Remove ads
χώρα της δυτικοκεντρικής Ευρώπης From Wikipedia, the free encyclopedia
Η Ελβετία (επίσημη ονομασία: Ελβετική Συνομοσπονδία / γερμανικά: Schweizerische Eidgenossenschaft, γαλλικά: Confédération suisse, ιταλικά: Confederazione Svizzera, ρομανικά: Confederaziun svizra, λατινικά: Confoederatio Helvetica) είναι χώρα της δυτικοκεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει δυτικά με τη Γαλλία, νότια με την Ιταλία, βόρεια και βορειοανατολικά με τη Γερμανία και ανατολικά με την Αυστρία και το Λίχτενσταϊν. Αποτελεί περίκλειστο Κράτος, καθώς δεν βρέχεται σε κανένα σημείο της από θάλασσα. Έχει έκταση 41.290 τ.χλμ. και πληθυσμό 9.002.763 κατοίκους σύμφωνα με επίσημη εκτίμηση για τον Ιούνιο του 2024.[2]
Ελβετική Συνομοσπονδία | |||
---|---|---|---|
| |||
Εθνικό σύνθημα: Unus pro omnibus, omnes pro uno (Ένας για όλους, όλοι για έναν) | |||
Η θέση της Ελβετίας (πράσινο) στην Ευρωπαϊκή ήπειρο (σκούρο γκρι) | |||
Βέρνη (de facto) 46°57′N 7°27′E | |||
Μεγαλύτερη πόλη | Ζυρίχη | ||
Γερμανικά (63,7 %) Γαλλικά (20,4 %) Ιταλικά (6,5 %) Ραιτορομανικά (0,5 %) | |||
Ομοσπονδιακή κοινοβουλευτική δημοκρατία διευθυντικού συστήματος, με στοιχεία άμεσης δημοκρατίας | |||
Βιόλα Άμχερτ Καρέν Κέλερ-Σούτερ Γκι Παρμελάν Ελίζαμπεθ Μπάουμ-Σνάιντερ Άλμπερτ Ρόστι Ινιάτσιο Κασίς Μπέατ Γιανς Βίκτορ Ρόσι | |||
Νομοθετικό σώμα • Άνω βουλή • Κάτω βουλή | Ομοσπονδ. Συνέλευση Συμβούλιο των Κρατών Εθνικό Συμβούλιο | ||
Ανεξαρτησία • Ίδρυση • Αναγνωρίστηκε • Ομοσπονδία • Ισχύον Σύνταγμα | 1η Αυγούστου 1291 24 Οκτωβρίου 1648 12 Σεπτεμβρίου 1848 1η Ιανουαρίου 2000 (αναθεώρηση του Συντ. του 1874) | ||
• Σύνολο • % Νερό • Σύνορα | 41.290[1] km2 (134η) 4,2 1.852 km | ||
Πληθυσμός • Εκτίμηση 6-2024 • Απογραφή 2001 • Πυκνότητα | 9.002.763[2] (100η) 7.255.700[3] 218,0 κατ./km2 (69η) | ||
ΑΕΠ (ΙΑΔ) • Ολικό (2018) • Κατά κεφαλή | 548 δισ. $[4] (39η) 64.649 $[4] (9η) | ||
ΑΕΠ (ονομαστικό) • Ολικό (2018) • Κατά κεφαλή | 704 δισ. $[4] (19η) 82.950 $[4] (2η) | ||
ΔΑΑ (2021) | 0,962 [5] (1η) – πολύ υψηλός | ||
Νόμισμα | ελβετικό φράγκο (CHF) | ||
• Θερινή ώρα | CET (UTC +1) (UTC +2) | ||
ISO 3166-1 | CH | ||
Internet TLD | .ch | ||
Οδηγούν στα | δεξιά | ||
Κωδικός κλήσης | +41 |
Αποτελείται από 26 καντόνια και ημικαντόνια. Πρωτεύουσα της είναι η Βέρνη (134.290 κάτοικοι το 2022)[6] ενώ η μεγαλύτερη πόλη η Ζυρίχη (423.193 κάτοικοι το 2022)[6]. Άλλα σημαντικά αστικά κέντρα είναι η Βασιλεία (173.064 κάτοικοι το 2022)[6], η Γενεύη (203.401 κάτοικοι το 2022)[6], η Λωζάνη (140.619 κάτοικοι το 2022)[6] και το Βίντερτουρ (115.129 κάτοικοι το 2022)[6]. Νόμισμα της χώρας είναι το ελβετικό Φράγκο. Έχει υψηλό βιοτικό επίπεδο και ανεπτυγμένο εμπόριο, βιομηχανία και τουρισμό.
Χωρίζεται μορφολογικά σε δύο ζώνες. Η πρώτη είναι η αλπική ζώνη που κυριαρχείται, όπως λέει και το όνομά της, από το συγκρότημα των Άλπεων και τις διακλαδώσεις του και καταλαμβάνει τα 3/5 της συνολικής έκτασης της χώρας. Αυτή η ορεινή περιοχή έχει σχήμα πετάλου και περικλείει μέσα της τη ζώνη του οροπεδίου. Η αλπική περιοχή σχηματίζεται από 3 διακλαδώσεις των Κεντρικών Άλπεων κι από την οροσειρά του Ιούρα, που βρίσκεται στα δυτικά και κατά μήκος των συνόρων με τη Γαλλία. Οι τρεις αυτές διακλαδώσεις των Άλπεων είναι: οι Πεννικές Άλπεις, οι Βερνικές Άλπεις και οι Ραιτικές Άλπεις.
Στο νοτιοδυτικό τμήμα της χώρας, σαν συνέχεια του Λευκού όρους, είναι οι Πεννικές Άλπεις (ή Βαλαίσιες Άλπεις) με υψηλότερη κορυφή τη Μόντε Ρόζα (4.638 μ.). Στο ανατολικό άκρο τους βρίσκεται η σήραγγα του Σεμπλόν, ιδιαίτερα σημαντική για το ευρωπαϊκό σιδηροδρομικό δίκτυο, και στα Δ. η σήραγγα του Αγίου Βερνάρδου. Άλλες υψηλές κορυφές των Πεννικών Άλπεων είναι το Μάτερχορν (4.505 μ.), η Βάισχορν (4.512 μ.) και η Νομ (4.500 μ.). Από το ΝΔ. τμήμα της χώρας ξεκινούν και οι Βερνικές Άλπεις, που προχωρούν όμως προς τα βόρεια, καταλαμβάνοντας με τον όγκο τους το κέντρο της χώρας. Έχουν σαν υψηλότερη κορυφή το Φινστεράαχορν με ύψος 4.275 μ.
Στο ανατολικό τμήμα προβάλλει ο όγκος των Ραιτικών Άλπεων, που σχηματίζουν προς τα ΝΑ. δυο άλλες διακλαδώσεις: τις Άλπεις του Γκριζόν και τις Άλπεις Αμπούλα. Στην περιοχή αυτή υπάρχει το περίφημο τουριστικό κέντρο Σαιντ Μόριτς, το θέρετρο του Νταβός και τα χιονοδρομικά κέντρα της Κουρ (Chur) και της Αρόζα.
Το μέσο ύψος της αλπικής ζώνης ξεπερνά τα 2.100 μ, ενώ το μέσο ύψος της περιοχής του οροπεδίου βρίσκεται γύρω στα 900 μ. Για τον λόγο αυτό ολόκληρη σχεδόν η οικονομική ζωή της χώρας συγκεντρώνεται στη ζώνη του οροπεδίου. Εκεί βρίσκονται οι κυριότερες πόλεις κι εκεί παράγεται το 85% των βιομηχανικών και το 75% των αγροτικών προϊόντων.
Οι ορεινοί αυτοί όγκοι, που καταλαμβάνουν τα 3/5 της χώρας, είναι σκεπασμένοι όλο το χρόνο με χιόνι. Από εδώ πηγάζουν τα μεγάλα ποτάμια της Ευρώπης, ο Ρήνος κι ο Δούναβης και ο Ροδανός. Τα ποτάμια αυτά, καθώς και οι μεγάλες λίμνες της Ελβετίας, τροφοδοτούνται με τα νερά από το λιώσιμο του χιονιού και των παγετώνων, καθώς κι από τα νερά των βροχών που είναι συχνές και δυνατές σε ένα τέτοιο υψόμετρο. Το όρος Άγιος Γοτθάρδος, στις Κεντρικές Άλπεις, είναι η κυριότερη πηγή τροφοδοσίας των ποταμών της Ευρώπης.
Οι ποταμοί της Ελβετίας, επειδή πηγάζουν από παγετώνες, είναι χειμαρρώδεις και γι' αυτό το λόγο δεν είναι πλωτοί. Μόνες εξαιρέσεις είναι ο Ρήνος, που για ένα μικρό διάστημα είναι πλωτός, καθώς κι ο Άαρ σε ένα σημείο που μια διώρυγα τον συνδέει με τη λίμνη Μπιέν. Αυτή η διώρυγα είναι πλωτή και χρησιμεύει στο διακανονισμό των νερών του Άαρ, όταν αυτός κινδυνεύει να ξεχειλίσει.
Υπάρχει, επίσης, πληθώρα μικρότερων λιμνών. Οι λίμνες της Ελβετίας καταλαμβάνουν συνολικά έκταση 1.520 τετρ. χιλιομέτρων[7]. Οι περισσότερες από τις λίμνες αυτές είναι και φημισμένα τουριστικά κέντρα, γιατί παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον εξαιτίας του φυσικού τους κάλλους.
Το έδαφος της Ελβετίας είναι ορεινό, καθώς καλύπτεται σχεδόν εξ ολοκλήρου από την οροσειρά των Άλπεων και την οροσειρά του Ιούρα στα βορειοδυτικά. Χαμηλότερό του σημείο (υψόμ. 195 μ.) είναι στη λίμνη Ματζόρε (Lago Maggiore) στα ιταλοελβετικά σύνορα. Υψηλότερη κορυφή η Ντυφουρσπίτσε (Dufourspitze), ύψους 4.634 μ. Η οροσειρά των Άλπεων στην περιοχή της Ελβετίας σχηματίζει ένα μεγάλο οροπέδιο περίπου στο κέντρο της χώρας.
Το κλίμα της Ελβετίας είναι ψυχρό και, κατά βάση ξηρό, αν και σε ορισμένες περιοχές βρέχει 160 με 180 μέρες το χρόνο. Το κλίμα παρουσιάζει μεγάλες διαφορές από περιοχή σε περιοχή, αλλά είναι γενικά υγιεινό. Την ιδιότητα αυτή, του κλίματος της χώρας τους, εκμεταλλεύτηκαν οι Ελβετοί με τον καλύτερο τρόπο. Ίδρυσαν πολλά σανατόρια, αναπαυτήρια, ψυχιατρικές κλινικές και έτσι παλαιότερα η Ελβετία αποτέλεσε θεραπευτικό κέντρο για τις παθήσεις των πνευμόνων (όπως η φυματίωση) και των νεύρων.
Τα παλαιότερα ίχνη ύπαρξης ανθρωπιδών στην Ελβετία χρονολογούνται πριν από περίπου 150.000 χρόνια.[8] Οι παλαιότεροι γνωστοί αγροτικοί οικισμοί στην Ελβετία, που βρέθηκαν στο Γκαίχλινγκεν, χρονολογούνται γύρω στο 5300 π.Χ.[8]
Οι παλαιότερες γνωστές φυλές σχημάτισαν τους πολιτισμούς Χάλτστατ και Λα Τεν, που ονομάστηκε από τον αρχαιολογικό χώρο Λα Τεν στη βόρεια πλευρά της λίμνης Νεσατέλ. Ο πολιτισμός Λα Τεν αναπτύχθηκε και άκμασε κατά την ύστερη Εποχή του Σιδήρου από περίπου το 450 π.Χ.,[8] πιθανώς επηρεασμένος από τον ελληνικό και τον ετρουσκικό πολιτισμό. Μία από τις σημαντικότερες φυλετικές ομάδες ήταν οι Ελβετίοι. Σταθερά παρενοχλούμενοι από γερμανικές φυλές, το 58 π.Χ., οι Ελβετίοι αποφάσισαν να εγκαταλείψουν το Ελβετικό Οροπέδιο και να μεταναστεύσουν στη δυτική Γαλλία. Οι στρατοί του Ιουλίου Καίσαρα τους καταδίωξαν και τους νίκησαν στη μάχη του Μπιμπράκτ, στη σημερινή ανατολική Γαλλία, αναγκάζοντας τη φυλή να επιστρέψει στην πατρίδα της.[8] Το 15 π.Χ., ο Τιβέριος (αργότερα ο δεύτερος Ρωμαίος αυτοκράτορας) και ο αδελφός του Δρούσος κατέκτησαν τις Άλπεις, ενσωματώνοντάς τις στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Η περιοχή που καταλάμβαναν οι Ελβέτιοι έγινε αρχικά μέρος της επαρχίας Βελγική Γαλατία της Ρώμης και στη συνέχεια της επαρχίας Άνω Γερμανία. Το ανατολικό τμήμα της σύγχρονης Ελβετίας ενσωματώθηκε στη ρωμαϊκή επαρχία Ραιτία. Κάποια στιγμή γύρω από την αρχή της Κοινής Εποχής, οι Ρωμαίοι διατηρούσαν ένα μεγάλο στρατόπεδο που ονομάζεται Βιντομίσσα, τώρα ένα ερείπιο στη συμβολή των ποταμών Άαρ και Ρόις, κοντά στην πόλη Βίντις.[10]
Ο πρώτος και δεύτερος αιώνας μ.Χ. ήταν μια εποχή ευημερίας στο Ελβετικό Οροπέδιο. Πόλεις όπως το Αβέντικουμ, η Ιουλία Εκουέστρις και η Αυγούστα Ραύρικα, απέκτησαν αξιοσημείωτο μέγεθος, ενώ εκατοντάδες αγροτικές επαύλεις ιδρύθηκαν στην ύπαιθρο.
Γύρω στο 260 μ.Χ., η πτώση των Δεκουματιανών Αγρών βόρεια του Ρήνου μετέτρεψε τη σημερινή Ελβετία σε μια μεθοριακή γη της Αυτοκρατορίας. Επανειλημμένες επιδρομές από τις φυλές Αλαμαννών προκάλεσαν την καταστροφή των ρωμαϊκών πόλεων και της οικονομίας, αναγκάζοντας τον πληθυσμό να καταφύγει κοντά σε ρωμαϊκά φρούρια. Η Αυτοκρατορία έχτισε μια άλλη γραμμή άμυνας στα βόρεια σύνορα. Στα τέλη του τέταρτου αιώνα, η αυξημένη γερμανική πίεση ανάγκασε τους Ρωμαίους να εγκαταλείψουν την έννοια της γραμμικής άμυνας.
Κατά τον Πρώιμο Μεσαίωνα, από τα τέλη του τέταρτου αιώνα, η δυτική έκταση της σύγχρονης Ελβετίας ήταν μέρος της επικράτειας των Βασιλέων των Βουργουνδών. Οι Αλαμαννοί εγκαταστάθηκαν στο Ελβετικό Οροπέδιο τον πέμπτο αιώνα και στις κοιλάδες των Άλπεων τον όγδοο αιώνα, σχηματίζοντας την Αλαμαννία. Η σημερινή Ελβετία μοιράστηκε τότε μεταξύ των βασιλείων της Αλαμανίας και της Βουργουνδίας.[8] Ολόκληρη η περιοχή έγινε μέρος της επεκτεινόμενης Φραγκικής Αυτοκρατορίας τον έκτο αιώνα, μετά τη νίκη του Κλόβις Α΄ επί των Αλαμανών στο Τολμπιάκ το 504 μ.Χ., και αργότερα την κυριαρχία των Φράγκων στους Βουργουνδούς.[11][12]
Κατά τη διάρκεια του υπόλοιπου έκτου, έβδομου και όγδοου αιώνα, οι ελβετικές περιοχές συνέχισαν να τελούν υπό τη Φραγκική ηγεμονία (δυναστείες Μεροβίγγειων και Καρολίγγων), αλλά μετά την επέκτασή της υπό τον Καρλομάγνο, η Φραγκική Αυτοκρατορία διαιρέθηκε με τη Συνθήκη του Βερντέν το 843.[8] Τα εδάφη της σημερινής Ελβετίας χωρίστηκαν ανάμεσα σε Μέση Φραγκία και Ανατολική Φραγκία έως ότου επανενώθηκαν υπό την Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία γύρω στο 1000 μ.Χ..[8]
Μέχρι το 1200, το Ελβετικό Οροπέδιο είχε εδάφη των οίκων της Σαβοΐας, του Τσέρινγκερ, των Αψβούργων και του Κιβούργου.[8] Σε ορισμένες περιοχές (Ούρι, Σβυτς, Ουντερβάλντεν) δόθηκε η αυτοκρατορική αμεσότητα να παραχωρήσει στην αυτοκρατορία άμεσο έλεγχο στα ορεινά περάσματα. Οι Αψβούργοι υπό τον βασιλιά Ροδόλφο Α' (Αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας το 1273) διεκδίκησαν τα εδάφη του Κιβούργου και τα προσάρτησαν, επεκτείνοντας την επικράτειά τους στο ανατολικό ελβετικό οροπέδιο.[11]
Η Παλαιά Ελβετική Συνομοσπονδία ήταν συμμαχία μεταξύ των κοινοτήτων των κοιλάδων των κεντρικών Άλπεων. Η Συνομοσπονδία διοικούνταν από ευγενείς και πατρικίους διαφόρων καντονιών που διευκόλυναν τη διαχείριση των κοινών συμφερόντων και εξασφάλιζαν την ειρήνη στους ορεινούς εμπορικούς δρόμους. Ο Ομοσπονδιακός Χάρτης του 1291 θεωρείται το ιδρυτικό έγγραφο της συνομοσπονδίας, παρόλο που παρόμοιες συμμαχίες πιθανότατα υπήρχαν δεκαετίες νωρίτερα. Το έγγραφο συμφωνήθηκε μεταξύ των αγροτικών κοινοτήτων Ούρι, Σβυτς και Ουτερβάλντεν.[13][14]
Μέχρι το 1353, με τα τρία αρχικά καντόνια είχαν ενωθεί με τα καντόνια Γκλάρους και Τσουγκ και τις πόλεις-κράτη της Λουκέρνης, της Ζυρίχης και της Βέρνης για να σχηματίσουν την «Παλιά Συνομοσπονδία» των οκτώ κρατών που δημιουργήθηκαν μέχρι τα τέλη του 15ου αιώνα.[14] Η επέκταση οδήγησε σε αυξημένη δύναμη και πλούτο για τη συνομοσπονδία. Μέχρι το 1460, οι ομοσπονδιακοί έλεγχαν το μεγαλύτερο μέρος της επικράτειας νότια και δυτικά του Ρήνου έως τις Άλπεις και τα βουνά Ιούρα, και το Πανεπιστήμιο της Βασιλείας ιδρύθηκε (με σχολή ιατρικής) εγκαθιδρύοντας μια παράδοση χημικής και ιατρικής έρευνας. Η επικράτειά της αυξήθηκε μετά από νίκες εναντίον των Αψβούργων (Μάχη του Σεμπάχ, Μάχη του Ναίφελς), επί του Καρόλου του Καραφλού της Βουργουνδίας κατά τη δεκαετία του 1470 και την επιτυχία των Ελβετών μισθοφόρων. Η νίκη της Ελβετίας στον πόλεμο της Σουαβίας ενάντια στη Σουαβική Ένωση του αυτοκράτορα Μαξιμιλιανού Α' το 1499 ισοδυναμούσε με de facto ανεξαρτησία εντός της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.[14] Το 1501, η Βασιλεία [15] και το Σαφχάουζεν προσχώρησαν στην Παλαιά Ελβετική Συνομοσπονδία.[16]
Η Συνομοσπονδία απέκτησε τη φήμη της αήττητης κατά τη διάρκεια αυτών των προηγούμενων πολέμων, αλλά η επέκταση της συνομοσπονδίας υπέστη οπισθοδρόμηση το 1515 με την ήττα της Ελβετίας στη Μάχη του Μαρινιάνο. Αυτό έληξε τη λεγόμενη «ηρωική» εποχή της ελβετικής ιστορίας.[14] Η επιτυχία της Μεταρρύθμισης του Ζβίγγλιου σε ορισμένα καντόνια οδήγησε σε διακαντονικές θρησκευτικές συγκρούσεις το 1529 και το 1531 (Πόλεμοι του Κάπελ). Μόνο περισσότερο από εκατό χρόνια μετά από αυτούς τους εσωτερικούς πολέμους, το 1648, με την Ειρήνη της Βεστφαλίας, οι ευρωπαϊκές χώρες αναγνώρισαν την ανεξαρτησία της Ελβετίας από την Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και την ουδετερότητά της.[11][12]
Κατά την Πρώιμη Σύγχρονη περίοδο της ελβετικής ιστορίας, ο αυξανόμενος αυταρχισμός των οικογενειών πατρικίων σε συνδυασμό με μια οικονομική κρίση στον απόηχο του Τριακονταετούς Πολέμου οδήγησε στον ελβετικό πόλεμο των αγροτών του 1653. Στο παρασκήνιο αυτού του αγώνα, η σύγκρουση μεταξύ των καθολικών και των προτεσταντικών καντονίων συνεχίστηκε, με αποτέλεσμα να κλιμακωθεί στον Πρώτο Πόλεμο του Βίλμεργκεν, το 1656, και τον Πόλεμο Τόγκενμπουργκ (ή Δεύτερος Πόλεμος του Βίλμεργκεν), το 1712.[14]
Το 1798, η επαναστατική γαλλική κυβέρνηση εισέβαλε στην Ελβετία και επέβαλε ένα νέο ενιαίο σύνταγμα.[14] Αυτό ισχυροποιεί την κεντρική κυβέρνηση της χώρας, καταργώντας ουσιαστικά τα καντόνια: επιπλέον, η Μυλούζ εγκατέλειψε την Ελβετία και η κοιλάδα Βαλτελλίνα έγινε μέρος της Σισαλπίνιας Δημοκρατίας. Το νέο καθεστώς, γνωστό ως Ελβετική Δημοκρατία, ήταν ιδιαίτερα αντιδημοφιλές. Ένας ξένος στρατός εισβολής είχε επιβάλει και κατέστρεψε παράδοση αιώνων, καθιστώντας την Ελβετία τίποτα περισσότερο από ένα γαλλικό κράτος-δορυφόρο. Η σκληρή γαλλική καταστολή της εξέγερσης του Νίντβαλντεν τον Σεπτέμβριο του 1798 ήταν ένα παράδειγμα της καταπιεστικής παρουσίας του Γαλλικού Στρατού και της αντίστασης του τοπικού πληθυσμού στην κατοχή.
Όταν ξέσπασε πόλεμος μεταξύ της Γαλλίας και των αντιπάλων της, οι ρωσικές και αυστριακές δυνάμεις εισέβαλαν στην Ελβετία. Οι Ελβετοί αρνήθηκαν να πολεμήσουν μαζί με τους Γάλλους στο όνομα της Ελβετικής Δημοκρατίας. Το 1803 ο Ναπολέων οργάνωσε μια συνάντηση των κορυφαίων Ελβετών πολιτικών και από τις δύο πλευρές στο Παρίσι. Το αποτέλεσμα ήταν η Πράξη Διαμεσολάβησης, η οποία αποκατέστησε σε μεγάλο βαθμό την ελβετική αυτονομία και εισήγαγε μια Συνομοσπονδία 19 καντονιών.[14]
Το 1815 το Συνέδριο της Βιέννης αποκατέστησε πλήρως την ελβετική ανεξαρτησία και οι ευρωπαϊκές δυνάμεις αναγνώρισαν τη μόνιμη ελβετική ουδετερότητα.[11][12][14] Η συνθήκη επέτρεψε στην Ελβετία να αυξήσει την επικράτειά της, με την προσθήκη των καντονιών Βαλαί, Νεσατέλ και Γενεύης. Τα σύνορα της Ελβετίας είδαν μόνο μικρές προσαρμογές στη συνέχεια.[17] Τα ελβετικά στρατεύματα υπηρέτησαν ξένες κυβερνήσεις μέχρι το 1860 όταν πολέμησαν στην πολιορκία της Γκαέτα.
Η αποκατάσταση της εξουσίας στους πατρικείους ήταν μόνο προσωρινή. Μετά από μια περίοδο αναταραχής με επαναλαμβανόμενες βίαιες συγκρούσεις, όπως το Τσιούριπουτσχ του 1839, εμφύλιος πόλεμος (το Σόντερμπουντσκριγκ - Sonderbundskrieg ) ξέσπασε το 1847 όταν ορισμένα καθολικά καντόνια προσπάθησαν να δημιουργήσουν μια ξεχωριστή συμμαχία (το Sonderbund).[14] Ο πόλεμος διήρκεσε λιγότερο από ένα μήνα, έχοντας λιγότερα από 100 θύματα, τα περισσότερα από τα οποία ήταν από φιλικά πυρά.
Ο πόλεμος έπεισε τους περισσότερους Ελβετούς για την ανάγκη για ενότητα και δύναμη. Οι Ελβετοί από όλα τα στρώματα της κοινωνίας, είτε Καθολικοί είτε Προτεστάντες, από το φιλελεύθερο ή συντηρητικό ρεύμα, συνειδητοποίησαν ότι τα καντόνια θα επωφεληθούν περισσότερο από τη συγχώνευση των οικονομικών και θρησκευτικών συμφερόντων τους.
Έτσι, ενώ η υπόλοιπη Ευρώπη είδε επαναστατικές εξεγέρσεις, οι Ελβετοί συνέταξαν ένα σύνταγμα που προέβλεπε μια ομοσπονδιακή διάταξη, σε μεγάλο βαθμό εμπνευσμένο από το αμερικανικό παράδειγμα. Αυτό το σύνταγμα παρείχε κεντρική εξουσία ενώ άφηνε στα καντόνια το δικαίωμα στην αυτοδιοίκηση για τοπικά ζητήματα. Δίνοντας εύσημα σε εκείνους που ευνοούσαν την εξουσία των καντονιών, η εθνοσυνέλευση χωρίστηκε σε μια Άνω Βουλή (το Συμβούλιο των Κρατών, δύο αντιπροσώπους ανά καντόνι) και μια Κάτω Βουλή (το Εθνικό Συμβούλιο, με εκπροσώπους εκλεγμένους από σε όλη τη χώρα). Τα δημοψηφίσματα έγιναν υποχρεωτικά για τυχόν τροποποιήσεις.[12] Αυτό το νέο σύνταγμα τερμάτισε τη νομική εξουσία των ευγενών στην Ελβετία.[19]
Εισήχθη ένα ενιαίο σύστημα μέτρων και σταθμών και το 1850 το ελβετικό φράγκο έγινε το ελβετικό ενιαίο νόμισμα, που συμπληρώθηκε από το φράγκο WIR το 1934.[20] Μια σημαντική ρήτρα του συντάγματος ήταν ότι θα μπορούσε να ξαναγραφτεί εξ ολοκλήρου εάν χρειαζόταν, επιτρέποντάς του έτσι να εξελιχθεί στο σύνολό του αντί να τροποποιείται μία τροπολογία κάθε φορά.[21]
Αυτή η ανάγκη αποδείχθηκε σύντομα όταν η αύξηση του πληθυσμού και η Βιομηχανική Επανάσταση που ακολούθησε οδήγησαν σε εκκλήσεις για τροποποίηση του συντάγματος ανάλογα. Ο πληθυσμός απέρριψε ένα πρώιμο σχέδιο το 1872, αλλά οι τροποποιήσεις οδήγησαν στην αποδοχή του το 1874.[14] Εισήγαγε το προαιρετικό δημοψήφισμα για νόμους σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Καθόρισε επίσης την ομοσπονδιακή ευθύνη για την άμυνα, το εμπόριο και τα νομικά θέματα.
Το 1891, το σύνταγμα αναθεωρήθηκε με ασυνήθιστα ισχυρά στοιχεία άμεσης δημοκρατίας, τα οποία παραμένουν μοναδικά σήμερα.[14]
Η Ελβετία δεν δέχτηκε εισβολή κατά τη διάρκεια κανενός από τους παγκόσμιους πολέμους. Κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, στην Ελβετία έμενε ο επαναστάτης και ιδρυτής της Σοβιετικής Ένωσης Βλαντιμίρ Ίλιτς Ουλιάνοφ (Βλαντιμίρ Λένιν) που παρέμεινε εκεί μέχρι το 1917.[22] Η ελβετική ουδετερότητα αμφισβητήθηκε σοβαρά από τη βραχύβια υπόθεση Γκριμ-Χόφμαν το 1917. Το 1920, η Ελβετία εντάχθηκε στην Κοινωνία των Εθνών, η οποία είχε έδρα τη Γενεύη, αφού εξαιρέθηκε από τις στρατιωτικές απαιτήσεις.
Κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, οι Γερμανοί κατάρτησαν λεπτομερή σχέδια εισβολής,[23] αλλά η Ελβετία δεν δέχτηκε ποτέ επίθεση.[14] Η Ελβετία μπόρεσε να παραμείνει ανεξάρτητη μέσω ενός συνδυασμού στρατιωτικής αποτροπής, παραχωρήσεων στη Γερμανία και καλής τύχης, καθώς μεσολάβησαν μεγαλύτερα γεγονότα κατά τη διάρκεια του πολέμου.[24][25] Ο στρατηγός Ανρί Γκισάν, που ορίστηκε αρχιστράτηγος για τη διάρκεια του πολέμου, διέταξε γενική κινητοποίηση των ενόπλων δυνάμεων. Η ελβετική στρατιωτική στρατηγική άλλαξε από στατική άμυνα στα σύνορα σε οργανωμένο παρατεταμένο πόλεμο φθοράς και απόσυρση σε ισχυρές, καλά εφοδιασμένες θέσεις ψηλά στις Άλπεις, γνωστές ως Ρεντουί. Η Ελβετία ήταν σημαντική βάση για την κατασκοπεία και από τις δύο πλευρές και συχνά μεσολάβησε στις επικοινωνίες μεταξύ του Άξονα και των Συμμαχικών δυνάμεων.[25]
Το εμπόριο της Ελβετίας είχε αποκλειστεί τόσο από τους Συμμάχους όσο και από τον Άξονα. Η οικονομική συνεργασία και η επέκταση της πίστωσης στη ναζιστική Γερμανία διέφεραν ανάλογα με την πιθανότητα εισβολής και τη διαθεσιμότητα άλλων εμπορικών εταίρων. Οι παραχωρήσεις έφθασαν στο αποκορύφωμά τους μετά τη διακοπή της κρίσιμης σιδηροδρομικής σύνδεσης μέσω της Γαλλίας του Βισύ το 1942, αφήνοντας την Ελβετία (μαζί με το Λιχτενστάιν) εντελώς απομονωμένη από τον ευρύτερο κόσμο από εδάφη που ελέγχονται από τον Άξονα. Κατά τη διάρκεια του πολέμου, η Ελβετία φιλοξένησε περισσότερους από 300.000 πρόσφυγες[26] με τη βοήθεια του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού, με έδρα τη Γενεύη. Οι αυστηρές πολιτικές μετανάστευσης και ασύλου και οι οικονομικές σχέσεις με τη ναζιστική Γερμανία προκάλεσαν διαμάχες, μόλις στα τέλη του 20ού αιώνα.[27]
Κατά τη διάρκεια του πολέμου, η Ελβετική Πολεμική Αεροπορία δέσμευσε αεροσκάφη και των δύο πλευρών, καταρρίπτοντας 11 εισβολικά αεροπλάνα της Luftwaffe τον Μάιο και τον Ιούνιο του 1940, καταρρίπτοντας στη συνέχεια άλλους εισβολείς μετά από αλλαγή πολιτικής μετά από απειλές από τη Γερμανία. Πάνω από 100 συμμαχικά βομβαρδιστικά και τα πληρώματά τους φυλακίστηκαν. Μεταξύ 1940 και 1945, η Ελβετία βομβαρδίστηκε από τους Συμμάχους, προκαλώντας θύματα και υλικές ζημιές.[25] Οι συμμαχικές δυνάμεις υποστήριξαν ότι οι βομβαρδισμοί, οι οποίοι παραβίαζαν το 96ο Άρθρο του Πολέμου, ήταν αποτέλεσμα σφαλμάτων πλοήγησης, βλάβης εξοπλισμού, καιρικών συνθηκών και σφαλμάτων πιλότου. Οι Ελβετοί εξέφρασαν φόβο και ανησυχία ότι οι βομβαρδισμοί είχαν σκοπό να ασκήσουν πίεση στην Ελβετία να τερματίσει την οικονομική συνεργασία και την ουδετερότητα με τη ναζιστική Γερμανία.[28]
Μετά τον πόλεμο, η ελβετική κυβέρνηση εξήγαγε πιστώσεις μέσω του φιλανθρωπικού ταμείου που είναι γνωστό ως Schweizerspende και δώρισε στο Σχέδιο Μάρσαλ για να βοηθήσει την ανάκαμψη της Ευρώπης, προσπάθειες που τελικά ωφέλησαν την ελβετική οικονομία.[29]
Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, οι ελβετικές αρχές εξέτασαν την κατασκευή μιας ελβετικής πυρηνικής βόμβας.[30] Κορυφαίοι πυρηνικοί φυσικοί στο Ομοσπονδιακό Ινστιτούτο Τεχνολογίας της Ζυρίχης, όπως ο Πάουλ Σέρερ, έκαναν αυτό μια ρεαλιστική πιθανότητα.[31] Το 1988, το Ινστιτούτο Πάουλ Σέρερ ιδρύθηκε στο όνομά του για να διερευνήσει τις θεραπευτικές χρήσεις των τεχνολογιών σκέδασης νετρονίων.[32] Τα οικονομικά προβλήματα με τον αμυντικό προϋπολογισμό και τα ηθικά ζητήματα εμπόδισαν τη διάθεση σημαντικών κονδυλίων και η Συνθήκη για τη μη διάδοση των πυρηνικών όπλων του 1968 θεωρήθηκε ως μια έγκυρη εναλλακτική λύση. Τα σχέδια για την κατασκευή πυρηνικών όπλων απορρίφθηκαν έως το 1988.[33] Η Ελβετία εντάχθηκε στο Συμβούλιο της Ευρώπης το 1963.[24]
Η Ελβετία ήταν η τελευταία δυτική δημοκρατία (το Πριγκιπάτο του Λιχτενστάιν ακολούθησε το 1984) που παραχώρησε στις γυναίκες το δικαίωμα ψήφου. Ορισμένα ελβετικά καντόνια το ενέκριναν αυτό το 1959, ενώ σε ομοσπονδιακό επίπεδο, επιτεύχθηκε το 1971[14][34] και, μετά από αντίσταση, στο τελευταίο καντόνι Άπεντσελ Ίνερροντεν (ένα από τα δύο εναπομείναντα Landsgemeinde, μαζί με το Γκλάρους) το 1990. Αφού απέκτησαν δικαίωμα ψήφου σε ομοσπονδιακό επίπεδο, οι γυναίκες απέτησαν γρήγορα πολιτική σημασία. Η πρώτη γυναίκα στο επταμελές στέλεχος του Ομοσπονδιακού Συμβουλίου ήταν η Ελίζαμπετ Κοπ, η οποία υπηρέτησε από το 1984 έως το 1989,[14] και η πρώτη γυναίκα πρόεδρος ήταν η Ρουτ Ντραϊφούς το 1999.[35]
Το 2002 η Ελβετία έγινε πλήρες μέλος των Ηνωμένων Εθνών, αφήνοντας το Βατικανό ως το τελευταίο ευρέως αναγνωρισμένο κράτος χωρίς πλήρη ένταξη στον ΟΗΕ. Η Ελβετία είναι ιδρυτικό μέλος της ΕΖΕΣ αλλά όχι του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (ΕΟΧ). Αίτηση για ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση εστάλη τον Μάιο του 1992, αλλά δεν προχώρησε μετά την απόρριψη του ΕΟΧ τον Δεκέμβριο του 1992[14] όταν η Ελβετία διεξήγαγε δημοψήφισμα για τον ΕΟΧ. Ακολούθησαν πολλά δημοψηφίσματα για το ζήτημα της ΕΕ, αλλά λόγω αντίθεσης των πολιτών, η αίτηση ένταξης αποσύρθηκε. Ωστόσο, το ελβετικό δίκαιο αλλάζει σταδιακά για να συμμορφωθεί με αυτό της ΕΕ και η κυβέρνηση υπέγραψε διμερείς συμφωνίες με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η Ελβετία, μαζί με το Λιχτενστάιν, περιβάλλεται από την ΕΕ από την ένταξη της Αυστρίας το 1995. Στις 5 Ιουνίου 2005, οι Ελβετοί ψηφοφόροι συμφώνησαν με πλειοψηφία 55% να προσχωρήσουν στη συνθήκη Σένγκεν, αποτέλεσμα που οι σχολιαστές της ΕΕ θεώρησαν ως ένδειξη υποστήριξης.[24] Τον Σεπτέμβριο του 2020, το Ελβετικό Λαϊκό Κόμμα (SPP) εισήγαγε δημοψήφισμα με το οποίο ζητήθηκε ψηφοφορία για τον τερματισμό του συμφώνου που επέτρεπε την ελεύθερη κυκλοφορία των ανθρώπων από την Ευρωπαϊκή Ένωση.[36] Ωστόσο, οι ψηφοφόροι απέρριψαν την προσπάθεια να ανακτηθεί ο έλεγχος της μετανάστευσης, απορρίπτοντας την πρόταση με διαφορά περίπου 63%-37%.[37]
Η χώρα διοικείται με ομοσπονδιακό σύστημα διακυβέρνησης. Ο Πρόεδρος της Ομοσπονδίας εκλέγεται κάθε χρόνο (το Δεκέμβριο) για θητεία ενός έτους. Στις βουλευτικές εκλογές του 2007 κέρδισε νίκη το Λαϊκό Κόμμα. Δικαίωμα ψήφου στις εκλογές έχουν όσες και όσοι είναι ηλικίας 18 ετών και άνω για τις εθνικές εκλογές.[38] Στις 6 Μαΐου 2007, το ελβετικό Καντόνι του Γκλάρους μείωσε την ηλικία άσκησης εκλογικού δικαιώματος από τα 18 στα 16 για τις εκλογές των καντονίων και για τις τοπικές εκλογές.[39][40]
Το ομοσπονδιακό σύνταγμα του 1848 είναι το νομικό θεμέλιο του σύγχρονου ομοσπονδιακού κράτους και το δεύτερο αρχαιότερο σύνταγμα εν ισχύ σε ολόκληρο τον κόσμο.[41] Το 1999 υιοθετήθηκε μια αναθεωρημένη έκδοση του συντάγματος, αλλά δεν εισήγαγε σημαντικές αλλαγές στην ομοσπονδιακή δομή. Οριοθετεί τα βασικά δικαιώματα και υποχρεώσεις των πολιτών, την ενεργό συμμετοχή τους στην πολιτική, διαχωρίζει την εξουσία ανάμεσα στην ομοσπονδία και τα καντόνια και καθορίζει τις ομοσπονδιακές αρχές και αρμοδιότητες. Τρία είναι τα κύρια σώματα διακυβέρνησης σε ομοσπονδιακό επίπεδο:[41] το αποτελούμενο από δύο σώματα κοινοβούλιο (νομοθετική εξουσία), το Ομοσπονδιακό Συμβούλιο (εκτελεστική εξουσία) και το Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο (δικαστική εξουσία). Η λειτουργία του Ανώτατου Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου είναι να εκδικάζει εφέσεις σε αποφάσεις καντονιακών ή ομοσπονδιακών δικαστηρίων. Οι δικαστές εκλέγονται από την Ομοσπονδιακή Συνέλευση για μία περίοδο έξι χρόνων.
Το ελβετικό Κοινοβούλιο αποτελείται από δύο σώματα: το Συμβούλιο των Κρατών, που αριθμεί 46 αντιπροσώπους (δύο από κάθε καντόνι και έναν από κάθε ημικαντόνι), που κάθε καντόνι εκλέγει με το δικό του σύστημα· και το Εθνικό Συμβούλιο, που αποτελείται από 200 μέλη εκλεγμένα με το σύστημα της απλής αναλογικής, αναλόγως του πληθυσμού του κάθε καντονιού. Τα μέλη των δύο σωμάτων εκλέγονται κάθε τέσσερα χρόνια. Και τα δύο σώματα σε κοινή συνεδρίαση ονομάζονται Ομοσπονδιακή Συνέλευση. Με δημοψηφίσματα οι πολίτες μπορούν να απορρίψουν ή να αποδεχτούν κάποιο νόμο που προτείνεται από το κοινοβούλιο και με λαϊκές πρωτοβουλίες μπορούν να εισάγουν νέα άρθρα στο ομοσπονδιακό σύνταγμα, καθιστώντας την Ελβετία άμεση δημοκρατία.[41] Γίνονται πολλά δημοψήφισματα κάθε χρόνο στην Ελβετία για πολλά ζητήματα.[εκκρεμεί παραπομπή]
Το Ομοσπονδιακό Συμβούλιο αποτελεί την ομοσπονδιακή κυβέρνηση, διευθύνει την Ομοσπονδιακή Διοίκηση και ενεργεί ως αρχηγός κράτους. Αποτελείται από επτά μέλη που εκλέγονται για τετραετή θητεία από την Ομοσπονδιακή Συνέλευση, που επιπλέον επιβλέπει τις πράξεις του συμβουλίου. Η συνέλευση εκλέγει από τα εφτά μέλη του Συμβουλίου παραδοσιακά εκ περιτροπής και για θητεία μόνο ενός έτους τον πρόεδρο της Ομοσπονδίας· ο πρόεδρος διευθύνει την κυβέρνηση και την εκπροσωπεί. Ωστόσο, ο πρόεδρος είναι πρώτος μεταξύ ίσων χωρίς επιπρόσθετες εξουσίες και παραμένει επικεφαλής του υπουργείου του κατά τη θητεία του ως πρόεδρος.[41]
Από το 1959, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση σχηματίζεται από μία συμμαχία των τεσσάρων μεγαλύτερων κοινοβουλευτικών κομμάτων, το καθένα από τα οποία διαθέτει αριθμό θέσεων που αντανακλά χονδρικά τη δημοφιλία του στους ψηφοφόρους και τον αριθμό αντιπροσώπων του στο κοινοβούλιο. Από το 1959 ως το 2003, η συνηθισμένη κατανομή ήταν 2 CVP/PDC, 2 SPS/PSS, 2 FDP/PRD και 1 SVP/UDC και ήταν γνωστή ως «μαγική φόρμουλα» (Zauberformel). Σήμερα οι εφτά θέσεις του Ομοσπονδιακού Συμβουλίου είναι μοιρασμένες ως εξής:
Η χώρα υποδιαιρείται διοικητικά σε 26 καντόνια και ημικαντόνια. Η ύπαρξη των ημικαντονιών έχει ιστορικούς λόγους. Τρία από τα 23 καντόνια αποτελούνται από δύο ημικαντόνια. Τα καντόνια είναι τα εξής:
Σήμα | Καντόνι | Έτος ένταξης στην ομοσπονδία |
Πρωτεύουσα | Έκταση (χλμ2) | Πληθυσμός (2022)[6] | Κοινότητες |
---|---|---|---|---|---|---|
ZH | Ζυρίχη | 1351 | Ζυρίχη | 1728,8 | 1.564.662 | 171 |
BE | Βέρνη | 1353 | Βέρνη | 5958,9 | 1.047.422 | 398 |
LU | Λουκέρνη | 1332 | Λουκέρνη | 1493,5 | 420.326 | 103 |
UR | Ούρι | 1291 | Άλτντορφ | 1076,6 | 37.047 | 20 |
SZ | Σβυτς | 1291 | Σβυτς | 908,3 | 163.689 | 30 |
OW | Όμπβαλντεν | 1291 | Ζάρνεν | 490,5 | 38.435 | 7 |
NW | Νίντβαλντεν | 1291 | Στανς | 276,1 | 43.894 | 11 |
GL | Γκλάρους | 1352 | Γκλάρους | 685,2 | 41.190 | 27 |
ZG | Τσουγκ | 1352 | Τσουγκ | 238,8 | 129.787 | 11 |
FR | Φράιμπουργκ | 1481 | Φράιμπουργκ | 1670,8 | 329.860 | 182 |
SO | Σόλοτουρν | 1481 | Σόλοτουρν | 790,7 | 280.245 | 126 |
BS | Μπάζελ-Στατ | 1501 | Βασιλεία | 037,1 | 196.036 | 3 |
BL | Μπάζελ-Λάντσαφτ | 1501 | Λίσταλ | 517,5 | 292.817 | 86 |
SH | Σαφχάουζεν | 1501 | Σαφχάουζεν | 298,5 | 83.995 | 33 |
AR | Άπεντσελ Άουσερχοντεν | 1513 | Χέρισαου | 243,0 | 55.585 | 20 |
AI | Άπεντσελ Ίνερχοντεν | 1513 | Άπεντσελ | 172,5 | 16.360 | 6 |
SG | Σανκτ Γκάλλεν | 1803 | Σανκτ Γκάλλεν | 2025,6 | 519.245 | 89 |
GR | Γκραουμπύντεν | 1803 | Κουρ | 7105,2 | 201.376 | 208 |
AG | Άαργκαου | 1803 | Άαραου | 1403,7 | 703.086 | 231 |
TG | Τούργκαου | 1803 | Φραουενφέλντ | 990,9 | 285.964 | 80 |
TI | Τιτσίνο | 1803 | Μπελλιντσόνα | 2812,5 | 352.181 | 201 |
VD | Βω | 1803 | Λωζάνη | 3212,1 | 822.968 | 382 |
VS | Βαλαί | 1815 | Σιόν | 5224,5 | 353.209 | 158 |
NE | Νεσατέλ | 1815 | Νεσατέλ | 803,1 | 176.166 | 62 |
GE | Γενεύη | 1815 | Γενεύη | 282,2 | 509.448 | 45 |
JU | Γιούρα | 1979 | Ντελεμόντ | 838,6 | 73.798 | 83 |
Το καθένα από αυτά έχει δική του κυβέρνηση και μεγάλη αυτοδιοικητική και οικονομική αυτονομία. Αλλά οι αντιπρόσωποι των καντονίων σχηματίζουν το κεντρικό ομοσπονδιακό συμβούλιο, που ο πρόεδρός του είναι και πρόεδρος της ομοσπονδιακής δημοκρατίας.
Όλοι σχεδόν οι κάτοικοι είναι Ελβετοί και οι πιο πολλοί μιλούν γερμανικά, αν και σε ορισμένες περιοχές, στα νότια και στα νοτιοανατολικά, μιλάνε ιταλικά και γαλλικά. Η πλειοψηφία είναι χριστιανοί, κυρίως Προτεστάντες και Καθολικοί.
Το 1815 το Συνέδριο της Βιέννης αναγνώρισε την ανεξαρτησία, αλλά και την ουδετερότητα της Ελβετίας. Από τότε και μέχρι σήμερα η Ελβετία κατόρθωσε να διατηρήσει την ουδετερότητά της, παρά το γεγονός ότι πολλές φορές βρέθηκε στο μέσο μιας ευρωπαϊκής ή παγκόσμιας σύρραξης.
Η ουδετερότητα είχε εκτός των άλλων θετικές συνέπειες και στην οικονομία της χώρας. Η Ελβετία έγινε χώρα όπου διοχετεύονται καταθέσεις και κεφάλαια από χώρες που αντιμετωπίζουν οικονομική ή πολιτική αστάθεια. Σ' αυτό βοήθησε και το Ελβετικό τραπεζικό σύστημα που εξασφαλίζει την απόλυτη μυστικότητα για τις καταθέσεις, αλλά και γιατί επιτρέπει την ελεύθερη μετατρεψιμότητα των νομισμάτων.
Τα καντόνια υλοποιούν επίσης ιδιαίτερα ευνοϊκό φορολογικό σύστημα για τους ξένους που μεταναστεύουν σε αυτά, με αποτέλεσμα η Ελβετία να χαρακτηρίζεται ως φορολογικός παράδεισος, σύμφωνα με τα κριτήρια του ΟΟΣΑ.[42] Για τους ιδιώτες πιο ευνοϊκή μεταχείριση επιφυλάσσει το καντόνι Βω[43], ενώ για εταιρείες το καντόνι Τσουγκ.[44]
Η άμεση δημοκρατία και ο φεντεραλισμός είναι χαρακτηριστικά του ελβετικού πολιτικού συστήματος.[45] Οι Ελβετοί πολίτες υπόκεινται σε τρεις νομικές δικαιοδοσίες: δήμος, καντόνι και ομοσπονδιακό επίπεδο. Τα Ελβετικά Συντάγματα του 1848 και του 1999 ορίζουν ένα σύστημα άμεσης δημοκρατίας (μερικές φορές ονομάζεται ήμι-άμεση ή αντιπροσωπευτική άμεση δημοκρατία επειδή περιλαμβάνει θεσμούς αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας). Τα όργανα αυτού του συστήματος σε ομοσπονδιακό επίπεδο, γνωστά ως λαϊκά δικαιώματα (γερμανικά: Volksrechte, γαλλικά: droits populaires, ιταλικά: diritti popolari),[46] περιλαμβάνουν το δικαίωμα υποβολής ομοσπονδιακής πρωτοβουλίας και δημοψηφίσματος, τα οποία και τα δύο μπορεί να ανατρέψουν κοινοβουλευτικές αποφάσεις.[41][47]
Προκηρύσσοντας ομοσπονδιακό δημοψήφισμα, μια ομάδα πολιτών μπορεί να αμφισβητήσει έναν νόμο που ψηφίστηκε από το κοινοβούλιο συγκεντρώνοντας 50.000 υπογραφές κατά του νόμου εντός 100 ημερών. Εάν τα καταφέρει, προγραμματίζεται εθνική ψηφοφορία όπου οι ψηφοφόροι αποφασίζουν με απλή πλειοψηφία εάν θα αποδεχτούν ή θα απορρίψουν τον νόμο. Οποιαδήποτε οκτώ καντόνια μπορούν επίσης να προκηρύξουν συνταγματικό δημοψήφισμα για τον ομοσπονδιακό νόμο.[41]
Ομοίως, η ομοσπονδιακή συνταγματική πρωτοβουλία επιτρέπει στους πολίτες να θέσουν μια συνταγματική τροποποίηση σε εθνική ψηφοφορία, εάν 100.000 ψηφοφόροι υπογράψουν την προτεινόμενη τροποποίηση εντός 18 μηνών.[nota 2] Το Ομοσπονδιακό Συμβούλιο και η Ομοσπονδιακή Συνέλευση μπορούν να συμπληρώσουν την προτεινόμενη τροποποίηση με αντιπρόταση. Στη συνέχεια, οι ψηφοφόροι πρέπει να δηλώσουν προτίμηση στο ψηφοδέλτιο εάν και οι δύο προτάσεις γίνουν αποδεκτές. Οι συνταγματικές τροποποιήσεις, είτε εισάγονται με πρωτοβουλία είτε στο κοινοβούλιο, πρέπει να γίνονται δεκτές με διπλή πλειοψηφία της εθνικής λαϊκής ψήφου και των λαϊκών ψήφων των καντονιών.[nota 3][45]
Παραδοσιακά, η Ελβετία αποφεύγει συμμαχίες που μπορεί να συνεπάγονται στρατιωτική, πολιτική ή άμεση οικονομική δράση και είναι ουδέτερη από το τέλος της επέκτασής της το 1515. Η πολιτική της ουδετερότητας αναγνωρίστηκε διεθνώς στο Συνέδριο της Βιέννης το 1815.[48][49] Η ελβετική ουδετερότητα έχει αμφισβητηθεί κατά καιρούς.[50][51][52][53] Το 2002 η Ελβετία έγινε πλήρες μέλος των Ηνωμένων Εθνών.[48] Ήταν το πρώτο κράτος που προσχώρησε σε αυτό με δημοψήφισμα. Η Ελβετία διατηρεί διπλωματικές σχέσεις με όλες σχεδόν τις χώρες και ιστορικά έχει λειτουργήσει ως ενδιάμεσος μεταξύ άλλων κρατών.[48] Η Ελβετία δεν είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης: ο Ελβετικός λαός έχει απορρίψει σταθερά την ένταξη από τις αρχές της δεκαετίας του 1990.[48] Ωστόσο, η Ελβετία συμμετέχει στην περιοχή Σένγκεν.[54]
Πολλά διεθνή ιδρύματα έχουν την έδρα τους στην Ελβετία, εν μέρει λόγω της πολιτικής της ουδετερότητας. Η Γενεύη είναι η γενέτειρα του Κινήματος του Ερυθρού Σταυρού και της Ερυθράς Ημισελήνου, των Συμβάσεων της Γενεύης και, από το 2006, φιλοξενεί το Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων των Ηνωμένων Εθνών. Παρόλο που η Ελβετία είναι μια από τις πιο πρόσφατες χώρες που εντάχθηκαν στα Ηνωμένα Έθνη, το Μέγαρο των Εθνών στη Γενεύη είναι το δεύτερο μεγαλύτερο κέντρο των Ηνωμένων Εθνών μετά τη Νέα Υόρκη. Η Ελβετία ήταν ιδρυτικό μέλος και φιλοξένησε την Κοινωνία των Εθνών.
Εκτός από την έδρα των Ηνωμένων Εθνών, η Ελβετική Συνομοσπονδία φιλοξενεί πολλές υπηρεσίες του ΟΗΕ, συμπεριλαμβανομένου του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ), του Διεθνούς Οργανισμού Εργασίας ΔΟΕ), της Διεθνούς Ένωσης Τηλεπικοινωνιών (ITU), της Ύπατης Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες και περίπου 200 άλλους διεθνείς οργανισμούς, συμπεριλαμβανομένου του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου και του Παγκόσμιου Οργανισμού Πνευματικής Ιδιοκτησίας.[48] Οι ετήσιες συναντήσεις του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ στο Νταβός συγκεντρώνουν επιχειρηματικούς και πολιτικούς ηγέτες από την Ελβετία και ξένες χώρες για να συζητήσουν σημαντικά θέματα. Τα κεντρικά γραφεία της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών (BIS) μετακόμισαν στη Βασιλεία το 1930.
Αν και δεν είναι μέλος, η Ελβετία διατηρεί σχέσεις με την ΕΕ και τις ευρωπαϊκές χώρες μέσω διμερών συμφωνιών. Οι Ελβετοί έχουν φέρει σε μεγάλο βαθμό τις οικονομικές τους πρακτικές σύμφωνες με αυτές της ΕΕ, σε μια προσπάθεια να ανταγωνιστούν διεθνώς. Η ένταξη στην ΕΕ αντιμετωπίζεται αρνητικά από τους Ελβετούς. Σε αυτή αντιτίθεται από το συντηρητικό κόμμα SVP, το μεγαλύτερο κόμμα στο Εθνικό Συμβούλιο, και δεν υποστηρίζεται από πολλά άλλα πολιτικά κόμματα. Η αίτηση μέλους αποσύρθηκε επίσημα το 2016. Οι δυτικές γαλλόφωνες περιοχές και οι αστικές περιοχές της υπόλοιπης χώρας τείνουν να είναι περισσότερο υπέρ της ΕΕ, αλλά δεν αποτελούν σημαντικό μερίδιο του πληθυσμού.[56][57]
Υπό το Υπουργείο Εξωτερικών και το Τμήμα Οικονομικών Υποθέσεων λειτουργεί Γραφείο Ένταξης. Επτά διμερείς συμφωνίες απελευθέρωσαν τους εμπορικούς δεσμούς, με έναρξη ισχύος το 2001. Αυτή η πρώτη σειρά διμερών συμφωνιών περιελάμβανε την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων. Μια δεύτερη σειρά συμφωνιών που καλύπτει εννέα τομείς υπογράφηκε το 2004, συμπεριλαμβανομένης της Συνθήκης Σένγκεν και της Σύμβασης του Δουβλίνου.[58]
Οι Ελβετοί αντιμετώπισαν πιέσεις από την ΕΕ και τις διεθνείς πιέσεις να μειώσουν το τραπεζικό απόρρητο και να αυξήσουν τους φορολογικούς συντελεστές σε επίπεδο ισοτιμίας με την ΕΕ. Οι προπαρασκευαστικές συζητήσεις περιλαμβάνουν τέσσερις τομείς: την αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, τη συμμετοχή στο πρόγραμμα Galileo, τη συνεργασία με το Ευρωπαϊκό Κέντρο Πρόληψης και Ελέγχου Νοσημάτων και πιστοποιητικά προέλευσης για τα τρόφιμα.[59]
Η Ελβετία είναι μέλος της ζώνης Σένγκεν χωρίς διαβατήρια. Τα χερσαία συνοριακά σημεία ελέγχου ισχύουν για τις μετακινήσεις εμπορευμάτων, αλλά όχι για ανθρώπους.
Οι Ελβετικές Ένοπλες Δυνάμεις, συμπεριλαμβανομένων των Χερσαίων Δυνάμεων και της Πολεμικής Αεροπορίας, αποτελούνται κυρίως από στρατεύσιμους, άνδρες πολίτες ηλικίας από 20 έως 34 (σε εξαιρετικές περιπτώσεις έως 50) ετών. Όντας μια περίκλειστη χώρα, η Ελβετία δεν έχει ναυτικό. Ωστόσο, σε λίμνες που συνορεύουν με γειτονικές χώρες, περιπολούν ένοπλα σκάφη. Απαγορεύεται στους Ελβετούς πολίτες να υπηρετούν σε ξένους στρατούς, εκτός από την Ελβετική Φρουρά του Βατικανού, ή εάν έχουν διπλή ιθαγένειας ξένης χώρας και διαμένουν εκεί.
Το σύστημα της ελβετικής πολιτοφυλακής ορίζει ότι οι στρατιώτες διατηρούν τον εξοπλισμό που έχει εκδοθεί από τον στρατό, συμπεριλαμβανομένων των ατομικών όπλων, στο σπίτι. Ορισμένες οργανώσεις και πολιτικά κόμματα βρίσκουν αυτή την πρακτική αμφιλεγόμενη.[60] Οι γυναίκες μπορούν να υπηρετήσουν εθελοντικά. Οι άνδρες λαμβάνουν συνήθως στρατιωτικές εντολές για εκπαίδευση στην ηλικία των 18 ετών.[61] Περίπου τα δύο τρίτα των νεαρών Ελβετών θεωρούνται κατάλληλοι για υπηρεσία. Για τους άλλους, διατίθενται διάφορες μορφές εναλλακτικής υπηρεσίας.[62] Κάθε χρόνο, περίπου 20.000 άτομα εκπαιδεύονται σε κέντρα στρατολόγησης για 18 έως 21 εβδομάδες. Η μεταρρύθμιση "Στρατός XXI" υιοθετήθηκε με λαϊκή ψηφοφορία το 2003, αντικαθιστώντας το "Στρατούς 95", μειώνοντας τις σειρές στρατεύσιμων από 400.000 σε περίπου 200.000. Από αυτούς, οι 120.000 δραστηριοποιούνται σε περιοδική εκπαίδευση του Στρατού και οι 80.000 είναι μη-εκπαιδευμένοι έφεδροι.[63]
Λόγω της πολιτικής ουδετερότητάς του, ο ελβετικός στρατός δεν συμμετέχει σε ένοπλες συγκρούσεις σε άλλες χώρες, αλλά συμμετέχει σε ορισμένες ειρηνευτικές αποστολές. Από το 2000 το τμήμα των ενόπλων δυνάμεων διατηρεί το σύστημα συλλογής πληροφοριών Onyx για την παρακολούθηση των δορυφορικών επικοινωνιών.[64]
Η πολιτική των όπλων στην Ελβετία είναι μοναδική στην Ευρώπη καθώς 2–3,5 εκατομμύρια όπλα βρίσκονται στα χέρια αμάχων, που αντιστοιχεί σε 28–41 όπλα ανά 100 άτομα.[65] Αξίζει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με την Έρευνα Small Arms, μόνο 324.484 όπλα ανήκουν στον στρατό.[66] Μόνο 143.372 βρίσκονται στα χέρια των στρατιωτών.[67] Ωστόσο, τα πυρομαχικά δεν εκδίδονται πλέον.[68][69]
Η Ελβετία έχει σταθερά, ακμάζουσα και υψηλής τεχνολογίας οικονομία. Το 2011, κατατάχθηκε ως η πλουσιότερη κατά κεφαλή χώρα (με τον όρο πλούτο να περιλαμβάνει τόσο οικονομικά και μη οικονομικά περιουσιακά στοιχεία).[70][71] Είναι η 19η μεγαλύτερη οικονομία με βάση το ονομαστικό ΑΕΠ και 36η μεγαλύτερη με βάση την αξία σε μονάδες αγοραστικής δύναμης. Είναι ο 12ος μεγαλύτερος εξαγωγέας παρά το μικρό της μέγεθος. Η Ελβετία έχει την υψηλότερη ευρωπαϊκή ταξινόμηση στο Δείκτη Οικονομικής Ελευθερίας το 2019, ενώ υπάρχει μεγάλη κάλυψη από τις δημόσιες υπηρεσίες.[72] Το ονομαστικό κατά κεφαλή ΑΕΠ είναι υψηλότερο από αυτό άλλων μεγάλων ευρωπαϊκών οικονομιών και της Ιαπωνίας.[73] Αν προσαρμοστεί με βάση την ισοτιμία αγοραστικής δύναμης, η Ελβετία έχει το 8ο μεγαλύτερο κατά κεφαλήν ΑΕΠ, σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα και το Δ.Ν.Τ., ενώ η CIA την κατατάσσει 15η.[73]
Η Παγκόσμια Αναφορά ανταγωνιστικότητας του Παγκοσμίου Οικονομικού Φόρουμ κατατάσσει προς το παρόν την ελβετική οικονομία ως την πιο ανταγωνιστική στο κόσμο,[74] ενώ χαρακτηρίζεται ως η πιο καινοτόμος χώρα στην Ευρώπη από την Ευρωπαϊκή Ένωση.[75] Για το περισσότερο από τον 20ο αιώνα, η Ελβετία ήταν η πλουσιότερη χώρα στην Ευρώπη με μεγάλη διαφορά.[76] Το 2007, το ακαθάριστο διάμεσο εισόδημα του νοικοκυριού στην Ελβετία εκτιμήθηκε σε 137.094 δολάρια ΗΠΑ σε ισοτιμία αγοραστικής δύναμης, ενώ το διάμεσο εισόδημα ήταν 95.824 δολάρια ΗΠΑ.[77]
Η οικονομία της χώρας αναπτύσσεται γύρω από τρεις πόλους: τη βιομηχανία, τον τουρισμό και το εμπόριο. Λόγω του εδάφους και του κλίματος, η Ελβετία δεν μπόρεσε να αναπτύξει σε ικανοποιητικό βαθμό τη γεωργία της. Τα κυριότερα γεωργικά της προϊόντα είναι το σιτάρι, το κριθάρι, η βρώμη, οι πατάτες, τα ζαχαρότευτλα και λίγα φρούτα και λαχανικά. Αντίθετα η κτηνοτροφία της, ευνοημένη από το κλίμα αλλά και τη συστηματική και επιστημονική προσπάθεια των Ελβετών, είναι ιδιαίτερα αναπτυγμένη.
Η βιομηχανία είναι πολύ περισσότερο αναπτυγμένη και είναι ο κυριότερος εξαγωγικός τομέας της οικονομίας της. Έχει αναπτύξει τόσο τη βαριά βιομηχανία (μεταλλουργία, κατασκευή μηχανών), όσο και την ελαφριά βιομηχανία, όπως η βιομηχανία χημικών και φαρμακευτικών προϊόντων, ρολογιών, υφαντουργία, σοκολάτας και η βιομηχανία επεξεργασίας γεωργικών και κτηνοτροφικών προϊόντων. Επίσης, ιδιαίτερα αναπτύχθηκε, κατά τα τελευταία χρόνια, η βιομηχανία των ηλεκτρονικών συσκευών, που βασίζεται στην υψηλή τεχνολογία και στη συστηματική επιστημονική έρευνα. Η Ελβετία είναι γενικά μια χώρα με υψηλό βιοτικό αλλά και πνευματικό επίπεδο, και η οικονομική της ανάπτυξη στηρίζεται, κατά ένα μεγάλο μέρος, στο υψηλό πνευματικό και επιστημονικό επίπεδο της χώρας. Στα γάλλο-ελβετικά Σύνορα και κοντά στη Γενεύη εδρεύει το CERN, ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Πυρηνικής Έρευνας.
Το εμπόριό της είναι επίσης πολύ αναπτυγμένο. Εξάγει χημικά και φαρμακευτικά προϊόντα, μηχανές, ηλεκτρικές συσκευές, ρολόγια κ.ά. βιομηχανικά προϊόντα και εισάγει κυρίως τρόφιμα, καύσιμα και πρώτες ύλες. Επίσης, εξάγει γαλακτοκομικά και σοκολάτα.
Ο τρίτος και ο πιο σημαντικός πόλος από ορισμένη άποψη της οικονομίας της είναι ο τουρισμός. Η φυσική ομορφιά, το υγιεινό της κλίμα, ή ήσυχη ζωή της Ελβετίας προσελκύουν κάθε χρόνο εκατομμύρια τουρίστες στα διάφορα τουριστικά θέρετρα που είτε βρίσκονται στις πλαγιές των Άλπεων, όπως το Σαιντ Μόριτς, η Κουρ(Chur), η Αρόζα, το Νταβός είτε στις όχθες των γραφικών της λιμνών.
Η χώρα μέχρι πρόσφατα θεωρείτο φορολογικός παράδεισος. Στις 25 Σεπτεμβρίου 2009 αφαιρέθηκε από τον κατάλογο του ΟΟΣΑ (γκρι κατάλογος). Στην Ελβετία υπάρχουν περιοχές που πρέπει κανείς να πληρώνει λιγότερο φόρο, όπως για παράδειγμα το Καντόνι Τσουγκ. Όταν κάποιος ζει στην πρωτεύουσα του καντονιού, στο Ροτκρόιτς, πληρώνει πάνω στο μειωμένο αυτό φόρο ακόμα λιγότερα. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να βρίσκονται εκεί πολλές μεγάλες εταιρείες, αφού πληρώνουν λιγότερο. Σε αυτές τις περιοχές όμως που ο φόρος είναι λιγότερος, οι τιμές είναι λίγο αυξημένες. Τα ενοίκια, τα αγαθά, η αγορά ενός σπιτιού κ.λ.π. κοστίζουν παραπάνω σε σχέση με την υπόλοιπη Ελβετία.
Η ηλεκτρική ενέργεια που παράγεται στην Ελβετία προέρχεται κατά 56% από υδροηλεκτρισμό και 39% από πυρηνική ενέργεια, παράγοντας αμελητέο CO2. Μετά την πυρηνική καταστροφή της Φουκουσίμα, το 2011 η κυβέρνηση ανακοίνωσε σχέδια να τερματίσει τη χρήση της πυρηνικής ενέργειας στις επόμενες 2 ή 3 δεκαετίες.[78] Τον Νοέμβριο του 2016, οι Ελβετοί ψηφοφόροι απέρριψαν δημοψήφισμα του Κόμματος των Πρασίνων για να επιταχυνθεί η σταδιακή κατάργηση της πυρηνικής ενέργειας (υποστηρίχθηκε το 45,8%).[79] Το Ελβετικό Ομοσπονδιακό Γραφείο Ενέργειας (SFOE) είναι υπεύθυνο για την παροχή ενέργειας και τη χρήση ενέργειας στο Ομοσπονδιακό Υπουργείο Περιβάλλοντος, Μεταφορών, Ενέργειας και Επικοινωνιών (DETEC). Ο οργανισμός υποστηρίζει την πρωτοβουλία της κοινωνίας των 2000 watt για μείωση της χρήσης ενέργειας της χώρας κατά περισσότερο από το μισό έως το 2050.[80]
Η Ελβετία έχει το πυκνότερο σιδηροδρομικό δίκτυο στην Ευρώπη [34] μήκους 5.250 χιλιομέτρων και μεταφέρει πάνω από 596 εκατομμύρια επιβάτες ετησίως από το 2015.[81] Το 2015, κάθε κάτοικος της Ελβετίας ταξίδεψε κατά μέσο όρο 2.550 χιλιόμετρα σιδηροδρομικώς, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη ευρωπαϊκή χώρα.[81] Ουσιαστικά το 100% του δικτύου είναι ηλεκτροδοτημένο. Το 60% του δικτύου λειτουργεί από τους Ομοσπονδιακούς Σιδηροδρόμους της Ελβετίας (SBB CFF FFS). Εκτός από τη δεύτερη μεγαλύτερη εταιρεία σιδηροδρόμων κανονικού εύρους, την BLS AG, δύο σιδηροδρομικές εταιρείες λειτουργούν σε δίκτυα στενού εύρους: ο Ραιτιανός Σιδηρόδρομος (RhB) στο Γκραουμπύντεν, ο οποίος περιλαμβάνει ορισμένες γραμμές παγκόσμιας κληρονομιάς,[82] και το Matterhorn Gotthard Bahn (MGB), το οποίο συνεργάζεται με την RhB στο Εξπρές των Παγετώνων μεταξύ Τσερμάτ και Σανκτ Μόριτς/Νταβός. Η Ελβετία λειτουργεί τη μεγαλύτερη και βαθύτερη σιδηροδρομική σήραγγα στον κόσμο, τη μήκους 57,1 χιλιόμετρων Σήραγγα Βάσης Γκόταρντ.
Η Ελβετία διαθέτει δημόσιο οδικό δίκτυο χωρίς διόδια που χρηματοδοτείται από άδειες αυτοκινητοδρόμων, καθώς και από φόρους οχημάτων και βενζίνης. Το ελβετικό σύστημα autobahn/autoroute απαιτεί την ετήσια αγορά μιας βινιέτας (αυτοκόλλητο διοδίων)—για 40 ελβετικά φράγκα —για τη χρήση των δρόμων του, συμπεριλαμβανομένων επιβατικών αυτοκινήτων και φορτηγών. Το ελβετικό δίκτυο αυτοκινητόδρομων εκτείνεται σε μήκος 1.638 χιλιομέτρων και έχει μία από τις υψηλότερες πυκνότητες αυτοκινητοδρόμων στον κόσμο.[83] Η οδήγηση γίνεται στα δεξιά. Οι Ρωμαίοι είχαν προβεί στη διάνοιξη οδών στο Σπλίγκεν και στον Μεγάλο Άγιο Βερνάρδο, για να διευκολύνουν την κίνηση των λεγεώνων τους[84]
Το αεροδρόμιο της Ζυρίχης είναι η μεγαλύτερη διεθνής πύλη πτήσεων της Ελβετίας, με 22.8 εκατομμύρια επιβάτες το 2012.[85] Τα άλλα διεθνή αεροδρόμια είναι το αεροδρόμιο της Γενεύης (13.9 εκατομμύρια επιβάτες το 2012), EuroAirport Βασιλείας-Μυλούζ-Φράιμπουργκ (βρίσκεται στη Γαλλία), το αεροδρόμιο της Βέρνης, το αεροδρόμιο του Λουγκάνο, το αεροδρόμιο Σανκτ Γκάλεν-Αλτερράιν και το αεροδρόμιο Σιόν. Η Swiss International Air Lines είναι ο εθνικός αερομεταφορέας. Ο κύριος κόμβος της είναι η Ζυρίχη, αλλά εδρεύει νομικά στη Βασιλεία.
Ο πληθυσμός της χώρας, σύμφωνα με επίσημη εκτίμηση του 2024 είναι 9.002.763[2] κάτοικοι. Όπως καταδεικνύεται από τη γλωσσική ποικιλία της χώρας, οι κάτοικοι είναι κυρίως γερμανικής, γαλλικής και ιταλικής καταγωγής. Γύρω στο 7% του πληθυσμού είναι Σερβοκροάτες, Τούρκοι, Αλβανοί, Ισπανοί και άλλες εθνότητες.
Το προσδόκιμο ζωής στο σύνολο του πληθυσμού, σύμφωνα με εκτιμήσεις του 2019 του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας ήταν 83,4 χρόνια (81,8 χρόνια οι άνδρες και 85,1 οι γυναίκες).[86]
Το 34% του πληθυσμού ασπάζονται το ρωμαιοκαθολικισμό και το 22% είναι Προτεστάντες κυρίως Καλβινιστες. Με την εισροή μεταναστών στη χώρα ζουν και περί το 5% Μουσουλμάνοι, 2% Πεντηκοστιανοι, ενώ το 6% ανήκει σε άλλα χριστιανικά δόγματα (οι Μάρτυρες του Ιεχωβά έχουν 18.646 μέλη[87] και οι Μορμόνοι της Εκκλησίας του Ιησού Χριστού των Αγίων των Τελευταίων Ημερών 8.741[88]) καθώς και μια μειονότητα Εβραίων. Το 31% ήταν άθεοι το 2020.[89]
Επίσημες γλώσσες είναι η γερμανική (ομιλούμενη από το 62,8% του πληθυσμού, σύμφωνα με έρευνα του 2016), η γαλλική (22,9%), η ιταλική (8,2%) και η ρετορομανική (< 0,5%), γλώσσα που μιλούν οι κάτοικοι του νοτιοανατολικού καντονιού Γκράουμπιντεν (γερμ. Graubünden).[90][91] Τα αγγλικά είναι η δημοφιλέστερη ξένη γλώσσα και για να αποφευχθεί η εύνοια προς μια οποιαδήποτε γλώσσα της χώρας, υπάρχουν οργανώσεις που έχουν λατινικό όνομα και κάποια χρήση της λατινικής στη χώρα, όπως στο νόμισμα και στις πινακίδες των αυτοκινήτων.
Τα δύο τρίτα έως τα τρία τέταρτα του πληθυσμού ζουν σε αστικές περιοχές.[92][93] Η Ελβετία μετατράπηκε από μια κυρίως αγροτική χώρα σε μια αστική από το 1930 έως το 2000. Μετά το 1935 η αστική ανάπτυξη διεκδίκησε τόσο μεγάλο μέρος του ελβετικού τοπίου όσο τα προηγούμενα 2.000 χρόνια. Η αστική εξάπλωση επηρεάζει το οροπέδιο, τα Ιούρα και τους πρόποδες των Άλπεων,[94] εγείροντας ανησυχίες για τη χρήση γης. Κατά τον 21ο αιώνα, η αύξηση του πληθυσμού στις αστικές περιοχές είναι υψηλότερη από ό,τι στην ύπαιθρο.[93]
Η Ελβετία έχει ένα πυκνό δίκτυο συμπληρωματικών μεγάλων, μεσαίων και μικρών πόλεων. Το οροπέδιο είναι πυκνοκατοικημένο με περίπου 450 κατοίκους ανά τ.χλμ. και το τοπίο παρουσιάζει αδιάκοπα σημάδια ανθρώπινης παρουσίας.[95] Το βάρος των μεγαλύτερων μητροπολιτικών περιοχών – Ζυρίχη, Γενεύη – Λωζάνη, Βασιλεία και Βέρνη – τείνει να αυξάνεται.[93] Η σημασία αυτών των αστικών περιοχών είναι μεγαλύτερη από ό,τι υποδηλώνει ο πληθυσμός τους.[93] Αυτά τα αστικά κέντρα αναγνωρίζονται για την υψηλή ποιότητα ζωής τους.[96]
Η κατώτερη εκπαίδευση είναι υποχρεωτική και δίνεται δωρεάν σ' όλα τα καντόνια. Το επόμενο στάδιο, της μέσης, χωρίζεται στην επαγγελματική (τεχνικές σχολές) και στην ακαδημαϊκή (Λύκεια) που οδηγεί στα πανεπιστήμια και στα πολυτεχνεία. Σε σύγκριση με τις άλλες χώρες της Ευρώπης η Ελβετία έχει τα περισσότερα πανεπιστήμια και πολυτεχνεία, ανάλογα φυσικά με το μικρό πληθυσμό της χώρας. Περίφημο είναι το πολυτεχνείο της Ζυρίχης, καθώς και η Οικονομική Σχολή της Λωζάνης. Στα ελβετικά πανεπιστήμια φοιτούν και χιλιάδες ξένοι σπουδαστές που πηγαίνουν κυρίως για μεταπτυχιακές σπουδές, λόγω του υψηλού επιστημονικού επιπέδου που παρέχουν αυτά τα πανεπιστήμια.
Μέχρι και την έκτη Δημοτικού τα παιδιά ανεξαρτήτως πνευματικού επιπέδου είναι στην ίδια τάξη. Μετά το Γυμνάσιο χωρίζεται σε τέσσερις κατηγορίες που λέγονται: Γυμνάσιο, Ζεκ. 1 (συντόμευση από το ζεκουντάρ), Ζεκ. 2 και Ζεκ.3. Από αυτές τις τέσσερις βαθμίδες μόνο από τη μία μπορεί κανείς να σπουδάσει και αυτή είναι το Γυμνάσιο. Το Γυμνάσιο τελειώνει μόνο ένας στους πέντε μαθητές.[97] Για να εισέλθει κανείς στο Γυμνάσιο, πρέπει να δώσει εξετάσεις και εάν τις περάσει δεν θα ξαναχρειαστεί για να πάει στο Πανεπιστήμιο. Η άλλη περίπτωση είναι να τον προτείνει ο καθηγητής του από τη Ζεκ. 3.Εξαιρούνται η ιατρική και η Νομική Σχολή. Όταν κάποιος περνάει τις εξετάσεις του γυμνασίου περνάει από μία δοκιμαστική φάση που διαρκεί μέχρι έξι μήνες. Στη Ζεκ πάει κανείς και δεν τελειώνει πανεπιστήμιο, αλλά μία σχολή σαν τα ελληνικά ΕΠΑΛ, όπου από εκεί μπορεί να γίνει κανείς κομμωτής, ξυλουργός κλ.π..
Επίσης πολύ αναπτυγμένα είναι τα γράμματα και οι τέχνες. Από το 17ο αιώνα η Ελβετία ήταν σπουδαίο πνευματικό κέντρο, αν και η έλλειψη εθνικής γλώσσας ταύτισε ιστορικά την ελβετική φιλολογία και σκέψη με τη γερμανική και τη γαλλική. Η Ελβετία είναι η πατρίδα του φιλόσοφου και κοινωνιολόγου Ζαν Ζακ Ρουσσώ, του οικονομολόγου και κοινωνιολόγου Παρέτο, του ποιητή Βριντέλ. Από τους νεότερους ξεχωρίζουν οι γνωστοί θεατρικοί συγγραφείς Μαξ Φρις και Φρίντριχ Ντύρρενματ που γράφουν γερμανικά και το γαλλόφωνο πεζογράφο Κ. Ραμύζ. Ο Έρμαν Έσσε και ο Καρλ Σπίττελερ τιμήθηκαν με το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας, ενώ Γιόχαν Χάινριχ Πεσταλότσι έθεσε την παιδαγωγική σε νέες βάσεις. Στον χώρο των εικαστικών τεχνών μπορούμε να αναφέρουμε το όνομα του Λε Κορμπυζιέ, που υπήρξε ο μεγαλύτερος ίσως αρχιτέκτονας του 20ου αιώνα και τα ονόματα του Πάουλ Κλέε, διάσημου ζωγράφου και του γλύπτη Αλμπέρτο Τζακομέττι. Η Ελβετία ήταν η χώρα η οποία φιλοξένησε τον 1ο κατά χρονολογική σειρά διαγωνισμό τραγουδιού της Eurovision, το 1956 στο Λουγκάνο, το 1989 διεξήχθη ο 34ος διαγωνισμός στη Λωζάνη, ενώ το 2025 θα διοργανώσει τον 69ο διαγωνισμό, σε πόλη που θα ανακοινωθεί μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2024.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.