Έλληνας επαναστάτης From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Αντώνης Κατσαντώνης του Ιωάννη (πραγματικό όνομα Αντώνης Μακρυγιάννης, 1775 - 28 Σεπτεμβρίου 1808) ήταν ήρωας του προεπαναστατικού Ελληνισμού.[1][2] Υπήρξε αρχηγός Ελλήνων κλεφταρματολών, εθνομάρτυρας, πρόδρομος του 1821.[2]
Αντώνης Κατσαντώνης | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Αντώνης Κατσαντώνης (Ελληνικά) |
Όνομα γεννήσεως | Αντώνης Μακρυγιάννης |
Γέννηση | 1775 Δήμος Αγράφων |
Θάνατος | 28 Σεπτεμβρίου 1809 Ιωάννινα |
Χώρα πολιτογράφησης | Οθωμανική Αυτοκρατορία |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | Ελληνικά |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | στρατιωτικός |
Έζησε και έδρασε στα βουνά των Αγράφων και των γύρω περιοχών. Τον Αύγουστο του 1807, ο Κατσαντώνης συνελήφθη με δόλιο τρόπο, κατ' εντολή του Αλή Πασά, και οδηγήθηκε στα Ιωάννινα. Εκτελέστηκε στις 28 Σεπτεμβρίου 1808, αφού υπέστη βασανιστήρια.[3]
Η φήμη του Κατσαντώνη επέζησε και μετά από την περίοδο της επανάστασης και διαδόθηκε κυρίως από τη δημοτική μούσα ως ο Αετός των Αγράφων και το Λιοντάρι της Κλεφτουριάς".[4][5][6]
Πρωτοπαλίκαρο του υπήρξε, ο "Αχιλλέας της Ρωμιοσύνης", όπως ονόμασε ο Κωστής Παλαμάς τον Καραϊσκάκη.[7]
Ο Κατσαντώνης θεωρείται από τους ιστορικούς ως εφάμιλλος του Κολοκοτρώνη, του Καραϊσκάκη, του Ανδρούτσου. Χαρακτηριστικά: ο Άγγλος J. Emerson, οι Γάλλοι E. Yemeniz, C. Fauriel και Pouqueville κ.λ.π. καθώς και πολλοί διακεκριμένοι Έλληνες συγγραφείς, όπως ο Α. Βαλαωρίτης, ο Δ. Λουκόπουλος, ο Ε. Φραγγίστας, ο Ι. Βλαχογιάννης, ο Χ. Χρηστοβασίλης, ο Σ. Γρανίτσας, ο Δ. Σταμέλος, ο Δ. Φωτιάδης, ο Κασομούλης, ο Π. Βασιλείου, ο Μ. Γκιόλιας και πολλοί άλλοι..[2][8]
Ο Δήμος Βορείων Τζουμέρκων, προς τιμήν του Κατσαντώνη, χαρακτήρισε το έτος 2022 ως «Έτος Κατσαντώνη».
Γεννήθηκε γύρω στα 1775, στο χωρίο Μάραθο (Μύρεσι) στα Άγραφα και ήταν ο πρωτότοκος γιος του Γιάννη Μακρυγιάννη και της Αρετής Δίπλα, κόρης του κλεφτοκαπετάνιου των Αγράφων Βασίλη Δίπλα.[2][9][10][11] Το προσωνύμιο Κατσαντώνης αποδίδεται στη φράση της μητέρας του “κάτσε Αντώνη”, με την οποία προσπαθούσε να αποτρέψει το γιο της από το να βγει στα βουνά κλέφτης.[12]
Είχε άλλα τέσσερα αδέλφια: τον Γιώργο Χασιώτη (που γεννήθηκε στα Χάσια), τον Κώστα Λεπενιώτη (που γεννήθηκε στη Λέπενο), και τον Χρήστο ή Κούτσικο (δηλ. Μικρό), ο οποίος πέθανε φυλακισμένος από τους Τούρκους στα Μετέωρα). Επίσης, μία αδελφή ονόματι Κατερίνα.[13]
Κατά την πιθανότερη εκδοχή, ο Κατσαντώνης νυμφεύθηκε την Αγγελική (Αγγέλω) Δράκου, κόρη εύπορου κτηνοτρόφου, με την οποία απέκτησε τρία παιδιά.[14]
Σύμφωνα με τον ιστορικό και βιογράφο του Επαμεινώνδα Φραγκίστα , ο Κατσαντώνης εντάχθηκε στο ασκέρι του Βασίλη Δίπλα, μαζί με τα αδέρφια του Κώστα Λεπενιώτη και Γεώργιο Χασιώτη, αύξησε τους ανθρώπους του και απέκτησε δικό του ασκέρι με 80 περίπου άνδρες.[15]
Σύντομα του δόθηκε διαταγή να στρατολογήσει παλικάρια στα Τζουμέρκα. Τότε ο Κατσαντώνης κινδύνευσε να πολιορκηθεί μέσα σε ένα σπίτι από 50 περίπου Τούρκους και Αλβανούς. Προσποιούμενος ότι υποχωρεί, έκανε ένα μεγάλο ημικύκλιο, αιφνιδίασε από τα νώτα τους τους εχθρούς του και τους νίκησε. Το γεγονός αυτό του προσκόμισε μεγάλη φήμη. Ο Δίπλας, που τότε ήταν γέρος, βρήκε τον αντικαταστάτη του.[16]
Ο Κατσαντώνης ήταν εξαιρετικά οργανωτικός. Συγκέντρωσε το λεγόμενο «νταϊφά» (σώμα ενόπλων) το οποίο αποτελούσαν 60 έως 80 άνδρες, σε έκτακτες περιστάσεις 200 και σε απόλυτη ανάγκη 500. Ταυτόχρονα εκπαίδευε τους άνδρες του τόσο στην τέχνη του πολέμου όσο και στη στρατηγική. Πολλοί ιστορικοί, ανάμεσα τους και ο ιστορικός Δημήτριος Φωτιάδης, υποστηρίζουν ότι το κλέφτικο σώμα του Κατσαντώνη υπήρξε μια «Στρατιωτική Ακαδημία του Κλεφτοπολέμου».[17]
Ο Κατσαντώνης "στὶς ἀρχὲς τοῦ 18ου αἰῶνα στάθηκε ὑπόδειγμα κλέφτη, μὲ ἠθικὸ ἀνάστημα λαμπρό, ποὺ ἐπέδρασε εὐεργετικὰ στὴν ὑστεροφημία του καὶ τὴ σύνδεσή του μὲ τὸν γενικότερο λαϊκὸ θαυμασμό. Σεβόταν τὴν γυναῖκα καὶ τὴν οἰκογενειακὴ τιμὴ καὶ πολλὲς φορὲς ἦταν μεγαλόψυχος ἀκόμα καὶ στοὺς ἐχθρούς του".[2]
Ο Ἐπαμεινωνδας Φραγκίστας, αναφέρει γι αυτόν πὼς "στὴν μάχη τῶν Κατσαντωναίων μὲ τοὺς Τουρκαλβανοὺς τοῦ Ἀλῆ-Πασᾶ στὸ Μαλατέϊκο λημέρι τὸν Αὔγουστο τοῦ 1806 πιάστηκε αἰχμάλωτος ἕνας μπουλούκμπασης (σωματάρχης) ὀνόματι «Ντούμηκας», ὁ ὁποῖος ἐλαφρὰ τραυματισμένος στὸ μηρό, παρουσιάστηκε καὶ γονατιστὸς παρακάλεσε τὸν Κατσαντώνη κλαίγοντας νὰ μὴν τὸν σκοτώσει, γιατί ἔχει καὶ δύο (2) ἀνύπαντρες ἀδερφές, ποὺ θὰ πρέπει νὰ τὶς ἀποκαταστήσει. Τότε ὁ ἥρωας συγκινήθηκε στὸ ἄκουσμα αὐτό, καὶ διέταξε νὰ τοῦ χαρίσουν τὴν ζωὴ δίνοντάς του καὶ ἕνα χρυσὸ νόμισμα".[18]
Αρχικά έκανε επιθέσεις σε Οθωμανούς στα Άγραφα, στους Μελισσουργούς και στα Τζουμέρκα. Έπειτα, συνέχισε τον ένοπλο αγώνα του και σε περιοχές που βρίσκονταν στο πασαλίκι των Ιωαννίνων[2][19]
Το 1804, ο Αλή Πασάς διέταξε τον Κατσαντώνη να του δηλώσει υποταγή.[20] Ο τελευταίος αρνήθηκε με ένα γράμμα με βωμολοχίες.[2][21] Η αντίδραση του Αλή Πασά ήταν να στείλει τότε τον Ιλιάσμπεη με 100 διαλεχτούς Αλβανούς να αναμετρηθεί με τον Κατσαντώνη. Εκείνος υποδέχτηκε τον Ιλιάσμπεη κοντά στο χωριό Κλειστό. Η σύγκρουση ήταν σφοδρή και σύντομη. Ο Κατσαντώνης γνωρίζοντας καλά τον τόπο κατάφερε να ωθήσει τους Αλβανούς ανάμεσα σε δύο πυρά και να τους νικήσει κατά κράτος σε σύντομο χρονικό διάστημα.[22]
Ο Αλή Πασάς ως αντίποινα της πανωλεθρίας του Ιλιάσμπεη, αιχμαλώτισε τους γονείς του Κατσαντώνη και τους θανάτωσε μετά από ωμά βασανιστήρια, πιστεύοντας πως έτσι θα τον κάνει να λυγίσει.[23] Ο Κατσαντώνης αποφάσισε να εκδικηθεί.[24]
Ο Αλβανός πασάς έστειλε τότε τον Γιουσούφ Αράπη να αφανίσει τους κλέφτες των Αγράφων. Ο Γιουσούφ Αράπης φημιζόταν για το πώς βασάνιζε τους Έλληνες κι έτσι αφού πήρε 150 πολεμιστές, ξεχύθηκε στα Άγραφα και στρατοπέδευσε στον Βάλτο, ενώ οι 150 πολεμιστές στρατοπέδευσαν στην κοντινή Κεχρινιά. Αυτό όμως ήταν ολέθριο λάθος, γιατί ο Κατσαντώνης μάζεψε όλους τους άνδρες που είχε στην διάθεσή του και επιτέθηκε στην Κεχρινιά. Από τους 150 πολεμιστές επιβίωσαν μόνον έξι. Ο Γιουσούφ Αράπης αναγκάστηκε να υποχωρήσει. Ο Κατσαντώνης είχε πάρει εκδίκηση.[25]
Έπειτα ο Πασάς των Ιωαννίνων έστειλε τον Χασάν Μπελούση να πολεμήσει τον Κατσαντώνη το 1805. Ο τελευταίος όμως πολιόρκησε τον Μπελούση στο μοναστήρι του Αγίου Αιμιλιανού της Τατάρνας, κοντά σε έναν ποταμό. Αλλά ένας άλλος αξιωματικός του Αλή πασά, ο Άγο Βασιάρης μαθαίνοντας για την δύσκολη θέση του Μπελούση έτρεξε να τον βοηθήσει με πολεμιστές περικυκλώνοντας τον Κατσαντώνη. Το βράδυ όμως, ο Κατσαντώνης και οι άνδρες του έκοψαν κλαριά από έλατα, βούτηξαν στον διπλανό ποταμό και καβαλώντας τα κλαριά πέρασαν πίσω από τις θέσεις του Άγο Βασιάρη. Αφού του έκαναν επίθεση και σκόρπισαν τους εχθρούς τους, γύρισαν στην περιοχή τους.[26]
Τον χειμώνα του 1806, ο Κατσαντώνης βρέθηκε στα Επτάνησα και συγκεκριμένα στην Λευκάδα, βοηθώντας τον Ρώσο στρατηγό Ανρέπ και τον Ιωάννη Καποδίστρια στην αναχαίτιση της απόβασης των Γάλλων στο νησί.[27] Στις 30 Ιουνίου 1807, ο Καποδίστριας με τους προεστούς του επαναστατημένου γένους, με τους Καπεταναίους της Θάλασσας και της Πιερίας, του Ολύμπου και Μοριά, και με τους Ρώσους αξιωματικούς ελληνικής καταγωγής συγκεντρώθηκαν στο Μαγεμένο της Λευκάδας να γιορτάσουν. Η γιορτή ολοκληρώθηκε με τους αγωνιστές να ορκίζονται υπέρ του Έθνους -για την Ελληνική Επανάσταση -.[28]
Στην ιστορικής σημασίας αυτή γιορτή συμμετείχαν και 250 παλικάρια απ’ αυτούς που αποτελούσαν το αντάρτικο φθοράς στα μετόπισθεν του Αλή. Αφού έσπασαν όλες τις γραμμές των Αλβανών αποβιβάστηκαν στη Λευκάδα για να πάρουν μέρος στη γιορτή της Εθνικής Αναγέννησης. Αρχηγοί τους ήταν ο Κατσαντώνης και ο Μπότσαρης.[29]
Σύντομα ο Κατσαντώνης επέστρεψε στα Άγραφα. Ο Αλή Πασάς αποφασισμένος να τον αφανίσει είχε στείλει τον ικανότερο αξιωματικό του, τον Μουσταφά Βεληγκέκα με 500 περίπου Αλβανούς στρατιώτες. Ο Κατσαντώνης μάζεψε τότε και εκείνος 500 άνδρες για να αναμετρηθεί με τον Βεληγκέκα. Η σύγκρουση έγινε στο Προσηλιάκο και ήταν η πιο αιματηρή απ’ όλες. Ωστόσο κατέληξε σε μεγάλη νίκη. Ο Κατσαντώνης και ο Γεώργιος Καραϊσκάκης πυροβόλησαν ταυτόχρονα τον Βεληγκέκα και τον έριξαν νεκρό. Οι ιστορικοί αναφέρουν ότι ο Κατσαντώνης χρησιμοποίησε μία πρώιμη μέθοδο ελεύθερου σκοπευτή, εκμεταλλευόμενος το μέγιστο βεληνεκές του όπλου του, το οποίο εκείνα τα χρόνια δεν ήταν ιδιαίτερα υψηλό.[2] Οι Αλβανοί αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν τρομαγμένοι, ο Κατσαντώνης όμως και οι άνδρες του τους κυνήγησαν ως την πεδιάδα των Ιωαννίνων.[30]
Το 1807 προσκλήθηκε από τον Ιωάννη Καποδίστρια στη Λευκάδα στη «Συνέλευση των Κλεφταρματολών», αναγνωρίζοντας τον Κατσαντώνη ως Γενικό Αρχηγό των Κλεφτών στη Δυτική Ελλάδα, προκειμένου να προστατευθεί η Λευκάδα από τον Αλή Πασά ή το πιθανότερο από την εντολή που είχε πάρει εκείνος από την Υψηλή Πύλη της εκδίωξης των Ευρωπαίων από τα παράλια του Ιονίου.[2][28]
Στη συνάθροιση εκείνη που έσπευσε ο Κατσαντώνης πείθοντας και τ΄ αδέλφια του να εγκαταλείψουν "τα καπετανάτα", συμμετείχαν επίσης ο Φώτος Τζαβέλας, ο Κίτσος Μπότσαρης, ο Νικόλαος Περραιβός, οι Μπουκουβαλαίοι, ο Νότης Μπότσαρης, τα αδέρφια Κώστας και Γιώργος Στράτος, καθώς και ο Μήτσος Κοντογιάννης. Aπό το ασκέρι του πέρασαν οι Γιώργος Χασιώτης, Κώστας Λεπενιώτης, ο Δήμος Τσέλιος, ο Γιώργος Τσόγκας και ο Γεώργιος Καραϊσκάκης.[28][31]
Τότε ο Κατσαντώνης ορκίσθηκε υπέρ της Παλιγγενεσίας και να υπηρετήσει την Ελλάδα.[32]
Μαρτυρίες για το Μυστικό- Ηρωικό Δείπνο και τον Όρκο της (επ) Ανάστασης αναφέρουν τα εξής: "… Και ο Καποδίστριας, που βρισκόταν σε συνεννόηση μαζί τους και τους έκαμε το περίφημο δείπνο, που με υψωμένα τα σπαθιά, όταν έδωσε το σύνθημα ο Κατσαντώνης, ορκίστηκαν, τους έβλεπε σαν τον απελευθερωτικό στρατό, σαν τα στελέχη του στρατού της Επανάστασης, που για την επιτυχία της ύψωσε το ποτήρι του. «Το οξυδερκές του Ιονίου πολιτικού βλέμμα, γράφει ο Μένδελσον, είχεν έκτοτε αναγνωρίσει τους κλέφτας ως σπουδαίον όργανον προς επιτέλεσιν της εθνικής ιδέας. Και αληθώς αυτοί διετήρουν φλέγοντα σπινθήρα τινά του ελληνικού πνεύματος, αυτοί ήσαν το μόνον υγειές εν μέσω της σήψεως και της παρακμής, και αυτοί εσχημάτισαν το ισχυρόν σπέρμα, το ζωογονήσαν γεγηρακός σώμα, και περιέβαλον τον αγώνα δια της λάμψεως ποιάς τινός ιπποτικής ρομαντικότητος".[33]
Επίσης κατά το γεύμα αυτό ο Καποδίστριας ύψωσε το ποτήρι του και προσεφώνησε τους κλέφτες και τους Σουλιώτες ως μέλλοντας πολεμάρχους δια την ανάστασιν του Ελληνικού Γένους: "… Ο Καποδίστριας προ παντός διέγνωσε την αξίαν και την χρησιμότητα των κλεφτών και των Σουλιωτών και δια τον παρόντα αγώνα και δια την εξέγερσιν του Γένους. Και εν αυτώ δε τω επισήμω υπομνήματί του τη 6η Αυγούστου 1807 ανομολογεί τας μεγάλας υιπηρεσίας ας ούτοι προσέφερον".[34]
«Και αυτός ο Καποδίστριας, ο ψυχρός και νοήμων παρατηρητής, δεν ηδυνήθη να παραγνωρίση το θέλγητρον του ορεινού βίου. Εις επιστολάς του προς την Ιόνιον Γερουσίαν περιγράφει ενθουσιωδώς την μετά των κλεφτών συνάντησίν του και τας υπό των ηλιοκαών εκείνων ανδρών, - του Βότσαρη και του Κατσαντώνη - , αφηγήσεις των κατορθωμάτων των, και διηγείται πως εν τοιούτω τινί ομηρικώ δείπνω μετετράπη η μέρα εις νύκτα εν μουσική, άσμασι και χορώ».[35]
Επανερχόμενος ο Κατσαντώνης στα Άγραφα, ήδη προσβεβλημένος από ευλογιά από παιδική ηλικία αποσύρθηκε των περιπετειών το καλοκαίρι του 1809. Παρά τις προσπάθειες του γιατρού του, Θανάση Ντουφεκιά, η κατάστασή του ήταν μη αναστρέψιμη. Έτσι μαζί με τ΄ αδέλφια του και τεσσάρων συντρόφων του διέμενε κρυμμένος στο σπήλαιο Φούρκα της Ευρυτανίας, στο χωριό «Μοναστηράκι» των Αγράφων σε μια άγρια και δυσπρόσιτη περιοχή[36]. Εκεί τον περιποιούνταν ο γιατρός του Ντουφεκιάς και για την ασφάλειά του άφησαν 5 κλέφτες με τον Γιώργο Χασιώτη επικεφαλής. Το πολεμικό σώμα του Κατσαντώνη ανέλαβε να διοικεί ο άλλος του αδερφός, ο Κώστας Λεπενιώτης.
Ο τόπος απόκρυψης του Κατσαντώνη, τελικά, προδόθηκε στον Αλή Πασά (από κάποιον Γκούρλια ή από έναν καλόγερο ή από μια γριά που πουλούσε βότανα για μαγγανείες ή ακόμη από έναν φίλο του Κατσαντώνη που ονομαζόταν Σιούρτας και παρά τη θέλησή του υποχώρησε ύστερα από βασανιστήρια). Τότε, ο Αλή Πασάς έστειλε τον έμπιστό του μουχουρντάρη (=σφραγιδοφύλακα) Άγο Βαστάρη με 800 άνδρες να τον συλλάβει. Ενώ αρχικά δεν εντοπιζόταν το σημείο απόκρυψης, κάποιοι βρήκαν τον βοσκό, ο οποίος μετά από θηριώδη βασανιστήρια αποκάλυψε το σημείο του σπηλαίου. Όταν άρχισε η πολιορκία, ο Χασιώτης άρπαξε τον αδελφό του στον ώμο και διέφυγαν. Μετά από επτά ώρες καταδίωξη, κυκλώθηκαν μέσα σε χαράδρα με αποτέλεσμα να αναγκαστούν να συνθηκολογήσουν με τον Άγο Βαστάρη, ο οποίος όμως αθετώντας τον λόγο του, τους έδεσε και τους οδήγησε θριαμβευτικά στα Γιάννενα[36].
Ο Αλή Πασάς δέχθηκε αρχικά με ευγένεια τον Κατσαντώνη τάζοντάς του ακόμα και πατρική στοργή αν δεχόταν να του φανερώσει που είχε κρυμμένους τους περιβόητους θησαυρούς που λέγονταν πως είχε από τις πολυάριθμες λαφυραγωγήσεις και ληστείες που είχε διαπράξει, και που από τις έρευνες του μουχουρντάρη δεν βρέθηκαν στο σπήλαιο. Ο Κατσαντώνης όμως δεν απαντούσε με συνέπεια να οδηγηθεί τελικά μαζί με τον αδελφό του Χασιώτη στον ιστορικό πλάτανο όπου και υπέστη τον μαρτυρικό θάνατο δια της συντριβής των οστών του[36]. Λέγεται ότι ο Αλή του έταξε αξιώματα και ότι θα μεριμνούσαν γιατροί του παλατιού του για την υγεία του αρκεί να προσκυνήσει, ωστόσο ο Κατσαντώνης αρνήθηκε. Κατά τη διάρκεια του μαρτυρίου του, περιφρονητικά ακούσθηκε να λέγει μέσα σε παραλήρημα που έμεινε ιστορικό: «έρμα γρόσια, έρμα γρόσια».
Η παράδοση θέλει τον Κατσαντώνη κατά τη διάρκεια του μαρτυρίου του να τραγουδά περήφανα, ώστε να μη δείχνει τον πόνο του αλλά να ξεψυχάει πρώτος, εφόσον ήταν και βαριά άρρωστος, ενώ μετά από λίγο πέθανε και ο αδερφός του. Σημειώνεται ότι τον σκληρό Τουρκαλβανό Άγο Βαστάρη εκδικήθηκε για την σύλληψη του Κατσαντώνη ο Σουλιώτης Μάρκος Μπότσαρης στη μάχη του Κεφαλόβρυσου Καρπενησίου (1823), κατά την οποία τον σκότωσε ο ίδιος.
Ο Γάλλος διπλωμάτης και ιστορικός Φρανσουά Πουκεβίλ αναφέρει ως βασανιστή του Κατσαντώνη, τον ανεψιό του Βελή Γκέκα.[8]
Εδώ θα γίνει αναφορά στις μάχες που έδωσε και κέρδισε ο Κατσαντώνης με τους κλέφτες του εναντίον των ασκεριών που έστελνε ο Αλή πασάς για να τον εξοντώσουν.
Στη μνήμη των κατοίκων της περιοχής των Αγράφων διατηρήθηκε το όνομα του οπλαρχηγού Κατσαντώνη. Ακόμα και σήμερα στα μέρη των Αγράφων υπάρχουν διάφορα τοπωνύμια που έχουν πάρει το όνομά του, όπως «Το γεφύρι του Κατσαντώνη», «Του Κατσαντώνη η βρύση», «Τα ταμπούρια του Κατσαντώνη», «Η σπηλιά του Κατσαντώνη» και «Του Κατσαντώνη το μπογάζι». Ακόμα πολλά δημοτικά άσματα ναφέρονται στα πολλά του κατορθώματα.
«Κάρτε σκρούετ Αλή πασά ο Κατσαντώνης ταναξίνε». (χαρτί έγραφε ο Αλή πασάς να πιάσουνε τον Κατσαντώνη).
Απ' αυτό το τραγούδι τίθεται μια νέα εκδοχή για το πώς προδόθηκε. Αν δηλαδή προδόθηκε από τον ηγούμενο ή όπως λέει μια άλλη παράδοση από τον Γκούρλια, που έμαθε για το κρησφύγετό του από μια γριά, που του πήγαινε φαγητό.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.