μηχανική διαδικασία αναπαραγωγής κειμένου και εικόνων με τη χρήση ενός προτύπου From Wikipedia, the free encyclopedia
Τυπογραφία είναι η τέχνη της αποτύπωσης γραπτού λόγου και εικόνων σε χαρτί, ύφασμα, μέταλλο ή άλλο υλικό με τη βοήθεια τεχνικών μέσων και συνήθως σε μαζική κλίμακα.
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Η τυπογραφία ξεκίνησε ουσιαστικά τον 15ο αι. με την εφεύρεση του επίπεδου πιεστηρίου από τον Γουτεμβέργιο. Μέχρι τα τέλη του 20ού αι., η παραδοσιακή τυπογραφία χρησιμοποιούσε κινητά στοιχεία σε διάφορα μεγέθη και οικογένειες (γραμματοσειρές) φτιαγμένες από μέταλλο και σπανιότερα από ξύλο. Τα στοιχεία αυτά έμπαιναν σε ειδικές θήκες, τους σελιδοθέτες, και κατόπιν στο πιεστήριο για την εκτύπωση.
Στη σύγχρονη στοιχειοθεσία, οι φωτογραφικές διαφάνειες και η λιθογραφία σε μεταλλικά φύλλα (όφσετ) αντικατέστησαν τους σελιδοθέτες, ενώ τα κινητά στοιχεία αντικαταστάθηκαν από ηλεκτρονικές γραμματοσειρές με μεγάλη ποικιλία χαρακτήρων και απεριόριστα μεγέθη. Πάντως κύριο μηχάνημα της τυπογραφίας — παραδοσιακής και σύγχρονης — παραμένει το πιεστήριο, που επιτρέπει τη γρήγορη αναπαραγωγή πολλών αντιγράφων.
Η εξέλιξη των τυπογραφικών μεθόδων ήταν διαφορετική στις ιστορικές περιόδους και στα διαφορετικά μέρη του κόσμου. Η αντιγραφή των βιβλίων με το χέρι, με τη χρήση πένας ή πινέλου με μελάνι, ήταν χαρακτηριστικό των αρχαίων πολιτισμών της Αιγύπτου, της Ελλάδας και της Ρώμης. Με παρόμοιο τρόπο γινόταν και η αντιγραφή βιβλίων στα μεσαιωνικά μοναστήρια.
Μια πρωτόγονη μορφή τυπογραφίας είναι η χρήση σφραγιδόλιθων από τους Βαβυλώνιους και άλλους αρχαίους λαούς. Οι σφραγιδόλιθοι χρησιμοποιήθηκαν ως θρησκευτικά σύμβολα, αλλά και προς αντικατάσταση των υπογραφών. Το σχέδιο που ήθελαν να τυπώσουν οι αρχαίοι λαοί, το χάραζαν πρώτα πάνω σε μία σφραγίδα ή μία πέτρα. Κατόπιν βουτούσαν τη σφραγίδα σε χρώμα ή σε πηλό και την πίεζαν πάνω σε μία λεία ελαστική επιφάνεια για να μείνει το αποτύπωμά της.
Η τυπογραφία όπως την γνωρίζουμε σήμερα, αποτελεί ουσιαστικά ανακάλυψη των Κινέζων. Στην εμφάνιση της τυπογραφίας στην Κίνα συνέβαλαν τόσο η ανακάλυψη του χαρτιού την περίοδο της δυναστείας Χαν (206 π.Χ. – 220 μ.Χ.), όσο και η εξάπλωση του Βουδισμού (2ος αι. μ.Χ.). Από τη μια, το χαρτί ήταν το πλέον κατάλληλο υλικό λόγω της αντοχής και του χαμηλού κόστους του. Από την άλλη, η πρακτική των βουδιστών να κάνουν πολλά αντίγραφα των προσευχών και άλλων ιερών κειμένων τούς ώθησε στην ανακάλυψη νέων μηχανικών μέσων αναπαραγωγής τους. Τα αρχαιότερα δείγματα της κινεζικής τυπογραφίας είναι ανάγλυφα τυπωμένα γράμματα και ζωγραφιές σε ξύλινη επιφάνεια και χρονολογούνται στο 200 μ.Χ.
Τον 11ο αι. μ.Χ., ο Κινέζος Μπι Σενγκ (Bi Sheng: 990–1051 μ.Χ.) ανακάλυψε πως μπορούσε να αναπαράγει κείμενα τοποθετώντας κεραμικές σφραγίδες με τα κατάλληλα γράμματα την μία δίπλα στην άλλη και πιέζοντάς τες όλες μαζί ταυτοχρόνως στο χαρτί. Τον 12ο αι., οι Κινέζοι ανακάλυψαν πως οι ξύλινες σφραγίδες–στοιχεία ήταν πιο ανθεκτικές από τις κεραμικές. Τον 13ο αι., η τυπογραφία επεκτάθηκε και στην Κορέα, όπου εμφανίστηκαν και τα πρώτα μεταλλικά στοιχεία, αλλά η χρήση της τυπογραφίας στην περιοχή της Άπω Ανατολής έμεινε σχετικά περιορισμένη.
Η τυπογραφία εμφανίστηκε στην Ευρώπη τον 15ο αι. Η εφεύρεσή της έγινε στη Μαγεντία (σημερινό Μάιντς της Γερμανίας) από τον Ιωάννη Γουτεμβέργιο, ο οποίος κατασκεύασε τα πρώτα κινητά τυπογραφικά στοιχεία από κράμα μολύβδου–κασσίτερου–αντιμονίου. Το πρώτο βιβλίο που τύπωσε ο Γουτεμβέργιος ήταν η Βίβλος στη λατινική της μετάφραση (Βουλγάτα), σε σελίδες των 42 αράδων (1455). Τύπωσε επίσης διάφορα θρησκευτικά φυλλάδια, πιθανώς μία λατινική γραμματική γύρω στο 1455, και μία άλλη λατινική Βίβλο σε σελίδες των 36 αράδων μεταξύ του 1458 και του 1460.
Η ευκολία με την οποία μπορούσαν να παραχθούν βιβλία επέτρεψε να τυπωθούν συγγράμματα αρχαίων Ελλήνων και Ρωμαίων συγγραφέων, που έως τότε αναπαράγονταν μόνο από αντιγραφείς σε μοναστήρια, και υπήρξε έτσι μια στροφή στην κλασική αρχαιότητα. Το επόμενο μισό του 15ου αι. τυπώθηκαν περισσότερα από 6.000 έργα σε 10 εκατομμύρια αντίτυπα (τα λεγόμενα αρχέτυπα[1]), καθώς ο αριθμός των τυπογράφων σε όλη την Ευρώπη αυξανόταν συνεχώς. Η τυπογραφία επίσης επέτρεψε τη γοργή μετάδοση και ανταλλαγή απόψεων, ιδεών και πληροφοριών. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη ραγδαία μετάδοση της γνώσης και τη διεύρυνση της πνευματικής καλλιέργειας, που ως τότε ήταν προνόμιο μόνο του κλήρου και των αριστοκρατών, οδηγώντας στην περίοδο της Αναγέννησης.
Η τυπογραφία διαδόθηκε πολύ γρήγορα στη Δυτική Ευρώπη. Τα βιβλία που τυπώθηκαν κατά τον 16ο αι. (αυτά που σήμερα αποκαλούνται παλαιότυπα) ξεπέρασαν τα 200 εκατομμύρια αντίτυπα. Όμως η τεχνική της τυπογραφίας με το χέρι συνεχίστηκε χωρίς σημαντικές αλλαγές μέχρι τα τέλη του 18ου αι. Πάντως, κατά την ίδια περίοδο (1500–1800), υπήρξε σημαντική πρόοδος στην εμφάνιση του βιβλίου, και ειδικά στο σχεδιασμό στοιχείων (γραμματοσειρές).
Στα τέλη του 18ου αι., εμφανίστηκε στη Βαυαρία η τεχνική της λιθογραφίας και γύρω στο 1840 εμφανίστηκε η χρωμολιθογραφία· δύο τεχνικές που επιτρέπουν την αναπαραγωγή εικόνων και σχεδίων μεγάλων διαστάσεων. Οι λιθογραφικές εικόνες ήταν πολύ διαδεδομένες στην Ευρώπη καθ' όλον τον 19ο αι.· σήμερα αποτελούν συλλεκτικά αντικείμενα.
Το 1886 ο Γερμανός εφευρέτης Ότμαρ Μεργκεντάλερ (Ottmar Mergenthaler, 1854–1899) παρουσίασε στις ΗΠΑ τη λινοτυπία, μια μηχανή με πληκτρολόγιο και αυτόματο χυτήριο για να φτιάχνει συμπαγείς μεταλλικές αράδες αντί για μεμονωμένα μεταλλικά στοιχεία. Λόγω της ταχύτητάς της, η λινοτυπική μηχανή βρήκε πολύ γρήγορα μεγάλη απήχηση στη στοιχειοθεσία εφημερίδων.
Σχεδόν ταυτόχρονα (1887), ο αμερικανός Τόμπερτ Λάνστον (Tolbert Lanston, 1844–1913) παρουσίασε τη μονοτυπία, ένα σύστημα με πληκτρολόγιο και αυτόματο χυτήριο για να φτιάχνει αράδες από μεμονωμένα μεταλλικά στοιχεία. Χάρη στην ποιότητα των στοιχείων που παρήγαγε και επειδή έμοιαζε πολύ με τη στοιχειοθεσία με το χέρι, η μονοτυπία χρησιμοποιήθηκε πολύ στη στοιχειοθεσία βιβλίων.
Η λινοτυπία, η μονοτυπία και το επίπεδο πιεστήριο επικράτησαν επί σχεδόν ογδόντα χρόνια, μέχρι που εμφανίστηκε η ηλεκτρονική γραφομηχανή και η φωτολιθογραφία, το γνωστό όφσετ (offset). Ακολούθησε η φωτοσύνθεση (ή φωτοστοιχειοθεσία — αγγλ., phototypesetting) με τη βοήθεια ηλεκτρονικού υπολογιστή. Με την εμφάνιση του Macintosh (1983), των εκτυπωτών λέιζερ και ειδικού λογισμικού (PageMaker, QuarkXPress, κ.ά.ό.), επικράτησε η επιτραπέζια τυπογραφία (αγγλ., desktop publishing ή DTP). Ειδικό κεφάλαιο στη σύγχρονη ηλεκτρονική τυπογραφία αποτελεί το ελεύθερο πρόγραμμα TeX (1978), το οποίο βοήθησε στην επανασύνδεση της σύγχρονης στοιχειοθεσίας με τις αισθητικές αρχές της δημιουργίας βιβλίων με κινητά μεταλλικά στοιχεία.
Τα πρώτα ελληνικά βιβλία τυπώθηκαν στην Ιταλία λίγο μετά την εμφάνιση της τυπογραφίας με τη βοήθεια Ελλήνων λογίων που διέφυγαν από την Κωνσταντινούπολη ή άλλες βυζαντινές περιοχές, όταν αυτές έπεσαν στα χέρια των Οθωμανών. Έτσι, το πρώτο χρονολογημένο και εξ ολοκλήρου ελληνικό έντυπο βιβλίο ήταν Ἐπιτομὴ τῶν ὀκτὼ τοῦ λόγου μερῶν του Κωνσταντίνου Λάσκαρεως[2], που τυπώθηκε στο Μιλάνο το 1476. Αμέσως σχεδόν άρχισε η παραγωγή και άλλων ελληνικών βιβλίων. Στα τέλη του 15ου αι., ο Ιταλός ουμανιστής Άλδος Μανούτιος αποφάσισε να τυπώσει πολλά έργα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, αφού πρώτα εξασφάλισε ορισμένα εκδοτικά προνόμια από τη Βενετία[3].
Πριν περάσουν πολλά χρόνια, ελληνικά βιβλία — κυρίως κλασικές εκδόσεις, γραμματικές και θρησκευτικά έντυπα — άρχισαν να τυπώνονται σε όλη τη Δυτική Ευρώπη: στο Παρίσι, στο Πανεπιστήμιο Αλκαλά της Ισπανίας (1514), στη Βασιλεία της Ελβετίας (1516), στην Αγγλία (1543) και αλλού. Μερικές απ' αυτές τις εκδόσεις βγήκαν από τα χέρια ξενιτεμένων Ελλήνων. Ξενιτεμένοι Έλληνες ήταν και οι Νικόλαος Γλυκύς, Νικόλαος Σάρος και Δημήτριος Θεοδοσίου, που τύπωναν ελληνικά βιβλία στη Βενετία επί δύο αιώνες (1650–1850).
Στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα, το πρώτο ελληνικό τυπογραφείο λειτούργησε το 1627 στην Κωνσταντινούπολη με τη φροντίδα του πατριάρχη Κυρίλλου Λουκάρεως, ο οποίος προσπάθησε κατ' αυτόν τον τρόπο να αντιμετωπίσει την εισροή των εντύπων της παπικής προπαγάνδας[4]. Κατά τον 18ο και 19ο αι., ελληνικά βιβλία τυπώθηκαν σε όλα τα Βαλκάνια (Μολδαβία, Ιάσιο, Μοσχόπολη, Κυδωνίες, κ.ά.), καθώς και σε γερμανόφωνα μέρη (Βιέννη, Λειψία, κ.ά.). Έτσι η τυπογραφία έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο στη διάδοση των φιλελεύθερων ιδεών του Διαφωτισμού μεταξύ των Ελλήνων και λίγο αργότερα στη διάδοση της Επανάστασης του 1821.
Την περίοδο της Επανάστασης του 1821, μερικά τυπογραφεία στήθηκαν από Έλληνες επαναστάτες με τη βοήθεια φιλελλήνων. Ένας απ' αυτούς τους φιλέλληνες ήταν ο Γάλλος μαθητής του Κοραή Αμβρόσιος-Φιρμίνος Διδότος (γαλλ., Ambroise-Firmin Didot, 1790–1876), ο οποίος δώρισε στην επαναστατημένη Ελλάδα ένα πλήρες τυπογραφείο[5]. Η οικογένεια των ελληνικών στοιχείων που σχεδίασε ο Φιρμίνος Διδότος (γαλλ., Fermin Didot, 1764–1836), πατέρας του Αμβρόσιου-Φιρμίνου, χρησιμοποιήθηκε για δύο αιώνες και είναι ακόμα γνωστή με την ονομασία τα απλά.
Πριν ακόμα δημιουργηθεί το ανεξάρτητο ελληνικό κράτος, οι επαναστατημένοι Έλληνες δημιούργησαν την «Τυπογραφία της Διοικήσεως», ένα τυπογραφείο για τις ανάγκες της διοίκησης. Μετά από αρκετές μετακομίσεις και αλλαγές ονομασίας, το 1862 το τυπογραφείο αυτό ονομάστηκε «Εθνικό Τυπογραφείο». Στο Εθνικό Τυπογραφείο τυπώνονται ακόμα και σήμερα η Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και άλλα κρατικά έντυπα.
Αμέσως μετά την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας της Ελλάδας, εμφανίστηκαν και τα πρώτα ιδιόκτητα τυπογραφεία στον ελλαδικό χώρο. Γρήγορα τα ελλαδικά τυπογραφεία, και κυρίως τα αθηναϊκά, άρχισαν να αναπτύσσονται πολύ. Μερικά απ' αυτά, όπως το τυπογραφείο «Ο Κάδμος» των Κωνσταντίνου Τόμπρα και Κωνσταντίνου Ιωαννίδη στο Ναύπλιο (1829–1879), το τυπογραφείο του Ανδρέα Κορομηλά στην Αίγινα και στην Αθήνα (1834–1884) και το τυπογραφείο του Κωνσταντίνου Γκαρμπολά στην Αθήνα (1838–1844) άφησαν εποχή. Κατά τον 20ό δημιουργήθηκαν στην Αθήνα μεγάλοι τυπογραφικοί και εκδοτικοί οίκοι, εκ των οποίων ορισμένοι εξελίχθηκαν σε βιομηχανικές μονάδες με πολυάριθμο προσωπικό (όπως π.χ., το τυπογραφείο του Συγκροτήματος Λαμπράκη).
Στην δεκαετία του 1980, η χειρωνακτική αλλά και η μηχανική τυπογραφία άρχισε να εγκαταλείπεται στην Ελλάδα. Την αρχή έκαναν το 1980 οι ημερήσιες εφημερίδες που άφησαν τη λινοτυπία για τη φωτοσύνθεση. Μέσα σε λίγα χρόνια εγκαταλείφθηκε επίσης η στοιχειοθεσία με το χέρι και η μονοτυπία, για να μπει στη θέση τους η επιτραπέζια τυπογραφία. Η ραγδαία εισβολή της ηλεκτρονικής τυπογραφίας είχε ως αποτέλεσμα να εξαφανιστεί η μακραίωνη παράδοση για την αισθητική του ελληνικού βιβλίου[6].
Η στοιχειοθεσία με το χέρι[7] είναι η πιο παλιά τεχνική της τυπογραφίας. Οι στοιχειοθέτες είχαν τα στοιχεία τους σε ειδικά συρτάρια, τις κάσες, που ήταν χωρισμένες σε ξεχωριστές θήκες για κάθε τύπο γράμματος. Σχημάτιζαν τις αράδες που ήθελαν παίρνοντας ένα-ένα τα στοιχεία από την κάσα (γράμματα, σημεία στίξης, διαστήματα, κ.λπ.) και τοποθετώντας τα μαζί σε έναν μεταλλικό κανόνα, το συνθετήριο. Όταν σχημάτιζαν μερικές αράδες, τις μετέφεραν σε ένα άλλο πλαίσιο, τον σελιδοθέτη. Το υλικό της κάθε σελίδας για εκτύπωση συμπληρώνονταν με τα κλισέ (εικόνες και κοσμήματα), καθώς και με λωρίδες και σφήνες ξύλινες ή μεταλλικές, για να συγκρατείται σταθερά στη θέση του. Μετά το τοποθετούσαν στο πιεστήριο, τα στοιχεία μελανώνονταν και ένα φύλλο χαρτί πιεζόταν επάνω.
Στα τέλη του 19ου αι., εμφανίστηκαν δύο μηχανές που επιτάχυναν πάρα πολύ το έργο της στοιχειοθεσίας: η λινοτυπία και η μονοτυπία.[7]
Η λινοτυπία είναι μια ογκώδης μηχανή με πληκτρολόγιο (ή κλαβιέ) και αυτόματο χυτήριο. Ο λινοτύπης δακτυλογραφεί το κείμενο στο πληκτρολόγιο και το χυτήριο τοποθετεί καλούπια χαρακτήρων (μήτρες) σε σειρές και βγάζει ενιαίες συμπαγείς αράδες. Η λινοτυπία χρησιμοποιήθηκε πάρα πολύ στην εκτύπωση εφημερίδων. Χρησιμοποιήθηκε επίσης στην εκτύπωση βιβλίων, αλλά η ποιότητα των εκτυπώσεων δεν ήταν τόσο καλή. Επιπλέον, κάθε διόρθωση απαιτούσε τη δακτυλογράφηση όλης της αράδας εκ νέου.
Η μονοτυπία αποτελείται από δύο ανεξάρτητες μηχανές: το πληκτρολόγιο και το χυτήριο. Ο μονοτύπης χτυπάει στο πληκτρολόγιο το κείμενο προς εκτύπωση και το πληκτρολόγιο δημιουργεί μια διάτρητη χάρτινη ταινία. Η ταινία μεταφέρεται στο χυτήριο, το οποίο την διαβάζει και δημιουργεί μεμονωμένα μεταλλικά στοιχεία. Τα στοιχεία αυτά μεταφέρονται στον σελιδοθέτη. Για κάθε διόρθωση, ο τυπογράφος μπορεί να αφαιρέσει με το τσιμπιδάκι το λανθασμένο στοιχείο και να το αντικαταστήσει με το σωστό.
Το μέσο εκτύπωσης στην λιθογραφία είναι μια πλάκα πορώδους ασβεστόλιθου.[8] Επάνω στην πλάκα αυτή σχεδιάζεται, με μια υδρόφοβη ουσία (λιπαρό μολύβι, κ.ά), το είδωλο της εικόνας προς εκτύπωση. Κατόπιν η πλάκα προσβάλλεται (στερεώνεται) με ένα υδατικό διάλυμα αραβικής γόμας και νιτρικού οξέος για μερικές ώρες. Το υδατικό διάλυμα διαβρώνει την πλάκα μόνο στα σημεία που δεν είναι σχεδιασμένα, επειδή τα άλλα σημεία προστατεύονται από την υδρόφοβη ουσία. Κατόπιν, η πλάκα πλένεται με νερό και νέφτι και, όπως είναι ακόμα υγρή, μελανώνεται με υδρόφοβο μελάνι. Τέλος, η πλάκα τοποθετείται σε επίπεδο χειροκίνητο πιεστήριο και πάνω σ' αυτή συμπιέζεται το χαρτί για να γίνει η εκτύπωση.
Παραλλαγή της λιθογραφίας είναι η τσιγκογραφία, όπου αντί για την ογκώδη πέτρινη πλάκα χρησιμοποιείται φύλλο τσίγκου (ψευδάργυρος). Με την τσιγκογραφία παράγονται και τα κλισέ για την στοιχειοθεσία με το χέρι και την μηχανική στοιχειοθεσία. Επίσης, εξέλιξη της λιθογραφίας ήταν η χρωμολιθογραφία, όπου για κάθε χρώμα χρησιμοποιούνται διαφορετικές πλάκες.
Η λιθογραφία χρησιμοποιήθηκε πολύ κατά τον 19ο αι. για την εκτύπωση χαρτών, σχεδίων και εικόνων σε μεγάλο μέγεθος. Σήμερα χρησιμοποιείται μόνον για την παραγωγή καλλιτεχνικών εικόνων σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων.
Η φωτολιθογραφία ή όφσετ έκανε την εμφάνισή της κατά την δεκαετία του 1960. Πρόκειται για μια πολύπλοκη, αλλά πολύ παραγωγική τυπογραφική διαδικασία, που αντικατέστησε την στοιχειοθεσία με μεταλλικά στοιχεία.
Στην φωτολιθογραφία, το κείμενο στοιχειοθετείται στη λινοτυπία ή στη μονοτυπία, και τυπώνεται μια φορά. Η πρώτη εκτύπωση κόβεται στις κατάλληλες διαστάσεις για να γίνει το μοντάζ της τυπογραφικής φόρμας. Η φόρμα φωτογραφείται σε μεγάλα φιλμ, τις διαφάνειες.
Οι διαφάνειες κατόπιν τοποθετούνται σε τυπογραφικά φύλλα αλουμινίου τα οποία είναι επικαλυμμένα με στρώμα ψευδαργύρου. Κάθε τυπογραφικό φύλλο, καλυμμένο από μια διαφάνεια, προσβάλλεται με φως. Όσα μέρη καλύπτονται από τα μαύρα τμήματα του φιλμ, δεν παθαίνουν τίποτα· τα υπόλοιπα αλλοιώνονται από το φως και όταν πλυθούν με αραιό οξύ διαλύονται. Κατά τον τρόπο αυτό, το φύλλο γίνεται ανάγλυφο με εξοχές τα τμήματα εκείνα που πρέπει να εκτυπωθούν.
(προς συμπλήρωση)
Τα παραδοσιακά τυπογραφικά πιεστήρια είναι είτε όρθια, είτε επίπεδα, δηλ. οριζόντια[9]. Στο παραδοσιακό όρθιο πιεστήριο, η τυπογραφική φόρμα τοποθετείται σε μια κατακόρυφη σταθερή πλάκα. Με κάθε κίνηση του πιεστηρίου, μια άλλη μεταλλική πλάκα πιέζει ένα φύλλο χαρτί επάνω στην φόρμα και έτσι τυπώνεται μια σελίδα. Λόγω της μικρής του παραγωγικότητας, το όρθιο πιεστήριο συνήθως χρησιμοποιούνταν μόνον για μικρές εκτυπωτικές εργασίες: κάρτες, προσκλητήρια, φεϊγβολάν, κ.ά.ό.
Το παραδοσιακό επίπεδο πιεστήριο ή πιεστήριο πλάκας–κυλίνδρου είναι μεγαλύτερο και πιο κατάλληλο για σύνθετες τυπογραφικές εργασίες. Μία ή περισσότερες φόρμες στερεώνονται σε μια οριζόντια πλάκα. Ένας μεταλλικός κύλινδρος κατόπιν πιέζει το χαρτί επάνω στις σταθερές φόρμες και γίνεται η εκτύπωση. Έτσι, για παράδειγμα, σε ένα επίπεδο πιεστήριο, ο τυπογράφος μπορεί να τοποθετήσει οκτώ σελίδες μαζί και να τυπώσει δεκαεξασέλιδα για βιβλία (ένα βιβλίο αποτελείται συνήθως από δεκαεξασέλιδα τεύχη ραμμένα και κολλημένα στην ράχη).
Τα σύγχρονα τυπογραφικά πιεστήρια της φωτοσύνθεσης είναι περιστροφικά. Στα πιεστήρια αυτά, η εκτύπωση γίνεται καθώς το χαρτί συμπιέζεται μεταξύ δύο κυλίνδρων, ο ένας εκ των οποίων είναι καλυμμένος με το ανάγλυφο τυπογραφικό φύλλο. Η εκτύπωση γίνεται με μεγάλη ταχύτητα. Επιπλέον, με τέσσερα τυπογραφικά φύλλα, το περιστροφικό πιεστήριο μπορεί να βγάλει τετραχρωμία, δηλαδή έγχρωμη εκτύπωση με συνδυασμό τεσσάρων βασικών χρωμάτων: μαύρο, κυανό, ματζέντα και κίτρινο.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.