γεωγραφική και ιστορική περιοχή που μοιράζεται μεταξύ της Ελλάδας και της Αλβανίας From Wikipedia, the free encyclopedia
Η Ήπειρος είναι γεωγραφική και ιστορική περιοχή στη νοτιοανατολική Ευρώπη, που μοιράζεται μεταξύ της Ελλάδας και της Αλβανίας. Βρίσκεται μεταξύ της οροσειράς Πίνδου και του Ιονίου Πελάγους, καθώς και της Αδριατικής θαλάσσης, εκτεινόμενη από τον κόλπο του Αυλώνα και τα Κεραύνια όρη στο βορρά, μέχρι τον Αμβρακικό κόλπο και τα ερείπια της ρωμαϊκής πόλης Νικόπολη στο νότο. Σήμερα[1] είναι διαιρεμένη μεταξύ της περιφέρειας Ηπείρου στη βορειοδυτική Ελλάδα και τους νομούς Αυλώνα, Αργυροκάστρου και Βερατίου στη νότια Αλβανία. Η μεγαλύτερη πόλη στην Ήπειρο είναι τα Ιωάννινα, έδρα της Περιφέρειας Ηπείρου της Ελλάδος, με το Αργυρόκαστρο μεγαλύτερη πόλη στο μέρος της Ηπείρου εντός της σημερινής Αλβανίας.[2]
Ήπειρος | |
---|---|
Χώρα | Ελλάδα και Αλβανία |
Υψόμετρο | 407 μέτρα |
Γεωγραφικές συντεταγμένες | |
Σχετικά πολυμέσα | |
δεδομένα ( ) |
Τραχιά και ορεινή περιοχή, η Ήπειρος ήταν η βορειοδυτική περιοχή της αρχαίας Ελλάδας. Κατοικούνταν από τις ελληνικές φυλές των Χαόνων, Μολοσσών, και Θεσπρωτών, και ήταν η έδρα του ιερού της Δωδώνης, του παλαιότερου αρχαίου ελληνικού μαντείου, και του πιο διάσημου μετά τους Δελφούς. Ενωμένη σε ενιαίο κράτος το 370 π.Χ. από τη δυναστεία των Αιακιδών, η Ήπειρος απέκτησε φήμη κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Πύρρου της Ηπείρου, του οποίου οι εκστρατείες εναντίον της Ρώμης είναι η προέλευση του όρου «πύρρειος νίκη». Η Ήπειρος έγινε μέρος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας μαζί με την υπόλοιπη Ελλάδα το 146 π.Χ., και κατόπιν από τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία που την ακολούθησε. Μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης στην Τέταρτη Σταυροφορία, η Ήπειρος έγινε το κέντρο του Δεσποτάτου της Ηπείρου, ενός από τα διάδοχα κράτη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Κατακτήθηκε από την Οθωμανική Αυτοκρατορία τον 15ο αιώνα, και έγινε ημιανεξάρτητη κατά τη διακυβέρνηση του Αλή Πασά στις αρχές του 19ου αιώνα, αλλά οι Οθωμανοί την επανέφεραν υπό τον έλεγχό τους το 1821. Μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους και τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η νότια Ήπειρος έγινε μέρος της Ελλάδας, ενώ η Βόρεια Ήπειρος αποτέλεσε τμήμα του νεοσύστατου κράτος της Αλβανίας.
Τα όρια της Ηπείρου, από τους μυθικούς χρόνους, εκτείνονται από τον Αμβρακικό κόλπο στα νότια μέχρι το Γενούσο (Σκούμπι) ποταμό στα βόρεια [3][4][5] και από το Ιόνιο πέλαγος δυτικά μέχρι την οροσειρά της Πίνδου ανατολικά. Ο ποταμός Γενούσος χώριζε την Ήπειρο από το γεωγραφικό διαμέρισμα που άλλοτε λεγόταν Ιλλυρία. Σήμερα το τμήμα της Ηπείρου που βρίσκεται μεταξύ του Γενούσου (βόρεια) και των σημερινών ελληνοαλβανικών συνόρων (νότια) ανήκει στο Αλβανικό κράτος και είναι η λεγόμενη Βόρεια Ήπειρος. Η μορφολογία του εδάφους της Ηπείρου είναι κυρίως ορεινή με κυρίαρχη τη μεγαλύτερη οροσειρά της Ελλάδας, την Πίνδο. Η ψηλότερη κορυφή της φτάνει τα 2.600 μέτρα.
Η ονομασία προέρχεται από το επίθετο ἄπειρος, τη δωρική προφορά της λέξης ἤπειρος, και της αποδόθηκε από τους απέναντι Κερκυραίους που αναφέρονταν στη γη απένατί τους, με την έννοια της μεγάλης έκτασης ξηράς. Σε νόμισμα των αρχαίων κατοίκων της περιοχής, κατά τον 3ο π.Χ. αι., αναφέρεται και η λέξη ΑΠΕΙΡΩΤΑΝ (των Ηπειρωτών, το Ηπειρωτικόν).
Η Ήπειρος κατοικήθηκε από τους παλαιολιθικούς χρόνους. Η ανασκαφή του Βρετανού καθηγητή Eric Higgs με τον Σωτήριο Δάκαρη το 1963-1965 στο Παλαιολιθικό Σπήλαιο Ασπροχάλικο Πρέβεζας απέδωσε ευρήματα ζωής Homo Sapiens από το 100.000 - 10.000 π.Χ. Παρόμοια ευρήματα βρήκαν οι ανωτέρω στη θέση Καστρίτσα Ιωαννίνων. Μεταγενέστερα οι κάτοικοι εκείνης της εποχής ήταν τροφοσυλλέκτες, κυνηγοί και ποιμένες και κατασκεύασαν μεγάλους τύμβους για να θάψουν τους ηγέτες τους. Οι τύμβοι αυτοί είχαν παρόμοια χαρακτηριστικά με εκείνους που κατασκευάστηκαν αργότερα από τους Μυκηναίους. Το στοιχείο αυτό έχει υποστηριχθεί από την αρχαιολογική κοινότητα ότι αποτελεί απόδειξη της συγγένειας μεταξύ Ηπειρωτών της παλαιολιθικής και νεολιθικής εποχής και Μυκηναίων της μετέπειτα εποχής του Χαλκού. Στην Ήπειρο βρέθηκαν και πολλοί οικισμοί και ευρήματα της καθεαυτού Μυκηναϊκής εποχής. Τα πιο σημαντικά από αυτά βρέθηκαν στο Νεκρομαντείο του Αχέροντα ποταμού και στο Μαντείο της Δωδώνης (του Δωδωναίου Δία). Οι Δωριείς εισέβαλαν στην Πελοπόννησο δια μέσου της Ηπείρου και της Μακεδονίας στο τέλος της 2ης χιλιετίας π.χ. (περίπου 1100 με 1000 π.χ.), όμως οι λόγοι αυτής της μετακίνησης δεν έχουν διασαφηνιστεί. Ενώ πολλοί κάτοικοι της περιοχής μετανάστευσαν προς νότο, εκείνη την εποχή εμφανίστηκαν στην Ήπειρο οι τρεις βασικές φυλές της (σύμφωνα και με τους ιδρυτικούς μύθους των φυλών αυτών). Τα φύλα αυτά ήταν οι Χάονες στα βορειοδυτικά (σημερινή νότια Αλβανία), οι Μολοσσοί στο κέντρο (Ιωάννινα και Άρτα) και οι Θεσπρωτοί στο νότο (Θεσπρωτία και Πρέβεζα).
Σε αντίθεση με τα υπόλοιπα ελληνικά φύλα που διαμορφώθηκαν στα πρότυπα της πόλης-κράτους, όπως η Αθήνα, η Σπάρτη και η Κόρινθος, οι Ηπειρώτες ζούσαν σε μικρά χωριά. Η περιοχή βρίσκονταν στο άκρο του ελληνικού κόσμου και συχνά οι Ηπειρωτικές φυλές είχαν να αντιμετωπίσουν τους Ιλλυριούς εισβολείς από τον βορρά. Η περιοχή πάντως ήταν ιδιαίτερης θρησκευτικής σημασίας για τον αρχαίο ελληνικό κόσμο, λόγω της παρουσίας του Μαντείου της Δωδώνης.
Από την οπτική γωνία των Ελλήνων της κλασικής εποχής, στα βορειοδυτικά τους κατοικούσαν φυλές Ελλήνων, οι οποίοι όμως συχνά αντιμετωπίζονταν με περιφρόνηση. Οι γραπτές αναφορές της εποχής αναφέρουν ως προς το ποιά φύλα πρέπει να θεωρηθούν Έλληνες, Ηπειρώτες. Δυσκολίες όμως προβάλλει το γεγονός ότι τα φύλα αυτά δεν άφησαν γραπτές μαρτυρίες. Τον 5ο αιώνα π.Χ. ο Αθηναίος ιστορικός Θουκυδίδης αναφέρεται στους Ηπειρώτες, ομοίως και ο Στράβων.[6] Οι Απολλόδωρος, Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς, Φροντίνος, Παυσανίας, Κλαύδιος Πτολεμαίος, Ευτρόπιος τους χαρακτηρίζουν ως Έλληνες. Κανείς αρχαίος ιστορικός δεν τους θεωρούσε Ιλλυριούς-στον Περίπλου του Ψευδοσκύλακα γίνεται διαχωρισμός μεταξύ Ηπειρωτών και Ιλλυριών.
Οι Αιακίδες εγκαθίδρυσαν δυναστεία Μολοσσών στην Ήπειρο και την ένωσαν σε ενιαία πολιτική οντότητα από το 370 π.χ.. Οι Μολοσσοί συμμάχησαν με το ισχυρό, εκείνη την εποχή Μακεδονικό βασίλειο, και το 359 π.χ. η Μολοσσίδα πριγκίπισσα Ολυμπιάδα, ανιψιά του βασιλιά Αρύββα της Ηπείρου, παντρεύτηκε τον βασιλιά Φίλιππο Β’ της Μακεδονίας. Θα έφερνε στον κόσμο τον Μέγα Αλέξανδρο.
Με τον θάνατο του Αρύββα, τον διαδέχτηκε ο Αλέξανδρος Α' της Ηπείρου στον θρόνο. Ο Αιακίδης της Ηπείρου, διαδέχτηκε τον Αλέξανδρο, όμως εκθρονίστηκε από τον Κάσσανδρο της Μακεδονίας το 313 π.χ.. Ο γιος του Αιακίδη Πύρρος ανέβηκε στον θρόνο το 295 π.χ. και για έξι έτη πολέμησε εναντίον των Ρωμαίων στη Νότια Ιταλία και τη Σικελία. Η εκστρατεία του έκανε την Ήπειρο, προσωρινά, ισχυρή δύναμη στον τότε γνωστό κόσμο και από τότε υπάρχει ο όρος Πύρρειος νίκη, που αναφέρεται στις νίκες που όμως προκαλούν δυσαναπλήρωτες απώλειες στον νικητή.
Από την Ήπειρο καταγόταν και η Διηδάμεια (αδελφή του Πύρρου) η οποία ήταν σύζυγος του περίφημου Δημητρίου του Πολιορκητή (Πλούταρχος: Δημήτριος 25).
Τον 3ο αι. π.Χ. η Ήπειρος παρέμεινε υπολογίσιμη, ενωμένη υπό του Κοινού των Ηπειρωτών ως ομόσπονδο κράτος με το δικό της κοινό αντιπροσώπων (ή συνέδριο όπως αναφέρονταν). Όμως βρέθηκε στο επίκεντρο των πολέμων μεταξύ Μακεδονίας και της ανερχόμενης δύναμης: της Ρώμης. Το κοινό των Ηπειρωτών παρέμεινε ουδέτερο στη διαμάχη αυτή, όμως στον Γ΄ Μακεδονικό Πόλεμο (171-168 π.χ.) οι Μολοσσοί πήραν το μέρος των Μακεδόνων, ενώ οι Χάονες και οι Θεσπρωτοί το μέρος των Ρωμαίων. Οι συνέπειες ήταν καταστροφικές για την Ήπειρο, οι Μολοσσοί υποτάχτηκαν το 167 π.χ. και 150.000 κάτοικοι έγιναν σκλάβοι. Η περιοχή λεηλατήθηκε τόσο έντονα, από τους Ρωμαίους που έπρεπε να περάσουν 500 χρόνια για να επανακάμψει και πάλι η ζωή στην Ήπειρο.
Η Ήπειρος υπαγόταν από το 167 π.Χ. στην αχανή ρωμαϊκή επαρχία της Μακεδονίας ως το 27 π.Χ., οπότε είχε υπαχθεί (για έναν περίπου αιώνα) στη νεοϊδρυθείσα ρωμαϊκή επαρχία της Αχαΐας. Το 48-45 π.Χ. ιδρύθηκαν στο έδαφός της από τον Καίσαρα δυο ρωμαϊκές αποικίες, το Βουθρωτό (σημ. Butrint) και η Φωτική (κοντά στη σημ. Παραμυθιά), που η επικράτειά της εκτεινόταν σε ολόκληρη τη Θεσπρωτία.[7]Μετά τη ναυμαχία του Άκτιου (31 π.Χ.), ο νικητής Οκταβιανός Αύγουστος ίδρυσε κοντά στη σημερινή Πρέβεζα μια από τις μεγαλύτερες πόλεις της Βαλκανικής, τη Νικόπολη, που η επικράτειά της («χώρα») είχε συμπεριλάβει μέσα στα όριά της το έδαφος των σημερινών νομών Πρέβεζας και Άρτας, καθώς και ένα μέρος του σημερινού νομού Αιτωλοακαρνανίας.[8] Την Ήπειρο διέσχιζαν παρακλάδια της ρωμαϊκής Εγνατίας οδού, που εξασφάλιζαν την επικοινωνία με την Κεντρική και Νότια Ελλάδα.
Στις αρχές του 2ου μ.Χ. αιώνα η Ήπειρος γνώρισε τη μεγαλύτερη ακμή της, όταν στο πλαίσιο αναδιοργάνωσης της επαρχιακής διοίκησης από τον αυτοκράτορα Τραϊανό (98-117 μ.Χ.), αποτέλεσε αυτόνομη επαρχία την Ήπειρος (ρωμαϊκή επαρχία) με πρωτεύουσα τη Νικόπολη, όπου είχε την έδρα του ο Ρωμαίος επίτροπος-διοικητής της επαρχίας. Η ακμή της διάρκεσε ενάμιση περίπου αιώνα και συγκεκριμένα ως το 235 μ.Χ., οπότε με την κρίση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και τις επακόλουθες βαρβαρικές επιδρομές δέχτηκε και αυτή όλες τις αρνητικές συνέπειες. Μετά από μισό αιώνα παρακμής, η Ήπειρος κατάφερε να ορθοποδήσει μόνο στα χρόνια του Διοκλητιανού (Τετραρχία), με τις διοικητικές του μεταρρυθμίσεις που αποσκοπούσαν στην ίδρυση μικρότερων επαρχιών. Τότε η Ήπειρος διαιρέθηκε σε δυο επαρχίες, στην «Παλαιά Ήπειρο» (Epirus Vetus) και τη «Νέα Ήπειρο» (Epirus Nova) ή Illyria Graeca (Ελληνική Ιλλυρία), που υπάγονταν στη «Διοίκηση» των Μοισιών. Η «Παλαιά Ήπειρος», με πρωτεύουσα τη Νικόπολη, που υπαγόταν από την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου στη «Διοίκηση» της Μακεδονίας, είχε συμπεριλάβει μέσα στα όριά της, εκτός από την Ακαρνανία, ολόκληρη την Ήπειρο ως τα Κεραύνια όρη (προς βορρά), καθώς και τρία νησιά του Ιονίου, την Κέρκυρα, τη Λευκάδα και την Ιθάκη.[9] Η Νέα Ήπειρος είχε πρωτεύουσα το Δυρράχιο (ή Επίδαμνο). Και οι δύο κατά καιρούς υπάγονταν στη Διοίκηση (Diocesis) της Μοισίας ή στη Διοίκηση της Μακεδονίας.[10]
Η Ήπειρος περιήλθε στην ανατολική ρωμαϊκή αυτοκρατορία (Βυζάντιο), όταν διαιρέθηκε η αυτοκρατορία το 395 μ.χ.. Όταν έπεσε η Κωνσταντινούπολη από τους σταυροφόρους το 1204, ο Μιχαήλ Α' Κομνηνός Δούκας κατέλαβε την Ήπειρο και ίδρυσε το ανεξάρτητο Δεσποτάτο της Ηπείρου, με πρωτεύουσα την Άρτα. Γεωγραφικά, το Δεσποτάτο περιλάμβανε εκτός από την Ήπειρο (από τον ποταμό Γενουσό στα βόρεια ως τον Αμβρακικό), την Αιτωλία, την Ακαρνανία και περιοχές της Βόρειας Μακεδονίας. Το 1348 την περιοχή την κατέλαβαν προσωρινά Σέρβοι, υπό την αρχηγεία του Στέφανου Δουσάν, και αργότερα για ένα διάστημα κατέλαβαν κάποιες πόλεις Αλβανοί. Το 1359 το Δεσποτάτο πέρασε στην επικράτεια του Βυζαντίου, αλλά όχι για πολύ. Λίγο πριν την Οθωμανική κατάκτηση, η Ήπειρος ελέγχονταν από την Ιταλική οικογένεια των Τόκκων. Παρά την εναλλαγή διοικήσεων και κατακτητών, τουλάχιστον οι πόλεις της Ηπείρου διατηρούσαν κυρίως Ελληνικό πληθυσμό. Όπως αναφέρεται σε πανηγυρικό κείμενο που γράφτηκε μεταξύ 1427-1446, "Αι δε πόλεις καθαρόν έτι σώζουσι το ελληνικόν γένος, ...".[11]
Η Οθωμανική περίοδος ήταν εξαιρετικά επώδυνη για την Ήπειρο, οι καλλιεργήσιμες εκτάσεις δόθηκαν στους μουσουλμάνους και πολλοί Ηπειρώτες αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την περιοχή, για μια καλύτερη ζωή. Υπήρχαν όμως μεμονωμένες περιοχές στα παράλια που βρίσκονταν υπό βενετική κυριαρχία μέχρι τα τέλη του 15ου αι. όπου ολοκληρώθηκε η οθωμανική κατάκτηση στην Ήπειρο (Πρέβεζα, Πάργα κ.α.). Η περιοχή υπήρξε εστία εξεγέρσεων με κυριότερη αυτή του Διονυσίου του Φιλοσόφου, που καταπνίγηκε στο αίμα το 1611.
Από τον 17ο αιώνα πολλοί έμποροι από τα Ιωάννινα, το Μέτσοβο, το Ζαγόρι και άλλες περιοχές, συνέβαλαν με τα ευεργετήματά τους στην πνευματική ανάκαμψη του τόπου, με την ανέγερση σχολείων και βιβλιοθηκών. Ορισμένοι από αυτούς ήταν ο Απόστολος Αρσάκης, οι αδελφοί Μάνθος και Γεώργιος Ριζάρης, ο Μιχαήλ Τοσίτσας, ο Σίμων Σίνας, οι αδελφοί Ζωσιμάδες, οι αδελφοί Ευάγγελος και Κωνσταντίνος Ζάππας, ο Χρηστάκης Ζωγράφος και πολλοί άλλοι. Αξιομνημόνευτη είναι και η συμβολή πολλών Ηπειρωτών διδασκάλων της εποχής (Μπαλάνος Βασιλόπουλος, Νεόφυτος Δούκας, Αθανάσιος Ψαλίδας κ.α.). Η Ήπειρος υπήρξε από τις περιοχές που καλλιέργησαν έντονα τις ιδέες του Νεοελληνικού Διαφωτισμού. Δεν είναι υπερβολική η έκφραση που αναφέρεται στα Γιάννενα (Ιωάννινα) εκείνη την εποχή, ότι είναι «πρώτα στα άρματα, στα γρόσια και στα γράμματα». Τον 18ο αιώνα, με τη σταδιακή παρακμή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ανέλαβε πασάς στα Ιωάννινα ο μουσουλμάνος-αλβανός (Τουρκαλβανός) Αλή πασάς από το Τεπελένι (1788). Για ένα διάστημα ήλεγχε μια εκτεταμένη περιοχή (Δυτική Ελλάδα, Πελοπόννησος), όμως έμειναν ξακουστές οι πολύχρονες συγκρούσεις μεταξύ του στρατού του και των Σουλιωτών, τους οποίους εξουθένωσε και τους ανάγκασε να αποχωριστούν τις πατρογονικές εστίες ύστερα από δολοπλοκίες (1803). Ο Αλή πασάς υπήρξε έξυπνος διπλωμάτης, αλλά με τις ραδιουργίες του για να αποκτήσει όλο και πιο πολύ επιρροή, προκάλεσε την οργή του Σουλτάνου, ο οποίος διέταξε τον αποκεφαλισμό του.
Δύο από τα τρία ιδρυτικά μέλη της Φιλικής εταιρείας που προετοίμασαν το έδαφος για την Επανάσταση ήταν από την Ήπειρο, ο Νικόλαος Σκουφάς και ο Αθανάσιος Τσακάλωφ (από Άρτα και Ιωάννινα αντίστοιχα). Όταν ξέσπασε η Επανάσταση του 1821 πολλές πόλεις και χωρία της περιοχής ύψωσαν τη σημαία της επανάστασης και οι Ηπειρώτες συμμετείχαν ενεργά στις συγκρούσεις, εντός και εκτός Ηπείρου.
Με το πέρας της Επανάστασης (1830), η Ήπειρος δεν περιήλθε στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος. Όμως ιδιαίτερα έντονη υπήρξε η συμβολή των Ηπειρωτών ευεργετών στην ενίσχυση του κράτους, όπως του Γεωργίου Σταύρου, ιδρυτή και πρώτου διευθυντή της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, Γεώργιος Αβέρωφ, ιδρυτή του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου. Ο πρώτος πρωθυπουργός της Ελλάδας (ως συνταγματικής μοναρχίας) υπήρξε ο Ηπειρώτης Ιωάννης Κωλέττης, από το Συρράκο.
Η Συνθήκη του Βερολίνου το 1881 έδωσε στην Ελλάδα την περιοχή της Άρτας και με τους Βαλκανικούς πολέμους του 1912-13 προσαρτήθηκε και η υπόλοιπη Ήπειρος. Όμως τελικά οι περιοχές Κορυτσάς και Αργυροκάστρου, δηλαδή η Βόρεια Ήπειρος, επιδικάστηκε στη νεοϊδρυθείσα τότε Αλβανία μετά από ιδιαίτερη πίεση των Ιταλών διπλωματών. Με την αναγκαστική αποχώρηση του ελληνικού στρατού το 1914 από τη Βόρεια Ήπειρο, οι Βορειοηπειρώτες συγκρότησαν δική τους αυτόνομη κυβέρνηση και στρατό, που αντιμετώπισε με επιτυχία τις επιθέσεις της αλβανικής χωροφυλακής και Αλβανών ατάκτων, μέχρι να υποχρεωθεί η Αλβανική κυβέρνηση να υπογράψει το Πρωτόκολλο της Κέρκυρας, με το οποίο αναγνώρισε την αυτονομία της περιοχής και τα πολιτικά, θρησκευτικά δικαιώματα των κατοίκων της. Όταν ξέσπασε ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος, ο ελληνικός στρατός εισήλθε ξανά στη Βόρειο Ήπειρο, όμως λόγω του εθνικού διχασμού την κατέλαβαν το 1916 οι Ιταλοί. Παρόλο που η Διάσκεψη ειρήνης στο Παρίσι το 1919, επιδίκασε την περιοχή στην Ελλάδα, διπλωματικές μηχανορραφίες, κυρίως της Ιταλίας, καθώς και ο Ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1919-1922, συντέλεσαν να προσαρτηθεί η Β. Ήπειρος στην Αλβανία το 1924.
Η Ιταλία του Μουσολίνι κατέλαβε την Αλβανία το 1939 και στις 28 Οκτωβρίου 1940 κήρυξε τον πόλεμο στην Ελλάδα. Μετά όμως τη νικηφόρο προέλαση του ελληνικού στρατού, η Β. Ήπειρος απελευθερώθηκε για 3η φορά. Ο ελληνο-ιταλικός πόλεμος είχε μεγάλη σημασία και σε παγκόσμια κλίμακα καθώς ήταν η πρώτη νίκη επί του Άξονα στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Με την επίθεση όμως της Γερμανίας τον Απρίλιο του 1941 μέσω Γιουγκοσλαβίας, ακολούθησε συνθηκολόγηση της Ελλάδας. Η Ήπειρος στην περίοδο της κατοχής ανήκε στην ιταλική ζώνη κατοχής και αργότερα με τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας στους Συμμάχους (1943), ανήκε στη γερμανική ζώνη.
Στα βουνά της Ηπείρου έγιναν σκληρές μάχες στον εμφύλιο πόλεμο, μεταξύ του ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ, ακόμη και πριν ολοκληρωθεί η αποχώρηση των Γερμανών από την περιοχή.
Η Ήπειρος μεταπολεμικά υπήρξε από τις πιο παραμελημένες, οικονομικά, περιοχές της χώρας, με πολλούς Ηπειρώτες να φεύγουν για το εξωτερικό για μια καλύτερη τύχη. Τις τελευταίες δύο δεκαετίες μεγάλη έξαρση έχει σημειώσει ο τουρισμός της περιοχής, ιδιαίτερα το καλοκαίρι στις παραθαλάσσιες περιοχές, αλλά ακόμη και τον χειμώνα στις ορεινές (ιδιαίτερα στο Ζαγόρι και το Μέτσοβο).
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.