From Wikipedia, the free encyclopedia
Η Ένατη Σταυροφορία, [1] μερικές φορές αποκαλείται και Σταυροφορία του δούκα Εδουάρδου, [2] ήταν μία στρατιωτική αποστολή στους Αγίους Τόπους υπό την εντολή του Εδουάρδου δούκα της Γασκώνης (μελλοντικού βασιλιά της Αγγλίας Εδουάρδου Α΄) το 1271–1272. Ήταν μία προέκταση της Η΄ Σταυροφορίας και ήταν η τελευταία από τις Σταυροφορίες που έφτασαν στους Αγίους Τόπους, πριν η πτώση της Άκρας το 1291 τερματίσει τη μόνιμη παρουσία των σταυροφόρων εκεί.
Κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων της Θ΄ Σταυροφορίας ο Εδουάρδος συγκρούστηκε με τον Μπαϊμπάρς· και οι δύο επέτυχαν περιορισμένες νίκες. Οι σταυροφόροι τελικά αναγκάστηκαν να αποσυρθούν, αφού ο Εδουάρδος είχε έντονα προβλήματα στην πατρίδα του και ένιωθε ανήμπορος να επιλύσει τις εσωτερικές συγκρούσεις στα εναπομείναντα υπερπόντια εδάφη. Είναι αδιαμφισβήτητο ότι το σταυροφορικό πνεύμα είχε σχεδόν εξαφανιστεί και αυτή την περίοδο. [3] Προειδοποίησε επίσης την επικείμενη κατάρρευση των τελευταίων εναπομείναντων προπυργίων των σταυροφόρων κατά μήκος της ακτής της Μεσογείου.
Μετά τη νίκη των Μαμελούκων επί των Μογγόλων το 1260 στη μάχη του Αϊν Ζαλούτ από τον Κουτούζ και τον στρατηγό του Μπαϊμπάρς, ο Κουτούζ δολοφονήθηκε, αφήνοντας τον Μπαϊμπάρς να διεκδικήσει το σουλτανάτο για τον εαυτό του. Ως σουλτάνος, ο Μπαϊμπάρς προχώρησε σε επίθεση στους Χριστιανούς σταυροφόρους στα Αρσούφ, Άθλιθ, Χάιφα, Σαφάντ, Γιάφα, Ασκαλών και Καισάρεια. Καθώς οι πόλεις-φρούρια των σταυροφόρων έπεφταν μία προς μία, οι Χριστιανοί ζήτησαν συνδρομή από την Ευρώπη, αλλά η επικουρία αργούσε.
Το 1268 ο Μπαϊμπάρς κατέλαβε την Αντιόχεια, καταστρέφοντας έτσι το τελευταίο κατάλοιπο του πριγκιπάτου της Αντιόχειας, εξασφαλίζοντας το βόρειο μέτωπο των Μαμελούκων και απειλώντας τη μικρή κομητεία των σταυροφόρων της Τρίπολης. Με βασιλική και παπική έγκριση, ο Εδουάρδος «έλαβε τον σταυρό» στις 24 Ιουνίου 1268. [4] Ο Λουδοβίκος Θ΄ της Γαλλίας οργάνωσε έναν μεγάλο σταυροφορικό στρατό, με σκοπό να επιτεθεί στην Αίγυπτο, αλλά τελικά τον οδήγησε στην Τύνιδα. Ο ίδιος ο Λουδοβίκος Θ΄ απεβίωσε εκεί το 1270. Είχε δανείσει στον Εδουάρδο 70.000 λίβρες τουρνουά για τη Σταυροφορία του. [5]
Ο Εδουάρδος και ο αδελφός του Εδμόνδος ετοίμασαν μία αποστολή, για να ενωθούν με τον Λουδοβίκο Θ΄ στην Τύνιδα, αλλά καθυστέρησαν αρκετές φορές το καλοκαίρι του 1270, επειδή ο πατέρας τους βασιλιάς Ερρίκος Γ΄ της Αγγλίας δεν μπορούσε να αποφασίσει αν θα συμμετάσχει ή όχι. Με την υπόδειξη των συμβούλων του, επέλεξε να μείνει στην Αγγλία και οι σταυροφόροι ξεκίνησαν χωρίς αυτόν από το Ντόβερ στις 20 Αυγούστου. [6]
Ο Εδουάρδος ταξίδεψε αργά στη Γαλλία και έφθασε στο Αιγκ-Μορτ, το ίδιο λιμάνι από το οποίο είχε ξεκινήσει ο Λουδοβίκος Θ΄ στα τέλη Σεπτεμβρίου (έναν μήνα αργότερα από το αναμενόμενο). [5] Πήγε από εκεί στη Σαρδηνία όπου περίμενε ένα μήνα, πριν περάσει στην Τύνιδα όπου έφτασε στις 10 Νοεμβρίου, πολύ αργά για μάχη. [6] Στην πραγματικότητα, η συνθήκη της Τύνιδας -που έληξε τη Σταυροφορία- είχε υπογραφεί στις 30 Οκτωβρίου. Παρόλο που ο Εδουάρδος δεν έπαιξε κανέναν ρόλο στη διαπραγμάτευση, η συνθήκη υποχρέωσε τους υπογράφοντες -τον Φίλιππο Γ΄ της Γαλλίας, τον Κάρολο Α΄ της Σικελίας και τον Θεοβάλδο Β΄ της Ναβάρας- να εμποδίσουν τον Εδουάρδο να επιτεθεί στην Τύνιδα. Ο Εδουάρδος αποκλείστηκε επίσης να λάβει μέρος της αποζημίωσης που καταβλήθηκε στους σταυροφόρους, ένεκα της αποχώρησής του. [7]
Στις 18 Νοεμβρίου ο Κάρολος Α΄ παραχώρησε στον Εδουάρδο μία ασφαλή διαμονή, που του επέτρεπε να μείνει στη Σικελία ενώ σκεφτόταν τα επόμενα βήματά του. [6] Παρόλο που οι άλλοι σταυροφόροι αποφάσισαν ο καθένας να επιστρέψει στο σπίτι του, ο Εδουάρδος επέλεξε να συνεχίσει τον δρόμο προς τους Αγίους Τόπους, για να βοηθήσει τον Βοημούνδο ΣΤ΄ πρίγκιπα της Αντιόχειας και κόμη της Τρίπολης, ενάντια στην απειλή των Μαμελούκων για το εναπομείναν βασίλειο της Ιερουσαλήμ. Στις 9 Μαΐου 1271 ο Εδουάρδος έφτασε τελικά στην Άκρα [8] με στόλο οκτώ ιστιοφόρων και τριάντα γαλέρες. [9] Έφερε ένα μικρό -αλλά όχι ασήμαντο- απόσπασμα από 1.000 άνδρες, συμπεριλαμβανομένων 225 ιπποτών. [10] [11]
Ο Εδουάρδος έφτασε στην Άκρα, ενώ η πόλη ήταν ακόμη υπό πολιορκία. Η άφιξή του έκανε τον Μπαϊμπάρς να αλλάξει τα σχέδιά του και να απομακρυνθεί από την Άκρα. [8] Εν τω μεταξύ ο Εδουάρδος ανακάλυψε ότι οι Βενετοί είχαν ένα ανθηρό εμπόριο με τους Μαμελούκους, παρέχοντας στους τελευταίους ξυλεία και μέταλλα που χρειάζονταν για τον οπλισμό. Επιπλέον έλεγχαν το εμπόριο σκλάβων μαζί με τους Γενουάτες, στο οποίο μετέφεραν Τούρκους και Τατάρους σκλάβους από τα λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας στην Αίγυπτο. Ωστόσο δεν μπορούσε να αποτρέψει τέτοιες επιχειρήσεις, καθώς αυτοί είχαν άδειες από το Υψηλή Αυλή της Άκρας. [12]
Οι δυνάμεις υπό την εντολή του Εδουάρδου ήταν πολύ μικρές, για να αντιμετωπίσουν τους Μαμελούκους σε μία ευθεία μάχη, μη μπορώντας καν να εμποδίσουν τους Μαμελούκους να καταλάβουν το κοντινό Τευτονικό κάστρο Μονφόρ. Συμφώνησαν να ξεκινήσουν μία σειρά επιδρομών, που περιγράφονται από μερικούς συγγραφείς της εποχής ως «στρατιωτικοί περίπατοι». [13] Αφού κατέλαβε τη Ναζαρέτ με επίθεση και εκτέλεσε τους κατοίκους της με σπαθί, [14] ο Εδουάρδος επιτέθηκε στον Σαιν Ζωρζ-ντε-Λεμπέιν (Nτέιρ αλ-Άσαντ), αλλά επέτυχε λίγα περισσότερα από το να κάψει μερικά σπίτια και καλλιέργειες, καθώς και να χάσει μερικούς άνδρες από τη ζέστη.
Αργότερα η άφιξη πρόσθετων δυνάμεων από την Αγγλία και τον Ούγο Γ΄ της Κύπρου, υπό τη διοίκηση τού μικρότερου αδελφού τού Εδουάρδου Εδμόνδου, ενθάρρυνε τον Εδουάρδο. Ξεκίνησε μία μεγαλύτερη επιδρομή με την υποστήριξη των Ναϊτών, Ιωαννιτών και Tευτόνων ιπποτών στην πόλη Κακούν. Οι Σταυροφόροι αιφνιδίασαν μία μεγάλη δύναμη Τουρκομάνων (κυρίως νομάδων βοσκών), σκοτώνοντας σύμφωνα με πληροφορίες 1.500 από αυτούς και πήραν 5.000 ζώα ως λάφυρα. Αυτοί οι Τουρκομάνοι ήταν πιθανώς σχετικά νέες προσθήκες στον στρατό του Μπαϊμπάρς· είχαν ενσωματωθεί το 1268 και τους είχαν δοθεί άλογα, τίτλοι και εδάφη σε αντάλλαγμα για στρατιωτική υπηρεσία, μετά τις μεταναστεύσεις των Τουρκομάνων που είχαν ακολουθήσει τις επιδρομές των Μογγόλων. [15] Μουσουλμανικές πηγές αναφέρουν έναν εμίρη ως νεκρό και έναν τραυματία κατά τη διάρκεια αυτής της επιδρομής. Επιπλέον ο μουσουλμάνος διοικητής τού κάστρου αναγκάστηκε να το εγκαταλείψει. Ωστόσο ο Εδουάρδος δεν πήρε το ίδιο το κάστρο και υποχώρησε, πριν ο Μπαϊμπάρς μπορέσει να απαντήσει στρατιωτικά, καθώς ο σουλτάνος ήταν με τον κύριο στρατό του στο Χαλέπιο εκείνη τη στιγμή, φρουρώντας το από την επιδρομή των Μογγόλων. [16]
Τον Δεκέμβριο του 1271 ο Εδουάρδος και τα στρατεύματά του είχαν κάποια δράση, όταν απέκρουσαν την επίθεση του Μπαϊμπάρς στην πόλη της Άκρας. [13] Ο Μπαϊμπάρς εγκατέλειψε τελικά την πολιορκία του στην Τρίπολη, αλλά ο ακριβής λόγος δεν είναι γνωστός. Πηγές της εποχής αναφέρουν, ότι οι επιθέσεις του Εδουάρδου στις εσωτερικές γραμμές του Μπαϊμπάρς τον ανάγκασαν να εγκαταλείψει την πολιορκία. Μερικοί σύγχρονοι παρατηρητές απορρίπτουν αυτή την ερμηνεία, λέγοντας ότι αντίθετα την εγκατέλειψε για να αποφύγει την υπερβολική έκθεση προς μία κατεύθυνση, λόγω έλλειψης γνώσης του σχετικά με τις πραγματικές δυνατότητες των Σταυροφόρων. [17] [18]
Από τη στιγμή που ο Eδουάρδος έφτασε στην Άκρα, έκανε κάποιες προσπάθειες να σχηματίσει μία Γαλλο-Μογγολική συμμαχία, στέλνοντας πρεσβεία στον Μογγόλο ηγεμόνας της Περσίας Aμπαγκά, εχθρό των μουσουλμάνων. Επικεφαλής της πρεσβείας ήταν οι Ρεζινάλ Ροσέλ, Γκοντφρουά του Βως και Τζον του Πάρκερ, και η αποστολή της ήταν να λάβουν στρατιωτική υποστήριξη από τους Μογγόλους. [19] Σε απάντηση με ημερομηνία 4 Σεπτεμβρίου 1271, ο Αμπαγκά συμφώνησε για συνεργασία και ρώτησε σε ποια ημερομηνία θα έπρεπε να πραγματοποιηθεί η συντονισμένη επίθεση στους Μαμελούκους. [20]
Στα τέλη Οκτωβρίου 1271 ένας μογγολικός στρατός έφτασε στη Συρία. Ωστόσο ο Αμπαγκά, που ήταν απασχολημένος από άλλες συγκρούσεις στο Τουρκεστάν, μπορούσε να στείλει μόνο 10.000 ιππείς υπό τον στρατηγό Σαμαγκάρ, μία δύναμη που αποτελείτο από τον στρατό κατοχής στη Σελτζουκική Ανατολία και βοηθητικά στρατεύματα Σελτζούκων. Παρά τη σχετικά μικρή δύναμη, η άφιξή τους προκάλεσε μία διαφυγή μουσουλμανικών πληθυσμών -που θυμήθηκαν τις προηγούμενες εκστρατείες του Κιτμπουγκά- μέχρι νότια, ως το Κάιρο. Οι Μογγόλοι νίκησαν τα στρατεύματα Τουρκομάνων, που προστάτευαν το Χαλέπιο και έκαναν επιδρομές προς τα νότια, πράγμα που έκανε τις άλλες φρουρές να διαφύγουν στη Χάμα, και καταστρέφοντας τα εδάφη μέχρι την Απάμεια. Αλλά οι Μογγόλοι δεν έμειναν, και όταν ο ηγέτης των Mαμελούκων Μπαϊμπάρς ξεκίνησε αντεπίθεση από την Αίγυπτο στις 12 Νοεμβρίου, οι Μογγόλοι είχαν ήδη υποχωρήσει πέρα από τον Ευφράτη, φορτωμένοι με λάφυρα. [21] [22]
Στο μεταξύ ο Μπαϊμπάρς υποψιάστηκε ότι θα υπήρχε συνδυασμένη επίθεση ξηράς-θαλάσσης στην Αίγυπτο. Νιώθοντας τη θέση του να απειλείται αρκετά, προσπάθησε να αποτρέψει έναν τέτοιο ελιγμό με την κατασκευή ενός στόλου. Έχοντας ολοκληρώσει την κατασκευή του στόλου, αντί να επιτεθεί απευθείας στον στρατό των σταυροφόρων, ο Μπαϊμπάρς προσπάθησε να αποβιβαστεί στην Κύπρο το 1271, ελπίζοντας να αποσύρει τον Ούγο Γ΄ της Κύπρου, τον τυπικό βασιλιά της Ιερουσαλήμ, και τον στόλο του από την Άκρα. Ο στόχος του Μπαϊμπάρς ήταν να κατακτήσει το νησί, αφήνοντας τον Εδουάρδο και τον σταυροφορικό στρατό απομονωμένους στους Αγίους Τόπους. Μεταμφίεσε 17 πολεμικές γαλέρες σε χριστιανικά σκάφη και επιτέθηκε στη Λεμεσό. Ωστόσο στη ναυτική εκστρατεία που ακολούθησε, ο στόλος καταστράφηκε στα παράλια της Λεμεσού και οι στρατοί του Μπαϊμπάρς αναγκάστηκαν να επιστρέψουν. [23] [24]
Μετά από αυτή τη νίκη, ο Εδουάρδος συνειδητοποίησε, ότι για να δημιουργηθεί μια δύναμη ικανή να ανακαταλάβει την Ιερουσαλήμ, θα ήταν απαραίτητο να τερματιστεί η εσωτερική αναταραχή στο χριστιανικό κράτος και έτσι μεσολάβησε μεταξύ του Ούγου Γ΄ και των μη ενθουσιωδών ιπποτών του από την οικογένεια Ιμπελέν της Κύπρου. Παράλληλα με τη διαμεσολάβηση, ο Εδουάρδος και ο Ούγος Γ΄ άρχισαν να διαπραγματεύονται μία ανακωχή με τον Μπαϊμπάρς: επιτεύχθηκε συμφωνία 10 ετών, 10 μηνών και 10 ημερών τον Μάιο του 1272 στην Καισάρεια. [25] Σχεδόν αμέσως ο Εδμόνδος αναχώρησε για την Αγγλία, ενώ ο Εδουάρδος έμεινε να δει αν η συνθήκη θα διατηρηθεί. Τον επόμενο μήνα έγινε απόπειρα δολοφονίας του Εδουάρδου. Υπάρχουν αρκετές εκδοχές, για το ποιος έστειλε τον δολοφόνο. Σύμφωνα με διάφορες εκδοχές, ο δολοφόνος στάλθηκε από τον εμίρη της Ράμλας ή από τον Μπαϊμπάρς. Μερικοί θρύλοι λένε επίσης ότι ο δολοφόνος στάλθηκε από τον ηγέτη των Ασασίνων, τον "Γέρο του βουνού". Ο Εδουάρδος σκότωσε τον δολοφόνο, αλλά είχε λάβει μία πληγή από ένα δηλητηριασμένο στιλέτο, πράγμα που καθυστέρησε περαιτέρω την αναχώρηση τού ίδιου τού Εδουάρδου. [26] Τον Σεπτέμβριο του 1272 ο Εδουάρδος αναχώρησε από την Άκρα για τη Σικελία και, ενώ ανάρρωνε στο νησί, έλαβε πρώτα είδηση για το τέλος του γιου του Ιωάννη, και στη συνέχεια λίγους μήνες αργότερα είδηση για το τέλος του πατέρα του, Ερρίκου Γ΄ της Αγγλίας. Το 1273 ο Εδουάρδος ξεκίνησε το ταξίδι του προς την πατρίδα μέσω της Ιταλίας, της Γασκώνης και του Παρισιού. Ο Εδουάρδος έφτασε τελικά στην Αγγλία στα μέσα του 1274 και στέφθηκε βασιλιάς της στις 19 Αυγούστου 1274.
Ο Εδουάρδος συνοδευόταν από τον Θεοβάλδο Βισκόντι, ο οποίος έγινε ο πάπας Γρηγόριος Ι΄ το 1271. [27] Ο Γρηγόριος Ι΄ ζήτησε μία νέα σταυροφορία στη σύνοδο της Λυών το 1274, αλλά τίποτε δεν προέκυψε από αυτό. Εν τω μεταξύ νέες ρωγμές προέκυψαν μέσα στα χριστιανικά κράτη, όταν ο Κάρολος Α΄ της Σικελίας εκμεταλλεύτηκε μία διαμάχη μεταξύ του Ούγου Γ΄, των Ναϊτών Ιπποτών και των Βενετών, προκειμένου να θέσει υπό έλεγχο το εναπομείναν Χριστιανικό κράτος. Αφού δηλ. αγόρασε τις αξιώσεις της Μαρίας της Αντιόχειας για το βασίλειο της Ιερουσαλήμ, επιτέθηκε στον Ούγο Γ΄, προκαλώντας εμφύλιο πόλεμο στο βασίλειο. Το 1277 ο Ρογήρος του Σαν Σεβερίνο κατέλαβε την Άκρα για τον Κάρολο Α΄.
Αν και ο εσωτερικός πόλεμος στις τάξεις των σταυροφόρων ήταν εξουθενωτικός, έδωσε την ευκαιρία σε έναν μόνο διοικητή να πάρει τον έλεγχο της Σταυροφορίας στο πρόσωπο του Κάρολου Α¨. Ωστόσο αυτή η ελπίδα διαψεύστηκε, όταν η Βενετία πρότεινε μία Σταυροφορία να κληθεί όχι εναντίον των Μαμελούκων, αλλά εναντίον της Κωνσταντινούπολης, όπου ο Μιχαήλ Η´ Παλαιολόγος είχε πρόσφατα αποκαταστήσει την Κωνσταντινούπολη και έδιωξε τους Βενετούς. Ο πάπας Γρηγόριος Ι΄ δεν θα υποστήριζε μία τέτοια επίθεση, αλλά το 1281 ο πάπας Μαρτίνος Δ΄ έδωσε τη συγκατάθεσή του. Το φιάσκο που ακολούθησε, έκανε να οδηγηθούν τα πράγματα στον Σικελικό Εσπερινό στις 31 Μαρτίου 1282, υποκινούμενο από τον Μιχαήλ Η΄, και ο Κάρολος αναγκάστηκε να επιστρέψει στην πατρίδα του. Αυτή ήταν η τελευταία αποστολή, που ξεκίνησε εναντίον των Βυζαντινών στην Ευρώπη ή των Μουσουλμάνων στους Αγίους Τόπους.
Τα υπόλοιπα εννέα χρόνια έγινε αύξηση των απαιτήσεων από τους Μαμελούκους, συμπεριλαμβανομένου του φόρου υποτέλειας, καθώς και αυξημένος διωγμός των προσκυνητών, όλα σε αντίθεση με την εκεχειρία. Το 1289 ο σουλτάνος Καλαβούν συγκέντρωσε έναν μεγάλο στρατό και επιτέθηκε στα υπολείμματα της κομητείας της Τρίπολης. Τελικά πολιόρκησε την πρωτεύουσα και την πήρε, μετά από μία αιματηρή επίθεση, ολοκληρώνοντας την άλωση της Τρίπολης. Ωστόσο η επίθεση στην Τρίπολη ήταν ιδιαίτερα καταστροφική για τους Μαμελούκους, καθώς η Χριστιανική αντίσταση μεγεθύνθηκε από τον φανατισμό και ο Καλαβούν έχασε τον μεγαλύτερο και ικανότερο γιο του στην εκστρατεία. Περίμενε άλλα δύο χρόνια για να ανασυντάξει τις δυνάμεις του.
Το 1275 ο Aμπακά έστειλε έναν αγγελιοφόρο στον Eδουάρδο με μία επιστολή. Ο Αμπακά ζήτησε από τον Εδουάρδο να κινητοποιηθεί για μία άλλη Σταυροφορία, λέγοντας ότι θα μπορούσε να προσφέρει περισσότερη βοήθεια αυτή τη φορά. Ο Εδουάρδος έγραψε το ίδιο έτος, ευχαριστώντας τον Αμπακά για τη βοήθειά του στην Θ΄ Σταυροφορία, σημειώνοντας παράλληλα την αγάπη του για τον Χριστιανισμό. Είπε ότι δεν ήξερε πότε θα υπάρξει άλλη σταυροφορία, αλλά ανυπομονούσε να επιστρέψει στους Αγίους Τόπους και θα ενημέρωνε την Αμπακά, εάν ο πάπας ξεκινούσε άλλη. Η επιστολή ήταν σχεδόν σίγουρα τυπική, καθώς ο Εδουάρδος δεν έκανε καμία προετοιμασία για άλλη Σταυροφορία. Το 1276 ένας άλλος απεσταλμένος στάλθηκε στον Εδουάρδο με το ίδιο μήνυμα, με ένα επιπλέον μήνυμα συγγνώμης για τη μη ουσιαστική παρέμβαση το 1271. [28]
Το 1291 μία ομάδα προσκυνητών από την Άκρα δέχτηκε επίθεση και σε αντίποινα σκότωσε δεκαεννέα μουσουλμάνους εμπόρους σε ένα συριακό καραβάνι. Ο Καλαβούν απαίτησε οι κάτοικοι της Άκρας να καταβάλουν έκτακτο ποσό ως αποζημίωση. Όταν δεν ήρθε καμία απάντηση, ο σουλτάνος το χρησιμοποίησε ως πρόσχημα για να πολιορκήσει την Άκρα και να καταλάβει το τελευταίο αυτό ανεξάρτητο κράτος των Σταυροφόρων, που κατείχε τους Αγίους Τόπους. Ο Καλαβούν απεβίωσε κατά τη διάρκεια της πολιορκίας, αφήνοντας τον Χαλίλ, το μοναδικό επιζόν μέλος της οικογένειάς του, ως σουλτάνο των Μαμελούκων. Με την κατάληψη της Άκρας, τα σταυροφορικά κράτη -εκτός από την Κύπρο- έπαψαν να υπάρχουν. Το κέντρο εξουσίας των Σταυροφόρων μεταφέρθηκε βόρεια, στην Ταρτούς και τελικά μακριά από τις ακτές της Κύπρου. Το 1299 ένας μογγολικός στρατός με επικεφαλής τον Γκαζάν Χαν οδήγησε μία σειρά επιτυχημένων επιδρομών, εναντίον των Μαμελούκων σε μία περιοχή βορειοανατολικά της Χομς μέχρι νότια ως τη Γάζα. Τελικά αποχώρησε από τη Συρία το 1300. Οι Μογγόλοι και το βασίλειο της Μικρής Αρμενίας (Κιλικίας) οδήγησαν μία άλλη εκστρατεία για την ανακατάληψη της Συρίας, αλλά σύντομα ηττήθηκαν από τους Μαμελούκους στη μάχη του Σαχάμπ το 1303. Το τελευταίο υπολειπόμενο έδαφος στους Αγίους Τόπους, το νησί Ρουάντ, χάθηκε μέχρι το 1303. Η περίοδος των Σταυροφοριών προς τους Αγίους Τόπους είχε λήξει, 208 χρόνια μετά την έναρξη της Α΄ Σταυροφορίας.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.