Remove ads
From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Λεύκιος[α] Κορνήλιος Σύλλας (λατινικά: Lucius Cornelius Sulla Felix ~~ L•CORNELIVS•L•F•P•N•SVLLA•FELIX) (περ. 138 π.Χ. – 78 π.Χ.), ήταν Ρωμαίος στρατιωτικός και πολιτικός συντηρητικών πεποιθήσεων, ο οποίος εκλέχθηκε ύπατος δύο φορές.
Όντας χαρισματικός και αποτελεσματικός σε στρατιωτικά ζητήματα, ο Σύλλας προέλασε με τα στρατεύματά του κατά της ίδιας της Ρώμης δύο φορές, απολαμβάνοντας την απόλυτη εξουσία που του χάρισε το αξίωμα του Δικτάτορα. Από τη θέση αυτή ξεκίνησε μια σειρά από συνταγματικές μεταρρυθμίσεις που είχαν ως απώτερο σκοπό να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντα της αριστοκρατικής τάξης. Η δικτατορία του, εντούτοις, σηματοδότησε την αρχή του τέλους για το Σύνταγμα της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας, αλλά και της ίδιας της Δημοκρατίας.
Κάποτε περιέγραψαν τον χαρακτήρα του ως «μισός αλεπού και μισός λιοντάρι», εξαιτίας της πανουργίας και της γενναιότητάς του. Ο Μακιαβέλλι αργότερα έκανε υπαινιγμό στην εν λόγω περιγραφή του Σύλλα, σκιαγραφώντας τα πιο επιθυμητά χαρακτηριστικά για έναν ηγεμόνα.
Ο Λεύκιος Κορνήλιος Σύλλας καταγόταν από οικογένεια πατρικίων, ωστόσο δεν μεγάλωσε μέσα στα πλούτη. Κατά τη διάρκεια της νιότης του κατοικούσε σε ενοικιαζόμενα δωμάτια με χαμηλή τιμή, κάτι που προκαλούσε τα ειρωνικά σχόλια των Ρωμαίων αργότερα, για τους τρόπους που πλούτισε εκ του μηδενός. Ο Πλούταρχος αφηγείται επίσης πως κατά την περίοδο των προγραφών που ο Σύλλας εξαπέλυσε στη Ρώμη, κάποιος απελεύθερος που κατηγορήθηκε πως έκρυβε έναν από τους καταζητούμενους και επρόκειτο να ριχθεί από τον Ταρπήιο Βράχο, ανέφερε με πικρία πως εκείνος και ο Σύλλας διέμεναν κάποτε στην ίδια πολυκατοικία, πληρώνοντας μάλιστα μικρή διαφορά στο ενοίκιο.[20]
Ο Σύλλας σύμφωνα με τις αρχαίες πηγές είχε γκρίζα μάτια, τα οποία αντανακλούσαν δύναμη και εξυπνάδα, προκαλώντας ασυναίσθητα φόβο σε όποιον τον κοίταζε. Ωστόσο οι μαρτυρίες τον θέλουν λάτρη των αστεϊσμών. Κατά τη νεανική του ηλικία συναναστρεφόταν πολύ ταπεινούς ανθρώπους, ηθοποιούς και γελωτοποιούς, μοιραζόμενος μαζί τους στην άστατη και ακόλαστη ζωή τους. Την παρουσία τους συνέχισε να επιζητά και στη μετέπειτα ζωή του. Ακόμη και όταν έγινε κύριος της Ρώμης, καλούσε συχνότατα τέτοια άτομα σπίτι του για να διασκεδάσουν, παρά τα αρνητικά σχόλια των πολιτών, που πίστευαν πως όχι μόνο δεν σέβεται την ηλικία του, αλλά παραμελεί και τα πολιτικά του καθήκοντα. Όπως και να έχει, μαζί τους επιδείκνυε ένα πρόσωπο πολύ διαφορετικό από αυτό του αυστηρού πολιτικού που είχε συνηθίσει τον υπόλοιπο κόσμο. Αγάπησε δε μέχρι τα βαθειά γεράματα έναν ηθοποιό, τον Μητρόβιο, τον έρωτα του προς τον οποίο δεν δίστασε να παραδεχθεί σε προχωρημένη ηλικία μέσα στη Σύγκλητο.[21]
Από την ανέχεια κατάφερε να ξεφύγει λαμβάνοντας δύο κληρονομιές: η πρώτη ήταν της μητριάς του που τον αγαπούσε σαν δικό της γιο. Η δεύτερη ήταν μιας πλούσιας γυναίκας κοινής καταγωγής, που ονομαζόταν Νικόπολις, με την οποία διατηρούσε δεσμό.[21]
Τη χρονιά που ο Γάιος Μάριος απέκτησε για πρώτη φορά το αξίωμα του υπάτου, το 107 π.Χ., ο Σύλλας έγινε ταμίας (κυαίστωρ). Ακολούθησε τον Μάριο στη Λιβύη, όταν ο τελευταίος ανέλαβε να ολοκληρώσει τον πόλεμο κατά του Ιουγούρθα. Ο Σύλλας συνέβαλε καταλυτικά στη νίκη των Ρωμαίων το 106 π.Χ., έχοντας την τύχη να κερδίσει την εύνοια του Βόκχου, ηγεμόνα γειτονικού βασιλείου.
Ο Ιουγούρθας ήταν γαμπρός του Βόκχου. Μετά την ήττα του είχε καταφύγει στο βασίλειο του τελευταίου και είχε αρχίσει να υπονομεύει την εξουσία του. Ο Σύλλας κέρδισε τη φιλία του Βόκχου όταν φρόντισε να επιστρέψουν σπίτι με ασφάλεια κάποιοι απεσταλμένοι του βασιλιά. Τότε ο Βόκχος πρότεινε στον Σύλλα να έρθει να τον βρει, ώστε να του παραδώσει με προδοσία τον Ιουγούρθα. Παρ΄όλο που η πρόταση του Βόκχου θα μπορούσε να έκρυβε παγίδα, ο Σύλλας ειδοποίησε τον Μάριο, πήρε λίγους άνδρες και πήγε. Ο Βόκχος τήρησε την υπόσχεσή του και παρέδωσε τον συγγενή του. Αν και τη δόξα καρπώθηκε ο Μάριος, ορισμένοι εχθροί του συνέχισαν να του θυμίζουν την πραγματική ιστορία. Ο δε Σύλλας, με την αυθάδεια που τον διέκρινε, έφτιαξε για τον εαυτό του και κρατούσε πάντα ένα σφραγιστικό δακτύλιο, ο οποίος απεικόνιζε τον Βόκχο να παραδίδει σε εκείνον τον Ιουγούρθα.[22]
Ο Μάριος δυσαρεστήθηκε βαθύτατα με τον Σύλλα, ωστόσο για ένα διάστημα δεν τον θεώρησε τόσο σημαντικό ώστε να εκδηλώσει την εχθρότητά του. Εξακολούθησε να τον στέλνει σε διάφορες εκστρατείες, ενώ ο ίδιος εκλέχτηκε πέντε χρονιές στη σειρά ύπατος, κάτι που δεν είχε προηγούμενο. Τη δεύτερη από αυτές τις χρονιές, ο Σύλλας από τη θέση του πρεσβευτή (λεγάτου) αιχμαλώτισε τον Κόπιλλο, φύλαρχο των Τεκτοσάγων. Την τρίτη χρονιά ανήλθε στο αξίωμα του χιλίαρχου (tribunus militum). Κατά τη διάρκεια της θητείας του έπεισε τον πολυπληθή λαό των Μάρσων να συνάψουν συμμαχία με τη Ρώμη.[23]
Βλέποντας τις επιτυχίες του Σύλλα, ο Μάριος τελικά θορυβήθηκε και άρχισε να υπονομεύει την άνοδό του στην ιεραρχία. Ο Σύλλας το κατάλαβε και αποφάσισε να στραφεί στον έτερο ύπατο, τον Κάτουλο, έναν άξιο άνδρα χωρίς όμως ιδιαίτερες στρατιωτικές ικανότητες. Στο πλάι του έφερε σε πέρας σημαντικές αποστολές και κέρδισε μεγάλη δόξα. Υποχρέωσε, από τη μια, σε ήττα διάφορες βαρβαρικές φυλές στην περιοχή των Άλπεων, πιο αξιομνημόνευτη από τις οποίες ήταν οι Κίμβροι. Από την άλλη, όταν προέκυψε πρόβλημα επισιτισμού του στρατού, ο Σύλλας ανέλαβε να το φροντίσει. Και τα κατάφερε τόσο καλά που οι άνδρες του Κάτουλου είχαν τη δυνατότητα να αποστείλουν τρόφιμα και σε αυτούς του Μάριου. Με τον τρόπο αυτό ξεκίνησε η πικρή αντιπαλότητα των δύο αντρών, Μάριου και Σύλλα, η οποία οδήγησε τελικά σε αιματοβαμμένο εμφύλιο πόλεμο.[23]
Ο Σύλλας πλέον θεωρούσε πως η φήμη που είχε κερδίσει ήταν αρκετή για να του εξασφαλίσει πολιτική καριέρα. Επέστρεψε στη Ρώμη το 101 π.Χ., και έθεσε υποψηφιότητα για το αξίωμα του πραίτορα, αλλά δεν κατάφερε να εκλεγεί. Κέρδισε όμως το αξίωμα την επόμενη χρονιά (97 π.Χ.) καθώς, σύμφωνα με τον Πλούταρχο, παρείχε θεάματα λαμπρά στον λαό και εξαγόραζε ψήφους με χρήματα.[24]
Μετά την ολοκλήρωση της θητείας του, ο Σύλλας εστάλη στην Καππαδοκία, φαινομενικά για να επαναφέρει στον θρόνο του τον βασιλιά της Αριοβαρζάνη Α΄. Στην πραγματικότητα για να κρατήσει υπό έλεγχο τις δραστηριότητες του ανήσυχου βασιλιά του Πόντου, του Μιθριδάτη ΣΤ΄, ο οποίος ολοένα και επέκτεινε τα εδάφη του. Χρησιμοποιώντας συμμαχικά στρατεύματα θανάτωσε πολλούς Καππαδόκες, αλλά και Αρμενίους που έσπευσαν να τους βοηθήσουν, ανατρέποντας τον Γόρδιο και κάνοντας βασιλιά και πάλι τον Αριοβαρζάνη.[24]
Όσο στρατοπέδευε στις όχθες του Ευφράτη, ο Σύλλας είχε την τύχη να είναι ο πρώτος Ρωμαίος με τον οποίο προσπάθησαν οι Πάρθοι να έρθουν σε επαφή. Ο βασιλιάς τους είχε αποστείλει έναν πρέσβη που λεγόταν Ορόβαζος για να διαπραγματευτεί συμμαχία με τη Ρώμη. Λέγεται ότι ο Σύλλας τοποθέτησε για το συμβούλιο τρία καθίσματα: ένα για τον Αριοβαρζάνη, ένα για τον πρέσβη και το μεσαίο και τιμητικότερο για τον εαυτό του. Η πράξη του αυτή κόστισε τη ζωή του Ορόβαζου, ο οποίος θανατώθηκε από τον κύριό του γιατί δέχτηκε τέτοια αυθάδη συμπεριφορά. Μια άλλη αφήγηση αναφέρει πως κάποιος άνδρας από τη συνοδεία του Ορόβαζου, κάποιος Χαλδαίος, παρατηρώντας τον Σύλλα προφήτεψε πως αυτός ο άνδρας θα έφτανε στην κορυφή του κόσμου.[24]
Όταν ο Σύλλας επέστρεψε κατηγορήθηκε για δωροδοκία και κλήθηκε να απολογηθεί. Ωστόσο ο αντίδικός του δεν εμφανίστηκε ποτέ στη δίκη και απέσυρε τις κατηγορίες.[25] Προέκυψε όμως νέα διαμάχη με τον Μάριο, όταν ο Βόκχος που ήθελε να κολακέψει τους Ρωμαίους έστειλε στην πόλη κάποια αναθήματα που απεικόνιζαν τον ίδιο να παραδίδει στον Σύλλα τον Ιογόρθα. Ο Μάριος ζήτησε την απόσυρσή τους από την κοινή θέα, οι σύμμαχοι του Σύλλα αρνήθηκαν κι έτσι η κατάσταση έγινε τεταμένη.[26]
Τότε ήταν που ξέσπασε ο Συμμαχικός Πόλεμος (91 – 88 π.Χ.), αιτία του οποίου ήταν η αδιαλλαξία των ρωμαϊκών αρχών απέναντι στις πολιτικές ελευθερίες που επιθυμούσαν να απολαμβάνουν οι Socii, δηλαδή οι Ιταλοί σύμμαχοι της Ρώμης. Οι τελευταίοι επιστρατεύονταν συχνά να υπερασπιστούν την πόλη, ενώ πλήρωναν βαρύτατους φόρους, αλλά δεν είχαν λόγο στο πώς θα αξιοποιούνταν τα χρήματα ή τα στρατεύματα που προέρχονταν από τον τόπο τους. Όταν μια σοβαρή προσπάθεια για μεταρρύθμιση υπέρ τους τερματίστηκε άδοξα, οι συμμαχικές πόλεις επαναστάτησαν δείχνοντας την αγανάκτησή τους.
Την εποχή αυτή η Σύγκλητος και η αριστοκρατία της Ρώμης είχαν αρχίσει να φοβούνται τη φιλοδοξία του Μάριου. Για τον λόγο αυτό αποφάσισαν να μην του δώσουν πλήρη αρμοδιότητα διαχείρισης του πολέμου. Έτσι όσο κράτησαν οι εχθροπραξίες ο Μάριος δεν είχε επιτυχίες που θα ενίσχυαν την εικόνα του. Αντίθετα ο Σύλλας διακρίθηκε ποικιλοτρόπως, ακόμη κι ανάμεσα στους εχθρούς του. Κέρδισε μεγαλύτερη δόξα τόσο από τον Μάριο, όσο κι από τον ύπατο Γναίο Πομπήιο Στράβωνα (πατέρα του Πομπήιου του Μεγάλου). Αποτέλεσμα ήταν να εκλεγεί για πρώτη φορά ύπατος το 88 π.Χ.
Ο Σύλλας επέδειξε εκτός από στρατηγική ευφυΐα και μεγάλη προσωπική ανδρεία. Ως αποτέλεσμα στα Νώλα βραβεύτηκε με την «Corona Obsidionalis», τη μέγιστη τιμή για ένα Ρωμαίο υψηλόβαθμο στρατιωτικό, ο οποίος είχε επιδείξει ιδιαίτερη γενναιότητα σώζοντας μια λεγεώνα στο πεδίο της μάχης. Αντίθετα με άλλες στρατιωτικές τιμές, το βραβείο αυτό απέδιδε δια βοής η ίδια η λεγεώνα που σώθηκε, και για τον λόγο αυτό είχε δοθεί ελάχιστες φορές στην ιστορία. Το στεφάνι αυτό, κατά παράδοση είχε φτιαχτεί από χόρτα και άλλα φυτά που συλλέχθηκαν από το ίδιο το πεδίο της μάχης.[27]
Όταν επέστρεψε στην πόλη της Ρώμης, ο Σύλλας εξελέγη στην ηλικία των 50 ετών ύπατος το 88 π.Χ. με τον Κόιντο Πομπήιο Ρούφο. Τότε πραγματοποίησε έναν λαμπρό γάμο με την Καικιλία, κόρη του Μέτελλου, που κατείχε το αξίωμα του μεγίστου αρχιερέως (Pontifex Maximus). Η ένωση, που αποτελεί τον τέταρτο γάμο του Σύλλα, αποδοκιμάστηκε τόσο από την αριστοκρατία, όσο κι από τον απλό λαό που συνέθεσε διάφορα χιουμοριστικά στιχάκια για να τον γελοιοποιήσει.[26]
Με το νέο του αξίωμα, ο Σύλλας έκανε προετοιμασίες ώστε να συμμετάσχει στον Πρώτο Μιθριδατικό Πόλεμο, έχοντας στόχο να περιορίσει τις φιλοδοξίες του βασιλιά του Πόντου, του Μιθριδάτη ΣΤ΄. Βρήκε ωστόσο σθεναρό αντίπαλο τον Μάριο, ο οποίος παρά την προχωρημένη του ηλικία και την απόσυρσή του από τα στρατιωτικά ζητήματα, επιθυμούσε να αναλάβει ο ίδιος την εκστρατεία.[28] Για να το πετύχει συμμάχησε με τον Σουλπίκιο, έναν δήμαρχο (τριβούνο) τον οποίο ο Πλούταρχος περιγράφει με τα μελανότερα των χρωμάτων. Ο Σουλπίκιος, ο οποίος διατηρούσε έναν μικρό στρατό από σωματοφύλακες, ενθαρρύνθηκε σε νέες αυθαιρεσίες, ενώ ο Μάριος μέσω της συμμαχίας τους εξασφάλισε τη διοίκηση του εκστρατευτικού σώματος όπως επιθυμούσε. Προκειμένου να αποφύγουν να ψηφίσουν το διάταγμα αυτό, οι δύο ύπατοι κήρυξαν διακοπή των πολιτικών διαδικασιών. Ο Σουλπίκιος προσπάθησε από την πλευρά του να εκβιάσει τους συγκλητικούς ώστε να πάρει αυτό που ήθελε. Ξέσπασαν φοβερές ταραχές, κατά τη διάρκεια των οποίων σκοτώθηκε στην Αγορά ο γιος του ύπατου Πομπήιου Ρούφου. Ο Σύλλας καταδιώχθηκε μέχρι το σπίτι του Μάριου, και εξαναγκάστηκε να άρει το διάταγμα διακοπής των πολιτικών λειτουργιών. Ο Σουλπίκιος έστειλε κατόπιν απεσταλμένους στη Νώλα, για να φέρουν τα στρατεύματα που διέμεναν εκεί στον Μάριο.[29]
Ο Σύλλας είχε την τύχη να το σκάσει από την πόλη και να φτάσει το στρατόπεδο των βετεράνων του πρώτος. Όταν τους αφηγήθηκε τι συνέβη στην πόλη, οι αξιωματικοί τάχθηκαν με το μέρος του. Όταν έφτασαν δε οι απεσταλμένοι του Σουλπίκιου, βρήκαν τραγικό θάνατο δια λιθοβολισμού. Στο μεταξύ κύριοι της πόλης και της συγκλήτου ήταν ο Μάριος και ο Σουλπίκιος, οι οποίοι άρχισαν να καταδιώκουν και να εξολοθρεύουν τους σύμμαχους του Σύλλα. Παρατηρήθηκε έντονη κινητικότητα από το στρατόπεδο στην πόλη και το αντίστροφο, καθώς οι δύο παρατάξεις ετοιμάζονταν για σύγκρουση. Τότε ο Σύλλας έκανε κάτι που δεν είχε προηγούμενο στη ρωμαϊκή ιστορία: με έξι από τις πιστές του λεγεώνες προέλασε κατά της πόλης. Να τονιστεί πως οι λεγεώνες σύμφωνα με τη ρωμαϊκή παράδοση δεν εισέρχονταν ποτέ στην πόλη, αλλά στρατοπέδευαν για ασφάλεια σε κοντινές περιοχές. Μαθαίνοντας τα νέα ο Μάριος έστειλε δύο πραίτορες, τον Βρούτο και τον Σερβίλιο να συναντήσουν τον Σύλλα και να τον σταματήσουν. Οι στρατιώτες του Σύλλα, παραλίγο να τους θανατώσουν, αλλά τελικά περιορίστηκαν στο να τους προσβάλουν, να τους διαπομπεύσουν και τους στείλουν πίσω άπρακτους στη Ρώμη. Ο Μάριος και οι οπαδοί του προετοιμάστηκαν τότε για την επικείμενη σύγκρουση. Δεν είχαν στη διάθεσή τους όμως άλλους στρατιώτες πέρα από τη σωματοφυλακή των μονομάχων του Σουλπικίου. Με μια κίνηση απελπισίας ο Μάριος προσπάθησε να πάρει με το μέρος του σκλάβους υποσχόμενος ελευθερία.[30]
Φτάνοντας στις Πικτές ο Σύλλας έλαβε μια δεύτερη πρεσβεία η οποία τον διαβεβαίωσε πως με ψήφισμα προστατεύτηκαν όλα του τα δικαιώματα. Ο Σύλλας προσποιήθηκε ότι θα στρατοπέδευε εκεί, αλλά αμέσως έστειλε ένα τμήμα στρατού να πολιορκήσει την πύλη και τα τείχη του Εσκουιλίνου Λόφου. Όταν κατάφεραν να εισέλθουν στην πόλη τους υποδέχτηκε καταιγισμός από πέτρες και κεραμίδια που πετούσε το πλήθος από τις στέγες. Στο μεταξύ όμως, κατέφθασε ο Σύλλας και εφορμώντας ο ίδιος στην πόλη παρέδωσε εκείνο το τμήμα της στις φλόγες. Οι μονομάχοι δεν στάθηκαν ικανοί να αποκρούσουν τις λεγεώνες, κι έτσι ο Μάριος και οι σύμμαχοί του αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την πόλη.[30]
Μετά την επιτυχία του, ο Σύλλας κάλεσε τη Σύγκλητο, ενώπιον της οποίας παρουσίασε τον εαυτό του ως θύμα των περιστάσεων για να δικαιολογήσει τις πράξεις του. Ανεξάρτητα από το αν κέρδισε τη συμπάθεια ή τον φόβο των συγκλητικών, κατάφερε να ανακηρυχθεί ο Μάριος «hostes», δηλαδή εχθρός του κράτους, και φρόντισε να καταδικαστεί ο εχθρός του ερήμην εις θάνατον. Η ίδια τύχη περίμενε και τον Σουλπίκιο τον οποίο σκότωσε τελικά ένας σκλάβος. Στον τελευταίο ο Σύλλας είχε χαρίσει την ελευθερία του, αλλά τελικά τον γκρέμισε από τον Ταρπήιο Βράχο. Η διπροσωπία του Σύλλα στις παραπάνω περιπτώσεις, καθώς και το γεγονός ότι δεν χαρίστηκε στον Μάριο, στο σπίτι του οποίου είχε καταφύγει ικέτης όσο κράτησαν οι ταραχές στην πόλη, προκάλεσε την κρυφή αντιπάθεια της Συγκλήτου. Όσο για τον λαό, εκείνος έδειξε έμπρακτα την αγανάκτησή του εμποδίζοντας με την ψήφο του να αναλάβουν συγγενικά πρόσωπα του Σύλλα διάφορα αξιώματα. Διπλωματικά εκείνος δεν έδειξε αγανάκτηση ούτε όταν έφεραν στο προσκήνιο έναν άνδρα της αντίπαλης παράταξης, τον Λεύκιο Κορνήλιο Κίννα. Υποστήριξε δε πως χαιρόταν για την έκβαση των πραγμάτων καθώς ο ίδιος ήταν υπεύθυνος για την ελευθερία αυτή που απολάμβανε ο λαός. Όσο για τον Κίννα, εκείνος έδωσε δημόσια όρκους να μην υπονομεύσει τον Σύλλα, κάτι που δεν τήρησε. Ο Σύλλας έκανε πως αγνοούσε τα γεγονότα αυτά και προετοίμασε την εκστρατεία του κατά του Πόντου.[31]
Την περίοδο που ο Σύλλας ξεκινούσε την εκστρατείες του, ο Μιθριδάτης ΣΤ΄, βασιλιάς του Πόντου, απολάμβανε τη μια στρατιωτική επιτυχία μετά την άλλη και ήταν στον κολοφώνα της δόξας του. Είχε διεκδικήσει μόλις μέσα σε λίγες εβδομάδες την Ασία από τους Ρωμαίους, είχε αποσπάσει τη Βιθυνία και την Καππαδοκία από τους βασιλιάδες τους, και τώρα είχε εγκατασταθεί στην Πέργαμο απολαμβάνοντας τα πλούτη της πόλης.[31] Την άνοιξη του 88 π.Χ. διέταξε την εκτέλεση όλων των Ιταλών και Ρωμαίων στα εδάφη του, σύμφωνα με τις πηγές ένα σύνολο 80.000 ατόμων. Το καλοκαίρι οι Αθηναίοι τον κάλεσαν να απελευθερώσει την πόλη τους, συνεπώς έστειλε τον στρατό του να διασχίσει το Αιγαίο. Έτσι στην Αθήνα τύραννος έγινε ένας άνδρας με το όνομα Αριστίων. Η Μακεδονία έμεινε στην κατοχή των Ρωμαίων, αλλά στρατεύματα του Μιθριδάτη κατάφεραν να καταλάβουν την Αμφίπολη.[32] Ο ικανός στρατηγός του Μιθριδάτη, ο Αρχέλαος, με τον στόλο του ήλεγχε τις θάλασσες και καταλάμβανε ένα ένα τα νησιά των Κυκλάδων, καθώς και την Εύβοια. Με τον τρόπο αυτό οι ελληνικές πόλεις ξεσηκώνονταν για επανάσταση ενάντια στον Ρωμαίο κατακτητή. Ο μόνος που αντιστάθηκε σθεναρά σε αυτή την τρικυμία ήταν ο Βρέττιος Σούρας, αξιωματικός του διοικητή της Μακεδονίας.[33]
Ο Σύλλας, μετά την άφιξή του, επικέντρωσε τις προσπάθειές του στην πολιορκία του Πειραιά για να πλήξει την Αθήνα. Όντας ανήσυχος για την κατάσταση στη Ρώμη, έδρασε βιαστικά παίρνοντας μεγάλα ρίσκα. Χρησιμοποίησε δε κάθε είδους πολιορκητική μηχανή και εξοπλισμό, καταναλώνοντας γρήγορα τα αποθέματα ξύλου που διέθετε. Για να κάνει προμήθειες ρήμαξε τα ιερά άλση, καθώς και τις κατάφυτες περιοχές γύρω από την Ακαδημία και το Λύκειο.[34] Ο πόλεμος αυτός για τα μέτρα των αρχαίων υπήρξε ιδιαίτερα ανίερος: από τη μια οι δυνάμεις του Μιθριδάτη είχαν λεηλατήσει το ιερό νησί της Δήλου για χρήματα.[32] Ο Σύλλας με τη σειρά του απέσπασε τα πολυτιμότερα των αναθημάτων από την Επίδαυρο και την Ολυμπία. Αντίθετα, σύμφωνα με τον Πλούταρχο, οι προηγούμενοι στρατηγοί των Ρωμαίων, όπως ο Τίτος Φλαμινίνος και ο Αιμίλιος Παύλος, όχι μόνο είχαν σεβαστεί τα ιερά μέρη, αλλά τους είχαν αποδώσει και δώρα προβάλλοντας σεβασμό.[34]
Ο Αριστίων από την πλευρά του έκανε ό,τι μπορούσε για να προκαλεί τον Σύλλα. Από τα τείχη της πόλης έφταναν στα αυτιά του Ρωμαίου στρατηγού προσβολές για τον ίδιο και τη σύζυγό του. Αλλά ο Αριστίων κέρδισε και την αγανάκτηση των Αθηναίων, καθώς ενώ ο κόσμος έφτανε στα άκρα για να βρει κάτι φαγώσιμο - έτρωγαν μέχρι και δερμάτινα παπούτσια - και οι ναοί των θεών έμεναν χωρίς θυσίες, ο ίδιος οργάνωνε γλέντια και κατασπαταλούσε τις προμήθειες. Παράλληλα αρνούνταν να διαπραγματευτεί με τον Σύλλα, ακόμη κι όταν οι Αθηναίοι τον ικέτευσαν να το κάνει.[35]
Τελικά οι κατάσκοποι του Σύλλα βρήκαν ένα αδύναμο σημείο στα τείχη και αφού επιβεβαιώθηκε η πληροφορία εξαπολύθηκε επίθεση. Στα απομνημονεύματά του ο Σύλλας διηγείται πώς πήρε την πόλη μέσα στη νύχτα, εξαπολύοντας τα στρατεύματα του τα οποία λεηλάτησαν την πόλη ανελέητα. Το εν λόγω τείχος ισοπεδώθηκε. Η καταστροφή ήταν τρομακτική και ο Πλούταρχος αναφέρει φρικτές ιστορίες που κυκλοφόρησαν αναφορικά με την έκταση της αιματοχυσίας. Η σφαγή έληξε τελικά μετά από παράκληση δύο Ελλήνων φίλων του Σύλλα, που ονομάζονταν Μείδιος και Καλλιφών, καθώς και κάποιων συγκλητικών που ήταν παρόντες στο στρατόπεδο.[36]
Όταν η πόλη των Αθηνών κατελήφθη, ο Αριστίων κατέφυγε στην Ακρόπολη. Την αιχμαλώτισή του ανέλαβε ο Κούριος. Τελικά αυτό που τον ανάγκασε να παραδοθεί ήταν η δίψα. Η ειρωνεία, σύμφωνα με την αφήγηση του Πλουτάρχου, είναι πως τη στιγμή που κατέβαιναν τον Ιερό Βράχο μια νεροποντή γέμισε τις δεξαμενές τις Ακρόπολης. Λίγο αργότερα, ο Σύλλας κατέλαβε τον Πειραιά και τον έκαψε σχεδόν ολοσχερώς.[36]
Στο μεταξύ κατέφθασε από τη Μακεδονία και τη Θράκη ο Ταξίλης, στρατηγός του Μιθριδάτη, και κάλεσε τις δυνάμεις του Αρχελάου, που στρατοπέδευαν στη Μουνιχία,[37] να ενωθούν με τις δικές του. Ο Αρχέλαος σκέφτηκε να αποκόψει τον ανεφοδιασμό του εχθρού του, ωστόσο ο Σύλλας κατάλαβε τις προθέσεις του και για τον λόγο αυτό μετέφερε τις δυνάμεις του στη Βοιωτία. Αυτό ήταν ρίσκο, καθώς το πεδινό της έδαφος ευνοούσε την ανάπτυξη του εχθρικού ιππικού, ωστόσο η περιοχή παρείχε άφθονες προμήθειες στα ρωμαϊκά στρατεύματα. Παράλληλα ένας ικανός Ρωμαίος διοικητής, ο Ορτένσιος, βρίσκοντας τρόπο να ξεφύγει από τον κλοιό των αντιπάλων του, ένωσε τις δυνάμεις του με αυτές του Σύλλα.[38]
Όταν ένωσαν τις δυνάμεις τους κατέλαβαν ένα λόφο, που καλείται Φιλοβοιωτός, κοντά στον Παρνασσό, πλούσιο σε προμήθειες και περίμεναν. Όταν παρατάχθηκαν απέναντί τους τα στρατεύματα του Πόντου, κάπου 120.000 άνδρες, φαινομενικά ήταν πολύ λιγότεροι σε αριθμούς. Ο Αρχέλαος θεώρησε σωστό να περιοριστούν σε φθορές του ρωμαϊκού στρατού, ωστόσο ο Ταξίλης είχε διαταγές να επιτεθεί αμέσως. Οι άνδρες τους, συνεπαρμένοι από την προοπτική εύκολης νίκης, έχασαν κατά πολύ την πειθαρχία τους και μάλιστα πολλοί άφηναν τις γραμμές τους για να λεηλατήσουν τις γύρω περιοχές. Ορισμένοι, χωρίς να λάβουν σχετική διαταγή, κατέστρεψαν την πόλη των Πανοπέων και λεηλάτησαν τη Λειβαδιά, χωρίς να σεβαστούν το μαντείο της.[39]
Από την άλλη, οι Ρωμαίοι στρατιώτες έδειχναν πολύ φοβισμένοι και απρόθυμοι να ριχτούν στη μάχη. Για να μην τους αφήσει άπρακτους, ο Σύλλας τους έβαλε να σκάψουν οχυρωματικά έργα στην ερειπωμένη πόλη των Παραποταμίων, προσπαθώντας επίτηδες να τους εξαντλήσει τόσο, ώστε οι ίδιοι να ζητήσουν να επιτεθούν. Όταν πράγματι έγινε αυτό τους επέπληξε πως στην πραγματικότητα δεν θέλουν να πολεμήσουν αλλά να σταματήσουν να δουλεύουν! Τελικά οι άνδρες του με ανανεωμένο ηθικό κατέλαβαν την οχυρωματική εκείνη θέση, η οποία φύλαγε επιπλέον το πέρασμα για τη Χαιρώνεια. Στην τελευταία αποφάσισε τελικά να επιτεθεί ο Αρχέλαος και τότε ο Σύλλας, μετά από παράκληση ορισμένων κατοίκων της που ήταν στις γραμμές του, τους άφησε να γυρίσουν για να την υπερασπιστούν στέλνοντας μαζί τον χιλίαρχο Γαβίνιο με τους άνδρες του.[39]
Ο Σύλλας στρατοπέδευσε στα πόδια του Ηδυλίου όρους, απέναντι από τον Αρχέλαο. Μετά από μιας ημέρας ανάπαυλα, ο Σύλλας άφησε πίσω των Μουρήνα με μια λεγεώνα και δύο κοόρτεις για να εμποδίσουν τυχόν κινήσεις του εχθρού, όσο ο ίδιος προσέφερε θυσίες στον ποταμό Κηφισό. Κατόπιν προχώρησε σε αναγνώριση μιας περιοχής που λεγόταν Θούριο, όπου υπήρχε και ένας ναός αφιερωμένος στον Θούριο Απόλλωνα. Στη Χαιρώνεια τον υποδέχτηκαν με τιμές. Εκεί ανέθεσε σε δύο ντόπιους στρατιωτικούς την εκκαθάριση της περιοχής του Θουρίου και ο ίδιος προχώρησε στην οργάνωση της δικής του παράταξης για την επικείμενη μάχη. Μοίρασε το ιππικό του σε καθεμιά από τις δύο πτέρυγες, κρατώντας τη διοίκηση της δεξιάς για τον ίδιο. Την αριστερή ανέλαβε ο Μουρήνας. Οι αξιωματικοί Γάλβας και Ορτένσιος με εφεδρικά σώματα τοποθετήθηκαν στην οπισθοφυλακή σε υψώματα για να εμποδίσουν πλαγιοκόπημα από τον εχθρό, καθώς η παράταξη του τελευταίου υποδείκνυε τέτοια σχέδια.[40]
Στο μεταξύ οι πολεμιστές της Χαιρώνειας κατάφεραν να περάσουν απαρατήρητοι γύρω από το Θούριο, αιφνιδιάζοντας τον αντίπαλο. Οι άνδρες του Πόντου μέσα στη σύγχυση δεν έμειναν στη θέση τους, αλλά άρχισαν να τρέχουν άτακτα στις πλαγιές πέφτοντας πάνω στις ίδιες τους τις λόγχες. Εξαιτίας του συνωστισμού που προέκυψε αποτέλεσαν εύκολο στόχο για τους εχθρούς τους, που τους χτύπησε από ψηλά. Τρεις χιλιάδες άνδρες έχασαν με τον τρόπο αυτό τη ζωή τους. Από αυτούς που γλύτωσαν, άλλοι θανατώθηκαν από τους άνδρες του Μουρήνα και άλλοι κατέφυγαν στο στρατόπεδο του κυρίως σώματος του στρατού τους σκορπίζοντας τον τρόμο. Την περίσταση εκμεταλλεύτηκε ο Σύλλας για να επιτεθεί, στερώντας από τους βόρειους την αποτελεσματικότητα των αρμάτων τους.[41]
Κατόπιν ήταν η σειρά των πεζών να συγκρουστούν. Ο στρατός του Πόντου επιχείρησε να δημιουργήσει ένα αδιαπέραστο τείχος χρησιμοποιώντας τις ασπίδες και τα δόρατά του. Οι Ρωμαίοι εγκατέλειψαν τα ακόντιά τους και τράβηξαν σπαθί, με στόχο να παραμερίσουν τα δόρατα όσο πιο γρήγορα γινόταν, καθώς μια μεγάλη δύναμη που την αποτελούσαν απελεύθεροι σκλάβοι ερχόταν εναντίον τους. Οι τελευταίοι κρατούσαν τις γραμμές τους με σθένος, αλλά τελικά οι Ρωμαίοι χάρις στην οπισθοφυλακή τους τούς απώθησαν.[41]
Ο Αρχέλαος χρησιμοποίησε τη δεξιά του πτέρυγα προσπαθώντας να περικυκλώσει τα στρατεύματα του Σύλλα, τη στιγμή που ο Ορτένσιος έστελνε τις κοόρτεις του για να χτυπήσουν τον στρατηγό του Πόντου από τα πλάγια. Ωστόσο ο Αρχέλαος, χρησιμοποιώντας έξυπνα το ιππικό του, ανάγκασε τον Ορτένσιο όχι μόνο να οπισθοχωρήσει αλλά και να αποκοπεί λίγο λίγο από το κύριο σώμα των Ρωμαίων. Βλέποντάς τον περικυκλωμένο ο Σύλλας, ο οποίος διοικούσε τη δεξιά πτέρυγα του στρατού του, έσπευσε να τον βοηθήσει. Μαντεύοντας όμως, την κίνησή του αυτή ο Αρχέλαος, εξαιτίας της σκόνης που σήκωναν οι άνδρες του Σύλλα, παράτησε τους άνδρες του Ορτένσιου και έτρεξε να επιτεθεί στα δεξιά των Ρωμαίων, ελπίζοντας να τα βρει εκτεθειμένα μιας και ο διοικητής τους είχε μόλις αποχωρήσει.[42]
Την ίδια στιγμή ο Μουρήνας βρέθηκε σε δεινή θέση εξαιτίας των ανδρών του Ταξίλη. Ο Σύλλας τότε αντιμετώπισε το δίλημμα ποιο κομμάτι του στρατού του είχε τη μεγαλύτερη ανάγκη για ενίσχυση. Τελικά έστειλε τον Ορτένσιο και τους άνδρες του σε βοήθεια του Μουρήνα, ενώ ο ίδιος επέστρεψε στην αρχική του θέση στα δεξιά. Η πτέρυγα αυτή ήδη είχε αποδειχθεί ισάξια των επιτιθέμενων ανδρών του Αρχελάου, μα η άφιξη του Σύλλα την ενίσχυσε αρκετά ώστε να επικρατήσει πλήρως. Ο Σύλλας δεν ξέχασε τον Μουρήνα στέλνοντάς του ενισχύσεις. Όταν είδε πως όλα πήγαιναν ευνοϊκά συμμετείχε κι ο ίδιος πια στην καταδίωξη. Πολλοί άνδρες του Πόντου σφαγιάστηκαν στην πεδιάδα, αλλά η πλειοψηφία βρήκε τον θάνατο τρέχοντας προς τις ίδιες τους τις τάφρους.[42]
Ο Πλούταρχος αναφέρει πως από ολόκληρη αυτή την ισχυρή στρατιά γλύτωσαν μόλις δέκα χιλιάδες άνδρες, οι οποίοι έφτασαν σώοι στη Χαλκίδα. Ο Σύλλας στα απομνημονεύματά του αναφέρει - κατά πάσαν πιθανότητα υπερβάλλοντας - πως έχασε μόλις 14 στρατιώτες, και πως μέχρι το βράδυ δύο από αυτούς επέστρεψαν ασφαλείς! Ο Σύλλας αφιέρωσε τα τρόπαιά του στον Άρη, τη Νίκη και την Αφροδίτη και οργάνωσε εορταστικές εκδηλώσεις στην πόλη των Θηβών.[42]
Λίγο μετά την επιτυχία του στη Χαιρώνεια, ο Σύλλας έλαβε νέα πως στην πόλη της Ρώμης εκλέχτηκε Ύπατος ο Φλάκκος, ένας άνδρας της αντίπαλης φατρίας. Ο τελευταίος απέπλευσε από την Ιταλία και διέπλεε το Ιόνιο φαινομενικά κατά του Μιθριδάτη. Ο Σύλλας μπόρεσε να αντιληφθεί πως πραγματικός στόχος ήταν ο ίδιος, κι έτσι άρχισε να κινείται με προορισμό τη Θεσσαλία για να συναντήσει τα στρατεύματα αυτά.[43]
Τη δύσκολη αυτή στιγμή επέλεξε ο Δορύλαος, ένας άλλος από τους στρατηγούς του Μιθριδάτη, να αποβιβάσει στη Χαλκίδα νέο στρατό, ογδόντα χιλιάδων ικανών και πειθαρχημένων ανδρών, και να αρχίσει να ανακαταλαμβάνει τις χαμένες θέσεις του Πόντου. Ο Αρχέλαος εναντιώθηκε στην προοπτική νέας μάχης με τον Σύλλα και αποδείχτηκε σωστός: ο Σύλλας γύρισε πίσω και σε μια αψιμαχία στο Τιλφώσσιο έδειξε στο νέο του αντίπαλο πως δεν έπρεπε να υποτιμά κανείς τον ρωμαϊκό στρατό.[43]
Εντούτοις, ο Αρχέλαος παρατήρησε προσεκτικά την περιοχή του Ορχομενού, όπου και στρατοπέδευε, και αποφάσισε πως ήταν ιδιαίτερα ευνοϊκή για ένα στράτευμα που βασιζόταν στην υπεροχή του ιππικού του. Όταν οι δύο στρατοί στρατοπέδευαν πια ο ένας κοντά στον άλλο, ο Σύλλας διέταξε να σκάψουν οι άντρες χαντάκια για να αποδυναμώσει το ιππικό του εχθρού και να τον παρασύρει στα έλη. Ωστόσο δέχτηκε σφοδρή επίθεση, που όχι μόνο δεν άφησε τους άντρες να δουλέψουν, αλλά έτρεψε και σε άτακτη φυγή κι αυτούς που τους προστάτευαν. Τότε, όπως αφηγείται ο Πλούταρχος, ο ίδιος ο Σύλλας ρίχτηκε στη μάχη ειρωνευόμενος τους άνδρες τους για τη δειλία τους. Ως αποτέλεσμα δύο κοόρτεις από τη δεξιά του πτέρυγα έσπευσαν να τον βοηθήσουν κατατροπώνοντας τους επιτιθέμενους.[44]
Αφού ξεκούρασε λίγο τους άνδρες του, ο Σύλλας τους επιστράτευσε και πάλι στο σκάψιμο τάφρων. Τους αντιμετώπισε μια νέα καλύτερη οργανωμένη επίθεση, στην οποία συμμετείχε ο Διογένης, προγονός του Αρχελάου, ο οποίος αγωνίστηκε γενναία και πέθανε ένδοξα στο πεδίο της μάχης. Οι τοξότες του Πόντου, άσχημα πιεσμένοι από τους Ρωμαίους, καθώς δεν μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τα τόξα τους άρπαξαν με τα χέρια τα βέλη τους και τα χρησιμοποίησαν σαν σπαθιά. Τελικά αποκρούστηκαν πλήρως στα δικά τους χαρακώματα.[44]
Την επομένη επαναλήφθηκε και πάλι η ίδια σκηνή: τους άντρες του Σύλλα προσπάθησε αυτή τη φορά να εμποδίσει ένα ιδιαίτερα μεγάλο μέρος τους Μιθριδατικού στρατού. Τότε ο Σύλλας τους επιτέθηκε με ορμή και τους κατανίκησε. Ο Πλούταρχος αναφέρει τη μακάβρια λεπτομέρεια, πως τα έλη γέμισαν με αίμα και πως, διακόσια χρόνια μετά τη μάχη, ακόμη μπορούσε να βρει κανείς ανάμεσα στη λάσπη βέλη, Βαρβαρικά κράνη και σπασμένους θώρακες.[44]
Από τη Ρώμη συνέχισαν να καταφτάνουν στον Σύλλα ανησυχητικά νέα. Ο Κίννας και ο Κάρβων [45] καταδίωκαν επιφανείς πολίτες οι οποίοι έβρισκαν καταφύγιο στο πλευρό του Σύλλα. Η σύζυγός του, Καικιλία Μέτελλα, με δυσκολία δραπέτευσε μαζί με τα παιδιά της, ανακοινώνοντας στον άνδρα της πως η ακίνητη περιουσία του είχε καταστραφεί. Όσο για τους συμμάχους του, του έστελναν συνεχώς παρακλητικά μηνύματα να γυρίσει. Ο Σύλλας βρέθηκε σε δύσκολη θέση και αμφιταλαντευόταν ανάμεσα στην απόφαση να γυρίσει και στην απόφαση να ολοκληρώσει το έργο του.[46]
Ωστόσο ανέλπιστα κατέφθασε στο στρατόπεδό του ένας έμπορος από τη Δήλο, ο Αρχέλαος, ο οποίος του μετέφερε μήνυμα από τον στρατηγό Αρχέλαο, ο οποίος εξέφραζε την επιθυμία του για διαπραγματεύσεις. Ο Σύλλας δέχτηκε ανακουφισμένος την πρόταση για προσωπική συνάντηση με τον Αρχέλαο στην ακτή στο Δήλιο, κοντά σε έναν ναό του Απόλλωνα. Η πρόταση του Αρχέλαου ήταν να εγκαταλείψει ο Σύλλας την Ασία και τον Πόντο και σε αντάλλαγμα ο βασιλιάς θα του διέθετε χρήματα και στρατό για τον πόλεμό του στην Ιταλία. Από την άλλη ο Σύλλας του πρότεινε να ανατρέψει τον Μιθριδάτη και να αναλάβει ο ίδιος τη βασιλεία σαν σύμμαχος της Ρώμης. Τόσο ο ένας όσο και ο άλλος αρνήθηκε να διαπράξει προδοσία και η τελική κατάληξη ήταν απόφαση για παύση των εχθροπραξιών. Οι όροι ήταν οι παρακάτω:
Από την πλευρά του ο Σύλλας θα αναγνώριζε την κυριαρχία του Μιθριδάτη στις υπόλοιπες περιοχές που είχε υπό την κατοχή του και θα τον θεωρούσε έκτοτε φίλο της Ρώμης.[46]
Όταν ολοκληρώθηκαν οι διαπραγματεύσεις ο Σύλλας ταξίδεψε στη Θεσσαλία και τη Μακεδονία με προορισμό τον Ελλήσποντο. Τιμητική θέση στο πλευρό του είχε ο Αρχέλαος. Όταν ο Αρχέλαος ασθένησε στη Λάρισα, ο Σύλλας σταμάτησε το ταξίδι του για να τον φροντίσει. Ακόμη, όλοι οι συνεργάτες του Μιθριδάτη διατηρήθηκαν ζωντανοί εκτός από τον τύραννο Αριστίονα, ο οποίος δεν τα πήγαινε καθόλου καλά με τον Αρχέλαο. Τέλος, ο Καππαδόκης στρατηγός εισέπραξε προσωπικές εκτάσεις στην Εύβοια σαν δώρο, καθώς και τον τίτλο του φίλου της Ρώμης. Αυτό το είδος της εύνοιας άρχισε να κινεί υποψίες πως ο Αρχέλαος ήταν εξ’ αρχής με το μέρος του Σύλλα και πως έχασε επίτηδες τις κρίσιμες μάχες. Στην αυτοβιογραφία του ο Σύλλας δικαιολογεί όλα τα παραπάνω.[47]
Νέοι απεσταλμένοι του Μιθριδάτη κατέφθασαν ανακοινώνοντας πως ο βασιλιάς δεχόταν όλους τους όρους εκτός από δυο: την αποστολή πλοίων και την παράδοση της Παφλαγονίας. Ο Σύλλας εξοργίστηκε κατηγορώντας τον Μιθριδάτη για αγνωμοσύνη και δειλία, μιας και ο ίδιος δεν είχε παραβρεθεί ποτέ στις μάχες αλλά περίμενε ήσυχα στην Πέργαμο. Ο Αρχέλαος προσπάθησε να τον καθησυχάσει λέγοντας πως θα πήγαινε ο ίδιος να βρει τον βασιλιά του. Ορκίστηκε δε πως αν δεν του άλλαζε γνώμη, θα αυτοκτονούσε. Ο Σύλλας τον εμπιστεύτηκε και τον άφησε να φύγει. Όσο περίμενε λεηλάτησε τη Μαιδική, και κατόπιν συναντήθηκε με τον Αρχέλαο στους Φιλίππους. Εκεί τον περίμεναν καλά νέα, μιας και ο βασιλιάς είχε συμφωνήσει σε όλα τελικά, αν και επιθυμούσε μια κατ’ ιδίαν συνάντηση με τον Σύλλα. Στην πραγματικότητα αυτό που τον έπεισε ήταν το γεγονός ότι ο Γάιος Φλάβιος Φιμβρίας, σκότωσε στη Ρώμη τον Φλάκκο και τώρα προέλαυνε κατά του Πόντου. Ο Μιθριδάτης ως αποτέλεσμα έτρεξε να κερδίσει τα φιλικά αισθήματα του Σύλλα.[47]
Η συνάντηση των δύο ανδρών έγινε στη Δάρδανο, πόλη της Τρωάδας. Ο Μιθριδάτης είχε μαζί του μια συντριπτική δύναμη στρατιωτών, ο Σύλλας μόλις τέσσερις κοόρτεις και διακόσιους ιππείς. Ο Σύλλας υπήρξε ιδιαίτερα ψυχρός με τον βασιλιά του Πόντου, κατηγορώντας τον για τις σκληρές πράξεις του από την αρχή του πολέμου. Τον ρώτησε συνολικά δύο φορές αν θα τηρούσε τους όρους που είχαν συμφωνήσει με τον Αρχέλαο. Όταν τέλος πήρε την απάντηση που ήθελε, μόνο τότε έδειξε φιλία προς τον Μιθριδάτη και τον συμφιλίωσε με τον Αριοβαρζάνη και τον Νικομήδη. Ο βασιλιάς του Πόντου, αφού άφησε στον Σύλλα εβδομήντα πλοία και πεντακόσιους τοξότες, επέστρεψε στην πατρίδα του.[48]
Ο Σύλλας, ωστόσο, μπορούσε να καταλάβει πόσο δυσαρεστημένοι ήταν οι άνδρες του από αυτή την εξέλιξη των πραγμάτων. Έβλεπαν τον άνδρα που θανάτωσε χιλιάδες συμπατριώτες τους σε μια μέρα να φεύγει στην πράξη αλώβητος. Ο Σύλλας απολογήθηκε πως του ήταν αδύνατο να τηρεί δύο μέτωπα ανοιχτά ταυτόχρονα.[48]
Μόλις ολοκλήρωσε τις υποχρεώσεις του στη Δάρδανο, ο Σύλλας ξεκίνησε την πορεία του κατά του Φιμβρία, ο οποίος στρατοπέδευε στα Θυάτειρα. Φτάνοντας κοντά στο στρατόπεδο του αντιπάλου του, διέταξε τους άνδρες του να αρχίζουν να κατασκευάζουν το δικό τους. Εντούτοις, απλοί στρατιώτες από το άλλο στρατόπεδο κατέφθασαν άοπλοι, καλωσόρισαν τους άνδρες του Σύλλα κι άρχισαν να τους βοηθούν στις εργασίες. Όταν ο Φιμβρίας είδε την εξέλιξη αυτή, και φοβούμενος πως ο Σύλλας δεν θα τον συγχωρούσε, πήρε την ίδια του τη ζωή.[49]
Προτού εγκαταλείψει την Ασία, ο Σύλλας επέβαλε πρόστιμο στις ασιατικές πόλεις είκοσι χιλιάδες τάλαντα. Επέβαλε δε σε ντόπιες οικογένειες να «φιλοξενήσουν» τους Ρωμαίους αξιωματικούς που θα παρέμεναν εκεί, καταστρέφοντάς τες εντελώς οικονομικά μιας και θα πλήρωναν οι ίδιες τα έξοδά τους.[49]
Κατόπιν, ο Σύλλας απέπλευσε από την Έφεσο με κατεύθυνση το λιμάνι του Πειραιά. Κατά την παραμονή του έλαβε μέρος στα Ελευσίνια Μυστήρια και έκανε κατάσχεση της βιβλιοθήκης του Απελλικώνος του Τήιου, όπου υπήρχαν οι περισσότερες πραγματείες του Αριστοτέλη και του Θεόφραστου, που ακόμη δεν ήταν γνωστές στο ευρύ κοινό. Όταν αυτά μεταφέρθηκαν αργότερα στη Ρώμη, τα επιμελήθηκε ο Τυρραβίων ο γραμματικός, ενώ αντίγραφα εστάλησαν στον Ανδρόνικο τον Ρόδιο, ο οποίος τα δημοσίευσε. Κατά τη διαμονή του στην Αθήνα ο Σύλλας ένιωσε μουδιάσματα στα πόδια, και φοβούμενος προμήνυμα αρθρίτιδας, με την ευκαιρία επισκέφτηκε τα λουτρά της Αιδηψού για να ξεκουραστεί.[50]
Όταν έφτασε η ώρα της επιστροφής στην Ιταλία για τον Σύλλα και τους άνδρες του, ο Ρωμαίος στρατηγός αντιμετώπιζε το δυσάρεστο ενδεχόμενο να τους δει να διασκορπίζονται ο καθένας για την πόλη του, αφήνοντάς τον μόνο στα προβλήματά του. Οι άνδρες του ωστόσο, πήραν με δική τους πρωτοβουλία όρκο να μην τον εγκαταλείψουν προτού τους αποπέμψει ο ίδιος. Επίσης, βλέποντας την ανάγκη του για χρήματα, αποφάσισαν να κάνουν έναν έρανο ανάμεσά τους κι ο καθένας να δώσει ό,τι μπορούσε. Αφού αρνήθηκε ευγενικά και εμψύχωσε τους άνδρες του, ο Σύλλας ξεκίνησε να αντιμετωπίσει τους εχθρούς του στην πατρίδα.[51]
Ο Σύλλας βλέποντας τους εχθρούς του να τον κυκλώνουν από παντού με μεγάλο αριθμό στρατευμάτων, κάλεσε τον Σκηπίωνα, έτερο ύπατο της χρονιάς εκείνης, για διαπραγματεύσεις. Αυτό δεν ήταν παρά ένα πρόσχημα. Καλώντας ξανά και ξανά συμβούλια και συνεδριάσεις, έδωσε χρόνο σε δικούς του ανθρώπους να διαφθείρουν τους στρατιώτες του Σκηπίωνα. Το κατάφεραν μπαινοβγαίνοντας ελεύθερα στο στρατόπεδό τους, κερδίζοντας την υποστήριξή τους άλλοτε με υποσχέσεις, άλλοτε με κολακείες κι άλλοτε με χρήματα. Έτσι όταν οι αντίπαλοι στρατοί ήρθαν κοντά, οι άντρες του Σκηπίωνα ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα αυτών του Σύλλα εγκαταλείποντας τον διοικητή τους, ο οποίος συνελήφθη, αλλά αφέθηκε ελεύθερος.[52]
Μετά τα γεγονότα αυτά, στο Σίγνιον, ο Γάιος Μάριος, γιος του μεγάλου εχθρού του Σύλλα που είχε πεθάνει την περασμένη χρονιά, προκάλεσε τον Σύλλα σε μάχη. Κατέστρεψε τμήματα των δρόμων και εμπόδισε την προέλαση του αντιπάλου του, έτσι οι άνδρες του Σύλλα ήταν ήδη εξαντλημένοι από την προσπάθεια να ανοίξουν δρόμο. Η βροχή που ξεκίνησε να πέφτει έκανε ακόμη πιο δύσκολα τα πράγματα. Ανυπόμονος ο Σύλλας, δεν μπορούσε παρά να τους διατάξει να στήσουν στρατόπεδο. Από του πουθενά όμως εμφανίστηκαν οι άνδρες του Μάριου που άρχισαν επίθεση ελπίζοντας να εκμεταλλευτούν την κακή κατάσταση των αντιπάλων τους. Αντίθετα με αυτό που ήλπιζαν όμως, οι άνδρες του Σύλλα δεν τα έχασαν. Άφησαν κατά μέρος τα ακόντιά τους, τράβηξαν σπαθιά και αντεπιτέθηκαν. Σε λίγο οι άνδρες του Μάριου άρχισαν να οπισθοχωρούν και να σφάζονται κατά κύματα. Ο Μάριος κατέφυγε στον Πραινεστό, βρίσκοντας την πύλη ήδη κλειστή. Ο Σύλλας περιγράφει πως στη μάχη αυτή έχασε είκοσι τρεις άνδρες, ενώ σκότωσε είκοσι χιλιάδες εχθρούς και πήρε οχτώ χιλιάδες αιχμαλώτους. Το έργο του Σύλλα ολοκλήρωσαν οι σύμμαχοί του, Πομπήιος, Κράσσος, Μέτελλος και Σερουΐλιος, έτσι ώστε ο επικεφαλής της αντίπαλης παράταξης, ο Κάρβων, εγκατέλειψε νύχτα τους άνδρες του και το έσκασε για τη Λιβύη.[52]
Ένας άλλος από τους αντιπάλους του Σύλλα, ο Τελεσίνος ο Σαυνίτης, βλέποντας να τον έχουν εγκλωβίσει οι άνδρες του Σύλλα και του Πομπήιου, διέλυσε νύχτα το στρατόπεδό του και επιτέθηκε κατά της Ρώμης. Καθώς βρέθηκε σε μικρή απόσταση από την Κολλίνη Πύλη, στην πόλη ξέσπασε πανικός. Ωστόσο βρέθηκαν άνδρες να την υπερασπιστούν το ξημέρωμα, μέχρι να καταφτάσουν οι στρατιώτες του Βάλβου τους οποίους είχε στείλει μπροστά του ο Σύλλας. Σε λίγο κατέφτασε κι ο ίδιος, ωστόσο ξεκούρασε για λίγες ώρες τους άνδρες του που είχαν εξαντληθεί. Οι σύμμαχοί του προσπάθησαν να τον πείσουν πως οι άνδρες του ήταν σε κακή κατάσταση και πως είχε ανάγκη κι άλλο χρόνο, εντούτοις ο ίδιος διέταξε επίθεση. Στη βίαιη συμπλοκή που ακολούθησε, η δεξιά του πτέρυγα οδηγούμενη από τον Κράσσο τα πήγε περίφημα, ωστόσο η αριστερή κινδύνεψε και απαιτήθηκε να την ενισχύσει ο ίδιος ο Σύλλας με τους άνδρες του. Στην εν λόγω περίσταση λίγο έλειψε να σκοτωθεί, αλλά σώθηκε χάρις στην έγκαιρη επέμβαση του ιπποκόμου του.[53]
Τελικά ολόκληρη η αριστερή του πτέρυγα κατακερματίστηκε και ο ίδιος ο Σύλλας ακολούθησε τους φυγάδες που έτρεχαν να προστατευτούν στο στρατόπεδό του. Κόσμος που είχε βγει από την πόλη να παρακολουθήσει την έκβαση της μάχης καταπατήθηκε και κυκλοφόρησε η φήμη πως η μάχη ήταν χαμένη. Ορισμένοι μάλιστα από τους φυγάδες κατέφυγαν στον Λουκρήτιο Οφέλλα, ο οποίος πολιορκούσε ακόμη τον Μάριο στον Πραινεστό και του έλεγαν να σταματήσει την επιχείρηση καθώς η Ρώμη ανήκε πλέον στον εχθρό.[53]
Ωστόσο η κατάσταση αποδείχτηκε πολύ διαφορετική: απεσταλμένοι του Κράσσου έφεραν προμήθειες στον Σύλλα, ανακοινώνοντάς του πως ο εχθρός είχε κατά μεγάλο μέρος καταστραφεί και καταδιωχτεί ως τα Άντεμνα, όπου και είχε στρατοπεδεύσει ο Κράσσος. Το πρωί ο Σύλλας μετέβη στην περιοχή, όπου τον συνάντησε μια πρεσβεία των κατοίκων που τον παρακάλεσε για έλεος. Ο ίδιος τους υποσχέθηκε την ασφάλειά τους με την προϋπόθεση να καταφέρουν πλήγμα στους υπόλοιπους εχθρούς του. Εκείνοι επέστρεψαν στην πόλη και με την υπόσχεση αυτή στο μυαλό τους οι κάτοικοι άρχισαν να αλληλοσκοτώνονται. Εντούτοις, όταν όλα πλέον είχαν τελειώσει, έξι χιλιάδες επιζώντες κι από τις δύο παρατάξεις οδηγήθηκαν στο ιπποδρόμιο της Ρώμης. Ο Σύλλας προσκάλεσε σε κοντινή απόσταση τα μέλη της Συγκλήτου για να τους απευθύνει λόγο. Την ίδια στιγμή που άρχισε να μιλά, οι άνδρες του ξεκίνησαν τη μεγάλη σφαγή στο ιπποδρόμιο. Ο πανικός και οι κραυγές ενός τέτοιου πλήθους που συνωστιζόταν σε περιορισμένο χώρο γέμισαν τον αέρα, αφήνοντας τους συγκλητικούς ταραγμένους. Τότε ο Σύλλας, χωρίς να αλλάξει την έκφρασή του, τους είπε να στρέψουν την προσοχή τους σε αυτόν και να μην νοιάζονται για το τι γινόταν έξω και πως απλά τιμωρούνταν κάτι εγκληματίες με δική του διαταγή.[54]
Τις επόμενες μέρες στους δρόμους της πόλης έγιναν αναρίθμητες δολοφονίες εξαπλώνοντας τον απόλυτο τρόμο. Πολλοί μάλιστα πέθαναν ώστε να ικανοποιήσουν προσωπικά μίση, ακόμη κι αν δεν είχαν άμεση σχέση με τον Σύλλα. Ωστόσο εκείνος έδινε τη συγκατάθεσή του για να ικανοποιήσει τους οπαδούς του.[55]
Την πρώτη μέρα οι προγραφές περιελάμβαναν ογδόντα άτομα, τη δεύτερη διακόσια είκοσι ακόμη, την τρίτη πολύ περισσότερα, παρά τη γενική κατακραυγή.[56] Σε ένα δημόσιο λόγο ο Σύλλας υποστήριξε πως στις προγραφές περιελάμβανε όσους μπορούσε να θυμηθεί και όσους ξέχναγε θα τους θανάτωνε στο μέλλον. Με θάνατο τιμωρούνταν επίσης όσοι παρείχαν καταφύγιο στους καταδιωκόμενους, ακόμη κι αν επρόκειτο για αδέρφια, τέκνα ή γονείς. Αντίθετα όποιος σκότωνε κάποιον από τους προγεγραμμένους λάμβανε σαν αμοιβή δύο τάλαντα, ακόμη κι αν δολοφονούσε σκλάβος τον κύριο ή γιος τον πατέρα. Ο Σύλλας στέρησε δε από τα πολιτικά τους δικαιώματα τους γιους και εγγονούς των προγεγραμμένων και κατάσχεσε τις περιουσίες τους. Οι φόνοι δεν περιορίστηκαν στην πόλη της Ρώμης, αλλά εξαπλώθηκαν και σε άλλες πόλεις της Ιταλίας. Κι όπως ήταν αναμενόμενο, πολλοί άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους αναίτια στο ευρύτερο κλίμα τρομοκρατίας, επειδή κάποιοι εποφθαλμιούσαν την προσωπική τους περιουσία.[55]
Όσο συνέβαιναν αυτά, στον Πραινεστό που βρισκόταν υπό πολιορκία, ο Μάριος ο Νεότερος προτίμησε να αυτοκτονήσει παρά να πιαστεί αιχμάλωτος. Μετά την άφιξη του Σύλλα, ένας ένας οι κάτοικοι περνούσαν από δίκη και κατόπιν εκτελούνταν. Όταν το πράγμα τράβηξε εις μάκρος – ήταν δώδεκα χιλιάδες άνθρωποι – διέταξε τη μαζική τους εκτέλεση.[57]
Ο Λουκρήτιος Οφέλλας, ο οποίος είχε φέρει σε πέρας την πολιορκία του Μάριου, προσφέρθηκε για να αναλάβει το αξίωμα του υπάτου. Ο Σύλλας δεν επιθυμούσε να συμβεί κάτι τέτοιο και όταν ο Οφέλλας κατέβηκε με συνοδεία στην Αγορά, ένας εκατόνταρχος τον σκότωσε. Ο τελευταίος συνελήφθη από το πλήθος, ωστόσο ο Σύλλας που είχε παρακολουθήσει τη σκηνή, διέταξε να τον αφήσουν ελεύθερο.[58]
Ο νεαρός Ιούλιος Καίσαρ, ως γαμπρός του Κίννα, ήταν ανάμεσα στα άτομα που περιελάμβανε ο μακρύς κατάλογος των προγραφών. Αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την πόλη και διασώθηκε χάρις τις προσπάθειες συγγενών του, πολλοί από τους οποίους ήταν υποστηρικτές του Σύλλα. Στα απομνημονεύματά του, ο Σύλλας αναφέρει πως μετάνιωσε για την απόφασή του να του χαρίσει τη ζωή, εξαιτίας της υπέρμετρης φιλοδοξίας του νεαρού άνδρα. Ο ιστορικός Σουητόνιος αναφέρει πως τη στιγμή που συμφώνησε να μην θανατώσει τον Καίσαρα, ο Σύλλας προειδοποίησε εκείνους που τον υπερασπίστηκαν πως θα αποτελούσε μεγάλο κίνδυνο για εκείνους στο μέλλον, λέγοντας: «Σε αυτόν τον Καίσαρα υπάρχουν πολλοί Μάριοι».
Συνολικά ο Σύλλας διέταξε την εκτέλεση κάπου 1.500 ατόμων από την τάξη των ιππέων και των πατρικίων. Ωστόσο υπολογίζεται πως τελικά βρήκαν τον θάνατο 9.000 άτομα.[59] Προς το τέλος του 82 π.Χ. ή στις αρχές του 81 π.Χ. η Σύγκλητος έδωσε στον Σύλλα το αξίωμα του Δικτάτορα («dictator legibus faciendis et reipublicae constituendae causa», «δικτάτωρ για τη δημιουργία νόμων και τον ορισμό του συντάγματος»). Την απόφαση επικύρωσε κατόπιν και η εκκλησία του λαού, ενώ δεν ορίστηκε κάποιο χρονικό όριο στη θητεία του αυτή. Το ασυνήθιστο αξίωμα του δικτάτορα, το οποίο αποδιδόταν μοναχά σε περιόδους μεγάλης πολιτικής κρίσης και μόνο για εξάμηνα, αποτελούσε τη μοναδική εξαίρεση στον κανόνα των Ρωμαίων να μην αποδίδουν όλες τις εξουσίες σε ένα και μοναδικό άτομο. Έτσι ο Σύλλας έθεσε προηγούμενο αρχικά για τη δικτατορία του Ιουλίου Καίσαρα και κατόπιν για την κατάλυση της Δημοκρατίας από τον Οκταβιανό Αύγουστο.
Μετά την αναγόρευσή του σε Δικτάτορα, αξίωμα που είχε να λάβει κάποιος για πάνω από έναν αιώνα, ο Σύλλας φρόντισε να ψηφιστεί ένα διάταγμα βάσει του οποίου απαλλασσόταν από την ευθύνη για τις πράξεις του την τελευταία περίοδο. Του εξασφάλισε δε για το μέλλον δικαιώματα πάνω στη ζωή και τον θάνατο πολιτών, πάνω στη δήμευση περιουσιών, πάνω στον αποικισμό, την ίδρυση και την καταστροφή πόλεων, αλλά και την απόδοση ολόκληρων βασιλείων κατά την κρίση του. Διαπραγματεύτηκε κατά βούληση την πώληση των δημευμένων περιουσιών, απέκτησε μεγάλο προσωπικό πλούτο, είχε πρόσβαση σε όμορφες γυναίκες, στα έσοδα των διαφόρων πόλεων, στα εδάφη των επαρχιών, αλλά κατείχε και το δικαίωμα να ορίζει γάμους κατά το συμφέρον του, ακόμη κι αν αυτό απαιτούσε κάποιο διαζύγιο. Για παράδειγμα, διέταξε τον Πομπήιο τον Μέγα,[60] να χωρίσει τη σύζυγό του και κατόπιν, του έδωσε για νέα σύζυγο την Αιμιλία, κόρη του Σκαύρου και της δικής του γυναίκας, της Μέτελλας. Η κοπέλα αυτή ήταν πρωτύτερα παντρεμένη με τον Μάνιο Γλάβριο και εκείνη την περίοδο ήταν έγκυος. Τελικά πέθανε κατά τη γέννα στο σπίτι του Πομπήιου.[58]
Ο Σύλλας, έχοντας ζήσει από πρώτο χέρι τα βίαια αποτελέσματα που επέφεραν οι ριζοσπαστικές φιλολαϊκές μεταρρυθμίσεις, επέλεξε να ασκήσει συντηρητική πολιτική. Αποφάσισε να ενισχύσει την αριστοκρατία και κατ’ επέκταση τον θεσμό της Συγκλήτου.[61] Διατήρησε τον θεσμό βάσει του οποίου ένα ψήφισμα, προτού τεθεί στη διάθεση του λαού για ψηφοφορία, έπρεπε πρώτα να έχει εγκριθεί από τη Σύγκλητο.
Έτερος στόχος του ήταν να στερήσει δύναμη και κύρος από το αξίωμα του Τριβούνου των Πληβείων (Δημάρχου). Στο εν λόγω αξίωμα εκλέγονταν αυστηρά πληβείοι, οι οποίοι αποκτούσαν έτσι αρκετή εξουσία ώστε να προκαλούν πολλά προβλήματα στην αριστοκρατία, με πρόσφατα παραδείγματα τους αδερφούς Γράκχους. Συνεπώς, ο Σύλλας στέρησε από τους τριβούνους τη νομοθετική εξουσία. Επίσης απαγόρευσε στους πρώην τριβούνους να λαμβάνουν οποιοδήποτε άλλο αξίωμα, ώστε τα φιλόδοξα άτομα να μην επιζητούν να ανέλθουν στο αξίωμα αυτό μιας και θα σήμαινε το τέλος της πολιτικής τους καριέρας.[62] Τέλος, στέρησε από τους τριβούνους το πολύτιμο δικαίωμα να ασκούν βέτο στις αποφάσεις της Συγκλήτου.
Ο Σύλλας κατόπιν αύξησε τον αριθμό των αξιωματούχων που θα εκλέγονταν κάθε χρόνο [61] και όρισε πως όλοι οι νεοεκλεγέντες κυαίστορες θα εισέρχονταν αυτομάτως στην τάξη των Συγκλητικών. Με τον τρόπο αυτό ο Σύλλας πέτυχε την αύξηση των μελών της Συγκλήτου από 300 σε 600 άτομα. Ως αποτέλεσμα ο Τιμητής δεν ήταν πλέον απαραίτητο να διατηρεί λίστα με τους συγκλητικούς μιας και υπήρχαν πλέον αρκετοί πρώην αξιωματούχοι για να καλύψουν τις κενές θέσεις.[61] Για να ενισχύσει περαιτέρω τη Σύγκλητο, ο Σύλλας αφαίρεσε τον έλεγχο των δικαστηρίων από τους ιππείς, οι οποίοι είχαν την εξουσία αυτή από την εποχή των Γράκχων, και την παραχώρησε στους συγκλητικούς. Επιπροσθέτως κωδικοποίησε - και κατ’ επέκταση έκανε επίσημο - το «cursus honorum»,[62] το οποίο καθόριζε τη σειρά και την ηλικία βάσει της οποίας αναλάμβανε κάποιος αξιώματα στο ρωμαϊκό κράτος. Για να αποτρέψει δε κάποιον που επιθυμούσε να συγκεντρώσει στα χέρια του όλες τις εξουσίες, όπως είχε κάνει ο ίδιος, όρισε να περιμένει κανείς δέκα χρόνια προτού επανεκλεγεί σε κάποιο αξίωμα. Ακόμη, δημιούργησε ένα σύστημα βάσει του οποίου οι ύπατοι και οι πραίτορες, αφού ολοκλήρωναν τη θητεία τους, αποχωρούσαν για ένα χρόνο από την πόλη, ώστε να διοικήσουν κάποια επαρχία.[62]
Τέλος, σε μια επίδειξη της απόλυτης εξουσίας του, επέκτεινε το Pomerium, τα ιερά όρια της πόλης, τα οποία δεν είχε πειράξει κανείς από την εποχή των βασιλέων.
Αποδίδοντας τις μεγάλες του επιτυχίες στη θεά Fortuna, το αντίστοιχο της ελληνικής θεάς Τύχης, ζήτησε να προστεθεί στο όνομά του, το επώνυμο «Felix», το οποίο σε ελεύθερη απόδοση σημαίνει «ο τυχερός». Και ήταν τόσο σίγουρος για την προστασία της θεάς, ώστε αποφάσισε προς το τέλος της ζωής του, το 81 π.Χ., να παραχωρήσει το αξίωμα του Δικτάτορα, αφήνοντας τον λαό να προχωρήσει σε εκλογές. Εκλέχτηκε, ωστόσο, ύπατος την επόμενη χρονιά. Ο ίδιος, παρά το γεγονός ότι είχε θανατώσει τόσους ανθρώπους, κυκλοφορούσε ελεύθερα και ασυνόδευτος στη Αγορά (Forum).[63]
Ο Σύλλας αφιέρωσε το ένα δέκατο της περιουσίας του στον Ηρακλή, γεγονός που εόρτασε με μια μεγαλόπρεπη εορτή για τον λαό. Κατά τη διάρκεια των εορτών, η σύζυγός του, Μετέλλα, ασθένησε βαριά. Εξαιτίας των προλήψεών του, εκμεταλλεύτηκε κάποιο "παράθυρο" του νόμου, για να τη χωρίσει λίγο πριν αφήσει την τελευταία της πνοή. Ωστόσο λυπήθηκε ειλικρινά για το τέλος της και της απέδωσε μεγαλόπρεπη κηδεία.[64]
Λίγους μήνες μετά, κάποια ημέρα που παρακολουθούσε ένα θέαμα με μονομάχους, πέρασε από πίσω του μια πολύ όμορφη γυναίκα, ευγενικής καταγωγής, που ονομαζόταν Βαλερία Μεσάλλα. Περνώντας άγγιξε φευγαλέα τον μανδύα του, παίρνοντας λίγο χνούδι. Όταν εκείνος την κοίταξε απορημένος, εκείνη δικαιολογήθηκε πως απλώς ήθελε να πάρει για τον εαυτό της λίγη από την καλή του τύχη. Μετά την ανταλλαγή βλεμμάτων όλη την υπόλοιπη ώρα του αγώνα, τελικά ο Σύλλας, παρά την προχωρημένη του ηλικία, ρώτησε να μάθει για το όνομα και την οικογένειά της και σύντομα τη ζήτησε σε γάμο.[64]
Ο Σύλλας πέρασε τα τελευταία χρόνια του γράφοντας την αυτοβιογραφία του, «Res Gestae», και λαμβάνοντας μέρος σε άπειρα συμπόσια, παρέα με τους ανθρώπους που εκτιμούσε περισσότερο: τους ηθοποιούς, τους μουσικούς και άλλα άτομα που η ευπρεπής κοινωνία θεωρούσε τότε κατώτερους. Δεν δίσταζε δεν να παραδέχεται μέχρι το τέλος της ζωής του την αγάπη του για τον Μακρόβιο, έναν ηθοποιό που υποδυόταν συνήθως γυναικείους ρόλους.[64]
Τελικά προσβλήθηκε από μια ασθένεια, που επέφερε σήψη στο δέρμα του.[65] Οι περιγραφές των βιογράφων του, μας επιτρέπουν να υποθέσουμε πως πέθανε από ανεπάρκεια του ήπατος ή από γαστρικό έλκος. Τελικά, έπειτα από μια νύχτα αιμορραγίας και πυρετού, εξέπνευσε. Είχε χάσει έναν γιο λίγο πριν από το τέλος της Μετέλλας, ενώ άφησε πίσω δύο ακόμη μικρά παιδιά. Η σύζυγός του, Βαλερία, λίγους μήνες μετά το τέλος του έφερε στον κόσμο ένα κοριτσάκι, που ονομάστηκε Ποστούμα (όνομα που αποδιδόταν σε παιδιά που γεννιούνταν μετά το τέλος τού πατέρα τους).[66]
Μετά το τέλος του Σύλλα, πολλοί πολίτες ζήτησαν να στερηθεί το σώμα του τις προκαθορισμένες τιμές. Ωστόσο ο Πομπήιος, αν και πικραμένος με τον Σύλλα που δεν τον ανέφερε στη διαθήκη του, φρόντισε πότε με κολακείες και πότε με απειλές, να επιτύχει τη μεταφορά της σωρού σε ασφαλές μέρος. Τελικά έγινε μεγαλόπρεπη κηδεία στην Αγορά, με την παρουσία όλων των κατοίκων, όπου και αποτεφρώθηκε.[67]
Παρόλο που οι νόμοι του Σύλλα σχετικά με την προσχώρηση στη Σύγκλητο, την αναδιαμόρφωση του νομοθετικού συστήματος και τον τρόπο με τον οποίο εκλέγονταν οι διοικητές των επαρχιών, διατηρήθηκαν σε ισχύ ακόμη και την εποχή του Πριγκηπάτου, κάποιοι άλλοι από τους νόμους που θέσπισε καταργήθηκαν μόλις μια δεκαετία μετά τον θάνατό του.
Το δικαίωμα των τριβούνων να προβάλλουν βέτο και η νομοθετική τους εξουσία επανήλθαν σύντομα, ειρωνικά κατά τη θητεία των υπάτων Πομπήιου και Κράσσου. Όπως αποδείχτηκε, ο Σύλλας απέτυχε να αποτρέψει την τάση των λεγεώνων να δείχνουν μεγαλύτερη πίστη στον διοικητή τους σε σχέση με το κράτος και τη Σύγκλητο. Το ίδιο το γεγονός ότι προσπάθησε να το κάνει, μαρτυρά πως διέβλεπε τον κίνδυνο. Πέρασε πράγματι νόμους που καθόριζαν αυστηρά τις πράξεις των στρατηγών στις επαρχίες (οι οποίοι επιβίωσαν και στην αυτοκρατορική περίοδο), ωστόσο δεν εμπόδισε αποφασισμένους στρατηγούς, όπως ο Καίσαρας και ο Πομπήιος, να χρησιμοποιήσουν τα στρατεύματα που είχαν υπό τη διοίκησή τους για να ικανοποιήσουν προσωπικές φιλοδοξίες ή για να εκβιάσουν τη Σύγκλητο. Αυτό τονίζει την αδυναμία του σώματός αυτού προς το τέλος της Δημοκρατίας και της ανικανότητάς του να ελέγξει τα υστερόβουλα μέλη της.
Μια γενική άποψη είναι ότι ο Σύλλας έθεσε το παράδειγμα που ακολούθησε ο Ιούλιος Καίσαρας τόσο για να περάσει τον Ρουβίκωνα ποταμό, όσο και για να γίνει δικτάτορας. Ο Κικέρων αναφέρει πως ο ίδιος ο Πομπήιος είπε κάποτε: «Αφού το έκανε ο Σύλλας, γιατί όχι κι εγώ;» Ο Σύλλας απέδειξε μέχρι πού μπορούσε κάποιος να τραβήξει τα όρια, ωθώντας κι άλλους να το προσπαθήσουν. Γι’ αυτό τον λόγο θεωρείται ο πρώτος που υπονόμευσε τη Δημοκρατία οδηγώντας στην κατάλυσή της στο τέλος του αιώνα.
Οι απόγονοι του Σύλλα συνέχισαν να κατέχουν εξέχουσες θέσεις στη ρωμαϊκή κοινωνία και κατά την αυτοκρατορική περίοδο.
Πόπλιος Κορνήλιος Ρουφίνος (ύπατος το 290 π.Χ.) | |||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Πόπλιος Κορνήλιος Σύλλας flamen Dialis | |||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Πόπλιος Κορνήλιος Σύλλας (πραίτωρ το 212 π.Χ.) | |||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Πόπλιος Κορνήλιος Σύλλας (πραίτωρ το 186 π.Χ.) | |||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Λεύκιος Κορνήλιος Σύλλας | |||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
1.Ιουλία (σύζυγος του Σύλλα) | 2.Αιλία 3.Κλοελία | Λεύκιος Κορνήλιος Σύλλας δίς ύπατος, δικτάτορας | 4.Καικιλία Μετέλλα (κόρη του Δαλματικού) | 5.Βαλερία Μεσάλλα | Πόπλιος (;) Κορνήλιος Σύλλας | ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Κορνηλία Σύλλα ∞1.Κόιντος Πομπήιος Ρούφος 2.Μαμέρκος Αιμίλιος Λέπιδος Λιβιανός | Λεύκιος Κορνήλιος Σύλλας | Φαύστος Κορνήλιος Σύλλας (ταμίας το 54 π.Χ.) ∞ Πομπηία Μάγνα | Φαύστα Κορνηλία ∞1.Γάιος Μέμμιος (πραίτωρ το 58 π.Χ.) 2.Τίτος Άννιος Μίλων | Κορνηλία Ποστούμα | Πόπλιος Κορνήλιος Σύλλας ∞ Πομπηία (σύζυγος του Μέμμιου) | ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.