Remove ads
ζωονοτικό αναπνευστικό σύνδρομο στους ανθρώπους που προκαλείται από τον κοροναϊό SARS-CoV-2 From Wikipedia, the free encyclopedia
Η ασθένεια κορονοϊού 2019 (αγγλ. coronavirus disease 2019, COVID-19), επίσης γνωστή ως οξεία αναπνευστική νόσος 2019-nCoV, είναι μία μολυσματική ασθένεια που προκαλείται από τον κορονοϊό SARS-CoV-2. Ο ιός και η ασθένεια καταγράφηκαν για πρώτη φορά στην πόλη Γουχάν της Κίνας στα τέλη του 2019 και έγιναν γνωστοί στον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας στις 31 Δεκεμβρίου 2019. Από τότε έχει διασπαρεί σε όλον τον πλανήτη και έχει εξελιχθεί σε πανδημία, η οποία βρίσκεται εν εξελίξει μέχρι και σήμερα. Μεγάλο πρόβλημα αποτελούν οι συνεχόμενες μεταλλάξεις που διαιωνίζουν τη διασπορά του ιού στην κοινότητα.[1]
COVID-19 | |
---|---|
Συμπτώματα της COVID-19 | |
Συμπτώματα | Πυρετός, Βήχας, Δύσπνοια, Κόπωση |
Επιπλοκές | Πνευμονία, Σύνδρομο οξείας αναπνευστικής δυσχέρειας, Νεφρική ανεπάρκεια |
Αίτια | Ιός SARS-CoV-2 |
Παράγοντες κινδύνου | Μη λήψη προστατευτικών μέτρων |
Διαγνωστική μέθοδος | PCR, Ιατρική απεικόνιση |
Πρόληψη | Σωστή τεχνική πλυσίματος των χεριών, Προστασία βήχα, Αποφυγή στενής επαφής με άρρωστα άτομα ή υποκλινικούς φορείς, Κοινωνική αποστασιοποίηση |
Θεραπεία | Διαχείριση συμπτωμάτων και υποστηρικτικά μέτρα |
Ταξινόμηση | |
ICD-10 | U07.1 |
MeSH | C000657245 |
Τα συμπτώματα της COVID-19 ποικίλουν, τα πιο συχνά είναι ο πυρετός, ο ξηρός βήχας και η σωματική εξάντληση. Λιγότερο συχνά συμπτώματα είναι η απώλεια γεύσης ή μυρωδιάς, η ρινική συμφόρηση, η επιπεφυκίτιδα, ο πονόλαιμος, ο πονοκέφαλος, o πόνος στους μύες ή στις αρθρώσεις, τα δερματικά εξανθήματα, η ναυτία ή ο εμετός, η διάρροια, τα ρίγη και η ζάλη. Σε περίπτωση σοβαρής εξέλιξης της νόσου τα συμπτώματα περιλαμβάνουν δυσκολία στην αναπνοή, απώλεια όρεξης, σύγχυση, επίμονο πόνο ή πίεση στο στήθος και υψηλό πυρετό, άνω των 38 °C. Λιγότερο συχνά συμπτώματα είναι η σύγχυση, η μειωμένη συνείδηση, η ανησυχία, η κατάθλιψη, οι διαταραχές ύπνου, πιο σοβαρές και σπάνιες νευρολογικές επιπλοκές.[1]
Η περίοδος επώασης του ιού, μέχρι την εμφάνιση της ασθένειας, κυμαίνεται έως 14 ημέρες, με διάμεσο χρόνο τις 5,1 ημέρες και το 97,5% των ατόμων που θα εμφανίσουν συμπτώματα θα το κάνουν έως 11,5 ημέρες από την μόλυνση. Υπάρχουν σπάνιες περιπτώσεις που πιθανώς να εμφανίσουν συμπτώματα μετά τις 14 ημέρες.[2]
Η ασθένεια Covid-19, η οποία προκαλείται από τον κορονοϊό SARS-CoV-2, διαδίδεται μεταξύ των ανθρώπων κυρίως όταν ένα μολυσμένο άτομο βρίσκεται σε στενή επαφή με ένα άλλο. Ο ιός μπορεί να εξαπλωθεί από το στόμα ή τη μύτη ενός μολυσμένου ατόμου με υγρά σωματίδια τα οποία ονομάζονται, «αναπνευστικά σταγονίδια» τα μεγαλύτερα, ενώ τα μικρότερα, «αερολύματα». Ο κίνδυνος εισπνοής αυτών, εκτός από τις κοντινές αποστάσεις μπορεί να αυξηθεί και σε μεγαλύτερες, ιδιαίτερα σε εσωτερικούς χώρους.[1][3]
Οι κύριοι μέθοδοι για την διάγνωση της COVID-19 είναι η αλυσιδωτή αντίδραση πολυμεράσης (PCR) και ο έλεγχος για την παρουσία ενός συγκεκριμένου αντιγόνου του ιού, μέθοδο που χρησιμοποιούν τα self και rapid test. Τα τεστ αντισωμάτων χρησιμοποιούνται για να ανιχνεύσουν μία προγενέστερη λοίμωξη.[4]
Κύριο μέτρο πρόληψης από τον SARS-CoV-2 είναι ο εμβολιασμός με ένα από τα διαθέσιμα εμβόλια για την COVID-19. Άλλα μέτρα πρόληψης περιλαμβάνουν τη κοινωνική αποστασιοποίηση, τον αερισμό των εσωτερικών χώρων, την κάλυψη του προσώπου μας όταν βήχουμε ή φτερνιζόμαστε, το πλύσιμο των χεριών μας και την αποφυγή της επαφής με το πρόσωπό μας αν δεν έχουμε πλύνει τα χέρια μας. Σε δημόσιους χώρους συνιστάται η υποχρεωτική η χρήση μάσκας προσώπου για την ελαχιστοποίηση του κινδύνου μετάδοσης. Κλινικές έρευνες για την ανάπτυξη φαρμακευτικής αγωγής, που αναστέλλουν την αναπαραγωγή του ιού, βρίσκονται σε εξέλιξη. Το 2021, εγκρίθηκε φαρμακευτικό σκεύασμα από το Ηνωμένο Βασίλειο.[5] Αυτή τη στιγμή η κύρια θεραπεία είναι συμπωματική, η οποία περιλαμβάνει διαχείριση των συμπτωμάτων, υποστηρικτική φροντίδα και απομόνωση.[3]
Το όνομα COVID-19, αποδόθηκε από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, σύμφωνα με τις συστάσεις που έχουν συμφωνηθεί μεταξύ του Παγκόσμιου Οργανισμού για την Υγεία των Ζώων, του Οργανισμού Τροφίμων και Γεωργίας των Ηνωμένων Εθνών και του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, ώστε να μην αναφέρεται σε μία συγκεκριμένη γεωγραφική τοποθεσία, ένα ζώο, ένα άτομο ή μία ομάδα ατόμων αλλά να έχει εμφανή συσχέτιση με την ασθένεια, ώστε να αποφευχθεί κάποια ανακρίβεια ή στιγματισμός των ομάδων αυτών.[6]
Η ονομασία COVID-19 για την ασθένεια, αποτελεί ένα ακρωνύμιο των γραμμάτων, CO, από το corona, που σημαίνει κορώνα, VI, από το virus, που σημαίνει ιός, D από το disease, που σημαίνει ασθένεια και το 19 από το έτος της πρώτης καταγραφής της. Ο ιός μέχρι τότε ονομαζόταν ως "νέος κορονοϊός 2019" ή "2019-nCov".[7]
Η Κίνα, που είχε ήδη ονομάσει την νέα λοίμωξη ως "νέα πνευμονία κορονοϊού",[8] με νεότερη ανακοίνωσή της, αναθεώρησε την αγγλική ονομασία σε "COVID-19", ενώ διατήρησε την κινεζική ονομασία ως είχε.[9]
Σύμπτωμα | Ποσοστό |
---|---|
Πυρετός | 87,9% |
Ξηρός βήχας | 67,7% |
Κόπωση | 38,1% |
Φλέγματα | 33,4% |
Δύσπνοια | 18,6% |
Μυαλγία ή αρθραλγία | 14,8% |
Πονόλαιμος | 13,9% |
Πονοκέφαλος | 13,6% |
Ρίγος | 11,4% |
Ναυτία ή εμετός | 5,0% |
Ρινική συμφόρηση | 4,8% |
Διάρροια | 3,7% |
Αιμόπτυση | 0,9% |
Επιπεφυκίτιδα | 0,9% |
Η περίοδος επώασης του ιού, μέχρι την εμφάνιση της ασθένειας, διαρκεί έως 14 ημέρες, με διάμεσο χρόνο τις 5,1 ημέρες και το 97,5% των ατόμων που θα εμφανίσουν συμπτώματα, θα το κάνουν έως 11,5 ημέρες από την μόλυνση. Υπάρχουν σπάνιες περιπτώσεις που πιθανώς να εμφανίσουν συμπτώματα μετά τις 14 ημέρες.[11]
Όσα άτομα εμφανίσουν συμπτώματα, τα περισσότερα, περίπου το 80%, θα ιαθεί χωρίς να χρειαστεί νοσηλεία. Από τους υπόλοιπους, το 15% των ασθενών θα αναζητήσει νοσηλεία και θα χρειαστεί οξυγόνο, ενώ στο 5% η ασθένεια θα εξελιχθεί σοβαρά και θα χρειαστούν εντατική φροντίδα. Οι επιπλοκές που οδηγούν στον θάνατο μπορεί να είναι η αναπνευστική ανεπάρκεια, το σύνδρομο οξείας αναπνευστικής δυσχέρειας, η σηψαιμία και το σηπτικό σοκ, ο θρομβοεμβολισμός και η πολυοργανική ανεπάρκεια.[1] Η θνητότητα των ασθενών που θα χρειαστούν μονάδα εντατικής θεραπείας κυμαίνεται από 39% έως 72% ανάλογα με τα χαρακτηριστικά των ασθενών. Ο μέσος χρόνος νοσηλείας των ιαθέντων κυμαίνεται από 10 ημέρες έως 13.[3]
Τα συνήθη συμπτώματα μπορούν να ποικίλουν και χωρίζονται στις εξής κατηγορίες, συστημικά, αναπνευστικά, οφθαλμών-μύτης- λαιμού, γαστρεντερικά, κεντρικού νευρικού συστήματος και οφθαλμών.[12] Τα συστημικά αποτελούνται από πυρετό, κόπωση, μυαλγίες, αρθραλγία και εξανθήματα. Τα αναπνευστικά αποτελούνται από ξηρό βήχα, παραγωγικό βήχα, δύσπνοια, πόνο στο στήθος, αιμόπτυση και συριγμό της αναπνοής. Ο πονόλαιμος, η καταρροή, η ζάλη, η ρινική συμφόρηση, η απώλεια γεύσης, η απώλεια όσφρησης και η ωταλγία αποτελούν συμπτώματα των οφθαλμών-μύτης- λαιμού. Ο επηρεασμός του γαστρεντερικού εκφράζεται με διάρροια, ναυτία, εμετό, κοιλιακό άλγος. Το κεντρικό νευρικό σύστημα, επηρεάζεται δημιουργώντας πονοκεφάλους, σύγχυση και αταξία. Τέλος οι οφθαλμοί έχουν ως συμπτώματα την επιπεφυκίτιδα, οφθαλμαλγία και την φωτοφοβία.[12]
Συνήθως ένας στους έξι ασθενείς θα παρουσιάσει επιδείνωση της υγείας του, εμφανίζοντας επιδεινούμενη δύσπνοια και σημεία λοίμωξης του αναπνευστικού συστήματος, τόσο ακτινολογικά όσο και εργαστηριακά. Η εξέλιξη της νόσου μπορεί να χωριστεί σε τρεις διαφορετικές φάσεις, ωστόσο αυτές οι φάσεις μπορεί να διαφέρουν και να υπάρχει επικάλυψη τους από κάθε ασθενή, και είναι οι εξής, η φάση της πρώιμης λοίμωξης, η πνευμονική φάση και η φάση της σοβαρής υπερφλεγμονής που περιλαμβάνει και φλεγμονή δευτερογενών οργάνων.[13] Κατά τη διάρκεια της πρώιμης φάσης της μόλυνσης, περνάει χωρίς έντονες ενοχλήσεις, όπως κάθε άλλη ίωση που προκαλεί κοινό κρυολόγημα ή άλλη λοίμωξη του ανώτερου αναπνευστικού. Ο ιός διεισδύει στους πνεύμονες και αρχίζει να πολλαπλασιάζεται. Αυτό το στάδιο χαρακτηρίζεται από ήπια συμπτώματα και σηματοδοτεί την αρχική απόκριση από έμφυτη ανοσία.[13] Η πλειοψηφία των εισαγωγών στο νοσοκομείο πραγματοποιείται ύστερα από περίπου μία εβδομάδα συμπτωματικής ασθένειας λόγω επιδείνωσης της κατάστασης και η εντατική ιατρική θεραπεία, γίνεται απαραίτητη περίπου δέκα ημέρες μετά την έναρξη των συμπτωμάτων.[14] Ακτινολογικά, η συχνότερη ένδειξη είναι η εικόνα θολής υάλου κατά την αξονική τομογραφία που γίνεται την ώρα της εισαγωγής.[15][16] Η λεμφοκυτταροπενία, δηλαδή ο ελαττωμένος αριθμός λεμφοκυττάρων στο αίμα, είναι ένα βασικό εργαστηριακό εύρημα σε αυτό το στάδιο και παρουσιάζεται στο 83% των ασθενών.[13][17] Η ασθένεια εξελίσσεται στην πνευμονική φάση, που χαρακτηρίζεται από αναπνευστική δυσκολία. Η τρίτη και πιο επικίνδυνη εξέλιξη, είναι η ταχεία εξέλιξη προς το σύνδρομο οξείας αναπνευστικής δυσχέρειας (ARDS), το οποίο είναι απειλητικό για την ζωή.[18] Η υπερβολική συστημική φλεγμονή ή η υπερκυτοκιναιμία μπορεί να συσχετιστεί με τη λεμφοκυτταροπενία και αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα σοβαρής νόσου και παρατηρείται πολυοργανική ανεπάρκεια.[13] Η εμπλοκή του νευρικού συστήματος στην εξέλιξη και μετάδοση της νόσου δεν έχει μελετηθεί κλινικά εκτενώς, αναμένεται όμως να είναι σημαντική με βάση τις γνώσεις μας στην νευροανατομία και νευροφυσιολογία.[19] Έχει παρατηρηθεί ότι σε παιδιά και νέους, η συμπτωματολογία είναι ηπιότερη.[20]
Η σοβαρότητα της φλεγμονής από την COVID-19 μπορεί να αποδοθεί από την αύξηση κυτοκίνης η οποία παρουσιάζεται κατά την διάρκεια της λοίμωξης και είναι μια από τις κύριες αιτίες νοσηρότητας και θνητότητας από τον SARS-CoV-2.[21] Η απόκριση αυτή είναι υπεύθυνη για την νοσηρότητα σε μια σειρά ασθενειών, όμως στην COVID-19, σχετίζεται με χειρότερη πρόγνωση και αυξημένη θνητότητα. Η υπερκυτοκιναιμία προκαλεί σύνδρομο οξείας αναπνευστικής δυσχέρειας, γεγονότα πήξης του αίματος όπως εγκεφαλικά επεισόδια, έμφραγμα του μυοκαρδίου, εγκεφαλίτιδα, οξεία νεφρική βλάβη και αγγειίτιδα. Τα κύτταρα του κεντρικού νευρικού συστήματος, τα μικρογλοιακά κύτταρα, οι νευρώνες και τα αστροκύτταρα, εμπλέκονται επίσης στην απελευθέρωση των κυτοκινών που επηρεάζουν το κεντρικό νευρικό σύστημα.[22]
Καθώς είναι γνωστό πλέον, ότι πολλά όργανα εκτός από τους πνεύμονες, επηρεάζονται από την λοίμωξη COVID-19, μερικοί ασθενείς μπορεί να έχουν συμπτώματα τα οποία μπορούν να διαρκέσουν για εβδομάδες ή ακόμα και μήνες μετά την ανάρρωση από την λοίμωξη, ακόμα και σε αυτούς που δεν χρειάστηκαν νοσηλεία κατά την διάρκεια της ανάρρωσης.[23] Τα πιο συχνά καταγεγραμμένα συμπτώματα μεγάλης χρονικής διάρκειας ήταν η κούραση, η δυσκολία στην αναπνοή, ο βήχας, ο πόνος στις αρθρώσεις και ο πόνος στο στήθος. Συμπτώματα με μικρότερη συχνότητα ήταν η δυσκολία σκέψης και συγκέντρωσης, η κατάθλιψη, ο μυϊκός πόνος, ο πονοκέφαλος και η ταχυκαρδία.[23][24]
Πιο σοβαρές επιπλοκές αλλά με λιγότερο συχνές αναφορές περιλαμβάνουν την φλεγμονή του καρδιακού μυ, ανωμαλίες στη λειτουργία των πνευμόνων, την νεφρική ανεπάρκεια, εξανθήματα και τριχόπτωση. Η μακροπρόθεσμη σημασία αυτών των επιπτώσεων δεν είναι ακόμη γνωστή.[23][24]
Μελέτη που δημοσιεύτηκε προσπάθησε να καθορίσει αν οι έγκυες έχουν αυξημένο ρίσκο για σοβαρή εξέλιξη της νόσου COVID-19 σε σχέση με τις μη έγκυες γυναίκες σε ηλικίες αναπαραγωγής ηλικίας 15 έως 44 ετών οι οποίοι διαγνώστηκαν εργαστηριακά θετικές στον SARS-CoV-2.[25]
Στην ανάλυση 371.363 γυναίκες βρέθηκαν θετικές, από τις οποίες 5.614 (1,5%) ήταν έγκυες. Η νοσηλεία σε νοσοκομείο (23,9%) και ο θάνατος (1,3%) ήταν συχνότερη ανάμεσα στις συμπτωματικές γυναίκες που ήταν έγκυες σε σχέση με αυτές που δεν ήταν, με νοσηλεία σε νοσοκομείο (2,9%) και θάνατο (0,3%) αντίστοιχα. Επίσης υπήρξε διακοπή της κύησης σε 55 (2,1%) περιπτώσεις, 72 (2,8%) περιπτώσεις παρουσίασαν χαμηλό βάρος γέννησης και υπήρξαν 375 (14,4%) πρόωροι τοκετοί.[25]
Οι περισσότερες λοιμώξεις που αναφέρθηκαν στην μελέτη αφορούσαν γυναίκες που βρίσκονταν στο τρίτο τρίμηνο, ενώ απαιτείται περισσότερη παρακολούθηση για τον προσδιορισμό της έκβασης της εγκυμοσύνης σε γυναίκες που μολύνθηκαν νωρίτερα από το τρίτο τρίμηνο κατά την διάρκεια της εγκυμοσύνης.[25]
Πρόκειται για ένα επίκτητο ψυχοπαθολογικό σύμπλεγμα, το οποίο παρατηρείται πρόδρομα, δηλαδή πριν καν το άτομο νοσήσει από τον ιό, έχοντας ως ψευδή φοβική πεποίθηση την εκδήλωση των αναμενόμενων συμπτωμάτων, χωρίς όμως στην πραγματικότητα να νοσεί. Ένα από τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα, είναι η υποθετική αντίληψη του ατόμου ότι βρίσκεται σε εμπύρετη κατάσταση, η συνοδεία κεφαλαλγίας, αθραλγίας, μυαλγίας, ρινικής καταρροής, δύσπνοιας ή πονόλαιμου. Αποτέλεσμα, είναι η αποφυγή οποιουδήποτε χώρου, η υπερπροστασία της προσωπικής υγιεινής που καθίσταντο κουραστική και επίπονη σε ψυχοσωματικό επίπεδο, η αποξένωση από τις ενδοπροσωπικές και διαπροσωπικές του σχέσεις, έχοντας την υποθετική συνεχή σκέψη στην αόρατη ύπαρξη του ιού σε κάθε επίπεδο της καθημερινότητας. Επιπλέον, μπορεί να παρουσιαστεί και όταν ο ασθενής νοσεί, καθώς το μεταφοβικό στρες που δημιουργήθηκε από την προαναφερθείσα κατάσταση, δημιουργεί ακούσια την εσωτερική αντίληψη, ότι το άτομο όπου προσέρχεται πιστεύει ακράδαντα ότι θα επαναπροσλάβει τον ιό, και ότι θα εμπίπτει σε αυτήν ιική κατάσταση συνεχώς. Αυτή η ψυχοπαθολογική κατάσταση χρήζει ψυχοθεραπείας και ψυχολογικής υποστήριξης σε περιπτώσεις που επηρεάζει σε σημαντικό βαθμό την αποδοτικότητα του ατόμου σε όλες τις πτυχές της ρουτίνας και της καθημερινής του ζωής, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις αν η κατάσταση είναι ιδιαίτερα κρίσιμη, συνίστανται ψυχιατρική παρέμβαση για την δοσοληψία φαρμακευτικής αγωγής, σχετιζόμενης με το φοβικό στρες.[εκκρεμεί παραπομπή]
Επιγραμματικά οι αιτίες θανάτου που καταγράφηκαν σε μελέτη, από 113 ασθενείς που έχασαν την ζωή τους από την λοίμωξη COVID-19 στην έναρξης της πανδημίας, ήταν το σύνδρομο οξείας αναπνευστικής δυσχέρειας (100%), η αναπνευστική ανεπάρκεια τύπου Ι (51%), η σήψη (100%), η οξεία καρδιακή βλάβη (77%), η καρδιακή ανεπάρκεια (49%), η αλκάλωση (40%), η υπερκαλιαιμία (37%), η νεφρική βλάβη (25%) και η υποξική εγκεφαλοπάθεια (20%).[26]
Η πυκνότητα του μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτενσίνης 2 (ACE2) σε κάθε ιστό σχετίζεται με την σοβαρότητα της νόσου.[27] Ο μηχανισμός αυτός, έχει οδηγήσει σε έρευνες, για την πιθανότητα φαρμακευτικών σκευασμάτων που θα αποκλείουν τους υποδοχείς αυτούς, ώστε να δρουν προστατευτικά.[28]
Η λοίμωξη COVID-19 επηρεάζει το ανώτερο αναπνευστικό σύστημα που αποτελείται από την μύτη, τον ρινοφάρυγγα και τον λάρυγγα. Επειδή ο κορονοϊός SARS-CoV-2 διαδίδεται κυρίως με αναπνευστικά σταγονίδια, η ρινική κοιλότητα είναι η πρώτη οδός εισόδου. Μεταξύ των κυττάρων που υπάρχουν στο σημείο αυτό, στα αναπνευστικά επιθηλιακά κύτταρα υπάρχει το ένζυμο ACE2 που είναι υπεύθυνο για την προσκόλληση του ιού, έτσι συμβάλουν ενεργά στην αναπαραγωγή του ιού και ανιχνεύεται υψηλό ιικό φορτίο. Επίσης αυτά τα κύτταρα αποτελούν πιθανή δεξαμενή του ιού κατά την διάρκεια της μετάδοσής του. Για αυτόν το λόγο το ρινοφαρυγγικό επίχρισμα χρησιμοποιείται ως τρόπος διάγνωσης.[29]
Η λοίμωξη της ρινικής κοιλότητας σχετίζεται με οσφρητικές και γευστικές δυσλειτουργίες, οι οποίες παρατηρούνται ως συμπτώματα της λοίμωξης καθώς παρατηρούνται σε περισσότερο από το 50% των ασθενών. Το ένζυμο ACE2 παρατηρείται και σε αυτά τα κύτταρα. Η λοίμωξη, η οποία προκαλεί τοπική φλεγμονή αγγειακών και υποστηρικτικών κυττάρων του οσφρητικού βολβού, οδηγεί σε προβλήματα στην όσφρηση. Επίσης η βλάβη στα υποστηρικτικά κύτταρα, μπορεί να επηρεάσει τους οσφρητικούς νευρώνες.[29]
Το κατώτερο αναπνευστικό σύστημα που το αποτελούν η τραχεία, οι βρόγχοι και οι πνεύμονες είναι τα όργανα που επηρεάζονται περισσότερο από τον SARS-CoV-2, επειδή εισέρχεται στα κύτταρα του ξενιστή μέσω του ενζύμου μετατροπής της αγγειοτενσίνης 2 (ACE2). Καθώς η λοίμωξη εξελίσσεται σε πνευμονία και σε σοβαρές περιπτώσεις αναπνευστικής ανεπάρκειας, η οποία και είναι η κύρια αιτία θανάτου.[30] Στο πλαίσιο της λοίμωξης από τον SARS-CoV-2, παρατηρούνται διαφορετικά παθολογικά σχήματα οξείας πνευμονικής βλάβης όπως την διάχυτη κυψελιδική βλάβη (DAD), η οποία σχετίζεται στενά με σύνδρομο οξείας αναπνευστικής δυσχέρειας (ARDS), την οξεία ινώδη και οργανωμένη πνευμονία (AFOP) και την λεμφοκυτταρική πνευμονία.[29]
Ο ιός επηρεάζει επίσης τα γαστρεντερικά όργανα καθώς το ένζυμο ACE2 υπάρχει σε αφθονία στα αδενικά κύτταρα του γαστρικού συστήματος, του δωδεκαδακτύλου και του ορθικού επιθηλίου, καθώς και στα ενδοθηλιακά κύτταρα και τα κύτταρα του λεπτού εντέρου.[31] Ιικό RNA έχει ανιχνευθεί στα κόπρανα ορισμένων ασθενών ακόμη και μετά την υποχώρηση των αναπνευστικών συμπτωμάτων και έως και 35 ημέρες μετά την έναρξη των συμπτωμάτων, οδηγώντας σε μια παρατεταμένη μορφή ασθένειας που χαρακτηρίζεται από συμπτώματα γαστρεντερίτιδας.[29]
Κατά την διάρκεια της COVID-19 έχουν αναφερθεί αυξημένα επίπεδα ασπαρτικής τρανσαμινάσης (AST), τρανσαμινάσης αλανίνης (ALT) και χολερυθρίνης. Αυτοί οι τρεις δείκτες μαρτυρούν τραυματισμό στο ήπαρ. Αυτή η ηπατική βλάβη είναι συνήθως ήπια και παροδική. Έχει αποδειχθεί ότι ο SARS-CoV-2 είναι ικανός να στοχεύσει τα χολαγγειοκύτταρα. Εκτός από τις άμεσες επιπτώσεις του ιού, δεν μπορούν να αποκλειστούν άλλοι μηχανισμοί, όπως η τοξικότητα στα φάρμακα.[29]
O SARS-CoV-2 μπορεί να προκαλέσει έμφραγμα του μυοκαρδίου και χρόνια βλάβη στο καρδιαγγειακό σύστημα.[32] Ο οξύς τραυματισμός της καρδιάς βρέθηκε στο 12% των ασθενών που χρειάστηκαν νοσηλεία στο νοσοκομείο της Γουχάν κατά την έναρξης της πανδημίας και είναι συχνότερη όταν η λοίμωξη εξελίσσεται σοβαρότερα.[32] Τα ποσοστά των καρδιαγγειακών συμπτωμάτων είναι υψηλά, λόγω της συστημικής φλεγμονής και των διαταραχών του ανοσοποιητικού κατά την εξέλιξη της νόσου, αλλά και με τον αριθμό των υποδοχέων ACE2 που υπάρχουν στην καρδιά, όπου παρουσιάζονται σε μεγάλο βαθμό.[32] Η δυσλειτουργία των αιμοφόρων αγγείων και ο σχηματισμός θρόμβων πιστεύεται ότι παίζουν σημαντικό ρόλο στη θνητότητα, καθώς περιστατικά θρόμβων οδηγούν σε πνευμονικές εμβολές και ισχαιμικά επεισόδια στον εγκέφαλο, τα οποία έχουν σημειωθεί ως επιπλοκές σε άτομα που έχουν μολυνθεί από τον ιό. Η λοίμωξη προκαλεί μια αλυσίδα αποκρίσεων στο σώμα όπως τη συστολή των αιμοφόρων αγγείων στην πνευμονική κυκλοφορία που οδηγεί στην μειωμένη οξυγόνωση παράλληλα με την ιογενή πνευμονία.[33]
Υπάρχει πιθανότητα ο SARS-CoV-2, να μπορεί να εισβάλει στο νευρικό σύστημα, αυτό όμως παραμένει ακόμα άγνωστο. Πολλά άτομα που έχουν νοσήσει παρουσιάζουν νευρολογικά ή ψυχικά προβλήματα. Ο ιός δεν ανιχνεύεται στο κεντρικό νευρικό σύστημα της πλειοψηφίας των ατόμων με COVID-19 που παρουσιάζουν νευρολογικά προβλήματα. Ωστόσο ο SARS-CoV-2 έχει ανιχνευθεί σε χαμηλά επίπεδα στον εγκέφαλο όσων έχουν χάσει την ζωή τους από την λοίμωξη.[11] Ο SARS-CoV-2 θα μπορούσε να προκαλέσει αναπνευστική ανεπάρκεια από τον επηρεασμό του εγκεφάλου καθώς και άλλοι κορονοϊοί έχει αποδειχθεί ότι έχουν την δυνατότητα να εισβάλουν στο κεντρικό νευρικό σύστημα. Έχει εντοπιστεί ιός στο εγκεφαλονωτιαίο υγρό των αυτοψιών, όμως ο ακριβής μηχανισμός που εισβάλει στο κεντρικό νευρικό σύστημα παραμένεις ασαφής καθώς υπάρχει χαμηλό επίπεδο ενζύμων ACE2 στον εγκέφαλο.[34] Ο ιός έχει την δυνατότητα να εισχωρήσει στην κυκλοφορία του αίματος από τους πνεύμονες, πιθανώς μέσω ενός μολυσμένου λευκού αιμοσφαιρίου, ώστε να μολύνει τον εγκέφαλο.[11] Η απώλεια όσφρησης, που εμφανίζεται σαν σύμπτωμα της λοίμωξης, οφείλεται στη μόλυνση των κυττάρων του οσφρητικού επιθηλίου και με επακόλουθη βλάβη τους οσφρητικούς νευρώνες.[35]
Επηρεασμός και επιπλοκές των νεφρών είναι μία ακόμα αιτία θανάτου που έχει καταγραφεί. Εκθέσεις δείχνουν ότι έως και το 30% των νοσηλευόμενων ασθενών, τόσο στην Κίνα, όσο και στην Νέα Υόρκη, έχουν υποστεί κάποιο τραυματισμό στα νεφρά τους, συμπεριλαμβανομένων ατόμων, τα οποία δεν είχαν προηγουμένως νεφρικά προβλήματα.[36] Ο SARS-CoV-2 φαίνεται να είναι ικανός να στοχεύσει το νεφρό: ιικά σωματίδια ήταν ορατά στο νεφρό με ηλεκτρονική μικροσκοπία και η ανοσοϊστοχημεία έδειξε συσσώρευση του αντιγόνου SARS-CoV-2 σε σωληνάρια νεφρού.[29]
Το υπερβολικό βάρος και η παχυσαρκία δείχνουν ότι αποτελεί σημαντικός παράγοντας για την εξέλιξη της COVID-19 σε σοβαρή μορφή. Σχεδόν οι μισοί ασθενείς που εισήχθησαν σε μονάδα εντατικής θεραπείας είχαν δείκτη μάζας σώματος μεγαλύτερο από 30, ανεξάρτητα από την ύπαρξη διαβήτη, υπέρτασης, το φύλο και την ηλικία. Αυτό δεν αποτελεί εξαίρεση καθώς η παχυσαρκία αποτελεί παράγοντα για την νοσηρότητα και από άλλες ιογενείς λοιμώξεις όπως η γρίπη Η1Ν1. Ο λιπώδης ιστός βρίσκεται στον στόχο του SARS-CoV-2 καθώς το ένζυμο ACE2 υπάρχει στα λιποκύτταρα του λιπώδους ιστού. Ωστόσο, δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι ο λιπώδης ιστός δρα ως δεξαμενή του ιού.[29]
Ο SARS-CoV-2 φαίνεται ότι στοχεύει και το ανοσοποιητικό σύστημα. Το ένζυμο ACE2 παρουσιάζεται στα μακροφάγα και στον σπλήνα. Επιπλέον, αν και τα Τ και Β κύτταρα δεν στοχεύονται άμεσα από τον κορονοϊό, προκαλεί θάνατο των λεμφοκυττάρων, η οποία μπορεί να εξηγήσει την λεμφοπενία που παρατηρείται σε μολυσμένους ασθενείς και σχετίζονται με φαινόμενα που προκαλούνται από κυτοκίνες.[29]
Η μυαλγία και η κόπωση έχουν αναφερθεί ως συμπτώματα σε ασθενής της COVID-19. Το ACE2 εκφράζεται σε χαμηλά επίπεδα στον μυϊκό ιστό. Αυτό έχει ως συνέπεια να επηρεαστούν και οι αναπνευστικοί μύες. Δεν έχει καταγραφεί πρόβλημα με τις αρθρώσεις και τα οστά.[29]
Ο κορονοϊός που προκαλεί το σοβαρό οξύ αναπνευστικό σύνδρομο τύπου 2 (SARS-CoV-2), είναι ένα νέο στέλεχος κορονοϊού που προκαλεί την λοίμωξη COVID-19. Απομονώθηκε πρώτη φορά στις 31 Δεκεμβρίου του 2019, από μία ομάδα ασθενών με συμπτώματα πνευμονίας, λόγω άγνωστης αιτίας, στην Γουχάν της Κίνας.[37]
Τα δομικά χαρακτηριστικά του νέου στελέχους είναι παρόμοια με την υπόλοιπη οικογένεια των κορονοϊών που συναντιούνται στην φύση.[38] Η ανάλυση της γενετικής ακολουθίας του SARS-CoV-2 έδειξε ότι υπάρχει στενή συσχέτιση του νέου στελέχους με το στέλεχος κορονοϊού σοβαρού οξέος αναπνευστικού συνδρόμου (SARS-CoV).[37] Ο SARS-CoV-2 ανήκει στο γένος βήτα των κορονοϊών και έχει γενετική συσχέτιση κατά 96% με κορονοϊούς που έχουν σαν φυσική δεξαμενή τις νυχτερίδες.[37]
Οι δομικές πρωτεΐνες του SARS-CoV-2 αποτελούνται από την γλυκοπρωτεΐνη της μεμβράνης (Μ - "Membrane", "μεμβράνη"), την πρωτεΐνη του φακέλου του ιοσωμάτιου (Ε - "Envelope, "φάκελος"), την πρωτεΐνη του νουκλεοκαψίδιου (Ν - "Nucleocapsid", "νουκλεοκαψίδιο") και την πρωτεΐνη από την ακίδα του ιού (S - "Spike", "ακίδα").[39]
Η πρωτεΐνη Μ του SARS-CoV-2 είναι 98,6% παρόμοια με την πρωτεΐνη Μ που συναντάται σε κορονοϊούς με φυσική δεξαμενή τις νυχτερίδες, ενώ η ομοιότητα με αυτή που συναντάται σε κορονοϊού των παγκολίνων είναι 98,2% και με τον SARS-CoV είναι 90%. Αντίθετα η ομοιότητα της πρωτεΐνης Μ με τον κορονοϊό που προκαλεί το αναπνευστικό σύνδρομο της Μέσης Ανατολής έχει 38% ομοιότητα.[39]
Οι πνεύμονες είναι τα όργανα τα οποία επηρεάζονται περισσότερο από την ασθένεια, επειδή ο κορονοϊός καταφέρνει να εισβάλει στα κύτταρα μέσω ενός ενζύμου, του μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτενσίνης 2 (ACE2), το οποίο βρίσκεται σε αφθονία στα τύπου 2 κυψελιδικά κύτταρα των πνευμόνων. Ο ιός χρησιμοποιεί την γλυκοπρωτεϊνική ακίδα (S) για να συνδεθεί με το ACE2 και να εισέλθει στο κύτταρο.[40] Η πυκνότητα του ACE2 σε κάθε ιστό και όργανο, σχετίζεται με το πόσο η νόσος πλήττει το συγκεκριμένο όργανο.[41][42] Λόγω αυτής της συμπεριφοράς της πρωτεΐνης S, βρίσκεται στο κέντρο των φαρμακευτικών ερευνών για την ανάπτυξη θεραπειών και εμβολίων κατά του SARS-CoV-2.[39]
Κατά την διάρκεια της πανδημίας, έχουν απομονωθεί χιλιάδες παραλλαγές του ιού, οι οποίες ομαδοποιούνται σε κλάδους.[43] Το Nextstrain ομαδοποιεί τις παραλλαγές σε πέντε ομάδες, τις 19A, 19B, 20A, 20B και 20C, ενώ το GISAID τις χωρίζει σε επτά, τις L, O, V, S, G, GH και GR.[44] Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας αποφάσισε να χρησιμοποιήσει τα ελληνικά γράμματα της αλφάβητου, για την ευκολότερη ενημέρωση, των παραλλαγών ενδιαφέροντας που καταγράφονται προς το ευρύ κοινό, ενώ η επιστημονική κοινότητα θα συνεχίσει να χρησιμοποιεί τις παραπάνω ονομασίες.[45]
Η μετάδοση του SARS-CoV-2 από άνθρωπο σε άνθρωπο επιβεβαιώθηκε στις 20 Ιανουαρίου 2020, κατά τη διάρκεια της πανδημίας COVID-19.[46] Η ασθένεια Covid-19, η οποία προκαλείται από τον κορονοϊό SARS-CoV-2, διαδίδεται μεταξύ των ανθρώπων κυρίως όταν ένα μολυσμένο άτομο βρίσκεται σε στενή επαφή με ένα άλλο. Ο ιός μπορεί να εξαπλωθεί από το στόμα ή τη μύτη ενός μολυσμένου ατόμου με υγρά σωματίδια τα οποία ονομάζονται, «αναπνευστικά σταγονίδια» τα μεγαλύτερα, ενώ τα μικρότερα «αερολύματα». Η μετάδοση, από τα μολυσμένα άτομα, συμβαίνει όταν οι φορείς βήχουν, φτερνίζονται, μιλούν, τραγουδούν ή αναπνέουν έντονα. Οι άνθρωποι μπορούν να προσβληθούν από τον ιό, όταν αυτός εισέλθει στο στόμα, τη μύτη ή τα μάτια τους, που είναι πιο πιθανό να συμβεί όταν οι άνθρωποι βρίσκονται σε άμεση ή στενή επαφή, δηλαδή σε απόσταση μικρότερη από 2 μέτρα, με ένα μολυσμένο άτομο. Η μετάδοση αερολυμάτων μπορεί να συμβεί σε τοποθεσίες όπως σε εσωτερικούς, σε πολυσύχναστους και σε ανεπαρκώς αεριζόμενους χώρους, όπου τα μολυσμένα άτομα περνούν μεγάλες χρονικές περιόδους με άλλους, όπως εστιατόρια, πρακτικές χορωδιών, μαθήματα γυμναστικής, νυχτερινά κέντρα, γραφεία και χώρους λατρείας. Ο βαθμός στον οποίο ο ιός είναι μολυσματικός κατά τη διάρκεια της περιόδου επώασης είναι αβέβαιος, αλλά έρευνα έδειξε ότι στον φάρυγγα φτάνει στο μέγιστο ιικό φορτίο περίπου τέσσερις ημέρες μετά τη μόλυνση ή την πρώτη εβδομάδα των συμπτωμάτων και μειώνεται στην συνέχεια.[47][48] Σε μελέτη από ομάδα ερευνητών στο Πανεπιστήμιο της Βόρειας Καρολίνας διαπίστωσε ότι η ρινική κοιλότητα είναι φαινομενικά η κυρίαρχη αρχική θέση για μόλυνση, με επακόλουθη την εισπνοή του ιού που προκαλεί στους πνεύμονες την αναπνευστική λοίμωξη που ονομάστηκε COVID-19.[49]
Ο ιός μπορεί επίσης να μεταδοθεί μέσω της αφής από αντικείμενα ή επιφάνειες, όπως τραπέζια, πόμολα και χειρολισθήρες, από ιοσωμάτια τα οποία έχουν μολύνει τις επιφάνειες αυτές, με τα σημεία εισόδου του ιού στο ανθρώπινο σώμα. Τα σημερινά στοιχεία δείχνουν ότι ο κύριος τρόπος εξάπλωσης του ιού είναι από τα αναπνευστικά σταγονίδια μεταξύ ατόμων που βρίσκονται σε στενή επαφή μεταξύ τους και όχι από τις επιφάνειες.[1] Προκαταρκτική έρευνα δείχνει ότι ο ιός μπορεί να παραμείνει βιώσιμος σε πλαστικό και ανοξείδωτο χάλυβα έως και τρεις ημέρες, αλλά δεν επιβιώνει στο χαρτόνι για περισσότερο από μία ημέρα ή σε χαλκό για περισσότερες από τέσσερις ώρες.[37] Ο ιός καταστρέφεται από το σαπούνι, το οποίο αποσταθεροποιεί τη διπλή στιβάδα των λιπιδίων του.[50]
Άνθρωποι οι οποίοι έχουν μολυνθεί μπορούν να μεταδώσουν τον ιό έως δύο ημέρες πριν από την εμφάνιση συμπτωμάτων, όπως επίσης και αν παραμείνουν ασυμπτωματικοί. Οι ασθενείς υπάρχει πιθανότητα να παραμείνουν μεταδοτικοί έως και 10 ημέρες ύστερα από την εκδήλωση συμπτωμάτων, στην ήπια εξέλιξη της νόσου και στις σοβαρές έως 20 ημέρες.[3] Κατά τη μετάδοση από άνθρωπο σε άνθρωπο, πιστεύεται ότι κατά μέσο όρο 1,000 μολυσματικά ιοσωμάτια SARS-CoV-2 αρκούν για να ξεκινήσουν μια νέα λοίμωξη.[51][52]
Υπάρχουν κάποιες ενδείξεις μετάδοσης του SARS-CoV-2 από άνθρωπο σε ζώα, όπως τα αιλουριδή.[53] Ορισμένοι οργανισμοί υγείας έχουν συμβουλεύσει όσους έχουν μολυνθεί με SARS-CoV-2 να περιορίσουν την επαφή τους με τα ζώα.[54]
Την 1η Φεβρουαρίου 2020, o Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας ανέφερε ότι η μετάδοση από ασυμπτωματικούς φορείς πιθανότατα δεν αποτελεί σημαντικό παράγοντα μετάδοσης.[55] Μια έρευνα διαπίστωσε ότι το 17% των λοιμώξεων είναι ασυμπτωματικές και τα ασυμπτωματικά άτομα είχαν 42% λιγότερες πιθανότητες να μεταδώσουν τον ιό.[56]
Ωστόσο, ένα επιδημιολογικό μοντέλο στην έναρξη της επιδημίας στην Κίνα έδειξε ότι «η προ-συμπτωματική περίοδος μπορεί να είναι συνήθης μεταξύ των εργαστηριακά επιβεβαιωμένων λοιμώξεων» και ότι οι υποκλινικές λοιμώξεις, δηλαδή όσοι πέρασαν ασυμπτωματικά την νόσο, μπορεί να ήταν η πηγή της πλειονότητας των λοιμώξεων.[57] Αυτά τα ευρήματα μπορούν να εξηγήσουν πώς από τους 217 επιβαίνοντες στο πλοίο ενός κρουαζιερόπλοιου που αγκυροβόλησε στο Μοντεβίδεο, μόνο 24 από τους 128 που έδειξαν θετικό για ιικό RNA έδειξαν ήταν συμπτωματικοί.[58] Ομοίως, μια μελέτη ενενήντα τεσσάρων ασθενών που νοσηλεύτηκαν τον Ιανουάριο και τον Φεβρουάριο του 2020 υπολόγισε ότι οι ασθενείς παράγουν τη μεγαλύτερη ποσότητα ιού δύο έως τρεις ημέρες πριν εμφανιστούν τα πρώτα συμπτώματα και ότι «ένα σημαντικό ποσοστό μετάδοσης πιθανότατα πραγματοποιείται πριν από τα πρώτα συμπτώματα του ασθενή μηδέν».[59]
Το CDC, έχει καταργήσει τα ηλικιακά όρια ως μοναδική παράμετρο επικινδυνότητας της λοίμωξης αλλά αυξάνεται σταθερά σε ενήλικες άνω των 65 λόγω των υποκείμενων νοσημάτων που μπορούν να έχουν. Επίσης έχουν διαπιστώσει ότι υπάρχουν ενδείξεις για πιο σοβαρή εξέλιξη της νόσου, ανεξάρτητα από την ηλικία, σε άτομα τα οποία είχαν τα εξής:[60]
Αυξημένο κίνδυνο θα μπορούσαν να προκαλέσουν και καταστάσεις όπως το άσθμα, η υψηλή αρτηριακή πίεση, οι νευρολογικές καταστάσεις όπως η άνοια και το εγκεφαλικό επεισόδιο. Τέλος οι έγκυες γυναίκες ήταν πολύ πιο πιθανό να νοσηλευτούν από τις μη έγκυες, ωστόσο δεν είχαν μεγαλύτερο κίνδυνο θανάτου από την COVID-19.[60]
0-4 ετών | 5-17 ετών | 18-29 ετών | 30-39 ετών | 40-49 ετών | 50-64 ετών | 65-74 ετών | 75-84 ετών | 85+ ετών | |
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Κρούσματα[B] | <1x | Ομάδα αναφοράς | 3x | 2x | 2x | 2x | 2x | 2x | 2x |
Νοσηλεία[C] | 2x | Ομάδα αναφοράς | 7x | 10x | 15x | 25x | 35x | 55x | 80x |
Θάνατοι[D] | 2x | Ομάδα αναφοράς | 15x | 45x | 130x | 400x | 1100x | 2800x | 7900x |
Τα πρώτα κρούσματα εντοπίστηκαν αρχικά στην Γουχάν, πρωτεύουσα της επαρχίας Χουμπέι, στην Κίνα τον Δεκέμβριο του 2019. Στη συνέχεια, αναφέρθηκαν λοιμώξεις σε άλλες 212 χώρες. Οι χώρες με τα περισσότερα κρούσματα εκτός της Κίνας είναι οι ΗΠΑ, η Ινδία, η Βραζιλία, η Ρωσία, η Γαλλία, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Τουρκία, η Ιταλία, η Ισπανία, η Γερμανία, η Κολομβία, η Αργεντινή και το Μεξικό.[62]
Η Ελλάδα μέχρι σήμερα, έχει επιβεβαιώσει εργαστηριακά 5.548.487 κρούσματα ενώ έχει καταγράψει συνολικά 34.779 νεκρούς.[63]
Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, το Ευρωπαϊκό Κέντρο Πρόληψης και Ελέγχου Νόσων και ο Εθνικός Οργανισμός Δημόσιας Υγείας εκδίδουν συχνά δελτία ενημέρωσης για την εξέλιξη της ασθένειας.[64]
Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας έχει δημοσιεύσει διάφορα πρωτόκολλα δοκιμών για τη λοίμωξη.[65] Η λοίμωξη COVID-19 μπορεί να διαγνωστεί προσωρινά με βάση τα συμπτώματα και να επιβεβαιωθεί εργαστηριακά χρησιμοποιώντας αλυσιδωτή αντίδραση πολυμεράσης με χρήση αντίστροφης μεταγραφάσης σε πραγματικό χρόνο (rRT-PCR), καθώς το γονιδίωμα του ιού είναι RNA ή άλλες δοκιμές νουκλεϊκών οξέων μολυσμένων εκκρίσεων.[66] Εκτός από τις εργαστηριακές εξετάσεις, οι αξονικές τομογραφίες στο στήθος μπορεί να είναι χρήσιμες για τη διάγνωση της COVID-19 σε άτομα με υψηλή κλινική υποψία λοίμωξης.[67] Η ανίχνευση μιας προηγούμενης λοίμωξης είναι δυνατή με ορολογικές δοκιμές, οι οποίες ανιχνεύουν αντισώματα που παράγονται από τον οργανισμό ως απόκριση στη μόλυνση.[66] Κινέζοι επιστήμονες μπόρεσαν να απομονώσουν ένα στέλεχος του SARS-CoV-2 και να δημοσιεύσουν τη γενετική του ακολουθία έτσι ώστε εργαστήρια σε όλο τον κόσμο να μπορούν να αναπτύξουν ανεξάρτητα δοκιμές PCR για την ανίχνευση της μόλυνσης από τον ιό.[68][69][70][71]
Οι διαγνωστικές οδηγίες που δημοσιεύθηκαν από το νοσοκομείο Τσονγκνάν του Πανεπιστημίου της Γουχάν, στην αρχή της πανδημίας, πρότειναν μεθόδους για την ανίχνευση μολύνσεων με βάση κλινικά χαρακτηριστικά και επιδημιολογικούς κινδύνους. Αυτές αφορούσαν στον εντοπισμό ασθενών που είχαν ιστορικό ταξιδιού στη Γουχάν ή επαφής με άλλους μολυσμένους ασθενείς καθώς και τουλάχιστον δύο από τα ακόλουθα συμπτώματα όπως πυρετό, απεικονιστικά ευρήματα πνευμονίας, φυσιολογικό ή μειωμένο αριθμό λευκών αιμοσφαιρίων ή μειωμένο αριθμό λεμφοκυττάρων.[72]
Οι πρότυπες μέθοδοι ελέγχου για την παρουσία του SARS-CoV-2 είναι δοκιμές νουκλεϊκών οξέων που ανιχνεύουν την παρουσία ιικών θραυσμάτων RNA.[65] Καθώς αυτές οι δοκιμές ανιχνεύουν RNA και όχι στέλεχος του ιού, η ικανότητά του να προσδιορίζει την διάρκεια της μολυσματικότητας των ασθενών είναι περιορισμένη.[73] Η δοκιμή γίνεται συνήθως σε αναπνευστικά δείγματα που λαμβάνονται με ρινοφαρυγγικό επίχρισμα. Ωστόσο, μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί δείγμα ρινικού επιχρίσματος ή πτυέλων. Τα αποτελέσματα είναι γενικά διαθέσιμα εντός ωρών.[65]
Η ανίχνευση με αξονική τομογραφία μπορεί να είναι χρήσιμη για την διάγνωση της λοίμωξης COVID-19 σε άτομα με υψηλή κλινική υποψήφια λοίμωξης, αλλά δεν συνιστάται για συστηματική ανίχνευση κρουσμάτων. Οι αμφίπλευρες αδιαφάνειες στην απεικόνιση είναι σημάδια πρώιμης λοίμωξης. Λόγω αλληλοεπικάλυψης με άλλες λοιμώξεις, η απεικόνιση, χωρίς εργαστηριακή επιβεβαίωση του SARS-CoV-2, δεν μπορεί να επιβεβαιώσει την λοίμωξη.[74]
Τα κύρια παθολογικά ευρήματα στις αυτοψίες των ασθενών με COVID-19:[26]
Μέχρι σήμερα, έχουν εγκριθεί δέκα εμβόλια από τουλάχιστον μία εθνική ρυθμιστική αρχή για δημόσια χρήση: δύο εμβόλια RNA (το εμβόλιο Pfizer-BioNTech και το εμβόλιο Moderna), τρία συμβατικά αδρανοποιημένα εμβόλια (BBIBP-CorV, Covaxin και CoronaVac), τέσσερα εμβόλια ιικού φορέα (Sputnik V, το εμβόλιο Oxford-AstraZeneca, Convidicea και το εμβόλιο Johnson & Johnson) και ένα εμβόλιο πεπτιδίου (EpiVacCorona).[75]
Η κοινωνική αποστασιοποίηση περιλαμβάνει ενέργειες ελέγχου της λοίμωξης που αποσκοπούν στην επιβράδυνση της εξάπλωσης της νόσου ελαχιστοποιώντας την στενή επαφή μεταξύ των ατόμων. Οι μέθοδοι περιλαμβάνουν καραντίνα, ταξιδιωτικούς περιορισμούς και το κλείσιμο σχολείων, χώρων εργασίας, σταδίων, θεάτρων, εμπορικών κέντρων. Τα άτομα μπορούν επίσης να εφαρμόζουν μεθόδους κοινωνικής απομάκρυνσης με το να μένουν στο σπίτι, περιορίζοντας τα ταξίδια, αποφεύγοντας τα πολυπληθή σημεία, την αποφυγή χειραψίας.[76][77][78] Πολλές κυβερνήσεις υποχρεώνουν ή συνιστούν την κοινωνική απομάκρυνση σε περιοχές που έχουν πληγεί από την εκδήλωση κρουσμάτων.[79][80][81]
Οι ηλικιωμένοι και όσοι έχουν σοβαρές χρόνιες παθήσεις αντιμετωπίζουν αυξημένο κίνδυνο σοβαρής ασθένειας και επιπλοκών, έχουν ενημερωθεί για την αποφυγή πολυπληθών χώρων.[82]
Οι φορείς δημόσιας υγείας έχουν εκδώσει οδηγίες για τους ασθενείς με COVID-19 και για όσους υποψιάζονται ότι έχουν μολυνθεί. Αυτά τα άτομα συνιστάται να περιορίζουν τις δραστηριότητες εκτός του σπιτιού, εκτός από την παροχή ιατρικής περίθαλψης.[83] Για όσους αναζητούν ιατρική περίθαλψη συνιστάται να επικοινωνήσουν τηλεφωνικά πριν επισκεφθούν έναν πάροχο υγειονομικής περίθαλψης.[84][85]
Η διάρκεια της αυτοαπομόνωσης που συστήνουν είναι 14 ημέρες (δύο εβδομάδες), καθώς είναι επίσης ένα εκτιμώμενο χρονικό πλαίσιο μεταξύ της μόλυνσης και της έναρξης των συμπτωμάτων.[86]
Οι οργανισμοί υγείας και πρόληψης συνιστούν στα άτομα να καλύπτουν το στόμα και τη μύτη τους με ένα μαντήλι όταν βήχουν ή φταρνίζονται, το οποίο στη συνέχεια θα πρέπει να απορρίπτεται αμέσως ή με ένα μανίκι αν δεν είναι διαθέσιμο μαντήλι.[87][88][89]
Η χρήση χειρουργικών μασκών από εκείνους που μπορεί να μολυνθεί έχει επίσης συσταθεί,[90][91][92] καθώς μπορεί να περιορίσει τον όγκο και την απόσταση ταξιδιού των σταγονιδίων εκπνοής που διασκορπίζονται κατά την ομιλία, το φτάρνισμα και τον βήχα. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας εξέδωσε βέλτιστες πρακτικές για τη χρήση μάσκας σε περιβάλλοντα οικιακής φροντίδας και περίθαλψης, συμπεριλαμβανομένου του ότι πρέπει να δένονται με ασφάλεια για να ελαχιστοποιούν τα κενά μεταξύ του προσώπου και της μάσκας, ότι οι μάσκες πρέπει να αντικαθίστανται όταν είναι υγρές, ο χρήστης να μην αγγίζει το μπροστινό μέρος της μάσκας όταν την αφαιρεί, το πλύσιμο των χεριών με σαπούνι και νερό ή χρήση απολυμαντικού για το χέρια μετά την αφαίρεση ή εάν αγγιχθεί, και ότι μια χρησιμοποιημένη μάσκα και οι μάσκες μιας χρήσης θα απορρίπτονται αμέσως μετά την αφαίρεση τους και να δεν πρέπει να επαναχρησιμοποιηθούν.[93]
Οι μάσκες έχουν επίσης συσταθεί για χρήση από εκείνους που φροντίζουν κάποιον που μπορεί να έχει την ασθένεια. Επιπλέον, οι επαγγελματίες του τομέα της υγειονομικής περίθαλψης συνίστανται να φορούν αναπνευστήρες με πιστοποίηση κατά το πρότυπο NIOSH N95 ή πρότυπο EU FFP2 ή ισοδύναμο, εκτός από άλλους ατομικούς προστατευτικούς εξοπλισμούς.[92][94]
Τέλος, οι μάσκες με βαλβίδα δεν είναι κατάλληλες για τον περιορισμό της διασποράς καθώς προστατεύουν μόνο το άτομο που τις φοράει, ενώ μπορεί να διασπείρει τον ιό εάν ο χρήστης είναι φορέας.[95]
Το πλύσιμο των χεριών συνιστάται για την αποφυγή της εξάπλωσης του ιού της COVID-19. Το CDC συνιστά τα άτομα να πλένουν τα χέρια τους συχνά με σαπούνι και νερό για τουλάχιστον 20 δευτερόλεπτα, ειδικά μετά από την τουαλέτα ή όταν τα χέρια είναι ορατά βρώμικα, πριν το φαγητό, και μετά το φύσημα της μύτης, του βήχα ή το φτάρνισμα. Συνιστά επίσης τη χρήση αλκοολούχων ποτών με τουλάχιστον 70% αλκοόλης όταν δεν είναι άμεσα διαθέσιμα το σαπούνι και το νερό.[96] Ο ΠΟΥ επίσης συμβουλεύει τα άτομα να αποφεύγουν να αγγίζουν τα μάτια, τη μύτη ή το στόμα με άπλυτα χέρια.[89][97]
Όταν ένα άτομο έχει μολυνθεί με τον SARS-CoV-2, την περίοδο που είναι μεταδοτικό μπορεί να αποβάλει από το σώμα του μέσω της εκπνοής, του βήχα, του φτερνίσματος και την ομιλίας ιοσωμάτια του κορονοϊού. Αυτά μπορούν να επιβιώσουν στις επιφάνειες από ώρες έως ημέρες. Εάν ένα άτομο αγγίξει την μολυσμένη επιφάνεια μπορεί να μεταφέρει τον κορονοϊό στα μάτια, τη μύτη ή το στόμα του όπου μπορεί να εισέλθει στο σώμα του, προκαλώντας την λοίμωξη COVID-19.[98]
Οι επιφάνειες μπορούν να απολυμανθούν με διάφορα προϊόντα απολύμανσης με περιεκτικότητα 62-71% αιθανόλης, 50-100% ισοπροπανόλης, 0,1% υποχλωριώδες νάτριο, 0,5% υπεροξείδιο υδρογόνου και 0,2 –7,5% ποβιδόνη-ιώδιο. Μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί ακτινοβόληση με υπεριώδη ακτινοβολία.[99] Τέλος σε περίπτωση κρούσματος σε χώρους εργασίας οι Δημόσιοι Οργανισμοί Υγείας συστήνουν την απολύμανση όλων των χώρων εργασίας και επιφανειών.[100]
Τα αερομεταφερόμενα σωματίδια συμβάλλουν στην εξάπλωση της COVID-19, επομένως τα κεντρικά συστήματα θέρμανσης, εξαερισμού και κλιματισμού πρέπει να σχεδιάζονται ώστε να ελαχιστοποιούν τον κίνδυνο μετάδοσης της ασθένειας. Επίσης πρέπει να γνωρίζουμε ότι τα μικρά σωματίδια του ιού μπορεί να παραμείνουν αερομεταφερόμενα για μεγάλο διάστημα. Τα συστήματα αυτά θα πρέπει να ρυθμίζονται, να καθαρίζονται και να απολυμαίνονται. Οι αεραγωγοί απόρριψης του εσωτερικού αέρα θα πρέπει να έχουν την μεγαλύτερη δυνατή απόσταση από τα σημεία αναρρόφησης φρέσκου αέρα.[101]
Για τους εσωτερικούς χώρους συστήνεται η αύξηση της εισαγωγής εξωτερικού αέρα και η μείωση του ανακυκλωμένου αέρα για την αποφυγή της διασποράς του κορονοϊού. Οι λειτουργίες του αερισμού των εσωτερικών χώρων θα πρέπει να συνεχίζεται και μετά το πέρας των ωρών εργασίας, έστω και με χαμηλότερο ρυθμό, όταν είναι εφικτό. Σε περίπτωση που δεν υπάρχει σύστημα εξαερισμού, συνιστάται να ανοίγονται παράθυρα και πόρτες για την εισαγωγή φρέσκου αέρα και κατά προτίμηση περισσότερων από ένα.[101]
Επίσης η ρύθμιση της υγρασίας των εσωτερικών χώρων είναι αρκετά σημαντικός παράγοντας. Ο καθορισμός της υγρασίας σε επίπεδα 40%-60% βοηθάει στην μείωση της παραμονής των παθογόνων σταγονιδίων στο περιβάλλον για περισσότερο χρόνο.[101]
Οργανισμοί Δημόσιας Υγείας προτείνουν έναν υγιεινό τρόπο διατροφής, την γυμναστική και επαρκείς ώρες ξεκούρασης.[102]
Ενώ δεν υπάρχουν αρκετές ενδείξεις ότι η βιταμίνη D είναι μια αποτελεσματική θεραπεία για το COVID-19, υπάρχουν περιορισμένες ενδείξεις ότι η έλλειψη βιταμίνης D αυξάνει τον κίνδυνο σοβαρών συμπτωμάτων COVID-19.[103] Αυτό οδήγησε σε συστάσεις για άτομα με ανεπάρκεια βιταμίνης D, ώστε να λαμβάνουν συμπληρώματα βιταμίνης D, ως τρόπο μετριασμού του κινδύνου COVID-19 και άλλων προβλημάτων υγείας που εντείνονται λόγω της κοινωνικής αποστασιοποίησης.[104]
Μέχρις στιγμής δεν υπάρχει κάποια συγκεκριμένη, αποτελεσματική θεραπεία για την λοίμωξη COVID-19, που προκαλείται από τον SARS-CoV-2. Η αντιμετώπιση της λοίμωξης γίνεται ανάλογα με τα συμπτώματα που παρουσιάζονται, με υποστηρικτική φροντίδα για την ανακούφιση των συμπτωμάτων όπως ενυδάτωση, παροχή οξυγόνου, τοποθέτηση ασθενούς μπροστινή πλευρά του σώματος και το πρόσωπο στραμμένα προς τα κάτω, για την αντιμετώπιση του συνδρόμου οξείας αναπνευστικής δυσχέρειας, καθώς και την υποστήριξη των υπόλοιπων οργάνων όπως η λοίμωξη εξελίσσεται.[105][106]
Οι περισσότερες περιπτώσεις COVID-19 είναι ήπιες. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η υποστηρικτή φροντίδα περιλαμβάνει φάρμακα όπως παρακεταμόλη για την ανακούφιση των συμπτωμάτων όπως ο πυρετός, οι πόνοι στο σώμα, ο βήχας, την σωστή ενυδάτωση και την ανάπαυση,[107] καθώς και καλή προσωπική υγιεινή και υγιεινή διατροφή.[108]
Ασθενείς που η λοίμωξη εξελίσσεται πιο σοβαρά πιθανώς να χρειαστούν νοσηλεία σε νοσοκομείο. Σε άτομα με χαμηλά επίπεδα οξυγόνου συνιστάται η χρήση γλυκοκορτικοειδούς δεξαμεθαζόνης,[109] η οποία μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο θανάτου, όπως και η παροχή οξυγόνου είτε με απλή μάσκα παροχής, είτε μηχανικά με διασωλήνωση και εισαγωγή σε μονάδα εντατικής θεραπείας.[110]
Υπάρχουν αρκετές θεραπείες οι οποίες βρίσκονται στα στάδια κλινικών μελετών,[111] όμως παρά τη συνεχιζόμενη έρευνα, δεν υπάρχουν ακόμη αρκετά υψηλής ποιότητας στοιχεία που να προτείνουν τη λεγόμενη πρώιμη θεραπεία.[112] Υπήρξαν αρκετά φαρμακευτικά σκευάσματα τα οποία πιθανολογούσαν ότι μπορούσαν να βοηθήσουν στην εξέλιξη της ασθένειας COVID-19, όπως η υδροξυχλωροκίνη, η λοπιναβίρη/ριτοναβίρη, η ρεμντεσιβίρη και η ιβερμεκτίνη όμως στην συνέχεια αποδείχτηκαν αναποτελεσματικές ή ακόμα και επιβλαβείς.[111][113][114]
Ωστόσο, υπάρχουν θεραπείες που βασίζονται σε μονοκλωνικά αντισώματα και συνιστάται για χρήση στα πρώιμα στάδια της ασθένειας σε περιπτώσεις που πιστεύεται ότι διατρέχουν υψηλό κίνδυνο για σοβαρή επιδείνωση της λοίμωξης.[115] Ένα από τα φαρμακευτικά σκευάσματα μονοκλωνικών αντισωμάτων, σταμάτησαν από τον Οργανισμό Τροφίμων και Φαρμάκων των Ηνωμένων Πολιτειών, να διατίθενται ως αποκλειστική θεραπεία ενάντια στην COVID-19, λόγω των παραλλαγών που έχουν επικρατήσει και παρουσιάζουν πλέον μικρότερη αποτελεσματικότητα, ύστερα από αίτηση της εταιρείας Eli Lilly, η οποία τα παρήγαγε, στον αρμόδιο ρυθμιστικό οργανισμό.[116]
Μερικές πειραματικές θεραπείες περιλαμβάνουν την φλουοξετίνη, η οποία είναι μία φθηνή φαρμακευτική ουσία, που χρησιμοποιείται ευρέως σε αντικαταθλιπτικά σκευάσματα,[117] το αντιικό φάρμακό Μολνουπιραβίρη, το οποίο κατασκευάζεται από την Merck και εγκρίθηκε από το Ηνωμένο Βασίλειο[5] και η φαρμακευτική ουσία με κωδική ονομασία PF-07321332 η οποία βρίσκεται στο τελικό στάδιο των κλινικών δοκιμών από την Pfizer, η οποία υποστηρίζει ότι μειώνει την πρόγνωση σοβαρής νόσησης από την COVID-19 κατά 89%.[118]
Μελέτες κατέγραψαν τον αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης νέων παθήσεων ύστερα από την οξεία φάση της λοίμωξης COVID-19 οι οποίες παρατηρούνται λιγότερο συχνά σε άλλες ιογενείς ασθένειες. Παρόλο που άτομα μεγαλύτερης ηλικίας είχαν προϋπάρχουσες καταστάσεις και νεότεροι ενήλικες, ηλικίας μικρότερη των 50 ετών, είχαν επίσης αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης νέων παθήσεων που δεν προϋπήρχαν.[119]
Το 14% των ενήλικων, ηλικίας μικρότερης των 65 ετών, που είχαν μολυνθεί από τον SARS-CoV-2 και έφτασαν στην οξεία φάση της νόσου, εμφάνισαν τουλάχιστον έναν νέο τύπο πάθησης ύστερα από την ίαση, η οποία ήταν 4,95% υψηλότερη από άτομα που είχαν μολυνθεί από άλλου τύπου ιογενής νόσου του κατώτερου αναπνευστικού συστήματος. Πέρα από τον κίνδυνο εμφάνισης χρόνιας αναπνευστικής ανεπάρκειας, ύστερα από την οξεία φάση παρατηρούνται, καρδιακή αρρυθμία, υπερπηκτικότητα, εγκεφαλοπάθεια, νεφροπάθεια, δυσκολίες στην μνήμη, διαβήτη, ανωμαλίες του ήπατος, μυοκαρδίτιδα, άγχος και κόπωση.[119]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.