From Wikipedia, the free encyclopedia
Στην ελληνική μυθολογία οι Άρπυιες ήταν θηλυκά τέρατα, κόρες του Θαύμαντα και της Ωκεανίδας Ηλέκτρας και αδελφές της, αγγελιαφόρου των θεών, θεάς Ίριδας. Το συλλογικό αυτό όνομα ετυμολογείται από τις λέξεις αρπαγή - άρπαξ - αρπάζω, γι' αυτό και η λέξη «Ἃρπυιες» παίρνει δασεία στο πολυτονικό σύστημα γραφής. Αποδιδόταν σε προσωποποιήσεις του θυελλώδους ανέμου. Ως Άρπυιες, ο μεν Όμηρος αναφέρει μόνο μια, την Ποδάργη (=ταχύπους), την οποία και θεωρεί μητέρα των ίππων του Αχιλλέα που τα απέκτησε με τον Ζέφυρο, ο δε Ησίοδος αναφέρει δύο: την Αελλώ και την Ωκυπέτη, στις οποίες αργότερα προστίθεται και η Κελαινώ. Πέραν όμως αυτών, αναφέρονται και άλλα ονόματα όπως: Αελλόπους, Νικοθόη, Ωκυθόη, Ωκυπόδη κ.λπ. Τα τέρατα αυτά είχαν τη μορφή πουλιών με κεφάλι γυναίκας και σε αντίθεση με την αδελφή τους Ίριδα αυτές θεωρούνταν αγγελιαφόροι του θεού Πλούτωνα.
Άρπυιες | |
---|---|
Γονείς | Θαύμας και Ωκεανίδα Ηλέκτρα ή Τυφών και Έχιδνα |
Αδέλφια | (Αν γονείς τους είναι ο Θαύμαντας και η Ωκεανίδα Ηλέκτρα)
ή (αν γονείς τους είναι ο Τυφών και η Έχιδνα) Όρθρος, Κέρβερος, Λερναία Ύδρα και Χίμαιρα
|
Σχετικά πολυμέσα | |
wikidata (π) |
Οι Άρπυιες σχετίζονταν ιδιαίτερα με τους θεούς των ανέμων Ζέφυρο και Βορέα. Ο Όμηρος (Ιλιάδα Π 148 κ.ε., Τ 400) αναφέρει ότι από την ένωση της Ποδάργης με τον Ζέφυρο γεννήθηκαν τα περίφημα για την ταχύτητά τους άλογα του Αχιλλέα, ο Ξάνθος και ο Βαλίος, καθώς και τα άλογα των Διοσκούρων, ο Φλογέας και ο Άρπαγος.
Οι Άρπυιες άρπαζαν τα παιδιά και τις ψυχές των ανθρώπων. Για τον λόγο αυτό τις απεικόνιζαν επάνω στους τάφους να κρατούν στα νύχια τους την ψυχή του νεκρού.
Ο Απολλώνιος ο Ρόδιος στα Αργοναυτικά του περιγράφει τις Άρπυιες ως τιμωρούς του Φινέα στη Βιθυνία της Θράκης.[1] Ο μάντης Φινέας είχε τυφλωθεί από τον θεό Δία επειδή αποκάλυπτε τις προθέσεις του στους ανθρώπους, και επιπλέον ο Δίας του έστειλε τις Άρπυιες, που του άρπαζαν την τροφή ή τη λέρωναν με τις κουτσουλιές τους, ώστε ο Φινέας να είναι πάντα πεινασμένος. Από αυτό το βάσανο τον απάλλαξαν οι Αργοναύτες όταν πέρασαν από εκεί και σταμάτησαν για να τον συμβουλευθούν.[2] Ο μάντης τους παρακάλεσε να τον ελευθερώσουν από τις Άρπυιες. Μόλις λοιπόν φάνηκαν τα ανθρωπόμορφα πουλιά, σηκώθηκαν μέσα από την ομάδα των Αργοναυτών ο Κάλαϊς και ο Ζήτης, οι φτερωτοί γιοι του Βορέα, τράβηξαν τα σπαθιά τους από τα θηκάρια και άρχισαν να τα καταδιώκουν στον αέρα. Το πεπρωμένο των δύο ηρώων απαιτούσε να πιάσουν οπωσδήποτε τις Άρπυιες, γιατί αλλιώς όφειλαν να πεθάνουν, και αντιστρόφως οι Άρπυιες θα πέθαιναν μόνο αν πιάνονταν από τον Κάλαϊ και τον Ζήτη. Τελικά έγινε κάποιο είδος συμβιβασμού: Μια εκδοχή αναφέρει ότι οι Άρπυιες κυνηγήθηκαν από τους δυο ήρωες μέχρι τις Στροφάδες. Εκεί, με τη μεσολάβηση της Ίριδας ως απεσταλμένης της θεάς Ήρας, γλίτωσαν τη ζωή τους αλλά υποσχέθηκαν να επιστρέψουν στη σπηλιά τους στη Δίκτυ της Κρήτης και να μην ενοχλήσουν ποτέ πια τον Φινέα. Μια άλλη παράδοση ισχυρίζεται ότι αυτή την υπόσχεση έδωσε στις Στροφάδες μόνο η Ωκυπέτη, ενώ η Αελλόπους συνέχισε την πτήση της ως την Πελοπόννησο, όπου πνίγηκε στον ποταμό Τίγρη, που από τότε ονομάσθηκε «Άρπυς».
Οι Άρπυιες μπορεί αρχικώς να ήταν προσωποποίηση κρητικής θεάς του θανάτου, που την απεικόνιζαν ως ανεμοστρόβιλο. Ανάμεσα στα «καθήκοντά» τους αναφέρεται και η φροντίδα να παραδίνουν στις Ερινύες όσους βαρύνονταν με εγκλήματα για να τιμωρηθούν.
Τις Άρπυιες μνημονεύουν, πλην του Απολλωνίου, οι Όμηρος (εκτός από την Ιλιάδα και στην Οδύσσεια, υ 77-88), Ησίοδος (Θεογονία 265 κ.ε.), Απολλόδωρος ο Αθηναίος, Παυσανίας (10, 301), ο Βιργίλιος στην Αινειάδα (3, 225 κ.ε.) και ο Αντωνίνος Λιμπεράλης («Μεταμορφώσεις», 29).
Η σύνδεση του πτηνού Άρπυια με τα όντα αυτά είναι κάτι παραπάνω από σαφής, λόγω της εμφάνισής του και των -όντως- ισχυροτάτων γαμψωνύχων του. Η ίδια η λέξη παραπέμπει ευθέως στο ρήμα αρπάζω, αυτό όμως αφορά μόνο στην ηχητική ρίζα της και όχι την ετυμολογική, όπως λανθασμένα πιστεύεται, διότι ο συσχετισμός με σκοπό την ερμηνεία της δασύτητας, δεν ευνοείται από την γεννήτορα λέξη αρεπυία, η οποία οξύνεται: [ΕΤΥΜΟΛ. Άρπυια < Αρεπυία, αβέβαιης ετυμολογίας παράλληλος τύπος (πρβλ. ορόγυια-όργυια), από τον οποίο προήλθε η πρώτη με συγκοπή του ε λόγω των περιβαλλόντων φθόγγων ρ και π. Η υπόθεση ότι η λέξη αποτελεί ουσιαστικοποιημένη μετοχή παρακειμένου σε -υια, χωρίς αναδιπλασιασμό (πρβλ. άγυια, αίθυια), από τη ρίζα του ρήματος ρέπτομαι «τρέφομαι, αποζώ», δεν ικανοποιεί μορφολογικά και σημασιολογικά].[3]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.