αρχαίος Αθηναίος ευεργέτης From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Τιβέριος Κλαύδιος Αττικός Ηρώδης[6] (Μαραθώνας 101/102 - Μαραθώνας 177/8 μ.Χ), ήταν περιώνυμος και βαθύπλουτος Αθηναίος ρήτορας και σοφιστής, ο γνωστότερος εκπρόσωπος της λεγόμενης Δεύτερης Σοφιστικής[7][8] και μεγάλος ευεργέτης όχι μόνο της Αθήνας αλλά και άλλων πόλεων στην Ελλάδα και τη Μικρά Ασία. Διετέλεσε φίλος αυτοκρατόρων, ανήλθε σε διάφορα ρωμαϊκά αξιώματα, έγινε μέλος της ρωμαϊκής Συγκλήτου και υπήρξε ο πρώτος Έλληνας «ύπατος στρατηγός» (consul ordinarius). Επίσης πιθανολογείται πως ήταν πρόγονος Ρωμαίου αυτοκράτορα. Ωστόσο, αν και ενσωματώθηκε πλήρως στα ανώτατα στρώματα της ρωμαϊκής κοινωνίας, πολιτισμικά παρέμεινε Έλληνας[8]. Στα Λατινικά το πλήρες όνομά του ήταν Lucius Vibullius Hipparchus Tiberius Claudius Atticus Herodes[9][10] (Λεύκιος Βιβούλλιος Ίππαρχος Τιβέριος Κλαύδιος Αττικός Ηρώδης).
Ηρώδης ο Αττικός | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Λούκιος Βιβούλλιος Ίππαρχος Τιβέριος Κλαύδιος Αττικός Ηρώδης (Αρχαία Ελληνικά) και Lucius Vibullius Hipparchus Tiberius Claudius Atticus Herodes (Λατινικά) |
Γέννηση | 101[1][2][3] ή 102[4] Μαραθώνας |
Θάνατος | 177[1][2][3] Μαραθώνας |
Κατοικία | Αττική |
Χώρα πολιτογράφησης | Αρχαία Ρώμη |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | αρχαία ελληνικά |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | πολιτικός ρήτορας στρατιωτικός φιλόσοφος[5] |
Οικογένεια | |
Σύζυγος | Αππία Άννια Ρήγιλλα |
Τέκνα | Αττικός Βραδούας |
Γονείς | Κλαύδιος Αττικός Ηρώδης και Βιβουλλία Αλκία Αγριππίνα |
Αδέλφια | Τιβέριος Κλαύδιος Αττικός Ηρωδιανός Κλαυδία Τισαμενή |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Αξίωμα | Ρωμαίος συγκλητικός Ύπατος στην αρχαία Ρώμη Επώνυμος άρχοντας |
Σχετικά πολυμέσα | |
Γεννήθηκε περί το 101 ή 102 μ.Χ.[11][12] επί αυτοκράτορα Τραϊανού, σε αριστοκρατική οικογένεια της Αθήνας η οποία ισχυριζόταν πως καταγόταν από τον Κίμωνα, τον Μιλτιάδη και τον μυθικό ήρωα Αιακό[13]. Τα μέλη της οικογένειας είχαν γίνει Ρωμαίοι πολίτες επί της βασιλείας των αυτοκρατόρων Κλαυδίου ή Νέρωνα. Πατέρας του ήταν ο Κλαύδιος Αττικός Ηρώδης, ή Τιβέριος Αττικός. Μητέρα του ήταν η Βιβουλλία Αλκία, η οποία ήταν ανιψιά του πατέρα του. Παππούς του, από την πλευρά του πατέρα του, ήταν ο Ίππαρχος, Αθηναίος με κολοσσιαία περιουσία ο οποίος όμως είχε πέσει στη δυσμένεια του αυτοκράτορα Δομιτιανού. Σύμφωνα με μία φήμη, η μεγάλη περιουσία του Τιβερίου οφειλόταν στην ανακάλυψη κρυμμένου αμύθητου θησαυρού, ωστόσο η αλήθεια ήταν ότι ο Ίππαρχος είχε καταφέρει να αποκρύψει μεγάλο μέρος της περιουσίας του κατά το διάστημα που δικαζόταν και έτσι τη διέσωσε από τη δήμευση. Όταν ο Δομιτιανός δολοφονήθηκε και τον διαδέχθηκε ο Νέρβας, ο γιος του Ίππαρχου πληροφόρησε τον αυτοκράτορα πως «ανακάλυψε» θησαυρό στο σπίτι του. Τότε ο Νέρβας του έδωσε την άδεια να τον χρησιμοποιήσει όπως αυτός ήθελε[13]. Έτσι ο γιος του Τιβέριου, Ηρώδης, ήταν όχι απλά πολύ πλούσιος αλλά ίσως ο πλουσιότερος άνδρας στο ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας[14].
Είναι πιθανό πως ο Τραϊανός είχε αποδώσει στον Τιβέριο Αττικό τα διακριτικά του πραίτωρα (ornamenta praetoria), τον κατέστησε δηλαδή επίτιμο μέλος της ρωμαϊκής Συγκλήτου[15]. Επί Αδριανού, χάρη στην εύνοια του αυτοκράτορα αυτού που αγαπούσε την Αθήνα, ο Τιβέριος έγινε και ουσιαστικά συγκλητικός και, το 133 μ.Χ., ο πρώτος ύπατος (consul suffectus) με καταγωγή από την κυρίως Ελλάδα.[16] Όταν πέθανε, μαθεύτηκε πως στη διαθήκη του όριζε να δίνεται ετησίως ένα χρηματικό ποσό σε κάθε αθηναίο πολίτη. Αντί γι' αυτό όμως, ο γιος του Ηρώδης αποφάσισε να δώσει εφάπαξ σε κάθε πολίτη πέντε μνας. Επιπλέον, οι περισσότεροι Αθηναίοι δεν έλαβαν αυτά τα χρήματα, καθώς ο Ηρώδης παρουσίασε στοιχεία που έδειχναν ότι ίδιοι ή οι πρόγονοί τους ήταν οφειλέτες του πατέρα του και του παππού του.[17]
Για να σταδιοδρομήσει ένας Έλληνας ως συγκλητικός, έπρεπε να διαθέτει καλή γνώση της Λατινικής. Για τον σκοπό αυτό, ο πατέρας του έστειλε τον Ηρώδη, σε ηλικία 11 ή 12 ετών, να διαμείνει στη Ρώμη, στο σπίτι του Καλβίσιου Τουλλίου Ρούσου, θετού γιου του Δομίτιου Τουλλίου, ύπατου στρατηγού το 109 και παππού του μελλοντικού αυτοκράτορα Μάρκου Αυρηλίου. Έτσι όχι μόνο γνωρίστηκε με τα ανώτερα στρώματα της ρωμαϊκής αριστοκρατίας αλλά απέκτησε και τέλεια γνώση και προφορά της Λατινικής.[13][8]
Χάρη στα μεγάλα πλούτη του πατέρα του, μπόρεσε να σπουδάσει κοντά στους πιο ονομαστούς φιλοσόφους και ρήτορες της εποχής του.[18] Έτσι στους δασκάλους του Ηρώδη συγκαταλέγονται ο Θεαγένης ο Κνίδιος και ο Μουνάτιος από τις Τράλλεις οι οποίοι του δίδαξαν λογοτεχνία, και ο φιλόσοφος Λούκιος Καλβήνος Ταύρος από την Τύρο, ο οποίος τον μύησε στη πλατωνική φιλοσοφία. Ρητορική διδάχθηκε στην αρχή από τον Αθηναίο Σεκούνδο. Αργότερα, στη Σμύρνη, την εποχή που διατελούσε «επανορθωτής» των πόλεων της επαρχίας της Ασίας, διδάχθηκε ρητορική από μερικούς από τους πιο φημισμένους σοφιστές της εποχής του. Αυτοί ήταν ο κελτικής καταγωγής πολυμαθής Φαβωρίνος, ο Πολέμωνας (ο πιο ματαιόδοξος σοφιστής της εποχής του, σφοδρός αντίπαλος του Φαβωρίνου), και ο Σκοπελιανός.[8] Ο Σκοπελιανός του δίδαξε πώς να αυτοσχεδιάζει, να μιλάει δηλαδή στο ακροατήριό του χωρίς προετοιμασία, τεχνική που γοήτευε τον Ηρώδη.[11]
Ο σοφιστής Φιλόστρατος ο Αθηναίος, στους Βίους σοφιστών, διασώζει έναν ανέκδοτο σχετικά με τον Ηρώδη και τον αυτοκράτορα Αδριανό: Όταν ο 17χρονος Ηρώδης παρουσιάστηκε ενώπιον του αυτοκράτορα, την εποχή που εκείνος βρισκόταν στην Παννονία, για να εκφωνήσει λόγο. Στη μέση του λόγου του έχασε, εξαιτίας της επισημότητας της περίστασης, τον ειρμό του και, ντροπιασμένος όρμησε προς τον Δούναβη σαν να ήθελε να πνιγεί από τη ντροπή του. Κατά τον Φιλόστρατο, ήταν τόσο μεγάλη από τότε η επιθυμία του Ηρώδη να γίνει φημισμένος ρήτορας που αισθάνθηκε ότι του άξιζε μόνο ο θάνατος ως τιμωρία για την αποτυχία του. Είναι βέβαιο ότι ο Αδριανός απλώς θα διασκέδασε με το επεισόδιο καθώς σε λίγα χρόνια και ο Ηρώδης και ο πατέρας του θα απολάμβαναν την αυτοκρατορική εύνοια.[19]
Ως γιος του πάμπλουτου Αττικού, ο Ηρώδης ανήλθε σε διάφορα υψηλά αξιώματα της Αθήνας γενόμενος «αγορανόμος». Λίγο αργότερα, με την ευκαιρία της πρώτης επίσκεψης του Αδριανού στην Αθήνα, οι Αθηναίοι, γνωρίζοντας τη φιλία του Ηρώδη με την αυτοκρατορική αυλή, τον αναγόρευσαν επώνυμο άρχοντα (125-6 ή 126-7 μ.Χ.). Χάρη στο αξίωμα αυτό, ο Ηρώδης κατέστη και ισόβιο μέλος του Άρειου Πάγου. Μετά την ανάληψη του αξιώματος του επώνυμου άρχοντα, ήταν έτοιμος να ξεκινήσει τη ρωμαϊκή πολιτική του σταδιοδρομία.[8][11]
Έχοντας στενές σχέσεις με την αυτοκρατορική αυλή, επί αυτοκράτορα Αδριανού έγινε συγκλητικός, κοιαίστωρ (επιμελητής/ταμίας, quaestor principis) και είχε τη μέγιστη τιμή να συγκαταλεχθεί στους «φίλους» (inter amicos) του αυτοκράτορα. Κατά τη διάρκεια των επισκέψεων του Αδριανού στην Ελλάδα, είναι πιθανό πως ο Ηρώδης με τον πατέρα του φιλοξένησαν τον αυτοκράτορα και τον συνόδευαν στις περιηγήσεις του.[20] Το έτος 134-5 διετέλεσε άρχων (curator) των «ελεύθερων πόλεων» στο Κοινό της Ασίας (δυτική Μικρά Ασία) ή, κατ' άλλους, «επανορθωτὴς» (corrector). Επίσης διετέλεσε «αγωνοθέτης» των Παναθηναίων και των Πανελληνίων, «αρχιερεύς των σεβαστών» (δηλ. αρχιερέας της λατρείας των αυτοκρατόρων στο Κοινό της Ασίας) και ιερέας της λατρείας του Αυγούστου (sodalis Augustalis) και του Αδριανού (sodalis Hadrianalis). Επί Αντωνίνου Πίου, το 143 μ.Χ., αναγορεύθηκε για το έτος εκείνο «ύπατος στρατηγός» (consul ordinarius), το μέγιστο τιμητικό πολιτικό αξίωμα στο οποίο μπορούσε να ανέλθει Ρωμαίος συγκλητικός (μέχρι τότε συγκλητικοί από την κυρίως Ελλάδα είχαν φτάσει μόνο μέχρι το αξίωμα του consul suffectus).[8]
Ο Ηρώδης επένδυσε τα χρήματά του αγοράζοντας αγροτικές εκτάσεις σε διάφορες περιοχές όπως ο Μαραθώνας, η Εύβοια, η Κόρινθος, το Γύθειο και η Θυρεάτιδα της Αρκαδίας. Κρίνοντας από τη θέση των περιοχών αυτών, φαίνεται πως τον ενδιέφερε η παραγωγή λαδιού και κρασιού. Είχε επίσης υπό την εκμετάλλευσή του τα λατομεία μαρμάρου της Πεντέλης, που του απέδιδαν σημαντικό κέρδος, καθώς το προϊόν τους ήταν περιζήτητο σε όλο τον ρωμαϊκό κόσμο. Με αυτές τις δραστηριότητες, αύξησε σημαντικά την περιουσία που κληρονόμησε από τον πατέρα του.[17]
Ως άρχων των πόλεων στην Ασία μερίμνησε για την ευημερία τους και παρακάλεσε τον αυτοκράτορα να μην εγκαταλείψει την παρά τις όχθες του Σκαμάνδρου κτισμένη Αλεξάνδρεια Τρωάδα, τότε ρωμαϊκή αποικία, η οποία αποκαλούνταν και «Νέον Ίλιον», η οποία δεν διέθετε νερό. Ο Ηρώδης είχε υπολογίσει πως για τη κατασκευή των αναγκαίων έργων, τα οποία πιθανώς συμπεριλάμβαναν και υδραγωγείο, απαιτούνταν 3 εκατομμύρια δραχμές ή δηνάρια. Ο Αδριανός πράγματι ενέκρινε πρόθυμα το τεράστιο αυτό για την εποχή του ποσό. Ο Ηρώδης επέβλεψε ο ίδιος το έργο, πλην όμως η δαπάνη μέχρι αυτό να ολοκληρωθεί έφθασε τα επτά εκατομμύρια δραχμές. Αυτό είχε ως συνέπεια να διαμαρτυρηθούν οι πληρεξούσιοι (procuratores) της επαρχίας, οι επιφορτισμένοι με τον έλεγχο των οικονομικών, παραπονούμενοι πως είναι άδικο να σπαταλάται ποσό που αντιστοιχούσε σε φόρους 500 πόλεων για τη κρήνη μιας. Έτσι ο Αδριανός αναγκάσθηκε να γράψει με πικρία στον Αττικό για τον γιο του Ηρώδη πως πράγματι είχε προβεί σε μεγάλη σπατάλη. Τότε ο Αττικός απάντησε στον αυτοκράτορα να διακόψει τη χορηγία και το υπόλοιπο ποσό πέραν του αρχικού προϋπολογισμού το κατέβαλε ο ίδιος, εξουσιοδοτώντας τον Ηρώδη να παρουσιάσει αυτή τη δωρεά στην πόλη.[21]
Οι Αθηναίοι λαμβάνοντας υπόψη τη δράση, την παιδεία και ασφαλώς τον πλούτο του Ηρώδη τον εξέλεξαν «αγωνοθέτη» των Παναθηναίων. Και πράγματι ο Ηρώδης διεξήγαγε τη λειτουργία τους με πρωτοφανή λαμπρότητα και πολυτέλεια. Εκείνο δε που είχε προκαλέσει ιδιαίτερη εντύπωση ήταν το ομοίωμα του πλοίου στο οποίο φέρονταν ο πέπλος της Αθηνάς που άλλοτε συρόταν με υποζύγια, και που με την επιμέλεια και τη χορηγία του Ηρώδη αυτή τη φορά ήταν πραγματικό πλοίο (ναυς) που φαινόταν να ολισθαίνει στη οδό των Παναθηναίων κινούμενο μόνο του από αφανή μηχανή. Εκτός από αυτό το θέαμα που κατέπληξε τους Αθηναίους, ο Ηρώδης έντυσε τους λαμβάνοντες μέρος στην εορτή εφήβους με λευκούς χιτώνες ενώ μέχρι τότε έφεραν μαύρους σε ανάμνηση μυθολογικού γεγονότος και δημόσιου πένθους. Γι' αυτές τις αλλαγές και την επιμέλεια που επέδειξε ο Ηρώδης οι Αθηναίοι τον τίμησαν με στέφανο. Τότε ο Ηρώδης υποσχέθηκε πως στην επόμενη εορτή των Παναθηναίων, δηλαδή μετά από τέσσερα χρόνια, θα υποδεχθεί όλους τους πολίτες και ξένους που θα έρχονταν στην εορτή καθώς και όλους τους αθλητές που θα λάμβαναν μέρος, μέσα σε μαρμάρινο στάδιο.
Πράγματι το 138 ή 139 μ.Χ. ο Ηρώδης εκπλήρωσε την υπόσχεσή του ανακαινίζοντας με μάρμαρο το γνωστό Παναθηναϊκό Στάδιο[11] (αναμαρμαρώθηκε από τον Γεώργιο Αβέρωφ στους νεότερους χρόνους). Εκτός όμως των δωρεών και των έργων αυτών ο Ηρώδης έκανε ευεργεσίες και σε πολλές άλλες πόλεις. Με δαπάνη του χτίστηκε θέατρο στη Κόρινθο, στο δε ιερό του Ποσειδώνα στον Ισθμό αφιέρωσε κολοσσιαία αγάλματα του Ποσειδώνα και της Αμφιτρίτης και σύμπλεγμα πολυτελέστατο που απεικόνιζε άρμα που έσερναν τέσσερα άλογα από χρυσό και ελεφαντοστό. Επίσης στους Δελφούς έκτισε εξέδρα στο στάδιο και στην Ολυμπία έκτισε κρήνη, η οποία έφερε το όνομα της συζύγου του καθώς και υδραγωγείο[22]. Στις Θερμοπύλες κατασκεύασε μαρμάρινες ιαματικές κολυμβήθρες καθώς και άλλα πολλά έργα σε διάφορα μέρη[εκκρεμεί παραπομπή].
Το 172, έλαβε χώρα επεισόδιο το οποίο παραλίγο να στοιχίσει στον Ηρώδη τη ζωή του. Παρά τις λεπτομέρειες που παραδίδει ο Φιλόστρατος, το υπόβαθρο της υπόθεσης δεν έχει ξεδιαλυθεί. Επί Αντωνίνου Πίου και Μάρκου Αυρηλίου, η αριστοκρατική οικογένεια των Κουϊντιλίων, από τη ρωμαϊκή αποικία της Αλεξάνδρειας Τρωάδας, είχε ανέλθει στις ανώτερες βαθμίδες των ρωμαϊκών αξιωμάτων έχοντας επιτύχει τρία από τα μέλη της να αναγορευθούν ύπατοι. Φαίνεται πως δύο αδέλφια από την οικογένεια αυτή, άτομα με επιρροή τα οποία είχαν διατελέσει ειδικοί εντεταλμένοι του αυτοκράτορα στο Κοινό της Ασίας, έτρεφαν μίσος για τον Ηρώδη ο οποίος τους αντιπαθούσε και απολάμβανε να τους αποκαλεί, χλευαστικά, «Τρώες». Οι Κουϊντίλιοι ενθάρρυναν τους εχθρούς του Ηρώδη με αποτέλεσμα να διογκωθεί η εχθρότητα των Αθηναίων προς τον τελευταίο. Τότε ο Ηρώδης κατήγγειλε τους εχθρούς του, Δημόστρατο, Πραξαγόρα και Μαμερτίνο, στον ανθύπατο της επαρχίας για συνωμοσία εναντίον του. Εκείνοι όμως έκαναν έφεση στον ίδιο τον αυτοκράτορα και, όταν κατέφθασαν στη βάση του στο Σίρμιο ή το Καρμούντο της Παννονίας, κέρδισαν την εύνοια ολόκληρης της αυτοκρατορικής οικογένειας. Εν τω μεταξύ, κατέφθασε και ο Ηρώδης, ο οποίος είχε φέρει μαζί του, ως υπηρέτριες, δύο κόρες ενός από τους απελευθέρους του, του Αλκιμέδοντα.[23]. Αυτές όμως, λίγο πριν τη δίκη, σκοτώθηκαν από κεραυνό ενώ κοιμόντουσαν. Το γεγονός συγκλόνισε βαθιά τον Ηρώδη και όταν αυτός, ταραγμένος όπως ήταν, εμφανίστηκε ενώπιον του αυτοκράτορα για να υπερασπιστεί την υπόθεσή του, έχασε την αυτοκυριαρχία του. Επιτέθηκε με φραστική βιαιότητα στον Μάρκο Αυρήλιο κατηγορώντας τον για αχαριστία και ότι επηρεάζεται εναντίον του από τη γυναίκα του και την τρίχρονη κόρη του. Ο διοικητής των πραιτωριανών, Βασσαίος Ρούφος, παρενέβη επισημαίνοντας πως από τα λόγια του ήταν ολοφάνερο πως ο Ηρώδης ήθελε να πεθάνει. Ο Ηρώδης του ανταπάντησε πως ένας ηλικιωμένος άνθρωπος δεν έχει τίποτα να φοβηθεί και έφυγε από την αίθουσα διακόπτοντας τον λόγο του. Ο Αυρήλιος δεν έδειξε να ταράζεται και συνέχισε την ακροαματική διαδικασία, ωστόσο κάποια στιγμή δεν άντεξε και ξέσπασε σε δάκρυα. Η συμπεριφορά αυτή του Ηρώδη κανονικά θα επέφερε σκληρή τιμωρία στον ίδιο και στο προσωπικό του. Τελικά οι απελεύθεροί του δέχθηκαν ελαφρές τιμωρίες ενώ ο Αλκιμέδοντας καμία, καθώς ο αυτοκράτορας συμμερίστηκε το πένθος του. Ο Φιλόστρατος, ο οποίος αφηγείται το επεισόδιο, δεν είναι βέβαιος για το τι συνέβη τελικά στον Ηρώδη. Αν και μετά το γεγονός, ο Ηρώδης διέμεινε για κάποιο διάστημα στο Ωρικόν της Ηπείρου, ο Φιλόστρατος αποκλείει την περίπτωση της εξορίας. Είναι πιθανό πως ο Μάρκος Αυρήλιος συμβούλευσε τον Ηρώδη να απομακρυνθεί, για κάποιο διάστημα, από την Αθήνα, μέχρι να ηρεμήσουν τα πράγματα.[23]
Από την πρώτη του γυναίκα Αλκία, απέκτησε ένα γιο, τον Ηρωδιανό, ο οποίος πέθανε πρόωρα[24]. Στη συνέχεια, ήλθε σε δεύτερο γάμο με τη Ρωμαία Αππία Άννια Ρήγιλλα, γόνο ιταλικής αριστοκρατικής οικογένειας. Κάποια από τα μέλη της οικογένειας αυτής δεν είδαν με καλό μάτι τον γάμο αυτό ο οποίος, το 160 μ.Χ., κατέληξε σε τραγωδία[25]. Κατά τον Φιλόστρατο, η Ρήγιλλα πέθανε κατά τη διάρκεια πρόωρης γέννας (ήταν έγκυος 8 μηνών) που προκλήθηκε από κλωτσιά που της έδωσε ο Αλκιμέδοντας, με εντολή του συζύγου της, για ασήμαντο λόγο[26]. Ο Ηρώδης την πένθησε με επιδεικτικό τρόπο που έφθασε τα όρια της χοντροκοπιάς[27], επισύροντας τα επικριτικά σχόλια συγχρόνων του, μεταξύ των οποίων ο Λουκιανός[22]. Φαίνεται μάλιστα πως έκτισε το περίφημο Ωδείο των Αθηνών στη μνήμη της Ρηγίλλης[28]. Ο αδελφός της Ρηγίλλης, Βραδούας, ύπατος στρατηγός εκείνη τη χρονιά, έφθασε στο σημείο να τον κατηγορήσει ως υπαίτιο του θανάτου της και τον προσήγαγε σε δίκη στη Ρώμη. Εκεί ο Ηρώδης αθωώθηκε, με τον Φιλόστρατο να αναφέρει πως ο Βραδούας δεν προσκόμισε κάποια ισχυρή απόδειξη, ενώ δεν καταδικάστηκε ούτε ο Αλκιμέδοντας.[29] Η ιστορικός Sarah Pomeroy χαρακτηρίζει τη Ρήγιλλα κλασική περίπτωση θύματος συζυγικής βίας[22]. Ωστόσο, αν και είναι βέβαιο πως ο Ηρώδης φερόταν βάναυσα στη γυναίκα του, για αρκετούς ιστορικούς σήμερα η κατηγορία αυτή δεν ευσταθεί[27]. Παρ' όλα αυτά, και εξαιτίας της ιδιόρρυθμης και αμφιλεγόμενης προσωπικότητας του Ηρώδη, στην υπόθεση υπάρχουν αναπάντητες υποψίες.[17][22]
Από τα παιδιά του, η Ελπινίκη, η Αθηναΐς και ο Ρήγιλλος, καθώς και τρεις από τους νεαρούς προστατευόμενούς του, οι Πολυδευκίων, Αχιλλεύς και Μέμνων, πέθαναν σε νεαρή ηλικία κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες. Για τις κόρες του, ο Φιλόστρατος αναφέρει πως τις πένθησε κι αυτές με υπερβολικό τρόπο. Στο τέλος, ο μόνος από τα παιδιά του που επέζησε ήταν ο Αττικός, ο οποίος έπασχε από διανοητική ασθένεια.[17].
Στα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Ηρώδης ο Αττικός διέμενε στις επαύλεις του που είχε κτίσει στο Μαραθώνα και στην περιοχή της Κηφισιάς. Εκεί συναντούσε τους φίλους και πολλούς θαυμαστές του με τους οποίους διεξήγαγε σπουδαίες συζητήσεις που περιέγραψε ο Αύλος Γέλλιος, στα Λατινικά, στο έργο του Αττικές νύχτες. Πέθανε στην έπαυλή του στον Μαραθώνα[11] το 177 ή 178. Ο ίδιος επιθυμούσε να ταφεί στον Μαραθώνα, ωστόσο οι Αθηναίοι άρπαξαν το σώμα του και το μετέφεραν πενθώντας στην Αθήνα, όπου το έθαψαν στην περιοχή του Παναθηναϊκού Σταδίου.[17] Στον τάφο του χαράχτηκε το επίγραμμα: «ΑΤΤΙΚΟΥ ΗΡΩΔΗΣ ΜΑΡΑΘΩΝΙΟΣ ΟΥ ΤΑΔΕ ΠΑΝΤΑ ΚΕΙΤΑΙ ΤΩΔΕ ΤΑΦΩ ΠΑΝΤΟΘΕΝ ΕΥΔΟΚΙΜΟΣ».
Ο Φιλόστρατος αναφέρει την πληροφορία πως ο Ηρώδης σχετιζόταν με κάποιο τρόπο με κάποιον Γορδιανό, ύπατο γύρω στο 230 μ.Χ. Τα συμφραζόμενα δείχνουν πως η σχέση αυτή ήταν πιθανώς συγγενική. Δεν μπορεί να εντοπιστεί με βεβαιότητα η ταυτότητα του συγκεκριμένου Γορδιανού, ωστόσο φαίνεται πως πρόκειται για έναν από τους αυτοκράτορες Γορδιανό Α΄, Γορδιανό Β΄ ή, λιγότερο πιθανά, Γορδιανό Γ΄.[30] Η υπόθεση ότι κάποιος από αυτούς τους αυτοκράτορες ήταν απόγονος του Ηρώδη ενισχύεται από το γεγονός ότι οι Γορδιανοί φαίνεται να προέρχονταν από μικρασιατική οικογένεια ελληνικής καταγωγής[31].
Με την παιδεία που έλαβε, ο Ηρώδης πολύ γρήγορα εξελίχθηκε ως ένας από τους επιφανέστερους ρήτορες και σοφιστές της εποχής του. Νέος ακόμα, δίδαξε ρητορική στην Αθήνα και, πριν το 160 μ.Χ., ο αυτοκράτορας Αντωνίνος Πίος τον διόρισε καθηγητή στην επιδοτούμενη από τους Ρωμαίους ρητορική σχολή της Αθήνας. Εκεί, καθώς και στο πολυτελές σπίτι του στην Κηφισιά, δίδασκε ρητορική μέχρι τα γεράματά του, γενόμενος δάσκαλος πολυάριθμων σοφιστών από όλο τον ρωμαϊκό κόσμο της εποχής των Αντωνίνων καθώς ακόμη και των ίδιων των αυτοκρατόρων Μάρκου Αυρηλίου και Λευκίου Βέρου[11][10].
Ακούραστος μελετητής των αρχαίων συγγραφέων, έκανε σκοπό της ζωής του την επικράτηση του αττικισμού έχοντας πρότυπο τον Κριτία, γι'αυτό και ονομάστηκε από τους συγχρόνους του «ηχώ κριτιάζουσα». Η ρητορική δεινότητα του Ηρώδη εξαίρονταν στην εποχή του με προσωνύμια όπως «βασιλεύς των λόγων», «ο εις των δέκα ρητόρων» κ.ά. Κατά τη μαρτυρία του Φιλόστρατου, στου οποίου το έργο Βίοι σοφιστών ο Ηρώδης αποτελεί την κεντρική μορφή, μπορούσε να απαγγέλλει αυτοσχέδιους λόγους που χαρακτηρίζονταν από τις βασικές αρετές του ρητορικού λόγου: αρμονία, δεινότητα, μεγαλοπρέπεια στη φωνή και απλότητα ύφους. Έτσι το ύφος του είχε κομψότητα, μέτρο και ποικιλία, χωρίς τις εκζητήσεις που χαρακτήριζαν τους σοφιστές της εποχής του.[11]
Έγραψε «διαλέξεις», «μελέτες» και «εφημερίδες» (ημερολογιακές σημειώσεις από τα μαθήματα που παρέδιδε), «εγχειρίδια» βοήθειας για τους μαθητές του και περιλήψεις των μαθημάτων, καθώς και «καίρια» (σημειώσεις που κρατούσε μετά την απαγγελία των αυτοσχέδιων λόγων του). Οι επιστολές του αποτελούν επίσης μεγάλο μέρος του έργου του.[11] Σχεδόν όλα τα γραπτά του χάθηκαν και του αποδίδονται μόνο η λατινική μετάφραση, από τον Γέλλιο, μίας fabula (έργου μυθοπλασίας) και ένας συμβουλευτικός λόγος.[10] Ο λόγος αυτός έχει θέμα μια φανταστική διαφορά μεταξύ Λακεδαιμονίων και Λαρισαίων, τοποθετούμενη στο τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου, και του έχει αποδοθεί εκ των υστέρων ο τίτλος «Περί πολιτείας».[11] Καθώς στον λόγο αυτό ο Ηρώδης παρουσιάζει αξιοσημείωτη γνώση της ελληνικής ιστορίας και αποφεύγει εντελώς τη χρήση μη αττικών γλωσσικών στοιχείων, ορισμένοι σύγχρονοι ιστορικοί θεωρούν ότι δεν του ανήκει αλλά έχει γραφτεί κατά τον 5ο ή 4ο αι. π.Χ.[8]
Είναι αξιοσημείωτο πως ο Ηρώδης, παρά τη βαθιά εμπλοκή του στη συγκλητική σταδιοδρομία (cursus honorum) και τον γάμο του με γυναίκα από ρωμαϊκή οικογένεια πατρικίων, απέφυγε ολοκληρωτικά τον εκρωμαϊσμό. Είναι επίσης αξιοσημείωτο ότι προτίμησε να αξιοποιήσει όλες του τις πνευματικές δυνάμεις σε μία τέχνη (τη ρητορική), η οποία όχι μόνο χρησιμοποιούσε ελληνική γλώσσα, φόρμα και περιεχόμενο αλλά και της αποδιδόταν, από μερικούς, στοιχεία αντιρωμαϊκής διάθεσης. Έχει εκφραστεί η θέση ότι η πιο διαρκής στον χρόνο κληρονομιά της Δεύτερης Σοφιστικής, και κατά συνέπεια και του ίδιου του Ηρώδη, ως πιο γνωστού εκπροσώπου της, ήταν η διάδοση της ελληνικής Κοινής στο μορφωμένο κοινό της εποχής. Το επίτευγμα εκείνο έμελλε αργότερα να οδηγήσει στην υιοθέτησή της Κοινής από το βυζαντινό κράτος και τους μορφωμένους υπηκόους του, διατηρώντας τη σε χρήση για περισσότερα από χίλια χρόνια.[8]
Ο Ηρώδης διατηρούσε πολυτελή βίλα στον Μαραθώνα, σε θέση έκτασης 680 στρεμμάτων η οποία από την εποχή του Μεσαίωνα ονομάζεται «Μάντρα της Γριάς». Από επιγραφές φαίνεται ότι η βίλα ανήκε στη Ρήγιλλα, τη γυναίκα του Ηρώδη, ενώ ο ίδιος κατείχε έκταση έξω από τον περιφραγμένο χώρο. Το κτήμα αυτό το είχε κληρονομήσει ο Ηρώδης από τον πατέρα του και ήταν ακαλλιέργητο. [32] Επιγραφή από το Κάτω Σούλι, η οποία διαβάστηκε πρόσφατα, αποκάλυψε πως το κτήμα της βίλας απλωνόταν ανατολικά και δυτικά του βουνού Κοτρώνι, μέχρι την πεδιάδα στο Κάτω Σούλι και έως και τον Βαρνάβα και, προς νότο, στην περιοχή του Βρανά και του μικρού έλους της Μπρεξίζας.[33] Ευρήματα από τη βίλα, όπως προτομές αυτοκρατόρων και μαρμάρινο γλυπτό που απεικονίζει ανάκλιντρο με άντρα ξαπλωμένο σε αυτό, προερχόμενο από ταφικό μνημείο, εκτίθενται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Μαραθώνα. Στο μουσείο επίσης εκτίθενται και άλλα αντικείμενα από τη βίλα στον Μαραθώνα, όπως τμήματα της αψίδας που σκέπαζε την είσοδό της, πάνω στην οποία αναγράφονται τα ονόματα του Ηρώδη και της συζύγου του, αγάλματα με καθιστές μορφές, καθώς και ερμαϊκές στήλες που κάποτε έφεραν προτομές των προστατευομένων του, Μέμνονα και Αχιλλέα.[34]
Σε μικρή απόσταση από τη θάλασσα, στη θέση Μπρεξίζα της Νέας Μάκρης Αττικής, ο Ηρώδης έκτισε ιερό της Αιγύπτιας θεάς Ίσιδας, το 160 μ.Χ και, δίπλα στο ιερό έκτισε πολυτελή λουτρά (βαλανείο) τα οποία διέθεταν και θερμαινόμενη πισίνα. Το κυρίως ιερό έχει διαστάσεις 50μ x 50μ και διαθέτει βαθμιδωτή κατασκευή στο κέντρο του (πυραμίδα). Το πλαισίωναν αγάλματα θεοτήτων, μερικά από τα οποία εκτίθενται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Μαραθώνα και το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Από το ίδιο ιερό προέρχονται επίσης οι προτομές των αυτοκρατόρων Μάρκου Αυρηλίου και Λουκίου Βήρου και η γνωστή προτομή του Ηρώδη, οι οποίες βρίσκονται σήμερα στα μουσεία του Λούβρου και της Οξφόρδης.[35][36][37] Η θέση αυτή παλιά λεγόταν αποκαλούνταν «Νησί» και θεωρείται πως ο Ηρώδης ανήγειρε το ιερό στον ελώδη αυτό τόπο μιμούμενος τον αυτοκράτορα Αδριανό, ο οποίος είχε κτίσει Σεραπείο σε τεχνητή νησίδα στην έπαυλή του στο Τίβολι.[38]
Στη βίλα της Κυνουρίας (βλ. παρακάτω) έχει επίσης βρεθεί ενεπίγραφη στήλη με ονόματα πεσόντων στη μάχη του Μαραθώνα. Το στοιχείο αυτό, σε συνδυασμό με τη σύσταση του υλικού του τύμβου του Μαραθώνα, στο οποίο έχει ανευρεθεί υλικό και από μεταγενέστερες εποχές, καθώς και με την ανεύρεση πορτραίτου του Ηρώδη κοντά στον τύμβο, έχει οδηγήσει τον αρχαιολόγο Γ. Σπυρόπουλο στο συμπέρασμα πως ο τύμβος είναι δημιούργημα του ίδιου του Ηρώδη. Συγκεκριμένα, φαίνεται να επιβεβαιώνεται η μαρτυρία του Ηροδότου πως οι πεσόντες Αθηναίοι ετάφησαν σε ιδιαίτερους τάφους με στήλες όπου αναγράφονταν τα ονόματά τους κατά φυλές. Αργότερα ο Ηρώδης, του οποίου η οικογένεια καταγόταν από τον Μαραθώνα, προχώρησε σε ανάπλαση του χώρου δημιουργώντας τον τύμβο και μεταφέροντας τις στήλες στην έπαυλή του στην Κυνουρία, ως εκδήλωση προγονολατρείας.[39]
Ευρήματα από τη βίλα του Ηρώδη στην Κηφισιά περιλαμβάνουν προτομή του ίδιου καθώς και του μαθητή του και ευνοούμενού του, Πολυδευκίωνα, άλλα γλυπτά, πολλές επιγραφές και λουτρό. Στην Κηφισιά βρισκόταν επίσης μαυσωλείο μερικών από τα παιδιά του Ηρώδη. Από αυτό σήμερα σώζονται τέσσερις μαρμάρινες σαρκοφάγοι οι οποίες φυλάσσονται, στην αρχική θέση τους, στην Πλατεία Πλατάνου. Οι σαρκοφάγοι είναι ορατές στους περαστικούς, καθώς φυλάσσονται σε κτήριο με μεγάλη τζαμαρία.[40]
Στη συμβολή των οδών Παναγίας Μαρμαριωτίσσης και Σοφοκλή Βενιζέλου, στον δήμο της αρχαίας Φλύας (σημ. Χαλάνδρι), πίσω από την ομώνυμη νέα εκκλησία, βρίσκεται μαρμάρινο μαυσωλείο. Διατηρείται σε άριστη κατάσταση, καθώς έχει μετατραπεί, από πολύ παλιά, σε εκκλησάκι το οποίο ονομάστηκε «Μαρμαριώτισσα» λόγω του υλικού κατασκευής του μνημείου. Είναι πολύ πιθανό πως το έκτισε ο Ηρώδης, καθώς είναι αντίγραφο του μαυσωλείου της Κηφισιάς. Το δάπεδό του βρίσκεται μερικά μέτρα κάτω από τη σημερινή επιφάνεια του εδάφους. Στο αρχικό μνημείο η είσοδος βρισκόταν στην ανατολική πλευρά, εκεί όπου σήμερα βρίσκεται το ιερό του μικρού ναού.[40]
Ο Ηρώδης διατηρούσε βίλα κοντά στη θέση όπου βρίσκεται σήμερα η Ιερά Μονή Λουκούς, στα Κάτω Δολιανά Αρκαδίας (αρχαία Θυρεάτιδα). Ήδη πριν το 1821 φαίνεται να είχαν γίνει ανασκαφές εκεί, τα προϊόντα των οποίων διοχετεύθηκαν στο εξωτερικό. Κατά την Επανάσταση, οι εκεί μοναχοί αποκάλυψαν γλυπτά, μεταξύ των οποίων το «ανάγλυφο της Τελετής» τα οποία δωρήθηκαν στο πρώτο ελληνικό μουσείο που ιδρύθηκε από τον Καποδίστρια στην Αίγινα και αποτέλεσαν τον πυρήνα της συλλογής γλυπτών του. Αργότερα, τα γλυπτά αυτά, μαζί με το «ανάγλυφο των Ασκληπιαδών» (έργο του 380 π.Χ.), μεταφέρθηκαν στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας. Το 1977, ξεκίνησαν οι επιστημονικές ανασκαφές οι οποίες αποκάλυψαν θαυμάσια προτομή του Αντινόου, ευνοούμενου του αυτοκράτορα Αδριανού, αττική επιτύμβια στήλη του 4ου αι. π.Χ. και άλλα έργα πλαστικής. Τα ευρήματα μαρτυρούν την πολυτέλεια της βίλας και το συλλεκτικό πάθος του Ηρώδη για τα γλυπτά.[17]
Είναι γνωστό πως ο Ηρώδης διατηρούσε πολυτελή βίλα έξω από τη Ρώμη, το αποκαλούμενο Τριόπιον, κτισμένη σε ιδιοκτησία της συζύγου του, Ρήγιλλας. Βρισκόταν στην Αππία οδό, μεγάλο δρόμο που ξεκινούσε από τη Ρώμη και κατέληγε στο Βρινδήσιο (σημ. Μπρίντεζι) και πήρε το όνομά της από το ομώνυμο ιερό της Δήμητρας στην Κνίδο. Πέντε αγάλματα καρυάτιδων θεωρείται ότι προέρχονται από την έπαυλη αυτή και εικάζεται ότι αποτελούσαν κιονοστοιχία σε ιερό αφιερωμένο στη θεά Δήμητρα: Το ένα, η επιλεγόμενη «Καρυάτιδα του Townley», βρίσκεται σήμερα στο Βρετανικό Μουσείο. Σε ένα από τα υπόλοιπα, σπαράγματα του οποίου βρίσκονται στη βίλα Αλμπάνι, στη Ρώμη, αναγράφονται τα ονόματα των γλυπτών Κρίτωνα και Νικολάου.[41] Από τη βίλα επίσης προέρχονται δύο αποσπάσματα επιγραμμάτων από τον ιατρό-ποιητή Μάρκελλο. Το ένα είναι επιτάφιο επίγραμμα για τη Ρήγιλλα, σε 69 εξάμετρους στίχους, στο οποίο εξυμνείται η καταγωγή των δύο συζύγων, που φθάνει μέχρι τον Θησέα και τον Αινεία. Στο άλλο επίγραμμα, με 39 σωζόμενους εξάμετρους στίχους, γίνεται επίκληση στην προστασία των θεών και εκτοξεύονται κατάρες γι' αυτούς που θα βλάψουν το κτήμα.[42]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.