Remove ads
σύζυγος του βασιλιά των Ελλήνων Γεωργίου Α΄ From Wikipedia, the free encyclopedia
Η Όλγα Κωνσταντίνοβνα (ρώσικα: Ольга Константиновна Романова, 3 Σεπτεμβρίου 1851, Αγία Πετρούπολη, Ρωσική Αυτοκρατορία - 18 Ιουνίου 1926, Ρώμη, Ιταλία) ήταν Μεγάλη Δούκισσα της Ρωσίας και μέσω του γάμου της με τον Γεώργιο Α΄ της Ελλάδας, έγινε Βασίλισσα των Ελλήνων (1867 - 1913) και Πριγκίπισσα της Δανίας. Διετέλεσε Αντιβασίλισσα της Ελλάδας ( 4 Νοεμβρίου - 6 Δεκεμβρίου 1920).
Η ακρίβεια του λήμματος αμφισβητείται. |
Όλγα | |
---|---|
Βασίλισσα των Ελλήνων | |
Περίοδος | 4 /17 Νοεμβρίου 1920 - 6 /19 Δεκεμβρίου 1920 |
Προκάτοχος | Παύλος Κουντουριώτης |
Διάδοχος | Κωνσταντίνος Α΄ της Ελλάδας Βασιλιάς των Ελλήνων |
Περίοδος | 27 Οκτωβρίου 1867 – 18 Μαρτίου 1913 |
Προκάτοχος | Αμαλία του Ολδεμβούργου |
Διάδοχος | Σοφία της Πρωσίας |
Γέννηση | 3 Σεπτεμβρίου 1851 Ανάκτορο του Παβλόβσκ, Αγία Πετρούπολη, Ρωσία |
Θάνατος | 18 Ιουνίου 1926 (74 ετών) Βίλλα Αναστασία, Ρώμη, Ιταλία |
Τόπος ταφής | Βασιλικό Κοιμητήριο Τατοΐου, Ελλάδα |
Σύζυγος | Γεώργιος Α' της Ελλάδας |
Επίγονοι | Κωσνταντίνος Α΄ Γεώργιος Αλεξάνδρα Νικόλαος Μαρία Όλγα Ανδρέας Χριστόφορος |
Οίκος | Οίκος του Σ.Χ.Γκόττορπ |
Πατέρας | Κωνσταντίνος Νικολάγιεβιτς της Ρωσίας |
Μητέρα | Αλεξάνδρα της Σαξονίας-Άλτενμπουργκ |
Θρησκεία | Χριστιανή Ορθόδοξη |
Υπογραφή | |
Θυρεός | |
Σχετικά πολυμέσα | |
δεδομένα ( ) |
Χαρακτηρίστηκε ως φυσιογνωμία απολυταρχικής νοοτροπίας και αντισυνταγματικών πεποιθήσεων.[1] Το όνομά της συνδέθηκε με τη σοβαρή και τελικώς πολύνεκρη πολιτική κρίση των Ευαγγελικών και τη δίωξη του ποιητή Γεωργίου Σουρή.[2]
Γεννήθηκε στις 22 Αυγούστου 1851 στο Ανάκτορο του Παβλόφσκ στην Αγία Πετρούπολη της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, ένα από τα πολλά παλάτια ιδιοκτησίας του πατέρα της. Η Όλγα Κωνσταντίνοβνα ήταν κόρη του Κωνσταντίνου Νικολάγιεβιτς της Ρωσίας και της Αλεξάνδρας (μετέπειτα Αλεξάνδρας Ιωσήφοβνας), κόρης του Ιωσήφ της Σαξονίας-Αλτεμβούργου, και ανήκαν στον Οίκο των Ρομανώφ.[3] Πέρασε μια πολυτελή παιδική ηλικία μεγαλώνοντας μεταξύ της Αγίας Πετρούπολης και της Κριμαίας.[4] Ο πατέρας της ήταν από τους σημαντικότερους συμβούλους του Αλεξάνδρου Β΄ της Ρωσίας.[5]
Ως παιδί, η Όλγα περιγραφόταν ως ένα κορίτσι απλό στους τρόπους του, με παχουλό πλατύ πρόσωπο και μεγάλα γαλάζια μάτια.[6] Σε αντίθεση με τη μικρότερη αδελφή της, Βέρα Κωνσταντίνοβνα[7], διέθετε ήρεμο χαρακτήρα, ωστόσο, ταυτόχρονα ήταν πολύ επιφυλακτική και με απουσία κοινωνικοποίησης. Έτσι υπάρχουν αναφορές για περιστατικά, όπου όταν οι δάσκαλοί της τής έκαναν ερωτήσεις κατά τη διάρκεια των μαθημάτων, εκείνη, συχνά ξέσπαγε σε κλάματα και έφευγε τρέχοντας από την αίθουσα μαθημάτων της.[6] Η Όλγα είχε ιδιαιτέρως στενή σχέση με τον πατέρα της[N 1] και τον μεγαλύτερο αδελφό της.[8] Μετά την εξορία του Μεγάλου Δούκα Νικολάου Κωνσταντίνοβιτς στην Τασκένδη, η Όλγα ήταν ένα από τα λιγοστά μέλη της αυτοκρατορικής οικογένειας, που διατήρησε επαφή μαζί του.[9]
Το 1862, ο Μέγας Δούκας Κωνσταντίνος Νικολάγιεβιτς ορίστηκε από τον αδελφό του ως αντιβασιλέας της Πολωνίας. Μετά το Συνέδριο της Βιέννης, η χώρα βρισκόταν χωρισμένη μεταξύ της Πρωσίας, της Αυστρίας και της Ρωσίας. Η τελευταία, που κατείχε και το μεγαλύτερό της τμήμα, είδε την εξουσία της να τίθεται υπό αμφισβήτηση από τους Πολωνούς εθνικιστές. Καθώς ο Κωνσταντίνος Νικολάγιεβιτς είχε φιλελεύθερη προσωπικότητα, ο Αλέξανδρος Β΄ τον θεώρησε ικανό να καταφέρει να γίνει αγαπητός από τους Πολωνούς. Ως εκ τούτου, ο Μέγας Δούκας εγκαταστάθηκε στη Βαρσοβία με τη σύζυγο και τα παιδιά του. Ωστόσο, η διαμονή των Κωνσταντίνοβιτς στην Πολωνία ήταν δύσκολη και ο Μέγας Δούκας υπήρξε θύμα απόπειρας δολοφονίας την επομένη, μόλις, της άφιξής του στην πρωτεύουσα. Τελικώς, η εξέγερση των Πολωνών τον Ιανουάριο του 1863 και η ριζοσπαστικοποίηση των αυτονομιστών οδήγησαν τον Τσάρο στο να ανακαλέσει τον αδελφό του στην Αγία Πετρούπολη τον Αύγουστο. Την περίοδο των γεγονότων αυτών, η Όλγα ήταν ηλικίας περίπου έντεκα ετών και η δύσκολη αυτή εμπειρία τη σημάδεψε βαθιά.[10][11]
Η Μεγάλη Δούκισσα Όλγα συνάντησε για πρώτη φορά τον μέλλοντα σύζυγό της, Γεώργιο Α΄ της Ελλάδος, τον Σεπτέμβριο του 1863. Ο τελευταίος, είχε έρθει να επισκεφθεί τον Αλέξανδρο Β΄ στην Αγία Πετρούπολη, προκειμένου να τον ευχαριστήσει για την υποστήριξη, που του είχε παράσχει με την ευκαιρία της εκλογής του ως Βασιλιά των Ελλήνων. Ο νεαρός μονάρχης εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία για να συναντήσει τον Μέγα Δούκα Κωνσταντίνο και την οικογένειά του, στο Ανάκτορο Παβλόφσκ. Ωστόσο, η παραμονή του Γεωργίου στη Ρωσία δεν διήρκεσε παρά μόνο έξι ημέρες και η Όλγα, η οποία ήταν τότε μόλις δώδεκα ετών, δεν φαινόταν να έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον μονάρχη[11][12].
Το 1867, οι δύο νέοι συναντήθηκαν εκ νέου στην Αγία Πετρούπολη, όταν ο Βασιλιάς των Ελλήνων, όντας καλεσμένος για διάστημα αρκετών μηνών από τον Αλέξανδρο Β΄, πραγματοποίησε επίσκεψη στην αδελφή του, την τσάρεβνα Μαρία Φιόντοροβνα, καθώς και τον σύζυγό της, τον τσάρεβιτς Αλέξανδρο[4][13]. Εκείνη την περίοδο, ο Γεώργιος Α΄ ήταν αποφασισμένος να βρει σύζυγο και η ιδέα ενός γάμου με μια Ρωσίδα μεγάλη δούκισσα, γεννημένη Ορθόδοξη, δεν του ήταν αδιάφορη.[14] Στο Μαρμάρινο Παλάτι και το Παβλόφσκ, ο Γεώργιος γνωρίστηκε, λοιπόν, με την Όλγα.[N 2] Ωστόσο, η ιδέα του να εγκαταλείψει τη Ρωσία φαίνεται να την ανησυχούσε ιδιαιτέρως και φέρεται να πέρασε νύχτες ολόκληρες να κλαίει στο δωμάτιό της, στη διάρκεια των αρραβώνων της.
Ο γάμος Γεωργίου και Όλγας έγινε στην Αγία Πετρούπολη στις 27 Οκτωβρίου 1867.[15][16][17][17][18]
Το 1898 η βασίλισσα Όλγα ανέθεσε στη γραμματέα της, Ιουλία Σωμάκη-Καρόλου, να μεταφράσει το Ευαγγέλιο στη δημοτική γλώσσα. Υποστηρικτή σε αυτό το εγχείρημα φαίνεται ότι είχε τον αρχιεπίσκοπο Αθηνών Προκόπιο.[19][20] Σκοπός της ήταν η κατανόηση του κειμένου από μη καλλιεργημένους πολίτες.[21] Μετά την ολοκλήρωση της μετάφρασης και κατόπιν διορθώσεων του Φίλιππου Παπαδόπουλου, η βασίλισσα Όλγα ζήτησε, τον Δεκέμβριο το 1898 την έγκριση της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, η οποία, όμως, αρνήθηκε να συναινέσει.[19] Ακολούθως η βασίλισσα Όλγα προσέφυγε στο Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης ζητώντας την διαιτησία του δίχως, όμως, αποτέλεσμα. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο αποδοκίμασε τη μετάφραση του Ευαγγελίου, αποδίδοντας στη βασίλισσα Όλγα κίνητρα ενίσχυσης του βουλγαρικού εθνικισμού.[22] Η Βασίλισσα επιχειρώντας να ανατρέψει την απόφαση της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος πέτυχε να συγκληθεί αυτή εντός των Ανακτόρων δίχως πάλι να κατορθώσει να τους αλλάξει την άποψη.[19] Εν τέλει η έκδοση του 1898 κυκλοφόρησε σε περιορισμένο αριθμό μεταξύ των Ελλήνων της Διασποράς. Την ίδια εποχή το ζήτημα απασχόλησε τις εφημερίδες και την κοινή γνώμη ενώ μερίδα της κοινής γνώμης, η οποία δεν συμπαθούσε την Βασίλισσα λόγω της ρωσικής καταγωγής της, απέδωσε τις ενέργειές της σε σχέδιο του σλαβισμού με σκοπό την πρόκληση ταραχών στον Ελληνισμό μία κρίσιμη περίοδο για το Μακεδονικό.[20][23] Κατά την Ιστορία του Ελληνικού Έθνους της Εκδοτικής Αθηνών, «δεν αμφισβητείται ότι (η βασίλισσα Όλγα) ξεκίνησε από αγαθή πρόθεση»" ενώ απορρίπτεται η άποψη περί επιβολής της ιδέας από πράκτορες του σλαβισμού, άσχετα αν στη «συνέχεια της υποθέσεως επιχειρήθηκε σχετική εκμετάλλευση».[20]
Ωστόσο η αντίθεση προς το πρόσωπό της εκδηλώθηκε και πάλι, ένα χρόνο αργότερα, το 1901, με τη δημοσίευση στην εφημερίδα "Ακρόπολις" αποσπασμάτων του Ευαγγελίου στη δημοτική, από τον Αλέξανδρο Πάλλη. Η μετάφραση του Ευαγγελίου προκάλεσε ταραχές, οι δε διαδηλωτές ζήτησαν από την εκκλησία να αφορίσει τους πρωτεργάτες της μετάφρασης, κίνηση που ερμηνεύθηκε ως προσπάθεια να πλήξουν την ίδια τη Βασίλισσα.[20] Μάλιστα μεταξύ των συνθημάτων που ακούστηκαν κατά τη διάρκεια των συλλαλητηρίων ήταν και «Κάτω η Σλαύα» και «Κάτω τα ρούβλια».[20][23] Τα γεγονότα που ακολούθησαν είχαν ως αποτέλεσμα την παραίτηση της κυβέρνησης Θεοτόκη και του αρχιεπισκόπου Προκόπιου καθώς και τον θάνατο τουλάχιστον οκτώ πολιτών κατά τα επεισόδια που έμειναν γνωστά ως Ευαγγελικά.
Στις 25 Ιανουαρίου 1897 ο σατιρικός ποιητής Γεώργιος Σουρής δημοσίευσε στο περιοδικό του «Ο Ρωμηός», το ποίημά του «Ο Φασουλής συνομιλεί με την κυρίαν Φασουλήν»[εκκρεμεί παραπομπή], με το οποίο καυτηρίαζε, κατά τον ιστορικό Τάσο Βουρνά, τη συνήθεια της βασίλισσας Όλγας να επισκέπτεται τον Πειραιά όταν έφταναν εκεί ρωσικά πλοία και να μεθάει μαζί με τους συμπατριώτες της πίνοντας βότκα.[24] Η εισαγγελία των Αθηνών προχώρησε σε κατάσχεση των φύλλων της εφημερίδας και σε ποινική δίωξη του ποιητή ως υβριστή της βασιλείας, και ιδιαιτέρως της βασίλισσας Όλγας.
Ο Σουρής προκειμένου να αποφύγει τη δίωξη ισχυρίστηκε ότι το έγραψε για τη σύζυγό του, η οποία, όμως, δεν έπινε αλκοόλ.[24] Το γεγονός της δίωξης του ποιητή αποδοκιμάστηκε από τον Τύπο της εποχής αλλά και από τον λαό, στον οποίο ο Σουρής ήταν εξαιρετικά δημοφιλής. Ύστερα από σαράντα ημέρες, και αφού ο ποιητής κρυβόταν συνεχώς για να αποφύγει τη σύλληψη, η δίωξη ακυρώθηκε.
Το 1913 ο Γεώργιος Α΄ της Ελλάδας, σύζυγος της Όλγας, δολοφονήθηκε από τον Αλέξανδρο Σχινά. Η χηρεύουσα Βασίλισσα επέστρεψε αμέσως στη Ρωσική Αυτοκρατορία. Εκεί, όταν ξεκίνησε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος ίδρυσε στρατιωτικό νοσοκομείο, εντός του Ανακτόρου Παβλόφσκ, το οποίο ανήκε στην οικογένειά της. Όταν έλαβε χώρα η Ρωσική Επανάσταση το 1917, βρέθηκε κρατούμενη στο ανάκτορο αλλά της δόθηκε άδεια από τους Μπολσεβίκους, μετά από παρέμβαση της πρεσβείας της Δανίας.
Αν και ασφαλής πλέον, η Όλγα δεν επέλεξε να επιστρέψει στην Ελλάδα, αφού ο γιος της, Κωνσταντίνος Α΄, είχε μόλις απομακρυνθεί από τον θρόνο. Εγκαταστάθηκε στην Ελβετία, όπου κατοικούσαν πλέον τα περισσότερα από τα παιδιά και εγγόνια της μέχρι το 1920.
Τον Οκτώβριο του 1920, η Όλγα ήταν το μοναδικό μέλος της βασιλικής οικογένειας στην οποία έδωσε άδεια η κυβέρνηση του Ελευθέριου Βενιζέλου για να δει τον άρρωστο εγγονό της, Αλέξανδρο. Η Όλγα από την Ιταλία επιβιβάσθηκε σε ένα μικρό ιδιωτικό κότερο, το οποίο συνάντησε στην Αδριατική θάλασσα σφοδρή τρικυμία και καθυστέρησε πολύ. Έφθασε στο Τατόι είκοσι τέσσερις ώρες μετά από τον θάνατο (σηψαιμία από δάγκωμα πιθήκου) του Αλέξανδρου στις 12/25 Οκτωβρίου 1920.
Μετά τον θάνατο του άτεκνου Αλέξανδρου, η Βουλή εξέλεξε αντιβασιλέα τον ναύαρχο Παύλο Κουντουριώτη. Μετά την ήττα του Βενιζέλου στις εκλογές της 1ης/14ης Νοεμβρίου 1920, την Αντιβασιλεία ανέλαβε η Όλγα έως τις 6/19 Δεκεμβρίου 1920, ημέρα που επέστρεψε ο γιος της Κωνσταντίνος στην Ελλάδα, κατόπιν δημοψηφίσματος.
Η ήττα της Ελλάδας απέναντι στις δυνάμεις του Μουσταφά Κεμάλ και η επακόλουθη Μικρασιατική Καταστροφή με ευθύνη του Βασιλιά το 1922, κατέστησε τη βασιλική οικογένεια έκπτωτη το 1924. Έτσι αποκαταστάθηκε η Δημοκρατία στην Ελλάδα και ακολούθησε η δήμευση της βασιλικής περιουσίας. Ωστόσο, το νέο καθεστώς χορήγησε σύνταξη αποκλειστικά στη βασίλισσα Όλγα. Επίσης, τον Νοέμβριο του ίδιου έτους, επετράπη στην Ιουλία Καρόλου να επιστρέψει στην Όλγα τα κοσμήματά της, που βρίσκονταν σε ξύλινο κιβώτιο στη θυρίδα 117 του θησαυροφυλακίου της Εθνικής Τράπεζας.[εκκρεμεί παραπομπή] Η περιουσία της περιλάμβανε κοσμήματα που, όπως αναφέρθηκε στους Times, ήταν αξίας 100.000 λιρών Αγγλίας (που ισοδυναμούν με περίπου 6.500.000 λίρες Αγγλίας το 2022) τα οποία κληρονόμησαν οι βασιλικοί της απόγονοι.[25]
Η Όλγα ακολούθησε την έκπτωτη βασιλική οικογένεια εκτός Ελλάδας. Έτσι, τα επόμενα έτη διέμενε φιλοξενούμενη άλλοτε από τον Γεώργιο Ε΄ του Ηνωμένου Βασιλείου στα Ανάκτορα του Μπάκιγχαμ και στο Κάστρο του Ουίνδσορ, άλλοτε στο Σάντριγχαμ με την κουνιάδα της, βασίλισσα Αλεξάνδρα, άλλοτε στο Ξενοδοχείο Regent's Park, όπου είχε νοικιάσει διαμέρισμα η κόρη της Μαρία και άλλοτε στο Μέγαρο Σπένσερ στο Λονδίνο ή στη Βίλλα Αναστασία στη Ρώμη, που ανήκε στον πρίγκιπα Χριστόφορο και τη σύζυγό του, Αναστασία.[εκκρεμεί παραπομπή]
Η βασίλισσα Όλγα, απεβίωσε μετά από μία εβδομάδα ασθένειας, στις 18 Ιουνίου 1926, στη Βίλλα Αναστασία της Ρώμης. Παρότι η ελληνική κυβέρνηση ενημέρωσε την έκπτωτη βασιλική οικογένεια, ότι η Βασίλισσα μπορούσε να ενταφιαστεί στο νεκροταφείο του Τατοΐου, οι συγγενείς της αρνήθηκαν την πρόταση. Η σορός της μεταφέρθηκε και τοποθετήθηκε στην κρύπτη της Ρωσικής Εκκλησίας της Φλωρεντίας, όπου βρισκόταν και το φέρετρο του γιου της Κωνσταντίνου Α΄. Μετά την παλινόρθωση της βασιλείας, τα οστά της μεταφέρθηκαν και ενταφιάστηκαν στις 17 Νοεμβρίου 1936 στο βασιλικό κοιμητήριο στο Τατόι, δίπλα στον τάφο του συζύγου της Γεωργίου Α΄.[εκκρεμεί παραπομπή]
Το 2016, φορείς όπως η Πανρωσική Στρατιωτική Ιστορική Ένωση και το «Φιλανθρωπικό Ίδρυμα «Ιβάν Σαββίδης» δώρισαν στον Δήμο Θεσσαλονίκης ορειχάλκινο άγαλμα της βασίλισσας Όλγας το οποίο τοποθετήθηκε δίπλα στο αντίστοιχο άγαλμα του Γεωργίου Α΄[26], στο πάρκο μεταξύ των λεωφόρων Βασιλίσσης Όλγας και Βασιλέως Γεωργίου.[26]
Η βασίλισσα Όλγα κατά τη διάρκεια της ζωής της στην Ελλάδα υποστήριξε τους Ρώσους που ζούσαν στην Ελλάδα δημιουργώντας ρωσικό περιβάλλον στην βασιλική Αυλή.[27] Πολιτικά επέδειξε συμπάθεια προς τη Ρωσία, από την οποία και καταγόταν.[20] Η καταγωγή της, μάλιστα, σε συνδυασμό με τον ρόλο της στη μετάφραση του Ευαγγελίου στη δημοτική είχε ως αποτέλεσμα να μην είναι ιδιαίτερα συμπαθής στην ελληνική κοινή γνώμη.[20] Ήδη από την άφιξή της στην Ελλάδα είχε καθιερώσει τη ρωσική λειτουργική παράδοση στο παρεκκλήσιο του Παλατιού, στοιχείο που αν και δεν ενέκρινε η Εκκλησία της Ελλάδος διακριτικά το παράβλεπε.[28][29] Ακολούθως η Όλγα επιχείρησε να μετατρέψει τη λατρεία με τη ρωσική ορθόδοξη μουσική από υπόθεση εσωτερική του παλατιού σε δημόσια και εθνική.[28][29] Η Όλγα εξέφραζε δυσαρέσκεια για τη βυζαντινή μονοφωνική λειτουργική παράδοση στον Μητροπολιτικό Ναό Αθηνών. Ακολούθως, το 1875 η Ιερά Σύνοδος επέτρεψε με ειδική διάταξη την τέλεση πολυφωνικής ψαλμωδίας στη μητρόπολη αποκλειστικά υπό την παρουσία των μοναρχών.[30]
Κατά την ιστορικό του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών Ολυμπία Σελέκου, η βασίλισσα Όλγα υπήρξε πληροφοριοδότρια της τσαρικής Αυλής και εκπρόσωπος των συμφερόντων της στην Ελλάδα.[εκκρεμεί παραπομπή]
Σε δική της πρωτοβουλία οφείλεται η κατασκευή του ρωσικού νοσοκομείου στον Πειραιά, το οποίο στελεχώθηκε αποκλειστικά από Ρώσους, καθιστώντας το κέντρο συνάντησης των Ρώσων στην Ελλάδα.[εκκρεμεί παραπομπή]
Η Όλγα Κωνσταντίνοβνα ήταν δεύτερο τέκνο και μεγαλύτερη κόρη του Κωνσταντίνου Νικολάγιεβιτς της Ρωσίας (1827 - 1892) και της συζύγου του Αλεξάνδρας της Σαξονίας-Αλτεμβούργου (1830 - 1911), η οποία έγινε, μετά τη μεταστροφή της στην Ορθοδοξία, η Μεγάλη Δούκισσα Αλεξάνδρα Ιωσήφοβνα της Ρωσίας.
Μέσω του πατέρα της η Όλγα ήταν εγγονή του Νικολάου Α΄ της Ρωσίας (1796 - 1855) και της Καρλόττας της Πρωσίας (Αλεξάνδρας Φεοντορόβνας) (1798 - 1860) ενώ, μέσω της μητέρας της, είχε ως πάππο της τον Ιωσήφ της Σαξονίας-Αλτεμβούργου (1789 - 1834).
Η Μεγάλη Δούκισσα είχε, επίσης, την γενεαλογική ιδιαιτερότητα να είναι απόγονος, από την πλευρά της μητέρας της, της Βυζαντινής αυτοκράτειρας Ευφροσύνης Δούκαινας Καματηράς (περίπου 1155 - 1211) και του συζύγου της Αλέξιου Γ΄ Αγγέλου (1195 - 1203).
Στις 27 Οκτωβρίου 1867 παντρεύτηκε, στην Αγία Πετρούπολη, τον Γεώργιο Α΄ της Ελλάδας (1845-1913), με τον τελευταίο να είναι γιος του Χριστιανού Θ΄ της Δανίας (1818-1906) και της συζύγου του, Λουίζας της Έσσης-Κάσσελ (1817-1898).
Από τον γάμο αυτό γεννήθηκαν οκτώ τέκνα:
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.