πόλη της Τουρκίας From Wikipedia, the free encyclopedia
Η Αλάγια ή Αλάνια (τουρκικά: Alanya, αρχαία ελληνικά: Κορακήσιον) είναι παραθαλάσσιο τουριστικό θέρετρο της Τουρκίας, πόλη και περιφέρεια στην επαρχία Αττάλειας, στο διαμέρισμα Μεσογείου. Η πόλη απέχει από την Αττάλεια 138 χιλιόμετρα. Η περιφέρεια το 2012 είχε 264.692 κατοίκους, ενώ η πόλη αυτή καθέ αυτή είχε 104.573 κατοίκους. Είναι μέρος της Τουρκικής Ριβιέρας.
Αλάνγια | ||
---|---|---|
| ||
Χώρα | Τουρκία[1] | |
Διοικητική υπαγωγή | Επαρχία Αττάλειας[1] | |
Ίδρυση | 1872 | |
Έκταση | 1.598,51 km² | |
Πληθυσμός | 364.180 (2022) | |
Ταχ. κωδ. | 07400 | |
Ζώνη ώρας | UTC+03:00 | |
Ιστότοπος | Επίσημος ιστότοπος | |
Σχετικά πολυμέσα | ||
Εξαιτίας της στρατηγικής της θέσης σε μια μικρή χερσόνησο στη Μεσόγειο κάτω από την οροσειρά του Ταύρου, η Αλάγια ήταν σημαντική οχυρή θέση για πολλές αυτοκρατορίες της Μεσογείου, συμπεριλαμβανομένων των Πτολεμαίων, των Σελευκιδών, των Ρωμαίων, των Βυζαντινών και των Οθωμανών. Η Αλάγια απέκτησε τη μέγιστη πολιτική σημασία της κατά τον Μεσαίωνα, με το Σελτζουκικό Σουλτανάτο του Ρουμ υπό την εξουσία του Αλαεντίν Καϊκουμπάντ Α΄, από τον οποίο η πόλη πήρε το σύγχρονο όνομά της. Πολλά από τα αξιοθέατα της πόλης, όπως ο Κιζίλ Κουλέ (Κόκκινος Πύργος), ο ταρσανάς το κάστρο, χτίστηκαν κατά τη διάρκεια της εξουσίας του.
Το μεσογειακό κλίμα, τα φυσικά αξιοθεάτα και η ιστορική κληρονομιά της καθιστούν την Αλάνια ένα δημοφιλή τουριστικό προορισμό, ο οποίος αποτελεί το 9% του τουριστικού τομέα της χώρας και το 30% των αγορών ιδιοκτησίας από ξένους. Ο τουρισμός άρχισε να αναπτύσσεται μετά το 1958 και έχει γίνει η κυρίαρχη βιομηχανία της πόλης, με αποτελέσμα την επακόλουθη αύξηση του πληθυσμού της πόλης.
Ευρήματα στην κοντινή σπηλιά Καραΐν δείχνουν ότι κατοικείται από την παλαιολιθική εποχή, από το 20.000 π.Χ.,[2] και αρχαιολογικά στοιχεία δείχνουν μια πόρτα υπήρχε στο Σγιέντρα, νότια της σύγχρονης πόλης, κατά τη διάρκεια της Εποχής του Χαλκού γύρω στο 3000 π.Χ..[3] Μια πινακίδα στη φοινικική γλώσσα που βρέθηκε στην περιοχή χρονολογείται από το 625 π.Χ., και η πόλη αναφέρεται σε ένα αρχαιοελληνικό χειρόγραφο γεωγραφίας του 4ου αιώνα π.Χ., το «Περίπλους του Ψευδο-Σκύλακα».[2] Ο βράχος στον οποίο βρίσκεται το κάστρο πιθανότατα κατοικήθηκε την περίοδο των Χετταίων και των Αχαιμενιδών αυτοκρατόρων και οχυρώθηκε για πρώτη φορά κατά την Ελληνιστική περίοδο, μετά την κατάκτηση της περιοχής από τον Μέγα Αλέξανδρο.[4] Οι διάδοχοι του Μεγάλου Αλεξάνδρου άφησαν την περιοχή στον Πτολεμαίο Α΄ Σωτήρα μετά το 323 π.Χ.. Η δυναστεία του διατήρησε χαλαρό έλεγχο επί του, κυρίως Ισαυρικού, πληθυσμού, και το λιμάνι έγινε ένα δημοφιλές καταφύγιο για τους πειρατές της Μεσογείου.[5] Η πόλη αντιστάθηκε στον Αντίοχο Γ΄ τον Μέγα του γειτονικού βασιλείου των Σελευκιδών το 199 π.Χ., αλλά ήταν πιστή στον πειρατή Διόδοτο Τρύφωνα, όταν κατέλαβε το στέμμα των Σελευκιδών τη περίοδο 142-138 π.Χ.. Ο αντίπαλός του Αντίοχος Ζ΄ Σιδήτης ολοκλήρωσε τις εργασίες που άρχισαν από τον Διόδοτο, πάνω σε ένα νέο κάστρο και το λιμάνι το 137 π.Χ..[6]
Η Ρωμαϊκή Δημοκρατία πολέμησε τους Κίλικες πειρατές το 102 π.Χ., όταν ο Μάρκος Αντώνιος ο ρήτορας εγκατέστησε έναν ανθύπατο στην κοντινή Σίδη, ενώ το 78 π.Χ. ο Σερβίλιος Βατίας προσπάθησε να ελέγξει τις ισαυρικές φυλές.[7] Η περίοδος της πειρατείας στην Αλάνια (τότε Κορακήσιον) τελικά έληξε μετά την ενσωμάτωση της πόλης στην επαρχία Παμφυλίας από τον Πομπήιο το 67 π.Χ., με τη ναυμαχία του Κορακήσιου να λαμβάνει χώρα στο λιμάνι της πόλης.[8] Οι Ίσαυροι ληστές παρέμειναν ένα ζήτημα, και οι φυλές επαναστάτησαν κατά τον τέταρτο και πέμπτο αιώνα μ.Χ., με τη μεγαλύτερη εξέγερση να λαμβάνει χώρα τη περίοδο 404-408.[9] Μετά την κατάρρευση και διάσπαση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, η πόλη παρέμεινε υπό βυζαντινή επιρροή, και έγινε έδρα του βοηθού επισκόπου της Σίδης, η οποία υπαγόταν στη μητρόπολη της Παμφυλίας.[10] Το Ισλάμ έφτασε τον 7ο αιώνα με τους Άραβες επιδρομές, με αποτέλεσμα την κατασκευή νέων οχυρώσεων.[2] Το 681 σηματοδότησε το τέλος της επισκοπής στην Αλάγια, αν και ο όσιος Πέτρος της Ατρώας μπορεί να είχε καταφύγει εδώ από τις εικονοκλαστικές διώξεις στις αρχές του 9ου αιώνα.[10][11] Μετά τη μάχη του Μαντζικέρτ το 1071 η περιοχή πέρασε στο έλεγχο των Σελτζούκων Τούρκων, μόνο για να επιστρέψει στους Βυζαντινούς το 1120 υπό τον Ιωάννη Β΄ Κομνηνό.[12]
Μετά την επίθεση της Τέταρτης Σταυροφορίας κατά των Βυζαντινών, το χριστιανικό Αρμενικό Βασίλειο της Κιλικίας κατείχε ανά διαστήματα το λιμάνι, και ήταν από έναν Αρμένιο, τον Κιρ Φαρντ, από τον οποίο οι Τούρκοι πήραν τον έλεγχο της πόλης το 1221, όταν ο Σελτζούκος σουλτάνος Αλαεντίν Καϊκουμπάντ την κατέλαβε και ανέθεσε την κυβέρνηση του Ακσεχίρ στο πρώην κυβερνήτη, του οποίου τη κόρη παντρεύτηκε.[13] Κατά τη κυριαρχία των Σελτζούκων η πόλη γνώρισε τη χρυσή εποχή της, και μπορεί να θεωρηθεί η χειμερινή πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας τους.[14] Οικοδομικά έργα, συμπεριλαμβανομένων του κάστρου, των τειχών της πόλης, του οπλοστασίου και του Κιζίλ Κουλέ, την κατέστησαν ένα σημαντικό λιμάνι στη Δυτική Μεσόγειο, ιδιαίτερα στο εμπόριο με τους Αγιουβίδες της Αιγύπτου και τις ιταλικές πόλεις-κράτη.[15] Ο Αλαεντίν Καϊκουμπάντ κατασκεύασε επίσης πολυάριθμους κήπους και περίπτερα έξω από τα τείχη, και πολλά από τα έργα του είναι ακόμη και σήμερα ορατά στην πόλη. Αυτά πιθανόν χρηματοδοτήθηκαν από το προσωπικό ταμείο του και από τους τοπικούς εμίρηδες και κατασκευάστηκαν από τον ανάδοχο Αμπού Αλί αλ-Καττανί αλ-Χαλαμπί.[4] Ο γιος του Αλαεντίν Καϊκουμπάντ, ο Σουλτάνος Γιγιασεντίν Κεϊχιουσρέβ Β΄, κατασκεύασε μια νέα δεξαμενή το 1240.[16]
Στη μάχη του Κιοσέ Νταγ το 1242, οι ορδές των Μογγόλων έσπασαν την ηγεμονία των Σελτζούκων στη Μικρά Ασία. Η Αλάνγια τότε υπέστη μια σειρά εισβολών από τους Τουρκομάνους μπέηδες. Το 1293, η δυναστεία των Καραμανιδών κατέλαβε την πόλη, αλλά και η κυριαρχία τους ήταν διαλείπουσα.[17] Οι Λουζινιάνοι από τη Κύπρο ανέτρεψαν για μικρό χρονικό διάστημα τους τότε κυβερνόντες Χαμιδίδες το 1371.[18] Οι Καραμανίδες πούλησαν την πόλη το 1427 για 5.000 χρυσά κέρματα στους Μαμελούκους της Αιγύπτου και το 1471 ενσωματώθηκε από το στρατηγό Γκεντίκ Αχμέντ Πασά στην αναπτυσσόμενη Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η πόλη έγινε πρωτεύουσα ενός τοπικού σαντζακίου στο εγιαλέτι Ιτσέλ.[19] Οι Οθωμανοί επέκτειναν την κυριαρχία τους το 1477, όταν έφεραν την κύρια εμπορική ναυτιλία, ξυλεία, η οποία τότε γινόταν κυρίως από τους Ενετούς, υπό το μονοπώλιο της κυβέρνησης. Στις 6 Σεπτεμβρίου 1608, η πόλη άντεξε σε μια ναυτική επίθεση του τάγματος του Αγίου Στεφάνου από τη Δημοκρατία της Βενετίας.[20]
Το εμπόριο στην περιοχή επηρεάστηκε αρνητικά από την ανάπτυξη ωκεάνιων διαδρομών από την Ευρώπη γύρω από την Αφρική στην Ινδία, καθώς και τη φορολογία στα τέλη του δέκατου έκτου αιώνα, και έτσι η Αλάνγια απέτυχε να γίνει αστικό κέντρο.[21] Το 1571 οι Οθωμανοί ορίσαν τη πόλη ως μέρος της πρόσφατα κατεκτημένης επαρχίας της Κύπρου.[2] Η κατάκτηση μείωσε περαιτέρω την οικονομική σπουδαιότητα του λιμανιού της πόλης. Ο περιηγητής Εβλιγιά Τσελεμπή επισκέφτηκε την πόλη το 1671/1672 και έγραψε για τη διατήρηση του κάστρου, αλλά και την φθορά των προαστίων της.[19] Η πόλη το 1864 υπάχθηκε στο Ικόνιο και το 1868 στην Αττάλεια, όπως είναι σήμερα.[2] Κατά τη διάρκεια του 18ου και 19ου αιώνα πολλές βίλες χτίστηκαν στην πόλη από την οθωμανική αριστοκρατία.[5] Οι ληστές έγιναν πάλι κοινοί σε όλη την επαρχία στα μέσα του δέκατου ένατου αιώνα.[22]
Μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Αλάγια δώθηκε στη συμφωνία του Σαιν-Ζαν-ντε-Μωριάν το 1917 στην Ιταλία, πριν επιστρέψει στην Τουρκική Δημοκρατία το 1923 σύμφωνα με τη Συνθήκη της Λωζάνης.[23] Όπως και άλλες σε αυτή την περιοχή, η πόλη επλήγη βαριά μετά τον πόλεμο και τις ανταλλαγές πληθυσμών που προανήγγειλαν την Τουρκική Δημοκρατία, όταν πολλοί από τους Χριστιανούς της πόλης εγκαταστάθηκαν στην Νέα Ιωνία, έξω από την Αθήνα. Η οθωμανική απογραφή του 1893 αναφέρει ότι ο αριθμός των Ελλήνων στην πόλη ήταν 964 από το συνολικό πληθυσμό 37.914.[24] Ο τουρισμός στην περιοχή ξεκίνησε από Τούρκους που ήρθαν στην Αλάγια στη δεκαετία του 1960 για τις υποτιθέμενες θεραπευτικές ιδιότητες του σπηλαίου Νταμλατάς. Η κατασκευή του αεροδρομίου της Αττάλειας το 1998 επέτρεψε στην πόλη να αναπτυχθεί σε ένα διεθνές θέρετρο. Το 2010 άρχισε να λειτουργεί το αεροδρόμιο Γκαζίπασα, το οποίο βρίσκεται εγγύτερα στην πόλη. Η μεγάλη αύξηση του πληθυσμού τη δεκαετία του 1990 ήταν αποτέλεσμα της μετανάστευσης προς την πόλη και έχει οδηγήσει σε ταχύ εκσυγχρονισμό των υποδομών.
Στις 15 Νοεμβρίου του έτους 2015 έγιναν τα θυρανοίξια της Παναγίας Πισιδιώτισσας , του πρώτου Ορθόδοξου Ιερού Ναού που Χτίστηκε μετα το 1922, όπου τα Θυρανοίξια έγιναν μετά του Οικουμενικού Πατριάρχου Κ.κ. Βαρθολομαίου και Συμπαραστεκομένων Σεβ. Ικονίου Κ.κ. Θεόληπτο και Πισιδίας Κ.κ. Σωτήριο.
Στη χερσόνησο βρίσκεται το κάστρο της Αλάγια, μια ακρόπολη της εποχής των Σελτζούκων που χρονολογείται από το 1226. Τα περισσότερα από τα κυριότερα αξιοθέατα της πόλης βρίσκονται μέσα και γύρω από το κάστρο. Το σημερινό κάστρο χτίστηκε πάνω στις υπάρχουσες οχυρώσεις και υπηρέτησε τον διπλό σκοπό του παλατιού της τοπικής αυτοδιοίκησης και της αμυντικής κατασκευής σε περίπτωση επίθεσης. Το 2007, η πόλη άρχισε να ανακαινίζει διάφορα τμήματα της περιοχής του κάστρου, συμπεριλαμβανομένης της προσαρμογής μιας βυζαντινής εκκλησίας για χρήση ως ένα χριστιανικό κοινοτικό κέντρο.[25] Μέσα στο κάστρο βρίσκεται το τζαμί Σουλεϊμανίγιε και το Καραβάν Σεράι Σουλεϊμανίγιε, που χτίστηκαν από τον Σουλεϊμάν τον Μεγαλοπρεπή.[26] Τα τείχη της παλιάς πόλης περιτειχίζουν ένα μεγάλο μέρος της ανατολικής χερσονήσου, και μπορούν να περπατηθούν. Εντός των τειχών είναι πολλές ιστορικές βίλες, καλά διατηρημένα παραδείγματα της κλασικής περιόδου της οθωμανικής αρχιτεκτονικής, πολλές χτισμένες στις αρχές του 19ου αιώνα.
Το Κιζίλ Κουλέ (Ερυθρός Πύργος) είναι ένα άλλο πολύ γνωστό κτίριο στην Αλάγια. Το ύψους 33 μέτρων πλίνθινο κτίριο βρίσκεται στο λιμάνι κάτω από το Κάστρο και στεγάζει το δημοτικό εθνογραφικό μουσείο. Ο σουλτάνος Καϊκουμπάντ έφερε τον επιτυχημένο αρχιτέκτονα Εμπού Αλί από το Χαλέπι της Συρίας στην Αλάνια για να σχεδιάσει το κτίριο.[27] Ο τελευταίος από τους 83 πύργους του κάστρου, η οκτάγωνη δομή προστάτευε τον ταρσανά (ναυπηγείο) και παραμένει ένα από τα καλύτερα παραδείγματα της μεσαιωνικής στρατιωτικής αρχιτεκτονικής.[28] Ο ταρσανάς, μια μεσαιωνική δεξαμενή που χτίστηκε από τους Σελτζούκους Τούρκους το 1221, με διαστάσεις 57 επί 40 μέτρα, διαιρείται σε πέντε θολωτούς κολπίσκους με ισόπλευρα οξυκόρυφα τόξα.[26] Το κάστρο Αλάρα και το καραβανσεράι (χάνι) κοντά στο Μαναβγκάτ, επίσης κατασκευασμένα υπό την εξουσία του Καϊκουμπάντ, έχουν μετατραπεί σε μουσείο και κέντρο πολιτιστικής κληρονομιάς.[29]
Το Σπίτι και Μουσείο του Ατατούρκ, από τη σύντομη παραμονή του στην πόλη στις 18 Φεβρουαρίου του 1935, διατηρείται στην ιστορική του κατάσταση και είναι ένα καλό παράδειγμα του εσωτερικού ενός παραδοσιακού οθωμανικού εξοχικού, με εκθέματα από τη δεκαετία του 1930. Το σπίτι χτίστηκε μεταξύ 1880 και 1885 σε ρυθμό καρνιγιαρίκ. Τα φωτεινά χρώματα και οι κόκκινες στέγες δίνουν χρώμα στη πόλη. Στεγασμένο σε ένα κτίριο του 1967, το Μουσείο Αλάνια είναι κοντά στην παραλία Νταμλατάς.[30] Με την πλούσια αρχιτεκτονική κληρονομιά της, η Αλάνια είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης Ιστορικών Πόλεων και Περιφερειών.[31] Το 2009, οι αξιωματούχοι της πόλης κατέθεσαν πρόταση το κάστρο και ο ταρσανάς να γίνουν μνημεία παγκόσμιας κληρονομιάς της UNESCO.[32][33]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.