Γλώσσα της Αλταϊκής ομάδας γλωσσών From Wikipedia, the free encyclopedia
Η Τουρκική γλώσσα (τουρκικά: Türkçe) ανήκει στην τουρκική ομάδα των αλταϊκών γλώσσων και έχει ομιλητές στην Τουρκία, τη Βουλγαρία, την Ελλάδα, την Κύπρο, τη Βόρεια Μακεδονία και σε άλλες χώρες της πρώην Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, καθώς και σε αρκετές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπου ζουν αρκετά εκατομμύρια μετανάστες τουρκικής καταγωγής. Ο αριθμός των φυσικών ομιλητών της είναι αβέβαιος, κυρίως λόγω της έλλειψης επαρκών δεδομένων για τις μειονοτικές γλώσσες στην Τουρκία.
Τουρκικά | |
---|---|
Türkçe | |
Σύστημα γραφής | τουρκικό αλφάβητο, αραβικό αλφάβητο, λατινική γραφή και Αραβική γραφή |
Κατάσταση | |
Επίσημη γλώσσα | Τουρκία Κύπρος ΤΔΒΚ [lower-greek 1] |
Αναγνωρισμένη μειονοτική γλώσσα | Βόρεια Μακεδονία Βοσνία και Ερζεγοβίνη Βουλγαρία Ελλάδα[1] Ιράκ Κοσσυφοπέδιο Ρουμανία |
Ρυθμιστής | Türk Dil Kurumu (Ίδρυμα Τουρκικής Γλώσσας) |
ISO 639-1 | tr |
ISO 639-2 | tur |
ISO 639-3 | tur |
SIL | TRK |
Πατήστε στην εικόνα για να διαβάσετε τη λεζάντα |
Η τουρκική γλώσσα είναι η επίσημη γλώσσα της Τουρκίας, καθώς και, μαζί με την ελληνική, επίσημη γλώσσα της Κυπριακής Δημοκρατίας σύμφωνα με την Παράγραφο 1 του Άρθρου 3 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας.[2]
Έχουμε πρώτα γραπτά κείμενα από τον 8ο αιώνα. Η εμφάνιση της τουρκικής φιλολογίας με τη στενή έννοια συμπίπτει με την ίδρυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (14ος αιώνας).
Η τουρκική είναι μέλος της τουρκικής οικογένειας γλωσσών, που περιλαμβάνει την γκαγκαουζική και τη χορασανική τουρκική. Η τουρκική οικογένεια γλωσσών είναι μια υποομάδα των νότιων τουρκικών γλωσσών (ή ουγκουζικών), οι οποίες με τη σειρά τους είναι μια υποομάδα των τουρκογενών γλωσσών που ανήκουν στις αλταϊκές γλώσσες.
Όπως η φινλανδική και η ουγγρική γλώσσα, η τουρκική χαρακτηρίζεται από φωνηεντική αρμονία, είναι συγκολλητική και δεν έχει γραμματικό γένος. Η βασική σειρά των όρων της πρότασης είναι Υποκείμενο-Αντικείμενο-Ρήμα. Η τουρκική διαθέτει πληθυντικό ευγενείας: τύποι του δεύτερου πληθυντικού προσώπου μπορούν να χρησιμοποιηθούν για ένα άτομο ως ένδειξη σεβασμού ή/και ιεραρχίας.
Η τουρκική ομιλείται και από μειονότητες σε άλλες 35 χώρες. Ειδικότερα, η τουρκική χρησιμοποιείται σε χώρες που προγενέστερα (εν μέρει ή πλήρως) ανήκαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, όπως η Βουλγαρία, η Ρουμανία, η Σερβία η Βόρεια Μακεδονία, η Συρία, η Ελλάδα και το Ισραήλ. Πλέον των 2.000.000 τουρκόφωνων ζουν στη Γερμανία, ενώ υπάρχουν σημαντικές τουρκόφωνες κοινότητες στην Αυστρία, το Βέλγιο, τη Γαλλία, τις Κάτω Χώρες, την Ελβετία και το Ηνωμένο Βασίλειο.
Ο αριθμός των 60 εκατομμυρίων χρηστών προϋποθέτει ότι η τουρκική είναι μητρική γλώσσα του 80% του τουρκικού πληθυσμού, με την κουρδική να συμπληρώνει το υπόλοιπο. Ωστόσο, η πλειονότητα των γλωσσικών μειονοτήτων της Τουρκίας είναι δίγλωσση, που μιλά την τουρκική ως δεύτερη γλώσσα σε επίπεδο αυτοχθονίας.
Η τουρκική είναι επίσημη γλώσσα της Τουρκίας και μία από τις επίσημες γλώσσες της Κύπρου. Επίσης διατηρεί καθεστώς επίσημης γλώσσας σε αρκετούς δήμους της Βόρειας Μακεδονίας, ανάλογα με το ποσοστό του τουρκόφωνου τοπικού πληθυσμού.
Στην Τουρκία ρυθμιστικό σώμα της τουρκικής είναι το Ίδρυμα Τουρκικής Γλώσσας (τουρκικά: Türk Dil Kurumu - TDK), που ιδρύθηκε από τον Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ το 1932 με τίτλο Türk Dili Tetkik Cemiyeti («Εταιρεία για την Έρευνα της Τουρκικής Γλώσσης»). Η Ένωση Τουρκικής Γλώσσας ακολούθησε την ιδεολογία της γλωσσικής καθαρότητας και μία από τις κυρίες πράξεις του ήταν η αντικατάσταση των γλωσσικών δανείων και των γραμματικών δομών περσικής και αραβικής προέλευσης με τους τουρκικούς αντίστοιχους, γεγονός που -μαζί με την υιοθέτηση του νέου τουρκικού αλφαβήτου το 1928, διαμόρφωσε τη σύγχρονη τουρκική όπως χρησιμοποιείται σήμερα. Ο ΤΓΣ έγινε ανεξάρτητο σώμα το 1951 με την άρση της υποχρέωσης να προεδρεύει ο Υπουργός Παιδείας. Το συγκεκριμένο καθεστώς συνεχίστηκε έως τον Αύγουστο του 1983, όταν προσδέθηκε και πάλι στην κυβέρνηση μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1980.
Ως αποτέλεσμα της αρχικής εθνικιστικής ιδέας της καθιέρωσης της τουρκικής διαλέκτου της Κωνσταντινούπολης ως πρότυπης, η διαλεκτολογία παραμένει ένας ιδιαίτερα υποανεπτυγμένος κλάδος στην Τουρκία. Η πρότυπη εκδοχή της τουρκικής είναι ουσιαστικά η οθωμανική τουρκική γλώσσα όπως γράφεται στο λατινικό αλφάβητο και με ένα πλήθος νεολογισμών. Η προτιμώμενη καθομιλούμενη μορφή είναι τα τουρκικά της Κωνσταντινούπολης. Στον επιστημονικό λόγο οι τουρκικές διάλεκτοι συχνά αναφέρονται ως ağız ή şive, που οδηγεί σε σύγχυση με τη γλωσσολογική έννοια προφορά. Η Τουρκική Δημοκρατία διαθέτει έναν περιεκτικό διαλεκτικό άτλαντα και η τάση αφομοίωσης από την επίσημη τουρκική είναι έντονη.
Οι κύριες διάλεκτοι της τουρκικής περιλαμβάνουν:
Ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα της τουρκικής είναι ότι διακρίνεται από φωνηεντική αρμονία, που σημαίνει ότι μια λέξη θα έχει είτε πρόσθια είτε οπίσθια φωνήεντα, αλλά όχι και τα δύο. Για παράδειγμα, στη λέξη vişne "βύσσινο" το i είναι κλειστό μη-στρογγυλό πρόσθιο και το e είναι ανοιχτό μη-στρογγυλό πρόσθιο. Ο τόνος μπαίνει συνήθως στην τελευταία συλλαβή, με την εξαίρεση κάποιων συνδυασμών με επιθήματα και λέξεις όπως masa ['masa]. Επίσης στα κύρια ονόματα, ο τόνος μεταφέρεται στην προτελευταία (π.χ. Istánbul), αν και υπάρχουν εξαιρέσεις (π.χ. Ánkara).
Στους δύο πίνακες παρακολουθούν παρουσιάζονται τα φωνήματα της τουρκικής, σύμφωνα και φωνήεντα:
Το φώνημα /ɣ/ συχνά αναφέρεται ως “μαλακό g” (yumuşak g), “ğ” στην τουρκική ορθογραφία, στην πραγματικότητα αντιπροσωπεύει ένα μάλλον ασθενές πρόσθιο-υπερωικό ή ουρανικό προσεγγιστικό ανάμεσα σε πρόσθια φωνήεντα. Δε συναντάται ποτέ στην αρχή μιας λέξης, αλλά πάντα ακολουθεί ένα φωνήεν. Όταν βρίσκεται στο τέλος της λέξης ή προηγείται άλλου συμφώνου, κάνει μακρότερο το προηγούμενο φωνήεν. Ωστόσο, η πόλη Γιρμένι στην επαρχία Κασταμονής, είναι μια εξαίρεση και το μαλακό g είναι το πρώτο γράμμα της λέξης.
Τα φωνήεντα της τουρκικής είναι, σε αλφαβητική σειρά, τα a, e, ı, i, o, ö, u, ü. Στην τουρκική δεν υπάρχουν δίφθογγοι και όταν δύο φωνήεντα εκφέρονται διαδοχικά, κάτι που συμβαίνει σπάνια και μόνο σε δάνειες λέξεις, κάθε φωνήεν διατηρεί τα χαρακτηριστικά του. Επίσης, το κεφαλαίο i (μόνο στα τούρκικα) έχει και εκείνο τη χαρακτηριστική τελίτσα και γράφεται ως İ. Υπάρχουν και εξαιρέσεις, για παράδειγμα η λέξη Rize γράφεται και χωρίς την τουρκική παραλλαγή του I.
Φωνήεν | Παράδειγμα | |||
ΔΦΑ | Περιγραφή | ΔΦΑ | Ορθογραφία | Μετάφραση |
---|---|---|---|---|
[i] | κλειστό πρόσθιο μη-στρογγυλό φωνήεν | [dil] | dil | 'γλώσσα' |
[y] | κλειστό πρόσθιο στρογγυλό φωνήεν | [ɟy'neʃ] | güneş | 'ήλιος' |
[ɯ] | κλειστό οπίσθιο μη-στρογγυλό φωνήεν | [ɯˈɫɯk] | ılık | 'ήπιος' |
[e] | ημίκλειστο πρόσθιο μη-στρογγυλό φωνήεν | [je̞l] | yel | 'άνεμος' |
[œ] | μεσαίου ανοίγματος πρόσθιο στρογγυλό φωνήεν | [ɟœɾ] | gör | 'βλέπω' |
[a] | ανοιχτό πρόσθιο μη-στρογγυλό φωνήεν | [dal] | dal | 'κλαδί' |
[o] | ημίκλειστο οπίσθιο στρογγυλό φωνήεν | [jol] | yol | 'δρόμος' |
[u] | κλειστό οπίσθιο στρογγυλό φωνήεν | [utʃak] | uçak | 'αεροπλάνο' |
Η τουρκική γλώσσα γραφόταν με το οθωμανικό τουρκικό αλφάβητο, δηλαδή με το αραβικό αλφάβητο συμπληρωμένο με περσικά γράμματα (άλλως γνωστό και ως περσοαραβική γραφή) για να αποδώσουν τους φθόγγους της τουρκικής, για τους οποίους δεν είχε αντίστοιχα γράμματα η αραβική, αλλά μετά την ορθογραφική μεταρρύθμιση του Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ τo 1928, ως ένα σημαντικό βήμα στις πολιτιστικές μεταρρυθμίσεις της περιόδου, η τουρκική γράφεται με το τουρκικό αλφάβητο, μια τροποποιημένη εκδοχή του λατινικού αλφαβήτου. Το έργο της προετοιμασίας του νέου αλφαβήτου και της επιλογής των αναγκαίων τροποποιήσεων για τους φθόγγους ειδικά της τουρκικής γλώσσας ανατέθηκε στην Dil Encümeni ("Γλωσσική Επιτροπή") που περιελάμβανε τους Φαλίχ Ρίφκι Ατάι, Γιακούπ Κάντρι Καραοσμάνογλου, Ρουσέν Εσρέφ Ουναϊντίν, Αχμέτ Σεβάτ Εμρέ, Ραγκίμπ Χουλούσι Οζντέμ, Φαζίλ Μεχμέτ Αϊκάς, Μεχμέτ Εμίν Ερισιργκίλ και τον Ιχσάν Σουνγκού. Η εισαγωγή του νέου αλφαβήτου υποστηριζόταν από τα Κέντρα Δημόσιας Εκπαίδευσης, που είχαν ανοιχτεί σε όλη τη χώρα, σε συνεργασία με εκδοτικούς οίκους, και με την ενθάρρυνση του ίδιου του Ατατούρκ με τα ταξίδια που έκανε στις επαρχίες διδάσκοντας το νέο αλφάβητο.
Το αποτέλεσμα της εισαγωγής από τον Ατατούρκ του προσαρμοσμένου λατινικού αλφαβήτου ήταν μια δραματική αύξηση στο αλφαβητισμό του πληθυσμού από τριτοκοσμικά επίπεδα σε σχεδόν εκατό τοις εκατό. Είναι σημαντικό να επισημάνουμε ότι, για πρώτη φορά, η τουρκική είχε ένα αλφάβητο που πραγματικά ταίριαζε στους φθόγγους της γλώσσας. Το αραβικό αλφάβητο, που χρησιμοποιούνταν ως τότε, σημειώνει συνήθως μόνο τρεις διαφορετικές αξίες φωνηέντων (τα σύμφωνα βαβ και γιουντ που από πάνω σημειώνονται αντίστοιχα τα μακρά /u/ και /i/ και το αλίφ για το μακρό μεσαίο /a/ ή οποιοδήποτε αρχικό φωνήεν), αλλά δε σημειώνονται επίσης αρκετά σημαντικά για τα τουρκικά σύμφωνα. Η έλλειψη διάκρισης ανάμεσα σε φωνήεντα στη γραφή δεν είναι προβληματική στην αραβική, (που έτσι και αλλιώς έχει πολύ λίγα φωνήεντα), αλλά δεν είναι ανεκτή στην τουρκική, που διαθέτει οχτώ θεμελιώδη φωνήεντα και μια σειρά από διφθόγγους που βασίζονται σε αυτά.
Το τουρκικό αλφάβητο έχει 29 γράμματα:
a b c ç d e f g ğ h ı i j k l m n o ö p r s ş t u ü v y z
Προφορά:
Γράμμα | Φθόγγος | Περιγραφή |
---|---|---|
c | [[dʒ]] | προστριβόμενο φατνιακό, όπως αγγλ. dj στο adjust |
ç | [[tʃ]] | προστριβόμενο φατνιακό, όπως αγγλ. ch στο church |
e | [[ɛ]] | ημιανοικτό πρόσθιο μη στρογγυλό φωνήεν, όπως αγγλ. e στο bed |
ğ | [[ɣ]], [[j]] | yumuşak/μαλακό g: υπερωικό τριβόμενο, στο τέλος της συλλαβής εκτείνει το προηγούμενο φωνήεν (όπως το γερμανικό h μετά από φωνήεν), μπορεί να εξομαλύνει και τη μετάβαση από ένα φωνήεν σε άλλο. Μετά από πρόσθια φωνήεντα (e, i, ö, ü) προφέρεται συχνά σαν ελαφρύ y (ελλ.γι). |
h | [[h]] | άηχο γλωττιδικό τριβόμενο, όπως αγγλ. h στο house |
ı | [[ɯ]] | κλειστό οπίσθιο μη στρογγυλό φωνήεν, ονομάζεται και μη στρογγυλό u |
j | [[ʒ]] | Ηχηρό μεταφατνιακό εξακολουθητικό, όπως γαλλ. j στο journal |
o | [[ɔ]] | ημιανοικτό στρογγυλό οπίσθιο φωνήεν, όπως ελλ. ο στο όταν |
ö | [[œ]] | ημιανοικτό στρογγυλό πρόσθιο φωνήεν, όπως γερμ. ö ή γαλλ. eu στο jeune |
ş | [[ʃ]] | άηχο μεταφατνιακό τριβόμενο, όπως αγγλ. sh στο Sheep |
y | [[j]] | ηχηρό ουρανικό προσεγγιστικό, όπως ελλ. γ στο γιαούρτι ή αγγλ. y στο yawn |
Σημαντική είναι η διαφορά μεταξύ i και ı, τα οποία γράφονται κεφαλαία İ και I αντίστοιχα. Το πρώτο αντιστοιχεί στο ελληνικό ι, ενώ το δεύτερο είναι κλειστό οπίσθιο μη στρογγυλό φωνήεν (βλ. πίνακα), ένας φθόγγος που απαντά και σε άλλες χώρες της Βαλκανικής (αλλά όχι στην Ελλάδα) και περιγράφεται καλύτερα με τον όρο μη στρογγυλό u (ένα u χωρίς να στρογγυλεύει ο εκφέρων τα χείλη του).
Στην τουρκική υπάρχουν εννιά μέρη του λόγου: ουσιαστικό, αντωνυμία, επίθετο, ρήμα, επίρρημα, μετά-θεση, σύνδεσμος, μόριο και επιφώνημα. Οι μετα-θέσεις είναι σαν τις προθέσεις στα ελληνικά, με τη μόνη διαφορά ότι ακολουθούν τις λέξεις που συνοδεύουν. Οι μετοχές και τα απαρέμφατα καθώς και άλλα ρηματικά ουσιαστικά ανήκουν στο ρήμα.
Η τουρκική δεν διαθέτει γραμματικό γένος όπως η ελληνική (επομένως, οι ελληνικές μεταφράσεις των τουρκικών λέξεων ή μορφημάτων, αν και συνήθως είναι στο αρσενικό γραμματικό γένος, θα μπορούσαν εξίσου να μεταφραστούν με θηλυκό ή ουδέτερο όπου δεν αντιστοιχούν στο φυσικό αρσενικό γένος)
Η τουρκική έχει μια πληθώρα επιθημάτων, με τη μορφή ανεξάρτητων μεταξύ τους μορφημάτων, όπως σε όλες τις συγκολλητικές γλώσσες, για να δείξει τον αριθμό, το πρόσωπο, την πτώση, τον χρόνο κλπ. Δεν έχει όμως καθόλου ενδογενή προθήματα (με εξαίρεση το επιτατικό πρόθημα του αναδιπλασιασμού όπως στο beyaz= «λευκός», bembeyaz= «κατάλευκος», sıcak= «καυτός», sımsıcak= «πολύ καυτός»). Μια λέξη μπορεί να έχει πολλά επιθήματα. Επιθήματα επίσης μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να δημιουργηθούν νέες λέξεις ή για να δηλωθεί η γραμματική λειτουργία μιας λέξης. Στις λέξεις της τουρκικής μπορούν να προστεθούν πολλά επιθήματα.
Τα ουσιαστικά της τουρκικής μπορούν να πάρουν καταλήξεις που δείχνουν το πρόσωπο του κτήτορα. Μπορούν να πάρουν καταλήξεις που να δηλώνουν την πτώση όπως στα ελληνικά. Υπάρχουν 6 πτώσεις: η ονομαστική, η αιτιατική, η δοτική, η τοπική, η αφαιρετική και η γενική. Το παράδειγμα των πτωτικών καταλήξεων είναι το ίδιο για όλα τα ουσιαστικά, εκτός από τις ορθογραφικές αλλαγές λόγω της φωνηεντικής αρμονίας και της ποικιλίας ανάμεσα σε ηχηρά και άηχα σύμφωνα. Η φωνηεντική αρμονία είναι ο κανόνας σύμφωνα με τον οποίο οι λέξεις τουρκικής καταγωγής περιλαμβάνουν είτε μόνο οπίσθια φωνήεντα (a, ı, o, u) είτε μόνο πρόσθια φωνήεντα (e, i, ö, ü). Έτσι η σημείωση ενός -den σημαίνει είτε -dan ή -den, ανάλογα με το ποιο ικανοποιεί την αρχή της φωνηεντικής αρμονίας, η σημείωση ενός ας –iniz σημαίνει είτε -ınız, -iniz, -unuz, ή –ünüz, με τη φωνηεντική αρμονία να είναι πάλι ο αποφασιστικός παράγοντας.
Τέλος, μπορούν να πάρουν κατηγορηματικές καταλήξεις που δηλώνουν πρόσωπο και να αποτελέσουν πρόταση:
τουρκική | ελληνική |
---|---|
ev | σπίτι |
evler | σπίτια |
evlerden | από τα σπίτια (αφαιρετική) |
evin | το σπίτι σου |
eviniz | το σπίτι σας (πληθυντικός ή πληθυντικός ευγενείας) |
evim | το σπίτι μου |
evimde | στο σπίτι μου |
evinde | στο σπίτι σου |
evinizde | στο σπίτι σας (πληθυντικός ή πληθυντικός ευγενείας) |
evimizde | στο σπίτι μας |
Evindeyim | είμαι στο σπίτι σου |
Evinizdeyim | είμαι στο σπίτι σας (πληθυντικός ή πληθυντικός ευγενείας) |
Evindeyiz | είμαστε στο σπίτι σου |
Evinizdeyiz | είμαστε στο σπίτι σας (πληθυντικός ή πληθυντικός ευγενείας) |
Evimizdeyiz | είμαστε στο σπίτι μας |
τουρκική | ελληνική |
---|---|
üzüm | σταφύλι |
üzümüm | το σταφύλι μου |
üzümün | το σταφύλι σου |
üzümümüz | το σταφύλι μας |
üzümünüz | το σταφύλι σας (πληθυντικός ή πληθυντικός ευγενείας) |
üzümümüzü | το σταφύλι μας (αιτιατική) |
Τα επίθετα της τουρκικής δεν κλίνονται, αν και μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως ουσιαστικά οπότε κλίνονται. Ως επιθετικοί προσδιορισμοί, προηγούνται των ουσιαστικών που προσδιορίζουν.
Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της τουρκικής και των συγγενικών της αλταϊκών γλωσσών είναι η χρήση ανεξάρτητων μορίων που εκφράζουν το «υπαρκτό» και το «μη-υπαρκτό» και μπορούν να κλιθούν για να εκφράσουν χρόνο. Έτσι, ενώ var και yok αντιπροσωπεύουν το «υπάρχει» («υφίσταται») και το «δεν υπάρχει» («δεν υφίσταται»), τα vardı και yoktu αντίστοιχα το ίδιο σε παρωχημένο χρόνο, ενώ τα olacak και olmayacak είναι αντίστοιχα ο μέλλοντας. Αυτό οδηγεί σε μια περίεργη για τους ομιλητές ινδοευρωπαϊκών γλωσσών προτασιακή δομή: π.χ. για να πει κανείς «Η γάτα μου δεν είχε παπούτσια» χρησιμοποιείται η πρόταση (με την επιθηματική ανάλυση από κάτω):
kedimin ayakkabıları yoktu kedi + -m + -in ayak + kab(ı) + -lar + -ı yok + -tu
που κυριολεκτικά μεταφράζεται με επιθηματική ανάλυση ως:
« γάτα-μου-ΓΕΝ ποδι-κάλυμμα(ΚΤΗΤ)-ΠΛΗΘ-ΚΤΗΤ ανύπαρκτα-ήταν»
ή λιγότερο αναλυτικά:
«της γάτας μου τα παπούτσια της δεν υπήρχαν (υφίσταντο)»
Στη ρίζα (θέμα) του ρήματος, η οποία αντιπροσωπεύει την «καταφατική» σημασία, μπορεί να δοθεί «αρνητική» σημασία με την προσθήκη επιθήματος:
gel- θέμα του «έρχομαι», (καταφατική) gel-me- θέμα του «δεν έρχομαι», (αρνητική)
Τα ρήματα της τουρκικής παρουσιάζουν διακρίσεις χρόνου, έγκλισης και όψης. Συγκεκριμένα μια ρίζα ενός ρήματος μπορεί με τη βοήθεια καταλήξεων να σχηματίσει τους ακόλουθους «απλούς χρόνους» (basit zamanlar)[3] οι οποίοι μπορεί να δηλώνουν, ανάλογα με την κατάληξη, είτε την επανάληψη/διαχρονικότητα, (geniş zaman – «εκτενής» χρόνος· στην αγγλική βιβλιογραφία χρησιμοποιείται και ο όρος aorist (αόριστος) ο οποίος αναφέρεται στη ρηματική όψη) είτε τον παρελθόντα/παρωχημένο (geçmiş zaman) ή τον μέλλοντα (gelecek zaman) ή τον ενεστώτα (şimdiki zaman) χρόνο.[3] Από την άποψη των εγκλίσεων τα ρήματα μπορούν να δηλώνουν τη δυνατότητα (υποθετική έγκλιση, dilek şart kipi), την αναγκαιότητα («αναγκαιοτική» έγκλιση, gereklilik kipi), την επιθυμία (ευκτική έγκλιση, istek kipi) ή την προσταγή (προστακτική έγκλιση, emir kipi).
Όλα τα τουρκικά ρήματα κλίνονται με τον ίδιο τρόπο, εκτός από το ανώμαλο και ελλειπτικό ρήμα i- (το συνδετικό ρήμα της τουρκικής), που μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε σύνθετες μορφές, όπως για τον σχηματισμό «σύνθετων χρόνων» (bileşik zamanlar),[3] όπως είναι ο υπερσυντέλικος:
gel-miş-ti = gel-miş idi = gel-miş + i- + -di «είχε έρθει» (υπερσυντέλικος, τρίτο πρόσωπο ενικού)
Η συντομευμένη του μορφή ονομάζεται εγκλιτικό.
Επιπρόσθετα στο θέμα μπορεί να δοθεί η σημασία της «δυνητικής ικανότητας» (αγγλ.: abilitative), είτε καταφατική, είτε αρνητική. Παρόλο που στην αγγλική βιβλιογραφία αναφέρεται σημασιολογικά σε «έγκλιση δυνητικής ικανότητας» (potential mood) εντούτοις η παραγωγή της λέξης δεν έχει τη μορφή κάποιας γραμματικής έγκλισης, αλλά τη μορφή «σύνθετου ρήματος» όταν αυτό συνδυάζεται με το ρήμα bil- (θέμα του «μπορώ») ως επίθημα, αφού προστεθεί το συνδετικό -(y)e-/-(y)a-. Τότε τα επιθήματα των εγκλίσεων και χρόνων (απλών και σύνθετων) ακολουθούν και ταυτόχρονα αφορούν το θέμα του ρήματος «μπορώ».
gel-e-bil- θέμα του «μπορώ να έρθω» (καταφατική δυνητική ικανότητας) gel-e-me- θέμα του «δεν μπορώ να έρθω» (αρνητική δυνητική ικανότητας)
Τα τουρκικά ρήματα κωδικοποιούν τη διάκριση προσώπου όπως φαίνεται στις καταλήξεις των πιο κάτω παραδειγμάτων.
gel-e-me-z «δεν μπορεί να έρθει» (εκτενής χρόνος (geniş zaman), αρνητική δυνητική ικανότητας, 3ο πρόσωπο ενικού) gel-e-me-miş «(προφανώς) δεν μπορούσε να έρθει» (συμπερασματικός αόριστος, αρνητ. δυνητ. ικανότ., 3ο πρόσ. ενικ.) gel-e-me-miş-ti «δεν είχε μπορέσει να έρθει» (υπερσυντέλικος, αρνητ. δυνητ. ικανότ., 3ο πρόσ. ενικ.) gel-e-me-miş-ti-niz «δεν είχατε μπορέσει να έρθετε» (υπερσυντ., αρνητ. δυνητ. ικανότ., 2ο πρόσ. πληθυντικού) gel-e-me-miş mi-ydi-niz? «δεν είχατε μπορέσει να έρθετε;» (υπερσυντ., αρνητ. ερώτηση δυνητ. ικανότ., 2ο πρόσ. πληθ.)
Η σειρά των όρων της τουρκικής είναι Υποκείμενο-Αντικείμενο-Ρήμα, όπως στα ιαπωνικά και τα λατινικά, αλλά όχι στα αγγλικά. Αυτό φαίνεται στην επόμενη πρόταση από μια τουρκική εφημερίδα (Τζουμχουριγιέτ, 16 Αυγούστου 2005). Η πρόταση χρησιμοποιεί όλες τις πτώσεις των ουσιαστικών εκτός από τη γενική:
Türkiye'de modayı gazete sayfalarına taşıyan, gazetemiz yazarlarından N. S. yaşamını yitirdi:
Türkiye'de "στην Τουρκία" (τοπική) modayı "μόδα" (αιτιατική του moda) gazete "εφημερίδα" (ονομαστική) sayfalarına "στις σελίδες της" (δοτική; sayfa "σελίδα", sayfalar "σελίδες", sayfaları "οι σελίδες της") taşıyan, "η οποία μετέφερε" (μετοχή ενεστώτα του taşı-) gazetemiz "η εφημερίδα μας" (ονομαστική) gazete "εφημερίδα" yazarlarından "από τις συντάκτριές της" (αφαιρετική; yazar "συντάκτρια") N. S. [το όνομα του προσώπου] (ονομαστική) yaşamını "τη ζωή της" (αιτιατική; yaşam "ζωή") yitirdi "έχασε" (παρελθοντικός χρόνος του yitir- "χάνω" από yit- "είμαι χαμένος")
μετάφραση: "Μία από τις συντάκτριες της εφημερίδας μας, η N. S., που εισήγαγε τη μόδα στις σελίδες των εφημερίδων στην Τουρκία, έχασε τη ζωή της."
Η τουρκική χρησιμοποιεί εκτενώς το συγκολλητικό της χαρακτήρα για να σχηματίσει νέες λέξεις από ρίζες ουσιαστικών και ρημάτων. Η πλειοψηφία των τουρκικών λέξεων από την προσθήκη παραγωγικών επιθημάτων σε ένα σχετικά μικρό σύνολο βασικού λεξιλογίου.
Ένα παράδειγμα με ρίζα από ουσιαστικό:
göz "μάτι", gözlük "γυαλιά (όρασης)" gözlükçü "πωλητής γυαλιών" gözlükçülük "η δουλειά να πουλάει κανείς γυαλιά"
Ένα άλλο παράδειγμα ξεκινά από μια ρηματική ρίζα:
yat- "είμαι ξαπλωμένος" yatır- "ξαπλώνω (κάποιον/κάτι)" yatırım "μία περίπτωση όπου ξαπλώνεις κάτι: κατάθεση, επένδυση" yatırımcı "καταθέτης, επενδυτής"
Η τουρκική έχει πολλές τυποποιημένες εκφράσεις για τις διάφορες κοινωνικές περιστάσεις. Αρκετές από αυτές αποτελούνται από ρηματικά ουσιαστικά μαζί με το τουρκικό βοηθητικό ρήμα et- («κάνω»).
Φράση | Κυριολεκτική μετάφραση | Σημασία (όπου διαφέρει) |
---|---|---|
Merhaba | Καλωσόρισες | Γεια |
Alo | (από το Γαλλικό allô) | Εμπρός (στο τηλέφωνο) |
Efendim | Κύριέ μου |
|
Günaydın | [Η] μέρα [είναι] φωτεινή | Καλημέρα |
İyi günler | Καλές μέρες | Καλημέρα |
İyi akşamlar | Καλά βράδια | Καλό βράδυ |
İyi geceler | Καλές νύχτες | καληνύχτα |
Evet | Ναι | |
Hayır | Όχι | |
Belki | Ίσως | |
Hoş geldin | Ήρθες καλά/ευχάριστα | Καλωσόρισες (οικείο) |
Hoş geldiniz | Ήρθατε καλά/ευχάριστα | Καλωσορίσατε (πληθ. ή πληθυντικός ευγενείας) |
Hoş bulduk | [Το] βρήκαμε καλά | Καλώς σας βρήκαμε |
Nasılsın? | Πώς είσαι; | Τι κάνεις; (οικείο) |
Nasılsınız? | Πώς είστε; (πληθυντικός) | Τι κάνετε; (πληθ. ή πληθυντικός ευγενείας) |
İyiyim, sen nasılsın? | Είμαι καλά· εσύ πώς είσαι; (οικείο) | |
İyiyim, siz nasılsınız? | Είμαι καλά· εσείς πώς είστε; (πληθ. ή πληθυντικός ευγενείας) | |
Ben de iyiyim | Επίσης είμαι καλά | Κι εγώ επίσης |
Affedersiniz | «συγχώρεση» + κάνετε (πληθ. ευγενείας) | Με συγχωρείτε/Συγνώμη/Παρντόν |
Lütfen | Παρακαλώ | |
Teşekkür ederim | «ευχαριστία» + κάνω | Ευχαριστώ |
Sağ ol | Να είσαι υγιής | Ευχαριστώ/Να σαι καλά |
Sağ olun | Να είστε υγιής | Ευχαριστώ/Να 'στε καλά (πληθ. ευγενείας) |
Bir şey değil | Δεν είναι τίποτα | Τίποτα/Παρακαλώ |
Rica ederim | Κάνω παράκληση | Παρακαλώ/Τίποτα/Τα παραλές |
Estağfurullah | Ζητώ συγχώρηση από τον Θεό (διαδομένη μουσουλμανική προσευχή) |
Παρακαλώ/Τίποτα/Τα παραλές |
Geçmiş olsun | Μακάρι να περάσει | Περαστικά (για αρρώστια ή γενικότερα δυσκολία, όσο διαρκεί ή ενώ μόλις έχει περάσει) |
Başınız sağ olsun | Μακάρι το κεφάλι σου να είναι υγιές | Τα συλλυπητήριά μου |
Elinize sağlık | Γεια στα χέρια σου | |
Afiyet olsun | Μακάρι να είναι υγιές | Καλή όρεξη |
Kolay gelsin | Μακάρι να έρθει εύκολα | (σε κάποιον που δουλεύει |
Güle güle kullanın | Χρησιμοποίησέ [το] χαμογελώντας | Με γεια (για καινούργιο αντικείμενο) |
Sıhhatler olsun | Μακάρι να είναι υγιές | Με τις υγείες σου (για κούρεμα, ξύρισμα, μπάνιο) |
Hoşça kal | Καλή διαμονή | Αντίο (σε κάποιον που μένει πίσω) |
Hoşça kalın | Καλή διαμονή | Αντίο (σε κάποιον που μένει πίσω) (πληθ. ευγενείας) |
Güle güle | [Πήγαινε] χαμογελώντας | Αντίο (σε κάποιον που φεύγει) |
Allah'a ısmarladık | [Σε] επαινέσαμε στον Θεό | Αντίο (σε κάποιον που μένει πίσω, για πολύ καιρό) |
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.