ελληνικό λαουτοειδές έγχορδο μουσικό όργανο From Wikipedia, the free encyclopedia
Το μπουζούκι είναι λαουτοειδές έγχορδο λαϊκό μουσικό όργανο, με αχλαδόσχημο αντηχείο (σκάφος) από επιμήκεις ξύλινες λορίδες, τις ντούγιες, και μακρύ βραχίονα, το μπράτσο ή μάνικο με κλειδιά στην άκρη για το χόρδισμα (κούρδισμα).
Μπουζούκι | |
Ταξινόμηση | Νυκτό έγχορδο με αχλαδόσχημο ηχείο και μακρύ λαιμό |
---|---|
Τονικό Εύρος | ΡΕ-ΛΑ-ΡΕ (τρίχορδα) ΝΤΟ-ΦΑ-ΛΑ-ΡΕ (τετράχορδα) |
Μουσικοί | |
Άντζελο Αβραμάκης, Μανώλης Χιώτης, Ανέστος Δελιάς, Δημήτρης Γκόγκος, Απόστολος Καλδάρας, Χάρης Λεμονόπουλος,Γιάννης Παπαϊωάννου, Σπύρος Περιστέρης (μουσικός). Γιάννης Τατασόπουλος,Βαγγέλης Τρίγκας, Μπάμπης Τσέρτος, Βασίλης Τσιτσάνης, Μάρκος Βαμβακάρης, Νίκος Βραχνάς, Γιώργος Ζαμπέτας |
Κατά μήκος του βραχίονα υπάρχουν λεπτά μεταλλικά ελάσματα, κάθετα προς τον επιμήκη άξονα του βραχίονα, που σφηνώνονται σε μία λεπτή σχισμή και λέγονται τάστα. Τα διαστήματα ανάμεσα στα τάστα, οριοθετούν την απόσταση του ημιτονίου.
Το σύγχρονο μπουζούκι διαθέτει τρεις ή τέσσερις διπλές χορδές τις οποίες χτυπά ο μουσικός με ένα μικρό πλήκτρο την πένα. Αρχικά το μπουζούκι έφερε τρία ζεύγη μεταλλικών χορδών κουρδισμένες σε τόνους ΡΕ-ΛΑ-ΡΕ (υπάρχουν επίσης αναφορές για επτάχορδα ή και οκτάχορδα τριφωνικά μπουζούκια πάλι σε χόρδισμα ΡΕ-ΛΑ-ΡΕ, με τη διαφορά ότι η μπάσα ΡΕ και άλλοτε και η ΛΑ αποτελούνταν από 3 χορδές), ενώ αργότερα απέκτησε τέταρτο ζεύγος και κούρδισμα ΡΕ-ΛΑ-ΦΑ-ΝΤΟ (πάλι ανά ζεύγος).
Παλιότερα τα κουρδίσματα (ντουζένια) άλλαζαν ανάλογα με τον μουσικό δρόμο (μακάμ) της εκτελούμενης μελωδίας. Οι τρόποι αυτοί διατηρήθηκαν μέχρι τον μεσοπόλεμο και χάθηκαν σταδιακά, οριστικά δε με την επικράτηση του τετράχορδου.
Η καταγωγή του μπουζουκιού (εκ του τουρκικού μποζούκ, που θα πει "σπασμένο" ή "χαλασμένο") σαν όργανο είναι ελληνική, ενώ θεωρείται όπως κι όλα τα λαούτα, σαν ένα είδος μετεξέλιξης της αρχαιοελληνικής πανδούρας.[1] Η καταγωγή του μπουζουκιού, ως απόγονος της αρχαίας ελληνικής μουσικής, τοποθετείται στην αρχαία Ελλάδα,[2] όπου υπήρχε το αντίστοιχο αρχαιοελληνικό όργανο γνωστό κι ως "Πανδουρίδιον" ή αλλιώς "τρίχορδο" επειδή είχε τρεις χορδές.
Έντονος υποστηρικτής της πηγής αυτής είναι τα γλυπτά τής εποχής, με γνωστότερο αυτό της Μαντινείας (4ος αιώνας π.Χ.), που σήμερα εκτίθεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας, κι απεικονίζει το μυθικό αγώνα, μεταξύ Απόλλωνος και Μαρσύα, όπου η αρχαιοελληνική πανδούρα παίζεται από μια μούσα κάθισμένη πάνω σε έναν βράχο.[3]
Ορισμένοι δέχονται την τουρκική προέλευση μόνο στην ετυμολογία του ονόματος (bοzuk), αν και είναι πιθανόν η λέξη να προέρχεται από τη περσική λέξη "ταμπούρ-ε μποζόργκ" που σημαίνει "μεγάλος ταμπουράς" με μετατροπή του ήχου "ργκ" σε "κ" στην ελληνική και την τουρκική. Σύμφωνα με αυτή την άποψη, το μπουζούκι που κατέχει πρωταγωνιστικό ρόλο στη λαϊκή ορχήστρα, έχει σχήμα, διαστάσεις και διάταξη χορδών, ίδια περίπου εδώ και χιλιάδες χρόνια.
Πέρασε από τους αρχαίους Έλληνες στους Βυζαντινούς, επέζησε στην Τουρκοκρατία και η άνθησή του στις μέρες μας πέρασε πρώτα από μια περίοδο αμφισβήτησης στις αρχές του 20ου αιώνα. Οι παραλλαγές αυτού του αρχαίου οργάνου ήταν αρκετές μέσα στα χρόνια της ζωής του και είχε τα ονόματα πανδούρα ή πανδουρίδα, τρίχορδον, ταμπουράς, θαμπούρα, ταμπούριν, ψαλτήριον, μπουζούκι και πολλά άλλα ακόμη με τα οποία ονομάζονταν και άλλα μικρότερα ή μεγαλύτερα όργανα της ίδιας οικογένειας, των ταμπουράδων.
Στην πραγματικότητα ήταν απλώς μικροτροποποιήσεις και παραλλαγές του ίδιου βασικού οργάνου, του ταμπουρά. Ο μουσικολόγος και κριτικός Φοίβος Άνωγειανάκης περιγράφει την πορεία του ταμπουρά και την ιστορία του ονόματός του ως τις μέρες μας. Για τη βυζαντινή εποχή οι πηγές είναι πολλές, καθώς η πανδούρα και το κανονάκι, ήταν από τα βασικότερα όργανα για τη διδασκαλία της βυζαντινής εκκλησιαστικής μουσικής, όπως τονίζει ο αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος στο βιβλίο του για την βυζαντινή μουσική.
Στο 2ο μισό του 19ου αιώνα ανιχνεύονται οι ρίζες του ρεμπέτικου τραγουδιού, το οποίο άρχισε να αποδίδεται με τη συνοδεία μπουζουκιού, αλλά όχι αποκλειστικά, όπως έγινε αργότερα.
Το 1935 σχηματίσθηκε η πρώτη επαγγελματική ρεμπέτικη κομπανία (το συνηθισμένο σχήμα με δύο μπουζούκια, μια κιθάρα κι ένα μπαγλαμά ή και παραλλαγές).
Στην κομπανία συμμετείχαν ο Μάρκος Βαμβακάρης,που έπαιζε μπουζούκι και τραγουδούσε, ο Στράτος Παγιουμτζής που τραγουδούσε κυρίως, ο Ανέστης Δελιάς που έπαιζε μπουζούκια, κιθάρα και τραγουδούσε, και ο Γιώργος Μπάτης που έπαιζε μπαγλαμά και τραγουδούσε.
Το ρεμπέτικο, αυτό το μουσικό είδος ταυτίσθηκε με το μπουζούκι και το όργανο αυτό τελειοποιήθηκε και αξιοποιήθηκε στα χέρια μεγάλων εκτελεστών ανάμεσα στους οποίους ήταν οι Μάρκος Βαμβακάρης, Βασίλης Τσιτσάνης, Γιάννης Παπαϊωάννου, Μανώλης Χιώτης, Γιώργος Μητσάκης και πολλοί άλλοι.
Η μεγάλη αλλαγή στην τεχνική του μπουζουκιού έγινε από το Μανώλη Χιώτη, που είχε την ιδέα να το κάνει ηλεκτρικό,να προσθέσει μια ακόμη διπλή χορδή και να το κουρδίσει στη λογική της κιθάρας. Κατασκευαστές του τετράχορδου μπουζουκιού οι οργανοποιοί αδελφοί Παναγή[4] .
Το τετράχορδο, ως πιο πολυφωνικό, έδινε τη δυνατότητα για περισσότερες και πιο περίπλοκες συγχορδίες ενώ, επειδή έχει περισσότερες χορδές, διευκόλυνε τον εκτελεστή να παίζει τις κλίμακες κάνοντας μικρότερες διαδρομές στην ταστιέρα με τα δάχτυλα του αριστερού χεριού.
Από κατασκευαστική άποψη τα μπουζούκια μπορούν να έχουν διαφορές μεταξύ τους όχι μόνο στον αριθμό των χορδών αλλά και σε άλλα χαρακτηριστικά, π.χ. μήκος μάνικου, πλάτος, ύψος, βάθος του ηχείου ή σκάφους, το πλάτος των ξύλινων φετών του σκάφους. Τις διαφορές αυτές καθορίζει ο κατασκευαστής που με την εμπειρία του και ανάλογα με τον ήχο που θέλει να βγάζει το όργανο, τροποποιεί τα λειτουργικά στοιχεία του για να πετύχει πιο οξύ, πιο βαθύ ή πιο βαρύ ήχο.
Το μέγεθος και το είδος του ηχείου παίζουν ρόλο στην τονικότητα του οργάνου ενώ το μήκος του μάνικου, και κατ' επέκταση των χορδών, δίνουν τη διαφορά στην τονικότητα του οργάνου. Εννοείται ότι κάθε μήκος μάνικου έχει διαφορετικό πλάτος τάστων αφού όλα τα μπουζούκια έχουν τον ίδιο αριθμό τάστων. Μεγάλη σημασία στον ήχο έχει και η ποιότητα των ξύλων από τα οποία είναι κατασκευασμένο το όργανο.
Για την κατασκευή του σκάφους θεωρείται ότι καλύτερα ξύλα είναι της μουριάς, της απιδιάς, της κερασιάς, της ακακίας, της φτελιάς κι ακολουθούν της καρυδιάς, του πλάτανου, της καστανιάς. Το ξύλο του σκάφους πρέπει να είναι συμπαγές, ιδιότητα που έχουν εκείνα τα ξύλα που προέρχονται από δέντρα βραδείας ανάπτυξης. Το καπάκι του σκάφους πρέπει να είναι από κέδρο ή έλατο (κατά προτίμηση ερυθρελάτη) αν είναι δυνατό, μονοκόμματο. Το καπάκι είναι που παίζει τον κύριο ρόλο στον ήχο γιατί αυτό πάλλεται και ενισχύει και παρατείνει τους παλμούς των χορδών.
Στην ποιότητα του ήχου παίζει ρόλο ο λούστρος και η επεξεργασία του λουστραρίσματος. Καλύτερος είναι ο φυσικός λούστρος από γομμαλάκκα που είναι περασμένος με το χέρι σε πολλά στρώματα, με τον παραδοσιακό τρόπο. Έτσι οι επιφάνειες των ξύλων γίνονται πιο συμπαγείς και πιο ανακλαστικές, πέρα από το καλύτερο αισθητικό αποτέλεσμα. Το μάνικο πρέπει να είναι από πολύ ξερό και σκληρό ξύλο για να μη σκεβρώσει κι απομακρύνει τις χορδές από την ταστιέρα, οπότε το όργανο γίνεται φάλτσο και δυσκολόπαιχτο. Για να το πετύχουν αυτό οι οργανοκατασκευαστές χρησιμοποιούν διάφορες τεχνικές κι ο καθένας έχει τα δικά του μυστικά.
Μπορεί κανείς να βάλει μέσα στο μάνικο μια μεταλλική βέργα που αυξάνει την αντοχή στο σκεύρωμα αλλά προσθέτει πολύ βάρος. Τέτοιας κατασκευής είναι τα λεγόμενα "βιομηχανικά" μπουζούκια. Το καλύτερο ξύλο για μάνικο είναι το σφενδάμι, η φτελιά και η καρυδιά. Η πλάκα που κάθεται πάνω στο μάνικο και σ' αυτήν σφηνώνονται τα συρμάτινα τάστα πρέπει να είναι πολύ σκληρό, συμπαγές, ανθεκτικό ξύλο αλλά και όμορφο.
Τα καλύτερα για αυτή τη θέση είναι ο έβενος, ο παλίσανδρος, το πυξάρι και η τριανταφυλλιά, ανάλογα με το χρώμα που θέλουμε να έχει η ταστιέρα (ο έβενος μαύρο, ο παλίσανδρος κοκκινιάρικο σκούρο, η τριανταφυλλιά καστανοκόκκινο με όμορφα νερά και το πυξάρι ανοιχτόχρωμο). Τέλος έρχονται τα διακοσμητικά στοιχεία που προσθέτουμε στο μπουζούκι. Αυτά, όσο πιο πολλά είναι, τόσο ο ήχος γίνεται πιο μουντός.
Γι' αυτό θα ακούσετε τον καλύτερο ήχο από τα λιτά μπουζούκια, πιο καθαρό και πιο "καμπανάτο". Μπορεί, βέβαια, ένα μπουζούκι να έχει διακοσμητικά από φυσικά υλικά (ξύλο, σεντέφι, ελεφαντόδοντο, ταρταρούγα) και να είναι και "πλουμιστό" και καθαρόηχο. Αυτό έγκειται στη μαστοριά του κατασκευαστή.
Ξακουστός κατασκευαστής ήταν ο περιβόητος Ζοζέφ που έφτιαξε μπουζούκια για τους μεγαλύτερους καλλιτέχνες. Λέγεται ότι το πρώτο τετράφωνο το έφτιαξε αυτός, στις αρχές της δεκαετίας του 1950, κατά παραγγελία και υποδείξεις του Μανώλη Χιώτη.
Ένα ξεχωριστό είδος τρίχορδου μπουζουκιού, με πολύ βαθύ και μακρύ αλλά στενής επιφάνειας καπακιού, που βγάζει έναν ιδιαίτερο ήχο, είναι το γόνατο. Γόνατο έπαιζε ο μεγάλος Στράτος Παγιουμτζής στην "τετράδα του Πειραιώς", την πρώτη ρεμπέτικη κομπανία που ίδρυσε ο Μάρκος Βαμβακάρης όπως προαναφέρεται.
Άλλο είδος, πάλι τρίχορδο, είναι το μισομπούζουκο ή μεσομπούζουκο. Αυτό έχει μικρότερο ηχείο που το σχήμα του είναι σχεδόν ημισφαίριο (κι όχι αχλαδόσχημο) και το μάνικό του είναι λίγο κοντύτερο (έχει μήκος χορδών 60 ή 62 εκατοστά).
Το μπουζούκι είναι το μουσικό όργανο που χρησιμοποιείται στα νυχτερινά μαγαζιά ως πρωταρχικό βασικό μουσικό όργανο . Από τα μπουζούκια που έχουν πάρει το όνομα τους από το μουσικό όργανο μέχρι τα ρεμπετάδικα και τις μουσικοταβέρνες το μπουζούκι είναι το βασικό μουσικό οργανο που ρυθμίζει όλη τη μπάντα.
Ο μπαγλαμάς ή μπαγλαμαδάκι, (εκ του τουρκικού bağlama), είναι νυκτό μουσικό όργανο, συγγενές του μπουζουκιού (αλλά μικρότερο σε διαστάσεις), που χρησιμοποιείται στην ελληνική λαϊκή μουσική. Κατά κανόνα έχει τρεις διπλές χορδές. Ο ήχος του μπαγλαμά είναι οξύς. Κάθε χορδή κουρδίζεται μία οκτάβα υψηλότερα από την αντίστοιχη στο μπουζούκι.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.