From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Βησσαρίων ο Τραπεζούντιος ή Βασίλειος (κατά κόσμον) Βησσαρίων (κατά Χριστόν) (2 Ιανουαρίου 1403 - 18 Νοεμβρίου 1472) ήταν Βυζαντινός κληρικός, καρδινάλιος της Καθολικής Εκκλησίας και τιτουλάριος Λατίνος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, καθώς και ένας από τους επιφανείς λόγιους που συνέβαλαν στη σημαντική αναβίωση των γραμμάτων τον 15ο αιώνα. Αποτελεί μία από τις σημαντικότερες μορφές του βυζαντινού και ιταλικού ουμανισμού της κοσμοϊστορικής εποχής της μετάβασης από τον Μεσαίωνα στην Αναγέννηση.
Γεννήθηκε στην Τραπεζούντα του Πόντου, τότε πρωτεύουσα της ομώνυμης Αυτοκρατορίας των Μεγάλων Κομνηνών. Για αιώνες το κοσμικό του όνομα θεωρούταν λανθασμένα Ιωάννης, πρόσφατα επικράτησε το όνομα Βασίλειος σαν ορθότερο. Ήταν ένα από τα 15 παιδιά βυζαντινής οικογένειας με γνωστό μόνο το όνομα της μητέρας του που ονομαζόταν Θεοδούλη και ότι όλα τα άλλα αδέλφια του πέθαναν πριν το θάνατο των γονιών του. Έλαβε την βασική του παιδεία στην Τραπεζούντα, τελώντας υπό την προστασία του επισκόπου Τραπεζούντας Δοσίθεου. Το 1415 ο Δοσίθεος μεταβαίνοντας στην Κωνσταντινούπολη πήρε μαζί του τον Βασίλειο όπου και τον παρέδωσε ως τρόφιμο σε μία Μονή προκειμένου να συνεχίσει φοίτηση κοντά σε μεγάλους διδασκάλους όπως τον Γεώργιο Χρυσοκόκκη στην "Πατριαρχική Ακαδημία" και αργότερα κοντά στον επίσκοπο Σηλυβρίας τον Ιγνάτιο Χορτασμένο όπου φέρεται να μαθήτευσε μαζί με τον Φραγκίσκο Φίλελφο και τον Μάρκο τον Ευγενικό.
Στις 30 Ιανουαρίου του 1423 και σε ηλικία 20 ετών κάρηκε μοναχός λαμβάνοντας το όνομα Βησσαρίων και το 1426 χειροτονήθηκε διάκονος[10]. Το 1431, όταν ο Δοσίθεος ορίσθηκε μητροπολίτης Μονεμβασίας ο Βησσαρίων χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος και στη συνέχεια μετέβη στο Μυστρά για να παρακολουθήσει τα μαθήματα του διαπρεπούς φιλοσόφου Γεωργίου Πλήθωνα Γεμιστού. Με τον Πλήθωνα μυήθηκε στην πλατωνική φιλοσοφία, της οποίας αργότερα θα γίνει ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους στη Δύση. Κατά την περίπου πενταετή παραμονή του στον Μυστρά μπόρεσε ν΄ αντιληφθεί την κρισιμότητα της θέσης που βρισκόταν τότε ο βυζαντινός ελληνισμός όπου και του γεννήθηκε ο σταθερός προσανατολισμός για προσέγγιση με τη Δύση. Εξ αυτού του λόγου έκανε πολλά διαβήματα προς τους Παλαιολόγους, Δεσπότες του Μυστρά, (αδελφούς του αυτοκράτορα Ιωάννη Η΄), με τους οποίους είχε δημιουργήσει φιλικές σχέσεις για την αναγκαιότητα της παραπάνω προσέγγισης. Χαρακτηριστικό υπήρξε το υπόμνημά του προς τον Κωνσταντίνο και Θεόδωρο Β Παλαιολόγο [11], υποδεικνύοντας στροφή της πολιτικής τους προς τη Δύση και την ανάγκη ριζικών κοινωνικών μεταρρυθμίσεων[12]
Το 1436 έγινε ηγούμενος σε μοναστήρι της Κωνσταντινούπολης. Το 1437 όταν ο Αυτοκράτορας Ιωάννης Η΄ Παλαιολόγος αποφάσισε να μεταβεί στη Φεράρα επικεφαλής της ορθόδοξης αντιπροσωπείας προκειμένου να διαπραγματευτεί με τους ρωμαιοκαθολικούς την ένωση των Εκκλησιών και την παροχή στρατιωτικής βοήθειας κάλεσε τον Βησσαρίωνα να τον συνοδεύσει στη Σύνοδο, (καθώς επίσης και τον Πλήθωνα Γεμιστό), και μάλιστα για περισσότερη επισημότητα φρόντισε να χειροτονηθεί μητροπολίτης Νικαίας. Στο τρίμηνο ταξίδι δια θαλάσσης συνδέθηκε φιλικά με τον καρδινάλιο Νικόλαο Κουζάνο. Στη βυζαντινή αντιπροσωπία στη Σύνοδο της Φερράρας-Φλωρεντίας ο Βησσαρίων αναδείχθηκε ως ο διαπρεπέστερος εκπρόσωπος των ενωτικών, αν και αρχικά ανήκε στην παράταξη των ανθενωτικών. Σημειώνεται ότι κατά τις συζητήσεις που διεξάχθηκαν ο Βησσαρίων αρχικά υποστήριξε τις ορθόδοξες θέσεις ενώ προοδευτικά έγινε συμβιβαστικός. Αποδέχθηκε την προσθήκη στο Σύμβολο της Πίστεως του «Φιλιόκβε», υποστηρίζοντας την ισοτιμία των εκφράσεων «εκ του Υιού» και «δια του Υιού»[12], ενώ στο επίμαχο σημείο του «καθαρτηρίου πυρός» έκλινε προς τις απόψεις των Καθολικών[13]. Τελικά η εν λόγω σύνοδος έληξε με την υπογραφή του «Όρου της Ενώσεως». Στις 6 Ιουλίου του 1439 ήταν αυτός που ανέγνωσε στα ελληνικά τη διακήρυξη της ένωσης των Εκκλησιών στον καθεδρικό ναό της Φλωρεντίας, παρουσία του πάπα Ευγενίου του Δ΄ και του αυτοκράτορα Ιωάννη Η΄ Παλαιολόγου.
Μετά το πέρας της Συνόδου επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη, όπου του ανακοινώθηκε η προαγωγή του σε Καρδινάλιο από τον Πάπα Ευγένιο Δ΄, μαζί με τον Ισίδωρο του Κιέβου. Η παπική αυτή προαγωγή θρησκευτική και διπλωματική έγινε σε αναγνώριση της θεολογικής και φιλοσοφικής του παιδείας. Στο μεταξύ στη Βασιλεύουσα υπήρξε μεγάλη ένταση από τους ανθενωτικούς και η παραμονή του Βησσαρίωνα εκεί θεωρούμενου ως πρωτεργάτη της υπογραφής της Ένωσης και «προδότη της πίστεως» ήταν ιδιαίτερα δύσκολη, όπου και αναγκάσθηκε ν΄ αποσυρθεί του δημόσιου βίου και να απομονωθεί αρχικά στη Μονή του Παντεπόπτου καθώς και σε άλλες Μονές της Κωνσταντινούπολης επιδιδόμενος σε μελέτες αρχαίων ελληνικών κωδίκων και πατερικών κειμένων για υποστήριξη των ενωτικών θέσεων. Έτσι μετά και την κατακραυγή που δέχθηκε λαμβάνοντας μέρος στην εκλογή του ενωτικού πατριάρχου Κωνσταντινούπολης Μητροφάνη Β' που υπαγόρευσε ο αυτοκράτορας, αναγκάσθηκε την άνοιξη του 1441 να εγκαταλείψει την Κωνσταντινούπολη και να μεταβεί στη Δύση για να αναλάβει τα καθήκοντά του ως καρδινάλιος.
Φθάνοντας στη Δύση γρήγορα εξοικειώθηκε με τη λατινική γλώσσα και κουλτούρα και απέκτησε επιρροή στο εσωτερικό της καθολικής Εκκλησίας. Στον θυρεό του σαν καρδινάλιος επιλέγει την παράσταση των δύο χεριών, ένα από την ανατολή και ένα από τη Δύση, που κρατούν έναν σταυρό, για να επισημάνει την πίστη του στην Ένωση των Εκκλησιών. Το 1442 τοποθετήθηκε από τον πάπα Ευγένιο Δ ηγούμενος του μοναστηριού φραγκισκανών του Αγ.Ιωάννη στη Ραβέννα. Το 1450 ο Πάπας Νικόλαος Ε΄ του ανέθεσε τη διακυβέρνηση της Μπολόνια, τότε μέρος του παπικού κράτους. Σε αυτή τη θέση έμεινε μέχρι το 1455, όταν πέθανε ο Νικόλαος Ε΄.
Όταν έφτασε στη σημαντική για τους καθολικούς επισκοπή της Μπολόνια, η πόλη σπαρασσόταν από εμφύλιες έριδες και εξωτερικούς κινδύνους, ωστόσο στα πέντε χρόνια του αναδείχθηκε "έμπειρος πολιτικός, ατρόμητος στρατιωτικός κι ένθερμος της Παιδείας προστάτης"[14], συμφιλιώνοντας τις αντίπαλες παρατάξεις, ενισχύοντας τα τείχη της πόλης, ανεγείροντας Γυμνάσιο και ενθαρρύνοντας τους νέους να μορφωθούν, επιβραβεύοντας τους επιμελέστερους κι όσους έδειχναν ευγενή άμιλλα. Όταν κλήθηκε να φύγει το 1455, οι κάτοικοι της Μπολόνια, χάραξαν δημόσια επιγραφή "Bessario episcopo Tusculano, cardinali Niceno, benefactori nostri", δηλ στο Βησσαρίωνα επίσκοπο Τουσκουλάνου, καρδινάλιο Νικαίας τον ευεργέτη μας.
Στο κονκλάβιο του 1455, για την εκλογή του νέου πάπα, για πολύ μικρή διαφορά ψήφων δεν έγινε ποντίφικας. Από τους λόγους που κάτι τέτοιο δεν συνέβη ήταν η ελληνική του καταγωγή, η προσκόλλησή του στο μοναστικό τρόπο ζωής και η απουσία κάποιας πολιτικής δύναμης που θα τον προωθούσε. Όπως γράφει χαρακτηριστικά ο Κων.Σάθας "παρ"ολίγον επετύγχανεν, ει μη εφρύαττε κατ'αυτού ο καρδινάλιος Αλάνος, αρχιεπίσκοπος Αβινιώνος, όστος εν τω ακαταλογίστω φανατισμώ του δεν ηννόει πώς Έλλην, πρώην σχισματικός, ηδύνατο να γίνει κεφαλή του καθολικού κόσμου". Επίσης εναντίον του λειτούργησε η ανάμνηση του Κρητικού αντίπαπα Αλέξανδρου Ε'.
Και πάλι το 1458, σε νέο κονκλάβιο μετά τον θάνατο του Πάπα Καλλίστου Γ΄, για μικρή διαφορά δεν κατάφερε να εκλεγεί. Ο Κάλλιστος τον τιμούσε και συμμεριζόταν το σχέδιο Σταυροφορίας γι' ανακατάληψη της Πόλης. Αμέσως έστειλε το Βησσαρίωνα στο βασιλιά της Αραγωνίας Αλφόνσο Ε' που διοικούσε τη Νάπολη για να τον πείσει να ηγηθεί της εκστρατείας[10], αλλά οι έριδες μεταξύ των ηγεμόνων της Δύσης κι ο θάνατος του Αλφόνσο το 1458 τους χάλασαν τα σχέδια.
Παρ' ότι η παράδοση επιβάλλει σε καρδινάλιους να ξυρίζονται, ο Βησσαρίων διατήρησε γένια και μουστάκι, ίσως ως "εθνικήν ανάμνησιν"[15]
To 1456 ορίστηκε αρχιεπίσκοπος Μεσσήνης και Σαβόκα στη Σικελία. Από αυτή τη θέση εργάστηκε ιδιαίτερα για την ανοικοδόμηση των βασιλειανών μοναστηριών της Κάτω Ιταλίας, σε συνεργασία με τον Αθανάσιο Χαλκιόπουλο και διέσωσε πολλά χειρόγραφα αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων που αράχνιαζαν στις βιβλιοθήκες τους, όπως για παράδειγμα από την πλούσια συλλογή του Αγ.Νικολάου του Κάζολε (San Nicola di Casole) πριν καταστραφεί από τους Τούρκους στη μάχη του Τάραντα (1480).
Ο νέος Πάπας όμως, Πίος Β΄, γρήγορα έκανε τον Βησσαρίωνα έναν από τους σημαντικότερους συμβούλους του. Το κύριο μέλημα του Πίου Β΄ ήταν η οργάνωση μιας Σταυροφορίας εναντίον των Τούρκων, οι οποίοι με τις επεκτατικές τους τάσεις αποτελούσαν τον υπ' αριθμόν ένα κίνδυνο για τον χριστιανικό κόσμο, κυρίως τη Βενετία και την Ουγγαρία. Ο Πάπας θέλοντας να ενώσει την χριστιανική Ευρώπη κάτω από την καθοδήγησή του, έβρισκε στον τουρκικό κίνδυνο, ο οποίος ήταν παρόλα αυτά πραγματικός, μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να κερδίσει πολιτικό και ηθικό κύρος. Το 1459 ο Πάπας οργάνωσε μία πανευρωπαϊκή σύνοδο στη Μάντοβα για την οργάνωση της Σταυροφορίας, όπου ο Βησσαρίων "ηγόρευσε θαυμασίως"[10], ωστόσο βρήκε πολύ μικρή ανταπόκριση, ειδικά λόγω των διαπληκτισμών ανάμεσα στους Γερμανούς.
Αμέσως μετά το πέρας της συνόδου (1460) ο Πίος έστειλε τον Βησσαρίωνα πρώτα στη Βενετία, μετά στη Νυρεμβέργη της Γερμανίας και τελικά στη Βιέννη για να πείσει τον αυτοκράτορα Φρειδερίκο Γ΄ και τους Γερμανούς πρίγκιπες να σταματήσουν τις μεταξύ τους συγκρούσεις και να συγκεντρώσουν τις δυνάμεις τους για τη Σταυροφορία. Δύο χρόνια πήγαινε από τον ένα ηγεμόνα στον άλλο, με δικά του έξοδα, βγάζοντας πύρινους λόγους, εξαντλώντας τα επιχειρήματα κι ακόμα με δάκρυα ("δακρυρροών...υπό ακραιφνούς πατριωτισμού" γράφει ο Σάθας) παρακαλούσε. Αλλά εις μάτην. Τελικά επέστρεψε άπρακτος στη Ρώμη. Το 1460 ήδη έμαθε με πίκρα την κατάληψη του αγαπημένου του Μυστρά κι ένα χρόνο μετά της γενέτειράς του Τραπεζούντας. Το 1462 πιθανόν συμμετείχε στην υποδοχή στη Ρώμη της κάρας του Αγίου Ανδρέα που έστειλε σε χρυσή λειψανοθήκη από την Πάτρα ο Θωμάς Παλαιολόγος. Όταν πέθανε ο τελευταίος (1465), ανέλαβε υπό την προστασία του τα παιδιά του. Το 1463 ο Βησσαρίων αναγορεύτηκε Λατίνος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (ένας τίτλος με συμβολικό μόνον χαρακτήρα) και τον ίδιο χρόνο έγινε εκπρόσωπος του Πάπα στη Βενετία για να οργανώσει το στόλο των Σταυροφόρων, με σχέδιο να εκστρατεύσουν το καλοκαίρι του 1464. Ο στόχος ήταν να συγκεντρωθούν 20.000 στρατιώτες στον Τάραντα και ν' αποπλεύσουν για το Δυρράχιο, όπου θα ενώνονταν με άλλους 20.000 Αλβανούς του Σκεντέρμπεη. Τα σχέδια ματαιώθηκαν με τον θάνατο του Πίου Β΄ τον Αύγουστο του 1464 στην Ανκόνα, στο δρόμο για τον Τάραντα κι ενώ ετοίμαζε την άφιξη του στόλου για την Σταυροφορία. Στο μεταξύ όμως οι Βενετοί είχαν αρχίσει τον δικό τους πόλεμο με τους Τούρκους στην Πελοπόννησο. Ο Βησσαρίων συνέβαλε σ' αυτό με μια φλογερή ομιλία του προς τους άρχοντες της πόλης και το δόγη Κριστόφορο Μόρο στις 28 Ιουλίου 1463[16]. Για τους Βενετούς αυτός ο πόλεμος που θα κρατήσει 16 χρόνια θα είναι καταστροφικός, ο Βησσαρίων όμως έβλεπε τώρα στη Βενετία την κληρονόμο του Βυζαντίου. Αυτός είναι ένας από τους λόγους πού το 1468 θα χαρίσει στην πόλη της Βενετίας την ανεκτίμητη βιβλιοθήκη του: σχεδόν 1000 χειρόγραφα, ελληνικά και λατινικά, που θα αποτελέσουν τον πυρήνα της Μαρκιανής Βιβλιοθήκης της Βενετίας. Κυρίως όμως, τα βιβλία αυτά έπρεπε, σύμφωνα με τις επιθυμίες του ίδιου του Βησσαρίωνα, να είναι στη διάθεση των Ελλήνων για να μην ξεχάσουν ποιες είναι οι ρίζες τους τώρα που δεν έχουν πατρίδα.
Από το 1464 και μετά η πολιτική δράση του Βησσαρίωνα περιορίζεται. Ούτε στο κονκλάβιο του 1464, παρ' ότι θεωρούταν υποψήφιος (papabile), διεκδίκησε δυναμικά την εκλογή του και πάπας εξελέγη ο Παύλος Β', που αν και ήταν Βενετός δεν έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για πόλεμο με τους Τούρκους. Ο Βησσαρίων φρόντισε τους Έλληνες που συνέχισαν να έρχονται από την Ανατολή κι ασχολήθηκε με τη μελέτη και τη συγγραφή. Γράφει το σημαντικότερό του έργο In calumniatorem Platonis ("Εναντίον του συκοφάντη του Πλάτωνα", εννοώντας πιθανότατα το Γεώργιο τον Τραπεζούντιο) για να υπερασπιστεί την πλατωνική φιλοσοφία γενικά από τους αριστοτελικούς επικριτές της. Ωστόσο επένδυσε σε ένα συμμαχικό συνοικέσιο για την κόρη του Θωμά Ζωή Παλαιολογίνα. Πρώτα επιχείρησε να την παντρέψει με τον Ιάκωβο Β της Κύπρου (Λουζινιάν), στέλνοντας για την ευόδωση του σχεδίου του τον Αθανάσιο Χαλκιόπουλο το 1467 στη Λευκωσία. Όταν αυτό απέτυχε, κατάφερε να την παντρέψει το 1468 με το Ρώσο δούκα Ιβάν Γ', αναπτερώνοντας για λίγο τις ελπίδες για στρατιωτική συμμαχία
To 1470 οι Τούρκοι κατακτούν την Εύβοια (Νεγροπόντε), την δεύτερη σημαντικότερη αποικία των Βενετών στο Αιγαίο μετά την Κρήτη, και το νέο συνταράσσει τη Δύση. Συγκλονισμένος από τις επιτυχίες των Τούρκων στην Ανατολή (το 1460 οι Τούρκοι κατέλαβαν την Πελοπόννησο, το 1461 την ιδιαίτερη πατρίδα του Βησσαρίωνα, Τραπεζούντα) ο Βησσαρίων γράφει μια σειρά επιστολών προς τους ηγεμόνες της Ιταλίας και μεταφράζει στα λατινικά τον πρώτο Ολυνθιακό του Δημοσθένη, όπου ο συγγραφέας προειδοποιεί τους Αθηναίους για τον μακεδονικό κίνδυνο και τις επεκτατικές βλέψεις του Φιλίππου, καθαρή αναφορά στον κίνδυνο που αποτελεί ο σουλτάνος Μωάμεθ Β΄ για τη Δύση αν οι ηγεμόνες αδιαφορήσουν ακόμη και δεν συμβάλλουν στην εξουδετέρωσή του. Αυτά τα κείμενα θα τυπωθούν ενώ ο Βησσαρίων ζει και θα έχουν για πολλές δεκαετίες μεγάλη διάδοση.
Με το θάνατο του Πάπα Παύλου Β' στις 26 Ιουλίου 1471, προτάθηκε και πάλι από αρκετούς καρδινάλιους να γίνει Πάπας, αλλά όπως γράφει ο Κων. Σάθας, ένας καρδινάλιος (Λατίνο Ορσίνι, της γνωστής πλούσιας δυναστικής οικογένειας) εξαγόρασε ψήφους για λογαριασμό του μετέπειτα πάπα Σίξτου Δ', κι ένας άλλος (Νικόλαο Περότι) πλαστογράφησε. Γι αυτό ο Βησσαρίων του είπε "Άυτη η απάτη Νικόλαε αφαιρεί από εμέ την τιάραν, από εσέ δε τα κάτεργα[10]".
Ο Πάπας Σίξτος Δ΄ αναθέτει στο Βησσαρίωνα στο τέλος του 1471 μιαν ακόμη αποστολή, στη Γαλλία αυτή τη φορά, πάλι για την οργάνωση μιας εκστρατείας εναντίον των Τούρκων. Η υποδοχή του βασιλιά της Γαλλίας Λουδοβίκου ΙΑ' ήταν όμως ψυχρή, λόγω των προβλημάτων μεταξύ του Πάπα και του βασιλιά για εκκλησιαστικά ζητήματα. Κατά τον ιστορικό Σάθα, ο στόχος του Βησσαρίωνα ήταν να συμβιβάσει το Λουδοβίκο με τον πρίγκιπα της Βουργωνίας (Βουργουνδία), αλλά μόλις ο Λουδοβίκος είδε το γηραιό Βησσαρίωνα και ειδικά τη γενειάδα του, αρνήθηκε να του μιλήσει θεωρώντας το βάρβαρο.
Με την επιστροφή του στην Ιταλία ο Βησσαρίων αρρώστησε και πέθανε στις 18 Νοεμβρίου 1472 στη Ραβέννα, πριν ακόμη φτάσει στη Ρώμη, στο σπίτι του φίλου του από τη Βενετία Αντόνιο Ντάντολο. Κατά τον S.Mercati, δηλητηριάστηκε από αντίζηλο Γάλλο καρδινάλιο[17]. Η κηδεία του έγινε μερικές ημέρες αργότερα στην εκκλησία των Αγίων Αποστόλων στη Ρώμη, που ήταν στη δικαιοδοσία του, παρουσία των άλλων καρδιναλίων αλλά και του ίδιου του Πάπα. Εκεί βρίσκεται σήμερα ο τάφος του και το δίστιχο επίγραμμα στα ελληνικά που συνέθεσε ο ίδιος από το 1466 ενώ ακόμη ζούσε: «ΤΟΥΤ'ΕΤΙ ΒΗΣΣΑΡΙΩΝ ΖΩΝ ΗΝΥΣΑ ΣΩΜΑΤΙ ΣΗΜΑ, ΠΝΕΥΜΑ ΔΕ ΦΕΥΞΕΙΤΑΙ ΠΡΟΣ ΘΕΟΝ ΑΘΑΝΑΤΟΝ», που σημαίνει «Ενώ ακόμη ζούσα, ο Βησσαρίων ανήγειρα αυτό το μνημείο για το σώμα, το πνεύμα θα πάει στον αθάνατο Θεό».
Ο ουμανιστής Λορέντσο Βάλλα είπε για τη γλωσσική του δεινότητα "Latinorum graecissimus fuit, Graecorum Latinissimus", ενώ τη σύνεση και σοφία επαίνεσε ο Λαόνικος Χαλκοκονδύλης ("...ως ξυνέσει τε από φύσεως,...ες σοφίαν την Ελλήνων τε και Ρωμαίων, ουδενός δεύτερος")[10].
Το νέο της άλωσης της Κωνσταντινούπολης το 1453 τον βρήκε στην Μπολόνια και από εκείνη την στιγμή ο ίδιος έγινε σημείο αναφοράς για τους Έλληνες πρόσφυγες που κατέφευγαν στην Ιταλία και που σε αυτόν τον σπουδαίο συμπατριώτη τους έβρισκαν έναν προστάτη. Κύριο μέλημα του όμως, κυρίως μετά το σοκ της άλωσης της Πόλης, ήταν η διάσωση της κλασικής ελληνικής κληρονομιάς από την τουρκική επέκταση. Με τα οικονομικά μέσα που είχε στη διάθεσή του σαν καρδινάλιος άρχισε να συγκεντρώνει ελληνικά χειρόγραφα από τον ελληνικό χώρο και να προωθεί τις ελληνικές σπουδές στη Δύση, τοποθετώντας σε έδρες ελληνικών τους πιο μορφωμένους Έλληνες που έρχονταν από την κατακτημένη Ελλάδα, κυρίως την Κωνσταντινούπολη.
Ο Βησσαρίων είχε επαφές με τους σημαντικότερους ουμανιστές της εποχής του και η επίδρασή του στους κύκλους των διανοουμένων ήταν πολύ μεγάλη. Η δράση του όμως για την οργάνωση της Σταυροφορίας δεν είχε κανένα αποτέλεσμα όπως ο ίδιος προσδοκούσε. Επιπλέον η ένωση των Εκκλησιών δεν είχε βρει, για διάφορους λόγους, απήχηση στον ορθόδοξο κόσμο και ακολούθως η ένταξή του Βησσαρίωνα στην καθολική Εκκλησία επέφερε μια «damnatio memoriae» (καταδίκη μνήμης) για το πρόσωπό του στον ελληνορθόδοξο κόσμο ακόμη και στην νεότερη βιβλιογραφία. Ο ίδιος ο Βησσαρίωνας ήταν απόλυτα πεπεισμένος για την επιλογή του να ξεπεράσει, θυσιάζοντας το θρησκευτικό μέρος της ταυτότητάς του για να περισώσει αυτό που ίδιος θεωρούσε σημαντικότερο: την ελληνική του διάσταση, εννοούμενη πολιτισμικά. Γι' αυτόν ο τουρκικός ζυγός απειλούσε την εθνική ταυτότητα των Ελλήνων επειδή τους στερούσε, μαζί με την πολιτική ανεξαρτησία, τη δυνατότητα της ελληνικής παιδείας, όχι της θρησκευτικής ελευθερίας (την οποία εξάλλου οι Σουλτάνοι σεβόντουσαν στους αλλόθρησκους υπηκόους τους εφόσον αυτοί πλήρωναν τους φόρους τους, αν και είχαν τη δύναμη της αναγκαστικής εξωμοσία τους). Ωστόσο η ελπίδες των ενωτικών σε μια λυτρωτική επέμβαση της Δύσης στη Ανατολή ήταν υπερβολικές, όχι μόνο επειδή η Δύση ίσως να μην ήθελε ένα δυνατό Βυζάντιο, αλλά και επειδή η Δύση κατακερματισμένη και σε μια φάση κρίσιμη της ιστορίας της, μετά μάλιστα από ένα υπερ-εκατονταετή πόλεμο που έληξε ομοίως το 1453, δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει επιθετικά τους Τούρκους, παρά μόνον αμυντικά και πάλι με μεγάλες δυσκολίες. Σε μια εποχή δραματικών αλλαγών όπως αυτές που βίωνε ο ελληνισμός στον 15ο αιώνα, οι επιλογές ήταν λίγες και πάντα επίπονες και ο Βησσαρίωνας έκανε τις δικές του.
Για τη διάσωση και συγκέντρωση χειρογράφων, έστελνε πράκτορες στην Ανατολή και αγόραζε κώδικες από μοναστήρια (ή έβαζε ανθρώπους να τους αντιγράψουν). Είχε συστήσει στην έπαυλή του στη Ρώμη (στον Κυρινάλιο λόφο) και μετά στη Grottaferrata, 20χλμ νοτιοανατολικά από τη Ρώμη πάνω στην Αππία οδό ένα κωδικογραφικό εργαστήρι, όπου δεκάδες Έλληνες οι οποίοι έψαχναν δουλειά στην Ιταλία έβρισκαν καταφύγιο και, τέλος, αγόραζε κώδικες που έφερναν Ελληνες πρόσφυγες απ' τον ελλαδικό χώρο αλλά και από μοναστήρια στην Κάτω Ιταλία. Το κωδικογραφικό αυτό εργαστήρι, που σύντομα έγινε μια μικρή ακαδημία, αποτέλεσε ένα κέντρο συστηματικής καταγραφής, μελέτης και σχολιασμού της Κλασικής Γραμματείας, στο οποίο μάλιστα σύχναζαν πολλοί διάσημοι Ιταλοί φιλόλογοι και μελετητές της κλασικής σκέψης. Ανάμεσα σ’ αυτούς που υπογράφουν τους κώδικες είναι ο φίλος και προστατευόμενός του Μιχαήλ Αποστόλης, ο μεγάλος δάσκαλος και φιλόλογος που άφησε εποχή στη Φλωρεντία Ανδρόνικος Κάλλιστος, ο προστάτης των "βασιλειανών" μοναστηριών της Κάτω Ιταλίας Αθανάσιος Χαλκιόπουλος, ο αξιοθαύμαστος για την καλλιγραφική του δεινότητα Ιωάννης Ρώσσος, ο δάσκαλος του καρδινάλιου Γεώργιος Πλήθων Γεμιστός και ο Ιταλός κυνηγός χειρογράφων Κυριάκος Αγκωνίτης. Τα χειρόγραφα αυτά περιείχαν έργα φιλοσοφικά, ποιητικά, λογοτεχνικά, ρητορικά, ιστορικά, γεωγραφικά, μαθηματικά, αστρονομικά, ιατρικά κ.ά.[18] Της πολύτιμης προστασίας του Βησσαρίωνα φαίνεται οτι έτυχε και ο καθηγητής ελληνικών στην Πλατωνική Ακαδημία της Φλωρεντίας Ιωάννης Αργυρόπουλος που συνεργάστηκε με τον ουμανιστή Μαρσίλιο Φιτσίνο. Από κει πέρασαν ακόμα ο Λαόνικος Χαλκοκονδύλης, ο Δημήτριος Χαλκοκονδύλης και κατά πάσα πιθανότητα ο μικρός τότε Ιανός Λάσκαρης
Συνέγραψε πλήθος θεολογικών έργων, κυρίως προς υπεράσπιση της Ένωσης των Εκκλησιών. Έχει συντάξει πλήθος λόγων για την προώθηση της σταυροφορικής κίνησης, μια ανθολογία κλασικών κειμένων, μεταφράσεις αρχαιοελληνικών κειμένων στα Λατινικά και το 1436 συνέγραψε ένα Εγκώμιο της Τραπεζούντας, της ιδιαίτερης πατρίδας του. Σημαντικότατο θεωρείται το φιλοσοφικό του έργο για την υπεράσπιση της Πλατωνικής φιλοσοφίας, τη σύνοψη της Αριστοτελικής Φιλοσοφίας. Επίσης κατά τα πρότυπα του Θωμά Ακινάτη προσπάθησε να εντάξει την Πλατωνική φιλοσοφία στη Χριστιανική σκέψη.
Αποφάσισε να αφήσει το πολύτιμο αυτό έργο στη Βενετία, όπου η ελληνική κοινότητα αριθμούσε περί τους 4.000. «Δεύτερο Βυζάντιο» αποκαλούσε ο Βησσαρίων τη Βενετία σε επιστολή του γραμμένη στις 31 Μαΐου 1468 προς το δόγη Κριστόφορο Μόρο, στην οποία εξηγούσε γιατί επέλεξε να εμπιστευτεί τα πολύτιμα βιβλία του σ' αυτή την πόλη. Κατά μία πηγή (Villemain) τού ζήτησε να επιστραφούν στην Ελλάδα όταν αυτή μελλοντικά ελευθερωθεί, για να μην ξεχάσουν οι Έλληνες ποιες είναι οι ρίζες τους, ωστόσο τέτοιος όρος δεν υπάρχει στην επιστολή. Όλο το συγγραφικό του έργο βρίσκεται έως σήμερα συγκεντρωμένο σε ιδιόγραφο κώδικα στη Μαρκιανή Βιβλιοθήκη στη Βενετία με χαρακτηριστικά στοιχεία COD. GR. 533. Κάποια απ' αυτά τα χειρόγραφε εξέδωσε μερικές δεκαετίες αργότερα ο πρωτοπόρος της βιβλιοδεσίας εντύπων Άλδος Μανούτιος με τη βοήθεια στη μετάφραση και σύνταξη από τον Κρητικό λόγιο Μάρκο Μουσούρο και τον Αρσένιο Αποστόλη, γιο του μαθητή του Πλήθωνα, Μιχαήλ Αποστόλη και του άλλου Κρητικού Ιωάννη Ρώσου.
Τα συγγράμματά του διακρίνονται σε θεολογικά, φιλοσοφικά και διάφορα τα οποία και είναι:
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.