Έλληνας επαναστάτης, ναύαρχος, στρατιωτικός From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Ανδρέας Βώκος, γνωστότερος με το ψευδώνυμο Ανδρέας Μιαούλης (από ένα πλοίο που το έλεγαν Μιαούλ, που σημαίνει "μικρή βάρκα") (Ύδρα, 20 Μαΐου 1769 – Πειραιάς, 11 Ιουνίου 1835) ήταν Έλληνας καραβοκύρης, πολιτικός και ναύαρχος, που διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο στα γεγονότα της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, καθώς και στη μετέπειτα πολιτική ζωή του νεοσύστατου ελληνικού κράτους.
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Ανδρέας Μιαούλης | |
---|---|
Ψευδώνυμο | Μιαούλης |
Γέννηση | Ανδρέας Βώκος 20 Μαΐου 1769 Ύδρα, Αιγαίο Πέλαγος, Οθωμανική Αυτοκρατορία[1] |
Θάνατος | 11 Ιουνίου 1835 (66 ετών) Πειραιάς, Αττική, Ελλάδα |
Χώρα | Ελλάδα |
Βαθμός | Ναύαρχος |
Μάχες/πόλεμοι | Επανάσταση του 1821: Ναυμαχία της Πάτρας Ναυμαχία των Σπετσών Ναυμαχία της Σάμου Ναυμαχία του Γέροντα Ναυμαχία της Μεθώνης Ναυμαχία του κάβο Μπαμπά |
Υπογραφή | |
Σχετικά πολυμέσα | |
δεδομένα ( ) |
Ασχολήθηκε με τη ναυτιλία αποκτώντας σημαντική περιουσία, ενώ κατά τη διάρκεια της Επανάστασης του 1821 ανέλαβε την αρχηγία του ελληνικού στόλου, συμμετέχοντας με επιτυχία σε πλήθος ναυμαχιών. Αρχικά ανέλαβε την αρχηγία του στόλου της Ύδρας και εν συνεχεία την αρχηγία του ελληνικού στόλου. Υπό τη διοίκησή του ο ελληνικός στόλος συμμετείχε νικηφόρα στις ναυμαχίες των Πατρών, των Σπετσών, της Σάμου, του Γέροντα, της Μεθώνης και του κάβο Μπαμπά, ενώ ιδιαίτερα σημαντική κρίνεται η συμβολή του στον εφοδιασμό της πόλεως του Μεσολογγίου κατά την πολιορκία της τελευταίας. Το 1827, και με αφορμή την επικείμενη αντικατάστασή του από τον Βρετανό ναύαρχο Κόχραν, υπέβαλε την παραίτησή του από την αρχηγία του στόλου.
Με την έλευση του Ιωάννη Καποδίστρια ανέλαβε, για δεύτερη φορά, την αρχηγία του ελληνικού στόλου, συνεισφέροντας σημαντικά στην πάταξη της πειρατείας στο Αιγαίο. Εν συνεχεία όμως, ήρθε σε ρήξη με τον Καποδίστρια, παραιτήθηκε από τη θέση του γερουσιαστή και προσχώρησε στην αντιπολίτευση, η οποία είχε συγκεντρωθεί στην Ύδρα. Τον Ιούλιο του 1831, επικεφαλής μικρού στρατιωτικού σώματος αποβιβάστηκε στον Πόρο, καταλαμβάνοντας μέρος του μικρού ελληνικού στόλου και ανατινάζοντας, την 1η Αυγούστου 1831, και ύστερα από σύγκρουση με ρωσικές δυνάμεις, τη φρεγάτα «Ελλάς» και την κορβέτα «Ύδρα». Για την αμφιλεγόμενη αυτή πράξη του, έχει επικριθεί από συγχρόνους του, αλλά και από την ιστοριογραφία.
Μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια επιλέχθηκε από τη βαυαρική Αυλή ως ένας από τους τρεις Έλληνες που θα παρέδιδαν το στέμμα και το σχετικό ψήφισμα στον νεαρό τότε Όθωνα, μαζί με τους Δημήτριο Πλαπούτα και Κωνσταντίνο Μπότσαρη. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ανέλαβε διάφορα αξιώματα στην οθωνική κυβέρνηση (αρχηγός του ναυτικού διευθυντηρίου, γενικός επιθεωρητής του στόλου, Σύμβουλος της Επικρατείας).
Απεβίωσε στον Πειραιά, και ενταφιάστηκε στη σημερινή Ακτή Μιαούλη. Υπήρξε ο γενάρχης των Μιαούληδων, πολυάριθμα μέλη των οποίων διετέλεσαν αξιωματικοί του Πολεμικού Ναυτικού και πολιτικοί, με σημαντικότερο τον γιο του, Αθανάσιο Μιαούλη, που διετέλεσε πρωθυπουργός του ελληνικού κράτους.
Η προσφορά του τιμάται κάθε χρόνο στα Μιαούλεια, φεστιβάλ το οποίο είναι αφιερωμένο στη στρατιωτική δράση του κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα των Ελλήνων (1821-1827).
Γεννήθηκε στις 20 Μαΐου 1769 στην Ύδρα[i] και το πραγματικό του επώνυμο ήταν Βώκος[ii]. Ήταν το δεύτερο παιδί του Υδραίου πλοιοκτήτη και προεστού Δημητρίου Βώκου και της Ανδριανής, χήρας του Ανδρέα Βόχα ή Βοχαΐτου. Η οικογένεια του ήταν Αρβανίτικη που καταγόταν από τα Φύλλα Ευβοίας (ελληνόφωνη κωμόπολη), η οποία εγκαταστάθηκε στην Ύδρα το 1668.[2][3][4]
Σε νεαρή ηλικία στράφηκε προς τη ναυτιλία εργαζόμενος στα ιδιόκτητα πλοία της οικογένειας, αποκομίζοντας σημαντικό πλούτο για την εποχή. Ιδιαίτερα κέρδη φαίνεται να αποκόμισε κατά τον αγγλογαλλικό πόλεμο (1793–1802), διασπώντας το βρετανικό ναυτικό αποκλεισμό που είχε επιβληθεί στα γαλλικά παράλια. Από τα ταξίδια του Μιαούλη αναφέρονται αρκετές ιστορίες σχετικά με τη γενναιότητα και την τόλμη του. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι σε ένα από τα ταξίδια του, το 1802, συνελήφθη κοντά στο Κάδιξ από περιπολικό του βρετανικού στόλου και ρυμουλκήθηκε στη ναυαρχίδα του Άγγλου ναύαρχου Νέλσωνα, ο οποίος θαυμάζοντας την τόλμη του τον απελευθέρωσε.[iii] Αναφέρεται επίσης, ότι σε νεαρή ηλικία είχε συλληφθεί από Μαλτέζους πειρατές, από τους οποίους όμως διέφυγε, καθώς και ότι συμμετείχε επιτυχώς σε τριήμερη ναυμαχία με ένα γαλλικό πλοίο έξω από τις ακτές της Ιταλίας.[5]
Ο πλούτος που είχε συγκεντρώσει σε συνδυασμό με την κοινωνική θέση της οικογένειάς του τον κατέτασσε ως έναν από τους σημαντικότερους Υδραίους της εποχής. Με αυτή την ιδιότητα διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο το 1807, κατά τη διαμάχη που ξέσπασε για ενδεχόμενη εξέγερση κατά των Οθωμανών. Αφορμή αποτέλεσε η άφιξη μικρού ρωσικού στόλου με επικεφαλής τον ναύαρχο Ντμίτρι Σενιάβιν κατά τον ρωσοτουρκικό πόλεμο (1806–1812), ο οποίος αφού προσορμίστηκε κοντά στην Ύδρα κάλεσε τους Υδραίους σε εξέγερση.[6] Την είδηση αυτή υποδέχτηκε πανηγυρικά μερίδα των κατοίκων, με επικεφαλής τον Λάζαρο Κουντουριώτη, ενώ ο διοικητής του νησιού, Γεώργιος Βούλγαρης, διαφωνώντας, κατέφυγε στην Αθήνα. Με την αναχώρηση του ρωσικού στόλου και φοβούμενοι οθωμανικά αντίποινα, οι ρωσόφιλοι πρόκριτοι αποφάσισαν να αναχωρήσουν από το νησί με τις οικογένειές τους και την κινητή περιουσία τους. Προς αποτροπή αυτού του σχεδίου εστάλη ως εκπρόσωπος του Βούλγαρη ο Μιαούλης, ο οποίος ανέλαβε την προσωρινή διοίκηση του νησιού αποτρέποντας την αποχώρηση των προκρίτων από αυτό.[6] Η διοίκηση του Μιαούλη, όμως, ήταν προσωρινή, αφού εν συνεχεία οι ρωσόφιλοι θα ανακαταλάβουν το νησί επιχειρώντας μάλιστα, να συλλάβουν τον Μιαούλη. Τελικά με την οριστική αποχώρηση του ρωσικού στόλου, ο Βούλγαρης θα επιστρέψει στο νησί, ενώ λίγα χρόνια αργότερα θα επιστρέψουν και οι πρωταίτιοι της εξέγερσης έχοντας εξασφαλίσει αμνηστία.[7]
Από το 1816 ο Μιαούλης έπαψε να ταξιδεύει και αποσύρθηκε στην Ύδρα όπου και ασχολήθηκε με το εμπόριο, παραδίδοντας ουσιαστικά τη ναυτιλιακή επιχείρηση στον γιο του, Δημήτριο.
Ο Ανδρέας Μιαούλης ήταν αντίθετος με την εθνική εξέγερση γιατί πίστευε ότι οι Έλληνες δεν ήταν ακόμη επαρκώς προετοιμασμένοι για να αντιμετωπίσουν τον οθωμανικό στρατό. Ήταν λογικό γι' αυτόν να φοβάται μια επικείμενη επανάσταση, αφού μια ενδεχόμενη αποτυχία θα έπληττε τα συμφέροντα της Ύδρας, η οποία ήταν ημιαυτόνομη, πλην όμως είδε με ευχαρίστηση την εκλογή του γιου του στη θέση του μοίραρχου - αρχηγού των υδραίικων πλοίων.
Στις 27 Μαρτίου του 1821 ο Αντώνιος Οικονόμου ξεσήκωσε τους Υδραίους, κήρυξε την επανάσταση στο νησί και ουσιαστικά ανάγκασε κάτω από την πίεση του λαού τους προεστούς, μεταξύ αυτών και τον Μιαούλη, να συμμετάσχουν στον απελευθερωτικό αγώνα. Την επόμενη μέρα ο Μιαούλης προσέφερε υπέρ της ανεξαρτησίας 3.625 ισπανικά τάλιρα ενώ στις 31 Μαρτίου υπέγραψε ως Αντώνη Βωκού την εκλογή του Οικονόμου ως διοικητή του νησιού. Ύστερα από αυτή την εξέλιξη αποσύρθηκε στην οικία του και απλά παρακολουθούσε τα γεγονότα. Σύμφωνα με τους ιστορικούς δεν φαίνεται να ενεπλάκη καθόλου στη δολοφονία του Οικονόμου ενώ τον πρώτο χρόνο δεν πήρε μέρος σε καμία ναυμαχία, σε αντίθεση με τον γιο του, Δημήτριο Μιαούλη (1794-1836), ο οποίος ήταν πλοίαρχος και συμμετείχε σε πολλές ναυμαχίες στον Κορινθιακό κόλπο, στις Σπέτσες κ.λπ.[8]
Στις 20 Ιουλίου του 1821 ο Μιαούλης μαζί με τους Φραγκίσκο Βούλγαρη, Μανώλη Τομπάζη και Γεώργιο Κιβωτό έθεσαν με έγγραφό τους τα πλοία τους και τους εαυτούς τους στη διάθεση της πατρίδας.[9] Μέχρι τα τέλη Αυγούστου ο Μιαούλης απλώς προστάτευε τα ευρωπαϊκά πλοία και παρατηρούσε τις κινήσεις των οθωμανικών. Στις 19 Σεπτεμβρίου ξεκίνησε επικεφαλής 20 υδραίικων πλοίων και 9 σπετσιώτικων για την Πύλο. Πράγματι στις 28 Σεπτεμβρίου έφτασαν και συγκρούστηκαν με τον οθωμανικό στόλο (92 πλοία) στα παράλια της Τριφυλίας και Ηλείας. Ο ελληνικός στόλος υποχώρησε ύστερα από πέντε μέρες ναυμαχίας, αν και είχε προξενήσει σημαντικές ζημιές και απώλειες στα τουρκικά πλοία που ήταν καλύτερα, ενώ παράλληλα είχαν την υποστήριξη της Αγγλίας, η οποία τα τροφοδοτούσε από τα Ιόνια Νησιά. Μετά από αυτή τη ναυμαχία ο στόλος του Μιαούλη επέστρεψε στις 10 Οκτωβρίου στην Ύδρα.[10]
Τον Ιανουάριο του 1822 εκλέχθηκε, μετά την παραίτηση του Ιάκωβου Τομπάζη, ναύαρχος του στόλου της Ύδρας. Στις 8 Φεβρουαρίου, ως ναύαρχος πια, ξεκίνησε για τη Ζάκυνθο. Εκεί συναντήθηκε με τα ψαριανά και τα σπετσιώτικα καράβια και στις 20 Φεβρουαρίου πραγματοποιήθηκε η ναυμαχία των Πατρών, όπου ο οθωμανικός στόλος ηττήθηκε και αναγκάστηκε να αποχωρήσει. Η ιδέα της ναυμαχίας ανήκε στον Μιαούλη και σύμφωνα με τον ιστορικό Διονύσιο Κόκκινο η νίκη ήταν δικό του επίτευγμα. Ο Κόκκινος σημειώνει επίσης ότι από τότε ο Μιαούλης αναγνωρίστηκε απ' όλους ως αρχηγός του ελληνικού στόλου.[11]
Το Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου, και αφού είχε λάβει μέρος σε μερικές αψιμαχίες στη Χίο, βρέθηκε στο Ναύπλιο. Εκεί αντιμετώπισε με επιτυχία το στόλο του Καπουδάν πασά που αριθμούσε πάνω από 80 πλοία, σε αντίθεση με τον ελληνικό που είχε 60. Ο Μιαούλης, σε συνεργασία και με τους άλλους πλοιάρχους, και κυρίως με τον Υδραίο Αντώνη Κριεζή, κατάφερε να τρέψει σε φυγή τον οθωμανικό στόλο και να εμποδίσει τον ανεφοδιασμό του οθωμανικού κάστρου του Ναυπλίου, το οποίο πολιορκούνταν από τους Έλληνες. Στις 30 Νοεμβρίου ο Στάικος Σταϊκόπουλος κατέλαβε το κάστρο του Ναυπλίου και ο Μιαούλης παρέλαβε τον οθωμανικό άμαχο πληθυσμό για να τον μεταφέρει στη Μικρά Ασία, απ' όπου επέστρεψε τον Ιανουάριο του 1823.
Στις 11 Ιανουαρίου 1823 ανακηρύχτηκε αρχηγός των Υδραίων με τη σύμφωνη γνώμη προκρίτων και λαού. Στη συνέχεια απέπλευσε για τη Σαμοθράκη, όπου απλώς παρακολουθούσε τις κινήσεις του οθωμανικού στόλου. Επιστρέφοντας, τα πλοία του δέχθηκαν επίθεση στο Άγιο Όρος, ενώ στις 20 Οκτωβρίου πραγματοποιήθηκε ναυμαχία στη Σκιάθο. Εκεί ο ελληνικός στόλος αναγκάστηκε να τραπεί σε φυγή προκαλώντας όμως στον εχθρικό στόλο μεγάλες ζημιές. Στις 4 Ιουλίου του 1824 ο Μιαούλης έσπευσε καθυστερημένα στα Ψαρά, όπου βρήκε μια μικρή μοίρα του οθωμανικού στόλου, την οποία και κατέστρεψε. Στις 24 Αυγούστου του 1824 ενεπλάκη με τον ενωμένο οθωμανοαιγυπτιακό στόλο, τον οποίο παρέσυρε στον κόλπο του Γέροντα. Στις 29 Αυγούστου πραγματοποιήθηκε η Ναυμαχία του Γέροντα, στην οποία ο εχθρικός στόλος έχασε 27 πολεμικά πλοία. Ο Μιαούλης επιτέθηκε στον οθωμανοαιγυπτιακό στόλο, ο οποίος αριθμούσε πολλά πλοία και πολλούς[εκκρεμεί παραπομπή]ναύτες, και τον ανάγκασε να υποχωρήσει, αποτρέποντας έτσι τους Τούρκους από το να αποβιβαστούν στη Σάμο. Επί 20 ημέρες ο ελληνικός στόλος παρενοχλούσε τον εχθρικό με αποτέλεσμα ο οθωμανικός να αποχωρήσει για τον Ελλήσποντο και ο αιγυπτιακός να καθυστερήσει να αποβιβάσει στρατιωτικά σώματα στην Πελοπόννησο.[12]
Τους επόμενους μήνες πραγματοποιήθηκαν διάφορες ναυμαχίες ήσσονος σημασίας κοντά στη Χίο, την Ικαρία κ.α. Την 1η Νοεμβρίου του 1824 ο ελληνικός στόλος επιτέθηκε στον αιγυπτιακό κοντά στην Κρήτη. Η σφοδρότητα της σύγκρουσης ήταν μεγάλη και ο αιγυπτιακός στόλος αναγκάστηκε να υποχωρήσει, έχοντας πολλές απώλειες. Ο Παναγιώτης Ι. Καρατζάς γράφει από την Πίζα στον Μιαούλη για την επιτυχία του: «Μόνος ο Μιαούλης είναι ο μη θαυμάζων τον Μιαούλην».[13]
Τους πρώτους μήνες του 1825 ο Μιαούλης βρισκόταν μεταξύ Πελοποννήσου και Κρήτης ανήμπορος να εμποδίσει την απόβαση στρατιωτικών σωμάτων από τον αιγυπτιακό στόλο. Στις 2 Απριλίου βρέθηκε στο Ναυαρίνο, ενώ λίγες μέρες αργότερα ο ελληνικός στρατός κατατροπώθηκε στη Σφακτηρία εξαιτίας της αδυναμίας του ελληνικού στόλου να τον ενισχύσει. Τις επόμενες μέρες όμως ο ελληνικός στόλος και ο Μιαούλης, κάνοντας δεκτή την πρόταση του Γεωργίου Σαχίνη, που ήθελε να εκδικηθεί για το θάνατο του αδελφού του Σταύρου Σαχίνη στη Σφακτηρία, αιφνιδίασε τον αιγυπτιακό στη Μεθώνη. Οι καταστροφές που προκάλεσε ήταν μεγάλες και καθυστέρησαν αρκετά τον Ιμπραήμ. Η σημασία της νίκης ήταν σημαντική για τους Έλληνες, αφού ανυψώθηκε το ηθικό τους και παράλληλα κέρδισαν χρόνο για να αντιμετωπίσουν τον Ιμπραήμ.
Στις 31 Μαΐου συγκρούστηκε με τον οθωμανικό στόλο στη Σούδα και στη συνέχεια κατευθύνθηκε προς την Ύδρα. Στις 14, 21 και 25 Νοεμβρίου συναντήθηκε με τον οθωμανικό στόλο στη Γλαρέντζα, στο Δραγαμέστο (Ναυμαχία των Πυρπολικών) και στο Μεσολόγγι αντίστοιχα, στον οποίο προκάλεσε μεγάλες καταστροφές. Στην πρώτη σύγκρουση φονεύθηκε και ο καπετάνιος Θεόδωρος Βώκος.
Σημαντική ήταν και η προσφορά του στην ενίσχυση της άμυνας του Μεσολογγίου. Ο Μιαούλης κατά την πρώτη πολιορκία κατάφερνε συνεχώς να διασπά το ναυτικό αποκλεισμό. Τον Ιανουάριο του 1826 βρέθηκε στην πόλη, την οποία και ανεφοδίασε. Η εντύπωση τότε που σχημάτισε ήταν θλιβερή. Σε γράμμα προς την κυβέρνηση ανέφερε ότι το Μεσολόγγι δεν θα μπορούσε να αντέξει για πολύ καιρό ακόμη. Λόγω έλλειψης τροφίμων αναγκάστηκε να φύγει, αλλά επανήλθε στις 25 Μαρτίου του ίδιου χρόνου. Στις 5 Απριλίου σε γράμμα του προς τους προκρίτους της Ύδρας αναφέρει: «Λογαριάσετε ως χαμένον το Μεσολόγγι» (είχε αντιληφθεί ότι η πόλη θα έπεφτε λόγω της έλλειψης τροφίμων). Πράγματι τα λόγια του επαληθεύθηκαν πέντε μέρες αργότερα οπότε και πραγματοποιήθηκε η ηρωική Έξοδος. Μετά την καταστροφή του Μεσολογγίου ο Μιαούλης αναχώρησε για το Αιγαίο, όπου στις 28-30 Αυγούστου, κοντά στη Μυτιλήνη, συγκρούστηκε με τον οθωμανικό στόλο. Στη συγκεκριμένη ναυμαχία και οι δύο πλευρές είχαν μεγάλες απώλειες.
Από πολιτικής πλευράς ο Μιαούλης υποστήριζε ανοιχτά από το 1825 την Αγγλία. Ήταν ο πρώτος, μαζί με τον Κολοκοτρώνη, που υπέγραψε την αίτηση αγγλικής προστασίας, την οποία στη συνέχεια υπέγραψαν όλοι οι Έλληνες ηγέτες.[14] Σύμφωνα με τον Γενναίο Κολοκοτρώνη, ο Μιαούλης αναφερόταν μέσα στο έγγραφο «ως πρόεδρος της θαλάσσης».[15] Η αγγλική επιρροή, συγκεκριμένα αυτή του Μαυροκορδάτου, θα ενισχύσει τους Υδραίους στην αντιπολίτευσή τους κατά του Καποδίστρια και θα οδηγήσει στην ανταρσία της Ύδρας. Ενδεικτικό της σχέσης του με το αγγλικό κόμμα είναι ότι την επιστολή της κυβέρνησης προς τον Άγγλο υπουργό Εξωτερικών ανέλαβε να την παραδώσει ο γιος του, Δημήτριος Μιαούλης. Σε τοπικό επίπεδο ο Μιαούλης είχε εναντιωθεί στην οικογένεια Κουντουριώτη. Η κόντρα μεταξύ των δύο οικογενειών ανάγκασε τον πρώτο στις 22 Νοεμβρίου του 1826 να εγκαταλείψει την Ύδρα, ενώ παράλληλα το σπίτι του δεχόταν επίθεση από το λαό, ο οποίος είχε υποκινηθεί από τους Κουντουριώτηδες.
Κατά τη διάρκεια της επανάστασης διαδραματίζονταν σε παρασκηνιακό επίπεδο διπλωματικά παιχνίδια εις βάρος της Ελλάδας, αλλά και εις βάρος διαφόρων αγωνιστών. Ένα από αυτά είχε σχέση και με το διορισμό του Τόμας Κόχραν στη θέση του αντιναυάρχου του ελληνικού στόλου. Η Αγγλία, εκβιάζοντας την ελληνική κυβέρνηση για το θέμα του δανείου, την ανάγκασε να διορίσει τον Κόχραν αντιναύαρχο του ελληνικού στόλου, διορισμός που επικυρώθηκε στις 16 Μαρτίου του 1827 από τη Γ΄ Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας. Ο Κόχραν ήδη από τις αρχές Μαρτίου είχε φθάσει στην Ελλάδα ως αρχηγός του στόλου, με αποτέλεσμα ο Μιαούλης, προβλέποντας την απομάκρυνσή του, να υποβάλει την παραίτησή του, χωρίς όμως ν' αφήσει τον παραμικρό υπαινιγμό για την πράξη της κυβέρνησης. Μετά την παραίτησή του περιορίστηκε στη διοίκηση του πολεμικού πλοίου Ελλάς.[16]
Καθοριστική για τη μετέπειτα πορεία του Μιαούλη υπήρξε η έλευση στην Ελλάδα στις 18 Ιανουαρίου του 1828, του Ιωάννη Καποδίστρια, ο οποίος είχε οριστεί, ήδη από το Μάρτιο του 1827, βάσει των αποφάσεων της Γ΄ Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας, Κυβερνήτης της Ελλάδος με θητεία επτά ετών. Ο Καποδίστριας αντικατέστησε τον Τόμας Κόχραν, ο οποίος είχε φύγει κρυφά για το Λονδίνο, με τον Ανδρέα Μιαούλη. Η κύρια αποστολή που του ανατέθηκε ήταν η πάταξη της πειρατείας, η οποία ταλαιπωρούσε την ελληνική κυβέρνηση. Μέσα σε λίγους μόνο μήνες, ο Μιαούλης κατάφερε να καταστήσει ασφαλή τα ελληνικά χωρικά ύδατα από τους πειρατές.
Αρχικά, ο Μιαούλης κατάφερε να πείσει τους οπλαρχηγούς του Ολύμπου να σταματήσουν την πειρατεία και να υπακούσουν στην ανώτατη αρχή. Στη συνέχεια, αφού συνέλαβε μερικά πειρατικά πλοία, αναχώρησε για τη Χίο, με σκοπό να βοηθήσει στην υπεράσπισή της. Τον Ιανουάριο του 1828 έφτασε στη Χίο όπου η κατάσταση ήταν τραγική. Οι στρατιώτες λιποτακτούσαν ενώ ο οθωμανικός στρατός ενισχυόταν ακόμη περισσότερο. Λόγω του περιορισμένου αριθμού πολεμικών που είχε υπό τη διοίκησή του, δεν είχε τη δυνατότητα ν' αντιμετωπίσει τον τουρκικό στόλο. Τελικά στις 5 Μαρτίου ο Φαβιέρος και οι στρατιώτες του επιβιβάστηκαν στο πλοίο του Μιαούλη και μεταφέρθηκαν στα Ψαρά και τη Σύρο.
Στα τέλη Μαΐου ο ελληνικός στόλος υπό τον Μιαούλη συγκρούστηκε στη Μυτιλήνη με τον οθωμανικό, ο οποίος νικήθηκε και τράπηκε σε φυγή, αφήνοντας αφύλαχτα μερικά οθωμανικά εμπορικά πλοία, τα οποία και μεταφέρθηκαν στην Αίγινα. Η νίκη όμως αυτή ήταν σημαντική γιατί έτσι αποτράπηκε η απόβαση 8.000 Οθωμανών στρατιωτών στη Σάμο. Ύστερα και από αυτή τη νίκη, ο Καποδίστριας για να τον τιμήσει όρισε να του δοθούν 2.000 γρόσια για να καλύψει τις τυχόν ανάγκες του. Τον Ιανουάριο του 1829 συνάντησε τον Γάλλο στρατηγό Μαιζόν για να του επιδώσει ευχαριστήρια επιστολή. Το Μάρτιο απέπλευσε για τη Ναύπακτο και το Μεσολόγγι αποκλείοντάς τα. Μετά από λίγες ημέρες και τα δύο φρούρια παραδόθηκαν με συνθήκη. Ο Μιαούλης φρόντισε να τηρηθεί η συνθήκη και όλοι οι Οθωμανοί να φτάσουν ασφαλείς στις ακτές της Μικράς Ασίας.[17]
Στις 14 Αυγούστου 1829 εκλέχθηκε γερουσιαστής πρώτου τμήματος, θέση όμως από την οποία παραιτήθηκε στις 18 Οκτωβρίου του ίδιου χρόνου. Από τότε ουσιαστικά ξεκινάει η κόντρα μεταξύ των δύο ανδρών, αφού ο Μιαούλης περνάει στην αντιπολίτευση διαμαρτυρόμενος για την πολιτική του Καποδίστρια απέναντι στους Υδραίους πλοιοκτήτες. Στις 18 Μαρτίου 1830 παραχωρήθηκε στον Δημήτριο Μιαούλη, ύστερα από απαίτηση του Ανδρέα και παρέμβαση του Καποδίστρια, εθνική γη στην περιοχή Γλυκεία του Ναυπλίου.[18]
Η προσπάθεια του Καποδίστρια να παραγκωνίσει από τις θέσεις εξουσίας προσωπικότητες της επανάστασης, είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία χάσματος μεταξύ των μεγάλων πολιτικών οικογενειών και του Καποδίστρια. Στις μεταρρυθμίσεις και στον τρόπο διακυβέρνησης του κράτους αντιτάχθηκαν κυρίως οι οικογένειες των Μαυρομιχαλαίων και των Κουντουριώτηδων, καθώς και ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, έχοντας την ηθική συμπαράσταση του Κοραή.[19] Ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, αρχηγός της οικογένειας των Μαυρομιχαλαίων, αντιπροσώπευε τη γαλλική παράταξη, ενώ ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος και ο Λάζαρος Κουντουριώτης την αγγλική. Και οι δύο όμως παρατάξεις συνεργάστηκαν προκειμένου να διώξουν τον ρωσόφιλο, όπως τον χαρακτήριζαν, Ιωάννη Καποδίστρια.[20]
Γρήγορα λοιπόν η Μάνη, προπύργιο της οικογενείας Μαυρομιχάλη, και η Ύδρα, προπύργιο της οικογένειας Κουντουριώτη, εξελίχτηκαν σε αντικαποδιστριακά κέντρα. Στην Ύδρα και στη Μάνη οι πρόκριτοι ξεκίνησαν τις επαφές και με προκρίτους άλλων περιοχών για την προετοιμασία εξέγερσης. Ο Μιαούλης προσχώρησε στην ομάδα των Υδραίων προκρίτων.
Στα μέσα Ιουλίου του 1831 ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης υποκίνησε εξέγερση στη Μάνη, αναγκάζοντας τον Καποδίστρια να στείλει στρατιωτικά σώματα για να την καταστείλει. Τη 14η Ιουλίου ο Κριεζής με 70 ναύτες και μετά από δύο μέρες ο Μιαούλης με 200 Υδραίους, κατέλαβαν το ναύσταθμο στον Πόρο, επειδή έμαθαν ότι ο στόλος ήταν έτοιμος να κινηθεί κατά της Ύδρας.[21] Ο Γεώργιος Σαχίνης, κυβερνήτης της κορβέτας «Ύδρα» προσχώρησε αμέσως στο κίνημα.[22] Η φρουρά του νησιού στάθηκε ανίκανη να τους αντιμετωπίσει, αφού στήριξη από το ναυτικό δεν υπήρξε.
Ο Μιαούλης μαζί με τον Μαυροκορδάτο προσπάθησαν να πείσουν τον Κωνσταντίνο Κανάρη να συνταχθεί μαζί τους, χωρίς όμως επιτυχία. Αμέσως έσπευσαν οι αντιπρέσβεις των τριών μεγάλων δυνάμεων προκειμένου να διαπραγματευθούν. Ο Μιαούλης στις συναντήσεις αυτές, ως διοικητής του ναύσταθμου του Πόρου πια, είχε βαρύνουσα γνώμη. Ήταν όμως ανέφικτος πια κάθε συμβιβασμός. Σύμφωνα με τον Γάλλο πλοίαρχο Ωγκύστ-Νικολά Βαγιάν (Auguste-Nicolas Vaillant) που βρισκόταν εκείνη την εποχή στον Πόρο, σε κατ' ιδίαν συνάντησή του με τον Μιαούλη, ο δεύτερος αποκάλεσε τον Καποδίστρια Ρώσο και τύραννο.[23]
Οι Άγγλοι και οι Γάλλοι αιφνιδιάζοντας τους εξεγερμένους τάχθηκαν υπέρ της νόμιμης κυβέρνησης και απαίτησαν την παράδοση των επαναστατών. Έτσι οι αγγλικοί, γαλλικοί και ρωσικοί στόλοι είχαν αποκλείσει τα λιμάνια του Πόρου και της Ύδρας ώστε να μην επιτραπεί η ένωση των στόλων των επαναστατών. Ο ελλιμενισμένος εθνικός στόλος στον Πόρο ήταν υπό την αρχηγία του Μιαούλη ενώ μια μικρή μοίρα ήταν υπό την αρχηγία του Κανάρη, που δεν δεχόταν να υπακούσει στους επαναστάτες.
Και ενώ ο Άγγλος και ο Γάλλος ναύαρχος έπλευσαν προς το Ναύπλιο για να συσκεφθούν με τους αντιπρέσβεις,[24] ο Ρώσος ναύαρχος Πιοτρ Ρίκορντ ανέλαβε να εφαρμόσει, μόνος αυτός, τις οδηγίες του Καποδίστρια. Απέκλεισε τους αντάρτες, ήρθε σε προστριβές μαζί τους, τίναξε στον αέρα το πλοίο «Νήσος των Σπετσών», αιχμαλώτισε ένα ακόμη πλοίο,[25] και τελικά εξώθησε τον Μιαούλη στο «Μεγαλουργόν έγκλημα».[26] Το πρωί της 1ης Αυγούστου 1831 ο Μιαούλης, όπως είχε προειδοποιήσει τον Ρίκορντ, ανατίναξε τη φρεγάτα «Ελλάς» και την κορβέτα «Ύδρα».
Με εγκύκλιο του ο Καποδίστριας πληροφόρησε τον ελληνικό λαό για τα γεγονότα στον Πόρο, ενώ ο Κανάρης ανέφερε σε επιστολή του προς τον Καποδίστρια: «Εν Πόρω 1 Αυγούστου 10 1/2 ώρας προς μεσημβρίας. Ο Μιαούλης παρέδωκεν εις τας φλόγας την Ελλάδα και την κορβέτταν η Ύδρα. Είθε παραδοθή το όνομα του αυτουργού τοιαύτης πράξεως βαρβαροτάτης εις αιώνιον ανάθεμα! Τα στρατεύματα κατέλαβον την πόλιν, το φρούριον και τα διασωθέντα ατμοκίνητα. Ευρέθησαν δε εις τ' ατμοκίνητα αυτά εις τον ναύσταθμον και εις τας αποθήκας φιτύλια εις τα υπονόμους, αι οποία έμελλον να αποκαταστήσουν τον Πόρον σωρόν ερειπίων και φαίνεται ότι ολίγον έλειψεν ώστε να τελειώσουν ο Μιαούλης και οι συναίτιοι του τοιαύτην πράξιν καταστροφής και ερημώσεως».[27]
Η πράξη του Μιαούλη ξεσήκωσε τη γενική κατακραυγή όλων των σημαινουσών προσωπικοτήτων, εκτός βέβαια από αυτών της Μάνης και της Ύδρας. Το αν ο Μιαούλης έγινε όργανο του Μαυροκορδάτου δεν έχει εξακριβωθεί ακόμα και σήμερα, [iv] χωρίς βέβαια να δικαιολογείται η πράξη της πυρπόλησης του στόλου.[vi] Ο Κωνσταντίνος Κούμας θα σημειώσει: «Αγαθέ ποτέ Μιαούλη κοσμοπεριβόητε δια τας κατά των εχθρών ανδραγαθίας σου πως έστερξας να γείνης όργανον αδικίας ανηκούστου και να περικαλύψης με όνειδος την μέχρι τούδε με κλέος στεφανωμένην κεφαλήν σου;».[28] Αναφέρεται πάντως ότι υπήρξε μεταμέλεια του Μιαούλη, αφού σύμφωνα με τον Νικόλαο Δραγούμη, ο Μιαούλης είχε πει στον Σπυρίδωνα Τρικούπη το 1833: «Αν σε είχα σιμά μου εις τον Πόρον να με συμβουλεύσης όταν αποφάσισα να καύσω την φρεγάτα δεν θα την έκαια».[29]
Στις 13 Αυγούστου παραπέμφθηκαν σε δίκη οι υπεύθυνοι, αν και δεν είχαν συλληφθεί, ενώ στις 14 Αυγούστου ο Καποδίστριας τούς διεμήνυσε ότι σε περίπτωση που σταματήσουν τις εχθρικές τους ενέργειες προς την κυβέρνηση, «η κυβέρνησις είναι έτοιμη να λησμονήση τα παρελθόντα προς χάριν αυτών». Τελικά όλα έληξαν με τη δολοφονία του Ιωάννη Καποδίστρια στο Ναύπλιο στις 27 Σεπτεμβρίου του 1831.
Μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια ο Μιαούλης εγκαταστάθηκε στο Ναύπλιο. Το Μάιο του 1832 αρνήθηκε τη θέση του στολάρχου του ελληνικού στόλου, χωρίς ουσιαστικά να δικαιολογεί πειστικά την απόφασή του. Μερικοί ιστορικοί θεωρούν ότι η άρνησή του να αναλάβει στόλαρχος ήταν συνέπεια των τύψεων που τον βασάνιζαν για την πυρπόληση του στόλου και ότι δεν οφειλόταν στο αίσθημα της μετριοφροσύνης.[30]
Τον Οκτώβριο του 1832, επιλέχθηκε από τη βαυαρική Αυλή ως ένας από τους τρεις Έλληνες που θα παρέδιδαν το στέμμα και το σχετικό ψήφισμα στον νεαρό τότε Όθωνα.[v] Η τριμελής επιτροπή αποτελείτο από τους Δημήτριο Πλαπούτα, Κωνσταντίνο Μπότσαρη και Ανδρέα Μιαούλη. Το 1833 με βασιλικό διάταγμα διορίστηκε αρχηγός του ναυτικού διευθυντηρίου και πρόεδρος της επιτροπής απόδοσης τιμών σε ήρωες του ναυτικού της επανάστασης, του παραχωρήθηκε τιμητική σύνταξη και εθνική γη, περιλήφθηκε στους ναυτικούς ανωτέρας τάξης, τιμήθηκε με βασιλικό παράσημο και τέλος δόθηκε το όνομα του σε πολεμικό πλοίο. Με νέο βασιλικό διάταγμα του 1834 διορίστηκε γενικός επιθεωρητής του στόλου και σύμβουλος επικρατείας, ενώ προβιβάστηκε και σε αντιναύαρχο.
Λίγο καιρό αργότερα όμως, το απόγευμα της Κυριακής 11 Ιουνίου του 1835 απεβίωσε κοντά στην εκκλησία της Αγίας Ειρήνης στον Πειραιά, λόγω της φυματίωσης που τον ταλαιπωρούσε μέρες. Λίγες μέρες πριν πεθάνει, ο Όθωνας τον είχε επισκεφθεί δύο φορές και μάλιστα την πρώτη τού είχε επιδώσει το Μεγαλόσταυρο του Σωτήρος. Η νεκρώσιμος ακολουθία πραγματοποιήθηκε στην εκκλησία της Αγίας Ειρήνης παρουσία της Ιεράς Συνόδου, της κυβέρνησης, αρκετών ξένων διπλωματών και πλήθους λαού. Την πομπή προς την τελευταία του κατοικία συνόδευε ιππικό και πεζικό ενώ προπορευόντουσαν έξι κανόνια. Τον επικήδειο λόγο εκφώνησε ο πολιτικός και καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Περικλής Αργυρόπουλος.
Ενταφιάστηκε σε ακτή του Πειραιά, η οποία από τότε ονομάστηκε Ακτή Μιαούλη. Ο τόπος ταφής δεν ήταν τυχαίος αφού σύμφωνα με την παράδοση εκεί βρισκόταν και ο τάφος του Θεμιστοκλή.[31] Το 1952 τα οστά του μεταφέρθηκαν στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων και το 1986 στην Ύδρα. Η καρδιά του τοποθετήθηκε σε ασημένια λήκυθο και φυλάσσεται στο Μουσείο Ύδρας, ενώ προς τιμήν του κόπηκαν αναμνηστικά μετάλλια που δόθηκαν τιμητικά σε αγωνιστές του 1821.[32]
Το 1792 παντρεύτηκε την Ειρήνη Μπίκου, κόρη του ιερέα Ιωάννη. Παντρεύτηκε δεύτερη φορά την Ευαγγελίδου, και το 1823, σε τρίτο γάμο, τη χήρα του Υδραίου ναυάρχου Κωνσταντίνου Γκιούστου. Παιδιά του από τον πρώτο γάμο ήταν:
i. ^ Υπάρχει διχογνωμία σχετικά με τον ακριβή τόπο γέννησης του Ανδρέα Μιαούλη. Πολλοί ιστορικοί με βάση τοπικές παραδόσεις υποστηρίζουν ότι γεννήθηκε στα Φύλλα Ευβοίας.[33] Κάτι τέτοιο όμως είναι αδύνατο αφού οι Βώκοι παρουσιάζονται μόνιμα εγκαταστημένοι στην Ύδρα από το 1668. Έτσι θεωρείται πιθανότερο, αν όχι σίγουρο, να έχει γεννηθεί στην Ύδρα. Την τελευταία άποψη ενστερνίζονται και οι Γεώργιος Κριεζής, Αντώνιος Σαχίνης, Κωνσταντίνος Ράδος κ.α.[34] Ο Ανδρέας Μιαούλης σε επιστολή προς τον Καποδίστρια σχετικά με γράμμα δημογερόντων της Εύβοιας αναφέρει: «Αυτής» εννοώντας την Εύβοια «ως ούσης γής της γεννήσεως των πατέρων μου, λογίζομαι πατριώτης». Αναγνωρίζει λοιπόν την Εύβοια ως τόπο γέννησης των προγόνων του αλλά όχι δικό του.[35]
ii. ^ Το οικογενειακό επώνυμο του Μιαούλη ήταν Βώκος ή Βόκος. Γιατί όμως ο Ανδρέας αποφάσισε να άλλαξει το επώνυμο του δεν είναι γνωστό. Εικάζεται ότι το επώνυμο Μιαούλης το απέκτησε από το τουρκικό πλοίο «Μιαούλ» που αγόρασε στη Χίο.[36] Μια άλλη εκδοχή κάνει λόγο για προσωνύμιο που του κόλλησαν οι άνδρες του πληρώματός του επειδή συνήθιζε να τους φωνάζει με «μια ούλοι», δηλαδή με «μιας όλοι μαζί».[37] Αυτό όμως αμφισβητείται από το γεγονός ότι τότε ο Μιαούλης δεν μπορούσε να δώσει τέτοιο παράγγελμα αφού τα πληρώματά του μιλούσαν και καταλάβαιναν μόνο Αρβανίτικα.[38]
iii. ^ Αξίζει να αναφερθεί και η άποψη του Κορδάτου, ο οποίος υποστηρίζει ότι ο Μιαούλης ήταν μασόνος με αρκετά μεγάλο βαθμό. Έτσι ο Νέλσων, ο οποίος ήταν διάσημος μασόνος, λόγω της κοινής τους ιδιότητας τον άφησε ελεύθερο σε αντίθεση με τους δύο άλλους Σπετσιώτες που είχε συλλάβει και οι οποίοι δεν είχαν πραγματικά καμία σχέση με τους Γάλλους.[39] Κατά τη ναυτική παράδοση έχει διασωθεί η ακόλουθη στιχομυθία μεταξύ ναυάρχου Νέλσωνα και Μιαούλη, η οποία, όμως, δεν επιβεβαιώνεται από τις ιστορικές πηγές:[40][41]
iv. ^ Ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος δεν παραδέχθηκε ποτέ την εμπλοκή του στη λήψη της απόφασης του Μιαούλη να πυρπολήσει τον εθνικό στόλο. Χαρακτηριστικά σε ομιλία του στη βουλή αναφέρει: «Σας είπαν, Κύριοι, ότι εγώ εσυμβούλευσα τον εμπρησμόν του εθνικού στόλου· δεν είναι αληθές» [..] «αν τα πλοία δεν εκαίοντο τότε, η Ελλάς ήθελε θρηνεί σήμερον το γενικόν των ελευθεριών της ναυάγιον».[42] Βλέπουμε ότι στο τέλος της ομιλίας του, ενώ αρνείται την κατηγορία περι συνενοχής, δικαιολογεί ως πολιτικός σύμβουλος του Μιαούλη απολύτως την πράξη του.
Παραθέτουμε τις υπέρ Μαυροκορδάτου απόψεις: α) Ο Δραγούμης[43] αναφέρει ότι ο Μιαούλης είπε στον Τρικούπη: «Αν σε είχα σιμά μου εις Πόρον να με συμβουλεύσης όταν απεφάσισα να καύσω την φρεγάδαν, δεν θα την έκαια». Και συνεχίζει ο Δραγούμης: «Άρα η απόφασις εγένετο εν Πόρω και ουχί εν Ύδρα, όπου διέτριβεν ο Τρικούπης, ον ηδύνατο να συμβουλευθή ο πυρπολήσας τον στόλον πριν ή αναχωρήση». Αλλά από τον Πόρο έφυγε ο Μαυροκορδάτος πριν από την πυρπόληση.[44] Και τελικά κατά Δραγούμην: «Ο Κυβερνήτης…ουδέποτε απέδωκε ρητώς τω κατακεραυνοβολουμένω [στον Μαυροκορδάτο] το κακούργημα της πυρπολήσεως, ως προκύπτει εκ των εν τω κεφαλαίω Δ΄ δημοσίων αποδείξεων». β) Στον Καρολίδη,[45] συγγραφέα που δεν διάκειται και πολύ ευνοϊκά προς τον Μαυροκορδάτο, διαβάζουμε: «Ο ίδιος δε ο Μιαούλης, καθ’ ά είπεν αυτός βραδύτερον εις τον Σ.Τρικούπην, εθεώρει το έργον αυτού προϊόν εξάψεως υπερτάτης και ελυπείτο ότι εκείνην την στιγμήν δεν ευρέθη τις παρ’ αυτώ ανήρ της περιωπής Τρικούπη ή Μαυροκορδάτου ίνα κρατήση την χείρα αυτού». γ) Στην Ιστορική Ανθολογία του ο Βλαχογιάννης[46] είχε απαλλάξει τον Μαυροκορδάτο από την πυρπόληση του στόλου με τα λόγια: «Αυτά είπε και κανείς δεν τόλμησε να του απαντήση. Των εχτρών του τα στόματα κλειστήκανε πειά». Στον εχθρικό πλέον προς τον Μαυροκορδάτο Κασομούλη του[47] ο Βλαχογιάννης αποφαίνεται εν τέλει: «Μένει όμως ακόμη αδιαφώτιστο το ζήτημα της ενάντια στο Μαυροκορδάτο κατηγορίας» και δικαιολογεί στην ίδια σελίδα την απόφαση των Υδραίων να κάψουν το στόλο.
v. ^ Η απόφαση της βαυαρικής Αυλής να συμπεριλάβει τον Μιαούλη στην τριμελή επιτροπή προκάλεσε την έντονη δυσαρέσκεια μεγάλης μερίδας αγωνιστών της επανάστασης αλλά και του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, ο οποίος απέρριψε την πρόταση να αντικαταστήσει ο γιος του, Ιωάννης Γενναίος Κολοκοτρώνης, τον Νικηταρά στην τριμελή επιτροπή. Ύστερα και από αυτή την άρνηση, την κενή θέση κάλυψε ο Δημήτρης Πλαπούτας.
vi. ^ Βέβαια υπάρχει και η άποψη αρκετών ιστορικών, κυρίως Γερμανών, όπως του Βολφ Ζάιντλ, του Φρίντριχ Τιρς, του Καρλ Μέντελσον Μπαρτόλντι, του Τζορτζ Φίνλεϊ κ.α., οι οποίοι θεωρούν την πυρπόληση του στόλου πράξη ηρωϊκή και αναγκαία, αφού ο Καποδίστριας κυβερνούσε δεσποτικά και απολυταρχικά. Οι απόψεις αυτές κρίνονται υπερβολικές αλλα δικαιολογημένες, αφού οι περισσότεροι ξένοι ιστορικοί της εποχής θεωρούσαν τον Καποδίστρια όργανο της ρωσικής πολιτικής και γι' αυτό είχαν αναπτύξει αντικαποδιστριακά αισθήματα.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.