οι Έλληνες που κατάγονται από την περιοχή του Πόντου, δηλαδή τα νότια παράλια του Εύξεινου Πόντου, στη σημερινή βορειοανατολική Τουρκία From Wikipedia, the free encyclopedia
Πόντιοι ονομάζονται οι Έλληνες που κατάγονται από την περιοχή του Πόντου, δηλαδή τα νότια παράλια του Εύξεινου Πόντου, στη βορειοανατολική Μικρά Ασία όπως επίσης και από την περιοχή του Καυκάσου. Οι ίδιοι αυτονομάζονται Ρωμιοί. Η παρουσία Ελλήνων στην περιοχή του Πόντου ανάγεται από την αρχαιότητα μέχρι τους νεότερους χρόνους οπότε η πλειονότητά τους (οι χριστιανοί Πόντιοι) μεταφέρθηκε στην Ελλάδα, με την ανταλλαγή πληθυσμών που ακολούθησε τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922 και τη Γενοκτονία των Ελλήνων Ποντίων που εξαπολύθηκε από τους Νεότουρκους το 1919. Όσοι Πόντιοι είχαν μεταναστεύσει στη Ρωσική Αυτοκρατορία ή είχαν διαφύγει στην ΕΣΣΔ, μετά από ένα σύντομο διάστημα ακμής που ακολουθήθηκε από διωγμούς, αναγκάστηκαν να μετεγκατασταθούν στην Ελλάδα μετά την κατάρρευση της Ένωσης.
Συνολικός πληθυσμός | |
---|---|
2.000.000[3] – 2,500,000[4] | |
Περιοχές με σημαντικούς πληθυσμούς | |
Ελλάδα | ~500,000[5] |
Τουρκία | ~345,000[6][7], 5,000[8] |
ΗΠΑ | ~200,000[9] |
Γερμανία | ~100,000[10] |
Αυστραλία | ~56,000[11] |
Ρωσία | ~53,972[12] |
Κύπρος | ~25,000[13] |
Καναδάς | ~20,000[14] |
Καζακστάν | ~12,000[15] |
Γεωργία | ~10,000[16] |
Ουζμπεκιστάν | ~9,000[17] |
Αρμενία | ~1,000[18] |
Γλώσσες | |
Κυρίως Ποντιακή διάλεκτος της Ελληνικής και Νέα Ελληνικά. Επίσης οι γλώσσες των αντίστοιχων χωρών διαμονής τους· Ρωσικά, Τουρκικά, Ουρούμ, Γεωργιανά, Ουκρανικά, κ.α. | |
Θρησκεία | |
Χριστιανοί Ορθόδοξοι (Ελλάδα και λοιπά Χριστιανικά κράτη), Ισλάμ (Τουρκία) | |
Σχετιζόμενες εθνικές ομάδες | |
Καππαδόκες, Έλληνες του Καυκάσου, Ουρούμ |
Οι ελληνόφωνοι και τουρκόφωνοι χριστιανικοί πληθυσμοί του Πόντου πριν την ανταλλαγή δεν αυτοχαρακτηρίζονταν ως Πόντιοι ενώ παραδοσιακά οι τοπικές ελίτ υιοθετούσαν μια στάση άμβλυνσης των διαφορών τους με τους λοιπούς Έλληνες και περιορισμού των ιδιαιτεροτήτων τους. Δείγμα αυτής της στάση ήταν ότι στο Φροντιστήριο της Τραπεζούντας, η χρήση της ποντιακής γλώσσας ήταν απαγορευμένη[19][20] Εντούτοις, κατά την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα, με την άνοδο των αυτονομιστικών τάσεων των ποντιακών ελίτ και τα σχέδια περί δημιουργίας μιας ανεξάρτητης Ποντιακής Δημοκρατίας και τη μετά τον ξεριζωμό ίδρυση της Επιτροπής Ποντιακών Μελετών, ο όρος Πόντιος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά για να περιγράψει το σύνολο των ελληνόφωνων και τουρκόφωνων χριστιανικών πληθυσμών της Μαύρης Θάλασσας και του Καυκάσου. Αντιθέτως, στην καθομιλουμένη το εθνικό επίθετο Πόντιος περιορίστηκε στα άτομα με καταγωγή από τον μικρασιατικό Πόντο, υφιστάμενης μιας εσωτερικής διαφοροποίησης για τους «Παφραλήδες», τους τουρκόφωνους Ποντίους του Δυτικού Πόντου. Μέσα στα πλαίσια της ευρύτερης ποντιακής ταυτότητας υφίσταντο ισχυρότατες τοπικές διαφοροποιήσεις, καθώς τα άτομα συνήθως ταυτίζονταν περισσότερο με την πόλη ή επαρχία καταγωγής τους παρά με τον ευρύτερο Πόντο.[21]
Η σταδιακή διαμόρφωση μιας ενιαίας ποντιακής ταυτότητας άρχισε να λαμβάνει χώρα μετά τη μετεγκατάσταση του πρώτου ρεύματος προσφύγων στην Ελλάδα μετά το 1922. Η ευρεία εκδοτική πρωτοβουλία των εν Ελλάδι Ποντίων έφερε στο φως πλήθος μαρτυριών και χάρισε στην ιστοριογραφία σημαντικά έργα αποτύπωσης της εμπειρίας της γενοκτονίας, της προσφυγιάς και των πολιτικών και στρατιωτικών διεργασιών πριν την οριστική ανταλλαγή, όπως τη Μαύρη Βίβλο της τραγωδίας του Πόντου 1914-1922. Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος και ο Εμφύλιος πάγωσαν τις διαδικασίες διαμόρφωσης της ποντιακής μνήμης και ταυτότητας·[20] η εκδοτική πρωτοβουλία θα επανακάμψει σταδιακά, με σημείο αναφοράς το βιβλίο του Γεωργίου Λαμψίδη, Τοπάλ Οσμάν, έργο όπου για πρώτη φορά χαρακτηρίστηκε ως γενοκτονία ο διωγμός του Ποντιακού στοιχείου από τον τουρκικό εθνικισμό.[22] Μετά τη δικτατορία των συνταγματαρχών, η ποντιακή ταυτότητα, υπό την καθοδήγηση διανοουμένων κυρίως από τον χώρο της κεντροαριστεράς, εκφράστηκε μέσω της αύξησης των ποντιακών συλλόγων, των οργανωμένων πολιτικών πιέσεων για αναγνώριση της ποντιακής γενοκτονίας και, ακόμη σημαντικότερα, της δημιουργίας σημείων αναφοράς της μνήμης όπως η δημιουργία του Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου Παναγίας Σουμελά στην Ημαθία.[23]
Γενικότερα, η σημερινή ποντιακή ταυτότητα της τρίτης και τέταρτης γενιάς των απογόνων των πόντιων προσφύγων πήρε την οριστική της μορφή μετά τη Μεταπολίτευση. Βάσεις της νέας αυτής ταυτότητας αποτέλεσαν η εξιδανικευμένη ανάμνηση του Πόντου και το ζήτημα της γενοκτονίας.[24]
Η ιστορία του Ελληνισμού στον Μικρασιατικό Πόντο έχει ως επίσημη αφετηρία την ίδρυση της Σινώπης στα βόρεια παράλια της Μικράς Ασίας από Ίωνες ναυτικούς περίπου το 800 π.Χ. Από τη Σινώπη ερευνητές ίδρυσαν άλλες πόλεις. Η κυριότερη αυτών των πόλεων ήταν η Τραπεζούντα το 783 π.Χ..[εκκρεμεί παραπομπή]
Κατά μία άποψη, οι σύγχρονοι Πόντιοι είναι απόγονοι εκείνων των αρχαίων Ελλήνων, που έζησαν κάποτε στην περιοχή.[25][26]
Το διάστημα μετά από την οθωμανική κατάκτηση (κυρίως ο 18ος και ο 19ος αιώνας) χαρακτηρίζεται από μεταναστευτικά ρεύματα στη νότια Ρωσία και στον Καύκασο, όπου δημιουργούνται μεγάλες ποντιακές κοινότητες.[27] Στο έργο του Αποσπάσματα από την Ανατολή (1845) ο Γιάκομπ Φίλιπ Φαλμεράυερ περιγράφει τις επαφές του με χριστιανούς ελληνόφωνους Ποντίους, τους οποίους συνάντησε ταξιδεύοντας στον Εύξεινο Πόντο. Τους χαρακτηρίζει ως «Βυζαντινούς Έλληνες» και τη γλώσσα τους ως «ελληνικά της Ματσούκας»[28] και τους περιγράφει ως ελληνόφωνους που προσκυνούν την Παναγία Σουμελά.[29]
Με τον όρο Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου (Αγγλικά: Pontic Greek Genocide) αποκαλείται η συστηματική εξόντωση των Ελλήνων του Πόντου από την κυβέρνηση των Νεοτούρκων, κατά την περίοδο 1914-1923. Η εξόντωση αυτή διεξάχθηκε περίπου[ασαφές] παράλληλα και κατ' απομίμηση της αρμενικής γενοκτονίας, κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και μέχρι την ανταλλαγή πληθυσμών του 1923. Περί τις 353,000 Πόντιοι χάθηκαν, πολλοί από αυτούς κατά τη διάρκεια καταναγκαστικών πορειών στις άνυδρες εκτάσεις της Ανατολίας και της Συρίας.[30] Έτσι οι ίδιοι οι Πόντιοι, καθώς και το ελληνικό κράτος αναφέρονται σήμερα σε γενοκτονία των Ποντίων από την Τουρκία και τιμούν την επέτειό της κάθε χρόνο, στις 19 Μαΐου. Η γενοκτονία των Ποντίων είναι αναγνωρισμένη ως τέτοια επισήμως από τέσσερα κράτη, την Ελλάδα με νόμο του 1994 (N. 2193/1994), τη Σουηδία με υπερψήφιση στο Σουηδικό κοινοβούλιο στις 11 Μαρτίου 2010, την Αρμενία τον Μάρτιο του 2015, μαζί με τη γενοκτονία των Ασσυρίων και την Ολλανδία, μαζί με τη γενοκτονία των Αρμενίων και Ασσυρίων, στις 9 Απριλίου 2015[31]. Από την άλλη πλευρά, το Τουρκικό κράτος αρνείται κατηγορηματικά μέχρι σήμερα πως υπήρξε γενοκτονία και αποδίδει τους θανάτους σε παράπλευρες απώλειες πολέμου, στον λιμό που προέκυψε από την εισβολή των Ρώσων στη βόρεια Τουρκία και σε εμφύλιες αναταραχές[30].
Το 1923 σύμφωνα με τη Συνθήκη της Λωζάνης, πραγματοποιήθηκε ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων και μέσα στη συμφωνία της συνθήκης περιλαμβάνονταν και οι χριστιανοί (ελληνόφωνοι ή μη) κάτοικοι του Πόντου, όπως και αυτοί της υπόλοιπης Μικράς Ασίας. Η πλειονότητα των Ποντίων προσφύγων που ήρθαν τότε στην Ελλάδα εγκαταστάθηκε στις περιοχές της Μακεδονίας και της Θράκης, ενώ πολλοί κατέφυγαν στην ΕΣΣΔ. Οι Πόντιοι που είχαν αλλαξοπιστήσει προς το Ισλάμ παρέμειναν στη Τουρκία.
Το πρώτο μεγάλο κύμα προσφύγων από τον Πόντο μετά την υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών ακολούθησε τους λοιπούς ανταλλάξιμους από τη Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη και εγκαταστάθηκε σταδιακά στην Ελλάδα ενώ μέρος των προσφύγων κατέφυγε στη Σοβιετική Ένωση ή τις ΗΠΑ. Οι συνθήκες ταξιδιού και κράτησης των προσφύγων στις καραντίνες των κέντρων ελέγχου στη Μακρόνησο, τη Σαλαμίνα ή την Καραμπουρνού οδήγησε στην απώλεια αρκετών χιλιάδων ατόμων.[32]
Η αρχική φιλοβενιζελική στάση των προσφύγων αναιρέθηκε σταδιακά, αρχικά με την προβληματική απόδοση των περιουσιών των ανταλλάξιμων μουσουλμάνων κι έπειτα με την υπογραφή της ελληνοτουρκικής Συνθήκης της Άγκυρας (1930), η οποία παρέδιδε οριστικά την κυριότητα των περιουσιών των Ποντίων και Μικρασιατών στο τουρκικό κράτος. Με αφορμή αυτή τη συμφωνία, ο ίδιος ο Βενιζέλος πρότεινε τον Μουσταφά Κεμάλ ως υποψήφιο για το Νόμπελ ειρήνης.[33] Η ελληνική μοναρχία και κόμματα της δεξιάς ωστόσο υπήρξαν οι πιο φανατικοί αντίμαχοι των προσφύγων ενώ η μεταξική δικτατορία συνέχισε τη στάση αυτή που συνδυάστηκε με την απαγόρευση του ρεμπέτικου.[34] Από την πλευρά του, αρχικά το ΣΕΚΕ και στη συνέχεια το ΚΚΕ δεν μπόρεσε σε καμία στιγμή να αντιληφθεί την πραγματικότητα των προσφύγων. Η ιδεολογική του ορθοδοξία και μια μερική άποψη γύρω από την κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δεν κατάφερε να αναγνωρίσει τις ιδιαιτερότητες των προσφύγων κι επομένως ούτε τις ανάγκες τους.[35] Η τουρκοφωνία ορισμένων Ποντίων (Μπαφραλήδες) και η έντονη θρησκευτικότητα τους, δημιούργησαν το στερεότυπο του "καθυστερημένου" πληθυσμού που χρησιμοποιήθηκε αργότερα από το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ για να εξηγήσει τη σύμπλευση των περισσότερων τουρκόφωνων Ποντίων με τη Δεξιά.[36] Από την άλλη πλευρά, η πλειοψηφία των ελληνόφωνων Ποντίων από τον Ανατολικό Πόντο, και ιδιαίτερα οι ελληνόφωνοι Πόντιοι από τον Καύκασο, προερχόμενοι κυρίως από τις επαρχίες Καρς, Αρνταχάν και Τσάλκας, εντάχθηκαν μαζικά στο ΚΚΕ και πολέμησαν μέσα από τις τάξεις του ΕΑΜ/ΕΛ.Α.Σ και αργότερα του Δ.Σ.Ε.[37]
Από την επίσημη ιστοριογραφία απουσίασε οποιαδήποτε αναφορά στα γεγονότα της γενοκτονίας ή του προσφυγικού ρεύματος μέχρι το 1980, θέτοντας ακόμη κι επίσημα εμπόδια στις έρευνες με πρόφαση τη διατήρηση ομαλών σχέσεων με την Τουρκία.[38] Η αποξένωση των προσφύγων κατά τις δύο πρώτες δεκαετίες της εγκατάστασής τους στην Ελλάδα οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στον φόβο του ελλαδικού πολιτικού συστήματος για την εξάπλωση του κομμουνισμού κι επηρέασε ιδιαίτερα τους Πόντιους της Σοβιετικής Ένωσης.[39]
Η αντιμετώπισή τους από πλευράς των ντόπιων Ελλαδιτών υπήρξε ιδιαίτερα σκληρή. Προβλήματα οικονομικής (εκ νέου η τύχη των έρημων ιδιοκτησιών των μουσουλμάνων κυρίως της Μακεδονίας και της Κρήτης), ιδεολογικής (οι συντηρητικοί και φιλοβασιλικοί έβλεπαν στους πρόσφυγες τους πιστότερους ψηφοφόρους του Ελευθέριου Βενιζέλου) και πολιτισμικής φύσης (η ξεκάθαρη διάσταση εμπειριών, γλώσσας και εθίμων)[40] προκάλεσαν πολλά επεισόδια κατά τα οποία οι πρόσφυγες σε ολόκληρη την Ελλάδα έγιναν θύματα ρατσιστικών και εγκληματικών ενεργειών. Πυρπολήσεις συνοικιών, δια της βίας εξώσεις από σπίτια[41] και αποκλεισμός από τις οικονομικές δραστηριότητες χαρακτήρισαν την πρώτη δεκαετία. Ο ελλαδικός ρατσισμός συνεχίστηκε να εκφράζεται διαμέσω των περίφημων ανεκδότων γελοιοποίησης των Ποντίων.[42]
Πολλοί εμπειροπόλεμοι αντάρτες από την ποντιακή αντίσταση εναντίον των άτακτων τουρκικών και κουρδικών στρατευμάτων και συμμοριών πριν την ανταλλαγή κατέφυγαν στην Ελλάδα και επανενεργοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια της Κατοχής και του Εμφυλίου. Τουρκόφωνοι και ελληνόφωνοι οπλαρχηγοί από τον δυτικό Πόντο συμμετείχαν αρχικά εναντίον στην αντίσταση εναντίον των βουλγαρικών στρατευμάτων κατοχής της Ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης μεταξύ 1941 και 1944. Τέτοιοι υπήρξαν ο Θεόδωρος Τσακιρίδης, ο Κωνσταντίνος Βασιλειάδης από το Καρακιόλ της Σαμψούντας και ο Αντώνης Φωστερίδης (γνωστός ως Αντών-Τσαούς) από την Ηράκλεια Πάφρας, και οι τρεις σημαντικά μέλη των Εθνικιστικών Ανταρτικών Ομάδων ενώ από την άλλη πλευρά, μέλη του ΕΛΑΣ αποτέλεσαν αριστεροί οπλαρχηγοί όπως ο Γιώργος Ερυθριάδης (Κρώμη 1910 - Κρήτη 1963). Οι εχθροπραξίες μεταξύ των αντίπαλων ιδεολογικά ελληνικών ενόπλων ανταρτικών σωμάτων, όπου συμμετείχαν οι Πόντιοι αντάρτες, ξεκίνησαν πριν από το τέλος της Κατοχής και συνεχίστηκαν κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου. Ο Θωμάς Πεχλιβανίδης, επικεφαλής του αρχηγείου του Τσαλ Νταγ των ΕΑΟ (Εθνικαί Αντικομμουνιστικαί Ομάδες), σε μία από αυτές τις εχθροπραξίες κατά την περίοδο αυτή κάηκε ζωντανός από μέλη του ΕΛΑΣ.[43]
Υπήρξαν περιπτώσεις Ποντίων που συνεργάστηκαν με τους Γερμανούς Ναζί κατά την Κατοχή όπως ο Γεώργιος Σπυρίδης (1897-1950) συνεργάτης των Ναζιστών στα χρόνια της Κατοχής και αρχηγός του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος Μακεδονίας-Θράκης και ο Κύρος Γραμματικόπουλος επίσης συνεργάτης των Ναζί του οποίου μάλιστα ο πατέρας του επί Κατοχής είχε τοποθετηθεί μεσεγγυούχος εβραϊκού καταστήματος. Μετά την ήττα της Γερμανίας, όσοι συνεργάστηκαν με τους Γερμανούς στη διάρκεια της Κατοχής κατέφυγαν στη Γερμανία.[44][45] Ο Κωνσταντίνος Γ. Παπαδόπουλος χρημάτισε επικεφαλής των δωσιλογικών τμημάτων του ΕΕΣ που εκτελούσαν Έλληνες χωρικούς και διεξήγαγε κοινές επιχειρήσεις με τους Γερμανούς.[46][47] Ο Κυριάκος Παπαδόπουλος με το ψευδώνυμο Κισά Μπατζάκ, ήταν τουρκόφωνος Πόντιος οπλαρχηγός, δωσίλογος και ηγέτης ένοπλου ναζιστικού τμήματος στη περιοχή της Μακεδονίας, ο οποίος τελικά αυτοκτόνησε το Νοέμβριο του 1944, προκειμένου να μην πέσει στα χέρια του ΕΛΑΣ.[48]
Ο Ελληνισμός της Ρωσικής Αυτοκρατορίας πριν από τον Ρωσικό Εμφύλιο Πόλεμο περιελάμβανε κυρίως τις ελληνικές κοινότητες της Μαριούπολης (που μιλούσαν μια διακριτή από τις λοιπές ποντιακές διάλεκτο) και τις ποντιακές κοινότητες της Γεωργίας και του Καυκάσου που είχαν διαμορφωθεί από τα μέσα του 19ου αιώνα.[49][50] Στις κοινότητες αυτές ήρθαν να προστεθούν οι Πόντιοι που ακολούθησαν τον ρωσικό στρατό κατά την υποχώρησή του από την Οθωμανική Αυτοκρατορία μεταξύ 1915-18, που προέρχονταν κυρίως από την επαρχία του Καρς, και αυτοί που μετά την ανταλλαγή προτίμησαν να εγκατασταθούν στις ποντιακές παροικίες των βόρειων ακτών της Μαύρης Θάλασσας.
Οι εσωτερικές διαφοροποιήσεις επομένως των Ποντίων βασίστηκαν στο χρόνο εγκατάστασής τους, στην περιοχή προέλευσης και στην οικονομική τους κατάσταση, που υπήρξε καταλύτης και για την ιδεολογική και πολιτική τους τοποθέτηση. Έτσι ομάδες όπως οι Πόντιοι του Καρς ή οι εγκατεστημένοι για πολλά χρόνια στη Ρωσία, στην πλειοψηφία τους αγρότες, υιοθέτησαν τα σοβιετικά ιδεώδη και την ιδέα της εκπαίδευσής τους στη μητρική τους ποντιακή γλώσσα ή τη μαριουπολιτική για τους Έλληνες της Αζοφικής. Αντίθετα, η πλειοψηφία των προσφύγων από τον μικρασιατικό Πόντο υποστήριξαν εξαρχής την υιοθέτηση της δημοτικής και επιδίωκαν τη φυγή τους προς την Ελλάδα.[51]
Η διαμάχη για το γλωσσικό ζήτημα των Ποντίων και των Μαριουπολιτών φάνηκε να επιλύεται εν τέλει στις 21 Απριλίου 1934 όταν κατά την 1η Πανενωσιακή Ελληνική Σύσκεψη στη Μόσχα αποφασίστηκε η υιοθέτηση της δημοτικής ως την επίσημη φιλολογική γλώσσα των Ελλήνων της Σοβιετικής Ένωσης.[52] Οι προσπάθειες των Ποντίων διανοουμένων να επισημοποιήσουν την ποντιακή γλώσσα, με την υιοθέτηση απλοποιημένου αλφαβήτου και με βάση τη γραμματική του Κώστα Τοπχαρά (το γένος Κανονίδης) είχε αποτύχει.
Ο σοβιετικός ελληνισμός, και κυρίως ο πυρήνας των ποντιόφωνων που είχαν εγκατασταθεί στη Σοβιετική Ένωση πριν από τη Γενοκτονία και τον Α΄ Παγκόσμιο, κατάφερε να δημιουργήσει ένα σε μεγάλο βαθμό αυτόνομο από το ελληνικό κράτος πολιτισμό. Οι καλλιτεχνικές και λογοτεχνικές του ανησυχίες εκφράστηκαν μέσα από ποικίλα έργα που συνέπλεαν στη συντριπτική τους πλειοψηφία με τη στρατευμένη τέχνη που επέβαλε ο σταλινισμός.[53] Πολιτικά, δημιουργήθηκαν τέσσερις ελληνικές σοβιετικές αυτόνομες περιοχές. Οι τρεις εντοπίζονταν στη νότια Ουκρανία, στη Μαριούπολη και το Ντονιέτσκ ενώ η τέταρτη και σημαντικότερη (η λεγόμενη «Ελληνική Περιοχή» ενταγμένη στην περιφέρεια Μαύρης Θάλασσας) είχε ως κέντρο της τη νοτιορωσική κωμόπολη Κριμσκ.[54] Οι κύριες περιοχές διαμονής των Ελλήνων, σύμφωνα με απογραφή πληθυσμού του 1989, ήταν: Γεωργία (πάνω από 100 χιλιάδες), όπου πολύ σημαντική και πολυπληθής ήταν η διασπορά στο Σουχούμι της Αμπχαζίας, Ουκρανία (πάνω από 98 χιλιάδες), Ρωσία (πάνω από 91 χιλιάδες), Καζακστάν (πάνω από 46 χιλιάδες ) με συνολικό πληθυσμό στην ΕΣΣΔ πάνω από 358 χιλιάδες. Πηγή:[55]
Το σταλινικό καθεστώς ξεκίνησε εκτεταμένες διώξεις εις βάρος των εθνικών μειονοτήτων και των πολιτικών αντιπάλων του το 1934. Από τα τέλη του 1937, οι ελληνικές ελίτ εξοντώθηκαν ενώ οι τέως αυτόνομες ελληνικές περιοχές απογυμνώθηκαν σχεδόν απόλυτα από το ελληνικό στοιχείο με το μεγαλύτερο μέρος των κατοίκων του να δολοφονείται ή να στέλνεται είτε σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στη Σιβηρία[56] είτε μετέπειτα στις στέπες της Κεντρικής Ασίας με σκοπό να χρησιμοποιηθούν για τη γεωργική και δομική βελτίωση των ερήμων του Καζακστάν και του Τατζικιστάν.[57] Αυτές οι διώξεις σταμάτησαν μόνο στα τέλη του 1949, με τη μερική επιστροφή των επιζησάντων στα παράλια της Μαύρης Θάλασσας. Εν τω μεταξύ, πλήθος Ελλήνων Σοβιετικών πολιτών είχε συμμετάσχει στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Με την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, το μεγαλύτερο μέρος από το σχεδόν μισό εκατομμύριο Ελληνοπόντιων και Μαριανουπολιτών της Σοβιετικής Ένωσης κατέφυγε στην Ελλάδα. Η κατάσταση για αυτούς υπήρξε ακόμη δυσχερέστερη, καθώς με την εγκατάστασή τους στην Ελλάδα περιθωριοποιήθηκαν κοινωνικά[58] με τον αντιποντιακό ρατσισμό να ανθίζει εκ νέου.[59] Το αδόκιμο εθνικό επίθετο «ρωσοπόντιος» είναι δείγμα της απαξιωτικής και απορριπτικής στάσης των ελλαδιτών μπροστά στους νεοαφιχθέντες, που υιοθετήθηκε και από απογόνους των Πόντιων και Μικρασιατών προσφύγων του 1922.[60] Τέτοιο κλίμα δυσχέραινε η απουσία κρατικού σχεδίου αντιμετώπισης της προσφυγικής κρίσης ακόμη και γνώσης του ζητήματος, που έγινε εμφανής με την αδράνεια της Ελληνικής Δημοκρατίας κατά τη διάρκεια του πολέμου της Αμπχαζίας.[61]
Η άγνοια της ταυτότητας και της ιστορίας των νέων προσφύγων από μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας και οι προσπάθειες για κομματική εκμετάλλευσή τους επέφερε την άρνηση της ελληνικότητάς τους και έκανε ακόμη δυσκολότερη την ένταξή τους στο νεοελληνικό κράτος.
Οι Έλληνες της Τσάλκας είναι μια ιδιαίτερη ομάδα Ποντίων που ζούσαν στην περιοχή της Τσάλκας στην Γεωργία. Αυτοονομαζονται ουρούμ, που ετυμολογικά προκύπτει από το Ρωμιός. Η κύρια περιοχή της διαμονής τους είναι οι δήμοι Τσάλκας, Τέτρι-Τσκάρο, Ντμανίσι, Μπόλνισι της Νότιας Γεωργίας, καθώς και γειτονικές περιοχές της Αρμενίας. Μιλούσαν τα ουρούμικα (τουρκική διάλεκτο), και την ποντιακή διάλεκτο.
Η μαζική μετανάστευση των Ελλήνων στον Καύκασο ξεκίνησε από τον 18ο έως τις αρχές του 20ου αιώνα, από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, κυρίως από την περιοχή του Πόντου λόγω του Ρωσοτουρκικού πολέμου του 1828-29 αφού η προέλαση του ρωσικού στρατού προς το Ερζερούμ, Καρς, Μπαϊμπούρτ, και την Αργυρούπολη προκάλεσε ενθουσιασμό στον ελληνικό πληθυσμό που πολέμησε στο πλευρό των Ρώσων κατά των Οθωμανών. Ο πόλεμος αυτός τερματίστηκε με τη Συνθήκη της Αδριανούπολης, ακολούθησε η αποχώρηση των ρωσικών στρατευμάτων από την περιοχή, αναγκάζοντας ταυτόχρονα ένα μεγάλο μέρος των Ελλήνων να ακολουθήσει το ρωσικό στρατό, που φοβόταν τα αντίποινα από την πλευρά των Οθωμανών. Η αυτοκρατορική κυβέρνηση και ειδικότερα ο τσάρος της Ρωσικής Αυτοκρατορίας ο Νικόλαος Α΄ με απόφασή του, μετά από εισήγηση του στρατηγού Ιβάν Πασκέβιτς, τους εγκατέστησε στην περιοχή της Τσάλκας στο οροπέδιο Τριαλέτι, όπου ίδρυσαν ελληνικά χωριά. Ίδρυσαν επίσης τρία χωριά στην περιοχή της Γκομαρέτι. Αναφέρονται κυρίως ως Τουρκόφωνοι Έλληνες του Καυκάσου, ως Τσαλκαλίδες λόγω της εγκατάστασης τους στη γεωργιανή πόλη της Τσάλκας, όπου επί της Σοβιετικής Ένωσης αποτελούσαν τη μεγαλύτερη αναγνωρισμένη ελληνική κοινότητα. Είναι Ορθόδοξοι Χριστιανοί, Σύμφωνα με τον Αντρέι Ποπόφ, κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα εκατοντάδες οικογένειες τουρκόφωνων Ελλήνων Ορθόδοξων από Ερζερούμ, Αργυρούπολη Μπαϊμπούρτ και Καρς μετανάστευσαν στο Νότιο τότε τμήμα της Ρωσικής Αυτοκρατορίας και εγκαταστάθηκαν στην περιοχή της Τσάλκας, στη σημερινή Γεωργία. Κατά τη διάρκεια της σοβιετικής εποχής κατοικούσαν σε πάνω από 20 χωριά της Τσάλκας και στις άλλες πόλεις όπως η Ντμανίσι, Τέτρι-Τσκάρο, Μαρνεούλι και της Αχαλτσίχε. Το 1926 υπήρχαν 24.000 Έλληνες που ζούσαν στην Τσάλκα από τους οποίους οι 20.000 ήταν Τουρκόφωνοι. Πολλοί Έλληνες μιλούσαν τουρκικά είτε ως ελληνοτουρκικά δίγλωσσα, είτε ως μητρική γλώσσα λόγω διαδικασιών γλωσσικής αφομοίωσης στις οποίες εκτέθηκαν μεμονωμένες ομάδες Ελλήνων της Ανατολίας.[62][63]
Οι Έλληνες δεν είναι πλέον η μεγαλύτερη εθνική ομάδα στην Τσάλκα. Ο πληθυσμός τους που το έτος 1979 αριθμούσε 30.811 χιλιάδες μειώθηκε μόλις σε 1.292 χιλιάδες το έτος 2014. Στο παρελθόν αποτελούσαν την πλειοψηφία της πόλης και των γύρω χωριών, αλλά τώρα ο πληθυσμός τους μειώθηκε σημαντικά λόγω της μετανάστευσης κυρίως στην Ελλάδα, τη Ρωσία και την Κύπρο. Το 1991 επετράπη στους Έλληνες της πρώην ΕΣΣΔ να ταξιδέψουν στο εξωτερικό. Άρχισε η μαζική μετανάστευση των Ποντίων στην ιστορική πατρίδα των Ελλήνων.
Ο πολιτισμός του Πόντου έχει επηρεαστεί έντονα από την τοπογραφία των διαφόρων περιοχών του. Σε εμπορικές πόλεις όπως Τραπεζούντα, Σαμψούντα, Κερασούντα, και Σινώπη, η ανώτερη εκπαίδευση και οι τέχνες άκμασαν υπό την προστασία μιας κοσμοπολίτικης μεσαίας τάξης. Στις πόλεις της ενδοχώρας όπως Αργυρούπολη, η οικονομία βασιζόταν γεωργία και εξόρυξη, δημιουργώντας έτσι ένα οικονομικό και πολιτιστικό χάσμα μεταξύ των αναπτυγμένων αστικών λιμανιών και των αγροτικών κέντρων που απλώνονταν στις κοιλάδες και τις πεδιάδες που εκτείνονται από τη βάση των Ποντιακών Άλπεων.
Γλώσσα των περισσότερων Ποντίων ήταν (και ομιλείται ακόμη από σημαντική μερίδα τους) η ποντιακή. Εξαίρεση αποτελούσαν, μέχρι την ανταλλαγή πληθυσμών του 1923, οι τουρκόφωνοι Πόντιοι της περιοχής της Μπάφρας.
Παρ' όλο που διατηρεί στοιχεία της αρχαίας ιωνικής διαλέκτου της Μιλήτου, τα οποία ανάγονται μέχρι την εποχή του Ομήρου, η διάλεκτος αυτή προέρχεται από την ελληνιστική εποχή. Στα 2600 χρόνια ζωής της, η ποντιακή διάλεκτος, πέρα από τις επιδράσεις της ελληνιστικής κοινής και της μεσαιωνικής κοινής ελληνικής, δέχτηκε επιδράσεις από το λεξιλόγιο των Γενουατών και των Βενετσιάνων της Τραπεζούντας, των Περσών, των Γεωργιανών και των Τούρκων. Ωστόσο οι ξένες λέξεις αυτές εξελληνίστηκαν και εντάχθηκαν στο κλιτικό σύστημα της ελληνικής γλώσσας.[64]
Οι Πόντιοι χαρακτηρίζονται από τα στοιχεία παράδοσης και εθίμων που μετέφεραν από την πατρίδα τους. Οι χοροί, η ποντιακή διάλεκτος και κάποια από τα έθιμα διατηρούνται μέχρι και σήμερα.
Η ποντιακή μουσική διατηρεί στοιχεία από τις μουσικές παραδόσεις της αρχαίας Ελλάδας, του Βυζαντίου και του Καυκάσου (ιδιαίτερα από τη περιοχή του Καρς). Δημοφιλείς τραγουδιστές της ποντιακής μουσικής είναι ο Στέλιος Καζαντζίδης, ο Χρύσανθος Θεοδωρίδης, ο Στάθης Νικολαΐδης, ο Θεόδωρος Παυλίδης, ο Χρήστος Παπαδόπουλος, ο Γιάννης Τσιτηρίδης, η Πέλα Νικολαΐδου και ο Μιχάλης Καλιοντζίδης.
Σήμερα, σε ορισμένες περιοχές της Τουρκίας, ιδιαίτερα στις περιοχές Τόνγιας και Όφεως, ομιλείται ακόμη η ποντιακή διάλεκτος (αποκαλούμενη, στα τουρκικά, rumca, δηλ. ρωμαίικα) και χορεύονται οι ποντιακοί χοροί (αποκαλούμενοι, στα τουρκικά, horon, δηλ. χορός) από μουσουλμάνους Ποντίους, απογόνους των εξισλαμισμένων Ποντίων οι οποίοι είχαν εξαιρεθεί, λόγω θρησκεύματος, από την ανταλλαγή πληθυσμών του 1923.
Η πλούσια πολιτιστική δραστηριότητα των Ελλήνων του Πόντου μαρτυρείται από τον αριθμό των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, εκκλησιών, και Μοναστηριών στην περιοχή. Αυτά περιλαμβάνουν το Φροντιστήριο Τραπεζούντας που λειτούργησε από το 1682/3 έως το 1921 και έδωσε μεγάλη ώθηση για την ταχεία επέκταση της ελληνικής εκπαίδευσης σε όλη την περιοχή.[65] Το κτίριο αυτού του ιδρύματος παραμένει ακόμα το πιο εντυπωσιακό ποντιακό ελληνικό μνημείο της πόλης.[66]
Ένα άλλο γνωστό ίδρυμα ήταν η Αργυρούπολης, που χτίστηκε το 1682 και 1722 αντίστοιχα, 38 λύκεια στην περιοχή της Σινώπης, 39 λύκεια στην περιοχή της Κερασούντας, πληθώρα εκκλησιών και μοναστηριών, με πιο αξιοσημείωτες εκκλησίες του Αγίου Ευγένιου και της Αγίας Σοφίας (Τραπεζούντας), τα μοναστήρια του Αγίου Γεωργίου και του Αγίου Ιωάννη Βαζελώνος, και αναμφισβήτητα το πιο διάσημο και πολύ γνωστό από όλα, το μοναστήρι της Παναγίας Σουμελά.
Στις 19 Μαΐου κάθε έτους, οι Εύζωνοι από τη Προεδρική Φρουρά (Ελλάδα) τελετουργική μονάδα φορούν τη παραδοσιακή μαύρη ποντιακή στολή στην εκδήλωση μνήμης της Γενοκτονία των Ποντίων.[67]
Η ποντιακή ελληνική ιστορία με οργανωμένα αθλήματα ξεκίνησε με εξωσχολικές δραστηριότητες που προσφέρονταν από εκπαιδευτικά ιδρύματα. Οι μαθητές θα ίδρυαν αθλητικούς συλλόγους παρέχοντας στους Έλληνες νέους του Πόντου την ευκαιρία να συμμετάσχουν σε οργανωμένους αθλητικούς αγώνες. Ο Ελληνικός Αθλητικός Όμιλος, Πόντος Μερζιφούντα, που ιδρύθηκε το 1903 ήταν ένα τέτοιο παράδειγμα που διαμορφώθηκε από φοιτητές που παρακολουθούσαν στο Κολλέγιο Ανατόλια στη Μερζιφούντα κοντά στην Αμάσεια. Το αναγκαστικό κλείσιμο του κολεγίου το 1921 από την τουρκική κυβέρνηση είχε ως αποτέλεσμα τη μετεγκατάσταση των σχολείων στην Ελλάδα το 1924, μαζί με μεγάλο μέρος του ελληνικού πληθυσμού της Μικράς Ασίας στον απόηχο της γενοκτονίας και μια επακόλουθη συνθήκη που συμφωνούσε για ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την ίδρυση ελληνικών αθλητικών συλλόγων του Πόντου και της Ανατολίας στην Ελλάδα, εκ των οποίων το ποδόσφαιρο είναι το άθλημα με το οποίο συνδέονται συχνότερα. Σήμερα, αρκετοί από αυτούς τους συλλόγους εξακολουθούν να αγωνίζονται. Μερικά σε επαγγελματικό και διηπειρωτικό επίπεδο. Όπως:
Εκτός Ελλάδας, λόγω της διαδεδομένης ποντιακής ελληνικής διασποράς, Ομοσπονδία Ποδόσφαιρο υπάρχουν και σύλλογοι. Στην Αυστραλία, το Pontian Eagles SC είναι μια ημι-επαγγελματική ομάδα με έδρα το Αδελαΐδα, Νότια Αυστραλία και στο Μόναχο, Γερμανία, FC Pontos έχουν σχέση ακαδημίας με ΠΑΟΚ (ποδόσφαιρο ανδρών).
Οι Έλληνες του Πόντου έχουν επίσης συνεισφέρει σε αθλητικές επιτυχίες διεθνώς, όχι περιοριστικά αλλά κυρίως εκπροσωπώντας την Ελλάδα, με πολλά μέλη της ομάδας να συμμετέχουν σε αθλητικούς θριάμβους στο μεγάλο διεθνές μπάσκετ (2006 FIBA Παγκόσμιο Πρωτάθλημα, Ευρωμπάσκετ 2005) και τουρνουά ποδοσφαίρου (UEFA Euro 2004). Πρωταθλητές έχουν αναδειχθεί και άτομα ελληνικής ποντιακής καταγωγής σε Παγκόσμιο Πρωτάθλημα και Ολυμπιακοί Αγώνες επίπεδα αγώνων για τον στίβο (Κατερίνα Στεφανίδη, Βούλα Πατουλίδου), γυμναστική (Ιωάννης Μελισσανίδης), καταδύσεις (Νίκος Συρανίδης), Τάε κβον ντο (Αλέξανδρος Νικολαΐδης) Κικ μπόξινγκ (Μιχάλης Ζαμπίδης, Stan Longinidis).
Σήμερα, η ποντιακή κουζίνα βρίσκεται κυρίως στην Βόρεια Ελλάδα .[68] Οι γαστρονομικές παραδόσεις έχουν παίξει αναπόσπαστο ρόλο στη διατήρηση της ποντιακής ελληνικής ταυτότητας.[68] Τα γαλακτοκομικά προϊόντα, τα δημητριακά και τα λαχανικά χρησιμοποιούνται συνήθως.[68] Οι σπεσιαλιτέ της ποντιακής κουζίνας περιλαμβάνουν:
Πολύ συχνά, οι Πόντιοι πρωταγωνιστούν σε διάφορα ανέκδοτα. Τα ανέκδοτα αυτά ξεκίνησαν από τη δεκαετία του 1970, όταν οι Πόντιοι στην Αθήνα βίωναν μεγάλο ρατσισμό, όταν ο θεατρικός συγγραφέας Δημήτρης Ψαθάς μέσα από το έργο του περνούσε μηνύματα σχετικά με τον Ποντιακό Πολιτισμό. Αργότερα, ο Χάρρυ Κλυνν, άρχισε να καθιερώνει βήμα – βήμα την κουλτούρα των Ποντίων στη συνείδηση του κοινού μέσω του έργου του, ενώ ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Τάσος Κοντογιαννίδης συνέχιζε να υπενθυμίζει στους Έλληνες την ποντιακή κουλτούρα.[103]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.