Ιταλός μηχανικός, οικονομολόγος και κοινωνιολόγος From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Βιλφρέντο Παρέτο (πλήρες όνομα στα ιταλικά: Vilfredo Federico Damaso Pareto· Παρίσι, 15 Ιουλίου 1848 – Σελινύ Ελβετίας, 19 Αυγούστου 1923) ήταν Ιταλός μηχανικός, οικονομολόγος και κοινωνιολόγος. Απέκτησε φήμη ως ακαδημαϊκός καθηγητής χάρη στις καινοτόμες αντιλήψεις του στα οικονομικά και στην οικονομετρία, ενώ άφησε πίσω του και σημαντικό κοινωνιολογικό έργο[1]. Ιδιαίτερα γνωστός είναι για την αρχή του Παρέτο, που ονομάζεται και «κανόνας 80-20».
Γέννηση | 1848 Παρίσι, Γαλλία |
---|---|
Θάνατος | 1923 Σελινύ, Ελβετία |
Εθνικότητα | Ιταλική |
Σχολή/παράδοση | Οικονομική θεωρία της ελεύθερης αγοράς |
Πεδίο | Οικονομικές και κοινωνικές επιστήμες |
Σπουδές | Μαθηματικά, μηχανική |
Επηρεάστηκε από | Νικολό Μακιαβέλι, Άνταμ Σμιθ, Ογκίστ Κοντ, Χέρμπερτ Σπένσερ, Λεόν Βαλράς |
Συνεισφορές | Εγχειρίδιο πολιτικής οικονομίας (1906), Πραγματεία γενικής κοινωνιολογίας (1916) |
Υπογραφή |
Γεννήθηκε στο Παρίσι από Ιταλό πατέρα (Ραφαέλε Παρέτο, 1812-1882) και Γαλλίδα μητέρα (Μαρί Μετενιέ, 1813-1889). Ήταν το τρίτο παιδί της οικογένειας, η αδελφή του Αυρηλία είχε γεννηθεί το 1839 και η Χριστίνα το 1842. Ο πατέρας του, μηχανικός στο επάγγελμα (με ειδίκευση στις αρδεύσεις και τις αποξηράνσεις), καταγόταν από παλιά αριστοκρατική οικογένεια της Γένοβας, ζούσε δε αυτοεξόριστος στο Παρίσι από το 1831 γιατί ως οπαδός του Τζουζέπε Ματσίνι, είχε συμμετάσχει σε επαναστατικά κινήματα κατά του βασιλείου της Σαβοΐας. Η οικογένεια Παρέτο επέστρεψε στην Ιταλία το 1853-4 και εγκαταστάθηκε στην περιοχή του Τορίνο. Μετά το πέρας των εγκυκλίων σπουδών του, ο Παρέτο φοίτησε στο Πανεπιστήμιο του Τορίνο, από όπου πήρε δίπλωμα μαθηματικών και το 1870 πήρε το πτυχίο του από τη Σχολή μηχανικών[2].
Άρχισε την καριέρα του το 1874[1] ως μηχανικός στην εταιρεία σιδηροδρόμων στη Φλωρεντία, φτάνοντας το 1880 στο βαθμό του γενικού διευθυντή. Με διάφορα άρθρα του σε περιοδικά συμμετείχε δραστήρια στα πολιτικά πράγματα παίρνοντας φιλελεύθερες θέσεις[2]. Ακολουθώντας τα ενδιαφέροντά του, εμβάθυνε σε θέματα οικονομικών και κοινωνικών επιστημών. Το 1880 και το 1882 έβαλε υποψηφιότητα για βουλευτής σε δυο διαφορετικές εκλογικές περιφέρειες της Τοσκάνης, αλλά δεν εκλέχθηκε. Το 1889 παντρεύτηκε με τη Ρωσίδα Αλεξάνδρα Μπακούνιν [Σημ 1], κόρη Ρώσου διπλωμάτη. Το 1890 γνώρισε τον σπουδαίο οικονομολόγο Μαφφέο Πανταλεόνι, χάρη στον οποίο, το 1894 εκλέχθηκε τακτικός καθηγητής πολιτικής οικονομίας στο πανεπιστήμιο της Λωζάνης, διαδεχόμενος τον Λεόν Βαλράς[3].
Εργάστηκε πάνω στην εξέλιξη και την τακτοποίηση της θεωρίας της οικονομικής ισορροπίας για την οποία έδωσε μερικές διαλέξεις στο Παρίσι το 1901, καλεσμένος του Ζορζ Σορέλ. Κατά τη διάρκεια της απουσίας του η σύζυγός του το έσκασε με τον μάγειρα που είχαν στο σπίτι τους[2]. Κληρονόμησε από έναν θείο του μεγάλη περιουσία και συνδέθηκε με τη νεαρή Γαλλίδα Ζαν Ρεζί, την οποία γνώρισε από αγγελία σε εφημερίδα. Σταδιακά εγκατέλειψε τη διδασκαλία και αποτραβηγμένος στη βίλα του στο Σελινύ, στις όχθες της λίμνης της Γενεύης, αφοσιώθηκε στη μελέτη της κοινωνιολογίας, απόρροια της οποίας ήταν η έκδοση της «Πραγματείας γενικής κοινωνιολογίας» το 1916.
Διατηρούσε φιλικές σχέσεις με τον Μπενίτο Μουσολίνι, από την εποχή που ο τελευταίος παρακολουθούσε τα μαθήματά του οικονομίας μεταξύ 1902 και 1904 στην Ελβετία, όπου είχε καταφύγει αυτοεξόριστος. Μουσολίνι ενστερνίστηκε κάποιες από τις απόψεις του, ίσως και διαστρεβλώνοντάς τες, ενώ από τη μεριά του ο Παρέτο τον θεωρούσε «σπουδαίο πολιτικό». Τον Οκτώβρη του 1922 ο Παρέτο του έστειλε από την Ελβετία ένα τηλεγράφημα στο οποίο, με τη φράση «τώρα ή ποτέ», τον ενθάρρυνε να καταλάβει την εξουσία[Σημ 2]. Στο τέλος του 1922 αποδέχθηκε την πρόσκληση που του απηύθυνε ο Μουσολίνι, ο οποίος πλέον ήταν επικεφαλής της ιταλικής κυβέρνησης, να εκπροσωπήσει την Ιταλία στην Επιτροπή για τη μείωση των εξοπλισμών στην Κοινωνία των Εθνών. Την 1η Μαρτίου 1923, με πρόταση της φασιστικής κυβέρνησης, διορίστηκε γερουσιαστής. Ο διορισμός δεν ολοκληρώθηκε επειδή ο Παρέτο δεν παρέδωσε στην προεδρία της Γερουσίας τα αιτούμενα έγγραφα. Στις 19 Ιουνίου του ίδιου έτους, έλαβε διαζύγιο από την Αλεξάνδρα Μπακούνιν και παντρεύτηκε τη Ζαν Ρεζί, μετά από είκοσι χρόνια συμβίωσης. Πέθανε στις 19 Αυγούστου και θάφτηκε στο νεκροταφείο του Σελινύ[2].
Ο Παρέτο επεξεργάστηκε τις οικονομικές του θεωρίες βάσει μαθηματικών θεωρημάτων, η προσπάθειά του ήταν να μεταφέρει στις οικονομικές επιστήμες την εμπειρική μέθοδο των φυσικών επιστημών. Αυτή του η προσπάθεια είχε ως αποτέλεσμα κάποιες οικονομικές έννοιες που εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται στην οικονομετρία:
Όπου N είναι ο αριθμός των ατόμων με πλούτο υψηλότερο από το x, και Α και m είναι σταθερές.
Η αλληλεπίδραση των οικονομικών και κοινωνικών καταστάσεων οδήγησε τον Παρέτο, με το πέρασμα των χρόνων, να ασχοληθεί περισσότερο με την κοινωνιολογία, βλέποντας την οικονομία μόνο σαν ένα μικρό μέρος της κοινωνιολογικής μελέτης[2]. Στο σύγγραμμα που δημοσιεύει το 1916, την «Πραγματεία γενικής κοινωνιολογίας», εκθέτει αναλυτικά τις απόψεις του σχετικά με την κοινωνιολογία ως λογικο-πειραματική επιστήμη, η οποία, με βάση το υπόδειγμα των θετικών επιστημών, οφείλει να μετατρέπει τα εμπειρικά δεδομένα σε λογικούς νόμους.
Το ενδιαφέρον του στράφηκε στις αιτίες ακμής και παρακμής των μεγάλων πολιτισμών και η διαπίστωσή του για την κυκλική τους κύμανση τον έφερε στη διατύπωση της θεωρίας της κυκλοφορίας των ελίτ[6], δηλαδή της κυκλικής εναλλαγής στην εξουσία πολιτικών ομάδων που οικειοποιούνται την εξουσία με ριζοσπαστικές ιδέες, συνήθως με την υποστήριξη των μη εχόντων, που ελπίζουν σε κάποια βελτίωση των οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών διαβίωσης, και μόλις καταλάβουν την εξουσία φροντίζουν να τη διατηρήσουν, κάνοντας κάποιες δευτερεύουσες παραχωρήσεις στους συμμάχους τους από τις υπόλοιπες τάξεις. Όταν η δύναμή τους εκφυλιστεί, λόγω ακόρεστου πλουτισμού ή δογματισμού από τη μία και ανθρωπιστικών αισθημάτων από την άλλη, χάνουν την ισχύ τους και αργά ή γρήγορα χάνουν την εξουσία από άλλες αναδυόμενες ελίτ. Χαρακτηριστική είναι η ρήση του: «Η ιστορία είναι ένα νεκροταφείο από ελίτ». Για τον Παρέτο οι ιδεολογίες, οι θρησκείες οι μύθοι και οι θεωρίες που στηρίζουν κάθε πολιτικο-κοινωνική ανατροπή δεν είναι τίποτ’ άλλο από δικαιολογίες που επικαλούνται οι άνθρωποι, συχνά εκ των υστέρων, για να δικαιολογήσουν τη δράση τους[1].
Η επιστημονική κοινωνιολογία, κατά τον Παρέτο, πρέπει να εντοπίζει ποιες είναι οι σταθερές της μη λογικής κοινωνικής συμπεριφοράς και ποια είναι τα χαρακτηριστικά και η λειτουργία του κοινωνικού λόγου. Οι νόμοι που ανακαλύπτει πρέπει να δίνουν τη δυνατότητα να εντοπίζονται οι διαφορετικές προοπτικές που παρακινούν σε δράση τις μάζες. Για τον Παρέτο, αναγκαίος όρος μιας επιστημονικής μεθόδου είναι βεβαίως η ελευθερία[7]. Με τα συγγράμματά του θέλησε να προειδοποιήσει, να κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου για όσες εύκολες ή ευχάριστες πολιτικές και ιδεολογίες ωθούν ένα κοινωνικό σύστημα σε παρακμή και έναν λαό στην ανελευθερία, γι' αυτό και θεωρητικοί με διαφορετική πολιτική προέλευση συμφωνούν ότι ο Παρέτο είναι ένας φιλελεύθερος στοχαστής, με την κλασική έννοια του όρου[1], που όμως παρεξηγήθηκε λόγω των διασυνδέσεών του με τον Μουσολίνι.
Σύμφωνα με τον Παρέτο, στα απολυταρχικά καθεστώτα υπάρχει μόνο μια φιγούρα επί σκηνής, στα επονομαζόμενα δημοκρατικά υπάρχει το κοινοβούλιο. Ο λαός στην πραγματικότητα ακολουθεί τις εντολές των αρχόντων του, που προωθούν τα δικά τους συμφέροντα, ρίχνοντας στάχτη στα μάτια του λαού. Πολιτικό σύστημα όπου ο λαός εκφράζει τη θέλησή του (αν υποτεθεί ότι έχει κάποια, πράγμα αμφισβητήσιμο) χωρίς κλίκες, συνωμοσίες, λόμπι και φατρίες υφίσταται μόνο ως ευσεβής πόθος. Και αυτό ίσχυε από την αρχαιότητα και ισχύει μέχρι τις ημέρες μας[8]. Μια από τις φράσεις-κλειδιά των μελετών του είναι η εξής: «Διακυβέρνηση είναι η τέχνη της χρησιμοποίησης των υπαρχόντων αισθημάτων».
Τα αντιπολιτευτικά κόμματα παρουσιάζουν λιγότερα ελαττώματα καθόσον στερούνται όχι τη θέληση όσο την ευκαιρία για αδικοπραγία. Οι δε κυβερνώντες εκμεταλλεύονται την εξουσία τους για να ελέγχουν τα πράγματα και την καταχρώνται, ούτως ώστε να αποκομίζουν προσωπικά οφέλη. Όσο δε, περισσότερο ή λιγότερο τίμιος είναι ο λαός μιας χώρας, τόσο περισσότερο ή λιγότερο τίμια και η κυβερνούσα ελίτ. Τα κέρδη της εξουσίας αυξάνονται όταν η παρέμβαση της κυβέρνησης σε ιδιωτικές υποθέσεις φτάνει στον σφετερισμό. Τα κόμματα που δεν εισέρχονται στην κυβέρνηση είναι συχνά εντιμότερα, αλλά και πιο φανατικά και μισαλλόδοξα, από τα κόμματα που ασκούν εξουσία, πάντως όλα τα κόμματα αλληλοκατηγορούνται συνεχώς για ανεντιμότητα[8]. Γι’ αυτές του τις απόψεις ο Παρέτο από άλλους χαρακτηρίστηκε πεσιμιστής και από άλλους ρεαλιστής αλλά θα μπορούσαμε μα πούμε και διαχρονικός, ενώ ο Μπάρναμ τον κατατάσσει στους μοντέρνους μακιαβελλικούς[7], για τους οποίους λέει ότι είναι οι μόνοι στοχαστές που μας είπαν όλη την αλήθεια περί εξουσίας. Ο Παρέτο χρησιμοποιεί συχνά τους όρους «ένστικτο των συνδυασμών», που αντιπροσωπεύει τις ανανεωτικές τάσεις, θεωρίες και πράξεις, και «διατήρηση των αθροισμάτων», που αντιπροσωπεύει τη συντηρητική τάση διατήρησης των προϋπαρχόντων συνδυασμών. Η εναλλαγή κυβερνήσεων και η «κυκλοφορία των ελίτ» βασίζεται στην αέναη διαμάχη αυτών των δυο τάσεων. Χρησιμοποιεί μάλιστα μια γλαφυρή παρομοίωση, ονομάζει «λέοντες» τις ελίτ που κατέχουν την εξουσία και «αλεπούδες» τις αναδυόμενες ελίτ[1].
Μαζί με τους Μαξ Βέμπερ και Εμίλ Ντιρκέμ, ο Παρέτο υπήρξε ένας από τους τρεις ιδρυτές της σύγχρονης κοινωνιολογίας και ταυτόχρονα ο σπουδαιότερος Ιταλός οικονομολόγος. Θεωρείται κλασικός στοχαστής τόσο της οικονομίας όσο και της κοινωνιολογίας, των πολιτικών επιστημών και της Στατιστικής[2].
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.