Remove ads
From Wikipedia, the free encyclopedia
Τα κλέφτικα τραγούδια ως διακριτό είδος των επικών δημοτικών τραγουδιών πήραν το όνομά τους από το περιεχόμενο των στίχων τους. Σε ό,τι αφορά στον ελλαδικό χώρο τα κλέφτικα τραγούδια είναι δημιουργήματα μιας συγκεκριμένης περιόδου της Τουρκοκρατίας μετά τον 16ο αιώνα και στα θέματά τους διαφαίνεται η επαναστατική δράση των κλεφτών και των αρματολών[1]. Στους στίχους εγκωμιάζεται η ζωή, τα κατορθώματα, η νικηφόρα μάχη ή ο ένδοξος θάνατός τους. Μολονότι αναφέρονται σε ιστορικά γεγονότα, δεν περιλαμβάνουν ακριβή διήγηση, ούτε προσήλωση σε συγκεκριμένα πρόσωπα. Εδώ οι ήρωες, σε αντίθεση από τα ακριτικά, δεν έχουν υπερφυσικές ικανότητες και είναι απλοί θνητοί. Στα ολιγόστιχα λιτά, χωρίς εξηγήσεις και περιγραφές περιστατικών, κλέφτικα τραγούδια η μετάβαση από την μια εικόνα στην άλλη γίνεται γρήγορα. Σε όλα σχεδόν απαντάται ζωντανός διάλογος μεταξύ προσώπων, ενώ ενίοτε, όταν δεν υπάρχει δεύτερο πρόσωπο, ο δημιουργός εισάγει μια συμβατική εικόνα, ένα πουλί με ανθρώπινη λαλιά, μια κόρη, προκειμένου να παραχθεί ο διάλογος.
να μπαίνει ό ήλιος το πρωϊ και το δροσό το βράδυ,
να μπαινοβγαίνουν τα πουλιά, της άνοιξης τ΄αηδόνια,
και να περνούν οι γέμορφες, να με καλημεράνε».
ΤΟΥ ΚΛΕΦΤΗ ΤΟ ΚΙΒΟΥΡΙ
«Κόφτε κλαριά και στρώστε μου, κλαριά να με σκεπάστε,
και στη δεξιά μου τη μεριά ν΄αφήστε παρεθύρι,
να μπαιζοβγαίνει το πουλί, να φέρνει τα χαμπέρια».
ΤΟΥ ΛΑΒΩΜΕΝΟΥ ΚΛΕΦΤΗ
Και πάρτε το μαχαίρι μου τ΄ασημοχάντσερό μου
Και φκιάστε μου το μνήμα μου και φκιάστε το κιβούρι
Νάναι πλατύ, νάναι μακρύ, να πέρνη δυό νομάτους
Να στέκ΄ορτός να πολεμώ, να πέφτω, να γιωμίζω.
Και στη δεξιά μου την μεριά αφήστε παραθύρι,
Να μπαινοβγαίνουν τα πουλιά, της άνοιξης τ΄αηδόνια.
ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΛΕΦΤΗ
Μότο σε βιβλίο του Γκαίτε
Και φέρτε μοu και ταμπουρί, πικρά να το βαρέσω
Να πω τραγούδια θλιβερά, τραγούδια μοιρολόγια
Πικρό πούναι το βάρημα, φαρμακερό το βόλι.
Μην πείτε πως απέθανα μήτε πως μ΄εσκοτώσαν
Μόνε πως επαντρεύθηκα πολύ μακρυά στα ξένα.
Αποτελεί γεγονός ότι σε επαρχίες της Στερεάς Ελλάδας, της Ηπείρου, της Θεσσαλίας, της δυτικής Μακεδονίας και της κεντρικής Μακεδονίας και ιδίως στις ορεινές και δυσπρόσιτες περιοχές διαμορφώθηκε τους τελευταίους αιώνες της οθωμανικής αυτοκρατορίας ένα ιδιαίτερο σύστημα δημόσιας ασφάλειας, οργανωμένο σε τοπικό επίπεδο. Έτσι, η προστασία ενός αριθμού γειτονικών κοινοτήτων παραχωρείτο από τις οθωμανικές αρχές σε μιαν ομάδα τοπικών ενόπλων, των αρματολών. Αυτοί επιφορτίζονταν με το έργο αντιμετώπισης άλλων ομάδων τοπικών ενόπλων των κλεφτών, που με την παράνομη ένοπλη δράση τους, στοιχειοθετημένη από λεηλασίες, καταστροφές σοδειάς, ζωοκλοπές κ.ά., έθεταν σε κίνδυνο τη ζωή και την περιουσία των κατοίκων[2].
Στα κλέφτικα τραγούδια αποτυπώνονται στιγμές από τη δράση των ομάδων αυτών. Πρόκειται κυρίως για περιστατικά ένοπλης αντιπαράθεσης κλέφτικων ομάδων με αρματολικές, αλλά και όψεις από τη ζωή τους γενικότερα. Επιπλέον σε αυτά εκβάλλουν συστήματα αξιών, στάσεις ζωής και πολιτισμικές πρακτικές που αναπτύσσονται ιδιαίτερα στον αγροτικό χώρο και τους ορεσίβιους. Από αυτή την άποψη τα κλέφτικα συνιστούν πολιτισμική παραγωγή μιας ιστορικά και κοινωνικά προσδιορισμένης κοινωνικής πραγματικότητας: των ορεινών αγροτικών και ποιμενικών κοινοτήτων του ηπειρωτικού χώρου της νότιας Βαλκανικής κατά τον 18ο αιώνα.
Ωστόσο, οι ένοπλες αυτές ομάδες περιβλήθηκαν με μυθοποιητική διάσταση και ανάχθηκαν σε εθνικούς μύθους, ως τεκμήρια για τη διαρκή αντίσταση του ελληνικού έθνους ενάντια στους Οθωμανούς. Συνεπώς, οι λαογραφικές αναλύσεις για το κλέφτικο τραγούδι και την εξέχουσα θέση του στο οικοδόμημα της ελληνικής λαογραφίας, δεν αντλούν τεκμήρια ούτε από την κειμενική ανάλυση, ούτε από άλλες συναφείς ιστορικές μαρτυρίες[3]. Γίνεται αντιληπτό ότι εφόσον ο γραπτός λόγος ήταν το μέσο έκφρασης και επικοινωνίας των διευθυντικών τάξεων και της νόμιμης κοινωνίας -είτε το κοινωνικό σώμα που παρήγαγε το κλέφτικο τραγούδι ήταν οι κλέφτες, δηλαδή τα λησταντάρτικα σώματα που δρούσαν σε ολόκληρη τη Βαλκανική και την Εγγύς Ανατολή, είτε οι αρματολοί- συμπεραίνεται ότι έγινε όχημα έκφρασης ιδεολογιών της συγκεκριμένης εποχής[4].
Οι δεσπόζουσες αντιθέσεις που αναπτύσσονται στους διάλογους των κλέφτικων τραγουδιών είναι μεταξύ πλούσιων κατά φτωχών ή κυρίων κατά δούλων, γαιοκτημόνων κατά μικροκαλλιεργητών, αρχόντων κατά ραγιάδων, εντέλει της κοινότητας κατά του ατόμου.
[…]Εγώ ραγιάς δε γένομαι, Τούρκους δεν προσκυνάω,
Δεν προσκυνώ τους άρχοντες και τους κοτζαμπασήδες,
Μον’ καρτερώ την άνοιξη[…]
Η βαριά φορολογία και η συναφής κερδοσκοπία ή η αυθαίρετη άσκηση εξουσίας συνιστούν τις κύριες εστίες έντασης. Στο επίπεδο των κοινωνικών συγκρούσεων, με εστία έντασης την κατανομή πλούτου και τη διεκδίκηση δύναμης και αυθεντίας, οι άξονες αντίθεσης επικεντρώνονται στην κατοχή αγαθών σε αντιπαράθεση με την κοινωνική ληστεία, στην νόμιμη εξουσία κατά της αντιεξουσίας, των αρματολών κατά των κλεφτών και της νομοταγούς κοινωνίας κατά της παρακοινωνίας των ληστανταρτών. Η κοινωνία κατά της παρακοινωνίας, η νομιμότητα κατά της παρανομίας, η υποταγή κατά της ανταρσίας, καταλήγουν στη θεμελιώδη αντίφαση ότι η επίσημη δίωξη των παρανόμων αντιτίθεται στην έμπρακτη θεσμοποίηση του ρυθμιστικού κοινωνικού τους ρόλου.
Από τη μελέτη της ιστορικοκοινωνικής πραγματικότητας του 18ου αιώνα στις γεωγραφικές περιοχές του κλέφτικου τραγουδιού, προκύπτει ότι προβάλλονται δύο διαφορετικά πολιτισμικά πρότυπα εν είδει πολιτισμικού δυισμού. Η περιβάλλουσα κοινωνία απαρτίζεται από τη νόμιμη, κρατική οθωμανική εξουσία, τις κυρίαρχες τάξεις και τους υποταγμένους πληθυσμούς των κοινοτήτων που εκφράζει στο σύνολό της έναν ηγεμονικό λόγο. Στις παρυφές αυτού του κυρίαρχου λόγου αναπτύσσεται μια μορφή κοινωνικής αντίδρασης όχι μόνον στον ελλαδικό αλλά γενικότερα στον βαλκανικό χώρο, από τους κλέφτες και τις ορεινές νομαδικές και αγροτικές κοινότητες που στήριξαν την ύπαρξή τους. Έτσι, τα κλέφτικα τραγούδια ιδωμένα υπό μία συγκεκριμένη οπτική γωνία παραπέμπουν στον κλέφτη, προκειμένου να τεκμηριώσουν την άρνηση της κατεστημένης νομιμότητας.
Επιπλέον, μπορεί να αναφέρονται σε συγκεκριμένα ιστορικά γεγονότα και επώνυμους κλέφτες, [...]Το που’ σαι Τσόγκα μ’ αδερφέ και συ Λάμπρο Σουλιώτη;[…]. Ο στόχος τους, ωστόσο, δεν είναι η ιστορική ακρίβεια αλλά το συγκεκριμένο ήθος που εκφράζει ένα σύστημα αξιών, μια συγκεκριμένη ιδεολογία. Ο λαϊκός ήρωας στα κλέφτικα τραγούδια, αμυνόμενος, απορρίπτει αδίστακτα την εντολή σε υποταγή και προκρίνει τον θάνατο, αρνούμενος να διαχωρίσει την ατομική του ύπαρξη από την ανεξαρτησία και την ακεραιότητα του εγώ[5]. Επειδή λοιπόν τον 18ο αιώνα ήταν σχεδόν αποκλεισμένη η ομαδική συλλογική επαναστατική δράση, ο κλέφτης αποτελεί αιτιολογημένο σύμβολο της ατομικής αντιπαράθεσης με τους φορείς της εξουσίας.
Παρόλο που το κλέφτικο τραγούδι δεν είχε πιθανώς καθολική κοινωνική απήχηση και αποδοχή στις περιοχές δράσης των κλεφτών, έξω από αυτές το ιδεολογικό του μήνυμα είχε μια διαταξική πρόσληψη και λειτουργία[6]. Έτσι η ποιητική έκφραση των πληθυσμών της υπαίθρου, ειδικότερα των καταπιεσμένων κοινωνικών στρωμάτων που είναι γενικότερα οι φυσικοί φορείς του δημοτικού τραγουδιού και οι παράγοντες που το συντηρούν και το αναπαράγουν, μεταφέρθηκε κωδικοποιημένη στα μπαϊράκια των επαναστατικών σωμάτων, ως απόλυτο αίτημα ελευθερίας[7].
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.