From Wikipedia, the free encyclopedia
Το σελίνι είναι ένα ιστορικό νόμισμα και το όνομα μίας μονάδας σύγχρονων νομισμάτων, που χρησιμοποιούνταν παλαιότερα στο Ηνωμένο Βασίλειο, την Αυστραλία, τη Νέα Ζηλανδία, άλλες χώρες της Βρετανικής Κοινοπολιτείας και την Ιρλανδία, πριν καταργηθεί σταδιακά κατά τον 20ό αιώνα. Ήταν το 1/20 της λίρας και το ίδιο ισοδυναμούσε με 12 πένες.
Επί του παρόντος, το σελίνι χρησιμοποιείται ως νόμισμα σε πέντε χώρες της Ανατολικής Αφρικής: Κένυα, Τανζανία, Ουγκάντα, Σομαλία, καθώς και στην de facto χώρα της Σομαλιλάνδης. [1] Η Κοινότητα Kρατών της Ανατολικής Αφρικής σχεδιάζει επιπλέον να εισαγάγει ένα σελίνι Ανατολικής Αφρικής.
Η λέξη σελίνι προέρχεται από τα παλιά αγγλικά «scilling» και είναι ένας νομισματικός όρος, που σημαίνει το εικοστό της λίρας, από την πρωτο-γερμανική ρίζα skiljaną που σημαίνει «χωρίζω, διαχωρίζω, διαιρώ», από το (s)kelH- που σημαίνει «κόβω, σχίζω». Η λέξη "scilling" αναφέρεται στους παλαιότερους καταγεγραμμένους γερμανικούς νομικούς κώδικες, αυτούς του 'Εθελμπερτ του Κεντ.
Υπάρχουν ενδείξεις ότι εναλλακτικά μπορεί να είναι πρώιμος δανεισμός του φοινικικού 𐤔𐤒𐤋, καρχηδονιακού sql (sə'kel), που σημαίνει «ζυγίζω» και «νόμισμα». Οι δύο έννοιες που δίνονται στη βιβλιογραφία, τόσο στη γερμανική, όσο και στη σημιτική λέξη είναι οι ίδιες, τόσο για ένα σταθερό βάρος, όσο και για ένα συγκεκριμένο νόμισμα. Ο όρος θα προερχόταν από τη γερμανική κατανόηση του shekel ως shkel με την κοινή γερμανική κατάληξη -ling. [2] [3] [4]
Στην προέλευση, η λέξη schilling αναφερόταν στον solidus της Ύστερης Αρχαιότητας, το χρυσό νόμισμα που αντικατέστησε το aureus τον 4ο αι. Τα αγγλοσαξονικά scillingas του 7ου αι. ήταν ακόμη μικρά χρυσά νομίσματα.
Το 796 ο Καρλομάγνος θέσπισε μία νομισματική μεταρρύθμιση, βασισμένη στην αργυρή Καρολίγγια λίβρα (περίπου 406,5 γραμ.). Το σελίνι ήταν το 1/20 της λίβρας, δηλ. περίπου 20,3 γραμ. αργύρου. Ένα σελίνι είχε 12 deniers, δηνάρια («pennies, πέννες»). Ωστόσο δεν υπήρχαν αργυρά νομίσματα σελινίων στην Καρολίγγεια περίοδο και τα χρυσά σελίνια (που ισοδυναμούσαν με 12 αργυρά πφένινγχ) ήταν πολύ σπάνια.
Τον 12ο αι. κόπηκαν μεγαλύτερα αργυρά νομίσματα πολλαπλού βάρους πφένιχ, γνωστά ως χοντρά δηνάρια, denarii grossi ή groschen (groat). Αυτά τα βαρύτερα νομίσματα αποτιμήθηκαν μεταξύ 4 και 20 αργυρών δηναρίων. Στην ύστερη μεσαιωνική περίοδο, τα κράτη της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας άρχισαν να κόβουν παρόμοια αργυρά νομίσματα πολλαπλού βάρους πφένιχ, μερικά από τα οποία ονομάζονταν σελίνια.
Τον 16ο αι., πολυάριθμοι διαφορετικοί τύποι σελινίων κόπηκαν στην Ευρώπη. Το αγγλικό σελίνι ήταν η συνέχεια του νομίσματος testoon επί Εδουάρδου ΣΤ΄ και κόπηκε για πρώτη φορά το 1551 σε άργυρο «στέρλινγκ» 92,5%.
Μέχρι τον 17ο αι. η περαιτέρω υποτίμηση είχε ως αποτέλεσμα τα σελίνια στην Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία να κόβονται σε κράμα billon (περιείχαν λίγο άργυρο και περισσότερο χαλκό) αντί για άργυρο, με 48 σελίνια έναντι ενός ράιχσταλερ. Το αγγλικό (αργότερα βρετανικό) σελίνι συνέχισε να κόβεται ως αργυρό νόμισμα μέχρι το 1946.
Ένα σελίνι ήταν ένα νόμισμα, που χρησιμοποιήθηκε στην Αγγλία από τη βασιλεία του Ερρίκου Ζ΄ [5] (ή Εδουάρδου ΣΤ΄ γύρω στο 1550). Το σελίνι συνέχισε να χρησιμοποιείται μετά τις Πράξεις της Ένωσης του 1707, που δημιούργησαν ένα νέο Ηνωμένο Βασίλειο από τα βασίλεια της Αγγλίας και της Σκωτίας, και σύμφωνα με το Άρθρο 16 του Καταστατικού της Ένωσης, δημιουργήθηκε ένα κοινό νόμισμα για το νέο Ηνωμένο Βασίλειο.
Ο όρος shiling (σκωτικά: schilling) χρησιμοποιήθηκε στη Σκωτία από τους πρώιμους μεσαιωνικούς χρόνους.
Το κοινό νόμισμα για τη Μεγάλη Βρετανία, που δημιουργήθηκε το 1707 από το Άρθρο 16 των Καταστατικών της Ένωσης μεταξύ Αγγλίας και Σκωτίας, συνέχισε να χρησιμοποιείται μέχρι την δεκαδικοποίηση του 1971. Κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Νομισματικής Αναμόρφωσης του 1816 (μετά τις Πράξεις της Ένωσης του 1800 που ένωσαν τα βασίλεια της Μεγάλης Βρετανίας και της Ιρλανδίας), το νομισματοκοπείο έλαβε εντολή να ορίσει μία τροϊκή λίβρα (που ζυγίζει 5760 κόκκους ή 373 γραμ.) αργύρου στέρλινγκ (0,925 καθαρότητας) σε 66 σελίνια ή το ισοδύναμό του σε άλλες ονομαστικές αξίες. Αυτό όρισε το βάρος του σελινίου στους 87,2727 κόκκους ή 5,655 γραμ. από το 1816 έως το 1990, όταν αποχρηματοποιήθηκε υπέρ ενός νέου μικρότερου κέρματος των 5 πενών ίδιας αξίας.
Κατά την δεκαδικοποίηση το 1971, το νόμισμα σελίνι αντικαταστάθηκε από το νέο τεμάχιο των πέντε πενών, το οποίο αρχικά είχε το ίδιο μέγεθος και βάρος και είχε την ίδια αξία. Τα σελίνια παρέμειναν σε κυκλοφορία, έως ότου το νόμισμα των πέντε πενών μειώθηκε σε μέγεθος το 1991.
Τρία νομίσματα εκφρασμένα σε πολλαπλά σελίνια κυκλοφορούσαν επίσης αυτή τη στιγμή. Ήταν:
Μεταξύ του 1701 και της ενοποίησης των νομισμάτων το 1825, το ιρλανδικό σελίνι αποτιμήθηκε στις 13 πένες και ήταν γνωστό ως black hog («μαύρος χοίρος»), σε αντίθεση με τα αγγλικά σελίνια των 12 πενών, που ήταν γνωστά ως «λευκοί χοίροι». [6]
Στην Ελεύθερη Πολιτεία της Ιρλανδίας και στη Δημοκρατία της Ιρλανδίας, το νόμισμα σελίνι κυκλοφόρησε ως scilling (στα ιρλανδικά). Άξιζε το 1/20 μίας ιρλανδικής λίρας και ήταν εναλλάξιμα στην ίδια αξία με το βρετανικό νόμισμα, το οποίο συνέχιζε να χρησιμοποιείται στη Βόρεια Ιρλανδία. Το νόμισμα είχε έναν ταύρο στην πίσω όψη. Η πρώτη κοπή, από το 1928 έως το 1941, περιείχε 75% ασήμι, περισσότερο από το αντίστοιχο βρετανικό νόμισμα. Το προδεκαδικό ιρλανδικό νόμισμα σελίνι (το οποίο διατηρήθηκε για κάποιο χρονικό διάστημα μετά τη δεκαδικοποίηση) αποσύρθηκε από την κυκλοφορία την 1η Ιανουαρίου 1993, όταν εισήχθη ένα μικρότερο νόμισμα των πέντε πενών.
Μία συντομογραφία για το σελίνι είναι s (για solidus , βλέπε £ sd). Συχνά εκφραζόταν με το σύμβολο του solidus ( / ) (το οποίο μπορεί να ξεκίνησε ως υποκατάστατο του Πρότυπο:Char ('long s') [7] ), επομένως το '1/9' σημαίνει "1s 5, δηλ. ένα σελίνι και εννέα (πένες)". Μία τιμή που εκφραζόταν ως αριθμός σελινίων χωρίς πρόσθετες πένες γραφόταν συχνά ως: αριθμός, ένα s ( / ) και μία παύλα, έτσι, για παράδειγμα, δέκα σελίνια γράφονταν «10/-». Δύο σελίνια και έξι πένες (μισή κορώνα ή ένα όγδοο της λίρας) γράφονταν ως '2/6', σπάνια ως '2s 6d' (το 'd' είναι η συντομογραφία του denarius, δηλ. της πένας). Το ίδιο το σελίνι ήταν ίσο με δώδεκα πένες. Στο παραδοσιακό σύστημα λίβρες, σελίνια και πένες, υπήρχαν 20 σελίνια ανά λίβρα και 12 πένες ανά σελίνι, δηλαδή 240 πένες ανά λίβρα.
Οι όροι αργκό για τα παλαιά νομίσματα σελινίων περιλαμβάνουν "bob" και "hog". Ενώ η προέλευση του "bob" είναι αβέβαιη, ο John Camden Hotten στο λεξικό του Slang του 1864 λέει ότι η αρχική έκδοση ήταν "bobstick" και εικάζει ότι μπορεί να συνδέεται με τον σερ Ρόμπερτ Γουόλπολ. [8]
Τα αυστραλιανά σελίνια, είκοσι από τα οποία αποτελούσαν μια αυστραλιανή λίρα, εκδόθηκαν για πρώτη φορά το 1910, με το αυστραλιανό εθνόσημο στην πίσω όψη και τον βασιλιά Εδουάρδο Ζ΄ στην εμπρόσθια όψη. Το σχέδιο του θυρεού διατηρήθηκε κατά τη διάρκεια της βασιλείας του βασιλιά Γεωργίου Ε΄, έως ότου εισήχθη ένα νέο σχέδιο κεφαλής κριαριού για τα νομίσματα του βασιλιά Γεωργίου ΣΤ΄. Αυτό το σχέδιο συνεχίστηκε μέχρι το τελευταίο έτος έκδοσης, το 1963. Το 1966 το νόμισμα της Αυστραλίας δεκαδικοποιήθηκε και το σελίνι αντικαταστάθηκε από ένα νόμισμα δέκα σεντ (αυστραλιανό), όπου 10 σελίνια αποτελούσαν ένα αυστραλιανό δολάριο.
Ο όρος αργκό για ένα νόμισμα σελίνι στην Αυστραλία ήταν "deener". Ο όρος αργκό για ένα σελίνι ως νομισματική μονάδα ήταν "bob", όπως και στο Ηνωμένο Βασίλειο .
Μετά το 1966, τα σελίνια συνέχισαν να κυκλοφορούν, καθώς αντικαταστάθηκαν από νομίσματα των 10 λεπτών του ίδιου μεγέθους και βάρους.
Τα σελίνια της Νέας Ζηλανδίας, είκοσι από τα οποία αποτελούσαν μια λίρα Νέας Ζηλανδίας, εκδόθηκαν για πρώτη φορά το 1933 και παρουσίαζαν την εικόνα ενός πολεμιστή Μαορί, που έφερε μια taiaha (ράβδο ως όπλο) "σε μια πολεμική στάση" στο πίσω μέρος. Το 1967, το νόμισμα της Νέας Ζηλανδίας δεκαδικοποιήθηκε και το σελίνι αντικαταστάθηκε από ένα νόμισμα των δέκα λεπτών του ίδιου μεγέθους και βάρους. Τα νομίσματα των δέκα λεπτών που κόπηκαν στο υπόλοιπο της δεκαετίας του 1960, περιείχαν την επιγραφή "ONE SHILLING" στην πίσω όψη. Τα μικρότερα νομίσματα των 10 λεπτών εισήχθησαν το 2006.
Το σελίνι (Mαλτεζικά: xelin, πληθ. xelini) χρησιμοποιήθηκε στη Μάλτα, πριν από την δεκαδικοποίηση το 1972, και είχε ονομαστική αξία πέντε σεντ Μάλτας.
Στη βρετανική Κεϋλάνη, ένα σελίνι (στη γλώσσα σινχάλα: silima, στη γλώσσα ταμίλ: silin) ισοδυναμούσε με οκτώ φανάμ. Με την αντικατάσταση του ρίξντολαρ από τη ρουπία το 1852, ένα σελίνι θεωρήθηκε ότι ισοδυναμούσε με μισή ρουπία. Κατά τη δεκαδικοποίηση του νομίσματος το 1869, ένα σελίνι θεωρήθηκε ότι ισοδυναμούσε με 50 σεντ Κεϋλάνης. Ο όρος συνέχισε να χρησιμοποιείται στην καθομιλουμένη μέχρι τα τέλη του 20ου αι.
Το σελίνι της Ανατολικής Αφρικής χρησιμοποιήθηκε στις βρετανικές αποικίες και προτεκτοράτα της Βρετανικής Σομαλιλάνδης, της Κένυας, της Τανγκανίκας, της Ουγκάντας και της Ζανζιβάρης από το 1920, όταν αντικατέστησε τη ρουπία, έως ότου αυτές οι χώρες ανεξαρτητοποιήθηκαν, και στην Τανζανία μετά τη δημιουργία της χώρας (από τον συγχώνευση της Τανγκανίκας και της Ζανζιβάρης) το 1964. Μετά την ανεξαρτησία το 1960, το σελίνι της Ανατολικής Αφρικής στο κράτος της Σομαλιλάνδης (πρώην βρετανική Σομαλιλάνδη) και το Σομαλικό σομάλο στην επικράτεια της Σομαλίας (πρώην ιταλική Σομαλιλάνδη) αντικαταστάθηκαν από το σελίνι Σομαλίας. [9] Το κράτος της Σομαλιλάνδης, το οποίο στη συνέχεια ανέκτησε την ανεξαρτησία του το 1991 ως δημοκρατία της Σομαλιλάνδης, υιοθέτησε ως νόμισμά του το σελίνι Σομαλιλάνδης. [10]
Το 1966 η Νομισματική Ένωση της Ανατολικής Αφρικής διαλύθηκε και τα κράτη μέλη αντικατέστησαν τα νομίσματά τους με το σελίνι Κένυας, το σελίνι Ουγκάντας και το σελίνι Τανζανίας, αντίστοιχα. Αν και όλα αυτά τα νομίσματα έχουν διαφορετικές αξίες προς το παρόν, υπήρχαν σχέδια για την επανεισαγωγή του σελινίου της Ανατολικής Αφρικής ως νέο κοινό νόμισμα έως το 2009, αν και αυτό δεν έχει πραγματοποιηθεί.
Στις δεκατρείς βρετανικές αποικίες που αποτέλεσαν τις Ηνωμένες Πολιτείες το 1776, το βρετανικό χρήμα ήταν συχνά σε κυκλοφορία. Κάθε αποικία εξέδιδε το δικό της χαρτονόμισμα, με λίρες, σελίνια και πένες που χρησιμοποιούνται ως τυπικές λογιστικές μονάδες. Ορισμένα νομίσματα κόπηκαν στις αποικίες, όπως το σελίνι με το πεύκο στην αποικία του κόλπου της Μασαχουσέτης. Αφού οι Ηνωμένες Πολιτείες υιοθέτησαν το δολάριο ως νομισματική μονάδα και αποδέχτηκαν τον κανόνα του χρυσού, ένα βρετανικό σελίνι άξιζε 24 σεντ ΗΠΑ. Λόγω των συνεχιζόμενων ελλείψεων αμερικανικών νομισμάτων σε ορισμένες περιοχές, τα σελίνια συνέχισαν να κυκλοφορούν μέχρι τον 19ο αι. Τα σελίνια περιγράφονται ως η τυπική νομισματική μονάδα σε όλη την αυτοβιογραφία του Solomon Northup (1853) [11] και αναφέρονται αρκετές φορές στην ιστορία του Horatio Alger Jr. "Ragged Dick" (1868). [12] [13] Οι τιμές σε μια διαφήμιση του 1859 σε μια εφημερίδα του Σικάγο δίνονταν σε δολάρια και σε σελίνια. [14]
Στον Καναδά, τα νομίσματα £-s-d ήταν σε χρήση τόσο κατά τη γαλλική περίοδο (λίβρα της Νέας Γαλλίας) όσο και μετά τη βρετανική κατάκτηση (καναδική λίρα). Μεταξύ της δεκαετίας του 1760 και του 1840 στον Κάτω Καναδά, τόσο οι γαλλικές λίβρες (livres), όσο και οι βρετανικές λίβρες (pounds) συνυπήρχαν ως λογιστικές μονάδες, ενώ η γαλλική λίβρα ήταν κοντά σε αξία με το βρετανικό σελίνι. Κυκλοφόρησε μια ποικιλία νομισμάτων. Μέχρι το 1858, τέθηκε σε χρήση ένα δεκαδικό καναδικό δολάριο. Άλλα μέρη της Βρετανικής Βόρειας Αμερικής δεκαδικοποιήθηκαν λίγο αργότερα και η καναδική συνομοσπονδία το 1867 πέρασε τον έλεγχο του νομίσματος στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση.
Το σελίνι Σομαλίας είναι το επίσημο νόμισμα της Σομαλίας. Υποδιαιρείται σε 100 cents (aγγλικά), sent(i) (sομαλικά) ή centesimi (ιταλικά).
Το σελίνι Σομαλίας είναι το νόμισμα τμημάτων της Σομαλίας από το 1921, όταν το σελίνι της Ανατολικής Αφρικής εισήχθη στο πρώην βρετανικό προτεκτοράτο της Σομαλιλάνδης. Μετά την ανεξαρτησία το 1960, το σομαλό της ιταλικής Σομαλιλάνδης και το σελίνι της Ανατολικής Αφρικής (που ήταν ίσα σε αξία) αντικαταστάθηκαν ως το 1962 από το σελίνι Σομαλίας. Τα ονόματα που χρησιμοποιήθηκαν για τις ονομασίες ήταν cent, centesimo (πληθυντικός: centesimi) και sent (πληθυντικός: سنتيمات και سنتيما) μαζί με shillingι, scellino (πληθυντικός: scellini) και شلن.
Την ίδια χρονιά, η Banca Nazionale Somala εξέδωσε χαρτονομίσματα των 5, 10, 20 και 100 scelini/σελίνια. Το 1975, η Bankiga Qaranka Soomaaliyeed (Εθνική Τράπεζα της Σομαλίας) εισήγαγε χαρτονομίσματα για 5, 10, 20 και 100 shilin/σελίνια. Ακολούθησαν το 1978 χαρτονομίσματα των ίδιων ονομαστικών αξιών, που εκδόθηκαν από την Bankiga Dhexe Ee Soomaaliya (Κεντρική Τράπεζα της Σομαλίας). Το 1983 εισήχθησαν χαρτονομίσματα 50 shilin/σελίνια, ακολουθούμενα από 500 shilin/σελίνια το 1989 και 1000 shilin/σελίνια το 1990. Επίσης, το 1990 έγινε μια προσπάθεια μεταρρύθμισης του νομίσματος στο 100 προς 1, με νέα τραπεζογραμμάτια των 20 και 50 νέων σeλίνων να προετοιμάζονται για την μετονομασία. [15]
Μετά την κατάρρευση της κεντρικής εξουσίας που συνόδευσε τον εμφύλιο πόλεμο, που ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του 1990, η αξία του σελινίου της Σομαλίας διαταράχθηκε. Η Κεντρική Τράπεζα της Σομαλίας, η νομισματική αρχή της χώρας, έκλεισε επίσης τις εργασίες. Στη συνέχεια εμφανίστηκαν αντίπαλοι παραγωγοί του τοπικού νομίσματος, συμπεριλαμβανομένων αυτόνομων περιφερειακών οντοτήτων, όπως η επικράτεια της Σομαλιλάνδης.
Η νεοσυσταθείσα Μεταβατική Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση της Σομαλίας αναβίωσε την αδρανοποιημένη Κεντρική Τράπεζα της Σομαλίας στα τέλη της δεκαετίας του 2000. Όσον αφορά τη δημοσιονομική διαχείριση, η νομισματική αρχή βρίσκεται στη διαδικασία να αναλάβει το καθήκον τόσο της διαμόρφωσης, όσο και της εφαρμογής της νομισματικής πολιτικής. [16] Λόγω της έλλειψης εμπιστοσύνης στο σελίνι Σομαλίας, το δολάριο ΗΠΑ είναι ευρέως αποδεκτό ως μέσο συναλλαγής μαζί με το σελίνι Σομαλίας. Παρά το δολάριο, η μεγάλη έκδοση του σελινίου της Σομαλίας έχει τροφοδοτήσει όλο και περισσότερο τις αυξήσεις των τιμών, ειδικά για συναλλαγές χαμηλής αξίας. Αυτό το πληθωριστικό περιβάλλον, ωστόσο, αναμένεται να λήξει μόλις η Κεντρική Τράπεζα αναλάβει τον πλήρη έλεγχο της νομισματικής πολιτικής και αντικαταστήσει το τρέχον κυκλοφορούν νόμισμα, που εισάγει ο ιδιωτικός τομέας. [16]
Το σελίνι της Σομαλιλάνδης είναι το επίσημο νόμισμα της Σομαλιλάνδης, μιας αυτοαποκαλούμενης δημοκρατίας που αναγνωρίζεται διεθνώς ως αυτόνομη περιοχή της Σομαλίας. [17] Το νόμισμα δεν αναγνωρίζεται ως νόμιμο χρήμα από τη διεθνή κοινότητα και επί του παρόντος δεν έχει επίσημη ισοτιμία. Ρυθμίζεται από την Bank of Somaliland, την κεντρική τράπεζα της Σομαλιλάνδης. Αν και οι αρχές στη Σομαλιλάνδη προσπάθησαν να απαγορεύσουν τη χρήση του σελινίου της Σομαλίας, το επίσημο νόμισμα της Σομαλίας εξακολουθεί να κυκλοφορεί σε ορισμένες περιοχές. [18]
Σε άλλα μέρη της πρώην Βρετανικής Αυτοκρατορίας, οι μορφές της λέξης σελίνι παραμένουν σε άτυπη χρήση. Στο Βανουάτου και στα νησιά του Σολομώντα, το selen χρησιμοποιείται στα Bislama και Pijin για να σημαίνει "χρήματα". Στη Μαλαισία, syiling (προφέρεται σαν σίλινγκ) σημαίνει "νόμισμα". Στην Αίγυπτο και την Ιορδανία το shillin (αραβικά: شلن) ισούται με 1/20 (πέντε κιρς — αραβικά: قرش, αγγλικά: piastres, ie. γρόσια) της αιγυπτιακής λίρας ή του δηναρίου Ιορδανίας. Στο Μπελίζ, ο όρος σελίνι χρησιμοποιείται συνήθως για να αναφέρεται σε 25 σεντ.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.