είδος πτηνού From Wikipedia, the free encyclopedia
Η καρακάξα είναι στρουθιόμορφο πτηνό της οικογενείας των Κορακιδών, που απαντά και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Pica pica και περιλαμβάνει 11 υποείδη.[3][4][5]
Καρακάξα | ||||||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Ενήλικη καρακάξα (υποείδος P. p. pica ) | ||||||||||||||||
Κατάσταση διατήρησης | ||||||||||||||||
Συστηματική ταξινόμηση | ||||||||||||||||
| ||||||||||||||||
Διώνυμο | ||||||||||||||||
Pica pica (Κίττα η γνησία) [1][2] (Linnaeus, 1758) | ||||||||||||||||
Υποείδη | ||||||||||||||||
Pica pica asirensis | ||||||||||||||||
Στην Ελλάδα απαντά τo υποείδος Pica pica pica (Linnaeus, 1758).[3]
Η καρακάξα είναι από τα ευφυέστερα πτηνά. Τις τελευταίες δεκαετίες, αποτελεί για την επιστημονική κοινότητα αντικείμενο μελέτης και πειραμάτων, κατά τα οποία το πτηνό επιδεικνύει μεγάλη ικανότητα επίλυσης προβλημάτων.
Η επιστημονική ονομασία του γένους Pica είναι η ακριβής λατινική απόδοση (κυριολ. Pīca [6]) της ελληνικής κίττα ή κίσσα.[1][2] Ωστόσο, ο λόγιος όρος κίσσα δεν αναφέρεται στο πτηνό κίσσα, το οποίο ανήκει σε διαφορετικό γένος (Garrulus), αλλά αποκλειστικά στην καρακάξα.
Η παρερμηνεία υφίσταται επειδή, σε πολλές περιοχές της Ελλάδας έχει επικρατήσει -λανθασμένα- να κατονομάζεται η καρακάξα ως «κίσσα». Μάλιστα, το πρόβλημα έχει επιταθεί επειδή, υπήρξε διαχρονικά λανθασμένη μετάφραση της διάσημης όπερας του Τζοακίνο Ροσσίνι La gazza ladra, ως «Η κλέφτρα κίσσα» αντί του ορθού «Η κλέφτρα καρακάξα», καθώς το πτηνό gazza είναι η καρακάξα και όχι η κίσσα.[7]. Άλλωστε, συνήθεια του συγκεκριμένου πτηνού να προσελκύεται από διάφορα αντικείμενα, ειδικά τα γυαλιστερά/μεταλλικά και να τα μεταφέρει στη φωλιά του.
Η λέξη καρακάξα έχει αβέβαιη ετυμολογία, με επικρατούσα την άποψη ότι, είναι ηχομιμητικής προέλευσης από το χαρακτηριστικό κρώξιμο του πουλιού κ(α)ρα, κ(α)ρα, ενώ η άποψη ότι προέρχεται από τα συνθετικά καρά «μαύρος» και κίσσα (?) παρουσιάζει φωνητικά προβλήματα. Τέλος, υπάρχει η εκδοχή ότι προέρχεται από τον τύπο κορακόκισσα < κόρακας + κίσσα [8] (δηλ. «μαύρη κίσσα»).
Το είδος περιγράφηκε από τον Λινναίο, ως Corvus pica (Ουψάλα, Σουηδία 1758).[9] Φυλογενετικά, συγγενεύει με τα είδη Ρ. hudsonia και Ρ. nuttalli, με τα οποία σχηματίζει υπερείδος.
Η ταξινομική του είδους εμφανίζει αρκετά προβλήματα, με κάποια taxa να είναι ευρέως αποδεκτά ως υποείδη και κάποια άλλα να θεωρούνται ως υποείδη ή μονοφυλετικά «γκρουπ». Πολλοί πληθυσμοί, ενδεχομένως, να δικαιολογούν αναβάθμιση στο επίπεδο του είδους, εν αναμονή περαιτέρω μελετών, με σύγκριση των φωνών και της ηθολογίας τους, καθώς και του μοριακού DNA. Υφίστανται πολλοί ενδιάμεσοι διασταυρούμενοι πληθυσμοί.
Η καρακάξα είναι, αυστηρά επιδημητικό είδος του Παλαιού Κόσμου (οικοζώνες: Παλαιαρκτική, Αφροτροπική και Ινδομαλαϊκή) που σημαίνει ότι, οι πληθυσμοί του είναι μόνιμοι (καθιστικοί) σε ολόκληρο το φάσμα κατανομής.
Στην Ευρώπη, η καρακάξα βρίσκεται σε όλη την ήπειρο, εκτός από την Ισλανδία, την απώτατη Β. Σκωτία, την ευρύτερη περιοχή των Άλπεων και κάποια μεγάλα νησιά της Μεσογείου (Σαρδηνία, Κορσική).
Στην Ασία, η ζώνη κατανομής εκτείνεται από τον Εύξεινο Πόντο, ανατολικά προς Κασπία, Μέση Ανατολή, Κ. Ασία και Ν. Σιβηρία, μέχρι τις ακτές της Καμτσάτκα στον Ειρηνικό. Τα νότια όρια βρίσκονται στα όρια της Ινδοκίνας, του Περσικού Κόλπου και της ΝΔ. Σαουδικής Αραβίας.
Στην Αφρική, τέλος, βρίσκεται μόνον στα βορειοδυτικά, πάντοτε ως επιδημητικό πτηνό, όπως και στις άλλες ηπείρους.[10]
Υποείδος | Περιοχές αναπαραγωγής (επιδημητικό ή/και καλοκαιρινός επισκέπτης) | Σημειώσεις |
---|---|---|
Pica pica asirensis | ΝΔ Σαουδική Αραβία (Όρη Ασίρ) | Ενδημικό. Θεωρείται εκπρόσωπος φερώνυμου μονοφυλετικού γκρουπ |
Pica pica bactriana | ΝΑ Τουρκία, ανατολικά προς Ιράκ, Ιράν, ποταμό Ουράλη και Ουράλια Όρη, Ν Σιβηρία και Δ Πακιστάν, Κασμίρ, Κίνα (Σιντζιάνγκ), Μογγολία και Τρανσβαϊκαλία | Περιλαμβάνει και το Pica pica hemileucoptera σύμφωνα με μερικούς ερευνητές |
Pica pica bottanensis | Α Υψίπεδα Θιβέτ (Ν και Α Xizang και Qinghai), προς Β και Κ Μπουτάν και Δ Σετσουάν | |
Pica pica camtschatica | ΒΑ Σιβηρία (Β Οχοτσκική θάλασσα, Αναντίρ και Καμτσάτκα) | Ενδημικό. Θεωρείται εκπρόσωπος φερώνυμου μονοφυλετικού γκρουπ |
Pica pica fennorum | Β Σκανδιναβία, Φινλανδία και ΒΑ Βαλτική, ανατολικά προς Δ Σιβηρία | |
Pica pica hemileucoptera | Δ και Κ Σιβηρία, ΔΚ Ασία (συμπεριλαμβανομένου του Σιντζιάνγκ) | Περιλαμβάνει και το Pica pica leucoptera σύμφωνα με μερικούς ερευνητές |
Pica pica leucoptera | Ν Ρωσία (Ν Τρανσβαϊκαλία), Μογγολία και ΒΑ Κίνα (Εσωτερική Μογγολία και Δ Χεϊλονγκτσιάνγκ) | Μεγαλύτερο και βαρύτερο από το Pica pica pica. Περιλαμβάνει και το Pica pica hemileucoptera από μερικούς ερευνητές |
Pica pica mauritanica | ΒΔ Αφρική (Μαρόκο, Β. Αλγερία, Τυνησία) | Μικρό μπλε σημάδι κάτω από τον οφθαλμό, ουρά χωρίς πράσινες ανταύγειες,[11] πολύ μεγάλες σμήριγγες και ολόμαυρο ουροπύγιο.[12]. Ευρυενδημικό στην περιοχή |
Pica pica melanotos | Ιβηρική χερσόνησος | Ευρυενδημικό στη χερσόνησο |
Pica pica pica | Ηνωμένο Βασίλειο, Ν Σκανδιναβία, Δ, Κ και Ν Ευρώπη ανατολικά προς Β, Δ Μικρά Ασία και Τρανσκαυκασία | Απαντά στον ελλαδικό χώρο |
Pica pica sericea | Α και Ν Κίνα (Χαϊνάν), Ταϊβάν, Β Μιανμάρ, Β Λάος και Β Βιετνάμ | Πιθανόν να αναβαθμιστεί σε ξεχωριστό είδος. Έχει εισαχθεί και στην Ιαπωνία (Κιούσου) |
Η καρακάξα είναι αυστηρά επιδημητικό είδος σε ολόκληρο το φάσμα κατανομής του.
Τυχαίοι, περιπλανώμενοι επισκέπτες έχουν αναφερθεί μεταξύ άλλων από τις Φερόες, τον Λίβανο, το Ομάν και την Ταϊλάνδη.[10]
Στην Ελλάδα, η καρακάξα απαντά σε όλη σχεδόν την ηπειρωτική επικράτεια ως καθιστικό, μόνιμο πτηνό.[13][14] Το ίδιο ισχύει για την Κύπρο [15], αλλά αμφισβητείται η παρουσία της στην Κρήτη.[16] (βλ. και Κατάσταση στην Ελλάδα).
Οι καρακάξες διαβιούν τόσο σε πεδινά όσο και ορεινά οικοσυστήματα, κυρίως σε ανοικτές θέσεις με λιβάδια, φυσικούς φράχτες, θάμνους και μεμονωμένα δέντρα. Επίσης, στις άκρες του δάσους, κοντά σε νερά και σε βάλτους με καλαμιές, θαμνότοπους με ιτιές και στη χαμηλή βλάστηση. Σπάνια, μπορούν να βρεθούν σε στενές δασικές λωρίδες, μεγάλα δάση ή κλειστές δασικές θέσεις. Ακόμη, αποφεύγουν τις απότομες πλαγιές, τις στενές, βαθιές κοιλάδες τα βραχώδη και χιονισμένα τοπία. Εξαίρεση αποτελούν κάποια υποείδη, όπως τα 1, 7 και 3 που ζουν σε μεγάλα υψόμετρα (βλ Πίνακα υποειδών). Ειδικά το τελευταίο απαντά στα 4.000μ. ενώ μπορεί να αναζητά την τροφή του μέχρι τα 5.500μ. Ωστόσο, περισσότερο από τον μισό ευρωπαϊκό πληθυσμό, σήμερα, εκτιμάται ότι προτιμάει τις αστικές περιοχές και τα περίχωρα. Οι καρακάξες είναι πολύ κοινές και ανευρίσκονται σε αλσύλλια, πάρκα, δενδροστοιχίες δρόμων, νεκροταφεία και σε μεγάλους κήπους σπιτιών.
Στο Ηνωμένο Βασίλειο η στατιστική ανάλυση των 5 πρώτων προτιμητέων οικοσυστημάτων, δίνει τα εξής αποτελέσματα: Πόλεις, Χωριά, Λειμώνες, Θαμνότοποι και Πλατύφυλλα δένδρα.[17]
Στην Ελλάδα, οι καρακάξες είναι πολύ κοινές σε αγρούς με φυτείες ανάμικτες με διάσπαρτα δένδρα ή θάμνους (συμπεριλαμβανομένων των ελαιώνων), στις παρυφές χωριών, στις πόλεις και σε υγρές περιοχές που έχουν συστάδες με αλμυρίκια ή ιτιές. Απουσιάζουν από κλειστά δάση, μακία γη ή θέσεις με φρύγανα, εκτός εάν στην περιοχή υπάρχει έστω και μικρή ανθρώπινη παρουσία (αγροκτήματα, στάνες, κ.λπ.). Τέλος, κάνουν πολύ αισθητή την παρουσία τους σε σκουπιδότοπους και κατά μήκος μεγάλων οδικών αρτηριών, όπου εκμεταλλεύονται θνησιμαία από πιθανά ατυχήματα.[13][18]
Η καρακάξα, με την κοινή της παρουσία στο ευρύτερο αστικό τοπίο είναι από τα πλέον αναγνωρίσιμα πουλιά και δεν συγχέεται με άλλο είδος (distinguishable). Από μακριά, διακρίνεται η χαρακτηριστική «μακρόστενη» σιλουέτα -λόγω της ουράς της- και δείχνει ασπρόμαυρη. Ωστόσο, από κοντινή απόσταση και κάτω από ειδικές γωνίες πρόσπτωσης του ηλιακού φωτός, διακρίνονται τα όμορφα σκούρα, ιριδίζοντα φτερά του πτερώματός της, με τις χαρακτηριστικές πρασινο-κυανές μεταλλικές ανταύγειες στο κεφάλι, τον τράχηλο και το στήθος. Αυτά τα χρώματα κάνουν έντονη αντίθεση με το λευκό χρώμα στα φτερά της ωμοπλάτης και της κοιλιάς.
Οι πτέρυγες είναι, επίσης, μαυριδερές με ιριδίζουσες πράσινες-μωβ ανταύγειες, ενώ τα πρωτεύοντα ερετικά φτερά, είναι λευκά με σκούρες άκρες, κάτι που φαίνεται έντονα κατά την πτήση. Η ουρά είναι πολύ μεγάλη (τουλάχιστον 50% του ολικού μήκους σώματος) και έχει ιριδίζοντα μαύρα πηδαλιώδη φτερά με χαλκοπράσινες ανταύγειες. Το ράμφος είναι ισχυρό, με χαρακτηριστικές μακριές σμήριγγες. Η ίριδα είναι σκούρα καφέ και οι ταρσοί έχουν μαύρο χρώμα.
Τα φύλα είναι παρόμοια αλλά τα αρσενικά είναι λίγο μεγαλύτερα και έχουν ελαφρώς μακρύτερη ουρά από τα θηλυκά.[11][19] Τα νεαρά άτομα έχουν ασπρόμαυρες ρίγες στην άνω επιφάνεια των πτερύγων, χωρίς τις μεταλλικές ανταύγειες των ενηλίκων και πολύ μικρότερη ουρά.[20]
(Πηγές:[12][19][20][21][22][23][24][25][26][27][28][29][30])
Όπως όλα τα κορακοειδή, οι καρακάξες είναι παμφάγα πτηνά, τρώγοντας οτιδήποτε διαθέσιμο, από έντομα, σκαθάρια, σαλιγκάρια και μικρά σπονδυλόζωα (βατράχους, τρωκτικά) μέχρι πουλιά, αβγά και νεοσσούς άλλων ειδών και, βέβαια, θνησιμαία. Επίσης φυτικό υλικό (κυρίως κόκκους δημητριακών) και σπέρματα κωνοφόρων (κουκουναρόσπορους) μετά την περίοδο φωλιάσματος.[19]
Το κυριότερο ηθολογικό στοιχείο της καρακάξας -πέραν της νοημοσύνης της- είναι η φωνή της που, στην πλειονότητα των περιπτώσεων, είναι γρήγορα και δυνατά κρωξίματα, όχι ευχάριστα στην ακοή. Πολλά από αυτά, είναι «σημεία συναγερμού», όπως στην περίπτωση που στον χώρο τους κινούνται «εισβολείς», όπως π.χ. γάτες. Αυτά είναι πολύ δυνατά και παρατατεμένα και χρησιμεύουν στην επικοινωνία μεταξύ των πτηνών. Υπάρχουν όμως και πιο «ήπιες» φωνές, συνήθως δισύλλαβες αρθρώσεις που, δίνουν την εντύπωση ότι, τα πτηνά «συζητούν» μεταξύ τους –κάτι που, μάλλον, δεν απέχει πολύ από την πραγματικότητα. Άλλωστε, οι περιστασιακές, θορυβώδεις συγκεντρώσεις σε μικρά κοπάδια, έχουν πολύ εύστοχα κατονομαστεί ως, «κοινοβούλια καρακάξας» (magpie parliaments). Ωστόσο, αντίθετα από ό, τι πιστεύεται, η καρακάξα μπορεί και αρθρώνει λαρυγγισμούς [28] που δεν είναι ενοχλητικοί και θεωρούνται το «τραγούδι» της,[21] κάποιες φορές απρόσμενα καλόηχο.[22]
Η τραχειά φωνή της καρακάξας υπήρξε η βάση για τη μεταφορική σημασία της λέξης, για γυναίκες που φωνάζουν υπερβολικά ή στριγγλίζουν, κατ’ επέκτασιν για άσχημες ή «γλωσσούδες».[31]
Δείγματα φωνής (εξωτερικός σύνδεσμος)
Η καρακάξα, είναι γνωστό ότι, σχηματίζει ομάδες των 5-25 ατόμων που θορυβούν ακατάπαυστα. Μπορεί να είναι επιφυλακτική, αλλά όχι δειλή και, έχοντας συνηθίσει την ανθρώπινη παρουσία, περιπολεί τον χώρο εκτελώντας μικρές πτήσεις πάνω από πολυσύχναστους αστικούς κήπους και θέσεις με πράσινο, αναζητώντας τροφή. Η πτήση της είναι ευθεία, με σύντομες αερολισθήσεις (glides) [20] και μικρή σε διάρκεια, συνήθως από κάποιο ψηλό σημείο (π.χ. μια στέγη) στο έδαφος. Βαδίζει με αυτοπεποίθηση και με την ουρά ελαφρά ανασηκωμένη ενώ, ανά διαστήματα, εκτελεί μεγάλα πηδήματα (hops).[21]
Οι καρακάξες εμφανίζουν μιαν έμφυτη επιφυλακτικότητα απέναντι στις γάτες, πιθανότατα λόγω της ικανότητας των τελευταίων να σκαρφαλώνουν στα δένδρα, όπου τα πουλιά φτιάχνουν τη φωλιά τους. Μάλιστα, αρθρώνουν ειδικό «σήμα συναγερμού» όταν στον χώρο περιφέρονται τα συγκεκριμένα θηλαστικά.[21]
Έχει περιγραφεί η συνήθεια της καρακάξας να «κλέβει» αντικείμενα που της κάνουν εντύπωση και να τα κρύβει σε δυσπρόσιτα σημεία.[30] Ωστόσο, η «κλέφτρα» καρακάξα -και όχι η «κλέφτρα» κίσσα, όπως λανθασμένα έχει αποδοθεί- πιθανόν, έχει αποκτήσει άδικα αυτή τη φήμη.[21] Είναι αλήθεια ότι, έλκεται από την παρουσία μεταλλικών αντικειμένων τα οποία, ωστόσο, μπορεί να είναι οτιδήποτε, λ.χ. χάντρες, γυαλιά, κονσερβοκούτια, νομίσματα, ή οτιδήποτε «γυαλίζει» στο φως, αλλά αυτό το κάνει από έμφυτη περιέργεια λόγω του υψηλού δείκτη νοημοσύνης της (βλ. παρακάτω) και όχι με τη διάθεση να «κλέψει». Επίσης, όλα τα μέλη της οικογενείας των Κορακιδών, έχουν αυτή τη συνήθεια, όπως οι κουρούνες και οι κάργιες, απλώς η συνηθέστερη παρουσία της καρακάξας, δίνει αυτή τη λανθασμένη εντύπωση.
Η καρακάξα θεωρείται, όχι μόνον από τα ευφυέστερα πτηνά αλλά και μεταξύ των πιο έξυπνων από όλα τα ζώα, γενικά. Αυτό οφείλεται στη μεγάλη περιοχή του εγκεφάλου της που στα πτηνά- ονομάζεται nidopallium και έχει ανάλογο μέγεθος με την αντίστοιχη περιοχή (pallium) των θηλαστικών. Μάλιστα, είναι μεγαλύτερη από εκείνη ενός γίββωνα.[32] Όπως και σε άλλα κορακοειδή, ο λόγος μάζας του εγκεφάλου/μάζα σώματος είναι ίσος με εκείνον των μεγάλων πιθήκων και των κητών.[33]
Μελέτη του 2004, δείχνει ότι η νοημοσύνη του κορακοειδών, όπου ανήκει η καρακάξα είναι ισοδύναμη με εκείνη των μεγάλων πιθήκων, και όσον αφορά στην κοινωνική επίγνωση, το αιτιολογικό σκεπτικό, την ευελιξία σκέψης, τη φαντασία και την προσδοκία. Πέραν τούτου, όμως, οι καρακάξες εμφανίζουν και τα εξής ηθολογικά χαρακτηριστικά:
Η περίοδος φωλιάσματος ποικίλλει ανάλογα με την επικράτεια αναπαραγωγής, με το φώλιασμα να αρχίζει ήδη από τον Δεκέμβριο στο Ηνωμένο Βασίλειο,[9] αλλά στις υπόλοιπες επικράτειες συνήθως είναι στις αρχές Απριλίου.[40] Οι καρακάξες είναι μονογαμικές και σχηματίζουν μακρόβια ζευγάρια, ήδη από τον προηγούμενο χειμώνα. Συχνά φωλιάζουν σε μικρές χαλαρές αποικίες, αλλά αυτό μπορεί να είναι περισσότερο ανταπόκριση στην τοπική κατανομή των δέντρων, παρά να οφείλεται σε χαρακτηριστικό της ηθολογίας τους.[19] Πριν το ζευγάρωμα πραγματοποιούνται τελετουργικά ερωτοτροπίας με τα πτηνά να εκτελούν μικρές πτήσεις και «κυνηγητά» και να «μιλάνε» τη δική τους «γλώσσα», η οποία φαίνεται να διαφέρει από εκείνην που χρησιμοποιούν στις άλλες περιόδους του έτους. Η ωοτοκία πραγματοποιείται άπαξ σε κάθε αναπαραγωγκή περίοδο.[40]
Στις προτιμώμενες θέσεις αναπαραγωγής (βλ. Βιότοπος), οι καρακάξες κατασκευάζουν τη φωλιά τους σε δένδρα, ιδιαίτερα σε ανοικτές θέσεις. Ωστόσο, στις περιαστικές περιοχές και σε άδενδρες τοποθεσίες, η φωλιά μπορεί να κατασκευαστεί σε θάμνους και φυσικούς φράκτες, σε πυλώνες ηλεκρισμού, ακόμη και σε σπίτια ή άλλες ανθρώπινες κατασκευές.[40] Και τα δύο φύλα συμμετέχουν στην κατασκευή της φωλιάς (το αρσενικό προμηθεύει τα υλικά και το θηλυκό κτίζει), η οποία είναι χαρακτηριστική και ξεχωρίζει από απόσταση. Βρίσκεται στη διχάλα ή στα μεγάλα κλαδιά ενός ψηλού φυλλοβόλου δένδρου (γι’ αυτό φαίνεται εύκολα τον χειμώνα) και έχει μεγάλο μέγεθος. Η φωλιά επαναχρησιμοποιείται στα επόμενα έτη και από πολλά άλλα είδη, π.χ., κουκουβάγιες. Μπορεί να έχει διάμετρο έως και ένα (1) μέτρο, είναι θολωτή με κρυφές εισόδους και στις δύο πλευρές, κυρίως στο πάνω μέρος. Ωστόσο, η όλη ογκώδης κατασκευή χρησιμεύει για την προστασία της εσωτερικής μικρότερης, κυπελοειδούς δομής που αποτελεί την πραγματική θέση ωοτοκίας. Αυτή είναι κατασκευασμένη με λάσπη ή κοπριά και επενδυμένη με πόες, ριζίδια, τρίχες και γρασίδι.[19]
Η γέννα αποτελείται από (3-) 5 έως 8 (-10) υποελλειπτικά, γυαλιστερά και έντονα κηλιδωτά αβγά, διαστάσεων 34,7 Χ 24,0 χιλιοστών και βάρους 9,9 γραμμαρίων, εκ των οποίων, ποσοστό 6% είναι κέλυφος.[17] Η εναπόθεση γίνεται κάθε δεύτερη μέρα. Η επώαση αρχίζει αμέσως μετά την εναπόθεση του πρώτου αβγού, πραγματοποιείται από το θηλυκό και διαρκεί, κατά μέσον όρο, 17-18 ημέρες.[40][41] Οι νεοσσοί είναι φωλεόφιλοι και χρήζουν της άμεσης προστασίας των γονέων. Πτερώνονται και αφήνουν τη φωλιά στις 22 έως 27 (-28) ημέρες μετά την εκκόλαψη,[40][41] και συμμετέχουν σε ομαδικά «παιδοκομεία», όπου κάθε γονέας σιτίζει το μικρά του για άλλες 3-4 εβδομάδες.[19]
Συχνά η φωλιά της καρακάξας παρασιτείται από τον κούκο Η σεξουαλική ωριμότητα επιτυγχάνεται στα 2 έτη ζωής του πτηνού, ενώ η μέση διάρκεια ζωής του είναι τα 5 χρόνια.[17] Μια μελέτη που πραγματοποιήθηκε κοντά στο Σέφιλντ της Βρετανίας με πουλιά με αναγνωριστικά χρωματιστά δαχτυλίδια στα πόδια τους, βρήκε ότι μόνο το 22% των νεοσσών μετά τον πρώτο χρόνο ζωής τους. Για τα επόμενα χρόνια, το ποσοστό επιβίωσης ήταν 69%, υποδηλώνοντας ότι για αυτά τα πουλιά που επιβίωσαν μετά τον πρώτο χρόνο, ο συνολικός μέσος όρος ζωής ήταν τα 3,7 χρόνια[42]. Η μεγαλύτερη καταγεγραμμένη ηλικία για καρακάξα είναι 21 χρόνια και 8 μήνες για ένα πουλί κοντά στο Κόβεντρι της Αγγλίας, το οποίο μπήκε δαχτυλίδι αναγνώρισης το 1925, και πυροβολήθηκε το 1947[43][44].
Οι καρακάξες θεωρούνται επιβλαβείς σε αρκετές περιοχές και εξοντώνονται.[19] Παρόλο που οι «πληθυσμοί-κλειδιά» σε Ρωσία και Γαλλία έχουν μειωθεί αισθητά, το είδος δεν κινδυνεύει σε παγκόσμιο επίπεδο και αξιολογείται ως Ελαχίστης Ανησυχίας (LC) από την IUCN.[45]
Τους μεγαλύτερους καταγεγραμμένους αναπαραγωγικούς πληθυσμούς στην Ευρώπη, διαθέτουν η Ρωσία, η Γαλλία, η Τουρκία, η Ισπανία και η Βουλγαρία.[46]
Η καρακάξα απαντά ως πολύ κοινό επιδημητικό είδος σε όλα σχεδόν τα ηπειρωτικά αλλά, για κάποιον αδιευκρίνιστο λόγο, απουσιάζει από περισσότερα νησιά του Αιγαίου και του Ιονίου, εκτός από την Κέρκυρα, την Κω και τη Λευκάδα (;). Ελάχιστες αναφορές υπάρχουν από την Κρήτη, τη Λέσβο, τη Χίο και τις Κυκλάδες. Κινούνται από το επίπεδο της θάλασσας μέχρι τα 600 μ., περιστασιακά μέχρι τα 1.500 μ., ανάλογα με την ύπαρξη κατάλληλου οικοτόπου. Ειδικά σε αγροτικά, άδενδρα πλατώματα (λ.χ. κατά μήκος εθνικών οδών), έχουν προσαρμοστεί να φωλιάζουν πάνω στους πυλώνες μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας, μαζί με κουρούνες.[47]
Είναι αυστηρά καθιστικό είδος και, παρά τη μικρή μετααναπαραγωγική διασπορά νεαρών κυρίως ατόμων, δεν απομακρύνονται ούτε στα κοντινά νησιά. Κατά τη διάρκεια του χειμώνα σχηματίζουν χαλαρά σμήνη, και κουρνιάζουν ομαδικά σε εξειδικευμένες συστάδες πυκνής βλάστησης.[47]
Η καρακάξα είναι πουλί της οικογένειας Corvidae . Όπως και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς τους, οι καρακάξες θεωρούνται πάρα πολύ έξυπνα πτηνά. Η ευρασιατική κίσσα, για παράδειγμα, κατατάσσεται μεταξύ των πιο έξυπνων πλασμάτων του κόσμου [48][49] και είναι ένα από τα λίγα είδη, μη θηλαστικών, που μπορούν να αναγνωρίσουν τον εαυτό τους σε μια δοκιμή καθρέφτη .[50] Είναι γνωστές για το ιδιαίτερο κελάηδημά τους, ενώ κάποτε αποτελούσαν ένα αρκετά δημοφιλές κατοικίδιο ως πτηνό σε κλουβί. Εκτός από άλλα μέλη του γένους Pica, οι κορβίδες που ονομάζονται καρακάξες μπορεί να ανήκουν στα γένη Cissa, Urocissa και Cyanopica .
Οι καρακάξες του γένους Pica απαντώνται γενικά σε εύκρατες περιοχές της Ευρώπης, της Ασίας και της δυτικής Βόρειας Αμερικής, με πληθυσμούς να υπάρχουν επίσης στο Θιβέτ και σε περιοχές με υψηλό υψόμετρο στο Κασμίρ. Οι καρακάξες του γένους Cyanopica απαντώνται στην Ανατολική Ασία και στην Ιβηρική Χερσόνησο . Ωστόσο, τα πουλιά που ονομάζονται καρακάξες (eng: magpies) στην Αυστραλία, δεν σχετίζονται με τις καρακάξες στον υπόλοιπο κόσμο.[51]
Στην Ευρώπη, οι καρακάξες είχαν ιστορικά δαιμονοποιηθεί από τον άνθρωπο, κυρίως ως αποτέλεσμα δεισιδαιμονιών και μύθων. Τα μεγάλα κορακοειδή, λόγω του μαύρου χρώματός τους αντιπροσωπεύουν το κακό στη βρετανική λαογραφία, με τα άσπρα πουλιά να θεωρούνται ως καλά.[52] Η καρακάξα είναι προάγγελος κακής τύχης, όπως στη Σκωτία όπου μια καρακάξα κοντά στο παράθυρο του σπιτιού λέγεται ότι προφητεύει κάποιον θάνατο.
Στην ιταλική και γαλλική λαογραφία, οι καρακάξες πιστεύεται ότι έχουν μια τάση να «κλέβουν» λαμπερά αντικείμενα, ιδιαίτερα πολύτιμους λίθους. Εκεί, άλλωστε, βασίζεται η ονομασία της όπερας La Gazza Ladra του Ροσίνι (βλ. Ονοματολογία) και το τεύχος The Castafiore Emerald από τις περιπέτειες του Τεντέν. Αλλά και στη βουλγαρική, γαλλική, γερμανική, ουγγρική, πολωνική, ρωσική, σλοβακική και σουηδική λαογραφία η καρακάξα θεωρείται, επίσης, «κλέφτης». Στη Σουηδία συνδέεται και με τη μαγεία.
Κόντρα στις ευρωπαϊκές αντιλήψεις για την καρακάξα, το πτηνό θεωρείται ότι φέρνει μεγάλη τύχη στην Κορέα, ευημερία και ανάπτυξη [52] Ομοίως, στην Κίνα, οι καρακάξες θεωρούνται ως οιωνοί ευτυχίας.
Η καρακάξα απαντά στον ελλαδικό χώρο και με τις ονομασίες κράγκα [53] και κατσικορώνα (Κύπρος).[54]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.