είδος ελληνικής μουσικής From Wikipedia, the free encyclopedia
Ρεμπέτικο τραγούδι ονομάζεται το ελληνικό αστικό λαϊκό τραγούδι που εμφανίστηκε στα τέλη του 19ου αιώνα και απέκτησε τη γνώριμη μορφή του, περίπου μέχρι την τρίτη δεκαετία του 20ού αιώνα. Εξελίχθηκε στα λιμάνια πόλεων όπου ζούσε η εργατική τάξη (τον Πειραιά, τη Θεσσαλονίκη, την Κωνσταντινούπολη και τη Σμύρνη) και στη συνέχεια πέρασε και σε άλλα αστικά κέντρα. Αναπτύχθηκε μετά το 1922 με την άφιξη των Μικρασιατών στην Ελλάδα. Πλέον, ανήκει επίσημα στον κατάλογο μνημείων άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς της Unesco.
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Σύμφωνα με τον ερευνητή του ρεμπέτικου Πάνο Σαββόπουλο, η λέξη ρεμπέτικο είναι δυσετυμολόγητη (15 ετυμολογικές εκδοχές καταγράφει στο άρθρο του),[1] πάντως πρωτοεμφανίζεται ανάμεσα στα 1910 και 1913 σε ετικέτες δύο δίσκων γραμμοφώνου:
Οι ίδιοι οι ρεμπέτες αποκαλούσαν τα τραγούδια τους απλά λαϊκά τραγούδια. Ο όρος ρεμπέτικο καθιερώθηκε στη δεκαετία του 1960, κυρίως λόγω της δουλειάς του Ηλία Πετρόπουλου, για να συμπεριλάβει όλην την προγενέστερη λαϊκή μουσική, αλλά και άλλα είδη όπως τα σμυρναίικα, τα πολίτικα, τα μουρμούρικα και άλλα αδέσποτα τραγούδια, που δεν έχουν στενή μουσικολογική σχέση μεταξύ τους.
Κατά μία άποψη, η χρήση του όρου ρεμπέτικο ήταν πιο εύηχη από το λαϊκό, διότι το λαϊκό παραπέμπει ευθέως στο λαό που γράφει ακούει και εκφράζεται με αυτή τη μουσική (δηλαδή στη συγκεκριμένη περίπτωση τον ελληνικό λαό). Λαϊκή μουσική ήταν όμως και η πλακιώτικη και επτανησιακή καντάδα. Ο όρος ρεμπέτικο είναι πιο συγκεκριμένος, εάν και λαϊκά εννοεί συνήθως τα ρεμπέτικα.
Ο Ηλίας Πετρόπουλος, ένας από τους μεγαλύτερους μελετητές του ρεμπέτικου, χωρίζει την ιστορία του ρεμπέτικου σε τρεις περιόδους:
Το ρεμπέτικο τραγούδι είναι το ελληνικό αστικό τραγούδι στη απαρχή του. Εξελίχθηκε μέσα από την ελληνική μουσική παράδοση, του δημοτικού τραγουδιού και των κλέφτικων από τους κατοίκους των ελληνικών πόλεων. Τα πρώτα ρεμπέτικα ακούσματα άρχισαν να σημειώνονται στην Αθήνα στις φυλακές του Μεντρεσέ το 1834 τα λεγόμενα μουρμούρικα. Την ίδια εκείνη εποχή οι Βαυαροί προσπαθούσαν να εισαγάγουν στη τότε αθηναϊκή κοινωνία τις καντρίλιες και την πόλκα. Αντίθετα, στη πλατεία του Ψυρρή τα μουρμούρικα, και τα σεβνταλίτικα άρχισαν να βρίσκουν ανάπτυξη. Στις αρχές του 1900 τα ρεμπέτικα αποτελούσαν το λαϊκό τραγούδι των φτωχών συνοικιών των κυριοτέρων πόλεων. Την ίδια εποχή εμφανίζονται στον Πειραιά ως πρωτορεμπέτικα τα λεγόμενα γιαλάδικα, που πήραν τ' όνομά τους από τη συχνά επαναλαμβανόμενη λέξη γιάλα -γιάλα ή αμάν γιάλα ή γιαλελέλι. Μετά το 1922 έγινε μίξη των τραγουδιών μ' εκείνα της Μικράς Ασίας και του Βοσπόρου, με έντονη την εμφάνιση του αμανετζίδικου λαϊκού τραγουδιού. Τότε εμφανίζονται και τα περισπούδαστα του είδους καφέ αμάν όπου το ρεμπέτικο τραγούδι άρχισε ν' αναπτύσσεται ευρύτατα μέχρι το 1936 όταν και απαγορεύτηκαν θεωρούμενα τουρκοειδή.
Σημειώνεται πως έναν χρόνο πριν το 1935, τα αμανετζίδικα είχαν απαγορευτεί στη Τουρκία θεωρούμενα κατάλοιπο ελληνικό μουσικό είδος.
Το 1922 είναι η χρονιά της μικρασιατικής καταστροφής την οποία ακολουθεί η αναγκαστική πλέον ανταλλαγή πληθυσμών, σύμφωνα με τη Συνθήκη της Λωζάνης. Πολλοί Μικρασιάτες εγκαθίστανται στις μεγάλες πόλεις της Ελλάδας φέρνοντας από εκεί τις μουσικές τους παραδόσεις.
Αυτή την περίοδο η θεματολογία του ρεμπέτικου περιλαμβάνει κυρίως ερωτικά (όπως σε όλες τις μουσικές) αλλά και μάγκικα τραγούδια (π.χ. τραγούδια της φυλακής, ναρκωτικά).
Το 1932 κυκλοφορούν οι πρώτες ηχογραφήσεις τραγουδιών από τον Μάρκο Βαμβακάρη. Την επόμενη χρονιά, το 1933, καταγράφονται οι πρώτες ηχογραφήσεις με μπουζούκι στην Ελλάδα από τον Γιώργο Μπάτη σε δίσκο που δεν κυκλοφόρησε αμέσως και τον Μάρκο Βαμβακάρη με το «Να 'ρχόσουνα ρε μάγκα μου».
«Η τετράς η ξακουστή του Πειραιώς», όπως αυτοαπακαλούνταν, ήταν η πρώτη ρεμπέτικη κομπανία που συστάθηκε στην Ελλάδα, το καλοκαίρι του 1934. Το σχήμα αποτελούνταν από τον Μάρκο Βαμβακάρη, τον Γιώργο Μπάτη, τον Στράτο Παγιουμτζή και τον Ανέστη Δελιά. Η πρώτη εμφάνισή τους γίνεται στο καφενείο Η μάντρα του Σαραντόπουλου, στην περιοχή της Ανάστασης στο Κερατσίνι. Η κομπανία έθεσε τις βάσεις του λεγόμενου πειραιώτικου ρεμπέτικου τραγουδιού στη μορφή που το γνωρίζουμε σήμερα.[3]
Το 1936 ξεκινάει η δικτατορία του Μεταξά και επιβάλλεται λογοκρισία.[4] Αναγκαστικά η δισκογραφία προσαρμόζεται και οι αναφορές σε ναρκωτικά, τεκέδες κ.λπ. εκλείπουν από τις ηχογραφήσεις. Πάντως, μέχρι το 1941 εμφανίζονται οι περισσότεροι από τους κλασικούς συνθέτες και τραγουδιστές του ρεμπέτικου τραγουδιού στη δισκογραφία, όπως ο Στράτος Παγιουμτζής, ο Μπαγιαντέρας, ο Γιάννης Παπαϊωάννου, ο Απόστολος Χατζηχρήστος, ο Βασίλης Τσιτσάνης, ο Μανώλης Χιώτης, ο Στελλάκης Περπινιάδης, η Ρόζα Εσκενάζυ και πολλοί άλλοι.
Με τη κήρυξη του πολέμου το 1940 γράφτηκαν αρκετά ρεμπέτικα τραγούδια για τον πόλεμο, όπως χαρακτηριστικά τέτοια ήταν «Ο Μάρκος φαντάρος» (Μάρκου Βαμβακάρη), «Τους Κενταύρους δεν φοβάμαι», «Στης Πίνδου τα βουνά», «Γλυκό νά 'ναι το βόλι», (και τα τρία του Μπαγιαντέρα), «Τον πόλεμο μας κήρυξες» (του Κώστα Καρίπη), «Θα πάρω το τουφέκι μου» (του Στέλιου Κερομύτη) κ.ά. Με τη γερμανική κατοχή το 1941, τα εργοστάσια των δισκογραφικών εταιρειών κλείνουν και οι ηχογραφήσεις σταματούν έως το 1946.
Κορυφαία προσωπικότητα του ρεμπέτικου αναδεικνύεται αυτή την περίοδο ο Βασίλης Τσιτσάνης. Μετά την απελευθέρωση το ρεμπέτικο αρχίζει να καταξιώνεται ως λαϊκή μουσική ευρείας αποδοχής και βγαίνει από το περιθώριο. Εμφανίζονται νέοι τραγουδιστές όπως η Σωτηρία Μπέλλου και ο Πρόδρομος Τσαουσάκης. Οι περισσότεροι μελετητές θεωρούν ότι μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1950 το ρεμπέτικο, στη γνήσιά του μορφή, πεθαίνει και δίνει τη θέση του σε μια νεότερη μορφή του ρεμπέτικου το λεγόμενο αρχοντορεμπέτικο το οποίο και άνοιξε το δρόμο της ευρύτερης πλέον αποδοχής του μουσικού είδους[5] και του μεταγενέστερου λαϊκού τραγουδιού. Γνωστοί καλλιτέχνες του είδους είναι οι: Ζακ Ιακωβίδης, Κώστας Καπνίσης, Tάκης Μωράκης, Γιώργος Μουζάκης και άλλοι.
Στη δεκαετία του 1960, αρχίζει η εποχή της πρώτης αναβίωσης του ρεμπέτικου, όπου και επανηχογραφούνται παλαιότερες επιτυχίες και εκδίδονται μελέτες πάνω στο θέμα και ανθολογίες τραγουδιών, από συγγραφείς όπως ο Ηλίας Πετρόπουλος και ο Ντίνος Χριστιανόπουλος,[6][7][8] βιογραφίες ρεμπετών, ενώ γίνονται και αρκετές νέες ηχογραφήσεις (την πρώτη μελέτη όμως έχει παρουσιάσει ο Μάνος Χατζιδάκις ήδη μετά την κατοχή).[9][10] Όμως από το 1944 ο Νίκος Σκαλκώτας θα εισαγάγει τη ρεμπέτικη μουσική στην ελληνική συμφωνική δημιουργία: πρόκειται για το Κονσέρτο για δύο βιολιά όπου εντάσσει, στο δεύτερό του μέρος, το "Θα πάω εκεί στην Αραπιά" του Βασίλη Τσιτσάνη.[11] Τον επόμενο χρόνο ο συνθέτης Γιάννης Α. Παπαϊωάννου θα χρησιμοποιήσει σε δικό του συμφωνικό έργο, τον «Βασίλη Αρβανίτη», ένα ζεϊμπέκικο.
Τα χρόνια που ακολούθησαν τη Μικρασιατική Καταστροφή, αλλά και πριν από αυτήν, μεγάλος αριθμός Ελλήνων μετανάστευσε στις Η.Π.Α., μεταφέροντας εκεί την ελληνική μουσική παράδοση, αλλά και το ρεμπέτικο. Ήδη από τις αρχές του 20ού αιώνα ηχογραφούνται από αμερικάνικες εταιρείες σμυρναίικα και δημοτικά τραγούδια.
Το 1919 ιδρύονται οι πρώτες ελληνικές δισκογραφικές εταιρείες και από τα μέσα της δεκαετίας του 1920 υπάρχουν ηχογραφήσεις τραγουδιών τα οποία μπορούν να θεωρηθούν ρεμπέτικα, πριν ακόμα αρχίσουν οι ηχογραφήσεις στην Ελλάδα. Μέχρι και τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο γράφονται και ηχογραφούνται αρκετά πολύ αξιόλογα κομμάτια, ενώ η συνεργασία ελλήνων με ξένους μουσικούς δίνει πολύ ενδιαφέροντα αποτελέσματα.
Τα βασικά όργανα του ρεμπέτικου τραγουδιού της κλασικής περιόδου είναι το μπουζούκι και η κιθάρα. Το μπουζούκι είναι το σολιστικό όργανο και παίζει τη μελωδία, ενώ η κιθάρα αναλαμβάνει το ρυθμικό μέρος -με παίξιμο «μπασοκίθαρο» όπως λέγεται ο χαρακτηριστικός τρόπος παιξίματος της λαϊκής κιθάρας. Συχνά υπάρχουν δύο μπουζούκια που παίζουν διφωνίες (πρίμο-σεγόντο) ή και ψηλά-χαμηλά. Καμιά φορά συμμετέχει και ο μπαγλαμάς σαν σολιστικό συμπλήρωμα του μπουζουκιού, αν και τις περισσότερες φορές παίζει ρυθμό.
Ενίοτε χρησιμοποιούνται επίσης το ακορντεόν, το βιολί, το πιάνο, το κοντραμπάσο, και ως κρουστά τα κουτάλια, τα ζίλια. Στις παλαιότερες ηχογραφήσεις, πιο κοντά στη δημοτική ή στην ανατολική παράδοση, ακούγονται σαντουροβιόλια (σαντούρι και βιολί), κανονάκι και ούτι. Ορισμένες φορές ακούγεται κάτι σαν ήχος γυαλιού. Πρόκειται για τον ήχο που παράγεται από το χτύπημα ενός κομπολογιού σε ένα ποτήρι, γνωστό και ως ποτηροκομπολόγι. Στις παρέες και στις ταβέρνες συνήθιζαν να συνοδεύουν τους μουσικούς με αυτόν τον τρόπο, συνήθεια που πέρασε και σε κάποιες ηχογραφήσεις.
Η θεματολογία των ρεμπέτικων τραγουδιών κινείται σε χώρους συνηθισμένους σε κάθε είδος μουσικής, π.χ. έρωτας, αλλά και στο χώρο της μαγκιάς. Αρχικά κυριαρχούσε το ερωτικό στοιχείο και η θεματολογία ναρκωτικά - φυλακή - παρανομία. Σταδιακά και με την εξάπλωση του ρεμπέτικου σε ευρύτερες μάζες, τα μάγκικα τραγούδια πέρασαν στο περιθώριο, και αναδεικνύονται πολλά κοινωνικά θέματα χωρίς βέβαια να χάσει τη πρωτοκαθεδρία του ο έρωτας.
Έχουν γραφτεί ρεμπέτικα τραγούδια για θέματα όπως ο έρωτας, τα ναρκωτικά (χασίς, κοκαΐνη κ.ά.) και οι τεκέδες, η φυλακή, για συγγενικά πρόσωπα (π.χ. η μητέρα), ο θάνατος, η ξενιτιά, σατιρικά, για τον στρατό και τον πόλεμο, για «μικρά» θέματα της καθημερινής ζωής, για εξωτικούς τόπους, για τη φτώχεια, για πρόσωπα, για την εργασία, την ασθένεια, την πορνεία, για τις μικρές λύπες και καημούς των ανθρώπων, και άλλα.
Ειδικότερα για τους ρεμπέτες χαρακτηριστικοί υπήρξαν οι «αισιόδοξοι» στίχοι δύο κλασικών ρεμπέτικων τραγουδιών:
Όλοι οι ρεμπέτες του ντουνιά εμένα μ' αγαπούνε,
μόλις θα μ' αντικρύσουνε θυσία θα γενούνε. (στίχοι, σύνθεση Μ. Βαμβακάρη)
--------------------------------------------------------------------
Εβίβα ρεμπέτες εβίβα παιδιά, μες' τη ρεμπέτικη τούτη βραδιά.
Παίξε μπουζούκι μου κι όχι πολλά, λίγα χρόνια και καλά. (στίχοι σύνθεση Απ. Καλδάρα)
Ο κατάλογος αυτός με τα προσωνύμια, δεν είναι πλήρης, αφού υπάρχουν κάποιοι ακόμα αξιόλογοι καλλιτέχνες του ρεμπέτικου
Α
Β
Γ
Δ
Ε
ΖΙ
Κ
Λ
Μ
|
Ν
Π
Ρ
Σ
Τ
ΥΦ
Χ
|
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.