Σύνολο αυτοκέφαλων Χριστιανικών Εκκλησιών που ακολουθούν ορθόδοξα τον Χριστιανισμό From Wikipedia, the free encyclopedia
Η Ορθόδοξη Εκκλησία ή Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία[1], επισήμως: Ορθόδοξη Καθολική και Αποστολική Εκκλησία[2], από τον 1ο αιώνα χαρακτηρίζεται και ως Μία Αγία Καθολική και Αποστολική Εκκλησία[3], είναι ένα σύνολο τοπικών εκκλησιών, οργανωμένες ως Πατριαρχεία, αυτοκέφαλες σύνοδοι και αυτόνομες αρχιεπισκοπές, που βρίσκονται σε πλήρη κοινωνία μεταξύ τους, με «πρώτο μεταξύ ίσων» το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, συγκροτώντας έτσι τη μία ενιαία Εκκλησία. Διαφορετικές γεωγραφικά και εθνικά, αλλά ενωμένες θεολογικά και λειτουργικά. Όλες αναγνωρίζουν τις αποφάσεις των επτά Οικουμενικών Συνόδων και θεωρούν την Οικουμενική Σύνοδο ως το ανώτατο όργανο για αποφάσεις σε θέματα δόγματος και λατρείας, μοιράζονται πλήρη κοινωνία, καθώς και συγκεκριμένα δόγματα και παραδόσεις. Αξιώνει ως αφετηρία της τον ιδρυτή της Κύριο Ιησού Χριστό και τους Αποστόλους του μέσω της συνεχούς αποστολικής διαδοχής.
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Ορθόδοξη Εκκλησία | |
---|---|
Η Αγία Σοφία, μία ιστορική έδρα της Ορθόδοξης Εκκλησίας που λειτουργεί σήμερα ως τζαμί υπό την επίβλεψη του Τουρκικού κράτους | |
Είδος | Χριστιανισμός |
Κατηγοριοποίηση | Ανατολικός Χριστιανισμός |
Θεολογία | Ορθόδοξη Θεολογία |
Μεσολαβητής | Κύριος Ιησούς Χριστός |
Περιοχή | Άγιο Όρος Άγιοι Τόποι Βαλκάνια Ανατολική Ευρώπη Βόρεια Ασία Χερσόνησος του Σινά Μέση Ανατολή κ.α. |
Ιδρυτής | Κύριος Ιησούς Χριστός |
Καταβολές | 1ος αιώνας Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία |
Μέλη | 300.000.000 |
Άλλες ονομασίες |
|
Τα αξιοσημείωτα χαρακτηριστικά της είναι η Ορθοδοξία, η πλούσια λειτουργική ζωή της και, όπως διδάσκει, η αφοσίωσή της στην αποστολική παράδοση. Θεωρείται από τους Ορθόδοξους Χριστιανούς ότι η Εκκλησία τους έχει διατηρήσει την παράδοση, τα δόγματα και τη διαδοχή της αρχαίας Εκκλησίας στην πληρότητά της, έναντι άλλων αυτο-αποκαλουμένων χριστιανικών ομολογιών, οι οποίες έχουν αποκλίνει και απομακρυνθεί από την κοινή εκκλησιαστική παράδοση των πρώτων 10 αιώνων. Σήμερα το άθροισμα των ορθόδοξων αυτοκέφαλων Εκκλησιών υπολογίζεται σε 300 περίπου εκατομμύρια Χριστιανούς, που ακολουθούν την πίστη και τις πρακτικές που καθορίστηκαν από τις επτά Οικουμενικές Συνόδους και άλλες οικουμενικού χαρακτήρα συνόδους.
Οι όροι ορθόδοξος και ορθοδοξία είναι ελληνικοί και σημαίνουν κυριολεκτικά «ορθό δόγμα», με την έννοια της ορθής χριστιανικής δοξασίας-πίστης. Αμφότεροι έχουν χρησιμοποιηθεί παραδοσιακά, στον ελληνόφωνο χριστιανικό κόσμο, προκειμένου να υποδείξουν τις κοινότητες, ή τα άτομα, που διατήρησαν την αληθινή πίστη (όπως καθορίζεται από τις Οικουμενικές Συνόδους), σε αντιδιαστολή με εκείνους που κηρύχτηκαν αιρετικοί. Επίσημα, ο όρος «Ορθοδοξία» τέθηκε σε κοινή χρήση για να υποδείξει ακριβώς την Ορθόδοξη Εκκλησία μόνο, μετά το Σχίσμα του 1054, προκειμένου να τη διακρίνει από τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Ωστόσο, ο επίσημος προσδιορισμός της Εκκλησίας στα λειτουργικά και κανονικά κείμενά της είναι «Ορθόδοξη Καθολική και Αποστολική Εκκλησία».
Ιστορικά, η Ορθόδοξη Εκκλησία προέρχεται από τα τέσσερα από τα πρώτα πέντε πατριαρχεία της αρχικά αδιαίρετης Χριστιανικής Εκκλησίας – την Εκκλησία της Αλεξάνδρειας, των Ιεροσολύμων, της Αντιοχείας, της Κωνσταντινούπολης και της Ρώμης. Το 1054 υπήρξε διαίρεση της Εκκλησίας, γνωστή ως το Μεγάλο Σχίσμα, μεταξύ του Πάπα της Ρώμης και του Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης. Οι λόγοι για το Σχίσμα αυτό ήταν δύο:
Αντίθετα προς τον «σύγχρονο» τρόπο αναζήτησης της αλήθειας, που θεωρείται πως βρίσκει την πιο γνήσια έκφραση της στις νέες ανακαλύψεις και στην πρόοδο, στην αρχαιότητα γενικά αναζητούσαν την αλήθεια στο παλαιό και το αρχέγονο. Κάθε τι που ήταν νέο, προξενούσε αμέσως την υποψία ως προς την αυθεντικότητα του και έτσι, μια διδασκαλία δεν μπορούσε να διεκδικήσει γνησιότητα και αλήθεια, αν δεν έπειθε για την αρχαία καταγωγή της. Στην περίπτωση του χριστιανισμού είναι πολύ χαρακτηριστική η άποψη του πλατωνικού φιλοσόφου του 2ου αι. μ.Χ., Κέλσου, που ήταν πολέμιος της χριστιανικής διδασκαλίας:
«[...] ερήσομαι αυτούς, πόθεν ήκουσιν η τίνα έχουσιν αρχηγέτην πατρίων νόμων. Ουδένα φήσουσιν, οι γε εκείθεν μεν ώρμηνται και αυτοί και τον διδάσκαλόν τε και χοροστάτην ουκ άλλοθεν πόθεν φέρουσιν όμως δ' αφεστήκασιν Ιουδαίων». (Ωριγένους, Κατά Κέλσου 5, 33)
Ρωτάει λοιπόν ο Κέλσος, ποιον έχουν οι Χριστιανοί για αρχηγό και δάσκαλο των πατροπαράδοτων νόμων τους. Όσο κι αν ψάξουν λέει, δεν θα βρουν κανένα τέτοιο αρχαίο νομοθέτη και δάσκαλο. Έτσι, κατά τον Κέλσο, ο Χριστιανισμός δεν έχει την ταυτότητα της αρχέγονης παράδοσης, πράγμα που μας δείχνει πόσο σημαντικό ήταν το κριτήριο αυτό όχι μόνο για τους Χριστιανούς αλλά και για τους πολέμιους του. Ο νεωτερισμός, δεν μπορούσε να σχετίζεται με την ορθοδοξία και καθετί νέο ήταν ξένο προς την αλήθεια και θα έπρεπε να να συμπεριληφθεί στις νέες διδασκαλίες των αιρετικών.
Έτσι, στη διαμάχη Ορθοδοξίας και Αίρεσης τα κριτήρια ήταν και είναι ιστορικά. Η ορθοδοξία διεκδικούσε την αρχαιότητα πάντα, ακόμη και τις στιγμές που αφομοίωνε το ελληνικό περιβάλλον της και αυτό είχε γίνει συνείδηση στην Εκκλησία και τους θεολόγους. Σε αυτή τη βάση, είναι εντυπωσιακή η αναφορά στην «Εκκλησιαστική Ιστορία» (1,4) του Ευσέβιου όπου κρίνει πως είναι αναγκαίο να αναφερθεί στην προϊστορία της ένσαρκης παρουσίας του Λόγου, για να μην νομίσουν κάποιοι ότι ο Χριστός και η διδασκαλία του είναι πράγματα νέα. Αυτή η διατύπωση θα δημιουργούσε το εύλογο ερώτημα, πώς είναι δυνατόν να μην είναι νέα η διδασκαλία του Ιησού; Όμως το νόημα των λεγομένων του Ευσέβιου είναι πως η διδασκαλία και το έργο του Χριστού στηρίζεται επάνω στην ίδια, αρχαία αλήθεια, η οποία όμως πραγματώνεται σε μια νέα φάση της ίδιας ιστορικής συνέχειας, στη φάση της σάρκωσης του Λόγου.
Η τοποθέτηση αυτή εστιάζει επάνω στο πραγματικό πρόβλημα των αιρέσεων στον αρχικό χριστιανισμό που είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με το πρόβλημα του «ιστορικού Ιησού». Ενώ για την αρχέγονη ορθοδοξία ο «ιστορικός Ιησούς» αποτελούσε κριτήριο ορθής πίστης, για τις αιρετικές «τάσεις» είναι μια παραθεωρημένη θεολογική αντίληψη. Το πρόβλημα των αρχών του χριστιανισμού, ιδωμένο από τη σκοπιά της ιστορίας της διαμάχης της Ορθοδοξίας με τις αιρέσεις, είναι στην ουσία του, πρόβλημα της ανθρώπινης αδυναμίας να κατανοήσει σωστά και να βιώσει το μυστήριο που λέγεται «Ιησούς από τη Ναζαρέτ».
Ο Μ. Αθανάσιος επέκρινε με καυστικό τρόπο τους Αρειανούς όχι μόνο για τη θεολογική τους μέθοδο, αλλά και για την υποκριτική τους συμπεριφορά απέναντι στους άρχοντες από τους οποίους προσπαθούσαν να αποσπάσουν την προστασία. Έτσι όχι μόνο αρνούνται τη ζωντανή παράδοση η οποία διατηρεί την ορθή πίστη χωρίς ανάλογες ενέργειες, αλλά όπως λέει ο Μ. Αθανάσιος, οι Αρειανοί προσποιούνται ότι γράφουν και θεολογούν για τον Κύριο και Σωτήρα Χριστό, ενώ επιχειρούν να κάνουν τον αυτοκράτορα Κωνστάντιο κύριο τους, ονομάζοντας τον αιώνιο βασιλιά, τη στιγμή που αρνούνται να ομολογήσουν την αϊδιότητα του Υιού του Θεού.
Με τον τρόπο αυτό, τα εκκλησιαστικά κριτήρια εντόπιζαν και εντοπίζουν, όχι μόνο το θεωρητικό πλάσμα αλλά και την ίδια τη νοθευμένη χριστιανική ζωή. Η γέννηση της αίρεσης εκτός από τον καθορισμό της με βάση τα πάθη, το συμφέρον, τη δίψα για γνώση και κυριαρχία, πραγματώνεται σε ένα ιστορικό πλαίσιο όπου απουσιάζει η ενότητα και η συνέχεια της ιστορίας, ενώ ταυτόχρονα, κυριαρχεί περισσότερο μια αποσπασματική θεωρητική σκέψη. Η αίρεση είχε και έχει αρχή τον ανθρώπινο παράγοντα και την ατομικότητα ενώ αυτή ακριβώς η αδυναμία δεν επιτρέπει τον χαρακτήρα της καθολικότητας της νέας διδασκαλίας.
Σε κάθε μία από τις ομάδες που προέκυψαν στην πορεία, ως «αναθεωρητές» του ιστορικού χριστιανισμού, τα φαινόμενα είναι κοινά:
Σε μια τέτοια έκφραση αποσπασματικότητας, δεν είναι σπάνιες και οι περιπτώσεις όπου η αιρετική σκέψη συγχέει την «ηθική καθαρότητα» με την Εκκλησία και πολλές φορές μάλιστα αιτιολογεί την ύπαρξή της με αυτόν ακριβώς τον παράγοντα, την αναζήτηση της «αρχέγονης καθαρότητας». Ποτέ όμως δεν αποτέλεσε προϋπόθεση της ύπαρξής της Εκκλησίας η ηθική καθαρότητα, αφού στην περίπτωση αυτή δεν θα υπήρχε καν «Εκκλησία» αφού δεν υπήρχε και δεν θα υπάρξει ιστορικά, «ηθική καθαρότητα» μέσα σε μία τρεπτή, αμιγώς ανθρώπινη, φύση.
Έτσι, προϋπόθεση της Ορθοδοξίας δεν είναι η απουσία παθών και κοινωνικών επιρροών αλλά η μεταμόρφωσή τους, μέσα σε ένα ενιαίο και οργανωμένο τρόπο ζωής, όπου κυριαρχεί η ιστορική συνέχεια, τα αγαθά της παράδοσης και η δημιουργική σκέψη, ως όργανο εξυπηρέτησης συλλογικών και κοινωνικών λειτουργιών.
Ιστορικά, εύκολα διαπιστώνεται ότι κάθε αίρεση αποτελεί κάτι το μεμονωμένο, με μια θεωρητική κατοχύρωση τονισμένη στο έπακρο. Ενώ η Ορθόδοξη παράδοση, αβίαστα έμεινε στη θέση της κινούμενη ανάμεσα στον ιουδαϊσμό και στον ελληνισμό, αντίθετα, η αίρεση χαρακτηρίζεται είτε από την προσκόλληση στον ιουδαϊσμό ως «γνήσια αρχέγονη κοίτη» είτε από την επιρροή της από τον ελληνισμό με αυτούσιο δανεισμό θεωρητικών πλασμάτων. Ο αντιαιρετικός αγώνας επιμένει στην ύπαρξη της μίας αρχής, ταυτόχρονα όμως επιμένει στην ιστορική της συνέχεια. Η αρχή και η πηγή της Ορθοδοξίας δεν είναι κάποιο πρόσωπο, αλλά έρχεται κατευθείαν από τη χαρισματική και ιστορική της επαφή με τον Θεό, ενώ οι δύο Διαθήκες διατυπώνουν τη μεταφυσική και την ιστορική αυτή ενότητα.
Επιγραμματικά, τα πιο αντιπροσωπευτικά κείμενα που προσδιόρισαν τις βασικές χριστολογικές δοξασίες στον αρχέγονο ορθόδοξο χώρο είναι:
Έτσι, κατά την πρωτοχριστιανική περίοδο, τα παραπάνω κείμενα χαρακτηρίζουν τις πιο ενδεικτικές θεολογικές τάσεις της Πρώτης Εκκλησίας: ο Ιησούς είναι Σοφία και Θείος Ανήρ. Περιγράφεται η θεϊκή του προέλευση και ο θεϊκός του χαρακτήρας και διατυπώνεται η πίστη στον Σταυρό και την Ανάσταση του Ιησού, η ενσάρκωση της παντοδυναμίας του Θεού στην αδυναμία του ανθρώπινου γένους. Ο Ιησούς είναι ο σταυρωθείς, ταφείς και αναστάς Χριστός και ταυτόχρονα ο ένας Θεός-Γιαχβέ και η θεολογία αυτή διαχωρίζει στη χριστιανική σκέψη τα κριτήρια της Ορθοδοξίας από αυτά της Αιρέσεως, μέχρι την παγίωση του Χριστιανικού δόγματος κατά την Α' Οικουμενική Σύνοδο της Νικαίας το 325. Εκεί, απλώς διατυπώθηκε, το ήδη εμπεδωμένο και διαρκώς διδασκόμενο δόγμα της Αγίας Τριάδας με το λεγόμενο Σύμβολο της Πίστεως, που αργότερα, με τη σύγκληση της Β' οικουμενικής συνόδου του 381, στην Κωνσταντινούπολη, έγινε το Σύμβολο Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως. Το αποσαφηνισμένο πλέον Τριαδικό Δόγμα, έχουν ως βάση οι κατοπινοί πατέρες και όλο το πλήρωμα της Εκκλησίας ως σήμερα, επειδή εκφράζει το απόσταγμα της εκκλησιαστικής πείρας και ζωής όπως αυτό εκφράστηκε όχι μόνο μέσα από τη θεολογία των Γραφών αλλά και από τους πρώτους ακόμα πατέρες όπως ο Ιγνάτιος, ο Ιουστίνος, ο Αθηναγόρας, ο Ειρηναίος, ο Τερτυλλιανός κ.ά.
Όλα τα Δόγματα περιλαμβάνονται στο ''Σύμβολο της πίστεως'' (ή "Πιστεύω").
Ο Θεός Πατέρας είναι η πηγή της Αγίας Τριάδας. Οι οικουμενικές σύνοδοι κατά τον 4ο αιώνα αποφάσισαν, ότι ο Θεός έχει τρεις υποστάσεις - Πατέρας, Υιός, και Άγιο Πνεύμα – σε μία θεία φύση. Από τον Πατέρα γεννιέται ο Υιός άχρονα, πριν κάθε χρονικό σημείο (Ψαλμ.2,7, Β’Κορ.11,31). Το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται αιώνια από τον Πατέρα (Ιωάν.15,26). Ο Θεός Πατέρας δημιούργησε όλη την κτίση μέσω του Υιού - Λόγου, διά του Αγίου Πνεύματος (Γέν.1 και 2, Ιωαν.1,3, Πράξ.33,4), και οι άνθρωποι καλούνται να τον λατρέψουν (Ιωαν. 4,23). Η ουσία του Θεού δεν μπορεί να συλληφθεί, να καταληφθεί από τον ανθρώπινο νου. Έχοντας ως κύριο χαρακτηριστικό του την αγάπη, απέστειλε τον Υιό του για να σώσει το ανθρώπινο γένος προσφέροντας προς αυτό την αιώνια ζωή (Ιωαν.3,16).
Ο Ιησούς Χριστός είναι το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδας, γεννημένος από τον Πατέρα προ πάντων των αιώνων. Ενανθρωπίστηκε, και έτσι κατέστη τέλειος Θεός και τέλειος Άνθρωπος. Η έλευσή του στη γη προβλέφθηκε στην Παλαιά Διαθήκη από τους Προφήτες.
Ο Υιός του Θεού έλαβε πλήρη ανθρώπινη φύση μέσω της Θεοτόκου Παρθένου Μαρίας. Ήταν και είναι Θείο πρόσωπο, κατέχοντας από τον Θεό - Πατέρα την πληρότητα της θείας φύσης, και με την ενσάρκωσή του την ανθρώπινη φύση από την Παρθένο Μαρία. Έτσι ο Υιός είναι κάτοχος ατέρμονα δύο φύσεων σε ένα πρόσωπο, ενώ ταυτόχρονα ως εν πρόσωπον έχει δύο θελήσεις και δύο ενέργειες, με την ανθρώπινη θέληση και ενέργεια να υποτάσσεται στη θεία, δίχως να εξαφανίζεται. Απεριόριστος στη θεία φύση του, δέχτηκε εθελοντικά και πρόθυμα τον περιορισμό του στην ανθρωπότητα, όπου δοκίμασε την πείνα, τη δίψα, την κούραση - και τελικά, τον θάνατο. Η Ενσάρκωση είναι το σημαντικότερο δόγμα της Ορθοδοξίας γιατί χωρίς αυτή δεν μπορεί να υπάρξει Χριστιανισμός. Η Καινή Διαθήκη αναφέρει, «καὶ πᾶν πνεῦμα ὃ μὴ ὁμολογεῖ τὸν Ἰησοῦν Χριστὸν ἐν σαρκὶ ἐληλυθότα, ἐκ τοῦ Θεοῦ οὐκ ἔστι•» Α'Ιωαν.4,3. Με την ενσάρκωσή του, ο Λόγος εξαγόρασε την ανθρωπότητα από το κράτος της φθοράς και του θανάτου χάρη στο ότι ο ίδιος ως άνθρωπος είναι ξένος προς την αμαρτία.
Το Άγιο Πνεύμα είναι ένα από τα πρόσωπα της Αγίας Τριάδας και υφίσταται ομοούσιο με τον Πατέρα και τον Υιό. Οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί πιστεύουν τη βιβλική επαγγελία ότι το Άγιο Πνεύμα μεταδίδεται μέσω του Χρίσματος στο βάπτισμα.(Πράξ.2,38)
Η φύση της ορθόδοξης εκκλησίας κατανοείται ως Εκκλησία του τρισυπόστατου Θεού. Η Αγία Τριάδα είναι βάση και πηγή της ύπαρξης της Εκκλησίας και, υπό αυτήν την έννοια, η Εκκλησία είναι εικόνα και ομοίωση του Θεού.
Η Εκκλησία είναι το σώμα του Χριστού, ως ενότητα της ζωής μαζί του, μιας ζωής εξαρτημένης από Αυτόν και υπό την εξουσία του. Η ίδια ιδέα εκφράζεται όταν αποκαλείται η Εκκλησία νύφη του Χριστού ή του Λόγου. Οι σχέσεις μεταξύ της νύφης και του γαμπρού (νυμφίου), γινόμενες αντιληπτές στην άφθαρτη πληρότητά τους, συνιστούν μια τέλεια ενότητα ζωής, μια ενότητα που διαφυλλάσει το δεδομένο της διαφορετικότητάς τους: είναι μια ένωση δύο οντοτήτων, η οποία δεν διαλύεται από τη διττότητα ούτε απορροφάται από την ενότητα. Η Εκκλησία, αν και είναι σώμα Χριστού, δεν είναι ο Χριστός – ο Θεάνθρωπος- επειδή είναι μόνο η ανθρώπινη φύση του. Είναι, όμως, η εν Χριστώ και δια Χριστόν ζωή. Ο Χριστός δεν είναι μόνο ένα θείο πρόσωπο. Δεδομένου ότι η ύπαρξή του είναι αδιάσπαστη από αυτήν της Αγίας Τριάδας, είναι ομοούσια με αυτήν του Πατέρα και του Αγίου Πνεύματος. Εξ αυτού συνάγεται ότι η εν Χριστώ ζωή της Εκκλησίας είναι ζωή και εν Αγία Τριάδι. Το σώμα του Χριστού υφίσταται ως μέρος Του, και συνακόλουθα ως μέρος της Αγίας Τριάδας. Ο Χριστός είναι ο Υιός. Από αυτόν γνωρίζει ο πιστός τον Πατέρα, υιοθετείται από τον Θεό, τον οποίο αποκαλεί «πατέρα του.»
Η αγάπη του Θεού, η αγάπη του Πατέρα για τον Υιό και αυτή του Υιού για τον Πατέρα, δεν είναι ένα απλό χαρακτηριστικό μιας σχέσης. Κατέχει η ίδια αυτόνομη ύπαρξη, είναι υποστατική. Η αγάπη του Θεού είναι το Άγιο Πνεύμα, το οποίο εκπορεύεται από τον Πατέρα στον Υιό. Ο Πατέρας φανερώνει την αγάπη του για τον Υιό μέσω του Αγίου Πνεύματος, το οποίο αποτελεί την ενότητα της ζωής Πατέρα και Υιού. Και το ίδιο το Πνεύμα, που είναι η αγάπη των δύο Προσώπων, σύμφωνα με την ίδια τη φύση της αγάπης, άγει, την προσωπική του ύπαρξή έξω από τον Πατέρα και τον Υιό.
Η Εκκλησία, στην ιδιότητά της ως σώμα Χριστού, που ζει με τη ζωή του Χριστού, είναι εξ αυτού του γεγονότος η περιοχή όπου το Άγιο Πνεύμα υπάρχει και δρα. Η Εκκλησία είναι ζωή υπό το Άγιο Πνεύμα, επειδή είναι το σώμα του Χριστού.
Η ουσία αυτού του δόγματος αποκαλύπτεται στην ιστορική εκδήλωσή του. Η Εκκλησία είναι το έργο της Ενσάρκωσης του Χριστού, είναι η ίδια η Ενσάρκωση. Ο Θεός λαμβάνει για τον εαυτό του την ανθρώπινη φύση, και η ανθρώπινη φύση υπολαμβάνει τη θεότητα: είναι η θεοποίηση της ανθρώπινης φύσης, αποτέλεσμα της ένωσης των δύο φύσεων στον Χριστό. Αλλά την ίδια στιγμή το έργο της αφομοίωσης της ανθρωπότητας στο σώμα του Χριστού δεν ολοκληρώνεται δυνάμει της Ενσάρκωσης μόνο, ή ακόμα από την Ανάσταση. Αυτό το έργο χρειάστηκε την αποστολή του Αγίου Πνεύματος, την Πεντηκοστή, η οποία ήταν η πραγμάτωση της εκκλησίας. Το Άγιο Πνεύμα, υπό μορφή πύρινων γλωσσών, επισκέφθηκε τον κόσμο και στάθηκε πάνω στους Αποστόλους. Η κοινότητα των δώδεκα Αποστόλων με προκαθημένη τη Θεοτόκο, αντιπροσωπεύει το σύνολο της ανθρωπότητας. Οι πύρινες γλώσσες παρέμειναν στον κόσμο και διαμόρφωσαν τον θησαυρό των δωρεών του Αγίου Πνεύματος που ενυπάρχουν στην Εκκλησία.
Σύμφωνα με τη διδασκαλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας η παρούσα ζωή είναι ο δρόμος που οδηγεί στην αιωνιότητα: «η αγωνιζομένη Εκκλησία» που μετασχηματίζεται σε «θριαμβέυουσα Εκκλησία.» Η εσχατολογία της Ορθοδοξίας δεν αφαιρεί την αξία της παρούσας ζωής, αλλά η αντίληψη της λαμβάνει μια νέα, ανώτερη αιτιολόγηση. Ο πρώιμος χριστιανισμός είναι μέτοχος ενός έντονου συναισθήματος του κοντινού και αναπόφευκτου τέλους. Εκείνη η προσδοκία του άμεσου τέλους εξαφανίζεται φυσικά κατά τη διάρκεια της ιστορίας. Αυτή η ιδέα έχει αντικατασταθεί από την προσδοκία της γρήγορης λήξης της επίγειας ζωής διά του θανάτου και της δίκαιης ανταπόδοσης των πεπραγμένων. Συγχρόνως έχει αναπτυχθεί στον Χριστιανισμό, και ειδικότερα στον ορθόδοξο κόσμο, μία ιδιάζουσα ευλάβεια για τον θάνατο. Το νεκρό σώμα γίνεται αντιληπτό ως σπόρος της επερχόμενης ανάστασης (αναζωογόνησης), και το ίδιο το τελετουργικό του ενταφιασμού θεωρούμενο από ορισμένους αρχαίους συγγραφείς ως ένα μυστήριο, προσευχή για το νεκρό, εγκαθιστά μια σύνδεση μεταξύ αυτού και του άλλου κόσμου.
Η σωτηρία ξεκινά με τη Μετάνοια, το Βάπτισμα και τη λήψη των δωρεών του Αγίου Πνεύματος διά του Χρίσματος. Η Μετάνοια προϋποθέτει την αλλαγή της αντίληψης του ανθρώπου για τη ζωή του, την εγκατάλειψη του παλαιού τρόπου ζωής και την εισδοχή σε ένα νέο με άξονα τη διδασκαλία του Ιησού. Το Βάπτισμα σημαίνει τη νέκρωση του παλιού ανθρώπου και την αναγέννησή του απολαμβάνοντας την ενότητα με τον Χριστό. Και το να λάβει τις δωρεές του Αγίου Πνεύματος συνίσταται στο να λάβει το Πνεύμα, το οποίο τον καθιστά ικανό να εισέλθει στη νέα εν Χριστώ ζωή, γαλουχούμενος μέσα στην Εκκλησία, ώστε να προσαρμοστεί στην εικόνα του Θεού.
Η σωτηρία απαιτεί πίστη στον Ιησού Χριστό. Οι άνθρωποι δεν μπορούν να σωθούν μόνο από τις καλές πράξεις τους. Η σωτηρία είναι «πίστη εργαζόμενη μέσω της αγάπης.» Είναι μια συνεχής, ισόβια διαδικασία. Δεδομένη, από τη μία πλευρά, γιατί εκχωρήθηκε στο ανθρώπινο γένος μέσω του θανάτου και της Ανάστασης του Ιησού. Πρέπει όμως να κατακτηθεί γιατί ο πιστός «σώζεται» από την ενεργό συμμετοχή του μέσω της πίστης του στην ένωσή του με τον Χριστό διά του Αγίου Πνεύματος.
Ο τελευταίος στόχος του ορθόδοξου Χριστιανού είναι να επιτύχει τη θέωση, την ένωση με τον Θεό, βασικό χαρακτηριστικό κορυφαίων αγίων μορφών της Εκκλησίας. Αυτό εκφράζεται μερικές φορές με το απόφθεγμα: «Ο Θεός έγινε άνθρωπος ώστε να μπορέσει ο άνθρωπος να γίνει Θεός.»
Η δογματική τοποθέτηση της Ορθόδοξης Εκκλησίας σχετικά με τη χιλιετία που αναφέρει η Αποκάλυψη του Ιωάννη (20:1-6) είναι αχιλιαστική. Ο Αχιλιασμός (νεώτερος όρος που επινοήθηκε για να χαρακτηρίσει αυτή τη διδασκαλία) διδάσκει ότι η Βασιλεία του Θεού δεν θα εδραιωθεί με φυσικό τρόπο στη γη μέσω κάποιας χιλιετούς επίγειας διακυβέρνησης, αλλά ότι:
Πάντως κατά τους τέσσερις πρώτους αιώνες, ο Χιλιασμός ήταν διαδεδομένος σε Ανατολή και Δύση, παρότι ο Ιουστίνος ο Μάρτυρας, συζητώντας τις δικές του προ-χιλιαστικές απόψεις στο έργο του Διάλογος με τον Εβραίο Τρύφωνα στο κεφ. 110, παρατήρησε ότι αυτές δεν ήταν απαραίτητες στους Χριστιανούς:
Παραδέχτηκα προηγουμένως ότι εγώ και πολλοί άλλοι είμαστε αυτής της γνώμης, και (πιστεύω) ότι κάτι τέτοιο θα λάβει χώρα, όπως βέβαια γνωρίζεις. Αλλά από την άλλη, σου κοινοποίησα ότι πολλοί που ανήκουν στην αγνή κι ευσεβή πίστη, και είναι αληθινοί Χριστιανοί, σκέφτονται αλλιώς.
Αρκετές εκκλησιαστικές σύνοδοι αλλά και εξέχουσες φυσιογνωμίες του χριστιανικού χώρου, όπως ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, ο Ωριγένης, ο Ευσέβιος, και ιδιαίτερα ο Αυγουστίνος, κ.ά., ασχολήθηκαν με το χιλιασμό και την καταδίκη του. Τελικά ο Χιλιασμός καταδικάστηκε ως αίρεση τον 4ο αι. μ.Χ. από την Εκκλησία, η οποία στη Σύνοδο της Νικαίας συμπεριέλαβε στο «Σύμβολο της Πίστεως» τη φράση «οὗ τῆς βασιλείας οὐκ ἔσται τέλος», ώστε να αποκλείσει την ιδέα μιας βασιλείας του Θεού που θα διαρκούσε κυριολεκτικώς για 1000 χρόνια. Παρά την πίστη μερικών συγγραφέων στον Χιλιασμό, επρόκειτο για μια περιορισμένη μειοψηφία μέσα στη σχεδόν καθολική καταδίκη του δόγματος αυτού. (Βλ. και λήμμα Χιλιασμός).
Σύμφωνα με την Ορθόδοξη διδασκαλία, αίρεση είναι κάθε παρέκκλιση από την καθιερωμένη και επίσημη διδασκαλία του Χριστιανισμού από ένα ή και περισσότερα μέλη της Εκκλησίας.
Σύντομα μετά την ίδρυσή της Εκκλησίας, εμφανίστηκαν πολλά διαφορετικά δόγματα τα οποία αμφισβήτησαν την αυθεντικότητα διδασκαλιών σχετικά με την τριαδολογία, τη χριστολογία, τη σωτηριολογία και την εκκλησιολογία. Τέτοια δόγματα ήταν ή είναι ο Γνωστικισμός, ο Μοναρχιανισμός, ο Αρειανισμός, ο Απολιναρισμός, ο Νεστοριανισμός, ο Μιαφυσιτισμός, ο Μονοφυσιτισμός, ο Πελαγιανισμός, ο Μονοθελητισμός, ο Μονοενεργητισμός, ο Παυλικιανισμός, η Εικονομαχία, οι Βογόμιλοι, ο Εβιωνιτισμός, ο Μανιχαϊσμός, ο Σαβελλιανισμός κ.α. τα οποία οι Άγιοι πατέρες των Οικουμενικών Συνόδων θεώρησαν αιρετικούς τους οπαδούς αυτών των δογμάτων.
Η Ζ' Συνδιάσκεψη Εντεταλμένων Ορθοδόξων Εκκλησιών και Ιερών Μητροπόλεων για θέματα αιρέσεων και παραθρησκείας, που συνήλθε (Αλίαρτος 20-26.9.1995) υπό την προεδρία του τότε Μητροπολίτη Θηβών και Λεβαδείας (και μεταγενέστερα Αρχιεπισκόπου Αθηνών) κ. Ιερωνύμου, ασχολήθηκε με τις ποικίλες πνευματικές και κοσμοθεωριακές ομάδες και τάσεις, καθώς και με τις νεοφανείς αιρέσεις και παραθρησκευτικές ομάδες. Επίσης κατάρτισε έναν κατάλογο με πάνω από 420 σύγχρονες "σέκτες" και εξωχριστιανικές ομάδες οι οποίες είναι αιρετικές σύμφωνα με την Εκκλησία.
Η διδασκαλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας προέρχεται από δύο πηγές: την Αγία Γραφή και την Ιερά Παράδοση, μέσω της οποίας ερμηνεύεται η Αγία Γραφή.
Σε αντίθεση με τον Προτεσταντισμό, που στηρίζεται γενικά μόνο στην Αγία Γραφή ως αποκλειστική και έσχατη δογματική αρχή (sola scriptura) η Ορθοδοξία βασίζεται στην Ιερά Παράδοση, ένα ευρύ όρο που περιλαμβάνει τη Βίβλο, τα διατάγματα των επτά Οικουμενικών Συνόδων, τα κείμενα των Πατέρων της Εκκλησίας, καθώς επίσης τους ιερούς κανόνες των τοπικών Συνόδων, τα λειτουργικά κείμενα και άλλες πρωτοχριστιανικές ή νεότερες πηγές. Η πίστη της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Παράδοση στηρίζεται στο λόγο του Παύλου: «Ἄρα οὖν, ἀδελφοί, στήκετε, καὶ κρατεῖτε τὰς παραδόσεις ἃς ἐδιδάχθητε εἴτε διὰ λόγου εἴτε δι' ἐπιστολῆς ἡμῶν.» Β’Θεσ.2.15. Η Ορθόδοξη Εκκλησία πιστεύει ότι το Άγιο Πνεύμα εργάζεται μέσα στην ιστορία προκειμένου να αποκαλύψει την αλήθεια στα μέλη της Εκκλησίας, αναδεικνύοντας τη δογματική ορθότητα έναντι της πλάνης.
Όσον αφορά την Αγία Γραφή η Ορθοδοξία αποδέχεται ως ορθή ερμηνεία αυτή στην οποία υπάρχει συμφωνία των εκκλησιαστικών Πατέρων. Εδώ υφίσταται μία νοητή γραμμή, που ξεκινά από την Αποστολική Παράδοση και Γραμματεία και εξελίσσεται μέσω των Πατέρων αρχαίων, νεότερων και σύγχρονων (για τους Ορθοδόξους το Άγιο Πνεύμα, ως ακατάπαυστα δρών μέσα στην Εκκλησία, προσφέρει συνεχώς αυθεντικούς και φωτισμένους ερμηνευτές). Εκείνοι που διαφώνησαν με την κοινή πατερική γραμμή δεν έγιναν αποδεκτοί ως αυθεντικοί «Πατέρες». Όλες οι θεολογικές έννοιες πρέπει να είναι σύμφωνες με αυτή τη γραμμή ερμηνείας. Ακόμη και εκείνοι που θεωρούνται γνήσιοι Πατέρες μπορούν να έχουν μερικές μη κοινά αποδεκτές θεολογικές απόψεις (θεολογούμενες), που δεν είναι, μολαταύτα, πραγματικά αιρετικές. Κατά συνέπεια ένας Ορθόδοξος Χριστιανός δεν είναι αναγκασμένος να συμφωνήσει με κάθε άποψη κάθε Πατέρα, αλλά μάλλον με τη γενική πατερική γραμμή, και έπειτα μόνο σχετικά με εκείνα τα θέματα για τα οποία η Εκκλησία έχει εκφέρει δογματικό λόγο.
Τα Ιερά Μυστήρια, οι αγιαστικές δηλαδή πράξεις, που σύμφωνα με την Ορθόδοξη θεολογία είναι ορατά σημεία μέσω των οποίων μεταδίδεται η αόρατη χάρη του Αγίου Πνεύματος, δεν έχουν συγκεκριμένο αριθμό. Από αυτά όμως, ως βασικότερα, ξεχωρίζουν επτά, χωρισμένα σε δύο ομάδες, οι οποίες υποδιαιρούνται σε δύο υποομάδες η κάθε μία. Η πρώτη ομάδα περιλαμβάνει τα υποχρεωτικά Μυστήρια, σε αυτά που ο άνθρωπος οφείλει να συμμετέχει ώστε να νοείται ως μέλος της Εκκλησίας. Τα Μυστήρια χωρίζονται σε επαναλαμβανόμενα και μη επαναλαμβανόμενα.
Στα Ιερά Σκεύη συγκαταλέγονται και τα Εικονίσματα, τα Κανδήλια, οι Πολυέλαιοι, οι Καμπάνες κ.λπ.
Ο Χριστιανισμός διαδόθηκε αρχικά στο ελληνόφωνο ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ο Παύλος και οι άλλοι Απόστολοι ταξίδεψαν σε όλη την Αυτοκρατορία, ιδρύοντας Εκκλησίες σε σημαντικές πόλεις, με τις πρώτες χριστιανικές κοινότητες να εμφανίζονται στην Αντιόχεια, την Αλεξάνδρεια και την Ιερουσαλήμ, και έπειτα στα δύο πολιτικά κέντρα, αυτά της Ρώμης και της Νέας Ρώμης - Κωνσταντινούπολης.
Η ορθόδοξη πίστη για την καθιέρωση αποστολικής διαδοχής διαδραμάτισε βασικό ρόλο στην άποψη της Εκκλησίας για το καθήκον της ως συνεχιστή της παράδοσης αυτής και υπερασπιστή της χριστιανικής κοινότητας. Οι συστηματικοί διωγμοί των Χριστιανών σταμάτησαν το 313 όταν ο Μέγας Κωνσταντίνος εξέδωσε το Διάταγμα των Μεδιολάνων. Από εδώ και πέρα, ο Ρωμαίος Αυτοκράτορας άσκησε σε διάφορους βαθμούς την επιρροή του μέσα στην Εκκλησία. Αυτό περιλάμβανε τη σύγκληση Οικουμενικών και Τοπικών Συνόδων για την επίλυση θεολογικών διαφορών και την καθιέρωση του δόγματος της Εκκλησίας. Μερικές φορές Πατριάρχες (ιδιαίτερα της Κωνσταντινούπολης) καθαιρέθηκαν από Αυτοκράτορες, ιδιαίτερα όταν οι δεύτεροι συντάχθηκαν με τους εικονοκλάστες κατά τις εικονομαχικές έριδες του όγδοου και ένατου αιώνα.
Οι Οικουμενικές Σύνοδοι, που πραγματοποιήθηκαν μεταξύ του 325 και του 787 μ.Χ., απέδωσαν για τους Ορθοδόξους την οριστική ερμηνεία του χριστιανικού δόγματος.
Ο Ορθόδοξος χριστιανικός πολιτισμός έφθασε στη χρυσή εποχή του κατά την περίοδο της ακμής της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και συνέχισε να ακμάζει στη Ρωσία, μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης. Πολυάριθμες αυτοκέφαλες Εκκλησίες δημιουργήθηκαν στην Ανατολική Ευρώπη και τις σλαβικές χώρες.
Ο Μέγας Κωνσταντίνος συγκάλεσε την πρώτη Οικουμενική Σύνοδο της Χριστιανικής Εκκλησίας στη Νίκαια της Βιθυνίας το 325. Εάν η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία επρόκειτο να γίνει μια χριστιανική αυτοκρατορία, ο Κωνσταντίνος επιθυμούσε να βασίζεται ακλόνητα στην ορθόδοξη πίστη και ήταν ευθύνη της Συνόδου της Νίκαιας να διαμορφώσει το περιεχόμενο αυτής της πίστης. Τίποτα δε θα μπορούσε να απεικονίσει ακριβέστερα τη νέα σχέση μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας από τα εξωτερικά χαρακτηριστικά αυτής της Συνόδου, στην οποία προήδρευσε ο Αυτοκράτορας. Η εν Νικαία ήταν η πρώτη των επτά Οικουμενικών Συνόδων, που και αυτές, όπως και η πόλη του Κωνσταντίνου, κατέχουν κεντρική θέση στην ιστορία της Ορθοδοξίας.
Η ζωή της Εκκλησίας κατά την πρωτοβυζαντινή και μέση βυζαντινή περίοδο κυριαρχείται από τις επτά Οικουμενικές Συνόδους. Αυτές οι Σύνοδοι εκπλήρωσαν ένα διπλό στόχο. Κατ' αρχήν, ξεκαθάρισαν και διευθέτησαν την ορατή οργάνωση της Εκκλησίας, θεσμοθετώντας την Πενταρχία των παλαίφατων Πατριαρχείων και αποδίδοντάς τους τη θεσμική τους θέση. Αφετέρου καθόρισαν μια για πάντα τη διδασκαλία της Εκκλησίας επάνω στα θεμελιώδη δόγματα της χριστιανικής πίστης — Τριαδολογία και Χριστολογία. Όλοι οι Χριστιανοί συμφωνούν στην εκτίμηση αυτών των εννοιών ως «μυστηρίων» που βρίσκονται πέρα από τις ανθρώπινες δυνατότητες έκφρασης και κατανόησης. Οι επίσκοποι, όταν συνέταξαν τους κανόνες των Συνόδων, δεν φαντάζονταν ότι είχαν εξηγήσει το μυστήριο, επιδίωξαν μόνο να αποκλείσουν ορισμένους λαθεμένους τρόπους εξήγησής του. Για να αποτρέψουν τους πιστούς από την παρέκκλιση στην πλάνη και την αίρεση, προστάτεψαν απαγορευτικά τα μυστήρια.
Οι συνομιλίες κατά τη διάρκεια των Συνόδων, ακόμα και όταν εμφανίζονται πολύ θεωρητικές και απόμακρες, εμπνέονταν από έναν πολύ πρακτικό σκοπό: τη σωτηρία του ανθρώπου. Ο άνθρωπος, κατά τη διδασκαλία της Καινής Διαθήκης, χωρίζεται από τον Θεό εξ αιτίας της αμαρτίας, και δεν μπορεί μέσω των δικών του προσπαθειών να υπερκεράσει το εμπόδιο του χωρισμού, που η αμαρτωλότητά του έχει δημιουργήσει. Ο Θεός επομένως λαμβάνει την πρωτοβουλία: Γίνεται άνθρωπος και ανασταίνεται από τους νεκρούς, απαλλάσσοντας με αυτόν τον τρόπο την ανθρωπότητα από τη δουλεία της αμαρτίας και του θανάτου. Αυτό είναι το κεντρικό μήνυμα της χριστιανικής πίστης, και αυτό το μήνυμα της απολύτρωσης οι Σύνοδοι προσπάθησαν να προστατέψουν. Οι αιρέσεις ήταν επικίνδυνες και όφειλαν να καταδικαστούν, επειδή έφθειραν τη διδασκαλία της Καινής Διαθήκης, εγείροντας μία ερκάνη μεταξύ Θεού και ανθρώπου, και καθιστώντας έτσι αδύνατο για τον άνθρωπο να επιτύχει τη σωτηρία.
Αντικείμενο της μεγαλύτερης θρησκευτικής διαμάχης σε όλη τη διάρκεια της βυζαντινής ιστορίας υπήρξε η απόδοση τιμής προς τις ιερές εικόνες, εικόνες του Χριστού, της Θεοτόκου και των Αγίων, που βρίσκονταν στις εκκλησίες και σε ιδιωτικούς οίκους. Οι εικονοκλάστες ή εικονομάχοι αντιτίθεντο σε οποιαδήποτε μορφή θρησκευτικής τέχνης απεικόνιζε ανθρώπινα όντα ή τον Θεό και απαιτούσαν την καταστροφή των εικόνων. Η αντίπαλη παράταξη των εικονολατρών υπεράσπιζε σθεναρά τη θέση των εικόνων στη ζωή της Εκκλησίας. Η διαμάχη δεν ήταν απλά μια σύγκρουση δύο διάφορων αντιλήψεων της χριστιανικής τέχνης αλλά και μία ευρύτερη αντίθεση σχετικά με την ανθρώπινη φύση του Ιησού και το νόημα της λύτρωσης του ανθρώπινου γένους.
Οι εικονοκλάστες πιθανότατα επηρεάστηκαν από εβραϊκές και μουσουλμανικές αντιλήψεις για τη θρησκευτική απεικόνιση (επειδή είναι ανεικονικές θρησκείες, δηλαδή απαγορεύουν τη θρησκευτική απεικόνιση), και είναι χαρακτηριστικό ότι τρία έτη πριν το πρώτο ξέσπασμα της εικονομαχίας στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, ο μουσουλμάνος χαλίφης Γιεζίντ διέταξε την αφαίρεση όλων των εικόνων από την επικράτειά του. Αλλά η εικονομαχία δεν εισήχθη απλά από το εξωτερικό. Μέσα στον χριστιανισμό υπήρχε πάντα μια ακραία συντηρητική προοπτική, η οποία καταδίκαζε τις εικόνες επειδή διέκρινε σε αυτές μία λανθάνουσα ειδωλολατρία. Όταν οι αυτοκράτορες της δυναστείας των Ισαύρων επιτέθηκαν στις εικόνες, βρήκαν αφθονία πηγών υποστήριξης εντός της εκκλησιαστικής γραμματείας. Χαρακτηριστική αυτής της συντηρητικής άποψης είναι η δράση του Αγίου Επιφανίου Σαλαμίνος (315 - 403), ο οποίος, όταν ανακάλυψε ένα ύφασμα με τη μορφή του Χριστού στην εκκλησία ενός χωριού της Παλαιστίνης, αγανακτισμένος το έσκισε. Αυτή η αντίληψη ήταν πάντα ισχυρή στη Μικρά Ασία και μερικοί υποστηρίζουν πως η απόρριψη των εικόνων ήταν μία ασιατική αντίδραση στο ελληνικό πνεύμα. Αλλά δύσκολα γίνεται αποδεκτή μια τέτοια άποψη. Περισσότερο τείνει να αντιμετωπιστεί ως ένα ρήγμα μέσα στην ελληνική παράδοση.
Οι εικονομαχικές έριδες, που διήρκεσαν περίπου 120 χρόνια χωρίζονται σε δύο φάσεις. Η πρώτη περίοδος ξεκινά το 726 όταν ο Αυτοκράτορας Λέων Γ’ άρχισε την επίθεσή του ενάντια στις εικόνες, και τελείωσε το 780 όταν η Αυτοκράτειρα Ειρήνη η Αθηναία ανέστειλε τη δίωξη. Η θέσεις των εικονολατρών υποστηρίχτηκαν από την έβδομη Οικουμενική Σύνοδο το 787, η οποία έλαβε χώρα στη Νίκαια της Βιθυνίας. Η Σύνοδος διακήρυξε την απόδοση τιμής στο εικονιζόμενο πρόσωπο και τη διατήρηση των εικόνων με την περιβολή του ίδιου σεβασμού που απονέμονταν στο Ευαγγέλιο και τον Σταυρό. Μια νέα επίθεση στις εικόνες άρχισε από τον Αυτοκράτορα Λέοντα Ε' τον Αρμένιο στα 815 και συνεχίστηκε μέχρι τα 843 όταν επανεγκαταστάθηκαν οι εικόνες, αυτή τη φορά οριστικά, από μια άλλη Αυτοκράτειρα, τη Θεοδώρα. Η τελική ύψωση των ιερών εικόνων το 843 είναι γνωστή ως θρίαμβος της Ορθοδοξίας, και τιμάται την Κυριακή της Ορθοδοξίας, την πρώτη Κυριακή της Μεγάλης Τεσσαρακοστής.
Γεγονός ιδιαίτερης σπουδαιότητας για την Ορθόδοξη Εκκλησία υπήρξε η μεταστροφή των Σλάβων στον Χριστιανισμό με τη δράση των Θεσσαλονικέων αδελφών Κυρίλλου και Μεθοδίου. Η αποστολή τους εντάσσονταν στη γενικότερη ιεραποστολική προσπάθεια του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Φωτίου του Μεγάλου, που κατανοώντας τη δυναμική που θα προσέδιδε στο Οικουμενικό Πατριαρχείο ο προσεταιρισμός των βόρειων σλαβικών φυλών, εκπόνησε μία γενικότερη εκπολιτιστική προσπάθεια, χρησιμοποιώντας τους δύο αδελφούς, λόγω του ότι κατείχαν τη σλαβονική γλώσσα καθώς και αξιόλογη θεολογική μόρφωση.
Η αρχική τους προσέγγιση με τους Καυκάσιους Χαζάρους δεν απέδωσε αποτελέσματα οπότε και στράφηκαν στους Μοραβούς. Στη Μοραβία αρχικά αντιμετωπίστηκαν ευμενώς από τον πρίγκιπα Ροσιστλάβο και εκπόνησαν ένα νέο αλφάβητο βασισμένο στο ελληνικό, το Γλαγολιτικό ή Κυριλλικό, προκειμένου να μεταφράσουν στα σλαβικά έργα της χριστιανικής γραμματείας. Η δράση τους ενόχλησε τους Γερμανούς ιεραποστόλους και οδήγησε σε δίωξη τους και καταφυγή τους στη Ρώμη αποζητώντας την προστασία του Πάπα. Ο Πάπας τους δικαίωσε αλλά ο Κύριλλος, ήδη καταβεβλημένος, πέθανε στη Ρώμη και το βάρος της συνέχισης της ιεραποστολής μετατέθηκε στον Μεθόδιο. Ο Μεθόδιος, αφού χειροτονήθηκε επίσκοπος, επέστρεψε στη Μοραβία και δημιούργησε γύρω του μία ομάδα ιεραποστόλων, η οποία, όμως, μετά τον θάνατό του (885) και παρά τη θέση του Επισκόπου Ρώμης υπέρ του εκδιώχθηκε από τη χώρα.
Συνεχιστής του έργου τους αναδείχτηκε ο Κλήμης Αχρίδος, του οποίου η δράση έφερε αποτέλεσμα στους Βουλγάρους με τη βάπτιση του ηγεμόνα τους Τσάρου Βόρις στα 869.
Το 891 βαπτίζεται και ο ηγεμόνας των Σέρβων πρίγκιπας Μούτιμιρ, οπότε ταυτόχρονα το σερβικό κράτος μετατρέπεται σε χριστιανικό. Στη Ρωσία (τότε Κράτος των Ρως) ο Χριστιανισμός υιοθετήθηκε αρχικά από τη βασίλισσα Όλγα το 955, η πλέον όμως καθοριστική καμπή για τη χώρα ήταν η απόφαση του εγγονού της Όλγας, Μεγάλου Πρίγκιπα Βλαδίμηρου του Κιέβου, για θεσμοθέτηση της χριστιανικής ομολογίας ως επίσημης θρησκείας του κράτους το 988, επηρεασμένος από την άποψη μεγαλείου, που του μετέφεραν οι απεσταλμένοι του από την Κωνσταντινούπολη.
Η βουλγαρική Εκκλησία αναγνωρίστηκε ως Πατριαρχείο από την Κωνσταντινούπολη το 945, η σερβική το 1346 και η ρωσική το 1589.
Το σχίσμα των Εκκλησιών, ανατολής και δύσης, ήταν αποτέλεσμα μίας μακράς σειράς επεισοδίων, που ως κατάληξη είχαν την ανταλλαγή αναθεμάτων μεταξύ του Πατριάρχη Μιχαήλ Η' Κηρουλάριου και του Πάπας Λέοντος ΙΕ' το 1054.
Το παλαιό δυτικό τμήμα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας είχε περιέλθει οριστικά στους Φράγκους, οι οποίοι από την εποχή του Καρλομάγνου κατέβαλαν προσπάθειες εκφραγκισμού της Ρωμαϊκής Πατριαρχικής Έδρας. Η προσπάθεια αυτή κατέληξε στην παύση εκλογής ρωμαϊκής καταγωγής Παπών και την ανάληψη του Θρόνου από Φράγκους επισκόπους, ξεκινώντας από το 1012. Η θεολογική σκέψη των Φράγκων καθοδηγούνταν από τις αρχές μιας θεωρίας διττής εκπόρευσης του Αγίου Πνεύματος και μη αποδοχής των αποφάσεων της Ζ' Οικουμενικής Συνόδου, όπως αυτές είχαν περάσει από τις Συνόδους του Καρλομάγνου. Η μνημόνευση του Επισκόπου Ρώμης στα δίπτυχα των άλλων εκκλησιών φαίνεται να διακόπτεται από την εκλογή στη θέση αυτή του Σεργίου Δ’, όταν αυτός περιέλαβε στην ενθρονιστήρια συστατική του επιστολή το Filioque.
Η αλλαγή της κυριαρχίας στη Ρωμαϊκή Έδρα έφερε στην επιφάνεια διαφορές στη θεολογική κατανόηση λεπτών δογματικών θεμάτων, την έννοια της παράδοσης, τη λειτουργική πρακτική, αλλά και πολιτικές αντιπαραθέσεις με βαθύτερο σκοπό την επικυριαρχία στους σλαβογενείς λαούς. Μετά από πολλά προειδοποιητικά συμπτώματα, η τελική ρήξη ήρθε το 1054, όταν αντηλλάγησαν οι αφορισμοί μεταξύ των δύο προκαθημένων. Είχαν υπάρξει αμοιβαίοι αφορισμοί και στο παρελθόν, αλλά δεν είχαν οδηγήσει ποτέ σε μόνιμα σχίσματα. Προϊόντος του χρόνου φάνηκαν κάποιες δυνατότητες συμφιλίωσης, αλλά το ρήγμα διευρύνθηκε όταν οι Σταυροφόροι κατέλαβαν την πρωτεύουσα του Ρωμαϊκού βασιλείου και έδρα του Οικουμενικού Πατριαρχείου, την Κωνσταντινούπολη, το 1204, αλλά και όταν εκμεταλλευόμενοι τη στρατιωτική αδυναμία της Αυτοκρατορίας προσπάθησαν να τη σύρουν σε μία εκκλησιαστική ένωση με ταπεινωτικούς όρους, όπως στις Συνόδους της Λυών (1274) και της Φερράρας - Φλωρεντίας (1438 - 1439).
Αναπαράσταση των κυρίων δογμάτων του Χριστιανισμού.[5][6] Δεν αποτελεί εξαντλητική αναπαράσταση.
Η οριστική κατάκτηση της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από τους Οθωμανούς, με την Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453, οδήγησε όλο τον ορθόδοξο χριστιανικό κόσμο των Βαλκανίων και της Ανατολής υπό την κυριαρχία ενός αλλόθρησκου εξουσιαστή. Από αυτή τη μοίρα διέφυγε μόνο η Ρωσική Αυτοκρατορία, η οποία σε αυτή την περίοδο, λόγω της υψηλής πνευματικότητας που αναπτύσσεται από μεγάλες εκκλησιαστικές και λογοτεχνικές μορφές θα ονομαστεί Αγία Ρωσία.
Οι Οθωμανοί, εντούτοις, σύμφωνα με τη διδασκαλία του Κορανίου, κατέτασσαν τους Χριστιανούς, όπως και τους Ιουδαίους, στις θρησκείες της Βίβλου, θρησκείες δηλαδή αληθινές αλλά ατελείς. Αυτό παρείχε στους Χριστιανούς κάποια δικαιώματα. Συνεπώς, υπό τον όρο ότι Χριστιανοί υπόκειντο στην εξουσία του χαλιφάτου και της μουσουλμανικής πολιτικής κυβέρνησης και καταβάλλοντας τους δεδομένους φόρους, απολάμβαναν σχετική θρησκευτική ανοχή. Στην πραγματικότητα, οι Χριστιανοί μεταβλήθηκαν σε ιδιαίτερη κοινότητα - μιλέτ, το Ρουμ μιλέτ ή Ρωμαϊκό γένος, που υπό την κυριαρχία του Ισλάμ απολάμβανε μία ορισμένη εσωτερική αυτονομία.
Τον Ιανουάριο του 1454 ο Σουλτάνος επέτρεψε την εκλογή νέου Οικουμενικού Πατριάρχη, που επρόκειτο να γίνει ηγέτης – Γενάρχης ολόκληρου του χριστιανικού πληθυσμού, με δικαιώματα διαχείρισης της φορολογίας και δράσης ως δικαστικής αρχής για όλους τους Χριστιανούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (ως συνέπεια της μη διάκρισης του Κορανίου σε φυλές αλλά σε θρησκείες). Κατά συνέπεια, στο πλαίσιο του νέου συστήματος, ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως έλαβε αυξημένα προνόμια και η αρμοδιότητά του επεκτάθηκε και γεωγραφικά και ουσιαστικά: αφ' ενός, μέσω των προνομίων που του χορηγήθηκαν από τον Σουλτάνο, θα μπορούσε ουσιαστικά να αγνοήσει τους άλλους ορθόδοξους Πατριάρχες, και, αφ' ετέρου, η δύναμή του έπαψε να είναι καθαρώς κανονική και πνευματική, γενόμενη επίσης και πολιτική. Για τους υπόδουλους Έλληνες, εμφανίστηκε όχι μόνο ως διάδοχος των βυζαντινών Πατριαρχών αλλά και ως κληρονόμος των Ρωμαίων Αυτοκρατόρων. Για τους Οθωμανούς, ήταν ο ανώτερος και άμεσα υπόλογος διοικητής του Ρουμ μιλιέτ.
Στην πραγματικότητα όλα αυτά τα δικαιώματα και τα προνόμια, συμπεριλαμβανομένης της ελευθερίας της λατρείας και της θρησκευτικής οργάνωσης, σπάνια αντιστοιχούσαν στην πραγματικότητα. Τα νομικά προνόμια του Πατριάρχη και της Εκκλησίας εξαρτώντο, ουσιαστικά, από τη διάθεση και τον οίκτο του Σουλτάνου και της Υψηλής Πύλης, ενώ όλοι οι Χριστιανοί αντιμετωπίζονταν ως υπήκοοι δεύτερης κατηγορίας. Υπήρχαν συχνά μαζικές διώξεις Χριστιανών, το περίφημο παιδομάζωμα, απαγόρευση ανέγερσης ή συντήρησης ναών, καθώς και ύπαρξης κωδωνοστασίων (η χρήση της καμπάνας απαγορευόταν εντελώς). Όπως αναφέρει ο ιστορικός Steven Runciman, η συμφωνία μεταξύ του πατριάρχη Γεννάδιου και του σουλτάνου "σύντομα αποδείχτηκε περισσότερο αποτελεσματική στα χαρτιά παρά στην πράξη". Ειδικά μετά τον 17ο αι. που άρχισε η αποκέντρωση της εξουσίας, οι Έλληνες υπήκοοι της αυτοκρατορίας δεν ένοιωθαν ποτέ ασφαλείς.[7]
Η ένωση της Φλωρεντίας, ήδη καταδικασμένη από τη λαϊκή πλειονοψηφία των Ορθοδόξων, πέρασε σε οριστική αχρησία με την άλωση της Κωνσταντινούπολης και την ανάδειξη Πατριαρχών από την ανθενωτική μερίδα. Το 1484 η Πατριαρχική Σύνοδος την καταδίκασε και επίσημα. Όμως ούτε ο Σουλτάνος δεν ήταν ευνοϊκός στη συνέχιση των πολιτικών δεσμών με τη δυτική χριστιανοσύνη, φοβούμενος πιθανή σταυροφορία για την απελευθέρωση των χριστιανών υπηκόων του. Πλέον ο πνευματικός διάλογος με τη δύση έγινε αδύνατος και σε αυτό οφείλεται η απουσία της Ορθοδοξίας από σημαντικές εκκλησιαστικές και πνευματικές κινήσεις της περιόδου. Μέσω της λειτουργικής λατρείας και της παραδοσιακής πνευματικότητας των μοναστηριών, η ορθόδοξη πίστη συντηρήθηκε στην παλαιά ρωμαϊκή επικράτεια. Όσο αφορά στην ευρύτερη εκκλησιαστική παιδεία και διανόηση ξεχωρίζουν λαϊκοί ιεροκήρυκες όπως ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, αλλά και συγγραφείς όπως ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, ο Ευγένιος Βούλγαρης, ο Βενιαμίν ο Λέσβιος και Πατριάρχες σαν τον διαφωτιστή Κύριλλο Λούκαρη.
Ο εθνικισμός, που αναπτύχθηκε ως κίνημα τον 18ο αιώνα, επηρέασε και την τουρκοκρατούμενη βαλκανική χερσόνησο με την αρχική διεκδίκηση εκκλησιαστικής αυτονομίας των εθνοτήτων από το εκκλησιαστικό κέντρο της Κωνσταντινούπολης.
Στη διάρκεια της οθωμανικής κατοχής όλες οι παλαιές αυτοκέφαλες εκκλησίες, αποδυναμωμένες, είχαν μετατραπεί σε Μητροπόλεις υπαγόμενες στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Επιπλέον, εντός των ορίων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας όλες οι χριστιανικές βαλκανικές φυλές έτειναν να εξελληνισθούν (εκρωμαϊσθούν), τουλάχιστον σε επίπεδο γλώσσας και παιδείας, αλλά και ευρύτερα με παραδείγματα εθνικών κοινοτήτων πλήρως εξελληνισμένων.
Αυτή η τάση εξελληνισμού και απώλειας της εθνικής συνείδησης οδήγησε ορισμένους λόγιους να εκκινήσουν προσπάθειες εθνικής αφύπνισης των μη ελληνικών εθνοτικών ομάδων της αυτοκρατορίας. Παράδειγμα αυτής της κίνησης είναι η δράση του Βούλγαρου μοναχού Παϊσίου Χιλανδαρινού, ο οποίος στα 1762 συνέγραψε τη «Σλαβοβουλγαρική Ιστορία», προσπαθώντας να δώσει ένα ιστορικό σύγγραμμα στο βουλγαρικό λαό, προκειμένου να τονίσει την ιστορικότητά του και την εθνική του αυθυπαρξία.
Η Ελληνική Επανάσταση του 1821 και η συνακόλουθη δημιουργία ανεξάρτητου ελληνικού κράτους δημιούργησε το ερώτημα για την εκκλησιαστική διοίκησή του. Η πλέον προβεβλημένη άποψη ήταν αυτή της απόδοσης αυτοκεφαλίας στην ελλαδική Εκκλησία, σκέψη που προκαλούσε την αντίδραση του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Ως κύριος εκφραστής της ιδέας της αυτοκεφαλίας προέβαλλε ο λόγιος κληρικός Θεόκλητος Φαρμακίδης, του οποίου τις απόψεις υιοθετώντας η Αντιβασιλεία προέβη στην ανακήρυξη της Εκκλησίας της Ελλάδος ως αυτοκέφαλης το 1833. Η πράξη αυτή καταδικάστηκε από το Φανάρι κηρύσσοντας σχισματική την Ελλαδική σύνοδο.
Τελικά το 1850 το Οικουμενικό Πατριαρχείο, θεωρώντας ως αντικανονική την προηγούμενη κατάσταση, απέδωσε με ειδικό Τόμο στην Εκκλησία της Ελλάδος το αυτοκέφαλο.
Παράλληλα με αυτά τα γεγονότα, οξυνόταν και η διεκδίκηση άλλων λαών για εκκλησιαστική αυτονομία. Ειδικότερα τις δεκαετίες του 1840 και του 1850 τα κινήματα των Βουλγάρων εθνικιστών προβάλλουν έντονα αυτό το αίτημα με διάφορες προσπάθειες, που θα καταλήξουν στην ίδρυση, με απόφαση του Σουλτάνου, της Βουλγαρικής Εξαρχίας στα 1870 ως αντιπάλου δέους στον Οικουμενικό Θρόνο.
Η προσηλυτιστική δράση της Βουλγαρικής Εξαρχίας προς ελληνόφωνους και σλαβόφωνους πληθυσμούς οδήγησε στον αφορισμό της από τον Οικουμενικό Πατριάρχη και τη σύγκληση Μείζονος Συνόδου το 1872, η οποία καταδίκασε τον εθνοφυλετισμό ως αίρεση εντός της Εκκλησίας. Βασικό χαρακτηριστικό των εκκλησιαστικών κινημάτων του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα ήταν η σύνδεσή τους με αλυτρωτικές εθνικές βλέψεις. Το βουλγαρικό σχίσμα θα λήξει το 1946 με αίτηση συγχωρήσεως των Βουλγάρων προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο και απόδοση κανονικής αυτοκεφαλίας.
Με πιο ανώδυνο τρόπο και τα άλλα βαλκανικά έθνη, που ήδη είχαν συγκροτήσει ανεξάρτητα κράτη, εισήλθαν στο καθεστώς της αυτοκέφαλης εκκλησιαστικής διοίκησης. Έτσι στα 1879 εκδόθηκε Πατριαρχικός Τόμος για την Εκκλησία της Σερβίας, στα 1885 για την Εκκλησία της Ρουμανίας, στα 1924 για την πολωνική Εκκλησία και στα 1937 για την Εκκλησία της Αλβανίας.
Η πορεία της Ορθόδοξης Εκκλησίας στον 20ό αιώνα επηρεάστηκε σε μεγάλο βαθμό πρώτον από την κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και το κίνημα των Νεοτούρκων με την άνοδο του τουρκικού εθνικισμού και δεύτερον από την άνοδο και την πτώση των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού στη Ρωσική Αυτοκρατορία και τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης.
Η αρνητική θέση των ολοκληρωτικών σοσιαλιστικών κυβερνήσεων έναντι της θρησκείας έφερε τις κατά τόπους Εκκλησίες σε θέση διωκομένου περιορίζοντας την ποιμαντική τους δράση, αποκόπτοντας μεγάλα τμήματα του λαού από τις τάξεις τους μέσω των κατασταλτικών μηχανισμών, της αντιθρησκευτικής νομοθεσίας και της προπαγάνδας ενώ στο σύνολό τους αυτές οι κυβερνήσεις προέβησαν σε κλιμακούμενης έντασης διώξεις των λειτουργών των Ορθοδόξων Εκκλησιών. Από τα πρώτα χρόνια της ύπαρξης της Ε.Σ.Σ.Δ. η Ορθόδοξη Εκκλησία θεωρήθηκε σαν θεσμός στήριξης του παλαιού μοναρχικού καθεστώτος και αντίθετος με τις αρχές του μαρξιστικού κράτους. Έως και την κήρυξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου η Εκκλησία της Ρωσίας και των άλλων σοβιετικών δημοκρατιών υπέστη σφοδρή πολεμική, η οποία εντάθηκε την περίοδο της κυριαρχίας του Ιωσήφ Στάλιν. Οι εκτοπίσεις, οι εκτελέσεις, οι εγκλεισμοί σε ψυχιατρικές κλινικές Ορθοδόξων ιερέων και ιεραρχών εντάσσονταν στη συνήθη πρακτική του προπολεμικού σοβιετικού καθεστώτος. Ακόμη, συχνά φαινόμενα ήταν το κλείσιμο, η καταστροφή και η αλλαγή της χρήσης Ι. Ναών.
Στα 1912 η Ανατολική Μακεδονία έπαψε να βρίσκεται υπό Οθωμανική Διοίκηση. Ακολούθησαν 3 βουλγαρικές κατοχές: η Α΄ Βουλγαρική Κατοχή (1913), η Β΄ Βουλγαρική Κατοχή (1916-1918) και η Γ΄ Βουλγαρική Κατοχή ελληνικών εδαφών (1941-1944). Κατά τις περιόδους αυτών των βουλγαρικών κατοχών στην περιοχή της Ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης ο ελληνικός ορθόδοξος πληθυσμός υπέστη διώξεις, λιμοκτονία, ομηρίες καθώς και δολοφονίες, φυλακίσεις, βιαιοπραγίες και βασανισμούς από τη μυστική βουλγαρική αστυνομία και τον κατοχικό βουλγαρικό στρατό. Ως αποτέλεσμα χιλιάδες Έλληνες Ορθόδοξοι έχασαν τη ζωή τους. Ενδεικτικό είναι πως από τους Βούλγαρους εφαρμόστηκε ένα σκληρό μέτρο εξόντωσης του πληθυσμού: η εκτόπιση και η ομηρία χιλιάδων Ελλήνων κατοίκων, μεταξύ αυτών και του συνόλου σχεδόν των ιερέων, της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης σε στρατόπεδα συγκέντρωσης και καταναγκαστικά έργα στη Βουλγαρία. Την περίοδο 1916-1918 υπολογίζεται, πως 42.000 Έλληνες ηλικίας κυρίως 17-60 ετών εκτοπίσθηκαν στη Βουλγαρία, από τους οποίους περίπου 12.000 δεν κατόρθωσαν τελικά να επιστρέψουν ζωντανοί. Το ίδιο διάστημα το Γκόστιβαρ, το Κίτσεβο, το Σεβλίεβο, το στρατόπεδο της Σούμλας και το Κάρνομπατ υπήρξαν ορισμένοι από τους τόπους εξορίας, στους οποίους εστάλησαν υποχρεωτικά οι Έλληνες αιχμάλωτοι.[8][9][10][11] Στη διάρκεια της Β' Βουλγαρικής Κατοχής (1916-1918) κλάπηκαν από τον κατοχικό βουλγαρικό στρατό, και κρατούνται έως σήμερα στη Βουλγαρία, τα κειμήλια και οι θησαυροί της Μονής Παναγίας Εικοσιφοινίσσης Παγγαίου της Μητροπόλεως Δράμας, και πλήθος έτερων ελληνικών κειμηλίων από τη Μονή Τιμίου Προδρόμου Σερρών, τις Μονές Παναγίας Καλαμούς και Παναγίας Αρχαγγελιώτισσας Ξάνθης.
Κατά την περίοδο 1914-1923 στη Μικρά Ασία έλαβε χώρα η Γενοκτονία των Ελλήνων από τους Οθωμανούς. Κατά τη Γενοκτονία των Ελλήνων διώχθηκαν και μαρτύρησαν πολλοί ορθόδοξοι χριστιανοί. Αποκορύφωμα των μαρτυρίων αποτέλεσε η Μικρασιατική Καταστροφή, με τη θανάτωση πλήθους Ορθοδόξων. Ανάμεσα σε αυτούς βασανίστηκαν και μαρτύρησαν 347 κληρικοί της περιοχής Σμύρνης (από τους 459) και ο Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος. Την περίοδο 1923-1924 ακολούθησε η υποχρεωτική Ελληνοτουρκική ανταλλαγή πληθυσμών.[12]
Στην Ε.Σ.Σ.Δ. ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος αποτέλεσε σημείο καμπής στη σχέση της Ορθόδοξης Εκκλησίας με το σοβιετικό κράτος. Η βοήθεια, που προσέφερε η Εκκλησία στην αμυντική προσπάθεια της Ε.Σ.Σ.Δ. είχε ως αποτέλεσμα τη χαλάρωση της κρατικής πολεμικής εναντίον της. Αν και μέχρι τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης ο κρατικός μηχανισμός διατηρούσε αρνητική στάση απέναντι στην Εκκλησία και γενικότερα στην έκφραση θρησκευτικότητας, η οργανωτική δομή του Πατριαρχείου Μόσχας ενισχύθηκε με σκοπό την προς τα έξω ανάδειξη της θρησκευτικής ανεκτικότητας αλλά και τη χρησιμοποίησή του ως αντίβαρου στην ενίσχυση από τη δυτική συμμαχία του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Η επικράτηση ολοκληρωτικών καθεστώτων σοβιετικού τύπου στα κράτη της Ανατολικής Ευρώπης οδήγησε σε παρόμοιες μορφές διώξεων με αυτές που υπέστη η Εκκλησία στην Ε.Σ.Σ.Δ. και τις άλλες ομόδοξες τοπικές Εκκλησίες.
Στη χειρότερη θέση βρέθηκε η Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Αλβανίας. Οι παρεμβάσεις του αλβανικού κράτους οδήγησαν σταδιακά στην εξάρθρωση του εκκλησιαστικού οργανισμού με μαζικές φυλακίσεις και εκτοπίσεις στελεχών του. Ειδικότερα από το 1967, επιβλήθηκε καθεστώς πλήρους αθεΐας, όταν με συνταγματική ρήτρα στη Λαϊκή Δημοκρατία της Αλβανίας απαγορεύθηκε η οποιαδήποτε έκφραση θρησκευτικής πίστης και λατρείας, δημοσίας ή ιδιωτικής, οι διώξεις έλαβαν μορφή εντατική οδηγώντας έως το 1990 σε διάλυση και αφανισμό κάθε πρότερη οργανωμένη εκκλησιαστική παρουσία.
Η πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού το 1989 - 1990 έδωσε νέα δυναμική στις Ορθόδοξες Εκκλησίες των ανατολικών χωρών και τις επανέφερε στο κέντρο της κοινωνικής ζωής από το αναγκαστικό περιθώριο.
Ένα πρόσθετο πρόβλημα, που προέκυψε από την παραμονή των Ορθοδόξων Εκκλησιών υπό κομμουνιστικά καθεστώτα ήταν η δημιουργία εκκλησιαστικών διοικήσεων της διασποράς με μέλη πολίτες, που βρέθηκαν εκτός των χωρών τους σε αντίδραση προς την εκεί πολιτική κατάσταση. Η έλλειψη κοινής διοικητικής υπαγωγής αυτών των οργανισμών προκάλεσε διάφορα προβλήματα κανονικής κυρίως φύσης. Στη μετακομμουνιστική εποχή γίνονται κινήσεις προσέγγισης με σκοπό την υπαγωγή των εκκλησιαστικών οργανισμών της διασποράς σε κανονικές διοικήσεις τοπικών Εκκλησιών και Πατριαρχείων.
Μέσα στον 20ό αιώνα αναπτύχθηκε και η Οικουμενική Κίνηση, η προσπάθεια διαλόγου δηλαδή μεταξύ των χριστιανικών ομολογιών. Η Ορθόδοξη Εκκλησία μετείχε στην Οικουμενική Κίνηση από την πρώτη στιγμή της εμφάνισής της και συντέλεσε στη διάπλαση και περαιτέρω εξέλιξή της. Άλλωστε η Ορθόδοξη Εκκλησία θεώρησε πως εξαιτίας του οικουμενικού πνεύματος που τη διακρίνει, κατά τη διάρκεια της ιστορίας, πάντοτε αγωνίστηκε για την αποκατάσταση της χριστιανικής ενότητας. Γι’ αυτό και η ορθόδοξη συμμετοχή στην Οικουμενική Κίνηση δεν λογίστηκε καθόλου ξένη προς τη φύση και την ιστορία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, αλλά αποτέλεσε για αυτήν έκφραση της αρχαίας αποστολικής πίστης μέσα σε νέες ιστορικές συνθήκες και την αντιμετώπιση νέων υπαρξιακών αιτημάτων.
«Τους Επισκόπους εκάστου Έθνους ειδέναι χρη τον εν αυτοίς πρώτον και ηγείσθαι αυτόν ως κεφαλήν» [ΛΔ’ Αποστολικός Κανών]
* Η αυτονομία δεν είναι καθολικά αναγνωρισμένη.
Ο Οικουμενικός Πατριάρχης έχει, επίσης, άμεση δικαιοδοσία: α) στη νήσο Πάτμο (Πατριαρχική Εξαρχία – Ιερά Μονή Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου), β) στη Σταυροπηγιακή μονή της Αγίας Αναστασίας της Φαρμακολυτρίας στη Χαλκιδική και γ) στη Σταυροπηγιακή Μονή Βλατάδων στη Θεσσαλονίκη.
Η Διοίκηση των Μητροπόλεων των «Νέων Χωρών» στην Ήπειρο, Μακεδονία και Δυτική Θράκη ασκείται προσωρινά «επιτροπικώς» από την Εκκλησία της Ελλάδος, σύμφωνα με την Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη της 4ης Σεπτεμβρίου 1928.
Σημειωτέον ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν έχει κοινό διοικητικό κέντρο (αντίθετα με την Αγία Έδρα της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας στη Ρώμη). Όλες οι Εκκλησίες θεωρούνται ίσης αξίας, φέρουσες μόνο “πρεσβεία λειτουργικής τιμής”. Η ενότητά της στηρίζεται στην "Κοινωνία Αγάπης" μεταξύ των Προκαθημένων και την αναγνώριση που λαμβάνουν, με "Ειρηνικές Επιστολές", από τις άλλες Ορθόδοξες Εκκλησίες, βάσει της κανονικότητας της εκλογής τους από την Ιερά Σύνοδο της τοπικής Εκκλησίας που ανήκουν.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία έχει χρησιμοποιήσει ή έχει αναφερθεί με τα εξής ονόματα:
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.