From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Κατσουλιέρης είναι στρουθιόμορφο πτηνό της οικογενείας των Κορυδαλιδών,[i] ένας από τους κορυδαλούς[i] που απαντούν και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Galerida cristata και περιλαμβάνει 35 υποείδη.[1][iii]
Κατσουλιέρης | ||||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Ενήλικος κατσουλιέρης (υποείδος G. c. chendoola) | ||||||||||||||
Κατάσταση διατήρησης | ||||||||||||||
Συστηματική ταξινόμηση | ||||||||||||||
| ||||||||||||||
Διώνυμο | ||||||||||||||
Galerida cristata (Κορυδαλός ο λοφιοφόρος) [ii] Linnaeus, 1758 | ||||||||||||||
Υποείδη | ||||||||||||||
Galerida cristata alexanderi | ||||||||||||||
Ο κατσουλιέρης είναι από τα πλέον διαδεδομένα χερσόβια στρουθιόμορφα, με ευρύ φάσμα κατανομής στον Παλαιό Κόσμο, αποκλειστικά ως καθιστικό πτηνό. Χαρακτηρίζεται από τα «γήινα» χρώματα στο πτέρωμά του, κάτι που καθιστά εξαιρετικά δύσκολη τη -μακροσκοπική- διάκριση υποειδών, το χαρακτηριστικό ανορθωμένο λοφίο και, τέλος, το μελωδικό τραγούδι του.
Η λατινική επιστημονική ονομασία του γένους, Galerida, προέρχεται από τα galleritus-a-um < galerus < galea-ae «κόρυς (βλ. παρακάτω), κράνος»,[3][4] με σαφή αναφορά στο χαρακτηριστικό λοφίο του πτηνού.
Ο λατινικός όρος cristatus στην επιστημονική ονομασία του είδους προέρχεται από το crista «κορυστή, τούφα, λοφίο».[8] με σαφή αναφορά στο λοφίο του πτηνού –που επιτείνει την ονομασία του γένους. Παρομοίως, η αγγλική λαϊκή ονομασία του πτηνού, crested lark «λοφιοφόρος κορυδαλός», παραπέμπει στο συγκεκριμένο μορφολογικό στοιχείο του πτηνού.
Η ελληνική λαϊκή ονομασία προέρχεται από τη λέξη κατσούλα «κάλυμμα (κωνικό) του κεφαλιού που αποτελεί μέρος πανωφοριού, κουκούλα», με σαφή αναφορά στο λοφίο του πτηνού που, μεταγενέστερα, έδωσε στον όρο αυτόνομη σημασία (βλ. Άλλες ονομασίες).[9]
Το είδος περιγράφηκε για πρώτη φορά από τον Λινναίο, υπό την ονομασία Alauda cristata (Αυστρία, 1758).[10] Το 1828, ο Γερμανός φυσιοδίφης Φ. Μπουά (Friedrich Boie 1789-1870) το μετέφερε στο σημερινό του γένος, αλλά δεν καθόρισε τους χαρακτήρες που θα το διέκριναν από τα μέλη του γένους Alauda. Ο Άγγλος ορνιθολόγος Κ. Χάρισον (Colin Harrison, 1926-2003) πρότεινε συγχώνευση των μελών Galerida και Lullula ξανά στο Alauda το 1865, λόγω έλλειψης αυτών των χαρακτήρων.[11]
Η συστηματική ταξινομική του είδους είναι εξαιρετικά περίπλοκη, με πάνω από 60 taxa να έχουν περιγραφεί διαχρονικά ως υποείδη, φαινομενικά ως αποτέλεσμα των -επί το πλείστον- καθιστικών συνηθειών του πτηνού, και της ισχυρής συσχέτισης του «γήινου» χρώματος του πτερώματος και της «έντασης» των ραβδώσεων με περιβαλλοντικούς παράγοντες (όπως χρωματισμός εδάφους, ίσως και γενικές συνθήκες ξηρασίας και ποσοστό ηλιοφάνειας σε μια περιοχή). Αυτό ισχύει ακόμη και εντός του φάσματος κατανομής ενός συγκεκριμένου υποείδους όπου κάποιοι, ιδιαίτερα εντοπισμένοι πληθυσμοί, εμφανίζουν αρκετά διαφορετικό χρώμα στο πτέρωμα, που σχετίζεται με τον αποκλίνοντα τρόπο χρωματιστών στο τοπικό χώμα (soil) (sic) (λ.χ. στο Μαρόκο).[10]
Επίσης, εκτός του μοτίβου στο πτέρωμα, υπάρχουν άλλες, καλά οριοθετημένες διαφορές οι οποίες τείνουν να είναι προοδευτικές (clinal) όπως, το μέγεθος του σώματος, το μήκος της πτέρυγας και, ιδιαίτερα, το μήκος του ράμφους. Σε γενικές γραμμές, ωστόσο, οι διαφορές μεταξύ των υποειδών είναι μικρές και, συχνά, μη-ορατές στον κοινό παρατηρητή. Μόνον εάν τοποθετηθεί σειρά δειγμάτων και γίνει ταυτόχρονη σύγκριση στο πτέρωμα, μπορούν να παρατηρηθούν τέτοιες διαφορές. Άλλο ταξινομικό πρόβλημα αποτελούν, επίσης, οι συχνές διασταυρώσεις μεταξύ των υποειδών, ιδιαίτερα στην Παλαιαρκτική και την Αφροτροπική οικοζώνη.[10]
Το είδος εμφανίζει ευρύ και συμπαγές φάσμα κατανομής σε μεγάλες επικράτειες του Παλαιού Κόσμου (οικοζώνες: Παλαιαρκτική, Αφροτροπική και Ινδομαλαισιανή). Σε όλες τις περιοχές εξάπλωσης απαντά ως επιδημητικό πτηνό.
Στην Ευρώπη, απαντά σε μεγάλο τμήμα της ηπείρου, εκτός από το Ηνωμένο Βασίλειο, την Ισλανδία, τη Σκανδιναβία και το μεγαλύτερο τμήμα της Ρωσίας. Επίσης, απουσιάζει -λόγω της φύσεως των ενδιαιτημάτων του- από τις περισσότερες υψηλές ορεινές περιοχές της Κ. Ευρώπης.
Στην Αφρική, απαντά κυρίως στο βόρειο τμήμα της ηπείρου -στις μεσογειακές χώρες-, στις εκτάσεις παράλληλα του Νείλου, φθάνοντας νότια μέχρι το Νότιο Σουδάν και την Αιθιοπία. Επίσης, απαντά σε όλη την υποσαχάρια ζώνη βορείως του ισημερινού, από τις ακτές του Ατλαντικού στα δυτικά μέχρι τις ακτές της Ερυθρά Θάλασσας στα ανατολικά. Τέλος, βρίσκεται σε διάσπαρτους ηπειρωτικούς θύλακες στη Μαυριτανία, την Αλγερία και την Κένυα, μεταξύ άλλων.
Στην Ασία, τέλος, η κατανομή είναι πολύ συμπαγής από τη Μικρά Ασία, και τον Εύξεινο Πόντο στα ανατολικά και, διαμέσου της Μέσης Ανατολής, του Ιράν, του Αφγανιστάν, του Πακιστάν και μεγάλου τμήματος της Ινδίας και της Κίνας, μέχρι τις ακτές της Κορέας στα ανατολικά. Βόρεια το είδος δεν φαίνεται να εξαπλώνεται πάνω από το «ύψος» του Καζακστάν και της Μογγολίας, ενώ νότια φθάνει μέχρι το κάτω τμήμα της Αραβικής Χερσονήσου, στις ακτές της Ερυθράς Θάλασσας.[12]
Αρ. | Υποείδος | Περιοχές αναπαραγωγής (επιδημητικό ή/και καλοκαιρινός επισκέπτης) | Περιοχές μετακίνησης ή/και διαχείμασης | Σημειώσεις |
---|---|---|---|---|
1 | Galerida cristata alexanderi | B Νιγηρία ανατολικά προς Δ Σουδάν και ΒΑ Κεντροαφρικανική Δημοκρατία | Περιλαμβάνει και τα υποείδη G. c. zalingei[13] και G. c. courtoti[10] | |
2 | Galerida cristata altirostris | ΒΚ και ΒΑ Σουδάν (ανατολικά της Κοιλάδας του Νείλου), ανατολικά προς Ερυθραία | Περιλαμβάνει και τα υποείδη G. c. caroli, G. c. nubica και G. c. eritreae[10] | |
3 | Galerida cristata apuliae | Ν και ΝΑ Ιταλία, Σικελία | ||
4 | Galerida cristata arenicola | ΒΑ αλγεριανή Σαχάρα Ανατολικά της Μπίσκρα και Ουάργκλα), ανατολικά προς Ν Τυνησία (νότια της Κάφσα και του Σφαξ) και ΒΔ Λιβύη (Τριπολίτιδα) | Περιλαμβάνει και τα υποείδη G. c. gafsae, G. c. whitakeri και G. c. deprimozi[10] | |
5 | Galerida cristata balsaci | ακτές Μαυριτανίας | Ενδημικό στην περιοχή | |
6 | Galerida cristata brachyura | ΒΑ Λιβύη (ηπειρωτική Κυρηναϊκή), Β και ΒΑ Αίγυπτος (ανατολικά προς Αλεξάνδρεια, Β Σινά, Ν Ισραήλ (Νεγκέβ, Νεκρά Θάλασσα), ανατολικά προς Ν Ιράκ και Β Σαουδική Αραβία | Ενδημικό στην περιοχή | |
7 | Galerida cristata carthaginis | ακτές ΒΑ Μαρόκου, ανατολικά προς Β Τυνησία (ανατολικά προς Σούσσα) | ||
8 | Galerida cristata caucasica | νησιά ΒΑ Αιγαίου (Σαμοθράκη, νότια προς Σάμο), Β Τουρκία, Ν Καύκασος και Δ Τρανσκαυκασία | Περιλαμβάνει και τα υποείδη G. c. ioniae, G. c. magdae, και G. c. submagna[10] | |
9 | Galerida cristata chendoola | Ν και Α Πακιστάν (πρόποδες ορεινού Κασμίρ), Δ και Β Ινδία (ανατολικά προς Μπιχάρ), Ν Νεπάλ | ||
10 | Galerida cristata cinnamomina | Δ Λίβανος (νότια της Βηρυτού) και ΒΔ Ισραήλ (Χάιφα, όρος Κάρμηλος) | Ενδημικό στην περιοχή | |
11 | Galerida cristata coreensis | Κορέα | Ενδημικό | |
12 | Galerida cristata cristata | Κ Ευρώπη, από Δανία και απώτατη Ν Σουηδία, ανατολικά προς Λευκορωσία, νότια προς Γαλλία, Β Ιταλία, Β πρώην Γιουγκοσλαβία, Β Ουγγαρία και Β Ουκρανία | Είναι το πολυπληθέστερο ευρωπαϊκό υποείδος | |
13 | Galerida cristata cypriaca | Ρόδος, Κάρπαθος, Κύπρος | Ενδημικό στα νησιά | |
14 | Galerida cristata festae | ακτές ΒΑ Λιβύης (Βεγγάζη ανατολικά προς Τομπρούκ) | Ενδημικό στην περιοχή | |
15 | Galerida cristata halfae | Κοιλάδα του Νείλου, από το Ασουάν νότια προς απώτατο Β Σουδάν (Wadi Halfa) | Ενδημικό στην περιοχή | |
16 | Galerida cristata helenae | ΝΑ Αλγερία, πιθανόν και ΒΔ Λιβύη | ||
17 | Galerida cristata isabellina | Κ Σουδάν (Kurdufan, ανατολικά προς ποταμό Νείλο) | ||
18 | Galerida cristata jordansi | Κ Νιγηρία (όρη Aïr) | Ενδημικό στην οροσειρά | |
19 | Galerida cristata kleinschmdti | ΒΔ Μαρόκο, (οροσειρές Ριφ και Άτλαντα) | Ενδημικό στις οροσειρές | |
20 | Galerida cristata leautungensis | Ν Μαντζουρία, ΒΑ Κίνα | ||
21 | Galerida cristata lynesi | Β Κασμίρ (κοιλάδα Gilgit) | Ενδημικό στην περιοχή | |
22 | Galerida cristata macrorhyncha | Ν Μαρόκο, Β αλγεριανή Σαχάρα | Έχει προταθεί η αναβάθμισή του σε διακριτό είδος (Galerida macrorhyncha) με βάση μορφολογικά και χρωμοσωμικά δεδομένα. Σε αυτή την περίπτωση περιλαμβάνει και το 29[14] | |
23 | Galerida cristata maculata | Αίγυπτος (Κάιρο, νότια προς Ασουάν) | Ενδημικό στην περιοχή | |
24 | Galerida cristata magna | ΒΑ Αραβία προς Ν Καζακστάν, ανατολικά προς Ν Μογγολία και Β Κίνα (Σιντζιάνγκ ανατολικά προς Β Γκανσού και Εσωτερική Μογγολία) | Περιλαμβάνει και τα υποείδη G. c. retrusa , και G. c. alaschanica | |
25 | Galerida cristata meridionalis | Ν πρώην Γιουγκοσλαβία και Ν Βουλγαρία, νότια προς ηπειρωτική Ελλάδα (συμπεριλαμβανομένων των Ιονίων νήσων και της Κρήτης) και Δ Τουρκία | Είναι το πολυπληθέστερο ελληνικό υποείδος. Περιλαμβάνει και τα υποείδη G. c. madaraszi, και G. c. muehlii[10] | |
26 | Galerida cristata neumanni | Δ Ιταλία (Τοσκάνη, νότια προς Ρώμη) | Ενδημικό στην περιοχή | |
27 | Galerida cristata nigricans | Δέλτα Νείλου | Ενδημικό στην περιοχή. Περιλαμβάνει και το υποείδος G. c. deltae | |
28 | Galerida cristata pallida | Ισπανία, Πορτογαλία | ||
29 | Galerida cristata randoni | Υψίπεδα Α Μαρόκου ανατολικά προς ΒΔ Αλγερία | Με την πιθανή αναβάθμιση του 22 σε είδος, περιλαμβάνεται σε αυτό ως υποείδος | |
30 | Galerida cristata riggenbachi | Δ Μαρόκο (Καζαμπλάνκα, νότια προς Κοιλάδα Σους) | Ενδημικό στην περιοχή | |
31 | Galerida cristata senegallensis | Ν Μαυριτανία, Σενεγάλη, Γκάμπια, νότια προς Νίγηρα, Σιέρρα Λεόνε και Γουινέα-Μπισσάου | ||
32 | Galerida cristata somaliensis | Β Σομαλία, ΝΝΑ Αιθιοπία, Β Κένυα | ||
33 | Galerida cristata subtaurica | Κ Τουρκία, ανατολικά προς Τρανσκαυκασία, ΝΔ και Β Ιράν, και ΝΔ Τουρκμενιστάν νότια προς Β και Α Ιράκ | Περιλαμβάνει και τα υποείδη G. c. weigoldi, και G. c. ankarae[10] | |
34 | Galerida cristata tenuirostris | Α Κροατία και Α Ουγγαρία ανατολικά προς Κριμαία, Β Καύκασο και ΝΔ Ουράλια Όρη και Δ Καζακστάν | ||
35 | Galerida cristata zion | N Τουρκία, Συρία, Α Λίβανος και Α, ΒΑ Ισραήλ (Ν προς Ιερουσαλήμ) |
Έχει προταθεί, επίσης, το υποείδος Galerida cristata tardinata, από την περιοχή της Ν., πιθανόν και Δ. Αραβίας.[10]
(σημ. με έντονα γράμματα τα υποείδη που απαντούν στον ελλαδικό χώρο)
Ο κατσουλιέρης είναι αυστηρά καθιστικό είδος, με ελάχιστους βόρειους πληθυσμούς να κατεβαίνουν νοτιότερα τον χειμώνα. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων, απαρτίζεται από επιδημητικούς πληθυσμούς οι οποίοι μετακινούνται ελάχιστα, ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες, ή καθόλου. Μάλιστα, η έντονη καθιστική φύση του πτηνού αποτυπώνεται χαρακτηριστικά στο γεγονός ότι, ενώ απαντά στη Β. Γαλλία ως κοινό είδος, θεωρείται τυχαίος επισκέπτης στο Ηνωμένο Βασίλειο, παρόλο που η χώρα βρίσκεται στην απέναντι ακτή της Μάγχης.[15]
Τυχαίοι, περιπλανώμενοι επισκέπτες έχουν αναφερθεί, μεταξύ άλλων, από το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Φινλανδία, τη Μάλτα και τη Σιέρα Λεόνε.[2]
Στην Ελλάδα, όπως στην υπόλοιπη ευρωπαϊκή ήπειρο, ο κατσουλιέρης απαντά ως κοινό επιδημητικό πτηνό σε όλη τη χώρα.[16] Το ίδιο ισχύει για την Κρήτη[17] και την Κύπρο.[18]
Ο κατσουλιέρης διαβιοί σε ποικιλία οικοτόπων, ωστόσο το κύριο στοιχείο των ενδιαιτημάτων του είναι οι ανοικτές, χέρσες, συνήθως επίπεδες εκτάσεις με αραιή βλάστηση. Επίσης, οι καλλιέργειες και άλλες τεχνητές ξηρές ή/και ημιερημικές επιφάνειες όπως κατά μήκος σιδηροδρομικών γραμμών, αεροδρόμια, ναυπηγεία, βιομηχανικές εγκαταστάσεις,[19] πλαϊνά δρόμων και εγκαταλελειμμένες τοποθεσίες. Στις περιοχές όπου συνυπάρχει με το είδος Galerida theclae, ο κατσουλιέρης καταλαμβάνει τις πεδινές θέσεις, ενώ το συγκεκριμένο συγγενικό είδος κατοικεί στις βραχώδεις και θαμνώδεις πλαγιές.[20]
Στην Ελλάδα, ο κατσουλιέρης απαντά σε χέρσα εδάφη, πετρώδεις και αμμώδεις θέσεις, αμμοθίνες, ημιέρημες περιοχές αλλά και σε πεδινές ή θαμνώδεις τοποθεσίες, άλση, χωριά και πόλεις[16] Επίσης, σε αμπελώνες, αλατούχα έλη και λασπώδεις θέσεις σε υγροτόπους, ακόμη και σε παραλίες. Απαντά από το επίπεδο της θάλασσας μέχρι τα 1200 μ. ή και ψηλότερα.[21]
Όπως οι περισσότεροι κορυδαλοί, ο κατσουλιέρης είναι μικρού μεγέθους στρουθιόμορφο, χωρίς κάποια έντονα χαρακτηριστικά στοιχεία ή φωτεινά χρώματα και, τις περισσότερες φορές, περνάει απαρατήρητος. Μάλιστα, ο γενικότερος καφέ χρωματισμός του πτερώματός του με τις διάσπαρτες λευκές λωρίδες και στίξεις, σε συνδυασμό με τα ξηρά, με λίγη βλάστηση ενδιαιτήματά του, προσφέρουν καμουφλάζ στο πτηνό και δύσκολα διακρίνεται. Άλλωστε, ένα από τα σημαντικότερα ταξινομικά προβλήματα του είδους είναι οι χρωματικές παραλλαγές «χώματος» που εμφανίζουν τα επί μέρους υποείδη, ανάλογα με το περιβάλλον όπου συχνάζουν. Το ράμφος είναι σχετικά μακρύ και ελαφρά καμπυλωτό, ενώ η κοντή ουρά στο μέσο της είναι καστανή και, στο πλευρικό τμήμα της, ανοικτοκαστανή.[16] Τα πόδια είναι σαρκόχρωμα και η ίριδα σκουροκάστανη.
Ωστόσο, το κύριο διαγνωστικό στοιχείο του κατσουλιέρη είναι το λεπτό και μυτερό του λοφίο, μεγαλύτερο από των άλλων κορυδαλών που, όταν είναι ανορθωμένο, διακρίνεται από απόσταση. Όμως, πολλές φορές το διατηρεί σε επίπεδη θέση (από κοντινή απόσταση διακρίνεται έστω και κατεβασμένο)[22] και, τότε, πρέπει να αναζητηθούν επί πλέον στοιχεία για να αναγνωριστεί, όπως η κοκκινωπή απόχρωση της κάτω επιφάνειας των πτερύγων, καθώς και η έλλειψη λευκής λωρίδας στο άκρο τους, κατά την πτήση. Η κάτω επιφάνεια του σώματος είναι λευκωπή, όπως σε άλλους κορυδαλούς. Πολλές φορές αναγνωρίζεται από το μελωδικό του τραγούδι και τον τρόπο που το αρθρώνει (βλ Φωνή).
Τα θηλυκά είναι παρόμοια με τα αρσενικά, ενώ τα νεαρά άτομα έχουν μικρότερο λοφίο και περισσότερες κηλίδες και στίξεις στη ράχη από τους ενήλικες.
(Πηγές:[23][24][25][26][27][28][29][22][30][20][31][32][33][34]
Ο κατσουλιέρης θεωρείται παμφάγο πτηνό, αν και το διαιτολόγιο περιλαμβάνει κυρίως φυτική ύλη (φθινόπωρο και χειμώνα), όπως σπέρματα διαφόρων φυτών, ιδιαίτερα κόκκους δημητριακών (σιτάρι, κριθάρι, βρώμη).[35] Ωστόσο, καταναλώνει και έντομα (άνοιξη και καλοκαίρι), κυρίως σκαθάρια,[36] που συλλαμβάνει είτε από την επιφάνεια του εδάφους, είτε με σκάψιμο.
Ο κατσουλιέρης μπορεί να συναθροίζεται σε σμήνη πολλών ατόμων και, πολλές φορές, εμφανίζεται πολύ ήμερος στην ανθρώπινη παρουσία, ιδιαίτερα τον χειμώνα.[30] Έχει την ικανότητα να τρέχει πολύ γρήγορα στην επιφάνεια του εδάφους, πριν καταφύγει στο πέταγμα.[28] Η πτήση είναι κυματιστή, αλλά κάπως «βαριά»[23] και ακανόνιστη,[30] με «νευρικά» φτεροκοπήματα.
Ο κατσουλιέρης έχει δυνατό, υψίσυχνο, «υγρό» μελωδικό τραγούδι. Συνήθως είναι τρισύλλαβο με τονισμό στην 1η και 2η συλλαβή,[26] αλλά είναι δύσκολο να αναγνωριστεί μόνο από αυτό. Ωστόσο, το αρθρώνει είτε στο έδαφος, είτε ψηλά στον αέρα, πολλές φορές σε ύψος 30-60 μ. από την επιφάνεια του εδάφους, μετά από χαρακτηριστική κατακόρυφη (κάθετη προς το έδαφος πτήση). Αυτή η κίνηση αποτελεί μια μορφή της λεγόμενης κυματοειδούς μετακίνησης» (undulating locomotion), που παρατηρείται σε πολλούς ζωικούς οργανισμούς.
Σπανιότερα, μπορεί να κελαηδάει από σταθερό σημείο «επόπτευσης» (perching spot).[28] Σε αντίθεση με τον κατσουλιέρη, η συγγενική σταρήθρα αρθρώνει το τραγούδι της και κατά τη διάρκεια της ανόδου, μέχρι το άνω σημείο της κατακόρυφης πτήσης.
Στις περιοχές φωλιάσματος προτιμάει τις χέρσες, καλλιεργημένες περιοχές και είναι περισσότερο «ανεκτικό» είδος στην παρουσία δένδρων από τη σταρήθρα. Μπορεί, ωστόσο, να φωλιάσει και σε βραχώδεις ή αμμώδεις θέσεις, ενώ η φωλιά βρίσκεται στο έδαφος, αλλά είναι ανασηκωμένη στις άκρες της. Είναι μια κυπελοειδής κατασκευή μέσα σε μια κοιλότητα του εδάφους, η οποία σκάβεται, εάν δεν υπάρχει κάποια ήδη διαθέσιμη. Η φωλιά είναι πολύ απλή στη δομή της, κατασκευάζεται και από τα δύο φύλα από γρασίδι και πόες και επιστρώνεται με χορτάρι και τρίχες.[37]
Η περίοδος φωλιάσματος, συνήθως, ξεκινάει στα μέσα Απριλίου, αλλά μπορεί να ξεκινήσει από τον Μάρτιο στα νότια και να επεκταθεί μέχρι τον Ιούλιο στις βόρειες ευρωπαϊκές επικράτειες. Η ωοτοκία πραγματοποιείται δύο ή και τρεις φορές, σε μερικές περιπτώσεις. Η γέννα αποτελείται από 3 έως 5 (-6) υποελλειπτικά, γυαλιστερά αβγά, διαστάσεων 22,7 Χ 16,8 χιλιοστών. Η επώαση πραγματοποιείται μόνον από το θηλυκό και διαρκεί 12 έως 13 ημέρες, περίπου. Οι νεοσσοί είναι φωλεόφιλοι (altricial) και χρήζουν της άμεσης προστασίας των γονέων. Εγκαταλείπουν τη φωλιά στις 9-11 ημέρες, ενώ η πτέρωση πραγματοποιείται στις 17-18 ημέρες, περίπου.[27][37]
Το είδος, λόγω του ευρέος φάσματος κατανομής του και των λίγων κινδύνων που αντιμετωπίζει. δεν κινδυνεύει σε παγκόσμιο επίπεδο, ως εκ τούτου, χαρακτηρίζεται ως Ελαχίστης Ανησυχίας (LC) από την IUCN. Ωστόσο, παρά το ευρύ φάσμα κατανομής του, η τάση των πληθυσμών του είναι καθοδική,[2][38] πιθανόν λόγω αλλαγής χρήσης των ενδιαιτημάτων του.
Ο κατσουλιέρης είναι από τα κοινά στρουθιόμορφα της χώρας, ευρισκόμενος σε όλη την ηπειρωτική επικράτεια και, σχεδόν, σε όλα τα νησιά. Ωστόσο, η προτίμησή του σε συγκεκριμένα ενδιαιτήματα (βλ. Βιότοπος) έχει ως αποτέλεσμα να απουσιάζει από σημαντικά μεσογειακά οικοσυστήματα (μακία γη, δάση, ελαιώνες κ.λπ.)[21] και να καθιστά τους πληθυσμούς του μικρότερους από εκείνους που θα μπορούσαν να είναι.
Στον ελλαδικό χώρο ο Κατσουλιέρης απαντά και με τις ονομασίες: Ασκορδηλός, Κατσαβός, Κατσιλαϊνός, Κατσουλιανός, Κατσουλιέρος (Αχαΐα), Κατσουλογιάννης, Κορδιαλός, Κόρυδος και Κορυδός, Κουρκουλιάνος (Μακεδονία), Κουρτσολιός, Σκορδιαλός, Τσολοβίτης (Καρδίτσα), Τσουρτσουλιάνος (Έβρος), Τσουτσουλίγκα και Τσουτσουλίγκας, Χλούφτης (Ρέθυμνο),[39] Σκαρτσουλιέρα,[40] Λοφιοκορυδαλός,[29] Σκορταλλός (Κύπρος),[41] Τσιουτσιουλιάνος (Νικήτη Χαλκιδικής, Σιθωνία).
i. ^ Για την ορθότητα της γραφής με ένα (1) -λ- βλ. Ονοματολογία
ii. ^ Στην ελληνική βιβλιογραφία υπάρχει καταγεγραμμένος ο όρος Γαλερίδη η λοφιοφόρος[40] που, προφανώς, είναι προσπάθεια άμεσου εξελληνισμού της λατινικής επιστημονικής ονομασίας. Ωστόσο, κρίνεται αρκετά εξεζητημένος ως απόδοση, δεδομένου και του γεγονότος ότι, ο όρος Κορυδαλός είναι πλησιέστερος ετυμολογικά στο Galerida (βλ. Ονοματολογία)
iii. ^ Στο παρόν λήμμα ακολουθείται η κατά Howard & Moore (4th ed.) ταξινομική. Ωστόσο, αυτό κατ’ ουδένα τρόπο αποτελεί στατική κατάσταση, αλλά ως εκ της δυναμικής φύσεως του αντικειμένου, μπορεί να υπόκειται σε τυχόν αλλαγές (βλ. Συστηματική ταξινομική)
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.