Βασιλιάς της Ελλάδας (1913-1917 και 1920-1922) From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Κωνσταντίνος Α΄ (Αθήνα, 2 Αυγούστου 1868 - Παλέρμο 11 Ιανουαρίου 1923) ήταν βασιλιάς της Ελλάδας από το 1913 έως το 1917 και από το 1920 έως το 1922. Το όνομά του είναι συνδεδεμένο με κρίσιμες περιόδους της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας όπως ο Ελληνοτουρκικός Πόλεμος (1897), οι επιτυχείς Βαλκανικοί πόλεμοι, ο Εθνικός Διχασμός, και τέλος η Μικρασιατική Εκστρατεία και η Μικρασιατική Καταστροφή.[1]
Κωνσταντίνος Α΄ | |
---|---|
Περίοδος | 5/18 Μαρτίου 1913 - 1/14 Ιουνίου 1917 |
Στέψη | 8/21 Μαρτίου 1913 Μέγαρο της Βουλής των Ελλήνων |
Προκάτοχος | Γεώργιος Α΄ |
Διάδοχος | Αλέξανδρος Α΄ |
Περίοδος | 6/19 Δεκεμβρίου 1920 - 14/27 Σεπτεμβρίου 1922 |
Προκάτοχος | Αλέξανδρος Α΄ |
Διάδοχος | Γεώργιος Β΄ |
Γέννηση | 2 Αυγούστου 1868 Αθήνα |
Θάνατος | 11 Ιανουαρίου 1923 (54 ετών) Παλέρμο |
Τόπος ταφής | Βασιλικό Κοιμητήριο, Ανάκτορα Τατοΐου |
Σύζυγος | Σοφία της Πρωσίας |
Επίγονοι | Γεώργιος Β΄ της Ελλάδας Αλέξανδρος Α΄ της Ελλάδας Πριγκίπισσα Ελένη της Ελλάδας Παύλος Α΄ της Ελλάδας Πριγκίπισσα Ειρήνη, Δούκισσα της Αόστης Πριγκίπισσα Αικατερίνη της Ελλάδας |
Οίκος | Γλύξμπουργκ-Ελλάδας |
Πατέρας | Γεώργιος Α΄ της Ελλάδας |
Μητέρα | Όλγα Κωνσταντίνοβνα της Ρωσίας |
Υπογραφή | |
Θυρεός | |
Σχετικά πολυμέσα | |
δεδομένα ( ) |
Ο Κωνσταντίνος ήταν ο πρωτότοκος γιος του βασιλια Γεωργίου Α΄ και της βασίλισσας Όλγας. Γεννήθηκε στις 2 Αυγούστου του 1868 στην Αθήνα και έλαβε το όνομα του παππού του, μεγάλου δούκα Κωνσταντίνου της Ρωσίας.
Κατά τη γέννησή του, ο Γεώργιος του έδωσε τον τίτλο του «Δουκός της Σπάρτης»[2]. Ωστόσο, το Συμβούλιο της Επικρατείας ακύρωσε τελικώς αυτή την απόφαση μετά από έντονη διαμάχη στη Βουλή, καθώς το Σύνταγμα απαγόρευε την απονομή ή αναγνώριση τίτλων ευγενείας σε Έλληνες. Έλαβε τις εγκύκλιες σπουδές του στα ανάκτορα, έχοντας μεταξύ άλλων ως δασκάλους τον στρατιωτικό Κωνσταντίνο Σαπουντζάκη, τον πολιτικό και μετέπειτα πρωθυπουργό Σπυρίδωνα Λάμπρο, και τον ιστορικό Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο.[3][4] Συμπλήρωσε τις σπουδές του στα πανεπιστήμια της Λειψίας και της Χαϊδελβέργης, όπου παρακολούθησε μερικά μαθήματα αρχαιολογίας, νεότερης ιστορίας, εγκυκλοπαίδειας του δικαίου (συνταγματικού και διεθνούς), αλλά και πολιτικής οικονομίας. Έλαβε δε και κατ' οίκον μαθήματα στρατιωτικής τακτικής από Γερμανό αξιωματικό, ενώ υπηρέτησε και σε πρωσικό σύνταγμα για μερικές εβδομάδες.[4] Σπούδασε στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων, από την οποία αποφοίτησε με τον βαθμό του ανθυπολοχαγού του Πεζικού. Το 1886 αναχώρησε για το Βερολίνο, όπου φοίτησε στη στρατιωτική σχολή της Ακαδημίας Πολέμου της Πρωσίας, από την οποία και αποφοίτησε ύστερα από δύο έτη. Μερίμνησε δε και για τη φοίτηση του Ιωάννη Μεταξά, του Ξενοφώντα Στρατηγού και του Ιπποκράτη Παπαβασιλείου στην ίδια ακαδημία.[5]
Στις 15 Οκτωβρίου 1889, στην Αθήνα ο Κωνσταντίνος νυμφεύτηκε την πριγκίπισσα Σοφία της Πρωσίας, αδελφή του αυτοκράτορα της Γερμανίας Γουλιέλμου Β΄. Μαζί της απέκτησε έξι παιδιά, τρία από τα οποία βασίλευσαν:
Σε ηλικία 29 ετών ο Κωνσταντίνος ανέλαβε τη διοίκηση του Ελληνικού Στρατού, πιεζόμενος από τον Δηλιγιάννη. Πήρε μέρος στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897. Η ήττα της Ελλάδας και οι δυσβάστακτες οικονομικές συνέπειες του πολέμου ώθησαν την κοινή γνώμη να κατηγορήσει τον Κωνσταντίνο και τον πατέρα του, Γεώργιο, ως κύριους υπαίτιους της αποτυχίας.[6] Παρά το γεγονός πως ο Κωνσταντίνος φέρει μερίδιο ευθύνης, δεν μπορεί να κατηγορηθεί εξ ολοκλήρου ως μόνος υπαίτιος.[εκκρεμεί παραπομπή] Ο πολυάριθμος τουρκικός στρατός, με γερμανική καθοδήγηση, αλλά και ο σαφέστατα υποδεέστερος σε εκπαίδευση, οργάνωση και εφόδια τότε ελληνικός στρατός ήταν σημαντικότεροι παράγοντες που έκριναν την έκβαση της σύγκρουσης.[7][8] Ο Κωνσταντίνος δεν είχε στη διεξαγωγή των επιχειρήσεων τον πλήρη έλεγχο, εξαιτίας των συνεχών επεμβάσεων της κυβέρνησης Ράλλη, αλλά και άλλων πολιτικών και στρατιωτικών παραγόντων.[5] Μετά τον πόλεμο, ο Κωνσταντίνος συνέταξε μαζί με το επιτελείο του μία έκθεση για την κατάσταση του στρατού πριν και μετά τον πόλεμο,[9] ενώ η κυβέρνηση Θεοτόκη του ανέθεσε την αναδιοργάνωσή του.
Λόγω των κακών κοινωνικο-οικονομικών συνθηκών της χώρας, Έλληνες αξιωματικοί του Στρατιωτικού Συνδέσμου οργάνωσαν υπό την ηγεσία του Νικολάου Ζορμπά το Κίνημα στο Γουδί. Κύριο αίτημα ήταν η απομάκρυνση του διάδοχου Κωνσταντίνου και των λοιπών μελών της βασιλικής οικογενείας από την ηγεσία του στρατεύματος, προτείνοντας παράλληλα μέτρα για την ανασύνταξή του.[10] Τελικώς, οι πρίγκιπες παραιτήθηκαν από το στράτευμα, με τη σύμφωνη γνώμη του Βενιζέλου.[11]
Το 1912 τα βαλκανικά κράτη κήρυξαν τον πόλεμο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Με ηγέτη τον τότε Διάδοχο Κωνσταντίνο, ο οποίος είχε χριστεί αρχιστράτηγος από τον Ελ. Βενιζέλο, ο Ελληνικός Στρατός νίκησε τους Τούρκους στις μάχες του Σαρανταπόρου και των Γιαννιτσών και απελευθέρωσε μία πλειάδα περιοχών. Για την περαιτέρω πορεία του στρατού υπήρξε διαμάχη μεταξύ Κωνσταντίνου και Βενιζέλου, καθώς ο μεν πρώτος επιθυμούσε αυτή να είναι προς Μοναστήρι, φοβούμενος ενδεχόμενη τουρκική κύκλωση εάν συνέχιζε προς Θεσσαλονίκη, ο δε δεύτερος επέμενε το στράτευμα να κινηθεί προς Θεσσαλονίκη λόγω της βουλγαρικής προέλασης προς αυτήν. Τελικώς, ο Κωνσταντίνος ακολούθησε την εντολή του Βενιζέλου και κατευθύνθηκε προς Θεσσαλονίκη. Μετά την απελευθέρωση αυτής, ο Κωνσταντίνος μετέβη στο μέτωπο της Ηπείρου, όπου πολιόρκησε επιτυχώς το Μπιζάνι και απελευθέρωσε τόσο τα Ιωάννινα όσο και την υπόλοιπη Ήπειρο. Στην τελευταία συμπεριλαμβανόταν και το βόρειο κομμάτι της (Χειμάρρας, Άγιοι Σαράντα, Αργυρόκαστρο, Κορυτσά).[12]
Μετά τη δολοφονία του Γεωργίου Α΄, στις 18 Μαρτίου 1913 στη Θεσσαλονίκη από τον Αλέξανδρο Σχινά, ο Κωνσταντίνος ανέβηκε στον θρόνο. Κατά τον Β΄ Βαλκανικό Πόλεμο υπήρξε πάλι Αρχιστράτηγος του Ελληνικού Στρατού, οδηγώντας τον σε νέες νίκες κατά των Βουλγάρων, οι οποίες όμως κόστισαν πολύ σε ζωές. Ο Ελληνικός στρατός κατέλαβε όλη την ανατολική Μακεδονία και δυτική Θράκη και έφθασε στα πρόθυρα της Σόφιας.[13] Ο Κωνσταντίνος, αρνιόταν πεισματικά τη σύναψη ανακωχής.[εκκρεμεί παραπομπή] Παρά ταύτα, αναγκάστηκε να υπαναχωρήσει λόγω των διπλωματικών κινήσεων του Βενιζέλου που επισημοποίησαν και κατοχύρωσαν τα εδαφικά κέρδη της Ελλάδας μέσω της Συνθήκης Βουκουρεστίου.
Η νικηφόρος ηγεσία του τον έκανε εξαιρετικά δημοφιλή στον λαό, και περίμενε από αυτόν και τον Πρωθυπουργό την πραγματοποίηση της Μεγάλης Ιδέας. Ενδεικτικά της δημοφιλίας του την εποχή αμέσως μετά το τέλος των βαλκανικών πολέμων, είναι το προσωνύμιο «Κωνσταντίνος ΙΒ¨» (συσχέτιση με τον τελευταίο βασιλιά της Κωνσταντινούπολης, Κωνσταντίνο ΙΑ΄ Παλαιολόγο) [14] αλλά και το «Ο γιός του Αητού». Το παρωνύμιο αυτό έγινε τόσο δημοφιλές από το 1916 και μετά όταν πρωτοεμφανίστηκε στην θεατρική επιθεώρηση, Ξιφίρ Φαλέρ, ώστε μετατράπηκε σε βασιλικό θούριο, το οποίο τραγούδαγαν με πάθος οι ένθερμοι βασιλόφρονες στις αντιπαραθέσεις τους με τους ένθερμους βενιζελικούς.[15]
Τον Μάρτιο του 1913, ο Βενιζέλος προσέγγιζε τη Γερμανία για ένταξη της Ελλάδας στην Τριπλή Συμμαχία έναντι διπλωματικής στήριξης.[16] Βλέποντας την ευνοϊκή στάση του Βενιζέλου έναντι της Γερμανίας εκείνη την περίοδο, ο Κωνσταντίνος δίνει εντολή στον Γεώργιο Θεοτόκη, πρέσβη της Ελλάδας στο Βερολίνο τότε, να προτείνει την ένταξη της Ελλάδος στην Τριπλή Συμμαχία. Την ίδια πρόταση διατύπωσε ο Κωνσταντίνος και στον αυτοκράτορα Γουλιέλμο Β´ κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού του τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους. Αμφότερες οι προτάσεις όμως απορρίφθηκαν, καθώς οι Γερμανοί θεώρησαν πρόωρες τις προσεγγίσεις. Μετά τον Β´ Βαλκανικό Πόλεμο, οι Γερμανοί, στην προσπάθειά τους να ανακτήσουν διπλωματικό έδαφος στην Ελλάδα, πίεσαν να δοθεί η Ανατολική Μακεδονία και τα νησιά του Αιγαίου πλην Δωδεκανήσων στην Ελλάδα. [εκκρεμεί παραπομπή]
Όταν ξέσπασε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος τον Αύγουστο του 1914, η Ελλάδα βρέθηκε σε δυσχερή θέση λόγω της συμφωνίας που είχε συνάψει με τη Σερβία, σύμφωνα με την οποία σε περίπτωση βουλγαρικής επίθεσης προς αυτήν έπρεπε να προστρέξει σε βοήθεια.[17] Ταυτόχρονα, όμως, εμφανίστηκε ρήγμα μεταξύ των δύο ανωτάτων πολιτειακών αρχόντων της χώρας σχετικά με τη στάση που θα έπρεπε να έχει η Ελλάδα στον πόλεμο. Ο Βενιζέλος υποστήριζε ότι η Ελλάς έπρεπε να σταθεί στο πλευρό των συμμαχικών δυνάμεων Αγγλίας και Γαλλίας της Αντάντ. Ο Κωνσταντίνος, παρότι αναγνώριζε πως λόγω προιστορίας αλλα και λόγω γεωγραφικής θέσης (η χώρα ηταν εκτεθειμένο στο συμμαχικό ναυτικό της Αντάντ), πίστευε στην τελική νίκη των Κεντρικών Δυνάμεων και επέμενε πως έπρεπε να παραμείνει ουδέτερη.[18] Ο Κωνσταντίνος, παρά τη συγγενική σχέση που είχε με τη βασιλική οικογένεια της Γερμανίας, καθώς η σύζυγός του ήταν αδελφή του Κάιζερ, έχοντας ωστόσο στενές σχέσεις και με τη βασιλική οικογένεια της Ρωσίας λόγω της μητέρας του Βασίλισσας Όλγας, γνώριζε πολύ καλά ότι η Ελλάδα ήταν ευπρόσβλητη από τον αγγλο-γαλλικό στόλο, ενώ τα ανταλλάγματα της Γερμανίας ήταν περιορισμένα και η σύμπραξη με την Τουρκία αδιανόητη. Ως εκ τούτου, ευνοούσε την ουδετερότητα. Αυτή η ουδετερότητα όμως ήταν ευμενής προς την Αντάντ, καθώς η πρόθεση του Κωνσταντίνου ήταν η εξασφάλιση της εδαφικής ακεραιότητας του διπλασιασμένου Ελληνικού κράτους και των εδαφικών ανταλλαγμάτων μετά τον πόλεμο μέσω της Αντάντ, σε αντίθεση με τον Βενιζέλο που πρότεινε την άνευ όρων συμμαχία με την Αντάντ. Μάλιστα, σε συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου είχε δηλώσει: «Να έχετε υπόψη σας πως δεν υποστηρίζω πως δεν θα βγούμε στον πόλεμο-φυσικά στο πλευρό της Αντάντ, αφού τα συμφέροντά μας συνδέονται στο σύνολό τους με αυτήν. Σε καμία περίπτωση δεν θα πολεμούσαμε εναντίον της και δεν υπάρχει ούτε ένας Έλληνας που να το διανοείται».
Ταυτόχρονα όμως, ο αγγλόφιλος Βενιζέλος διαπραγματευόταν την έξοδο της Ελλάδας στον πόλεμο υπέρ της Αντάντ, η οποία ζητούσε μέσω του Σερ Φράνσις Έλλιοτ την εκστράτευση της Ελλάδας προς βοήθεια της Σερβίας, καθώς και την παράδοση εδαφών της ανατολικής Μακεδονίας (Καβάλα-Δράμα-Σέρρες) στη Βουλγαρία προκειμένου να βγει κι αυτή στον πόλεμο υπέρ της Αντάντ, με αντάλλαγμα εδάφη στη Μικρά Ασία μετά το πέρας του πολέμου[19]. Ιδιαιτέρως μετά την είσοδο της Τουρκίας στον πόλεμο στο πλευρό των Κεντρικών Δυνάμεων, η πίεση για την έξοδο της Ελλάδος υπέρ της Αντάντ αυξήθηκε. Ο Κωνσταντίνος έφτασε κοντά στο να εγκρίνει την εισήγηση του Βενιζέλου για ελληνική συμμετοχή στην Εκστρατεία των Δαρδανελλίων (Φεβρουάριος-Μάρτιος του 1915), αλλά ο εκτελών χρέη Αρχηγού του Γενικού Επιτελείου, συνταγματάρχης Ιωάννης Μεταξάς, τον προειδοποίησε ότι η εκστρατεία θα αποτύχει, μεταπείθοντάς τον.[20] Αυτή η κίνηση του Κωνσταντίνου χαιρετίστηκε από τον Κάιζερ, ο οποίος έστειλε γράμμα στον Κωνσταντίνο συγχαίροντάς τον για τη στάση του απέναντι στον Βενιζέλο.[21] Οι συνεχείς διαφωνίες μεταξύ Κωνσταντίνου και Βενιζέλου οδηγούν σε παραίτηση τον τελευταίο, με τον βασιλιά να διορίζει πρωθυπουργό τον Δημήτριο Γούναρη, ο οποίος ωστόσο δεν κατορθώνει να λάβει ψήφο εμπιστοσύνης, με αποτέλεσμα την προκήρυξη εκλογών. Οι Βενιζελικοί νικούν λαμβάνοντας την πλειοψηφία των εδρών του κοινοβουλίου, με τις εκλογές να έχουν μετατραπεί ουσιαστικά σε δημοψήφισμα για την επιλογή πλευράς στον πόλεμο.[22] Παρ´ όλα αυτά, ο Γούναρης συνέχισε να κυβερνά και να εφαρμόζει τη φιλογερμανική πολιτική των ανακτόρων μέχρι τις 10 Αυγούστου, λόγω μιας πλευρίτιδας του βασιλιά.[23] Ο βασιλιάς εν τέλει όρκισε τη νέα κυβέρνηση Βενιζέλου που έμελλε να διαλυθεί ξανά από τον βασιλιά, δύο μήνες αργότερα.
Παράλληλα, η Γερμανία ζήτησε τόσο από τον Βενιζέλο όσο και από τον Κωνσταντίνο την ένταξη της Ελλάδος στις Κεντρικές Δυνάμεις με αμφότερους να αρνούνται.[24][25] Μάλιστα, ο Κωνσταντίνος ξεκαθάρισε πως, παρά την ουδετερότητα, η Ελλάδα θα υπερασπιστεί τα εδάφη της, τόσο έναντι της Βουλγαρίας, όσο και έναντι της Τουρκίας. Με βάση την προσχώρηση των Βουλγάρων στο πλευρό των Κεντρικών Δυνάμεων, ο Βενιζέλος ενημέρωσε τους Αγγλογάλλους για τη στρατιωτική κινητοποίηση της Ελλάδος κατά των Βουλγάρων και εξέταζε το ενδεχόμενο για αποστολή 150.000 στρατιωτών της Αντάντ στη Θεσσαλονίκη.[26][27][28], με τους Συμμάχους να το εκλαμβάνουν ως αφορμή για απόβαση στην Ελλάδα.
Την επομένη, ο Κωνσταντίνος ζήτησε την απόσυρση της πρότασης του Βενιζέλου, με τον ίδιο να μην το πράττει, χρησιμοποιώντας μάλιστα και τον Γάλλο πρέσβη, ο οποίος διαβεβαίωνε τον Κωνσταντίνο πως το αίτημα είχε ανακληθεί. Λίγες ημέρες μετά την άφιξη των συμμαχικών δυνάμεων στη Θεσσαλονίκη, ο Βενιζέλος κατέθεσε ψήφισμα περί ελληνικής στρατιωτικής αποστολής στα βόρεια σύνορα της χώρας, το οποίο και ενεκρίθη.[25] Ο Κωνσταντίνος όμως, υπερβαίνοντας τις συνταγματικές του αρμοδιότητες, κάλεσε τον Βενιζέλο στα ανάκτορα την ίδια μέρα και τον απέπεμψε από το πρωθυπουργικό αξίωμα, δίνοντας την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στον Αλέξανδρο Ζαΐμη. Μάλιστα τηλεγράφησε αμέσως στον Κάιζερ και του είπε πως "όπως είχε συμφωνηθεί ο Βενιζέλος απομακρύνθηκε ήδη από τη θέση του".[29] Ο Ζαΐμης όμως απέτυχε να λάβει ψήφο εμπιστοσύνης, οπότε ο Κωνσταντίνος έδωσε την εντολή στον υπέργηρο Στέφανο Σκουλούδη. Ο Σκουλούδης διέλυσε τη Βουλή με βασιλικό διάταγμα και προκήρυξε νέες εκλογές για τον Δεκέμβριο, στις οποίες η βενιζελική παράταξη δε συμμετείχε.
Η δημιουργία της «Κυβέρνησης Εθνικής Αμύνης» με έδρα τη Θεσσαλονίκη, σε συνδυασμό με τις αξιώσεις των Συμμάχων για παράδοση του στόλου και λοιπού οπλισμού, οδήγησαν σε συγκρούσεις μεταξύ Γάλλων και Βρετανών ναυτών από τη μία και μονάδων του ελληνικού στρατού και του κινήματος των Επιστράτων από την άλλη, ενώ σημειώθηκαν και επεισόδια και κατά επιφανών βενιζελικών, καθώς και το περίφημο «ανάθεμα» κατά του Βενιζέλου, στο οποίο πρωτοστάτησε ο Αρχιεπίσκοπος Θεόκλητος Α΄. Τα γεγονότα αυτά επέφεραν την οριστική ρήξη ανάμεσα στον Βασιλιά Κωνσταντίνο και τις δυνάμεις της Αντάντ, με αποτέλεσμα την επιβολή ναυτικού αποκλεισμού με έδρα την Αθήνα στη «βασιλική Ελλάδα».[30] Για τους συμμάχους ο Κωνσταντίνος ήταν πλέον "ο πιο μισητός άνθρωπος στην Ευρώπη μετά τον Κάιζερ Γουλιέλμο". Την ίδια περίοδο, η βασιλική κυβέρνηση παραδίδει το οχυρό Ρούπελ στους Γερμανούς με πρόφαση τον ουσιαστικό έλεγχο της "βενιζελικής Ελλάδας" από την Αντάντ. Αποτέλεσμα ήταν η έναρξη βιαιοπραγιών από τους Βούλγαρους στην Ανατολική Μακεδονία.[31]
Οι Γάλλοι, συνεπικουρούμενοι από τον νέο Βρετανό Πρωθυπουργό Λόιντ Τζορτζ, απαίτησαν από τον Κωνσταντίνο να εγκαταλείψει τον θρόνο, προκειμένου να άρουν τον αποκλεισμό. Επικαλέστηκαν μάλιστα το καθεστώς των "Προστάτιδων Δυνάμεων", το οποίο κατά την άποψή τους είχαν από την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους.[32] Λόγω αυτού του γεγονότος, ο Κωνσταντίνος εμφανίστηκε στα μάτια της κοινής γνώμης ως προστάτης της ελληνικής ανεξαρτησίας και αύξησε κατακόρυφα τη δημοφιλία του.[33] Τελικώς, όμως, χωρίς να παραιτηθεί επισήμως, ο Κωνσταντίνος ανεχώρησε με την οικογένειά του για την Ελβετία παρά τις αντιδράσεις μεγάλης μερίδας του λαού. Ο δευτερότοκος υιός του Αλέξανδρος ανήλθε στον θρόνο, με τον Βενιζέλο να σχηματίζει κυβέρνηση.[25] Η Ελλάδα κήρυξε τελικώς τον πόλεμο στις Κεντρικές Δυνάμεις, ευρισκομένη στο πλευρό των νικητών.[34]
Μετά την ήττα του Βενιζέλου στις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920, ο Κωνσταντίνος επανέρχεται στον θρόνο μέσω δημοψηφίσματος. Οι σύμμαχοι έως τότε, Άγγλοι, Γάλλοι και Ιταλοί, παρέδωσαν διακοινώσεις στη νέα ελληνική κυβέρνηση με τις οποίες δεν τον αναγνώριζαν ως αρχηγό του Κράτους και έπαψαν να υποστηρίζουν την Ελλάδα στρατιωτικά και διπλωματικά.[35] Μόνο η Αγγλία συνέχισε πλέον, αν και μόνο σε διπλωματικό επίπεδο, να υποστηρίζει την Ελλάδα στον πόλεμο με την Τουρκία.[36]
Μετά την αποτυχία κάθε διαπραγμάτευσης που είχε ο Γούναρης με τους Συμμάχους στην Ευρώπη, ο Κωνσταντίνος και η κυβέρνηση αποφάσισαν τη συνέχιση του πολέμου, παρά τις αντιρρήσεις του Ιωάννη Μεταξά.[37] Τον Μάιο του 1921, ο Βασιλιάς μετέβη στο μέτωπο για να αναλάβει τυπικά την αρχιστρατηγία στη Μικρά Ασία και να εμψυχώσει τους στρατιώτες, επιστρέφοντας όμως στα τέλη του ίδιου χρόνου στην Αθήνα λόγω κλονισμού της υγείας του.
Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, ο στρατός και ο στόλος που είχε καταφύγει στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, εξεγέρθηκε στις 11 Σεπτεμβρίου 1922 υπό την ηγεσία των Συνταγματαρχών Πλαστήρα και Γονατά, απαιτώντας την παραίτηση της κυβέρνησης και την αποχώρηση του Βασιλιά Κωνσταντίνου. Στις 27 Σεπτεμβρίου 1922 ο θρόνος πέρασε στον Διάδοχο Γεώργιο, ο οποίος ονομάστηκε Γεώργιος Β΄.
Στις 11 Ιανουαρίου του 1923, ο Κωνσταντίνος Α΄ πέθανε σε ξενοδοχείο στο Παλέρμο της Σικελίας από ανακοπή καρδιάς. Ο Κωνσταντίνος ήταν από καιρό άρρωστος καθώς έπασχε από διάφορες ασθένειες: με βάση το αρχείο του Ανδρέα Αναστασόπουλου, γιατρού της βασιλικής οικογένειας, οι παθήσεις του ήταν πνευμονιοκοκκική λοίμωξη του αναπνευστικού, με συνοδό πλευρίτιδα, που εξελίχθηκε σε εμπύημα του υπεζωκότος, η αποθεραπεία του οποίου χρειάστηκε περισσότερο από τρία χρόνια και επανειλημμένες χειρουργικές επεμβάσεις, υποδερματίτιδα γύρω από το χειρουργικό τραύμα, σπειραματονεφρίτιδα, η οποία βαθμιαία εξελίχθηκε σε νεφρική ανεπάρκεια, χρόνια πνευμονοπάθεια λόγω αδιάκοπου καπνίσματος και των πλευρεκτομών και τέλος, σοβαρή αρτηριακή υπέρταση, με αποτέλεσμα την πρώιμη καρδιοαγγειακή επιβάρυνση και την εκδήλωση αγγειακής εγκεφαλοπάθειας, η οποία ευθύνεται για τις κρίσεις επιληψίας και τελικά για τον θάνατό του από εγκεφαλική αιμορραγία.[38] Το καλοκαίρι του 1921, όταν βρισκόταν στην Κιουτάχεια, υπέστη καρδιακή προσβολή που τον είχε αφήσει αναίσθητο για ώρες.[39]
Ο Βενιζέλος ζήτησε με τηλεγράφημά του να μεταφερθεί η σορός στο Τατόι αφού αποβιβασθεί στον Ωρωπό, χωρίς την τέλεση επίσημης κηδείας.[40] Ενταφιάστηκε στην κρύπτη της ρωσικής εκκλησίας της Φλωρεντίας στην Ιταλία. Με την παλινόρθωση της Βασιλευομένης Δημοκρατίας το 1935, τέθηκε το θέμα της επιστροφής της σορού του στην Ελλάδα. Η κυβέρνηση απέστειλε το θωρηκτό «Αβέρωφ» στο Μπρίντιζι για να παραλάβει τα οστά του Κωνσταντίνου, της μητέρας του, Βασίλισσας Όλγας, και της συζύγου του Βασίλισσας Σοφίας, οι οποίες είχαν πεθάνει επίσης εκτός Ελλάδας. Το πλοίο κατέπλευσε στον Πειραιά στις 17 Νοεμβρίου 1936, από όπου με επίσημη πομπή οι σοροί μεταφέρθηκαν στη Μητρόπολη Αθηνών για λαϊκό προσκύνημα. Ακολούθως, ενταφιάστηκαν στο βασιλικό κοιμητήριο στο Τατόι.
Στην τηλεόραση και τον κινηματογράφο ο Κωνσταντίνος Α' ενσαρκώθηκε ως ρόλος στις ακόλουθες παραγωγές:
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.