Βιετνάμ
χώρα της νοτιοανατολικής Ασίας From Wikipedia, the free encyclopedia
χώρα της νοτιοανατολικής Ασίας From Wikipedia, the free encyclopedia
Το Βιετνάμ (βιετναμέζικα: Việt Nam, προφέρεται: [vîət nāːm], γαλλικά: Viêt Nam), επισήμως γνωστό ως Σοσιαλιστική Δημοκρατία του Βιετνάμ, είναι χώρα της Νοτιοανατολικής Ασίας, η 2η πολυπληθέστερη χώρα με κομμουνιστικό καθεστώς στον κόσμο. Έχει συνολική έκταση 331.690 τετραγωνικά χιλιόμετρα και συνορεύει βόρεια με την Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, δυτικά με το Λάος και την Καμπότζη, ενώ ανατολικά, νότια και νοτιοδυτικά βρέχεται από τα νερά του Κόλπου του Τονκίνο, της Θάλασσας της Νότιας Κίνας και του κόλπου της Ταϊλάνδης. Πρωτεύουσα της χώρας είναι το Ανόι, που βρίσκεται στα βόρεια, αλλά μεγαλύτερο αστικό κέντρο είναι η Πόλη του Χο Τσι Μιν, στον Νότο, η οποία μέχρι το 1976 ονομαζόταν Σαϊγκόν. Σύμφωνα με επίσημη εκτίμηση για το 2023, ο πληθυσμός του Βιετνάμ ανέρχεται σε 100.300.000 κατοίκους.[2]
Σοσιαλιστική Δημοκρατία του Βιετνάμ Cộng hòa xã hội chủ nghĩa Việt Nam | |||
---|---|---|---|
| |||
Εθνικό σύνθημα: Độc lập - Tự do - Hạnh phúc (Ανεξαρτησία - Ελευθερία - Ευτυχία) | |||
Η θέση του Βιετνάμ στον κόσμο | |||
Ανόι 21°2′0″N 105°51′0″E | |||
Μεγαλύτερη πόλη | Χο Τσι Μιν | ||
Βιετναμέζικα | |||
Σοσιαλιστική Δημοκρατία | |||
Το Λαμ Φαμ Μιν Τσιν Κενή θέση | |||
Ανεξαρτησία Από τη Γαλλία Ισχύον Σύνταγμα | 2 Σεπτεμβρίου 1945 1η Ιανουαρίου 2014 | ||
• Σύνολο • % Νερό • Σύνορα Ακτογραμμή | 331.690[1] km2 (66η) 1,3 4.639 km 3.4441 km | ||
Πληθυσμός • Εκτίμηση 2023 • Απογραφή 2019 • Πυκνότητα | 100.300.000[2] (16η) 96.208.984[3] 302,4 κατ./km2 (46η) | ||
ΑΕΠ (ΙΑΔ) • Ολικό (2019) • Κατά κεφαλή | 770,227 δισ. $[4] 8.066 $[4] | ||
ΑΕΠ (ονομαστικό) • Ολικό (2019) • Κατά κεφαλή | 261,637 δισ. $[4] 2.740 $[4] | ||
ΔΑΑ (2021) | 0,703[5] (115η) – υψηλός | ||
Νόμισμα | Ντονγκ (₫) (VND) | ||
(UTC +7) | |||
Internet TLD | .vn | ||
Οδηγούν στα | δεξιά | ||
Κωδικός κλήσης | +84 | ||
Χωρίς τα νησιά. |
Η ονομασία Βιετνάμ (βιετναμική προφορά: [viə̀t naːm]) είναι παραλλαγή του "Ναμ Βιέτ" (κινέζικα: 南越· πινγίν: Nányuè· κυριολεκτικά "Νότιοι Βιέτ"), μία ονομασία που μπορεί να αναχθεί στην δυναστεία Τριέου του 2ου π.Χ. αιώνα.
Κύριο φυσιογραφικό γνώρισμα του Βιετνάμ είναι η Αναμιτική Οροσειρά, που εκτείνεται από βορρά προς νότο και δεσπόζει στο εσωτερικό της χώρας, καθώς και τα δύο εκτεταμένα προσχωματικά δέλτα που σχηματίζουν οι ποταμοί Ερυθρός (Σονγκ Χονγκ) στον βορρά και Μεκόνγκ (Σονγκ Κούου Λονγκ) στον νότο. Μεταξύ αυτών των δύο δέλτα εκτείνεται μία μεγάλου μήκους, σχετικά στενή, παραλιακή πεδιάδα.
Τα υψίπεδα του Βορείου Βιετνάμ μπορούν να διαιρεθούν, από βορρά προς νότο, σε δύο περιοχές: την περιοχή βόρεια του Ερυθρού Ποταμού και τον ορεινό όγκο που εκτείνεται νότια του Ερυθρού Ποταμού στη γειτονική προς το Λάος περιοχή. Ο Ερυθρός ποταμός σχηματίζει μια βαθιά, μεγάλου σχετικά πλάτους, κοιλάδα που εκτείνεται σε ευθεία βορειοδυτική-βορειοανατολική διεύθυνση επί 210 χιλιόμετρα, από τα σύνορα με τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας έως το άκρο του δέλτα. Βόρεια του Ερυθρού Ποταμού εκτείνεται μία ορεινή περιοχή και ένα βύθισμα που ξεκινάει από το Κάο Μπανγκ και φτάνει ως τη θάλασσα. Η δεύτερη περιοχή χαρακτηρίζεται από όρη στο ανατολικό τμήμα της, που σχηματίζουν τόξα κυρτά στα ανατολικά και νοτιοανατολικά. Αυτή η περιοχή περιλαμβάνει επίσης μεγάλες αναβαθμίδες, εκτεταμένες προσχωματικές πεδιάδες και χαμηλούς λόφους. Εκτείνεται από το δέλτα του Ερυθρού Ποταμού κατά μήκος των ποταμών Λο, Τσάι, Τσου, Θουόνγκ, Λουκ Ναμ και Κυ Κουνγκ.
Σε σύγκριση με την περιοχή βορείως του Ερυθρού Ποταμού, ο μεγάλος ορεινός όγκος που εκτείνεται στα νοτιοδυτικά, από το Λάος ως τον ποταμό Μεκόνγκ, έχει σημαντικά μεγαλύτερα ύψη και καλύπτεται από φτωχά εδάφη. Κύρια τοπογραφικά γνωρίσματά της είναι η οροσειρά Φαν Σι Παν, με υψηλότερες κορυφές το όρος Φαν Σι Παν (3.143 μέτρα) και το Που Λοούνγκ (2.986 μέτρα). Είναι κρυσταλλικής σύστασης, με λίγες πεδιάδες. Νότια του Μαύρου Ποταμού βρίσκονται τα οροπέδια Τα Πινγκ, Σον Λα και Μοκ Τσάου, που χωρίζονται μεταξύ τους από βαθιές κοιλάδες. Κάτω από τη βόρεια ορεινή χώρα βρίσκεται το δέλτα του Ερυθρού Ποταμού. Το δέλτα, που έχει έκταση 11.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα, εκτείνεται επί 240 χιλιόμετρα προς το εσωτερικό, με άνοιγμα 120 χιλιομέτρων κατά μήκος του Κόλπου του Τονκίνο.
Το δέλτα του Ερυθρού Ποταμού χωρίζεται σε τέσσερις υποπεριοχές. Το βορειοδυτικό τμήμα έχει το ψηλότερο και πιο διαμελισμένο έδαφος και τα φυσικά αναχώματά του προσφέρονται για εγκατάσταση, παρά τις συχνές πλημμύρες. Το χαμηλό ανατολικό τμήμα του δέλτα έχει προσχώσεις χαμηλότερες από δύο μέτρα στην περιοχή του Μπακ Νινχ. Οι ποταμοί διαρρέουν την περιοχή αυτή από μικρές κοιλάδες, λίγο χαμηλότερες από τη γενική στάθμη του εδάφους, και για τον λόγο αυτό πλημμυρίζουν εξαιτίας της ασυνήθιστα υψηλής παλιρροϊκής στάθμης. Οι δύο άλλες υποπεριοχές είναι βαθύπεδα, τα οποία δεν αποστραγγίζονται με ικανοποιητικό τρόπο στα δυτικά και στην παραλιακή περιοχή.
Στο Κεντρικό Βιετνάμ η Αναμιτική Οροσειρά εκτείνεται παράλληλα προς την ακτή, με αρκετές κορυφές που ξεπερνούν τα 1.830 μέτρα. Αρκετά αντερείσματα προβάλλονται στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας, σχηματίζοντας απομονωμένα μεταξύ τους διαμερίσματα. Ένα τέτοιο αντέρεισμα διχοτομεί την παραλιακή πεδιάδα στο Μουί Ρου (που ονομαζόταν παλαιότερα Πύλη του Ανάμ) κι ένα άλλο υψώνεται στη διάβαση Χάι Βαν (τον Αυχένα των Νεφών), ακριβώς βόρεια του Ντανάνγκ. Οι επικοινωνίες κατά μήκος της οροσειράς του Κεντρικού Βιετνάμ είναι προβληματικές. Προς το εσωτερικό, από το Κουάνγκ Τρι στο Λάο Μπάο, βρίσκεται η κύρια διάβαση, το Άι Λάο, που ήταν η αρχαία οδός εισβολής από την παραλιακή πεδιάδα προς το εσωτερικό. Στο νότιο τμήμα της Αναμιτικής Οροσειράς διακρίνονται δύο περιοχές οροπεδίων.
Νοτίως της οροσειράς εκτείνεται μία περιοχή αναβαθμίδων που καταλήγει στο δέλτα του Μεκόνγκ. Η περιοχή των αναβαθμίδων περιλαμβάνει τις προσχωματικές πεδιάδες κατά μήκος των ποταμών Σαϊγκόν και Ντονγκ Νάι. Οι χαμηλές εκτάσεις του νοτίου Βιετνάμ κυριαρχούνται από προσχωματικές πεδιάδες, με πιο εκτεταμένη το δέλτα του Μεκόνγκ, που καλύπτει έκταση 40.400 τετραγωνικών χιλιομέτρων. Μικρότερες δελταϊκές περιοχές υπάρχουν κατά μήκος της νοτιοκεντρικής ακτής της Θάλασσας της Νότιας Κίνας.
Στο βόρειο Βιετνάμ οι κατακλυσμιαίες εποχικές βροχές έχουν αποπλύνει από τα υψίπεδα τον πλούσιο χούμο, αφήνοντας τη δυσδιάλυτη αλουμίνα και τα οξείδια του σιδήρου, που δίνουν στο έδαφος το χαρακτηριστικό ερυθρωπό χρώμα του. Τα εδάφη του δέλτα του Ερυθρού Ποταμού παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλία. μερικά είναι εύφορα και προσφέρονται για εντατική καλλιέργεια, ενώ άλλα δεν έχουν διαλυτές βάσεις. Παρ' όλα αυτά, τα εδάφη του δέλτα βρίσκονται σε καλή κατάσταση, χωρίς λατεριτικές τάσεις. Η κατασκευή αναχωμάτων στον Ερυθρό Ποταμό για την πρόληψη των πλημμυρών αποστέρησε τους ορυζώνες του δέλτα από τις πλούσιες φερτές ύλες, και για τον λόγο αυτό επιβάλλεται η χρήση λιπασμάτων.
Στο νότιο Βιετνάμ, στα κεντρικά υψίπεδα κυριαρχούν τα κίτρινα ποντζολικά εδάφη, που καταλαμβάνουν το 43% της χερσαίας επιφάνειας, ενώ τα λατεριτικά εδάφη καταλαμβάνουν το 12%. Τα προσχωματικά εδάφη, που είναι συγκεντρωμένα στο δέλτα του Μεκόνγκ, καταλαμβάνουν το 27% της χερσαίας επιφάνειας. Γκρίζα ποντζολικά εδάφη βρίσκονται σε τμήματα των κεντρικών υψιπέδων και στις αρχαίες αναβαθμίδες.
Καθώς το Βιετνάμ εκτείνεται μόλις νότια του Τροπικού του Καρκίνου, το κλίμα του από τον πιο ορεινό βορρά προς τον παράκτιο κλιματικού τύπου επηρεαζόμενο νότο, μετατρέπεται διαδοχικά αντίστοιχα από υγρό υποτροπικό στις βόρειες και ορεινές περιοχές σε καθαρά υγρό τροπικό κλίμα μουσωνικού τύπου προς τις νότιες ακτές, ευνοώντας έτσι κατά μήκος όλης της χώρας την ανάπτυξη πυκνών ισημερινών δασών και αμέτρητων μεγάλων και μικρών ποταμών.
Η περιοχή του Βιετνάμ κατοικείται για αρκετές χιλιάδες χρόνια. Πέτρινα εργαλεία από την παλαιολιθική εποχή που βρέθηκαν στο Βιετνάμ, κυρίως στην περιοχή του Ερυθρού Ποταμού, έχουν ομοιότητες με εργαλεία που βρέθηκαν στην Ταϊλάνδη, την Ιάβα και τη βόρεια Μιανμάρ.
Το 1200 π.Χ. άρχισε στο Βιετνάμ η παραγωγή ρυζιού με ορυζώνες και η κατασκευή μπρούντζινων αντικειμένων. Αυτές οι δύο καινοτομίες οδήγησαν στην εμφάνιση του πολιτισμού Ντονγκ Σον, γνωστού από τα μπρούτζινα τύμπανά του, αρκετά από αυτά διακοσμημένα με εγχαράξεις που απεικονίζουν σκηνές από την καθημερινή ζωή και διάφορες τελετές. Η τεχνολογία επεξεργασίας μπρούντζου θεωρείται ότι προήλθε είτε από την Κίνα είτε από την Ταϊλάνδη. Η ακμή αυτού του πολιτισμού ήταν την περίοδο 800-200 π.Χ. Εκείνη την περίοδο θεωρείται ότι διοικούσε την περιοχή του Κόκκινου Ποταμού η θρυλική δυναστεία Χονγκ Μπανγκ (2879 - 257 π.Χ.).[6]
Μετά το 200 π.Χ. άρχισε μια περίοδος έντονης μετανάστευσης στη Νοτιοανατολική Ασία. Μετά την πτώση της δυναστείας Τσιν στην Κίνα, η δυναστεία Χαν που τη διαδέχτηκε εξόρισε τα μέλη της κυβέρνησης και του στρατού της προηγούμενης δυναστείας, τα οποία εγκαταστάθηκαν στην περιοχή του Κόκκινου Ποταμού. Αυτοί οι άνθρωποι μεταλαμπάδευσαν τον πολιτισμό και την τεχνογνωσία τους στους κατοίκους της περιοχής, ενός πολιτισμού υπαρκτού τον 20ο αιώνα. To 111 π.Χ. η δυναστεία Χαν προσάρτησε το βόρειο Βιετνάμ στις κτήσεις της. Παράλληλα, στο κεντρικό Βιετνάμ υπήρχε ένας παράκτιος πολιτισμός ο οποίος εξελίχθηκε στο βασίλειο Τσάμπα, το οποίο είχε έντονες ινδουιστικές και γενικότερα ινδικές επιρροές.[6]
Η Κίνα ήλεγχε το βόρειο Βιετνάμ σχεδόν για μια χιλιετία. Αυτονομιστικά κινήματα εμφανίστηκαν νωρίς, όπως οι αδελφότητες των Τρουνγκ το 40 μ.Χ., τα οποία είχαν προσωρινή μόνο επιτυχία. Το βόρειο Βιετνάμ έγινε ανεξάρτητο κατά την πρώιμη δυναστεία Λι την περίοδο 544 με 602, αλλά η κινεζική κυριαρχία συνεχίστηκε μέχρι το 938, όταν ο Βιετναμέζος άρχοντας Νγκο Κουγιέν νίκησε τις κινεζικές δυνάμεις στη μάχη του ποταμού Μπαχ Ντανγκ.[7] Το κράτος έλαβε τη νέα ονομασία "Đại Việt" (μεγάλο Βιετ) και είχε μια περίοδο ακμής υπό την εξουσία των δυναστειών Λι και Τραν, όταν και κατάφεραν επίσης να αποκρούσουν τρεις εφόδους Μογγόλων.[8] Εν τω μεταξύ, ο Βουδισμός αναπτύχθηκε και έγινε η θρησκεία του κράτους. Ανάμεσα στον 11ο και το 18ο αιώνα μ.Χ., το Βιετνάμ επεκτάθηκε προς τα νότια, κατακτώντας τους Τσάμπα και μέρος της αυτοκρατορίας των Χμερ.[9][10]
Μετά το 16ο αιώνα αναταραχές έλαβαν χώρα στο Βιετνάμ. Το Βιετνάμ μοιράστηκε ανάμεσα στους άρχοντες Τριν, μια σειρά αρχόντων που διοικούσαν το βόρειο Βιετνάμ σαν βασιλιάδες από το 1545 μέχρι το 1787. Οι οικογένειες της ελίτ αύξαναν τον πλούτο τους, χωρίς όμως να δίνουν σημασία στην κατάσταση του λαού τους. Το νότιο Βιετνάμ διοικούσαν οι άρχοντες Νγκουγιέν και η κατάσταση που επικρατούσε ήταν παρόμοια. Οι αδελφοί Τάι Σον κατάφεραν να ενώσουν προσωρινά το Βιετνάμ, όμως νικήθηκαν το 1792 από τα απομεινάρια των αρχόντων Νγκουγιέν, οι οποίοι είχαν τη βοήθεια των Γάλλων. Το 1802 ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας ο Γκία Λονγκ, ο οποίος αναβίωσε τη γραφειοκρατία στα χνάρια του κομφουκιανισμού και μετέφερε την πρωτεύουσα στη Χουέ. Παράλληλα οι Γάλλοι άρχισαν να καταλαμβάνουν βιετναμέζικες πόλεις. Οι διάδοχοί του συνέχισαν με παρόμοια συστήματα, όμως η γαλλική κυριαρχία στην περιοχή γινόταν όλο και πιο έντονη.[6]
Οι Γάλλοι συνέχισαν να υπονομεύουν την ανεξαρτησία του Βιετνάμ και με μια σειρά στρατιωτικών επεμβάσεων την περίοδο 1859-1885 προσάρτησαν όλο το Βιετνάμ στη Γαλλική Ινδοκίνα. Επισήμως, η αποικιοκρατία της Γαλλίας στο Βιετνάμ άρχισε το 1874. Οι Γάλλοι εισήγαγαν στο Βιετνάμ τους δυτικούς τρόπους εκπαίδευσης και προσηλύτισαν τους ντόπιους στον Ρωμαιοκαθολικισμό. Οι περισσότεροι Γάλλοι εγκαταστάθηκαν στο νότιο τμήμα του Βιετνάμ, κοντά στην πόλη Σαϊγκόν. Οι Γάλλοι ανέπτυξαν την οικονομία τους ώστε να έχει ως βάση τις φυτείες, τα προϊόντα των οποίων (καπνός, τσάι και καφές) εξάγονταν.
Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η Ιαπωνία εισέβαλε στο Βιετνάμ το 1941. Το καθεστώς Βισύ στη Γαλλία αναγκάστηκε από το Τρίτο Ράιχ να παραδώσει τη Γαλλική Ινδοκίνα στην Ιαπωνία. Η Ιαπωνία εκμεταλλεύτηκε τους πόρους της Ινδοκίνας ώστε να συνεχίσει τις εκστρατείες της στην Ινδονησία, τη Μαλαισία και τη Βιρμανία.
Το 1941 ιδρύθηκε από τον Χο Τσι Μιν το Βιετ Μιν (απλούστερα Βιετμίν) ένα κομμουνιστικό απελευθερωτικό κίνημα. Την ημέρα της παράδοσης της Ινδοκίνας στην Ιαπωνία το Βιετμίν έκανε μια συμφωνία. Θα άφηνε τους Ιάπωνες να δρουν ανεμπόδιστοι, με την προϋπόθεση να αφήσουν τον εξοπλισμό τους στους Βιετναμέζους. Μετά την ήττα των Ιαπώνων τον Αύγουστο του 1945 οι αντάρτες Βιετμίν κατέλαβαν το Ανόι και έφτιαξαν μια μεταβατική κυβέρνηση, η οποία κήρυξε την εθνική ανεξαρτησία της χώρας στις 2 Σεπτεμβρίου 1945.[11]
Η μεταβατική κυβέρνηση της Γαλλίας αντέδρασε και το 1946 έστειλε στρατεύματα ώστε να καταστείλουν την εξέγερση. Τον Νοέμβριο του 1946 οι γαλλικές δυνάμεις βομβάρδισαν το λιμάνι Χάι Φονγκ και σύντομα άρχισε ο ανταρτοπόλεμος των Βιετμίν ενάντια στους Γάλλους. Ο πόλεμος της Ινδοκίνας συνεχίστηκε μέχρι τις 20 Ιουλίου 1954, λήγοντας τελικώς μετά τη νίκη των Βιετναμέζων επί των Γάλλων στη μάχη του Ντιεν Μπιεν Φου. Τον ίδιο χρόνο το Συνέδριο της Γενεύης αναγνώρισε την ανεξαρτησία του Βιετνάμ, αλλά χώρισε προσωρινά τη χώρα στα δύο, κατά μήκος του 17ου Παράλληλου, ορίζοντας ότι η ενοποίηση θα έπρεπε να γίνει με γενικές εκλογές μέσα στο 1956. Εν τω μεταξύ όμως, το Νότιο Βιετνάμ, νωρίτερα αυτοκρατορικό, ανακηρύχθηκε ως δημοκρατία από τον Νγκο Ντιν Νιεμ, ο οποίος είχε την υποστήριξη των Ηνωμένων Πολιτειών, που δεν ήθελαν την επικράτηση των κομμουνιστών του Χο Τσι Μιν σε όλη τη χώρα.
Για την καταπολέμηση του αστικού καθεστώτος του κράτους του Νοτίου Βιετνάμ, άρχισε το 1957 ο εμφύλιος αγώνας των Βιετκόνγκ, κομμουνιστών ανταρτών του Νοτίου Βιετνάμ και της Καμπότζης, ενισχυόμενων από εφόδια και τακτικό στρατό του κομμουνιστικού Βορείου Βιετνάμ. Για να προστατεύσουν το καθεστώς του Νοτίου Βιετνάμ, οι Ηνωμένες Πολιτείες άρχισαν να στέλνουν στρατεύματα στο Βιετνάμ, οι άνδρες των οποίων ξεπέρασαν τις 500.000 το 1965. Το 1968, το Βόρειο Βιετνάμ έκανε την επίθεση του Τετ, η οποία είχε σκοπό να αιφνιδιάσει τους Αμερικανούς, με τα κομμουνιστικά στρατεύματα να φτάνουν μέχρι τη Σαϊγκόν. Αν και η επιχείρηση στρατιωτικά απέτυχε, η κοινή γνώμη στις ΗΠΑ άλλαξε στάση και ο πόλεμος στο Βιετνάμ άρχισε να κατακρίνεται. Εξαιτίας του μεγάλου κόστους του πολέμου, της ολοένα και μικρότερης ανεκτικότητας των Αμερικανών πολιτών στο θέαμα των νεκρών στρατιωτών τους και της γενικότερης εσωτερικής αντιπολεμικής κατακραυγής, τα αμερικανικά στρατεύματα άρχισαν να αποχωρούν από το Βιετνάμ το 1973 και τελικά το Βόρειο Βιετνάμ άρχισε μια πλήρους κλίμακας επίθεση το 1974, που έληξε στις 30 Απριλίου 1975 με την πτώση της Σαϊγκόν. Στις 2 Ιουλίου 1976, το Βόρειο και το Νότιο Βιετνάμ ενώθηκαν και σχημάτισαν τη Σοσιαλιστική Δημοκρατία του Βιετνάμ. Ο πόλεμος ρήμαξε το ανθρώπινο και υλικό δυναμικό του Βιετνάμ, με τον συνολικό αριθμό των νεκρών να κυμαίνεται από 1 έως 4 εκατομμύρια.
Μετά τον πόλεμο του Βιετνάμ, μεγάλο μέρος της αγροτικής παραγωγής καταστράφηκε και η κυβέρνηση για να ενδυναμώσει την οικονομία επέβαλε κολλεκτιβοποίηση των καλλιεργειών και των εργοστασίων. Το οικονομικό αυτό σύστημα ήταν ανεπαρκές και υπονομευόταν περισσότερο από τη διαφθορά σε όλα τα κλιμάκια της κυβέρνησης. Τα προβλήματα αυτά έγιναν εντονότερα στα τέλη της δεκαετίας του 1980, με τη σταδιακή πτώση της Σοβιετικής Ένωσης, κύριας εμπορικής εταίρου του Βιετνάμ. Επίσης, το 1978 το Βιετνάμ εισέβαλε στην Καμπότζη για να συντρίψει τους ενοχλητικούς Ερυθρούς Χμερ. Η εκστρατεία ήταν επιτυχής και το Βιετνάμ αποσύρθηκε από την Καμπότζη το 1989. Το 1994 οι Ηνωμένες Πολιτείες απέσυραν τις κυρώσεις εναντίον του Βιετνάμ και έγινε άρση του τριαντάχρονου εμπάργκο, με αποτέλεσμα οι σχέσεις των δύο χωρών να εξομαλυνθούν πλήρως την επόμενη χρονιά.[12]
Το 1986 πάρθηκε η απόφαση να επιβληθούν μεταρρυθμίσεις για τη δημιουργία ελεύθερης αγοράς. Η ιδιωτικοποίηση επιτράπηκε από την κυβέρνηση και χάρη σε αυτές τις αλλαγές, την περίοδο 1990-1997, το ΑΕΠ της χώρας αυξανόταν κατά 8% κάθε χρόνο. Ο ρυθμός αυτός μειώθηκε ελαφρά την περίοδο 2000-2005 στο 7%, καθιστώντας το Βιετνάμ μια από τις ταχύτερα αναπτυσσόμενες χώρες. Το 1997, το Βιετνάμ έγινε μέλος της Ένωσης Χωρών της Νοτιοανατολικής Ασίας και το 2007 έγινε μέλος του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου[12].
Ο πληθυσμός της χώρας είναι 100.300.000 κάτοικοι,[2] σύμφωνα με επίσημη εκτίμηση για το 2023 (16η στον κόσμο). Η πυκνότητα πληθυσμού είναι 302,4 κατ./τ.χλμ. και ο ρυθμός αύξησης του πληθυσμού είναι 0,1% (εκτίμηση 2021). Ρυθμός γεννήσεων 16,04 γεννήσεις/1000 πληθυσμού και θανάτου 5,78 θάνατοι/1000 πληθυσμού (εκτίμηση 2021).[13] Το προσδόκιμο ζωής στο σύνολο του πληθυσμού, σύμφωνα με εκτιμήσεις του 2019 του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας ήταν 73,7 χρόνια (69,6 χρόνια οι άνδρες και 78,1 οι γυναίκες).[14]
Η επίσημη γλώσσα του Βιετνάμ είναι η βιετναμέζικη γλώσσα. Η γλώσσα ομιλείται σε ολόκληρη τη χώρα, αν και υπάρχουν αρκετά ιδιώματα. Είναι η μητρική γλώσσα του 86% των κατοίκων του Βιετνάμ. Επειδή το Βιετνάμ βρισκόταν υπό κινεζική κυριαρχία για σχεδόν 1000 χρόνια, οι μισές περίπου λέξεις της βιετναμέζικης γλώσσας προέρχονται από τα κινέζικα.[15] Τα Βιετναμέζικα είναι μια από τις λίγες γλώσσες στη νοτιοανατολική Ασία που χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Το σύγχρονο αλφάβητο που χρησιμοποιεί η βιετναμέζικη γλώσσα είναι δημιουργία Ισπανικής Ιεραποστολής και χρησιμοποιήθηκε για να διευκολύνει τον αποικισμό από τους Γάλλους. Γι' αυτό τον λόγο η προφορά μοιάζει με αυτή της ισπανικής γλώσσας. Μια από τις διαφορές ανάμεσα στις δύο γλώσσες είναι η ύπαρξη έξι ειδών τονισμού στη βιετναμέζικη γλώσσα.[16] Οι περισσότερες από τις μειονότητες στο Βιετνάμ, τουλάχιστον 50, μιλούν τη δική τους γλώσσα. Οι περισσότερες από αυτές τις μειονότητες ζουν στα ορεινά τμήματα του κεντρικού και βόρειου Βιετνάμ. Η Χμερ (Καμποτζιανή γλώσσα) ομιλείται στο δέλτα του Μενκόνγκ από περίπου μισό εκατομμύριο ανθρώπους.[15]
Μετά τον αποικισμό από τους Γάλλους στα τέλη του 19ου αιώνα, η κύρια γλώσσα που διδασκόταν στα σχολεία ήταν μέχρι το 1945 τα γαλλικά και συνέχισαν να χρησιμοποιούνται στο νότιο Βιετνάμ μέχρι το 1975. Τα γαλλικά παραμένουν μέχρι σήμερα η γλώσσα στην οποία γίνονται οι διπλωματικές και διεθνείς επαφές του Βιετνάμ, όμως η χρήση τους έχει πλέον αρχίσει να φθίνει.[15] Μετά την ενοποίηση του Βιετνάμ το 1975 η κύρια δεύτερη γλώσσα που διδασκόταν στα σχολεία ήταν τα ρώσικα.[17] Μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης, τα αγγλικά ξεπέρασαν τα ρώσικα ως η δεύτερη γλώσσα με τους περισσότερους ομιλητές. Άλλες γλώσσες που ομιλούνται όλο και περισσότερο από τους Βιετναμέζους εξαιτίας των οικονομικών ευκαιριών που προσφέρουν είναι τα κινέζικα και τα ιαπωνικά.[18] Τα κορεάτικα είναι άλλη μια γλώσσα που μαθαίνουν ολοένα και περισσότεροι Βιετναμέζοι, κυρίως λόγω της δημοτικότητας των κορεάτικων σειρών και της μουσικής (βλέπε κορεατικό κύμα), αλλά και λόγω των οικονομικών ευκαιριών της Νότιας Κορέας.
Ο Βουδισμός, ο Ταοϊσμός και ο Κομφουκιανισμός ήταν οι κύριες θρησκείες του Βιετνάμ για πολλά χρόνια. Οι περισσότεροι Βιετναμέζοι θεωρούν τον εαυτό τους Βουδιστή, αν και δεν ακολουθούν όλοι τακτικά τη θρησκεία.[19] Σύμφωνα με στοιχεία του Γενικού Γραφείου Στατιστικών του Βιετνάμ το 2009, 6,8 εκατομμύρια (ή 7.9% του συνολικού πληθυσμού) είναι Βουδιστές, 5,7 εκατομμύρια (6,6%) είναι Καθολικοί, 1,4 εκατομμύρια (1,7%) ακολουθούν το Χόα Χάο, 0,8 εκατομμύρια (0,9%) ασκούν το Κάο Ντάι και 0,7 εκατομμύρια (0.9%) είναι Διαμαρτυρόμενοι. Συνολικά, 15.651.467 Βιετναμέζοι (18,2%) έχουν δηλωθεί ότι ανήκουν σε μια θρησκεία.[20] Το υπόλοιπο 81% είναι άθεοι.[21]
Το σύνταγμα του Βιετνάμ εξασφαλίζει την ανεξιθρησκεία, όμως το 2004 και το 2005 το Στέιτ Ντιπάρτμεντ συμπεριέλαβε το Βιετνάμ στις χώρες στις οποίες παραβιάζεται η ελευθερία άσκησης μιας πίστης, καθώς η κυβέρνηση του Βιετνάμ έθετε περιορισμούς στις οργανωμένες θρησκευτικές ομάδες, με την ψήφιση νομικού πλαισίου σχετικά με την άσκηση θρησκειών. Μέχρι το 2007, εξαιτίας νέων ψηφισμάτων, οι πιστοί μπορούσαν να ασκήσουν τη θρησκεία τους πιο ελεύθερα, ενώ νέες θρησκευτικές ομάδες εμφανίστηκαν. Παρόλα αυτά, φαίνεται ότι οι αρχές καθυστερούσαν την έκδοση αδειών σε προτεσταντικές εκκλησίες στο βόρειο τμήμα της χώρας και στην εκπαίδευση καθολικών και διαμαρτυρόμενων παστόρων.[22]
Το Βιετνάμ είναι μονοκομματικό κράτος και η πολιτική ζωή της χώρας ελέγχεται από το Κομμουνιστικό Κόμμα του Βιετνάμ. Αρχηγός Κράτους είναι ο Πρόεδρος. Η νομοθετική εξουσία ασκείται από την Εθνοσυνέλευση, η οποία εκλέγει τον Πρόεδρο και τον Πρωθυπουργό.
Οι βουλευτές εκλέγονται απευθείας από τον λαό για μια πενταετία. Το Κομμουνιστικό Κόμμα είναι το μοναδικό πολιτικό κόμμα και κυριαρχεί στις εκλογές.
Στο παρελθόν η οικονομία του Βιετνάμ βασιζόταν στα αγροτικά προϊόντα, και ιδίως στην παραγωγή ρυζιού σε ορυζώνες. Μετά τον πόλεμο του Βιετνάμ, μεγάλο μέρος της αγροτικής παραγωγής καταστράφηκε και η κυβέρνηση για να ενδυναμώσει την οικονομία επέβαλε κολλεκτιβοποίηση των καλλιεργειών, των εργοστασίων. Το οικονομικό αυτό σύστημα ήταν ανεπαρκές και υπονομευόταν περισσότερο από τη διαφθορά στην κυβέρνηση. Τα προβλήματα αυτά έγιναν εντονότερα στα τέλη της δεκαετίας του 1980, με τη σταδιακή πτώση της Σοβιετικής Ένωσης, κύριου εμπορικού εταίρου του Βιετνάμ.
Το 1986 λήφθηκε η απόφαση να υποβληθούν μεταρρυθμίσεις για τη δημιουργία ελεύθερης αγοράς. Η ιδιωτικοποίηση επιτράπηκε από την κυβέρνηση και χάρη σε αυτές τις αλλαγές, την περίοδο 1990-1997, το ΑΕΠ της χώρας αυξανόταν κατά 8% κάθε χρόνο. Ο ρυθμός αυτός μειώθηκε ελαφρά την περίοδο 2000-2005 στο 7% καθιστώντας το Βιετνάμ μια από τις ταχύτερα αναπτυσσόμενες χώρες. Όσον αφορά το 2009, το ΑΕΠ της χώρας ήταν 89,2 δισ. δολάρια ΗΠΑ, σε ονομαστικές τιμές, εκτίμηση 2009[4]. Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ είναι 1.019 $. Το 2012 το ΑΕΠ της χώρας σε ονομαστικές τιμές ήταν 135,4 δις $.
Σήμερα το Βιετνάμ βασίζεται στον κατασκευαστικό τομέα, στην πληροφοριακή τεχνολογία και την ανάπτυξη νέων τεχνολογιών. Επίσης, το Βιετνάμ είναι η τρίτη μεγαλύτερη πετρελαιοπαραγωγός χώρα στη Νοτιοανατολική Ασία, με παραγωγή 400.000 βαρέλια ημερησίως. Η χώρα αποτελεί έναν από τους μεγαλύτερους εξαγωγείς ρυζιού της Νοτιοανατολικής Ασίας, ενώ παράλληλα αναπτύσσεται και ο τουρισμός.[23]
Το 2008 λειτουργούσαν 44 αεροδρόμια και 1 ελικοδρόμιο. Από αυτά, το αεροδρόμιο Νόι Μπάι στην πρωτεύουσα Ανόι, το Ταν-Σον-Νιατ στη Χο-τσι-Μιν και το αεροδρόμιο του Ντα Ναγκ είναι διεθνή. Το αεροδρόμιο Λονγκ Ταν, το οποίο κατασκευάζεται στη Χο-τσι- Μιν, αναμένεται να αντικαταστήσει το Ταν-Σον-Νατ ως κύριος αερολιμένας της χώρας.[24] Η οδήγηση γίνεται στα δεξιά.
Η βάση της βιετναμέζικης κουζίνας είναι το ρύζι. Η λέξη που σημαίνει ρύζι στο ατμό σημαίνει επίσης και γεύμα. Το ρύζι συνοδεύεται από ποικιλία ψαριών και πουλερικών που έχουν μαγειρευτεί μαζί με λαχανικά. Επίσης φτιάχνονται σπρινγκ ρολ με ζύμη από ρύζι. Περιέχουν κομμάτια από χοιρινό, κοτόπουλο ή καβούρι. Φρούτα που καταναλώνονται στο Βιετνάμ είναι οι μπανάνες, τα γκρέιπφρουτ, τα ραμπουτάν, το φρούτο του δράκου, τα μάνγκο, τα ντούριαν, τα λίτσι, τα καρπούζια, οι καρύδες, η παπάγια, το αβοκάντο και το ζαχαροκάλαμο. Επίσης καταναλώνονται ανανάδες καρυκευμένοι με αλάτι και μπαχάρι.[25] Εθνικό πιάτο της χώρας χαρακτηρίζεται η σούπα με νουτλ φο μπο.[26]
Για την κατανάλωση των φαγητών χρησιμοποιούνται ξυλάκια. Από την Κίνα ενσωματώθηκαν στη βιετναμέζικη κουζίνα τα νουντλ και το κινέζικο τηγάνισμα (stir-frying). Στα βόρεια της χώρας καταναλώνονται συχνά πιάτα κινεζικής προέλευσης, όπως οι σούπες και άλλα φαγητά μαγειρεμένα μέσα σε ζωμό. Στο κεντρικό τμήμα της χώρας έχει της απαρχές της η αυτοκρατορική κουζίνα του Βιετνάμ, η οποία προστάζει ένα γεύμα να αποτελείται από πολλά μικρά, κατά προτίμηση χορτοφαγικά, πιάτα. Στον νότο της χώρας στη μαγειρική χρησιμοποιείται πολύ η ζάχαρη και τα μπαχαρικά.[26] Στη περιοχή του δέλτα του Μεκόνγκ χρησιμοποιείται πολύ η πάστα γαρίδας.
Στη βιετναμέζικη κουζίνα επίσης παρατηρούνται και επιρροές από τη γαλλική κουζίνα, με πιο εμφανή τη χρήση παρόμοιων συστατικών όπως η πατάτα, η ντομάτα, τα καρότα, το μπρόκολο, το λάχανο, τα σπαράγγια και το κρέας. Άλλες επιρροές αποτελεί η χρήση του τηγανιού με επίπεδο πάτο αντί του κινέζικου γουόκ.[26]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.