπηρεσιακός) | |||
Ανεξαρτησία από το Πακιστάν Ισχύον Σύνταγμα | 16 Δεκεμβρίου 1971 16 Δεκεμβρίου 19721 | ||
• Σύνολο • % Νερό • Σύνορα Ακτογραμμή | 147.570 km2 (94η) 7,0 4.246 km 580 km | ||
Πληθυσμός • Εκτίμηση 2023 • Απογραφή 2011 • Πυκνότητα | 172.920.000[1] (8η) 142.319.000[2] 1.171,8 κατ./km2 (12η) | ||
ΑΕΠ (ΙΑΔ) • Ολικό (2018) • Κατά κεφαλή | 751,949 δισ. $[3] (31η) 4.561 $[3] (139η) | ||
ΑΕΠ (ονομαστικό) • Ολικό (2018) • Κατά κεφαλή | 285,817 δισ. $[3] (43η) 1.751 $[3] (143η) | ||
ΔΑΑ (2021) | 0,661[4] (129η) – μεσαίος | ||
Νόμισμα | Τάκα (BDT) | ||
BST (UTC +6) | |||
Internet TLD | .bd | ||
Οδηγούν στα | αριστερά | ||
Κωδικός κλήσης | +880 | ||
1. Η ισχύς του Συντάγματος του 1972 ανεστάλη έπειτα από το πραξικόπημα στις 24 Μαρτίου του 1982. Το Σύνταγμα επαναφέρθηκε στις 10 Νοεμβρίου του 1986 και αναθεωρήθηκε πολλές φορές. |
Το Μπανγκλαντές αποτελεί το μεγαλύτερο και το ανατολικό μέρος της Βεγγάλης.[5] Στους Μπανγκλαντεσιανούς περιλαμβάνονται άνθρωποι διαφορετικών εθνικών ομάδων και θρησκειών. Οι Μπενγκάλι, που ομιλούν τη Βεγγαλική γλώσσα, αποτελούν το 98% του πληθυσμού.[6] Οι πολιτικά κυρίαρχοι Μουσουλμάνοι Μπενγκάλι κάνουν το έθνος ως την τρίτη μεγαλύτερη χώρα με Μουσουλμανική πλειοψηφία παγκοσμίως. Το μεγαλύτερο μέρος της χώρας καλύπτεται από το Δέλτα της Βεγγάλης, το οποίο είναι το μεγαλύτερο δέλτα της Γης. Η χώρα έχει 700 ποταμούς και 8.046 χιλιόμετρα πλωτών οδών στην ξηρά. Οι περιοχές με υψηλό υψόμετρο έχουν αειθαλή δάση, τα οποία βρίσκονται στις βορειοανατολικές και νοτιοανατολικές περιοχές της χώρας. Το Μπανγκλαντές έχει πολλά νησιά και έναν κοραλλιογενή ύφαλο. Η μεγαλύτερη άθραυστη παραλία, η Παραλία του Κοξ Μπαζάρ βρίσκεται στη χώρα. Επίσης, στη χώρα βρίσκεται το Σουνταρμπάνς, το μεγαλύτερο μακρόβιο δάσος στον κόσμο. Η βιοποικιλότητα της χώρας περιλαμβάνει μια μεγάλη συστοιχία φυτών και άγριας ζωής, όπως την κρίσιμα απειλούμενη Βεγγαλική τίγρη, που είναι το εθνικό ζώο.
Οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι αναγνώριζαν την περιοχή ως Γαγγαρίδαι, που ήταν ένα ισχυρό βασίλειο της ιστορικής υποηπείρου, τον 3ο αιώνα π.Χ. Οι αρχαιολογικές έρευνες έχουν δείξει αρκετές αρχαίες πόλεις στο Μπανγκλαντές, που είχε διεθνείς εμπορικούς συνδέσμους για μια χιλιετία.[7] Το Σουλτανάτο της Βεγγάλης και η Μογγολική Βεγγάλη μετέτρεψαν την περιοχή σε μια κοσμοπολιτική Ισλαμική αυτοκρατορική εξουσία ανάμεσα στον 14ο και 18ο αιώνα. Η περιοχή είχε πολλά πριγκιπάτα που είχαν ναυτική δύναμη.[8][9] Ήταν αξιοσημείωτο κέντρο του παγκόσμιου εμπορίου μουσελίνας και μεταξιού. Ως τμήμα της Βρετανικής Ινδίας, η περιοχή επηρεάστηκε από την Αναγέννηση της Βεγγάλης και έπαιξε σημαντικό ρόλο στα αντιαποικιακά κινήματα. Ο Διαμελισμός της Βρετανικής Ινδίας έκανε την Ανατολική Βεγγάλη τμήμα του Πακιστάν, με αποτέλεσμα η περιοχή να μετονομαστεί σε Ανατολικό Πακιστάν. Στην περιοχή της Βεγγάλης ξεκίνησε το Κίνημα της Βεγγαλικής Γλώσσας το 1952, ενώ στο Μπανγκλαντές ξεκίνησε ο Πόλεμος της Ανεξαρτησίας του Μπανγκλαντές το 1971. Μετά την ανεξαρτησία, το αρχικό πολίτευμα της χώρας ήταν η κοινοβουλευτική δημοκρατία. Από το 1975 μέχρι το 1990 υπήρξε προεδρική κυβέρνηση, ακολουθούμενη από την επιστροφή στην κοινοβουλευτική δημοκρατία. Η χώρα συνεχίζει να αντιμετωπίζει τις προκλήσεις της φτώχειας, της εκπαίδευσης, της υγειονομικής περίθαλψης και της διαφθοράς. Το Μπανγκλαντές είναι μια μέση δύναμη και αναπτυσσόμενο κράτος. Εντός της Νότιας Ασίας, η χώρα είναι πρώτη στην ισότητα των φύλων, δεύτερο στα κέρδη συναλλάγματος, και τρίτο στο προσδόκιμο ζωής και στην ειρήνη. Το Μπανγκλαντές είναι ένα από τα 11 κράτη που θεωρούνται ως οι Επόμενοι Έντεκα, και έχει το 46ο μεγαλύτερο ΑΕΠ σε ονομαστικούς όρους, ενώ έχει το 29ο μεγαλύτερο ΑΕΠ σε αξία αγοραστικής δύναμης. Είναι ένας από τους μεγαλύτερους εξαγωγείς υφάσματος παγκοσμίως. Οι κύριοι εμπορικοί συνεργάτες της χώρας είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση, οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Κίνα, η Ινδία, η Ιαπωνία, η Μαλαισία και η Σιγκαπούρη. Καθώς η τοποθεσία του είναι ζωτικής σημασίας μεταξύ της Νότιας, της Ανατολικής και Νοτιοανατολικής Ασίας, το Μπανγκλαντές είναι σημαντικός προωθητής της περιφερειακής συνδεσιμότητας και συνεργασίας. Είναι ιδρυτικό μέλος του SAARC, του BIMSTEC, του Φόρουμ Μπανγκλαντές-Κίνας-Ινδίας-Μιανμάρ για την Περιφερειακή Συνεργασία και της Πρωτοβουλίας Μπανγκλαντές Μπουτάν Ινδία Νεπάλ. Είναι μέλος της Κοινοπολιτείας των Εθνών, των Αναπτυσσόμενων 8 Χωρών, του Οργανισμού Ισλαμικής Διάσκεψης, του Κινήματος των Αδέσμευτων, της Ομάδας των 77 και του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου. Το Μπανγκλαντές είναι μια από τις χώρες με τη μεγαλύτερη συνεισφορά στις Ειρηνευτικές Δυνάμεις του ΟΗΕ.
Το Μπαγκλαντές χωρίζεται σε τρεις περιοχές. Το μεγαλύτερο τμήμα της χώρας βρίσκεται στο εύφορο δέλτα του Γάγγη. Τα βορειοδυτικά και κεντρικά τμήματα της χώρας βρίσκονται στα οροπέδια Μαντχουπούρ και Μπάριντ. Στα βορειοανατολικά και νοτιοανατολικά βρίσκονται λοφώδεις εκτάσεις. Το δέλτα του Γάγγη από τη συμβολή των ποταμών Γάγγη και Βραχμαπούτρα και των παραποτάμων τους. Ο Γάγγης αρχικά συμβάλλει με τον Βραχμαπούτρα και αργότερα με τον Μέγκχνα, και εκβάλλει στον κόλπο της Βεγγάλης. Το ιζηματογενές χώμα το οποίο εναποτίθεται από τους ποταμούς όταν υπερχειλίζουν έχει δημιουργήσει μια από τις πιο εύφορες πεδιάδες της γης. Το Μπαγκλαντές έχει 57 διασυνοριακά ποτάμια, με αποτέλεσμα το νερό να αποτελεί περίπλοκο πολιτικό ζήτημα.[10]
Το Μπαγκλαντές είναι κυρίως γόνιμη επίπεδη γη. Το 17% της χώρας καλύπτεται από δάση και το 12% από λόφους. Μεγάλα τμήματα του Μπαγκλαντές είναι λιγότερο από 12 μέτρα πάνω από το επίπεδο της θάλασσας και εκτιμάται ότι το 10% της έκτασής του θα πλημμύριζε εάν η στάθμη της θάλασσας ανέβει κατά ένα μέτρο.[11] Το Μπαγκλαντές θεωρείται μια από τις πιο ευάλωτες χώρες στην κλιματική αλλαγή. Φυσικοί κίνδυνοι όπως η αυξημένη βροχόπτωση, η άνοδος της στάθμης της θάλασσας και οι τροπικοί κυκλώνες αναμένονται να αυξηθούν με τις κλιματικές αλλαγές, επηρεάζοντας τη γεωργία, την παροχή νερού και τροφής, την ανθρώπινη υγεία και τους κατοικήσιμους χώρους.[12] Θεωρείται ότι η άνοδος της στάθμης της θάλασσας τις επόμενες δεκαετίες θα δημιουργήσει από μόνη της πάνω από 20 εκατομμύρια[13] κλιματικούς πρόσφυγες.[14]
Ευρισκόμενο στο τροπικό του Καρκίνου, το Μπαγκλαντές έχει τροπικό κλίμα με ήπιο χειμώνα από τον Οκτώβρη μέχρι τον Μάρτιο, και ζεστό, υγρό καλοκαίρι από τον Μάρτιο μέχρι τον Ιούνιο. Η χώρα δεν είχε ποτέ θερμοκρασίες κάτω από το μηδέν, με τη ψυχρότερη θερμοκρασία που έχει καταγραφεί να είναι 1,1°C στη βόρεια πόλη Ντινατζπούρ τις 3 Φεβρουαρίου 1905.[15] Η ζεστή και υγρή εποχή των μουσώνων διαρκεί από τον Ιούνιο μέχρι τον Οκτώβριο και είναι η περίοδος στην οποία καταγράφονται τα μεγαλύτερα ύψη βροχής. Φυσικές καταστροφές όπως πλημμύρες, τροπικοί κυκλώνες, σιφώνες και παλιρροιακά κύματα συμβαίνουν κάθε χρόνο,[16] σε συνδυασμό με την αποψίλωση, την υποβάθμιση του εδάφους και τη διάβρωση. Οι τυφώνες του 1970 και του 1991 ήταν ιδιαίτερα καταστροφικοί. Ένας κυκλώνας το 1991 προκάλεσε 140.000 θανάτους.[17] Το Σεπτέμβριο του 1998, το Μπαγκλαντές βίωσε τη χειρότερη πλημμύρα στην ιστορία του.
Εργαλεία της εποχής του λίθου που βρέθηκαν στη Μεγάλη Βεγγάλη υποδεικνύουν ότι η περιοχή κατοικείται για πάνω από 20.000 χρόνια.[18] Στην αρχαία Βεγγάλη εγκαταστάθηκαν Αυστροασιάτες, Θιβετοβιρμανοί, Δραβιδιανοί και Ινδο-Άριοι σε διαδοχικά κύματα μετανάστευσης.[19][20] Μεγάλοι αστικοί οικισμοί δημιουργήθηκαν κατά τη διάρκεια της εποχής του σιδήρου, στα μέσα της πρώτης χιλιετίας π.Χ..[21] Τα ερείπια Ουάρι-Μπατεσβάρ θεωρούνται ότι ανήκουν στην αρχαία Τζαναπάντα, μια από τις πρώτες πόλεις κράτη της ινδικής υποηπείρου. Αργυρά νομίσματα που έχουν βρεθεί στον χώρο χρονολογούνται από το 600 με 400 π.Χ..[22]
Αρχαίοι Έλληνες και Ρωμαίοι καταγράφουν το αρχαίο βασίλειο των Γκανγκαριδών, το οποίο σύμφωνα με το θρύλο, σταμάτησε την εισβολή του Μεγάλου Αλεξάνδρου, και συνδέεται με την οχυρωμένη πόλη στο Ουάρι-Μπατεσβάρ.[22] Ο χώρος ταυτοποιείται με τον ακμάζον εμπορικό κέντρο Σουαναγκούρα το οποίο αναφέρεται στον παγκόσμιο χάρτη του Κλαύδιου Πτολεμαίου. Οι Ρωμαίοι γεωγράφοι σημειώνουν την ύπαρξη ενός μεγάλου και σημαντικού λιμανιού στη νοτιοανατολική Βεγγάλη, στη θέση της σημερινής Τσιταγκόνγκ.[23] Οι κάτοικοι της περιοχής ήταν επίσης θαλασσοπόροι, οργανώνοντας εξερευνήσεις και αποικίες στη Σρι Λάνκα,[24] τη Μαλαισία και την Ινδονησία.[25] Τον 3ο και 2ο αιώνα π.Χ. η Βεγγάλη διοικούνταν από την Αυτοκρατορία των Μαουρύα, η οποία έφτασε στη μέγιστη ακμή της επί του Ασόκα. Τους διαδέχθηκε η Αυτοκρατορία των Γκούπτα τον 3ο αιώνα.
Στην κλασική αρχαιότητα, η Βεγγάλη διαιρούνταν σε διάφορα βασίλεια. Η αυτοκρατορία Πάλα ξεχωρίζει ως το μεγαλύτερο κράτος της Βεγγάλης το οποίο δημιουργήθηκε κατά την αρχαιότητα, και τον 9ο αιώνα στην επικράτειά της ανήκε το μεγαλύτερο τμήμα της βόρειας Ινδίας. Οι Πάλα ήταν βουδιστές και προστάτες των τεχνών.[26] Τον 11ο αιώνα, η δυναστεία Σένα, η οποία υποστήριζε τον ινδουισμό, ανέβηκε στην εξουσία, βοήθησε και αυτή στην άνθηση των τεχνών.[27]
Η Βεγγάλη ήταν κόμβος στον νοτιοδυτικό δρόμο του μεταξιού.[28]
Το Ισλάμ έφτασε στις όχθες της Βεγγάλης στο τέλος της πρώτης χιλιετίας. Η ανακάλυψη νομισμάτων του χαλιφάτου των Αββασιδών στο Μπαγκλαντές υποδεικνύουν την παρουσία μεγάλου εμπορικού δικτύου. Την ίδια περίοδο, οι Άραβες μετέφεραν από τη Βεγγάλη το αριθμιτικό σύστημα. Το 1154, ο Αλ-Ιντρίσι σημειώνει την ύπαρξη πυκνής ναυτικής κίνησης ανάμεσα στην Τσιταγκόνγκ και τη Βασόρα.[29] Μετά την κατάκτηση της περιοχής από τους μουσουλμάνους, τα προϋπάρχοντα πολιτιστικά στοιχεία ενσωματώθηκαν στο νέο ισλαμικό κράτος.[30] Οι μουσουλμάνοι κατασκεύασαν τζαμιά και μεντρεσέδες για να ενισχύσουν τον εξισλαμισμό.[31]
Η κατάκτηση της Βεγγάλης άρχισε όταν ο Μπαχτιάρ Χιλτζί του σουλτανάτου Δελχί κατέκτησε τη βόρεια και δυτική Βεγγάλη του 1204[32] και μέσα στον επόμενο αιώνα, το σουλτανάτο κατέκτησε ολόκληρη τη Βεγγάλη. Μέχρι τον 14ο αιώνα, είχε δημιουργηθεί το ανεξάρτητο Σουλτανάτο της Βεγγάλης.[33] Οι ηγέτες της τουρκικής[34][35][36] δυναστείας Ιλίας Σάχι έκτισαν τον μεγαλύτερο τζαμί στη Νότια Ασία, και δημιούργησαν ισχυρές διπλωματικές και εμπορικές σχέσεις με τη δυναστεία Μινγκ στην Κίνα.[37][38] Το Σουλτανάτο της Βεγγάλης χαρακτηρίζεται από τον πολιτιστικό πλουραρισμό του, καθώς οι πολιτικές και στρατιωτικές υπηρεσίες αποτελούνταν από μουσουλμάνους, ινδουιστές και βουδιστές. Οι σουλτάνοι Χουσέιν Σάχι προώθησαν τη λογοτεχνία,[39] ενώ κατέλαβαν το βασίλειο του Αρακάν για 100 χρόνια.[40]
Το σουλτανάτο επισκέφτηκαν πολλοί εξερευνητές, όπως ο Νικολό ντε Κόντι από τη Βενετία, ο Ιμπν Μπατούτα από το Μαρόκο και ναύαρχος Τσενκ Χι από την Κίνα. Όπως, μετά τον 16ο αιώνα, το Σουλτανάτο της Βεγγάλης άρχισε να αποσυντίθεται. Η αυτοκρατορία Σουρ κατέλαβε τη Βεγγάλη το 1532. Οι ινδουιστές μαχαραγιάδες και οι Μπάρο-Μπουγιάν κατέλαβαν μεγάλα τμήμα της περιοχής, ιδιαίτερα τη γόνιμη περιοχή Μπάτι.
Στο τέλος του 16ου αιώνα, η Αυτοκρατορία των Μουγκάλ, με αρχηγό τον Ακμπάρ τον Μέγα άρχισαν να κατακτούν τη Βεγγάλη μετά τη μάχη του Τουκαρόι,[41] όπου νίκησε τους τελευταίους ηγέτες του σουλτανάτου της Βεγγάλης. Η Ντάκα δημιουργήθηκε το 1608 ως επαρχιακή πρωτεύουσα των Μουγκάλ. Υπό την εξουσία των Μουγκάλ αποκρυσταλλώθηκε η εθνική ταυτότητα των Βεγγαλέζων και είχαν αρκετή αυτονομία ώστε να αναπτύξουν τα δικά τους έθιμα και λογοτεχνία. Ολόκληρη η περιοχή ήταν υπό σταθερή διοίκηση.
Τον 18ο αιώνα, η Βεγγάλη ήταν το πλουσιότερο τμήμα της υποηπείρου[42] και παρήγαγε σχεδόν το μισό από το ΑΕΠ των Μουγκάλ.[43] Οι πόλεις της ήταν γεμάτες Ευρωπαίους και Ασιάτες εμπόρους. Η Ντάκα έγινε σημαντικό διοικητικό κέντρο. Οι Ναουάμπ της Βεγγάλης εγκαθίδρυσαν ανεξάρτητο πριγκιπάτο το 1717, με έδρα τη Μουρσινταμπάντ. Οι Ναουάμπ έδωσαν αυξημένα προνόμια στους Ευρωπαίους. Σε μια προσπάθεια να σταματήσουν την αυξημένη επιρροή της Εταιρείας Ανατολικών Ινδιών, το 1757 ο Ναουάμπ Σιράτζ-ουντ-Νταουλάχ κατέκτησε τη βρετανική βάση στο Φορτ Γουίλιαμ. Όμως προδώθηκε από τον στρατηγό του, ο οποίος βοήθησε τον Ρόμπερτ Κλάιβ να νικήσει τον τελευταίο Ναουάμπ στη μάχη του Πλάσεϊ τις 23 Ιουνίου 1757.[44][45]
Με την ήττα του κυβερνήτη της Βεγγάλης στο Πλάσει το 1757 άρχισε η κυριαρχία της Εταιρείας Ανατολικών Ινδιών στη Βεγγάλη, με τους Βρετανούς να αντικαθιστούν τους μουσουλμάνους ως η ηγετική ομάδα της Βεγγάλης.[46] Η προεδρία της Βεγγάλης δημιουργήθηκε το 1765 και πρωτεύουσά της ορίστηκε η Καλκούτα. Το 1857 σημειώθηκε μεγάλη αποστασία, αρχίζοντας από τη Βεγγάλη, με εξεγέρσεις του στρατού στη Ντάκα, την Καλκούτα και την Τσιταγκόνγκ.[47][48] Ακολούθησαν πολλές άλλες εξεγέρσεις.
Το 1905 οι Βρετανοί πείθονται από τους Μουσουλμάνους και διχοτομούν το κράτος της Βεγγάλης. Έτσι δημιουργούνται η Ανατολική Βεγγάλη (υπό τον έλεγχο των Μουσουλμάνων) και η Δυτική Βεγγάλη (υπό τον έλεγχο των Βρετανών). Το 1906 η έδρα της Μουσουλμανικής Ένωσης εγκαθίσταται στη Ντάκα. Η διχοτόμηση εξόργισε τους Ινδουιστές.
Η Μουσουλμανική Ένωση σχημάτισε κοινοβουλευτική κυβέρνηση στη Βεγγάλη το 1943. Στις τοπικές εκλογές της Ινδίας το 1946, η αποφασιστική νίκη της Μουσουλμανικής Ένωσης οδήγησε στον χωρισμό της Βρετανικής Ινδίας και τη δημιουργία του Πακιστάν τις 14 Αυγούστου 1947. Το Άσαμ χωρίστηκε στα δύο ώστε οι μπεγκάλι Σιλχέτ να γίνουν τμήμα της Ανατολικής Βεγγάλης. Υπήρξε ανεπιτυχής προσπάθεια να σχηματιστεί η Ενωμένη Βεγγάλη. Η γραμμή Ράντκλιφ χώρισε τη Βεγγάλη με βάση τη θρησκεία, με αποτέλεσμα οι περιοχές όπου κατοικούσαν κυρίως Ινδουιστές να γίνει τμήμα της Ινδίας και αυτές όπου κατοικούσαν μουσουλμάνοι να γίνει το ανατολικό τμήμα του Πακιστάν.
Το 1947 οι Βρετανοί αποχωρούν από την Ινδία με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί το καθαρά Μουσουλμανικό κράτος του Πακιστάν, το οποίο χωριζόταν σε Δυτικό και Ανατολικό τμήμα (το σημερινό Μπανγκλαντές), ανάμεσα στα οποία βρίσκονται 1.600 χλμ. ινδικού εδάφους. Η πρωτεύουσα του κράτους εγκαθίσταται στο Ισλαμαμπάντ του Δυτικού Πακιστάν. Η Ανατολική Βεγγάλη ήταν η πολυπληθέστερη επαρχία του Πακιστάν, με την Ντάκα επαρχιακή πρωτεύουσα.[49]
Το 1949 ιδρύεται η ένωση Αούμι ως πολιτική φωνή των ομιλούντων μπενγκάλι,[50] και την ιδέα της αυτονομίας από το Δυτικό Πακιστάν. Το επιτυχημένο κίνημα για τη Βεγγαλική γλώσσα το 1952 ήταν το πρώτο σημάδι τριβής με το δυτικό Πακιστάν. Το 1955, η επαρχία μετονομάστηκε σε Ανατολικό Πακιστάν. Ο ηγέτης της ένωσης Αούμι, Σουχραουάρντι έγινε πρωθυπουργός του Πακιστάν το 1956, αλλά εκδιώχθηκε μετά από ένα χρόνο, λόγω έντασης με το κατεστημένο του δυτικού Πακιστάν.[51] Το σύνταγμα του 1956 τερμάτισε το καθεστώς υποταγής στη Βρετανική.
Η δυσαρέσκεια με την κεντρική κυβέρνηση αυξήθηκε όσον αφορά τα οικονομικά και πολιτιστικά θέματα. Η επαρχιακή κυβέρνηση του Φαζλούλ Χουκ απολύθηκε λόγω κατηγοριών για απόσχιση.[52] Το 1962, η Ντάκα ορίστηκε νομοθετική πρωτεύουσα του Πακιστάν ώστε να καταλαγιάσει ο αυξανόμενος πολιτικός εθνικισμός.[53] Σύμφωνα με γραφειοκράτες της Παγκόσμιας Τράπεζας, το Πακιστάν πραγματοποιούσε εκτεταμένο οικονομικό ρατσισμό ενάντια στο Ανατολικό Πακιστάν, όπως για παράδειγμα υψηλότερες κυβερνητικές δαπάνες στο δυτικό Πακιστάν και χρήση του εμπορικού πλεονάσματος του ανατολικού Πακιστάν για τη χρηματοδότηση των εισαγωγών στο δυτικό.[54] Το ανατολικό Πακιστάν παρήγαγε περίπου του 70% των εξαγωγών του Πακιστάν.[55] Ρατσισμός υπήρχε επίσης και στις πολιτικές και στρατιωτικές υπηρεσίες, αποτελώντας το 15% των κυβερνητικών υπαλλήλων[56] και το 10% των ενόπλων δυνάμεων.[57] Έντονος ήταν και ο πολιτιστικός ρατσισμός, με αποτέλεσμα το ανατολικό τμήμα να δημιουργήσει διακριτή πολιτική ταυτότητα.[58] Η πακιστανική κυβέρνηση επέβαλε απαγορεύσεις στη βεγγαλική λογοτεχνία, ακόμη και στα έργα του βραβευμένου με Νόμπελ Ραμπιντρανάθ Ταγκόρ.[59] Στις 13 Νοεμβρίου του 1970, ένας τεράστιος κυκλώνας έπληξε τον κόλπο της Βεγγάλης, στο Ανατολικό Πακιστάν[60]. Καταρρακτώδεις βροχές, άνεμοι ταχύτητας 220 χλμ./ώρα και τεράστια παλιρροϊκά κύματα με ύψος εννέα και πλέον μέτρων σάρωσαν ολόκληρη την πυκνοκατοικημένη παραλιακή ζώνη του Ανατολικού Πακιστάν και τα πολυάριθμα νησιά που είναι διεσπαρμένα κοντά στις ακτές. Μέσα σε μόλις έξι ώρες τα νερά σκέπασαν τα πάντα καθώς τα υποτυπώδη φράγματα και τα φτωχικά σπίτια από λάσπη και καλάμια δεν μπορούσαν να αντισταθούν. Ο αριθμός των νεκρών άγγιξε τα 300.000 άτομα, οι άστεγοι υπολογίστηκαν σε τρία και πλέον εκατομμύρια[61]. Καθώς τα νερά αποσύρθηκαν σταδιακά στις εβδομάδες που ακολούθησαν, ανακαλύπτονταν συνεχώς νέοι σωροί πτωμάτων, συχνά κοντά στα φράγματα όπου συνέρρευσαν πολλοί ελπίζοντας ότι θα γλιτώσουν. Τις ημέρες εκείνες, περίπου 15.000 προσκυνητές είχαν συρρεύσει στο νησί Χάτια στον Γάγγη και σε άλλες νησίδες του κόλπου της Βεγγάλης. Νησίδες που κυριολεκτικά καταποντίστηκαν, γεμίζοντας το δέλτα του ποταμού με εκατοντάδες, χιλιάδες ίσως, πτώματα ανθρώπων και ζώων. Όσο για τους επιζώντες, για πολλούς ήταν ορατός ο κίνδυνος λιμού και, κυρίως, λοιμού. Χιλιάδες πλοιάρια έσπευσαν για να εκκενώσουν τις πλημμυρισμένες περιοχές και να επιταχύνουν την ταφή των νεκρών πριν ενσκήψουν οι επιδημίες. Παράλληλα άρχισε η διανομή τροφίμων στα εκατομμύρια των αστέγων που συνέρρεαν από στα σημεία όπου μοιράζονται εφόδια ως επί το πλείστον από το μόνο κατάλληλο για την περίσταση μέσο, τα ελικόπτερα του αμερικανικού στρατού[62]. Η κεντρική κυβέρνηση κατηγορήθηκε για την ανεπαρκή αντίδρασή της.[63] Μετά τις εκλογές του 1970, οι φωνές για ανεξαρτησία του Μπαγκλαντές έγιναν ισχυρότερες.[64]
Οι εκλογές του 1970 δίνουν στον ηγέτη της ένωσης Αούμι, Σεΐχ Μουτζιμπούρ Ραχμάν καθαρή πλειοψηφία, όμως δεν του επετράπηκε να αναλάβει τη θέση του. Ξεσπά εξέγερση και ανταρτοπόλεμος μετά την άρνηση του Γιαχία Χαν να συγκαλέσει εθνοσυνέλευση. Το 1971 η ένωση Αούμι κηρύττει μονομερώς ανεξαρτησία. Η σημαία του Μπαγκλαντές κυματίζει για πρώτη φορά τις 23 Μαρτίου 1971, ημέρα δημοκρατίας στο Πακιστάν.[65]
Στις 26 Μαρτίου 1971, η στρατιωτική χούντα του Πακιστάν[66]ξεκίνησε στρατιωτική επιχείρηση στο ανατολικό Πακιστάν[67][68] και κρατούσε τον εκλεγμένο πρωθυπουργό[69][70] υπό στρατιωτική παρακολούθηση.[71] Ο πακιστανικός στρατός, με τη βοήθεια άλλων οργανώσεων, προχώρησε σε σφαγή Βεγγαλέζων σε ένα γεγονός που έγινε γνωστό ως γενοκτονία του Μπαγκλαντές.[72] Από τον πόλεμο 10.000.000 άνθρωποι μεταναστεύουν στην Ινδία. Οι νεκροί εκτιμούνται από 300.000 μέχρι 3 εκατομμύρια.[73] Η παγκόσμια κοινή γνώμη στράφηκε εναντίον του Πακιστάν καθώς τα νέα για τις φρικαλεότητες διαδόθηκαν[74] και το κίνημα του Μπαγκλαντές υποστηρίχθηκε από επιφανές πολιτικές και καλλιτεχνικές μορφές της Δύσης.[75][76][77][78]
Μετά από εννέα μήνες, ο πόλεμος έληξε με την παράδοση του στρατού του Πακιστάν στη συμμαχία Μπαγκλαντές-Ινδίας τις 16 Δεκεμβρίου 1971.[79][80] Μετά από διεθνείς πιέσεις, το Πακιστάν απελευθέρωσε τον Μουτζίμπ τις 8 Ιανουαρίου 1972, και μεταφέρθηκε στην Ντάκα.[81][82] Τα ινδικά στρατεύματα αποχώρησαν τις 12 Μαρτίου 1972, τρεις μήνες μετά τη λήξη του πολέμου.[83] Όταν το Μπαγκλαντές έγινε μέλος του ΟΗΕ, αναγνωρίστηκε από 86 χώρες.[74] Το Πακιστάν αναγνώρισε το Μπαγκλαντές το 1974, υπό τις πιέσεις του μουσουλμανικού κόσμου.[84]
Μετά την ανεξαρτησία, το Μπαγκλαντές έγινε δημοκρατία. Η τότε 7η πολυπληθέστερη χώρα του κόσμου μαστιζόταν από τις καταστροφές του πολέμου, τη φτώχεια και τον λιμό και λάμβανε διεθνή βοήθεια. Το 1973, η Ινδία, το Πακιστάν και το Μπαγκλαντές υπέγραψαν τριμερή συμφωνία για ειρήνη και σταθερότητα στην υποήπειρο.[85] Το 1991, το Μπαγκλαντές έγινε κοινοβουλευτική δημοκρατία.
Η πολιτική του Μπανγκλαντές λαμβάνει μέρος στο πλαίσιο της πολυκομματικής βουλευτικής αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, χρησιμοποιώντας το σύστημα Ουεστμίνστερ της μονοθάλαμης βουλευτικής κυβέρνησης. Παραδοσιακά, το Μπανγκλαντές χρησιμοποιούσε το δικομματικό σύστημα, μέχρι την αποκατάσταση της δημοκρατίας το 1990. Ωστόσο, ανησυχίες σχετικά με τη δικαιότητα των εκλογών και της ακυρωσίας του κυβερνητικού συστήματος είχαν ως αποτέλεσμα το μποϊκοτάρισμα των εθνικών εκλογών του 2014 από τα μεγάλα κόμματα της αντιπολίτευσης. Οι κριτικές έχουν κατηγορήσει τη κυβέρνηση για την προσπάθεια της μετατροπής του Μπανγκλαντές σε κράτος του κυρίαρχου κόμματος, κάτω από την κυβερνώσα Ομάδα Αουάμι.[86]
Το Μπανγκλαντεσιανό κράτος έχει ενιαία δομή, με την κεντρική κυβέρνηση να βρίσκεται σε Ντάκα. Έχει τις ακόλουθες εξουσίες:
Το 2012, το στρατιωτικό προσωπικό ήταν γύρω στα 300.000 άτομα, συμπεριλαμβανομένων των εφέδρων,[90] των αεροπορικών δυνάμεων (22.000 άτομα), και του πολεμικού ναυτικού (24.000 άτομα).[91] Εκτός από τον παραδοσιακό ρόλο της άμυνας, ο στρατός έχει παράσχει υποστήριξη στις πολιτικές αρχές για την ανακούφιση από καταστροφές. Επίσης, έχει αναλάβει την εσωτερική ασφάλεια σε περιόδους πολιτικής αναταραχής. Για πολλά χρόνια, το Μπανγκλαντές έχει σταθερά τη μεγαλύτερη συνεισφορά στις Ειρηνευτικές Δυνάμεις του ΟΗΕ. Τον Φεβρουάριο του 2015, το Μπανγκλαντές έκανε μεγάλες παρατάξεις στην Ακτή Ελεφαντοστού, στην Κύπρο, στο Νταρφούρ, στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, στα Υψώματα Γκολάν, στην Αϊτή, στον Λίβανο, στη Λιβερία και το Νότιο Σουδάν.[92]
Τα δικαιώματα στο Μπαγκλαντές κατοχυρώνονται στο σύνταγμα της χώρας. Ωστόσο, οι κυβερνήσεις και οι δυνάμεις ασφαλείας έχουν παραβιάσει συνταγματικές αρχές και έχουν κατηγορηθεί για παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Το Μπαγκλαντές κατατάσσεται "εν μέρει ελεύθερο" στην έκθεση Freedom House για την ελευθερία του κόσμου,[93] αλλά ο τύπος του κατατάσσεται ως "μη ελεύθερος".[94] Σύμφωνα με τη Μονάδα Νοημοσύνης του Βρετανικού Economist, η χώρα έχει ένα υβριδικό καθεστώς: η τρίτη των τεσσάρων βαθμολογιών στον Δείκτη Δημοκρατικότητας.[95] Το Μπαγκλαντές ήταν η τρίτη πιο ειρηνική χώρα της Νότιας Ασίας στον Παγκόσμιο Δείκτη Ειρήνης του 2015.[96] Η κοινωνία των πολιτών και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης στο Μπανγκλαντές έχουν δεχθεί επιθέσεις από το κυβερνών κόμμα, την Ομάδα Αουάμι, και από ισλαμιστές εξτρεμιστές.[97]
Σύμφωνα με τον πρόεδρο της Εθνικής Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Μιζανούρ Ραχμάν, το 70% των υποτιθέμενων παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων διαπράττονται από τις υπηρεσίες επιβολής του νόμου.[98] Οι στόχοι περιλαμβάνουν τον βραβευμένο με Νόμπελ Ειρήνης Μοχάμεντ Γιουνούς και τη Τράπεζα Γκράμιν, κοσμικιστές bloggers και ανεξάρτητες εφημερίδες και τηλεοπτικά δίκτυα που υποστηρίζουν την αντιπολίτευση. Τα Ηνωμένα Έθνη ανησυχούν για τα κυβερνητικά "μέτρα που περιορίζουν την ελευθερία της έκφρασης και το δημοκρατικό χώρο".[97]
Οι δυνάμεις ασφαλείας του Μπαγκλαντές, και ειδικότερα το Τάγμα Ταχείας Δράσης (ΤΤΔ), έχουν καταδικαστεί για παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων (συμπεριλαμβανομένων των εξαναγκαστικών εξαφανίσεων, βασανιστηρίων και εξωδικαστικών δολοφονιών). Λέγεται ότι πάνω από 1.000 άτομα υπήρξαν θύματα εξωδικαστικών εκτελέσεων από την ΤΤΔ από την ίδρυσή της στο πλαίσιο της τελευταίας κυβέρνησης του Εθνικιστικού Κόμματος του Μπαγκλαντές.[99] Το ΤΤΔ έχει ονομαστεί "ομάδα θανάτου" από το Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιώματων και τη Διεθνή Αμνηστία,[100][101] και έχει ζητήσει την κατάργηση της συγκεκριμένης δύναμης.[100][101] Οι βρετανικές και αμερικανικές κυβερνήσεις έχουν επικριθεί για τη χρηματοδότηση και ενθάρρυνση της συμμετοχής της δύναμης σε αντιτρομοκρατικές επιχειρήσεις.[102]
Η κυβέρνηση του Μπαγκλαντές δεν έχει εφαρμόσει πλήρως την ειρηνευτική συμφωνία για τις Εκτάσεις Λόφων του Τσιταγκόνγκ.[103] Η περιοχή των Εκτάσεων Λόφων παραμένει έντονα στρατιωτικοποιημένη, παρά τη συνθήκη ειρήνης με αυτόχθονες λαούς που κατοικούν στην περιοχή.[104]
Ο κοσμικισμός προστατεύεται από το σύνταγμα του Μπαγκλαντές και τα θρησκευτικά κόμματα δεν μπορούν να συμμετάσχουν τις εκλογές. Ωστόσο, η κυβέρνηση κατηγορείται ότι συνεργάζεται με θρησκευτικές εξτρεμιστικές ομάδες. Η διφορούμενη θέση του Ισλάμ ως ντε φάκτο κρατική θρησκεία έχει επικριθεί από τα Ηνωμένα Έθνη.[105] Παρά τη σχετική αρμονία, οι θρησκευτικές μειονότητες έχουν αντιμετωπίσει περιστασιακές διώξεις. Οι κοινότητες των Ινδουιστών και Βουδιστών έχουν βιώσει θρησκευτική βία από ισλαμικές ομάδες, κυρίως από το κόμμα Μπαγκλαντές Τζαμαάτ-ε-Ισλάμι και τη φοιτητική του πτέρυγα (Σιμπίρ). Οι ισλαμιστές ακροδεξιοί υποψήφιοι κορυφώθηκαν στο 12% των ψήφων το 2001, ενώ μειώθηκαν στο 4% το 2008.[106] Σύμφωνα με το άρθρο 377 του ποινικού κώδικα της χώρας, η ομοφυλοφιλία είναι παράνομη και η μέγιστη ποινή γι'αυτό είναι η ισόβια φυλάκιση.[107]
Σύμφωνα με τον Δείκτη Παγκόσμιας Σκλαβιάς του 2016, περίπου 1.531.300 άνθρωποι είναι σκλάβοι στο σύγχρονο Μπαγκλαντές, αριθμός ο οποίος αντιστοιχεί στο 0.95% του πληθυσμού.[108] Ένας αριθμός σκλάβων στο Μπαγκλαντές εργάζονται καταναγκαστικά στις βιομηχανίες ψαριών και γαρίδας.[109][110][111]
Το Μπανγκλαντές διαιρείται σε 8 ομώνυμες διαιρέσεις[112][113][114], οι οποίες υποδιαιρούνται σε 64 περιφέρειες.
Οι διαιρέσεις υποδιαιρούνται σε περιφέρειες (ζίλα). Η καθεμιά από αυτές υποδιαιρούνται περαιτέρω σε ουπαζίλα (υποεπαρχίες) ή σε θάνα. Η περιοχή εντός κάθε αστυνομικού σταθμού, εκτός από αυτούς που βρίσκονται σε μητροπολιτικές περιοχές, διαιρούνται σε αρκετές ενώσεις. Κάθε ένωση αποτελείται από πολλά χωριά. Στις μητροπολιτικές περιοχές, οι αστυνομικοί σταθμοί διαιρούνται σε περιφέρειες, οι οποίες διαιρούνται περαιτέρω σε μαχάλλα.
Δεν υπάρχουν εκλεγμένοι αξιωματούχοι στα επίπεδα των διαιρέσεων ή των επαρχιών, αλλά η διοίκηση αποτελείται από κυβερνητικούς αξιωματούχους. Οι άμεσες εκλογές σε κάθε ένωση (ή περιφέρεια) πραγματοποιούνται για την εκλογή ενός προέδρου και ενός αριθμού μελών. Το 1997, περάστηκε ένας κοινοβουλευτικός νόμος για την εξασφάλιση τριών εδρών (από τις 12) σε κάθε ένωση για γυναίκες υποψήφιους. Οι διαιρέσεις είναι οι εξής:[115]
Διοικητικές διαιρέσεις του Μπανγκλαντές | |||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
Διαίρεση | Πρωτεύουσα | Ημερομηνία ίδρυσης | Έκταση (σε τετραγωνικά χιλιόμετρα)[116] | Πληθυσμός[116] | Πυκνότητα πληθυσμού[116] | ||
Μπαρισάλ | Μπαρισάλ | ||||||
Τσιτταγκόνγκ | Τσιτταγκόνγκ | ||||||
Ντάκα | Ντάκα | ||||||
Χούλνα | Χούλνα | ||||||
Μύμενσινγκ | Μύμενσινγκ | ||||||
Ρατζσάχι | Ρατζσάχι | ||||||
Ρανγκπούρ | Ρανγκπούρ | ||||||
Σιλχέτ | Σιλχέτ |
Το προσδόκιμο ζωής στο σύνολο του πληθυσμού, σύμφωνα με εκτιμήσεις του 2019 του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας ήταν 74,3 χρόνια (73,0 χρόνια οι άνδρες και 75,6 οι γυναίκες).[117]
Έτος | Πληθ. | ±% |
---|---|---|
1971 | 67,8 | — |
1980 | 80,6 | +18.9% |
1990 | 105,3 | +30.6% |
2000 | 129,6 | +23.1% |
2010 | 148,7 | +14.7% |
2012 | 161,1 | +8.3% |
Οι εκτιμήσεις του πληθυσμού του Μπανγκλαντές διαφέρουν, αλλά κυμαίνονται από τα 162 έως τα 168 εκατομμύρια άτομα (2015). Ωστόσο, η απογραφή του 2011 κατέγραψε 142,3 εκατομμύρια άτομα,[118] πολύ λιγότερο από τις εκτιμήσεις των ετών 2007-2010, που έδειχναν ότι ο πληθυσμός του Μπανγκλαντές κυμαινόταν από τα 150 έως τα 170 εκατομμύρια. Το Μπανγκλαντές είναι η όγδοη πιο πολυπληθέστερη χώρα του κόσμου. Το 1951, ο πληθυσμός ήταν μόνο 44 εκατομμύρια άτομα.[119] Είναι η πιο πυκνοκατοικημένη μεγάλη χώρα του κόσμου, ωστόσο είναι εντέκατη αν συμπεριληφθούν οι πολύ μικρές χώρες και οι πόλεις-κράτη.[120]
Ο ρυθμός ανάπτυξης του πληθυσμού της χώρας ήταν ένας από τους μεγαλύτερους παγκοσμίως στη δεκαετία του 1960 και του 1970, όταν ο πληθυσμός του αυξήθηκε από τα 65 στα 110 εκατομμύρια. Με την προώθηση του ελέγχου των γεννήσεων τη δεκαετία του 1980, ο ρυθμός ανάπτυξης άρχισε να χαμηλώνει. Τώρα, η θνησιμότητα βρίσκεται στο 2,55, χαμηλότερη από την Ινδία (2,58) και το Πακιστάν (3,07). Ο πληθυσμός είναι σχετικά νέος, με το 34% να είναι μέχρι 15 ετών, ενώ μόλις το 5% είναι 65 ετών και άνω. Παρά τη γρήγορη οικονομική ανάπτυξη, το 43% του πληθυσμού ζει κάτω από το διεθνή όριο φτώχειας, δηλαδή ζει με λιγότερα από 1,25 δολάρια την ημέρα.[121]
Οι Μπενγκάλι αποτελούν το 98% του πληθυσμού.[122] Στις μειονότητες περιλαμβάνονται αυτόχθονες στην Περιφέρεια Τσιταγκόνγκ και σε τμήματα του βόρειου Μπανγκλαντές. Στις Λοφώδεις Εκτάσεις της Τσιταγκόνγκ ζουν 11 εθνικές ομάδες, όπως οι Τσάκμα, οι Μάρμα, οι Ταντσάνγκια, οι Τριπούρι, οι Κούκι, οι Χιάνγκ, οι Μουράνγκ, οι Μρου, οι Τσακ, οι Λουσέι και οι Μπάουμ. Η διοίκηση του Σιλέτ είναι η πατρίδα των φυλών Χάσι, Τζαΐντια και Μπισνουπρίγια Μανιπούρι. Η επαρχία Μύμενσινγκ έχει πληθυσμούς των Γκάρο. Το βόρειο Μπανγκλαντές είναι η πατρίδα των αυτοχθόνων φυλών Σαντάλ, Μούντα και Οράον. Το Μπανγκλαντές είναι το σπίτι μιας σημαντικής κοινότητας Ισμαηλιτών.[123]
Η νοτιοανατολική περιοχή έχει δεχτεί εισροή προσφύγων Ροχίνγκια από τη Μιανμάρ, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια των πραξικοπημάτων στη Βιρμανία το 1978 και το 1991.[124] Κατά τη διάρκεια των διαδηλώσεων στην πολιτεία Ραχίν το 2012, το Μπανγκλαντές έκλεισε τα σύνορα του εν μέσω φόβων για μια τρίτη μαζική έξοδο από τη Μιανμάρ.[125] Οι αποκλεισμένοι Πακιστανοί ή Μπιχάρι είναι μια εριστική αμφισβήτιση μεταξύ του Μπανγκλαντές και του Πακιστάν. Το 2008, το Ανώτατο Δικαστήριο του Μπανγκλαντές χορήγησε πλήρη υπηκοότητα για όλους τους Αποκλεισμένους Πακιστανούς δεύτερης γενιάς, γεννημένους μετά το 1971.[126] Η περιοχή των Λοφώδων Εκτάσεων υπέφεραν από αναταραχές και ανταρσία, την περίοδο 1975-1997, λόγω ενός κινήματος από αυτόχθονες για αυτονομία. Το 1997 υπεγράφη μια συμφωνία ειρήνης. Ωστόσο, η περιοχή είναι αρκετά στρατικοποιημένη.[127]
Η Ντάκα είναι η μεγαλύτερη πόλη και η πρωτεύουσα του Μπανγκλαντές. Στις πόλεις με δημοτικό συμβούλιο, που έχουν δημοτικές εκλογές, περιλαμβάνεται η Βόρεια Ντάκα, η Νότια Ντάκα, η Τσιταγκόνγκ, η Χούλνα, το Σιλχέτ, το Ρατζσάχι, το Μπαρισάλ, το Ρανγκπούρ, η Κομίλλα και το Γκαζιπούρ. Στις άλλες πόλεις και δήμους που εκλέγουν ένα πρόεδρο, περιλαμβάνεται το Μύμενσινγκ, το Γκοπαλγκάντζ, η Τζεσόρ, η Μπόγκρα, το Ντινατζπούρ, το Σαϊντπούρ, το Ναραγιανγκάντζ και το Ρανγκαμάτι. Οι δύο κατηγορίες των δημοτικών αρχηγών εκλέγονται για θητεία 5 χρόνων.
Η συντριπτική πλειοψηφία (πάνω από 98%) των Μπανγκλαντεσιανών μιλούν τη γλώσσα Μπενγκάλι ως μητρική γλώσσα.[128][129] Σε διαφορετικά τμήματα της χώρας, ομιλούνται τοπικές γλώσσες και διάλεκτοι, όπως τα Τσιτταγκονγκικά, η γλώσσα Σιλχέτι και η γλώσσα Ρανγκπούρι. Οι Πακιστανοί Μπιχάρι, που είναι αποκλεισμένοι από το 1971 και ζουν σε διάφορους καταυλισμούς, ομιλούν τα Ουρντού.[130] Παρομοίως, οι πρόσφυγες Ροχίνγκια από τη Μιανμάρ ζουν σε διάφορους καταυλισμούς από το 1978 και ομιλούν τη γλώσσα Ροχίνγκια.[131] Υπάρχουν αρκετές δευτερεύουσες γλώσσες των αυτόχθωνων μειονοτήτων
Τα Βεγγαλικά είναι η μόνη επίσημη γλώσσα,[132] αλλά υπάρχει δευτερεύουσα χρήση των Αγγλικών για επίσημους σκοπούς, ειδικά στο δικαστικό και νομικό σύστημα. Ιστορικά, οι νόμοι είχαν γραφεί στα Αγγλικά και δεν είχαν μεταφραστεί στα Βεγγαλικά μέχρι το 1987. Το σύνταγμα και οι νόμοι του Μπανγκλαντές είναι διαθέσιμα στα Βεγγαλικά και στα Αγγλικά.[133] Τα Αγγλικά χρησιμοποιούνται ως δεύτερη γλώσσα μεταξύ της μέσης και ανώτερης τάξης, ενώ χρησιμοποιείται ευρέως στην ανώτερη εκπαίδευση.[134]
Θρησκεία στο Μπανγκλαντές[135] | ||||
---|---|---|---|---|
Θρησκεία | Ποσοστό | |||
Ισλάμ | 88.6% | |||
Ινδουϊσμός | 10.1% | |||
Βουδισμός | 0.6% | |||
Χριστιανισμός | 0.4% | |||
Άλλες θρησκείες | 0.3% |
Το Ισλάμ είναι η μεγαλύτερη θρησκεία της χώρας, καθώς 88.6% του πληθυσμού είναι Μουσουλμάνοι. Η χώρα είναι η πατρίδα των Μουσουλμάνων Μπενγκάλι, της δεύτερης μεγαλύτερης εθνικής ομάδας στον Μουσουλμανικό κόσμο. Η πλειοψηφία των Μπανγκλαντεσιανών Μουσουλμάνων είναι Σουνίτες, ενώ ακολουθούνται από μια μεγάλη μειονότητα αποτελούμενη απο τους Σιίτες και τους Αχμαντίγια. Γύρω στο 4% είναι μη-θρησκευτικοί Μουσουλμάνοι.[136] Το Μπανγκλαντές έχει τον τέταρτο μεγαλύτερο Μουσουλμανικό πληθυσμό παγκοσμίως και είναι η τρίτη μεγαλύτερη χώρα με πλειοψηφία Μουσουλμάνων, μετά από την Ινδονησία και το Πακιστάν.[137]
Ο Ινδουϊσμός ακολουθείται από το 10.1% του πληθυσμού. Από αυτούς, οι περισσότεροι είναι Ινδουιστές Μπενγκάλι με ένα μικρό τμήμα να είναι εθνικοί κάτοικοι. Οι Μπανγκλαντεσιανοί Ινδουιστές είναι η δεύτερη μεγαλύτερη θρησκευτική ομάδα της χώρας και η τρίτη μεγαλύτερη Ινδουιστική κοινότητα παγκοσμίως, μετά την Ινδία και το Νεπάλ. Οι Ινδουιστές στο Μπανγκλαντές κατανέμονται εξίσου σε όλες τις περιοχές, με μεγάλες συγκεντρώσεις στο Γκοπαλγκάντζ, το Ντινατζπούρ, το Σιλχέτ, το Σουναμγκάντζ, το Μύμενσινγκ, τη Χούλνα, την Τζεσόρ, στην Τσιταγκόνγκ και σε μέρη των Λοφώδων Εκτάσεων της Τσιταγκόνγκ. Οι Ινδουιστές είναι η δεύτερη μεγαλύτερη θρησκευτική κοινότητα στη χώρα, μετά τους Μουσουλμάνους.
Ο Βουδισμός είναι η τρίτη μεγαλύτερη θρησκεία, και ακολουθείται από το 0.6% του πληθυσμού. Οι Μπανγκλαντεσιανοί Βουδιστές είναι συγκεντρωμένοι σε μεγάλο βαθμό μεταξύ των Λοφώδων Εκτάσεων της Τσιταγκόνγκ, ιδιαίτερα από τους Τσάκμα, Μάρμα και Ταντσάνγκια. Η παραλιακή περιοχή της Τσιταγκόνγκ είναι το σπίτι ενός μεγάλου αριθμού Βουδιστών Μπενγκάλι.
Ο Χριστιανισμός ακολουθείται από το 0.4% του πληθυσμού, και είναι η τέταρτη μεγαλύτερη θρησκεία της χώρας.[138]
Το εναπομείναν 0.3% του πληθυσμού ακολουθεί διάφορες ανιμιστικές και λαϊκές θρησκείες.
Αρκετοί κάτοικοι του Μπανγκλαντές ακολουθούν τον Σουφισμό, που έχει μεγάλη κληρονομιά στην περιοχή.[139] Η μεγαλύτερη συγκέντρωση Μουσουλμάνων στη χώρα είναι το Μπίσγουα Ιτζτέμα, που πραγματοποιείται ετησίως από το Ταμπλίγκι Τζαμαάτ. Το Ιτζτέμα είναι η δεύτερη μεγαλύτερη Μουσουλμανική συγκέντρωση παγκοσμίως μετά το Χατζ.
Το Σύνταγμα του Μπανγκλαντές ανακηρύσσει το Ισλάμ ως εθνική θρησκεία, αλλά απαγορεύει την πολιτική με βάση τη θρησκεία. Επίσης, διακηρύσσει την ίση αναγνώριση των Ινδουιστών, των Βουδιστών, των Χριστιανών και των κατοίκων ανεξαρτήτως πίστεως.[140] Το 1972, το Μπανγκλαντές έγινε η πρώτη συνταγματικά κοσμική χώρα στη Νότια Ασία.[141] Το Αμερικανικό Στέιτ Ντιπάρτμεντ περιγράφει το Μπανγκλαντές ως μια κοσμική πλουραλιστική χώρα.[142]
Σημερινός πρόεδρος είναι ο Μοχάμεντ Σαχαμπουντίν από το 2023. Πρωθυπουργός είναι η Σεΐχ Χασίνα, η οποία ανέλαβε καθήκοντα τον Ιανουάριο του 2009.
Δικαίωμα ψήφου στις εκλογές έχουν όσες και όσοι είναι ηλικίας 18 ετών και άνω.[143] Οι πιο πρόσφατες γενικές εκλογές διεξήχθησαν στις 7 Ιανουαρίου 2024.
Το Μπαγκλαντές είναι αναπτυσσόμενη χώρα, με μικτή οικονομία των αγορών και αναφέρεται ως μία από τις επόμενες έντεκα αναδυόμενες αγορές. Το κατά κεφαλήν εισόδημα του Μπαγκλαντές ήταν 1.190$ ΗΠΑ το 2014, με ΑΕΠ ύψους 209 δις$.[144] Οι κυρίες βιομηχανίες της χώρας είναι τα υφάσματα, τα φαρμακευτικά προϊόντα, τα ναυπηγεία, ο χάλυβας, τα ηλεκτρονικά, η ενέργεια, τα κατασκευαστικά υλικά, τα χημικά, τα κεραμικά, η επεξεργασία τροφίμων και τα δερμάτινα.
Το Μπαγκλαντές είναι γνωστό για τα εύφορα εδάφη του, όπως στο δέλτα του Γάγγη. Η γεωργία είναι ο σημαντικότερος παραγωγικός τομέας της οικονομίας της χώρας, καθώς αποτελεί το 18,6% (2010) του ΑΕΠ της χώρας και απασχολεί περίπου το 45% του συνολικού εργατικού δυναμικού.[145] Η πλειονότητα των Μπαγκλαντιανών κερδίζει τα προς το ζην από τη γεωργία. Η χώρα κατατάσσεται ως ένας από τους μεγαλύτερους παραγωγείς ριζιού (4η), ψαριών (5η), γιούτα (2η), τσαγιού (10η) και τροπικών φρούτων (5η).[146][147]
Η βιομηχανία υφασμάτων του Μπαγκλαντές είναι ο μεγαλύτερος κατασκευαστικός τομέας της χώρας, και συνεισφέρει περίπου 25 δις $ από εξαγωγές όσον αφορά το 2014.[148] Οι φαρμακοβιομηχανίες του Μπαγκλαντές καλύπτουν το 97% των εγχώριων αναγκών και εξάγει σε 52 χώρες.[149][150] Τα ναυπηγεία του Μπαγκλαντές έχουν αναπτυχθεί ταχέως, με εξαγωγές στην Ευρώπη.[151] Η βιομηχανία χάλυβα επικεντρώνεται γύρω από την Τσιτακόνγκ, το μεγαλύτερο λιμάνι της χώρας.
Παρά τη γρήγορη οικονομική ανάπτυξη, περίπου το 26% της χώρας ζει κάτω από το διεθνές όριο της φτώχειας, δηλαδή ζει με λιγότερο από 1,25$ την ημέρα.[152]
Η οδήγηση γίνεται στα αριστερά. Το Μπανγκλαντές διαθέτει αρκετούς δρόμους, ορισμένους αυτοκινητοδρόμους και γέφυρες που συνδέουν τις πόλεις και τα χωριά της χώρας. Λόγω της οικονομικής ανάπτυξης υπάρχει αυξανόμενη κυκλοφοριακή συμφόρηση στη Ντάκα και άλλες πόλεις. Η γέφυρα Μπανγκαμπάντχου και η γέφυρα Πάντμα (η οποία εγκαινιάστηκε στις 25 Ιουνίου 2022) συνδέουν το δυτικό με το ανατολικό τμήμα του Μπανγκλαντές, τα οποία χωρίζονται από τον Βραχμαπούτρα και τον Πάντμα. Πολλοί αυτοκινητόδρομοι και οδικά έργα είναι υπό κατασκευή αυτή τη στιγμή. Ο σιδηρόδρομος είναι δημοφιλές μέσο μεταφοράς στο Μπανγκλαντές.
Οι Ένοπλες Δυνάμεις εξακολουθούν να διαδραματίζουν σημαίνοντα ρόλο στα ζητήματα της χώρας. Στις 25 Φεβρουαρίου του 2009 εκδηλώθηκε στην Ντάκα ανταρσία από στρατιώτες της παραστρατιωτικής ομάδας συνοριοφυλάκων «Τουφέκια του Μπανγκλαντές» (BDR). Πάνω από 1000 στρατιώτες της εν λόγω παραστρατιωτικής ομάδας κατέλαβαν το αρχηγείο των BDR και πήραν ως ομήρους πολλούς αξιωματικούς. Τη δεύτερη μέρα η ανταρσία εξαπλώθηκε σε άλλες 12 πόλεις πέρα από την πρωτεύουσα. Η στάση έληξε στις 27 Φεβρουαρίου.[153] Η εξέγερση τερματίστηκε με την παράδοση των όπλων από τους στασιαστές και την απελευθέρωση των ομήρων.[154] Από τους 181 αξιωματικούς του στρατού οι οποίοι βρίσκονταν στο αρχηγείο των BDR όταν ξεκίνησε η στάση επέζησαν μόλις οι 33. Η κυβέρνηση ζήτησε τη βοήθεια του FBI και της Σκότλαντ Γιαρντ για τη διεξαγωγή των ερευνών με την κωδική ονομασία «επιχείρηση κυνήγι ανταρτών», με σκοπό να βρει τους δράστες της ανταρσίας.[155]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.