From Wikipedia, the free encyclopedia
Η Ιερά Μητρόπολις Ικονίου είναι παλαιά Μητρόπολη του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως με έδρα το Ικόνιο της Μικράς Ασίας, στην περιοχή της Λυκαονίας. Άκμασε κατά τη Ρωμαϊκή και Βυζαντινή Αυτοκρατορία, συνέχισε κατά την Οθωμανική Αυτοκρατορία έως τις αρχές του 20ού αιώνα και μέχρι την ελληνοτουρκική ανταλλαγή πληθυσμών του 1923, η οποία οδήγησε στην εξαφάνιση του τοπικού χριστιανικού πληθυσμού.
Η μητρόπολη είναι ενεργή ως επισκοπικός τίτλος του Οικουμενικού Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης. Σημερινός της επίσκοπος είναι ο Θεόληπτος Φενερλής, ο οποίος χειροτονήθηκε το 2000[1].
Ο Χριστιανισμός έφθασε στο Ικόνιο πολύ νωρίς, από τους αποστολικούς χρόνους. Ο Απόστολος Παύλος κήρυξε στο Ικόνιο κατά την πρώτη αποστολική περιοδεία του, μεταξύ των ετών 44-45 μ.Χ[2] [3][4]. Κατά την παράδοση ο Παύλος διόρισε επίσκοπους ή πρεσβυτέρους κατά την επίσκεψή του.
Η Αγία Θέκλα γεννήθηκε στο Ικόνιο. Ήταν νεαρή ευγενούς καταγωγής, η οποία παρακολούθησε το κήρυγμα του Παύλου. Κατά την παράδοση, καθόταν επί τρεις ημέρες στο παράθυρό της ακούγοντας τις διδαχές του Παύλου, καθώς εκείνος κήρυττε από τη γειτονική οικία του Ονησιφόρου. Η Θέκλα ασπάστηκε τον Χριστιανισμό, έγινε ακόλουθος του Αποστόλου και κήρυξε και η ίδια μέχρι το μαρτύριό της, αποτελώντας την πρώτη γυναίκα χριστιανή μάρτυρα. Για τον λόγο αυτό ονομάζεται Ισαπόστολος και Πρωτομάρτυς[5]. Οι Άγιοι Κήρυκος και Ιουλίττα ήταν επίσης από το Ικόνιο και μαρτύρησαν κατά τους διωγμούς. Τον 4ο αιώνα μ.Χ. επίσκοπος στο Ικόνιο ήταν ο Αμφιλόχιος, σημαντικός θεολόγος και εκκλησιαστικός συγγραφέας[6]. Από το 370 περίπου, η επισκοπική έδρα του Ικονίου έγινε Μητρόπολη[7].
Τον 9ο αι. ιδρύθηκε η ορθόδοξη Μονή Αγίου Χαρίτωνος στη Σύλλη κοντά στο Ικόνιο. Είναι λαξευμένη σχεδόν εξ ολοκλήρου στους βράχους μίας χαράδρας του όρους του Αγίου Φιλίππου (σήμερα Τεκελί-Ντάγ)[8][9]. Η πόλη κατακτήθηκε από τους Σελτζούκους το 1084 και έγινε πρωτεύουσα του Σουλτανάτου του Ρουμ, εκτός από μια σύντομη ανάκτηση από την Πρώτη Σταυροφορία το 1097[7].
Η τύχη της έδρας στις αρχές της Οθωμανικής περιόδου δεν είναι σαφής. Ο Μητροπολίτης Αμφιλόχιος αναφέρεται ότι κατείχε την έδρα μέχρι το 1488, αλλά δεν είναι σαφές κατά πόσο οι επίσκοποι πράγματι κατοικούσαν στην πόλη, καθώς αυτό δεν μαρτυρείται στα πατριαρχικά διατάγματα (μπεράτια) του 1483 και 1525. Η Μικρασιατικής καταγωγής ιστορικός Ελισάβετ Ζαχαριάδου υποστήριξε ότι η έδρα του μητροπολίτη μεταφέρθηκε εκείνη την περίοδο στο Εγκιρντίρ, αλλά αυτό δεν μπορεί να επαληθευτεί[10]. Η Μητρόπολη αναβίωσε οπωσδήποτε τον 17ο αιώνα, καθώς πατριαρχικό μπεράτι του 1625 αναφέρεται και πάλι στην πόλη ως έδρα μητροπολίτη. Το Ικόνιο παρέμεινε έδρα της μητρόπολης μέχρι τον 19ο αιώνα, οπότε μεταφέρθηκε στη Νίγδη, όπου το ελληνορθόδοξο στοιχείο ήταν ισχυρότερο[10]. Κατά τη διάρκεια της Οθωμανικής περιόδου, ο Μητροπολίτης Ικονίου ανέλαβε επίσης την πρώην μητρόπολη Τυάνων, και έτσι ο πλήρης τίτλος του ήταν «Μητροπολίτης Ικονίου και Τυάνων, υπέρτιμος και Έξαρχος πάσης Λυκαονίας και Δευτέρας Καππαδοκίας[10] ».
Κοντά στο Ικόνιο βρισκόταν η Μονή του Αγίου Χαρίτωνος. Πριν την ανταλλαγή πληθυσμών κατοικούσαν στο Ικόνιο 4.000 χριστιανοί ορθόδοξοι, τουρκόφωνοι και ελληνόφωνοι. Η ελληνική κοινότητα αριθμούσε περίπου 2.500 άτομα που διατηρούσαν με δικά τους έξοδα, εκκλησία, σχολείο αρρένων και παρθεναγωγείο.
Το 1911 εξελέγη Μητροπολίτης Ικονίου ο Προκόπιος (Λαζαρίδης), ο οποίος ανέπτυξε πολύπτυχη δράση σε ποιμαντικό, εθνικό και εκπαιδευτικό επίπεδο. Συνέστησε νέες ελληνικές κοινότητες, ίδρυσε πολλά σχολεία και ανήγειρε ναούς. Προασπιζόμενος την ορθή χριστιανική πίστη, πρωτοστάτησε στην αναχαίτιση της προσπάθειας των Νεότουρκων να οργανώσουν τουρκο-ορθόδοξη «Εκκλησία», ανεξάρτητη από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, η οποία χρησιμοποιούσε αποκλειστικά την τουρκική γλώσσα προς παραπλάνηση των πιστών. Μάλιστα το χριστιανικό ποίμνιο προσπαθούσαν να το παραπλανήσουν ή να το προσεταιριστούν με τη βία. Τελικά, ο Μουσταφά Κεμάλ διέταξε την φυλάκισή του και έτσι στις 20 Σεπτεμβρίου 1920 ο Προκόπιος, μαζί με τον επίσκοπο των Αρμενίων και πάνω από 200 μουσουλμάνους προύχοντες της περιοχής, φυλακίστηκε με την κατηγορία ότι είχε δήθεν υποστηρίξει το αντικεμαλικό κίνημα του Μεχμέτ Ντελημπάς στο Ικόνιο. Ο Προκόπιος ακολούθως εξορίστηκε στο Ερζερούμ από τον Οκτώβριο του 1920 έως τον Μάιο του 1922[11]. Μετά από πολλές έντονες ψυχικές και σωματικές ταλαιπωρίες στις οποίες είχε υποβληθεί, παρέδωσε την ψυχή του απομονωμένος στη Μονή Τιμίου Προδρόμου στο Ζιντζίντερε (Φλαβιανά) κοντά στην Καισάρεια, στις 20 Απριλίου 1923[12].
Μετά την ανταλλαγή πληθυσμών οι χριστιανοί ορθόδοξοι του Ικονίου εγκαταστάθηκαν σε διάφορα μέρη της Ελλάδας. Επίσης δύο οικισμοί που δημιουργήθηκαν από τους Κονιαλήδες πρόσφυγες έλαβαν το όνομά τους από την πόλη του Ικονίου: το Νέο Ικόνιο Περάματος Αττικής και το Νέο Ικόνιο Καρδίτσας.
Όνομα | Έτη | Σημειώσεις |
---|---|---|
Σωσίπατρος[13] | άγιος | |
Τερέντιος | ||
Κορνούτος | ~ 250 | μάρτυρας |
Κέλσος | ||
Νικομάς | ||
Πέτρος | ||
Ευλάλιος | ||
Φαυστίνος | ~ 372 | |
Αμφιλόχιος | ~ 375 | άγιος |
Βαλεριάνος | ||
Αμφιλόχιος | ~ 381[14] | |
Ονησίφορος | ~ 451 | άγιος, συμμετείχε στη Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο[15] |
Παλλάδιος | ||
Θεόδουλος | ~ 535 | |
Παύλος | ||
Ηλίας | ||
Λέων | ~ 787[16] | |
Θεοφύλακτος | ||
Θεόφιλος | ||
Λογγίνος | 9ος-10ος αιώνας[17] | |
Βασίλειος | ~ 997[18] | |
Ιωάννης Β΄ | ~ 1027[19] | |
Ευστάθιος | ~ 1082 | |
Νικήτας | ||
Ιωάννης Γ΄ | πριν το 1160 – μετά το 1177[20] | |
Θεόδωρος Β΄ | ||
Ιωάννης | ~ 1294[21] | |
Αμφιλόχιος | ; – 1488 | |
Χαρίτων | ~ 1541[22] | |
Λεόντιος | ; – 1625 | καθαιρέθηκε[23] |
Αθανάσιος | 1 Οκτωβρίου 1625[23] – 1630 † | |
Αβέρκιος | Οκτώβριος 1630[24] – ; | |
Παρθένιος | ; – 1638 | από τον Δεκέμβριο 1639 Βάρνης[25] |
Λαυρέντιος | 30 Αυγούστου 1638[26] – ; | από Σηλυβρίας[27] |
Κλήμης | ; – Σεπτέμβριος 1655 | καθαιρέθηκε[28] |
Σίλβεστρος | 15 Σεπτεμβρίου 1655 – ; | Μητροπολίτης Ικονίου και Πισιδίας, κατόπιν συνένωσης με Μητρόπολη Πισιδίας[28] |
Κλήμης | ; – 1667 | κατόπιν Οικουμενικός Πατριάρχης |
Σίλβεστρος | ~ 1721 | |
Ιωακείμ | ~ Σεπτέμβριος 1748[29] | |
Διονύσιος | προ του Ιουλίου 1763 [30] – μετά τον Σεπτέμβριο 1763[31] | |
Ραφαήλ | Ιούλιος 1780 – Σεπτέμβριος 1803 | κατόπιν Λαρίσης[32] |
Κύριλλος | μετά τον Φεβρουάριο 1804 – Δεκέμβριος 1810 | κατόπιν Αδριανουπόλεως, μετέπειτα Οικουμενικός Πατριάρχης |
Νεόφυτος | Δεκέμβριος 1810 – 1825 † | |
Άνθιμος | Οκτώβριος 1825 – Σεπτέμβριος 1835 | κατόπιν Λαρίσης, μετέπειτα Οικουμενικός Πατριάρχης |
Σαμουήλ | Σεπτέμβριος 1835 – 8 Ιανουαρίου 1840 | πρώην Πισιδίας |
Ιωακείμ | Ιανουάριος 1840 – Ιούνιος 1846 | από Βοδενών, παραιτήθηκε |
Μελέτιος | Ιούνιος 1846 – 1849 † | από Δημητριάδος |
Νεόφυτος | Μαΐου 1849 – Ιανουάριος 1865 † | από Ελασσώνος |
Σωφρόνιος (Χρηστίδης) | 11 Ιανουαρίου 1865 – 1 Μαΐου 1873 | κατόπιν Διδυμοτείχου |
Αγαθάγγελος | 1 Μαΐου 1873 – 17 Ιουλίου 1885 † | από Μηθύμνης |
Δωρόθεος (Χρηστίδης) | 26 Αυγούστου 1885 – 22 Ιουλίου 1887 | από Κορυτσάς, κατόπιν Βελεγράδων |
Αμβρόσιος (Χρηστίδης) | 22 Ιουλίου 1887 – 20 Μαρτίου 1889 † | από Χίου |
Αθανάσιος (Ηλιάδης) | 23 Μαρτίου 1889 – 10 Ιουνίου 1911 † | |
Προκόπιος (Λαζαρίδης) | 16 Ιουνίου 1911 – 12 Μαρτίου 1923 † | από Φιλαδελφείας, συνελήφθη από τους Τούρκους το 1922, πέθανε στη φυλακή (άγιος) |
Ιάκωβος (Στεφανίδης) | 7 Ιουλίου 1950 – 16 Απριλίου 1965 † | |
Θεόληπτος (Φενερλής) | 10 Σεπτεμβρίου 2000[33] – σήμερα |
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.