From Wikipedia, the free encyclopedia
Σε πολιτισμούς όπου επιβάλλεται η μονογαμία, διγαμία είναι η πράξη σύναψης γάμου με ένα άτομο, όντας ακόμη είναι νόμιμα παντρεμένος/η με άλλο άτομο.[1] Η νομική ή εκ των πραγμάτων διάσταση του ζευγαριού δεν μεταβάλλει την οικογενειακή τους κατάσταση ως παντρεμένοι. Στην περίπτωση ενός ατόμου που βρίσκεται στη διαδικασία διαζυγίου του/της συζύγου του, θεωρείται ότι το πρόσωπο αυτό είναι νόμιμα παντρεμένο έως ότου το διαζύγιο καταστεί οριστικό ή απόλυτο, σύμφωνα με το δίκαιο της σχετικής δικαιοδοσίας. Οι νόμοι περί διγαμίας δεν ισχύουν για ζευγάρια που έχουν μία de facto σχέση ή συμβίωση ή που συνάπτουν τέτοιες σχέσεις, όταν κάποιος/α είναι νόμιμα παντρεμένος/η. Εάν ο προηγούμενος γάμος είναι για οποιοδήποτε λόγο άκυρος, το ζευγάρι δεν είναι παντρεμένο και ως εκ τούτου κάθε συμβαλλόμενο μέρος είναι ελεύθερο να παντρευτεί χωρίς να παραβιάσει τους νόμους περί διγαμίας.
Η διγαμία είναι έγκλημα στις περισσότερες χώρες που αναγνωρίζουν μόνο μονογαμικούς γάμους. Όταν συμβαίνει σε αυτό το πλαίσιο, συχνά ούτε ο/η πρώτος/η ούτε ο/η δεύτερος/η σύζυγος γνωρίζουν τον/ην άλλο/η. Σε χώρες που έχουν νόμους κατά της διγαμίας, με μερικές εξαιρέσεις (όπως η Αίγυπτος και το Ιράν), η συγκατάθεση του/τηςπροηγούμενου/ης συζύγου δεν κάνει καμία διαφορά για τη νομιμότητα του δεύτερου γάμου, ο οποίος συνήθως θεωρείται άκυρος.
Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του κέντρου ερευνών Pew, σχεδόν το 2% του παγκόσμιου πληθυσμού ζει σε πολυγαμικά νοικοκυριά, αν και στις περισσότερες χώρες το ποσοστό αυτό είναι κάτω του 0,5%. Η πολυγαμία εμφανίζεται σε μεγαλύτερα ποσοστά σε χώρες της δυτικής και κεντρικής Αφρικής, όπου η περιοχή είναι γνωστή ως "ζώνη πολυγαμίας". Στις περισσότερες χώρες της περιοχής, ένα σημαντικό μέρος του πληθυσμού, στην πλειονότητα ή κατ' αποκλειστηκότητα άνδρες και μάλιστα ανεξαρτήτως θρησκείας, έχουν περισσότερες από μία συζύγους.[2]
Στην αρχαία Ελλάδα και την αρχαία Ρώμη δεν επιτρεπόταν η διγαμία. Μάλιστα, ήταν απαγορευμένη ακόμη και για τους άρχοντες και τους βασιλιάδες ή αυτοκράτορες[3].
Ακόμα και πριν γίνει ο Χριστιανισμός η επίσημη θρησκεία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ο Διοκλητιανός και ο Μαξιμιανός πέρασαν αυστηρούς νόμους κατά της πολυγαμίας το 285 μ.Χ., οι οποίοι επέβαλλαν τη μονογαμία ως τη μόνη μορφή νόμιμης συζυγικής σχέσης, όπως παραδοσιακά συνέβαινε στην κλασική Ελλάδα και τη Ρώμη. Το 393 μ.Χ., ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Θεοδόσιος Α' εξέδωσε ένα αυτοκρατορικό διάταγμα για να επεκτείνει την απαγόρευση της πολυγαμίας στις εβραϊκές κοινότητες. Το 1000 μ.Χ., ο Ραβίνος Γκερσόμ μπεν Ιούδα αποφάνθηκε ότι η πολυγαμία ήταν απαράδεκτη στις εβραϊκές κοινότητες Ασκεναζί, οι οποίες ζούσαν σε χριστιανικό περιβάλλον.
Οι περισσότερες δυτικές χώρες δεν αναγνωρίζουν τους πολυγαμικούς γάμους και θεωρούν τη διγαμία έγκλημα. Αρκετές χώρες απαγορεύουν, επίσης, στους ανθρώπους να ζουν έναν πολυγαμικό τρόπο ζωής. Αυτό συμβαίνει σε ορισμένες πολιτείες των Ηνωμένων Πολιτειών, όπου η ποινικοποίηση ενός πολυγαμικού τρόπου ζωής ξεκίνησε ως νόμοι κατά των Μορμόνων, αν και σπάνια εφαρμόζονται.[4]
Η επιτροπή ανθρωπίνων δικαιωμάτων του Ο.Η.Ε. έχει υποστηρίξει ότι η πολυγαμία παραβιάζει την αξιοπρέπεια των γυναικών και ως εκ τούτου θα έπρεπε να απαγορευθεί στις χώρες, όπου ακόμη επιτρέπεται.[5]
Στο διπλωματικό δίκαιο, οι προξενικοί σύζυγοι από πολυγαμικές χώρες εξαιρούνται μερικές φορές από τη γενική απαγόρευση της πολυγαμίας στις χώρες υποδοχής τους. Σε ορισμένες τέτοιες χώρες, ωστόσο, μόνο ένας/μία σύζυγος ενός/μίας πολυγαμικού/ής διπλωμάτη μπορεί να είναι διαπιστευμένος/η.[6]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.