ο κρισταιν σκεμπις From Wikipedia, the free encyclopedia
Γύρω από το ποδόσφαιρο έχει αναπτυχθεί ένας ιδιαίτερος ποδοσφαιρικός πολιτισμός, μια ποδοσφαιρική κουλτούρα. Σε πολλές χώρες, το ποδόσφαιρο είναι βαθιά ριζωμένο στην εθνική κουλτούρα και μέρη της καθημερινότητας μπορεί να περιστρέφονται γύρω από αυτό. Σε ορισμένα κράτη εκδίδονται καθημερινές ποδοσφαιρικές εφημερίδες[1] και ποδοσφαιρικά περιοδικά.[2] Ποδοσφαιριστές, ειδικά των κορυφαίων πρωταθλημάτων, γίνονται πρότυπα για τους φιλάθλους και ειδικά στα παιδιά, ακόμη και για θέματα εκτός του χώρου του ποδοσφαίρου.[3] Το παιχνίδι έχει αποκτήσει μεγάλη αίγλη, με τα μικρά παιδιά που ασχολούνται με το ποδόσφαιρο να φιλοδοξούν να αποκτήσουν τη λάμψη και τον πλούτο των κορυφαίων ποδοσφαιριστών.[4] Η ποδοσφαιρική κουλτούρα μπορεί να διαιρεθεί στο πως αντιμετωπίζουν το ποδόσφαιρο οι οπαδοί, οι ποδοσφαιριστές και οι ομάδες. Επιπρόσθετα, διαχρονικά το ποδόσφαιρο έχει συνδεθεί με θέματα πολιτικής και θρησκείας. Ακόμη, για το ποδόσφαιρο ή για σημαντικά ποδοσφαιρικά γεγονότα έχουν γραφτεί βιβλία και δημιουργηθεί ταινίες.
Οι οπαδοί μιας ομάδας μπορεί να είναι οργανωμένοι σε δικούς τους συνδέσμους φιλάθλους. Οι σύνδεσμοι αυτοί ακολουθούν πιστά την ομάδα τους και διοργανώνουν διάφορες εκδηλώσεις κατά τη διάρκεια του αγώνα εντός της κερκίδας, αλλά και πριν και μετά τους αγώνες. Συχνό φαινόμενο είναι να τοποθετούν στις κερκίδες της ομάδας τους διάφορα πανό[5] όπως και να φοράνε φανέλες και κασκόλ της ομάδας τους.[6]
Επιπρόσθετα, στα ποδοσφαιρικά παιχνίδια οι οπαδοί τραγουδούν ή φωνάζουν συνθήματα για να ενθαρρύνουν της ομάδα τους, να προσβάλλουν τους αντιπάλους ή απλά να κάνουν ένα θόρυβο.[7][8] Μερικές ομάδες έχουν τους δικούς τους ποδοσφαιρικούς ύμνους, οι οποίοι τραγουδιόνται από τα πλήθη.[9] Μερικά συνθήματα χρησιμοποιούνται από κοινού από διάφορες ομάδες, ενώ άλλα είναι πιο επιθετικά και μπορεί να απευθύνονται σε συγκεκριμένους ποδοσφαιριστές του αγώνα. Αρκετά συνθήματα είναι ακόμα πιο επιθετικά και μπορεί να απευθύνονται σε συγκεκριμένους ποδοσφαιριστές του αγώνα.[7] Τέτοια συνθήματα μπορεί να έχουν προσβλητικό, ρατσιστικό και θρησκευτικό χαρακτήρα. Η ΦΙΦΑ και η ΟΥΕΦΑ έχουν αναλάβει εκστρατείες ενάντια στον ρατσισμό για την καταπολέμηση επιθετικών συνθημάτων. Παρά το γεγονός ότι δεν τιμωρούν άμεσα τους οπαδούς που συμμετέχουν σε τέτοιου είδους διακρίσεις, αναμένουν από τις τοπικές ομοσπονδίες και διοργανώτριες αρχές να ενεργήσουν σύμφωνα με τους κανονισμούς και να ελέγχουν τους οπαδούς.
Μερικά από τα ατυχήματα και τις καταστροφές που πραγματοποιήθηκαν στην ιστορία του ποδοσφαίρου, σχετίζονται με προβλήματα ελέγχου του πλήθους των οπαδών (τραγωδία του Χιλσμπορο,[10] τραγωδία του Άιμπροξ[11]). Η τραγωδία του Χέιζελ το 1985 προκλήθηκε λόγω ενός συνδυασμού χουλιγκανισμού και ελλιπούς ελέγχου του πλήθους.[12] Η τραγωδία στο Μπράντφορντ Σίτι, επίσης το 1985, οφειλόταν στην κακή πυρασφάλεια του γηπέδου. Διδάγματα από αυτές τις καταστροφές οδήγησαν σε ασφαλέστερα ποδοσφαιρικά γήπεδα.[12][13]
Σε ορισμένες χώρες, η παρακολούθηση ποδοσφαιρικών αγώνων σχετίζεται με την κατανάλωση παραδοσιακών «ποδοσφαιρικών τροφίμων», τα οποία πωλούνται (μαζί με άλλα τρόφιμα και ποτά) στα ποδοσφαιρικά στάδια με στόχο την αύξηση των εισοδημάτων των ομάδων, όπως οι κρεατόπιτες και τα «bovril» στο Ηνωμένο Βασίλειο, τα σάντουιτς πεπερόνι στη Βραζιλία και τα «bratwurst», όπως και η κατανάλωση μπύρας στη Γερμανία. Στην Ισπανία είναι σύνηθες να τρώνε σπόρους ηλίανθου κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού.[14] Επιπρόσθετα, σε μερικές χώρες το ποδόσφαιρο έχει συνδεθεί με την κατανάλωση αλκοόλ, είτε πριν είτε κατά τη διάρκεια είτε μετά το παιχνίδι, με το ποτό να καταναλώνεται είτε στο στάδιο, μερικές φορές παράνομα, είτε σε παμπ είτε σε μπαρ. Ωστόσο, σε ορισμένες χώρες η κατανάλωση αλκοόλ οδηγεί σε ανεπιθύμητη συμπεριφορά και χουλιγκανισμούς. Τέτοιες συμπεριφορές έχουν οδηγήσει σε απαγόρευση πώλησης αλκοόλ στο ποδόσφαιρο σε μερικές χώρες. Παράδειγμα αποτελούν τα τα γήπεδα του Ηνωμένου Βασιλείου, αν και οι περισσότερες αγγλικές και ουαλικές ομάδες συνεχίζουν να πωλούν αλκοόλ σε κάποια σημεία της ευρύτερης περιοχής των σταδίων.[14]
Το πάθος με το οποίο οι οπαδοί υποστηρίζουν τις ποδοσφαιρικές ομάδες, σε μερικές περιπτώσεις οδηγεί σε επιθετικές συμπεριφορές και βίαιες συγκρούσεις μεταξύ οπαδών. Το φαινόμενο αυτό είναι γνωστό σαν χουλιγκανισμός.[15] Σε κάποιες χώρες, απαγορεύεται η διεξαγωγή αγώνων χωρίς αστυνόμευση. Μερικοί σύνδεσμοι φιλάθλων αποτελούν οργανωμένες συμμορίες που αναζητούν μάχες με αντίπαλες συμμορίες υποστηριχτών άλλων ομάδων. Η συμπεριφορά αυτή είναι γνωστή και σαν «English Disease» μετά τις καταστροφές που προκάλεσαν οι Άγγλοι οπαδοί που ταξίδευαν στο εξωτερικό για να υποστηρίξουν είτε τις ομάδες τους είτε την Εθνική Αγγλίας, τις δεκαετίας του 1970 και του 1980.[16] Ωστόσο, η οργανωμένη βία γύρω από το ποδόσφαιρο ήταν και είναι διαδεδομένη σε πολλές άλλες χώρες, κυρίως από τους ultras στην Ιταλία,[17] τους torcidas organizadas στη Βραζιλία[18] και τους barra brava στην Αργεντινή.[19]
Η βία μεταξύ των οπαδών κυμαίνεται από μικρές μάχες μέχρι τραγωδίες (όπως η τραγωδία του Χέιζελ) και πολέμους. Το ποδόσφαιρο ευρέως θεωρείται ότι ήταν η αφορμή για τον πόλεμο του ποδοσφαίρου τον Ιούνιο του 1969 μεταξύ του Ελ Σαλβαδόρ και της Ονδούρας.[20] Επίσης, το άθλημα επιδείνωσε τις εντάσεις στις αρχές του πολέμου στη Γιουγκοσλαβία τη δεκαετία του 1990, όταν ένας αγώνας μεταξύ της Ντιναμό Ζάγκρεμπ και του Ερυθρού Αστέρα εξελίχθηκε σε ταραχές τον Μάιο του 1990.[21] Επιπλέον, υπήρξαν περιστατικά οπαδών που δολοφονήθηκαν, όπως για παράδειγμα η δολοφονία δύο υποστηρικτών της Λιντς Γιουνάιτεντ, στην Κωνσταντινούπολη το 2000, όπου η ομάδα αγωνιζόταν στα ημιτελικά του κυπέλλου ΟΥΕΦΑ με αντίπαλο τη Γαλατασαράι.[22]
Η βία από τους οπαδούς επηρεάζει, πιο σπάνια, και τους ποδοσφαιριστές. Για παράδειγμα, ένα μήνυμα προς τον Κριστιάν Βιέρι, προφανώς από έναν οπαδό της Ίντερ, απειλώντας τον να κάψει το εστιατόριό του, επικρίνοντας τη στάση του απέναντι στην ομάδα.[23] Υπάρχει επίσης το διαβόητο περιστατικό όπου ο Κολομβιανός διεθνής παίκτης Αντρές Εσκομπάρ δολοφονήθηκε λίγο μετά την επιστροφή στο σπίτι του από το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1994. Αιτία ήταν η επίτευξη αυτογκόλ που οδήγησε στον αποκλεισμό της Εθνικής Κολομβίας από τη διοργάνωση.[24]
Ακόμα ένα σύνηθες φαινόμενο είναι η εισβολή οπαδών από τις κερκίδες μέσα στον αγωνιστικό χώρο, μερικές φορές σκόπιμα ώστε να διακόψουν ένα αγώνα ή να πανηγυρίσουν.[25] Παράδειγμα επιδρομής οπαδών αποτελεί ο τελικός Κυπέλλου Αγγλίας 1923 μεταξύ της Μπόλτον και Γουέστ Χαμ στο Γουέμπλεϊ. Λόγω της υπερπληρότητας του σταδίου η αστυνομία αναγκάστηκε να βάλει τάξη στο γήπεδο.[26][27] Ένα άλλο παράδειγμα, είναι σε ένα παιχνίδι μεταξύ της Εθνικής Αγγλίας και της Εθνικής Σκωτίας στο Γουέμπλεϊ το 1977. Μετά τη νίκη της Εθνικής Σκωτίας, οι οπαδοί της Σκωτίας (γνωστοί ως Tartan Army) εισέβαλαν στο γήπεδο, σπάζοντας τα δοκάρια και καταστρέφοντας τον χλοοτάπητα.[28][29] Σε μερικές περιπτώσεις μπορεί να εισβάλουν μεμονωμένα άτομα. Κάποτε, εισβάλουν γυμνοί στον αγωνιστικό χώρο. Οι φίλαθλοι τείνουν να το βλέπουν ως αβλαβή διασκέδαση. Παράδειγμα τέτοιας εισβολής στο γήπεδο ήταν στον τελικό του Euro 2004 μεταξύ της Εθνικής Ελλάδας και της Εθνικής Πορτογαλίας, όταν ο Καταλανός οπαδός-ακτιβιστής Jimmy Jump έτρεξε στο γήπεδο για να διακόψει το παιχνίδι.[30]
Η ΦΙΦΑ έχει δημιουργήσει την εκστρατεία Fair Play (Δίκαιο παιχνίδι ή Τίμιο παιχνίδι ή Ευ Αγωνίζεσθαι) που στοχεύει στην ενίσχυση της ευγενούς άμιλλας, καθώς και την πρόληψη των διακρίσεων στο ποδόσφαιρο, προωθώντας τον σεβασμό μεταξύ των ποδοσφαιριστών, των διαιτητών, των αντιπάλων και των οπαδών. Η εκστρατεία περιλαμβάνει επίσης προγράμματα για τη μείωση του ρατσισμού στο παιχνίδι. Η εκστρατεία εκτείνεται και πέρα από τα όρια του ποδοσφαίρου, στην προσπάθεια τους να υποστηρίξουν φιλανθρωπικά ιδρύματα και άλλους οργανισμούς που βελτιώνουν τις συνθήκες σε όλο τον κόσμο.[31] Οι βασικές αρχές του Fair Play είναι:[32]
Η ΦΙΦΑ και η ΟΥΕΦΑ έχουν θεσπίσει βραβεία για άτομα ή ομάδες ατόμων που προωθούν το πνεύμα του Fair Play, τόσο εντός όσο και εκτός του ποδοσφαίρου. Παράδειγμα αποτελεί ο Ιταλός ποδοσφαιριστής Πάολο Ντι Κάνιο που το 2001 τιμήθηκε από τη ΦΙΦΑ με το βραβείο του Fair Play για μια γενναιόδωρη επίδειξη Fair Play. Παρά το γεγονός ότι είχε μια ευκαιρία επίτευξης γκολ, παίζοντας για τη Γουέστ Χαμ Γιουνάιτεντ εναντίον της Έβερτον, βλέποντας τον τερματοφύλακα της Έβερτον να έχει τραυματιστεί, αντί να σκοράρει το ευκολότερο γκολ της καριέρας του, έπιασε την μπάλα με τα χέρια ώστε να σταματήσει το παιχνίδι και ο τερματοφύλακας να δεχθεί ιατρική βοήθεια.[33][34] Υπάρχουν και περιπτώσεις Fair Play που δεν βραβεύτηκαν αλλά είναι ευρέως γνωστές. Για παράδειγμα, ο ποδοσφαιριστής της ΑΕΚ Ντέμης Νικολαΐδης στον τελικό κυπέλλου Ελλάδος 2000 με αντίπαλο τον Ιωνικό σκόραρε με το χέρι, ενώ το αποτέλεσμα ήταν 0-0. Ο διαιτητής αρχικά το κατακύρωσε, αλλά ο Νικολαΐδης έσπευσε να τον ενημερώσει πως σημείωσε το γκολ με το χέρι. Το γκολ ακυρώθηκε από το διαιτητή και ο ποδοσφαιριστής δέχτηκε κίτρινη κάρτα, γιατί χρησιμοποίησε το χέρι του για αντικανονική επίτευξη τέρματος.[33][34]
Μια άλλη σπουδαία εφαρμογή του Fair Play είναι η περίπτωση του παιχνιδιού μεταξύ της Άρσεναλ και της Σέφιλντ Γιουνάιτεντ τον Φεβρουάριο του 1999. Το αποτέλεσμα ήταν 1-1 όταν στο 75ο λεπτό ο ποδοσφαιριστής της Σέφιλντ, Λι Μόρις, τραυματίστηκε. Οι συμπαίκτες του έβγαλαν την μπάλα έξω για να σταματήσει το παιχνίδι και να του προσφερθούν οι πρώτες βοήθειες. Ο άγραφος κανόνας του fair play θέλει τους αντιπάλους να επιστρέφουν την μπάλα στους κατόχους της πριν από τη διακοπή. Ο Ρέι Πάρλουρ της Άρσεναλ εκτέλεσε το πλάγιο προς τη μεριά της Σέφιλντ. Η μπάλα, όμως, έφθασε στον συμπαίκτη του, τον Νουάνκο Κανού, που προχώρησε και έδωσε πάσα στον Μαρκ Όφερμαρς. Αυτός πέτυχε το γκολ και η Άρσεναλ νίκησε με ένα τέρμα που τυπικά ήταν κανονικό. Ο διαιτητής δεν είχε την εξουσία να το ακυρώσει. Ο προπονητής της Άρσεναλ, Αρσέν Βενγκέρ, ζήτησε από τη Σέφιλντ συγγνώμη και από τους αρμοδίους την επανάληψη του αγώνα. Η Ένωση Ποδοσφαίρου Αγγλίας συνεδρίασε εκτάκτως και τρεις ώρες μετά το παιχνίδι αποφάσισε την ακύρωση του αποτελέσματος και την επανάληψη του αγώνα στο ίδιο γήπεδο.[33][34]
Αξίζει να αναφερθεί ότι η ΟΥΕΦΑ έχει θεσπίσει την Ειδική βαθμολογία Fair Play, με την οποία αξιολογούνται οι επιδόσεις των Ευρωπαϊκών χωρών και ομάδων σε θέματα σχετικά με το Fair Play, με τις πρώτες χώρες να εξασφαλίζουν επιπλέον θέσεις ομάδων τους στη διοργάνωση του Γιουρόπα Λιγκ. Η ομάδα που θα πάρει την επιπλέον θέση καθορίζεται από την εγχώρια κατάταξη Fair Play.[35]
Τα παιχνίδια ντέρμπι, τα οποία είναι παιχνίδια μεταξύ δύο γειτονικών αντίπαλων ομάδων, έχουν συχνά έντονο το στοιχείο του ανταγωνισμού.[36] Μερικές φορές έχουν ιστορικό, πολιτικό ή θρησκευτικό υπόβαθρο.[37] Ο όρος συχνά χρησιμοποιείται για τους αγώνες μεταξύ δύο ομάδων από την ίδια πόλη ή περιοχή, αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις χρησιμοποιείται και για παιχνίδια μεταξύ μεγάλων ομάδων από την ίδια χώρα.[36]
Τα ντέρμπι αντιμετωπίζονται σαν οι πιο σημαντικοί αγώνες μεταξύ των οπαδών, των ποδοσφαιριστών και των ομάδων, ανεξαρτήτως της θέσης κάθε ομάδας στον βαθμολογικό πίνακα του πρωταθλήματος. Σε τέτοια παιχνίδια σημασία δεν έχει μόνο η βαθμολογική αξία της νίκης αλλά περισσότερο το γόητρο και η υπερηφάνεια.[38][39] Σε πολλές περιπτώσεις τα φαινόμενα χουλιγκανισμού εμφανίζονται έντονα σε τέτοια παιχνίδια. Μερικά από τα σημαντικότερα ποδοσφαιρικά ντέρμπι στον πλανήτη είναι: Ολυμπιακός - Παναθηναϊκός (Ελλάδα),Ρεάλ Μαδρίτης - Μπαρτσελόνα (Ισπανία), Κρακόβια Κρακοβίας - Βίσλα Κρακοβίας (Πολωνία), Φενέρμπαχτσε - Γαλατασαράι (Τουρκία), Ερυθρός Αστέρας - Παρτιζάν (Σερβία), Ρέιντζερς - Σέλτικ (Σκωτία), Μπόκα Τζούνιορς - Ρίβερ Πλέιτ (Αργεντινή), Εστεγκλάλ - Πέρσπολις (Ιράν), Φλαμένγκο - Φλουμινένσε (Βραζιλία), Ρόμα - Λάτσιο (Ιταλία) και Νασιονάλ - Πενιαρόλ (Ουρουγουάη).[37][40]
Μετά την τραγωδία του Χίλσμπορο το 1989, η βρετανική κυβέρνηση προχώρησε στη δημιουργία μια νέας νομοθετικής ρύθμισης, γνωστής ως «Football Spectators Act», την οποία εισηγήθηκε ο Λόρδος Τέιλορ. Μεταξύ άλλων, καταργήθηκε ο χώρος για όρθιους θεατές στα ποδοσφαιρικά στάδια.[41][42] Διάφορες ομάδες, όπως η Stand Up Sit Down κάνουν εκστρατείες για την επιστροφή των χώρων αυτών.[43] Σε άλλες χώρες και άλλα πρωταθλήματα στον κόσμο, υπάρχουν χώροι για όρθιους θεατές ή ακόμη και όλοι οι φίλαθλοι σε όλο το στάδιο μπορούν να παρακολουθούν τον αγώνα όρθιοι, αντί να κάθονται στα καθίσματα τους.[41][44]
Συχνό φαινόμενο είναι οι αδελφοποιήσεις μεταξύ των οργανωμένων οπαδών δύο ομάδων από διαφορετικές χώρες. Οι αδελφοποιήσεις συχνά έχουν ως αφορμή διεθνείς αγώνες μεταξύ των δύο ομάδων. Πολλοί οπαδοί της μιας ομάδας ταξιδεύουν και υποστηρίζουν την άλλη ομάδα σε σημαντικά παιχνίδια. Επίσης, μέσω συνθημάτων ή πανό στα δικά τους παιχνίδια, εκφράζουν τη συμπαράσταση τους προς την άλλη ομάδα.[45][46][47][48]
Σε μερικές περιπτώσεις οι οπαδοί, κυρίως τα παιδιά, συλλέγουν αυτοκόλλητα και κάρτες σε ένα άλμπουμ που απεικονίζουν τους ποδοσφαιριστές διαφόρων ομάδων ενός συγκεκριμένου πρωταθλήματος. Μπορεί επίσης να υπάρχουν αυτοκόλλητα στα στάδια, εμβλήματα των ομάδων και φωτογραφίες των ομάδων.[49] Τα πιο διαδομένα είναι εκείνα που παράγονται παγκοσμίως από την Panini.[50][51]
Η δημοτικότητα του ποδοσφαίρου είναι τόσο μεγάλη που μερικοί ποδοσφαιριστές είναι περισσότερο γνωστοί για τις εκτός γηπέδων δραστηριότητες τους. Διάσημοι ποδοσφαιριστές πρωταγωνιστούν στα πρωτοσέλιδα εφημερίδων και περιοδικών, ακόμη και για θέματα άσχετα με το ποδόσφαιρο.[52] Οργανισμοί, εταιρίες, διαφημιστές και κατασκευαστές αθλητικών ειδών κλείνουν συμφωνίες με ποδοσφαιριστές για διαφήμιση των προϊόντων τους έναντι μεγάλης αμοιβής[53][54][55][56][57] ή για προώθηση φιλανθρωπικού έργου (για παράδειγμα ποδοσφαιριστές-πρεσβευτές της UNICEF). Ο βραζιλιάνος ποδοσφαιριστής Πελέ αποτελεί ένα τέτοιο παράδειγμα. Η δημοτικότητα του ήταν τόσο μεγάλη που επιλέγηκε για πρεσβευτής της UNICEF,[58] αλλά και ως εκφωνητής διαφημίσεων για πολλές εταιρίες. Αφιέρωσε επίσης κάποιο χρόνο στην πολιτική στη Βραζιλία.[58]
Ο πρώην κάτοχος των βραβείων Παίκτης της Χρονιάς της ΦΙΦΑ, της Χρυσής Μπάλας και του Αφρικανού ποδοσφαιριστή της χρονιάς Τζορτζ Γουεά εξασφάλισε τις περισσότερες ψήφους στον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών της Λιβερίας αλλά δεν κατάφερε να αποκτήσει την απαραίτητη πλειοψηφία. Ωστόσο, έχασε στον επαναληπτικό γύρο.[59][60]
Ακόμα μια ποδοσφαιρική διασημότητα είναι ο Άγγλος ποδοσφαιριστής Ντέιβιντ Μπέκαμ.[61] Ο ποδοσφαιριστής έγινε πρότυπο μόδας στην Αγγλία λόγω των συχνών αλλαγών στο χτένισμα του.[62] Επίσης, η σχέση και τα προβλήματα με τη σύζυγο του και πρώην μέλος του συγκροτήματος Spice Girls, Βικτόρια Μπέκαμ, έτυχαν ευρείας αναφοράς στον βρετανικό τύπο αλλά και παγκόσμια.[62] Για τον ποδοσφαιριστή έχουν γίνει άγαλμα σε ένα βουδιστικό ναό[63] και ένα άλλο φτιαγμένο από σοκολάτα.[64] Ο Μπέκαμ επίσης ανακηρύχθηκε πρεσβευτής καλής θέλησης της UNICEF.[65][66] Επιπρόσθετα, ο Μπέκαμ ήταν για πολύ καιρό μοντέλο του οίκου μόδας Armani, γνωστός για τις διαφημίσεις του για εσώρουχα.[61]
Στα τέλη του 2009 ο Μπέκαμ αντικαταστάθηκε από μια άλλη ποδοσφαιριστή διασημότητα, τον Πορτογάλο ποδοσφαιριστή Κριστιάνο Ρονάλντο ως ο κύριος ποδοσφαιριστής/μοντέλο του οίκου.[67] Η ζωή του Κριστιάνο Ρονάλτο απασχολεί τα μέσα μαζικής ενημέρωσης για θέματα εκτός του ποδοσφαίρου και ο ίδιος αποτελεί πρότυπο μόδας.[52]
Πολλοί άλλοι ποδοσφαιριστές έχουν γίνει διασημότητες και αντιμετωπίζονται ως ήρωες από τους οπαδούς. Πρώην ποδοσφαιριστές, όπως ο Γκάρι Λίνεκερ έχουν γίνει διάσημοι δουλεύοντας στην τηλεόρασή ή στο ραδιόφωνο.[68] Ακόμη και άτομα που δεν είναι ποδοσφαιριστές αλλά σχετίζονται με το ποδόσφαιρο έχουν γίνει διάσημοι μόνο από τη σχέση τους αυτής. Μετά το Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου 2002, ο επικεφαλής της Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας Νοτίου Κορέας αποφάσισε να θέσει υποψηφιότητα για πρόεδρος της χώρας.[69]
Υπάρχουν πολλές περιπτώσεις θανάτων ή θανάσιμων τραυματισμών ποδοσφαιριστών στον αγωνιστικό χώρο.[70] Στις 5 Σεπτεμβρίου 1931, ο τερματοφύλακας της Σέλτικ, Τζον Τόμσον υπέστη κάταγμα κρανίου, όταν συγκρούστηκε με τον ποδοσφαιριστή της Ρέιντζερς, Σαμ Ίγκλις, κατά τη διάρκεια ενός αγώνα μεταξύ των δύο ομάδων. Τραυματίστηκε θανάσιμα και πέθανε αργότερα την ίδια μέρα στο νοσοκομείο.[71] Στις 10 Σεπτεμβρίου 1985, ο προπονητής της Εθνικής Σκωτίας, Τζοκ Στέιν, πέθανε από καρδιακή προσβολή σε ηλικία 62 ετών, όταν η ομάδα του ισοφάρισε την Εθνική Ουαλίας, εξασφαλίζοντας ουσιαστικά τη συμμετοχή της στα πλέι-οφ για την τελική φάση του Παγκοσμίου Κυπέλλου Ποδοσφαίρου 1986.[72]
Το 2003, ο ποδοσφαιριστής της Εθνικής Καμερούν, Μαρκ Βιβιάν Φοέ, κατέρρευσε κατά τη διάρκεια ενός αγώνα για το Κύπελλο Συνομοσπονδιών ΦΙΦΑ με αντίπαλο την Εθνική Κολομβίας. Μεταφέρθηκε ζωντανός στο ιατρικό κέντρο του σταδίου Ζερλάν, αλλά πέθανε λίγη ώρα αργότερα. Ο θάνατος του αποδόθηκε σε υπερτροφική μυοκαρδιοπάθεια, μία κληρονομική πάθηση που αυξάνει τις πιθανότητες αιφνίδιου θανάτου κατά τη διάρκεια σωματικής άσκησης.[73] Στις 8 Σεπτεμβρίου 1990, ο Ντέιβ Λόνγκχαρστ, ποδοσφαιριστής της Γιορκ Σίτι FC κατέρρευσε και πέθανε στο γήπεδο κατά τη διάρκεια του αγώνα της ομάδας του με τη Λίνκολν Σίτι FC. Η αυτοψία έδειξε ότι αντιμετώπιζε μία σπάνια πάθηση της καρδιάς.[70] Το 2004, ο ποδοσφαιριστής της Εθνικής Ουγγαρίας, Μίκλος Φεχέρ, πέθανε από ανακοπή καρδίας, αγωνιζόμενος με την Μπενφίκα με αντίπαλο την Γκιμαράες.[70] Στις 9 Σεπτεμβρίου 2006, ο ποδοσφαιριστής της Χίνκλι Γιουνάιτεντ, Ματ Γκάντσμπι, κατέρρευσε στο γήπεδο και πέθανε κατά τη διάρκεια ενός αγώνα με τη Χαρογκέιτ Τάουν. Οι ιατρικές εξετάσεις έδειξαν πως είχε σοβαρό πρόβλημα στην καρδιά.[74] Στις 25 Αυγούστου 2007, ο ποδοσφαιριστής της Φ.Κ. Σεβίλλη, Αντόνιο Πουέρτα, κατέρρευσε στον αγωνιστικό χώρο, καθώς υπέστη καρδιακή προσβολή, στην πρώτη αγωνιστική της περιόδου με αντίπαλο τη Χετάφε. Ο συμπαίκτης του, Ιβιτσα Ντραγκουτίνοβιτς, επιχείρησε να του προσφέρει τις πρώτες βοήθειες και στη συνέχεια, με την αρωγή του ιατρικού επιτελείου, ο Πουέρτα ανέκτησε τις αισθήσεις του και αποχώρησε υποβασταζόμενος. Όμως, λίγο αργότερα λιποθύμησε εκ νέου στα αποδυτήρια και διακομίσθηκε στο νοσοκομείο. Πέθανε τρεις μέρες αργότερα.[75][76] Στις 29 Δεκεμβρίου 2007, ο αρχηγός της Μάδεργουελ, Φιλ Ο`Ντόνελ, κατέρρευσε την ώρα που γινόταν αλλαγή λίγα λεπτά πριν από τη λήξη του αγώνα και αν και μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο, κατέληξε λόγο καρδιακής ανεπάρκειας.[77] Η Μάδεργουελ μετονόμασε τη βασική εξέδρα του γηπέδου της σε εξέδρα Φιλ Ο' Ντόνελ προς τιμή του ποδοσφαιριστή.[78]
Άλλες καταστροφές έχουν συμβεί μακριά από τον αγωνιστικό χώρο. Οι πιο σημαντικές είναι η αεροπορική τραγωδία του 1949 στο Τορίνο όπου έχασαν τη ζωή τους όλοι οι ποδοσφαιριστές της Τορίνο,[79] το αεροπορικό δυστύχημα στο Μόναχο το 1958 όπου σκοτώθηκαν 8 ποδοσφαιριστές της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ[80] και η αεροπορική τραγωδία του 1993 στις ακτές της Γκαμπόν όπου έχασαν τη ζωή τους όλοι οι ποδοσφαιριστές της Εθνικής Ζάμπιας.[81]
Όταν το ποδόσφαιρο διαδόθηκε και εκτός της γενέτειρας του Αγγλίας, οι ποδοσφαιριστές από διαφορετικές φυλές μερικές φορές δεν γίνονταν αποδεκτοί στην Ευρώπη. Δεν είναι γνωστό πότε παρουσιάστηκε το πρώτο κρούσμα ρατσισμού στο ποδόσφαιρο, αλλά σύμφωνα με κάποιες πηγές αναφέρουν ότι οι πρώτες αντιδράσεις εμφανίστηκαν στην Αγγλία στις αρχές του 20ού αιώνα.[82] Αξίζει να αναφερθεί ότι ο πρώτος επαγγελματίας, έγχρωμος ποδοσφαιριστής που έπαιξε στην Αγγλία ήταν ο Άρθουρ Γουάλτον το 1889 με τη φανέλα της Ρόδεραμ,[83][84] ενώ είχε ξεκινήσει ερασιτεχνικά το 1885 με την Ντάρλινγκτον.[83]
Ο ρατσισμός είναι ένα χρόνιο πρόβλημα σε πολλές χώρες εδώ και δεκαετίες. Στις αρχές του 20ού αιώνα στη Βραζιλία, οι έγχρωμοι παίκτες δεν είχαν δικαίωμα να αγωνίζονται στις ομάδες των λευκών. Όποιος έγχρωμος ή μιγάς ποδοσφαιριστής επιθυμούσε να αγωνιστεί σε ομάδα λευκών, έπρεπε να εξευτελιστεί με το να βάλει στο πρόσωπό του ένα είδος σκόνης ρυζιού, για να φαίνεται λευκός.[85] Ήδη από το 1937 στο Νοτιοαμερικανικό Κύπελλο, το σημερινό Κόπα Αμέρικα, όταν κάποιος έγχρωμος ποδοσφαιριστής της Εθνικής Βραζιλίας ακουμπούσε την μπάλα, οι οπαδοί της Εθνικής Αργεντινής έβγαζαν κραυγές μαϊμούδων για να τον ξεφτιλίσουν. Το φαινόμενο αυτό εμφανίστηκε για πρώτη φορά στην Ευρώπη τη δεκαετία του 1970, στους ποδοσφαιρικούς αγώνες στην Αγγλία, και στα νεότερα χρόνια εξαπλώθηκε σε πολλά ευρωπαϊκά κράτη, μεταξύ των οποίων και στην Ελλάδα. Το 1981, όταν στο Ντέπφορντ 13 έγχρωμοι έχασαν τη ζωή τους σε πυρκαγιά, οι οπαδοί της Μίλγουολ τραγουδούσαν στις κερκίδες ότι «όλοι συμφωνούμε, οι νέγροι καίγονται καλύτερα απ' το πετρέλαιο». Το 1986, οι οπαδοί της Έβερτον πετούσαν μπανάνες στον Τζαμαϊκανό Τζον Μπαρνς, στο πρώτο του παιχνίδι με τη Λίβερπουλ,[85] μια συνήθεια που επίσης εξαπλώθηκε μετά σε όλη την Ευρώπη.
Πλέον, οι ποδοσφαιρικές ομάδες και πολλές εθνικές ομάδες διαθέτουν ποδοσφαιριστές από διάφορες εθνικότητες.[85] Ωστόσο, ο ρατσισμός εξακολουθεί να υφίσταται σε κάποια επίπεδα, με αρκετούς οπαδούς, όταν κάποιος έγχρωμος παίκτης παίρνει την μπάλα, να βγάζουν κραυγές πιθήκων και να πετάνε μπανάνες στο γήπεδο ή και να φωνάζουν σχετικά συνθήματα και να σηκώνουν σχετικά πανό.[82][86] Για παράδειγμα, το 2006 ο Καμερουνέζος ποδοσφαιριστής της Μπαρτσελόνα, Σαμουέλ Ετό, δέχτηκε ρατσιστικά σχόλια από οπαδούς της Ρεάλ Σαραγόσα και απείλησε να εγκαταλείψει το παιχνίδι μεταξύ των δύο ομάδων αν συνέχιζαν να τον προσβάλλουν.[85] Το ίδιο συνέβη το 2005 και με τον Ιβοριανό αμυντικό της Μεσίνα Μαρκ Ζορό σε ένα αγώνα εναντίον της Ίντερ.[85]
Η FIFA, η UEFA και η Ευρωπαϊκή Ένωση υποστηρίζουν την εκστρατεία ενάντια στον ρατσισμό στην Ευρώπη (Football Against Racism in Europe-FARE), η οποία στοχεύει στην εξάλειψη του ρατσισμού στην Ευρώπη.[87] Σε μερικές χώρες, όπως η Αγγλία[88] και η Γερμανία,[86] υπήρξαν ισχυρές εκστρατείες εναντίον του ρατσισμού και της μισαλλοδοξίας στο ποδόσφαιρο. Σε άλλες χώρες, παρά τα ορατά προβλήματα ρατσισμού, ελάχιστα μέτρα έχουν ληφθεί, με παραδείγματα την Ισπανία[89] και την Ιταλία.[89] Ορισμένες χώρες πήραν μια σειρά από μέτρα ώστε να περιορίσουν τα φαινόμενα ρατσισμού, όπως η τιμωρία της έδρας της ομάδας της οποίας οι οπαδοί φωνάζουν ρατσιστικά συνθήματα κατά τη διάρκεια ενός αγώνα, χρηματικά πρόστιμα[82] αλλά και διακοπή του αγώνα.[90] Προσπάθειες καταβάλλονται και με τη συμμετοχή των ποδοσφαιριστών, οι οποίοι διοργανώνουν φιλικά παιχνίδια με κεντρικό μήνυμα την εναντίωσή τους στον ρατσισμό.[82][91]
Οι γυναίκες αγωνίζονται σε ποδοσφαιρικά παιχνίδια από τότε που καταγράφηκε το πρώτο γυναικείο παιχνίδι το 1895 στο Βόρειο Λονδίνο. Παραδοσιακά είχε συνδεθεί με φιλανθρωπικά παιχνίδια και φυσική άσκηση, ιδιαίτερα στο Ηνωμένο Βασίλειο.[92] Η αντίληψη αυτή άρχισε να αλλάζει τη δεκαετία του 1970 όπου ξεκίνησε η οργάνωση του γυναικείου ποδοσφαίρου. Το ποδόσφαιρο είναι το πιο σημαντικό ομαδικό άθλημα στο γυναικείο αθλητισμό σε πολλές χώρες και ένα από τα λίγα γυναικεία, ομαδικά αθλήματα με επαγγελματικά πρωταθλήματα.
Η ανάπτυξη του γυναικείου ποδοσφαίρου αντανακλάται στις μεγάλες διοργανώσεις που διεξάγονται, τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο. Το γυναικείο ποδόσφαιρο έδωσε πολλές μάχες για τα δικαιώματα του. Είχε μια «χρυσή εποχή» στο Ηνωμένο Βασίλειο στις αρχές της δεκαετίας του 1920, με μερικούς αγώνες να προσελκύουν στο στάδιο περισσότερους από 50.000 θεατές.[93] Η χρυσή εποχή τερματίστηκε όταν η Ένωση Ποδοσφαίρου Αγγλίας ψήφισε την απαγόρευση του παιχνιδιού στα στάδια που χρησιμοποιούσαν οι ομάδες μέλη της. Αιτία ήταν η μεγάλη απήχηση που είχε το γυναικείο ποδόσφαιρο στο κοινό, αφού σε μερικά παιχνίδια η προσέλευση των θεατών ήταν μεγαλύτερη από τα παιχνίδια ανδρών που διεξάγονταν την ίδια ημέρα. Υπήρχαν επίσης αντιδράσεις ότι η σκληρότητα και ο τρόπος παιχνιδιού δεν ήταν πρέπουσες συμπεριφορές για κορίτσια. Η απαγόρευση αυτή ακυρώθηκε τον Δεκέμβριο του 1969, μέσα από ψηφοφορία την ΟΥΕΦΑ, η οποία αναγνώρισε επίσημα το γυναικείο ποδόσφαιρο το 1971.[92] Το Παγκόσμιο κύπελλο ποδοσφαίρου γυναικών της ΦΙΦΑ διεξήχθη το 1991 και διεξάγεται από τότε κάθε τέσσερα χρόνια.[94]
Τις τελευταίες δεκαετίες, το ποδόσφαιρο επηρεάστηκε και επηρεάζεται από το φαινόμενο της παγκοσμιοποίησης.[95][96] Οι ποδοσφαιριστές έχουν το δικαίωμα να αγωνίζονται σε διάφορες χώρες, πέρα από τη χώρα καταγωγής τους.[95] Μάλιστα, οι κορυφαίοι ποδοσφαιριστές του πλανήτη απολαμβάνουν μισθούς εκατομμυρίων.[97][98] Επιπρόσθετα, οι ομάδες επωφελούνται και αυτές από την παγκοσμιοποίηση του ποδοσφαίρου. Πολλές ομάδες έχουν αποκτήσει ευρεία στήριξη από οπαδούς πέρα από την περιοχή που εδρεύουν και συχνά πραγματοποιούν περιοδείες στις χώρες αυτές, έχοντας και οικονομικά οφέλη.[99][100] Ποδοσφαιρικές ακαδημίες, είτε ανεξάρτητες είτε παραρτήματα μεγάλων ευρωπαϊκών ομάδων, αναζητούν παιδιά-ταλέντα σε διάφορες περιοχές του πλανήτη, τα οποία στη συνέχεια μεταπουλούν σε διάφορες ομάδες.[101] Ωστόσο, μερικές ευρωπαϊκές ομάδες έχουν κατηγορηθεί για εκμετάλλευση και εμπόριο νεαρών, αφρικανών παιδιών-ποδοσφαιρικών ταλέντων, τους οποίους προσλαμβάνουν στις ομάδες τους αλλά τους εγκαταλείπουν εφόσον δεν εξελιχτούν ποδοσφαιρικά ή όταν δεν χρειάζονται πλέον τις υπηρεσίες τους.[101][102] Στο σύγχρονο ποδόσφαιρο, οι περισσότερες ομάδες έχουν πολλούς ξένους ποδοσφαιριστές.[103][104] Για παράδειγμα, στην αγγλική Πρέμιερ Λιγκ οι Άγγλοι ποδοσφαιριστές που αγωνίζονται στο πρωτάθλημα είναι λιγότεροι από τους ξένους.[105] Επιπρόσθετα, ξένοι ποδοσφαιριστές αποκτούν υπηκοότητες άλλων χωρών και αγωνίζονται με τις εθνικές ομάδες των χωρών αυτών.[106][107] Μερικές από τις κορυφαίες διοικητικές προσωπικότητες, συμπεριλαμβανομένου του προέδρου της FIFA Σεπ Μπλάτερ, υποστηρίζουν ότι είναι επιζήμιο για το παιχνίδι το φαινόμενο αυτό, κατακρίνοντας παράλληλα τη συμπεριφορά των ευρωπαϊκών ομάδων ως προς την αναζήτηση νεαρών ταλέντων από άλλες ηπείρους.[104][108][109] Ωστόσο, έχουν δημοσιευτεί ακαδημαϊκές έρευνες που υποστηρίζουν την αντίθετη άποψη.[110] Πολλές ομάδες προσπαθούν να δημιουργήσουν ολοκληρωμένες ομάδες με ποδοσφαιριστές με ικανότητες ελέγχου της μπάλας, με δύναμη, με ταχύτητα και άλλες ικανότητες. Παραδοσιακά, οι ικανότητες αυτές σχετίζονται με διαφορετικές γεωγραφικές περιοχές. Για παράδειγμα, η ικανότητα ελέγχου της μπάλας χαρακτηρίζει τους ποδοσφαιριστές από τη Νότια Αμερική, η ταχύτητα σχετίζεται με τους ποδοσφαιριστές από την Αφρική και η δύναμη σε ποδοσφαιριστές από την Ευρώπη. Ως εκ τούτου, οι ποδοσφαιρικές ακαδημίες και τα τμήματα αναζήτησης ταλέντων διαφόρων ομάδων αναζητούν ποδοσφαιριστές από τις περιοχές αυτές και τους βοηθούν στην εξάσκηση των ταλέντων τους, συμβουλεύοντας τους να τύχουν δοκιμαστικά από διάφορες ομάδες.[110] Επιπρόσθετα, ξένοι ποδοσφαιριστές, αποκτούν υπηκοότητες άλλων χωρών και αγωνίζονται με τις εθνικές ομάδες των χωρών αυτών.
Το ποδόσφαιρο έχει γίνει ένα παγκόσμιο άθλημα και οι θεατές από όλο τον κόσμο μπορούν να απολαύσουν πολλά διαφορετικά πρωταθλήματα. Εκτός από τις τοπικές διοργανώσεις έχουν δημιουργηθεί και διεθνείς διοργανώσεις. Η σημαντικότερη διεθνής ποδοσφαιρική διοργάνωση είναι το Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου (ή Μουντιάλ), που διοργανώνεται από τη ΦΙΦΑ. Το Παγκόσμιο Κύπελλο της ΦΙΦΑ προσελκύει τον κόσμο του ποδοσφαίρου για ένα ολόκληρο μήνα.[111] Ο θρίαμβος και η ήττα σε διοργανώσεις εθνικών ομάδων είναι ένα σύγχρονο παράδειγμα μίξης εθνικισμού και παγκοσμιοποίησης.[112] Οι εθνικές ομάδες δημιουργούν εθνικιστικά συναισθήματα μεταξύ των οπαδών. Ο εθνικισμός αυτός εμφανίζεται με τις ποδοσφαιρικές φανέλες που φοράνε οι οπαδοί, τα κασκόλ και τις σημαίες τις χώρας τους, με τα οποία εκφράζουν την υπερηφάνεια τους.[113] Εκτός από τα εθνικά σύμβολα που κυριαρχούν στις κερκίδες, στο γήπεδο μεταφέρονται συμβολικά και οι εθνικές συγκρούσεις. Χώρες που θεωρούνται παραδοσιακοί εχθροί αναβιώνουν μέσα από τον ποδοσφαιρικό αγώνα την αντιπαλότητα τους. Αδύναμες χώρες, όπως η Αργεντινή και η Γκάνα, ανακτούν εθνικό γόητρο μέσω των επιτυχιών των ομάδων τους.[113] Το ποδόσφαιρο φέρνει κοντά τους παίκτες, τους οπαδούς, τους προπονητές και τις ομάδες από κάθε μέρος του κόσμου. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της ενοποιητικής δύναμης του ποδοσφαίρου είναι η Εθνική Ακτής Ελεφαντοστού. Η ομάδα βοήθησε στην εξασφάλιση ανακωχής στον εμφύλιο πόλεμο της χώρας το 2006 με την πρόκρισή της στην τελική φάση του Παγκοσμίου Κυπέλλου 2006[114] και συνέβαλε στην περαιτέρω μείωση των εντάσεων μεταξύ της κυβέρνησης και των ανταρτών το 2007, παίζοντας ένα αγώνα (προκριματικά κυπέλλου Εθνών Αφρικής 2008) στην πρωτεύουσα των ανταρτών, Μπουακέ, μια ευκαιρία που έφερε τους δύο στρατούς μαζί, ειρηνικά για πρώτη φορά.[115] Ωστόσο, το ποδόσφαιρο ευρέως θεωρείται ότι ήταν η αφορμή για τον πόλεμο του ποδοσφαίρου τον Ιούνιο του 1969 μεταξύ του Ελ Σαλβαδόρ και της Ονδούρας.[20]
Πολλοί προπονητές είναι επίσης περιζήτητοι διεθνώς. Αυτό ισχύει ακόμη και για τους προπονητές των εθνικών ομάδων. Παραδείγματα αποτελούν ο Βραζιλιάνος Ζίκο ως προπονητής της Εθνικής Ιαπωνίας,[116] ο Σουηδός Σβεν Γκόραν Ερικσον ως προπονητής της Εθνικής Αγγλίας[117] κ.α. Ο Γερμανός Ότο Ρεχάγκελ αποτελεί «εθνικός ήρωας» στην Ελλάδα, αφότου οδήγησε ως προπονητής την εθνική ομάδα της χώρας στην κατάκτηση του Euro 2004.[118][119] Παρομοίως, ο Ολλανδός προπονητής Γκους Χίντιγκ αποτελεί ήρωας στη Νότια Κορέα,[120] αφότου ως προπονητής οδήγησε την Εθνική Κορέας στα ημιτελικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου Ποδοσφαίρου 2002. Μάλιστα, ένα από τα στάδια του Παγκοσμίου Κυπέλλου 2002 μετονομάστηκε με το όνομα του προς τιμή του μετά το τέλος της διοργάνωσης.[121]
Οι ποδοσφαιριστές, ειδικά αυτοί που αγωνίζονται στις κορυφαίες διοργανώσεις, αποτελούν πρότυπα για τους φιλάθλους. Το ίδιο το παιχνίδι είναι πλέον εντυπωσιακό και λαμπερό, με πολλά παιδιά που ασχολούνται με το ποδόσφαιρο να φιλοδοξούν να αποκτήσουν τον πλούτο και τη λάμψη των κορυφαίων ποδοσφαιριστών.[3][4] Οι κορυφαίοι ποδοσφαιριστές έχουν αποκτήσει επίσης και ομάδες θαυμαστών, όπως οι αστέρες της ροκ.[122]
Υπάρχουν διάφορες απόψεις σχετικά με την καταλληλότητα του ρόλου των ποδοσφαιριστών ως πρότυπα προς μίμηση. Ορισμένες υποστηρίζουν ότι οι ποδοσφαιριστές οι οποίοι απολαμβάνουν ένα υψηλότερο προφίλ δημοτικότητας στο τέλος θα αποτελέσουν πρότυπα, ενώ άλλες απόψεις υποστηρίζουν ότι σημαντικότερη είναι η τεχνική ικανότητα στον αγωνιστικό χώρο και απλά κάνουν μια δουλειά όπως κάθε άλλο άνθρωπο και άρα δεν πρέπει να αποτελούν πρότυπα.[123]
Πολλοί ποδοσφαιριστές θεωρούνται καλά πρότυπα. Ωστόσο, υπάρχουν πολυάριθμα δημοσιεύματα στον τύπο σχετικά με κακές συμπεριφορές ποδοσφαιριστές.[124] Η επιρροή των ποδοσφαιριστών είναι τόσο μεγάλη, ώστε οι δραστηριότητες του να απασχολούν ευρέως τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης. Για παράδειγμα, ο Ντιέγκο Μαραντόνα, ενώ είχε εξαιρετικές ικανότητες και ψηφίστηκε σαν ο Παίκτης του αιώνα από τη ΦΙΦΑ, έκανε χρήση ναρκωτικών.[125] Επιπρόσθετα, αποβλήθηκε από το Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου 1994 για αδικήματα ντόπινγκ (χρήση εφεδρίνης),[125] με αποτέλεσμα η Εθνική Αργεντινής να ηττηθεί από την πρωτοεμφανιζόμενη στη διοργάνωση Εθνική Ρουμανίας και να αποκλειστεί από τη διοργάνωση.[126] Η κατάχρηση κοκαΐνης του έχει προκαλέσει και πολλά προβλήματα υγείας, φτάνοντας ακόμη και κοντά στον θάνατο λόγο υπερβολικής δόσης.[127]
Λίγο πριν το Euro 1996, η Εθνική Αγγλίας απέκτησε την κακή φήμη του περιστατικού «Dentist's Chair» (καρέκλα οδοντίατρου). Αρκετοί Άγγλοι ποδοσφαιριστές, συμπεριλαμβανομένων των Πολ Γκασκόιν και Τέντι Σέριγχαμ, φωτογραφήθηκαν σε ένα μπαρ στο Χονγκ Κονγκ να χύνει ο ένας μπύρα κάτω από τον λαιμό του άλλου που καθόταν σε μια καρέκλα οδοντίατρου.[128][129] Στη μετέπειτα ζωή του, ο Γκασκόιν εθίστηκε στο αλκοόλ και τα ναρκωτικά, με αποτέλεσμα μερικές φορές να εισαχθεί σε νοσοκομείο από υπερβολική δόση.[130][131][132]
Στην Αγγλία υπήρξαν περιστατικά κατηγορίας ποδοσφαιριστών για βία και ανάρμοστη συμπεριφορά εκτός παιχνιδιού. Παρά το γεγονός ότι σε πολλές περιπτώσεις οι ποδοσφαιριστές αθωώθηκαν, εντούτοις οι υποθέσεις είναι αμφιλεγόμενες. Το 2001, δύο παίκτες της Λιντς Γιουνάιτεντ, Τζόναθαν Γούντγκεϊτ και Λι Μπόγιερ, εμφανίστηκαν στο δικαστήριο με την κατηγορία του ξυλοδαρμού ενός φοιτητή έξω από ένα νυχτερινό κέντρο διασκέδασης.[133][134] Το 2002, δύο ποδοσφαιριστές της Τσέλσι, οι Τζον Τέρι και Τζόντι Μόρις, εμφανίστηκαν στο δικαστήριο με την κατηγορία της συμπλοκής και αθωώθηκαν.[135]
Στις 20 Μαΐου 2008, ο Τζόι Μπάρτον καταδικάστηκε σε έξι μήνες φυλάκιση αφού ομολόγησε την ενοχή του για συμμετοχή σε μια επίθεση σε έναν έφηβο τον Δεκέμβριο του 2007.[136] Το 2004, οι ποδοσφαιριστές της Λέστερ Σίτι, Πολ Ντίκοφ, Φρανκ Σίνκλερ και Κιθ Γκιλέσπι, πέρασαν λίγες μέρες στη φυλακή, αφού κατηγορήθηκαν για σεξουαλική επίθεση. Ωστόσο, η υπόθεση κατέπεσε όταν τα ιατροδικαστικά στοιχεία έδειξαν ότι οι κατηγορίες ήταν αβάσιμες.[137][138]
Ο διάσημος ποδοσφαιριστής Γουέιν Ρούνεϊ δέχθηκε επίσης επίθεση από τα ΜΜΕ για επισκέψεις σε ιερόδουλες το 2004, ένας ισχυρισμός που επιβεβαιώθηκε αργότερα από τον ίδιο.[139][140] Ο Άντριαν Μούτου έχει παραδεχθεί τη χρήση κοκαΐνης όταν βρέθηκε θετικός σε έλεγχο ντόπινγκ[141] και ο Γκράχαμ Στακ κατηγορήθηκε για βιασμό, αλλά αθωώθηκε το 2005.[142] Την ίδια χρονιά, ο Λι Μπόγιερ έγινε και πάλι πρωτοσέλιδο όταν ο ίδιος και ο συμπαίκτης του στη Νιούκασλ Γιουνάιτεντ, Κίρο Ντάιερ χτύπησαν ο ένας τον άλλο στα τέλη ενός αγώνα της Πρέμιερ Λιγκ.[143]
Πολλές ποδοσφαιρικές ομάδες έχουν μετατραπεί από ερασιτεχνικές σε μεγάλες εμπορικές εταιρείας. Επιπρόσθετα, οι ποδοσφαιριστές έχουν καταφέρει να αυξήσουν τα κέρδη τους μαζικά κατά τη διάρκεια αυτής της αλλαγής.
Οι καταγγελίες για διαφθορά στο ποδόσφαιρο, όπως το στήσιμο αγώνων, υπήρχαν πάντα στο ποδόσφαιρο. Το επίπεδο της διαφθοράς διαφέρει από χώρα σε χώρα. Μπορεί να περιλαμβάνει ποδοσφαιριστές, παράγοντες και ομάδες. Την περίοδο 2005-06 εμφανίστηκαν πολλά σκάνδαλα διαφθοράς. Σε αυτά συμπεριλαμβανόταν το σκάνδαλο για στημένους αγώνες στη δεύτερη και τρίτη κατηγορία της Γερμανίας, με κεντρικό πρόσωπο τον διαιτητή Ρόμπερτ Χάουζερ, ο οποίος ομολόγησε ότι καθόρισε και στοιχημάτισε πολλούς αγώνες. Παρομοίως σκάνδαλο στημένων αγώνων αποκαλύφθηκε και στη Βραζιλία το 2005. Το 2006 αποκαλύφθηκε στην Ιταλία το σκάνδαλο Καλτσιόπολι, όπου πέντε ομάδες κρίθηκαν ένοχες για στήσιμο αγώνων και τιμωρήθηκαν, με σημαντικότερη τιμωρία τον υποβιβασμό της Γιουβέντους στη Β' κατηγορία για την περίοδο 2007-08 και την αφαίρεση του τίτλου της πρωταθλήτριας για την περίοδο 2005-06. Επιπρόσθετα, το 2006 αποκαλύφθηκε το σκάνδαλο «Apito Dourado» (Χρυσή Σφυρίχτρα) στην Πορτογαλία, για επηρεασμό ή προσπάθεια επηρεασμού διαιτητών από τις ΦΚ Πόρτο και Μποαβίστα.[144][145] Το 2013 η Ευρωπόλ εξάρθρωσε δίκτυο παράνομων στοιχημάτων και στημένων αγώνων, εντοπίζοντας συνολικά 680 «ύποπτα παιχνίδια» σε 30 χώρες, εκ των οποίων 380 στην Ευρώπη.[146]
Τα έσοδα των ομάδων προέρχονται από διάφορες πηγές (τηλεοπτικά δικαιώματα, χορηγοί, πωλήσεις εισιτηρίων αγώνων, πωλήσεις προϊόντων με το λογότυπο της ομάδας από την μπουτίκ της ομάδας, εκμετάλλευση του ονόματος, από συνδρομές των φιλάθλων, συμμετοχές σε πρωταθλήματα και τουρνουά, διαχείριση των δικαιωμάτων των ποδοσφαιριστών).[147][148][149] Οι μεγάλες ομάδες του πλανήτη παρουσιάζουν μεγάλα κέρδη. Ομάδες όπως η Μπαρτσελόνα, η Ρεάλ Μαδρίτης και η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ συγκαταλέγονται στις πλουσιότερες ομάδες του κόσμου.[150] Η Τσέλσι ΦΚ, μετά την εξαγορά της από τον δισεκατομμυριούχο Ρομάν Αμπράμοβιτς,[151] αγόρασε πολλούς ακριβούς ποδοσφαιριστές,[152] όπως και η Μάντσεστερ Σίτι μετά που εξαγοράστηκε από τον δισεκατομμυριούχο Καλντούν Αλ Μουμπάρακ το 2008.[153]
Ένας πολύ σημαντικός παράγοντας για την αύξηση των κερδών των ομάδων ήταν η άφιξη της δορυφορικής τηλεόρασης.[154] Οι εταιρίες δορυφορικής τηλεόρασης καταβάλλουν τεράστια ποσά για να αγοράσουν τα δικαιώματα κάλυψης των ποδοσφαιρικών αγώνων ή στιγμιότυπα αυτών. Υπολογίζεται ότι τα 4/5 των τηλεοπτικών δικαιωμάτων στις πέντε μεγαλύτερες ευρωπαϊκές χώρες (Μεγάλη Βρετανία, Ισπανία, Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία) ξοδεύονται στο ποδόσφαιρο.[155] Οι εταιρείες έχουν αποσβέσει την επένδυση αυτή από τους πολλούς οπαδούς που παρακολουθούν τους αγώνες τηλεοπτικά, αφού δεν μπορούν να παρευρεθούν στο γήπεδο. Επίσης, προσφέρουν στον τηλεθεατή περισσότερες ποδοσφαιρικές επιλογές σε σχέση με πριν.[156][157] Υπολογίζεται ότι τα 4/5 των τηλεοπτικών δικαιωμάτων στις πέντε μεγαλύτερες ευρωπαϊκές χώρες (Μεγάλη Βρετανία, Ισπανία, Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία) ξοδεύονται στο ποδόσφαιρο.[158]
Σημαντική πηγή εσόδων αποτελούν οι χορηγίες από οργανισμούς και εταιρείες για να διαφημιστούν στη στολή της ομάδα. Για παράδειγμα, το 2008, η γερμανική Μπάγερν Μονάχου έλαβε 25 εκατομμύρια ευρώ ως χορηγία από την εταιρεία τηλεπικοινωνιών Deutsche Telekom.[159] Το 2012, οι ποδοσφαιρικοί σύλλογοι των έξι μεγαλύτερων ευρωπαϊκών πρωταθλημάτων είχαν έσοδα που ξεπέρασαν τα 500 εκατομμύρια ευρώ από χορηγίες στις φανέλες τους.[160] Επιπρόσθετα, οι ομάδες διαθέτουν προς πώληση επίσημα προϊόντα με το λογότυπο της ομάδας (αυθεντικές στολές, φλιτζάνια, μπρελόκ, καπέλα, ρολόγια χειρός κτλ).[161][162] Αξίζει να αναφερθεί ότι το 2012 η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, θέλοντας να κεφαλαιοποιήσει το ενδιαφέρον που δείχνει η όλο και αυξανόμενη βάση των φίλων της ομάδας παγκοσμίως, αποφάσισε να εισάγει μετοχές στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης.[163]
Επιπρόσθετα, μια σημαντική πηγή εσόδων αποτελεί η πώληση ποδοσφαιριστών σε άλλες ομάδες. Το 2001 η Ρεάλ Μαδρίτης ξόδεψε 76 εκατομμύρια ευρώ για να αγοράσει τον Ζινεντίν Ζιντάν από τη Γιουβέντους, ενώ το 2000 ο Λουίς Φίγκο μετεγράφηκε στην Μπαρτσελόνα από τη Ρεάλ Μαδρίτης, με την πρώτη να δαπανεί 58,5 εκατομμύρια ευρώ.[164] Το 2009 η Ρεάλ Μαδρίτης πλήρωσε 94 εκατομμύρια για την απόκτηση του Κριστιάνο Ρονάλντο από τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ.[165]
Ωστόσο, πολλές ομάδες αντιμετωπίζουν οικονομικά προβλήματα. Για παράδειγμα, η Λιντς Γιουνάιτεντ ξόδεψε πολλά λεφτά και είχε επιτυχίες για μερικές περιόδους. Ωστόσο, τα χρέη της ομάδας έγιναν ανεξέλεγκτα, οι επιτυχημένοι ποδοσφαιριστές πουλήθηκαν και τελικά η ομάδα υποβιβάστηκε δύο φορές, από την Πρέμιερ Λιγκ στην Τσάμπιονσιπ και ακολούθως στη Φούτμπολ Λιγκ Ουάν.[166][167] Το 2012, η σκωτσέζικη Ρέιντζερς Γλασκώβης υποβιβάστηκε από την πρώτη κατηγορία της Σκωτίας στην τέταρτη, λόγω χρεών.[168]
Δεν έχουν όλες οι ομάδες μεγάλα κέρδη μέσα από τηλεοπτικές συμφωνίες. Οι ομάδες που αγωνίζονται σε μικρότερες κατηγορίες λαμβάνουν λιγότερα χρήματα για τους αγώνες τους και αν προαχθούν σε ψηλότερου επιπέδου κατηγορία, μπορεί να αντιμετωπίζουν προβλήματα αγοραστικής δύναμης, συγκριτικά με τις μεγαλύτερες ομάδες, με αποτέλεσμα ο υποβιβασμός τους να είναι πολύ πιθανό ενδεχόμενο. Ακόμη, οι ομάδες που υποβιβάζονται σε χαμηλότερη κατηγορία, χάνουν ένα μεγάλο μέρος του ποσού που κέρδιζαν από τα τηλεοπτικά δικαιώματα που είχαν όταν αγωνίζονταν στη μεγαλύτερη κατηγορία.[169]
Ομάδες από μικρές χώρες, έχουν επίσης προβλήματα με αυτό το θέμα. Λόγω του μικρού πληθυσμού της χώρας, λαμβάνουν λιγότερα χρήματα από τα τηλεοπτικά δικαιώματα.[170][171] Αυτό σημαίνει ότι υστερούν οικονομικά, ως προς τα έσοδα, από τις ομάδες από μεγαλύτερες χώρες, με πιθανό αποτέλεσμα να αντιμετωπίσουν προβλήματα χρέους αν προσπαθήσουν να ξοδέψουν χρήματα για να συναγωνιστούν μεγάλες ομάδες σε διεθνείς διασυλλογικές διοργανώσεις.[172][173] Κάποιες ομάδες έχουν καταφέρει να αντιστρέψουν τις τάσεις αυτές, εκμεταλλευόμενοι ποδοσφαιριστές που προέρχονται από τις ακαδημίες τους καθώς και προβαίνοντας σε σοφές επενδύσεις. Τέτοιες ομάδες είναι η ΦΚ Πόρτο και ο ΑΦΚ Άγιαξ, που αν και είχαν κάποιες επιτυχίες (η Πόρτο κατέκτησε το ΟΥΕΦΑ Τσάμπιονς Λιγκ 2003-04), τείνουν να πουλούν τους ποδοσφαιριστές του λόγω οικονομικών πιέσεων.[174][175][176][177]
Τα τελευταία χρόνια, η ΟΥΕΦΑ, έχει εισάγει τον κανονισμό UEFA Financial Fair Play, ώστε να περιορίσει τις ανεξέλεγκτες σπατάλες στο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο, οι οποίες θα μπορούσαν να απειλήσουν τη μακροπρόθεσμη επιβίωση των ομάδων. Βάσει του προγράμματος, κάθε σύλλογος υποχρεούται να έχει ισοσκελισμένα έσοδα και έξοδα. Σε αντίθετη περίπτωση, προβλέπονται ποινές αφαίρεσης βαθμών αλλά και δυνατότητα εγγραφής μόνο ποδοσφαιριστών έως 21 ετών. Παράλληλα, σύλλογοι που τελούν υπό διάλυση ή καθεστώς εκκαθάρισης, δεν θα έχουν δικαίωμα συμμετοχής στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις.[178]
Η δημοτικότητα του ποδοσφαίρου απεικονίζεται και στη λογοτεχνία και στον κινηματογράφο. Έχουν γραφτεί βιβλία που ασχολούνται με θέματα κουλτούρας και ποδοσφαίρου, όπως η βία, όπως και λεπτομερείς ιστορίες ποδοσφαιρικών γεγονότων. Επιπρόσθετα, για πολλές ομάδες κυκλοφορούν ένα ή περισσότερα φανζίν.[179]
Ορισμένοι θεωρούν ότι η άσχημη εικόνα του βρετανικού ποδοσφαίρου σαν ενασχόληση της εργατικής τάξης, άλλαξε σε κάτι πολύ πιο αξιοσέβαστο μετά τη δημοσίευση του βιβλίου «Fever Pitch» («Ο Πυρετός της Μπάλας»), το οποίο αποτελεί τα απομνημονεύματα του Νικ Χόρνμπυ (μυθιστοριογράφος, δοκιμιογράφος, στιχουργός και σεναριογράφος), σχετικά με τη ζωή του ως οπαδός της Άρσεναλ. Η ιστορία του βιβλίου στη συνέχεια έγινε ταινία.[180] Πολυάριθμες κινηματογραφικές ταινίες σχετικά με το ποδόσφαιρο έχουν δημιουργηθεί, συμπεριλαμβανομένων των ταινιών του 2001 «Bend It Like Beckham» («Καν’ το όπως ο Μπέκαμ»)[181] και του 2004 «The Football Factory» («Εργοστάσιο Ποδοσφαίρου»), η οποία είναι βασισμένη σε ένα βιβλίο του Τζον Κινγκ και ασχολείται με τον χουλιγκανισμό και τη σχέση του με την κοινωνικό-οικονομική πραγματικότητα στην Αγγλία.[182][183] Στη Γερμανία, η ταινία του 2003 «The Miracle of Bern» («Το Θαύμα Της Βέρνης»), αναβίωσε την ευφορία της νίκης της εθνικής ομάδας στο Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου 1954 και είχε μεγάλη επιτυχία.[184]
Μια κινηματογραφική ταινία που στηρίζεται σε πραγματικά γεγονότα είναι η ταινία του 1981, «Escape to Victory» («Η Μεγάλη Απόδραση των 11»).[185] Η ταινία βασιζόταν στην αληθινή ιστορία του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, όπου 11 ποδοσφαιριστές της ΦΚ Ντιναμό Κιέβου και της Λοκομοτίβ Κιέβου που ήταν αιχμάλωτοι στο στρατόπεδο συγκέντρωσης της Ντάρμιτσα, κέρδισε τη γερμανική Βέρμαχτ, που αποτελείτο από επαγγελματίες Γερμανούς ποδοσφαιριστές που υπηρετούσαν τη θητεία τους. Οι ποδοσφαιριστές της νικήτριας ομάδας αθέτησαν διαταγή των Γερμανών, όπως χάσουν τον αγώνα και στη συνέχεια εκτελούνται.[186] Η ίδια ιστορία εξιστορείται στο βιβλίο «Dynamo» του Άντι Ντούγκαν.[187]
Έχει ειπωθεί ότι σε ορισμένες χώρες το ποδόσφαιρο έχει γίνει νέα θρησκεία (αν και αυτό είναι ένα αμφιλεγόμενο θέμα).[188][189]
Οι «θρησκευτικές» πτυχές των αθλητικών γεγονότων περιλαμβάνουν:[189]
Στο ποδόσφαιρο (και σε άλλα αθλήματα), απουσιάζουν και ορισμένες πτυχές που συνδέονται με τη θρησκεία:[189]
Τα θρησκευτικά πιστεύω είναι επίσης συνηθισμένα στο ποδόσφαιρο. Μερικοί ποδοσφαιριστές είναι θρήσκοι και αυτό μερικές φορές φαίνεται μέσω της συμπεριφοράς τους πριν από ένα παιχνίδι. Στην Αφρική, χρησιμοποιούνται παραδοσιακές τελετουργίες πίστης ώστε να βοηθηθεί η ομάδα να κερδίσει σημαντικά παιχνίδια.[194] Στην Αργεντινή, έχει διαμορφωθεί μια επίσημη θρησκεία γύρω από τον ποδοσφαιριστή Ντιέγκο Μαραντόνα που ονομάζεται «Iglesia Maradoniana».[195]
Η γερμανική ομάδα ΦΚ Σάλκε 04 έχει τη δική της Βίβλο που ονομάζεται «Mit Gott auf Schalke» («Με τον Θεό στη Σάλκε»). Πρόκειται για μια έκδοση της χριστιανικής Βίβλου μαζί με πνευματικά κείμενα από τους χριστιανούς ποδοσφαιριστές και αξιωματούχους της ομάδας.[196]
Ορισμένες ομάδες έχουν ταυτιστεί με ορισμένες θρησκείες και οι μεταξύ τους ποδοσφαιρικές διαμάχες έχουν και θρησκευτικό χαρακτήρα. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα των Ρέιντζερς Γλασκώβης και Σέλτικ Γλασκώβης. Η Σέλτικ ιδρύθηκε από Ιρλανδούς μετανάστες το 1888 και αμέσως οι οπαδοί της ταυτίσθηκαν με τον Καθολικισμό. Η Ρέιντζερς ιδρύθηκε το 1873 αλλά μέχρι να ιδρυθεί η Σέλτικ η ομάδα δεν πρέσβευε κανένα δόγμα. Με την ίδρυση της Σέλτικ ακολούθησαν τον Προτεσταντισμό και άρχισε η μεγάλη κόντρα μεταξύ των δύο μεγάλων ομάδων, η οποία με τα χρόνια μεγάλωνε περισσότερο (μέχρι και δολοφονίες υπήρξαν), απότοκο της κόντρας μίσους Καθολικών-Προστενταντών στη Σκωτία από τον 17ο αιώνα. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι οι οπαδοί της Σέλτικ δεν κάνουν τον Σταυρό τους στο «Άιμπροξ», έδρα της Ρέιντζερς. Ακόμη και σήμερα οι Σκωτσέζοι οπαδοί διαλέγουν ομάδα ανάλογα με τη θρησκεία τους, ενώ μέχρι ενός σημείου η σύνθεση του ρόστερ γινόταν αποκλειστικά με θρησκευτικά κριτήρια.[197][198][199]
Πάρα πολλές ρήσεις έχουν ειπωθεί από άτομα σχετικά με το ποδόσφαιρο, είτε για το ίδιο το άθλημα, είτε για πρόσωπα του ποδοσφαίρου. Κάποιες από αυτές παραμένουν διαχρονικές.
Σε ορισμένες χώρες, το ποδόσφαιρο έχει συνδεθεί ιστορικά με την πολιτική, είτε σε επίπεδο ομάδων και οπαδών είτε σε επίπεδο ποδοσφαιρικών παραγόντων και πολιτικών.
Πολλά πολιτικά πρόσωπα εμπλέκονται άμεσα με το ποδόσφαιρο, αλλά και πολλά πρόσωπα του ποδοσφαίρου εμπλέκονται με την πολιτική. Στην Ιταλία, ο πρώην πρωθυπουργός της χώρας Σίλβιο Μπερλουσκόνι, όντας υποψήφιος ήταν ταυτόχρονα και ιδιοκτήτης της ποδοσφαιρικής ομάδας ΑΚ Μίλαν.[212][213] Το 2012, πριν από τις εκλογές της στο κρατίδιο της Βόρειας Ρηνανίας–Βεστφαλίας, η Γερμανίδα Καγκελάριος, Άνγκελα Μέρκελ εμφανίστηκε δημόσια κρατώντας ένα κασκόλ της ΦΚ Σάλκε 04, η οποία εδρεύει σε μια πόλη του κρατιδίου.[214] Το 1934, ο Ιταλός δικτάτορας Μπενίτο Μουσολίνι, χρησιμοποίησε το Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου 1934 που διεξήχθη στην Ιταλία με ύπουλο και προπαγανδιστικό τρόπο προκειμένου να χειραγωγήσει τις μάζες.[215] Το 1942, στο Κίεβο, το οποίο ήταν υπό γερμανική κατοχή, ο γερμανός διοικητής αποφάσισε να χρησιμοποιήσει το ποδόσφαιρο για να ανυψώσει το ηθικό των στρατιωτών του, με ένα ποδοσφαιρικό αγώνα ανάμεσα σε ντόπιους και σε επαγγελματίες Γερμανούς ποδοσφαιριστές που υπηρετούν τη θητεία τους στη Βέρμαχτ, αναφέροντας ότι και «η ανωτερότητα της Άριας Φυλής έναντι των υπανθρώπων ρωσο-ουκρανών Σλάβων είναι εμφανής σε όλους τους τομείς και φυσικά και στο ποδόσφαιρο». Οι παίκτες της ντόπιας ομάδας (11 ποδοσφαιριστές της ΦΚ Ντιναμό Κιέβου και της Λοκομοτίβ Κιέβου) ήταν αιχμάλωτοι στο στρατόπεδο συγκέντρωσης της Ντάρμιτσα και τους οποίους οι Γερμανοί λίγες ημέρες πριν τον αγώνα, τους επέτρεψαν να τρώνε κανονικά και να προπονούνται. Οι ποδοσφαιριστές αυτοί αθέτησαν διαταγή των Γερμανών, όπως χάσουν τον αγώνα και στη συνέχεια εκτελούνται.[186][187]
Πολιτική χροιά έχει η κόντρα μεταξύ των δύο μεγάλων ποδοσφαιρικών ομάδων, Ρεάλ Μαδρίτης και Μπαρτσελόνα. Η μεγάλη έκρηξη στον «ποδοσφαιρικό πόλεμο» της Ισπανίας είχε ξεκάθαρα πολιτικές προεκτάσεις. Η πρώτη αφορμή για να εκδηλωθεί η κόντρα των δύο ομάδων ήταν το διάταγμα που εξέδωσε ο βασιλιάς της Ισπανίας Αλφόνσο ΙΓ΄ το 1920, με το οποίο έδινε το όνομα Ρεάλ στην ομάδα της Μαδρίτης. Τη δεκαετία του 1920 η φίλαθλοι της Ρεάλ ήταν στην πλειονότητα τους κεντροδεξιοί, υποστηρίζοντας στη συνέχεια τον στρατηγό Φρανθίσκο Φράνκο, ο οποίος χρησιμοποίησε τη Ρεάλ, ως μέσο για να βγει η Ισπανία από τη μεταπολεμική απομόνωση. Οι φίλαθλοι της Μπαρτσελόνα επιθυμούσαν το καθεστώς πριν από τον ισπανικό εμφύλιο, με τα ισχυρά προνόμια αυτονομίας στην Καταλονία. Η κόντρα μεταξύ των δύο ομάδων γιγαντώθηκε και υπάρχει έως σήμερα με την έναρξη του Ισπανικού Εμφυλίου. Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου δολοφονήθηκε ο Γιόσεπ Σουνιόλ, πολιτικός αριστερών πεποιθήσεων, πρόεδρος της Μπαρτσελόνα και μέλος του αυτόνομου καταλανικού συμβουλίου. Ως αποτέλεσμα αυτού, ο επόμενος αγώνας μεταξύ Μπαρτσελόνα και Ρεάλ Μαδρίτης κατέληξε σε συλλαλητήριο κατά της πολιτικής του Φράνκο, που χαρακτηρίστηκε από αποδοκιμασίες των φίλων της Μπαρτσελόνα κατά τη διάρκεια της ανάκρουσης του ισπανικού Εθνικού Ύμνου, γεγονός που επέφερε και την εξάμηνη τιμωρία της ομάδας. Ένα σημαντικό γεγονός στην κόντρα των δύο ομάδων ήταν η μεταγραφή του Αλφρέντο Ντι Στέφανο που ενώ είχε αρχικά συμφωνήσει με την Μπαρτσελόνα, μετά από πολύ παρασκήνιο και μέσω ενός φωτογραφικού νόμου, ο κατέληξε στη Ρεάλ Μαδρίτης το 1953. Εκ τότε, σχεδόν σε κάθε παιχνίδι οι οπαδοί της Μπαρτσελόνα αναρτούν ένα πανό που αναγράφει «Η Καταλονία δεν είναι Ισπανία».[216][217]
Στην Ιταλία, οι δυο ομάδες που είναι διάσημες για τους πολιτικοποιημένους οπαδούς τους είναι η Λάτσιο και η Λιβόρνο. Οι οπαδοί της Λάτσιο χαρακτηρίζονται ως δεξιοί. Μεγάλος υποστηρικτής της ομάδας ήταν και ο δικτάτορας της Ιταλίας, Μπενίτο Μουσολίνι. Οι οπαδοί της Λιβόρνο χαρακτηρίζονται ως αριστεροί. Η Λιβόρνο ιδρύθηκε στις αποβάθρες της πόλης, στην οποία επίσης ιδρύθηκε και το Κομμουνιστικό Κόμμα Ιταλίας. Τα ντέρμπι ανάμεσα στις δυο ομάδες πιο πολύ μοιάζουν με πολιτική αντιπαράθεση παρά με ποδοσφαιρικό αγώνα, αφού τα πολιτικά συνθήματα και τα πανό πολιτικού περιεχομένου δίνουν και παίρνουν. Η πολιτική αντιπαράθεση μερικές φορές εμφανίζεται και εντός του αγωνιστικού χώρου. Για παράδειγμα, ο ποδοσφαιριστής της Λάτσιο, Πάολο Ντι Κάνιο όταν σκόραρε συνήθιζε να χαιρετάει φασιστικά προς την κερκίδα ενώ ο ποδοσφαιριστής της Λιβόρνο, Κριστιάνο Λουκαρέλι, σήκωνε τη γροθιά στον αέρα που είναι και το σήμα κατατεθέν του Κομμουνιστικού Κόμματος. Αξίζει να αναφερθεί ότι ο Λουκαρέλι σε έναν αγώνα με την Εθνική Ελπίδων της Ιταλίας είχε πανηγυρίσει βγάζοντας τη φανέλα για να δείξει εσωτερικό φανελάκι με το πρόσωπο του Τσε Γκεβάρα.[218]
Στη Ρωσία η ανάμιξη της πολιτικής με το ποδόσφαιρο ξεκινάει περίπου το 1920. Η τότε Κομμουνιστική κυβέρνηση αποφάσισε να ιδρύσει διάφορες ποδοσφαιρικές ομάδες με έδρα τη Μόσχα. Έτσι, ιδρύονται η Λοκομοτίβ Μόσχας από το Υπουργείο Σιδηρόδρομων, η ΤΣΣΚΑ Μόσχας από τον Κόκκινο Στρατό, η Ντιναμό Μόσχας από την KGB ενώ επίσης ιδρύθηκε και η Σπαρτάκ Μόσχας η οποία πήρε το όνομα της από τον Ρωμαίο σκλάβο και αντάρτη Σπάρτακο.[218]
Στην Κύπρο, το ποδόσφαιρο θεωρείται κομματικοποιημένο. Οι ομάδες διαχωρίζονται σε αριστερές και δεξιές και ταυτίζονται οι μεν αριστερές με το αριστερό κόμμα ΑΚΕΛ και οι δεξιές ομάδες με δεξιά κόμματα και κυρίως με τον Δημοκρατικό Συναγερμό. Κυριότερες αριστερές ομάδες θεωρούνται η Ομόνοια Λευκωσίας, η Νέα Σαλαμίνα Αμμοχώστου και η Αλκή Λάρνακας ενώ κυριότερες δεξιές ο ΑΠΟΕΛ Λευκωσίας, η Ανόρθωση Αμμοχώστου, ο Απόλλων Λεμεσού και ο Ολυμπιακός Λευκωσίας. Ο διαχωρισμός ξεκίνησε λόγω των γεγονότων του 1948, με την εκδίωξη των αριστερών αθλητών από διάφορες ομάδες και την ίδρυση των αριστερών σωματείων από τους αθλητές αυτούς. Εκ τότε, ακόμα και στα μικρότερα χωριά του νησιού, δημιουργούνται μια αριστερή και μια δεξιά ομάδα.[219][220] Παρόλο που το φαινόμενο είναι πιο περιορισμένο σε σχέση με τις προηγούμενες δεκαετίες, εντούτοις εξακολουθεί να υφίσταται, ακόμα και επίσημα από τις ομάδες. Για παράδειγμα, στις προεδρικές εκλογές του 2008, αρκετές «δεξιές» ομάδες με σημαντικότερες τους ΑΠΟΕΛ, Απόλλων, Ανόρθωση, Ολυμπιακός και ΑΕΚ τάχθηκαν επίσημα μέσω των διοικήσεων τους υπέρ του δεξιού υποψηφίου στον 2ο γύρο και κάλεσαν τους οπαδούς τους να τον ψηφίσουν.[221][222]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.