From Wikipedia, the free encyclopedia
Τα τρένα του Ολοκαυτώματος ήταν σιδηροδρομικές μεταφορές που διαχειριζόταν το εθνικό σιδηροδρομικό σύστημα Deutsche Reichsbahn (Γερμανικοί Κρατικοί Σιδηρόδρομοι) υπό τον έλεγχο της ναζιστικής Γερμανίας και των συμμάχων της, με σκοπό τη βίαιη απέλαση των Εβραίων, καθώς και άλλων θυμάτων του Ολοκαυτώματος, στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, καταναγκαστικής εργασίας και εξόντωσης.[1][2]
Τρένα του Ολοκαυτώματος | |
---|---|
Πολωνοεβραίοι φορτώνονται σε τρένα στο Umschlagplatz του Γκέτο της Βαρσοβίας, 1942. Η τοποθεσία διατηρείται σήμερα ως πολωνικό εθνικό μνημείο. | |
Επιχείρηση | |
Περίοδος | 1941-1944 |
Τοποθεσία | Ναζιστική Γερμανία, Γερμανοκρατούμενη Ευρώπη, χώρες του Άξονα στην Ευρώπη |
Θύματα κρατούμενοι | |
Προορισμός | Γκέτο διαμετακίνησης, ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας and στρατόπεδα εξόντωσης |
Η εξόντωση των ανθρώπων που στοχοποιήθηκαν στην «Τελική Λύση» εξαρτιόταν από δύο παράγοντες: την ικανότητα των στρατοπέδων θανάτου να σκοτώνουν με αέριο τα θύματα και να ξεφορτώνονται γρήγορα τα σώματά τους, καθώς και από την ικανότητα των σιδηροδρόμων να μεταφέρουν τα θύματα από τα ναζιστικά γκέτο σε στρατόπεδα εξόντωσης. Οι πιο σύγχρονοι ακριβείς αριθμοί στην κλίμακα της «Τελικής Λύσης» εξακολουθούν να βασίζονται εν μέρει στα αρχεία των γερμανικών σιδηροδρόμων, στα οποία καταγράφονταν οι αποστολές ανθρώπων στα στρατόπεδα συγκέντρωσης.[3][4]
Η πρώτη μαζική απέλαση Εβραίων από τη Ναζιστική Γερμανία, το Polenaktion, έγινε τον Οκτώβριο του 1938. Ήταν η βίαιη έξωση των Γερμανών Εβραίων με πολωνική υπηκοότητα που τροφοδοτήθηκε από τη Νύχτα των Κρυστάλλων. Περίπου 30.000 Εβραίοι συγκεντρώθηκαν και στάλθηκαν σιδηροδρομικώς σε προσφυγικούς καταυλισμούς.[5]
Σε διάφορες φάσεις του Ολοκαυτώματος, τα τρένα χρησιμοποιήθηκαν διαφορετικά. Αρχικά, χρησιμοποιήθηκαν για τη συγκέντρωση των εβραϊκών πληθυσμών στα γκέτο και συχνά για τη μεταφορά τους σε καταναγκαστική εργασία και σε γερμανικά στρατόπεδα συγκέντρωσης με σκοπό την οικονομική εκμετάλλευση τους.[9][10] Το 1939, για υλικοτεχνικούς λόγους, οι εβραϊκές κοινότητες σε οικισμούς χωρίς σιδηροδρομικές γραμμές στην κατεχόμενη Πολωνία διαλύθηκαν.[11] Μέχρι το τέλος του 1941, περίπου 3,5 εκατομμύρια Πολωνοεβραίοι είχαν διαχωριστεί και γκετοποιηθεί από τη Σούτσσταφφελ σε μια μαζική ενέργεια απέλασης που περιελάμβανε τη χρήση εμπορευματικών τρένων.[12] Τα μόνιμα γκέτο είχαν απευθείας σιδηροδρομικές συνδέσεις, επειδή η επισιτιστική βοήθεια (την οποία πλήρωναν οι ίδιοι οι Εβραίοι) εξαρτιόταν πλήρως από τη Σούτσσταφφελ, όπως σε όλα τα νεόκτιστα στρατόπεδα εργασίας. Στους Εβραίους απαγορεύτηκε νόμιμα να ψήνουν ψωμί.[13] Αποκλείστηκαν από το ευρύ κοινό σε εκατοντάδες εικονικά νησιά-φυλακές που ονομάζονταν Jüdische Wohnbezirke ή Wohngebiete der Juden. Ωστόσο, το νέο σύστημα ήταν μη βιώσιμο. Μέχρι το τέλος του 1941, οι περισσότεροι γκετοποιημένοι Εβραίοι δεν είχαν αποταμιεύσεις για να πληρώσουν τη Σούτσσταφφελ για περαιτέρω παραδόσεις τροφίμων. Το τέλμα επιλύθηκε στη Διάσκεψη της Βάνζεε στις 20 Ιανουαρίου 1942 κοντά στο Βερολίνο, όπου τέθηκε σε εφαρμογή η «Τελική Λύση του Εβραϊκού ζητήματος» (die Endlösung der Judenfrage). Ήταν ένας ευφημισμός που αναφερόταν στο ναζιστικό σχέδιο για την εξόντωση του εβραϊκού λαού.[14]
Κατά τη διάρκεια της εκκαθάρισης των γκέτο που ξεκίνησε το 1942, τα τρένα χρησιμοποιήθηκαν για τη μεταφορά των καταδικασμένων πληθυσμών στα στρατόπεδα εξόντωσης. Για να εφαρμόσουν την «Τελική Λύση», οι Ναζί έκαναν το δικό τους Deutsche Reichsbahn απαραίτητο στοιχείο της μηχανής μαζικής εξόντωσης, έγραψε ο ιστορικός Ράουλ Χίλμπεργκ.[10] Παρόλο που τα τρένα αιχμαλώτων χρησιμοποιούσαν πολύτιμο χώρο γραμμών, επέτρεψαν τη μαζική κλίμακα και συντόμευσαν τη διάρκεια κατά την οποία έπρεπε να πραγματοποιηθεί η εξόντωση. Η πλήρως κλειστή φύση των κλειδωμένων και χωρίς παράθυρα βαγονιών βοοειδών μείωσε σημαντικά τον αριθμό και την ικανότητα των στρατευμάτων που απαιτούνταν για τη μεταφορά των καταδικασμένων Εβραίων στους προορισμούς τους. Η χρήση των σιδηροδρόμων επέτρεψε στους Ναζί να πουν ψέματα για το «πρόγραμμα επανεγκατάστασης» και, ταυτόχρονα, να κατασκευάσουν και να λειτουργήσουν πιο αποτελεσματικές εγκαταστάσεις αερίων που απαιτούσαν περιορισμένη επίβλεψη.[15]
Οι Ναζί συγκάλυπταν την «Τελική Λύση» τους ως τη μαζική «επανακατάσταση στα ανατολικά». Είπαν ότι τα θύματα μεταφέρονταν σε στρατόπεδα εργασίας στο Ράιχσκομισσαριατ της Ουκρανίας. Στην πραγματικότητα, από το 1942 και μετά, για τους περισσότερους Εβραίους, οι απελάσεις σήμαιναν μόνο θάνατο είτε στο Μπέλζεκ, στο Χέλμνο, στο Σομπίμπουρ, στο Μαϊντάνεκ, στην Τρεμπλίνκα ή στο Άουσβιτς. Κάποια τρένα που είχαν ήδη μεταφέρει αγαθά στο ανατολικό μέτωπο κατά την επιστροφή τους μετέφεραν ανθρώπινο φορτίο με προορισμό τα στρατόπεδα εξόντωσης.[16] Το σχέδιο υλοποιούνταν με άκρα μυστικότητα. Στα τέλη του 1942, κατά τη διάρκεια μιας τηλεφωνικής συνομιλίας, ο ιδιωτικός γραμματέας του Χίτλερ, Μάρτιν Μπόρμαν νουθέτησε τον Χάινριχ Χίμλερ, ο οποίος τον ενημέρωνε για 50.000 Εβραίους που είχαν ήδη εξοντωθεί σε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης στην Πολωνία. «Δεν εξοντώθηκαν – ούρλιαξε ο Μπόρμαν – μόνο εκκενώθηκαν, εκκενώθηκαν, εκκενώθηκαν!» και χτύπησε το τηλέφωνο, έγραψε ο Ένγκελμπεργκ.[17]
Μετά τη Διάσκεψη της Βάνζεε του 1942, οι Ναζί άρχισαν να δολοφονούν τους Εβραίους σε μεγάλους αριθμούς σε νεόκτιστα στρατόπεδα θανάτου της Επιχείρησης Ράινχαρντ. Από το 1941, τα Einsatzgruppen, κινητές ομάδες εξόντωσης, διεξήγαγαν ήδη μαζικούς πυροβολισμούς Εβραίων στην Ανατολική Ευρώπη.[18] Οι Εβραίοι της Δυτικής Ευρώπης είτε εκτοπίστηκαν σε γκέτο που εκκενώθηκαν μέσω μαζικών δολοφονιών, όπως η σφαγή της Ρούμπουλα των κατοίκων του Γκέτο της Ρίγας, είτε στάλθηκαν απευθείας στην Τρεμπλίνκα, στο Μπέλζεκ και στο Σομπίμπουρ, στρατόπεδα εξόντωσης που χτίστηκαν την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1942 μόνο για εξόντωση με αέριο. Οι θάλαμοι αερίων του Άουσβιτς II Μπίρκεναου άρχισαν να λειτουργούν τον Μάρτιο. Το τελευταίο στρατόπεδο θανάτου, το Μαϊντάνεκ, άρχισε να τα λειτουργεί στα τέλη του 1942.[19]
Στη Βάνζεε, η Σούτσσταφφελ εκτίμησε ότι η «Τελική Λύση» θα μπορούσε τελικά να εξαλείψει έως και 11 εκατομμύρια Ευρωπαίους Εβραίους. Οι Ναζί σχεδιαστές οραματίστηκαν τη συμπερίληψη των Εβραίων που ζούσαν σε ουδέτερες και μη κατεχόμενες χώρες, όπως η Ιρλανδία, η Σουηδία, η Τουρκία και το Ηνωμένο Βασίλειο. Οι απελάσεις αυτής της κλίμακας απαιτούσαν τον συντονισμό πολλών γερμανικών κυβερνητικών υπουργείων και κρατικών οργανισμών, συμπεριλαμβανομένων του Κεντρικού Γραφείου Ασφαλείας του Ράιχ (ΚΓΑΡ), του Υπουργείου Μεταφορών του Ράιχ και του Υπουργείου Εξωτερικών του Ράιχ. Το ΚΓΑΡ συντόνισε και διηύθυνε τις απελάσεις, το Υπουργείο Μεταφορών οργάνωσε δρομολόγια τρένων και το Υπουργείου Εξωτερικών διαπραγματεύτηκε με τα συμμαχικά με τη Γερμανία κράτη και τους σιδηροδρόμους τους για την «προώθηση» των δικών τους Εβραίων.[20]
Τα πρώτα τρένα με Γερμανούς Εβραίους που εκδιώχθηκαν σε γκέτο στην κατεχόμενη Πολωνία άρχισαν να αναχωρούν από την κεντρική Γερμανία στις 16 Οκτωβρίου 1941.[21] Ονομάζονταν Sonderzüge (ειδικά τρένα),[22] είχαν χαμηλή προτεραιότητα για την κίνηση και θα προχωρούσαν στην κύρια γραμμή μόνο αφού περνούσαν όλες οι άλλες μεταφορές, παρατείνοντας αναπόφευκτα τον χρόνο μεταφοράς πέρα από τις προσδοκίες.[22]
Τα τρένα αποτελούνταν από σετ είτε επιβατικών βαγονιών τρίτης θέσης,[23] αλλά κυρίως φορτηγά βαγόνια ή βαγόνια βοοειδών ή και τα δύο, με τα τελευταία να είναι γεμάτα με έως και 150 εκτοπισμένους, αν και 50 ήταν ο αριθμός που πρότειναν οι κανονισμοί της Σούτσσταφφελ. Δεν παρασχέθηκε φαγητό ή νερό. Τα βαγόνια Güterwagen είχαν μόνο μια ένα κουβά για αποχωρητήριο. Ένα μικρό παράθυρο με κάγκελα παρείχε ακανόνιστο αερισμό, ο οποίος συχνά οδηγούσε σε πολλαπλούς θανάτους είτε από ασφυξία είτε από έκθεση στα στοιχεία.[24]
Κατά καιρούς, οι Γερμανοί δεν είχαν αρκετά γεμάτα βαγόνια έτοιμα για να ξεκινήσουν μια μεγάλη αποστολή Εβραίων στα στρατόπεδα, έτσι τα θύματα κρατιούνταν κλειδωμένα μέσα για όλη τη νύχτα σε αυλές. Τα τρένα του Ολοκαυτώματος περίμεναν επίσης να περάσουν στρατιωτικά τρένα.[24] Μια μέση μεταφορά χρειαζόταν περίπου τέσσερις ημέρες. Η μεγαλύτερη μεταφορά του πολέμου, από την Κέρκυρα, κράτησε 18 ημέρες. Όταν το τρένο έφτασε στο στρατόπεδο και οι πόρτες άνοιξαν, όλοι ήταν ήδη νεκροί.
Η Σούτσσταφφελ έχτισε τρία στρατόπεδα εξόντωσης στην κατεχόμενη Πολωνία ειδικά για την Επιχείρηση Ράινχαρντ: Μπέλζεκ, Σομπίμπουρ και Τρεμπλίνκα. Τους είχαν τοποθετήσει πανομοιότυπες εγκαταστάσεις μαζικής δολοφονίας μεταμφιεσμένες σε κοινόχρηστα ντους.[26] Επιπλέον, οι θάλαμοι αερίων αναπτύχθηκαν το 1942 στο στρατόπεδο εξόντωσης Μαϊντάνεκ[26] και στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Άουσβιτς.[26][27] Στην κατεχόμενη από τη Γερμανία ΕΣΣΔ, στο στρατόπεδο εξόντωσης Μάλυ Τρoστενιέτς, χρησιμοποιήθηκαν πυροβολισμοί για να σκοτώνουν θύματα στο δάσος.[28] Στο στρατόπεδο εξόντωσης Χέλμνο, τα θύματα σκοτώθηκαν σε φορτηγά αερίων, των οποίων η ανακατευθυνόμενη εξάτμιση τροφοδοτήθηκε σε σφραγισμένους χώρους στο πίσω μέρος του οχήματος. Αυτά χρησιμοποιήθηκαν και στο Μάλυ Τρoστενιέτς.[29] Κανένα από αυτά τα δύο στρατόπεδα δεν είχε διεθνείς σιδηροδρομικές συνδέσεις. Ως εκ τούτου, τα τρένα σταματούσαν στα κοντινά Γκέτο του Λοτζ και Γκέτο του Μινσκ, αντίστοιχα.[30] Από εκεί οι αιχμάλωτοι μεταφέροντνα με φορτηγά.[30][31] Στην Τρεμπλίνκα, στο Μπέλζεκ και στο Σομπίμπουρ, ο μηχανισμός εξόντωσης αποτελούταν από έναν μεγάλο κινητήρα εσωτερικής καύσης που έστελνε τα καυσαέρια στους θαλάμους αερίων μέσω σωλήνων.[32] Στο Άουσβιτς και στο Μαϊντάνεκ, οι θάλαμοι αερίων βασίζονταν σε σφαιρίδια υδροκυανίου Zyklon B, που χύνονταν μέσω των αεραγωγών στην οροφή από δοχεία σφραγισμένα ερμητικά.[32][33]
Μόλις έβγαιναν από τα μέσα μεταφοράς, οι κρατούμενοι χωρίζονταν ανά κατηγορία. Οι γέροι, οι νέοι, οι άρρωστοι και οι ανάπηροι μερικές φορές χωρίζονταν για άμεση εξόντωση με πυροβολισμό, ενώ οι υπόλοιποι προετοιμάζονταν για τους θαλάμους αερίων. Σε μια εργάσιμη ημέρα 14 ωρών, 12.000 έως 15.000[34] άνθρωποι σκοτώνονταν σε οποιοδήποτε από αυτά τα στρατόπεδα.[32][35] Η χωρητικότητα των κρεματορίων στο Μπίρκεναου ήταν 20.000 πτώματα την ημέρα.[33][36]
Το τυπικό μέσο μεταφοράς ήταν ένα 10μετρο φορτηγό βαγόνι, αν και επιβατικά βαγόνια τρίτης θέσης χρησιμοποιήθηκαν επίσης όταν η Σούτσσταφφελ ήθελε να διατηρήσει τον μύθο της «επανεγκατάστασης για εργασία στην Ανατολή», ιδιαίτερα στην Ολλανδία και στο Βέλγιο. Το εγχειρίδιο της Σούτσσταφφελ κάλυπτε τέτοια τρένα, προτείνοντας χωρητικότητα 2.500 ατόμων σε 50 βαγόνια για κάθε ομάδα αμαξοστοιχίας, κάθε βαγόνι φορτωμένο με 50 κρατούμενους. Στην πραγματικότητα, ωστόσο, τα βαγόνια φορτώνονταν συνήθως στο 200% της χωρητικότητας, ή 100 άτομα ανά βαγόνι.[37] Αυτό είχε ως αποτέλεσμα κατά μέσο όρο 5.000 άτομα ανά σύνολο τρένων. Συγκεκριμένα, κατά τη μαζική απέλαση των Εβραίων από το Γκέτο της Βαρσοβίας στην Τρεμπλίνκα το 1942, τα τρένα μετέφεραν έως και 7.000 θύματα το καθένα.[38]
Συνολικά, πάνω από 1.600 τρένα οργανώθηκαν από το Υπουργείο Μεταφορών του Ράιχ και καταγράφηκαν κυρίως από την πολωνική κρατική εταιρεία σιδηροδρόμων που εξαγοράστηκε από τη Γερμανία, λόγω της πλειονότητας των στρατοπέδων θανάτου που βρίσκονταν στην κατεχόμενη Πολωνία.[39] Μεταξύ 1941 και Δεκεμβρίου 1944, της επίσημης ημερομηνίας κλεισίματος του συγκροτήματος Άουσβιτς-Μπίρκεναου, το χρονοδιάγραμμα μεταφοράς/αφίξεων ήταν 1,5 τρένα την ημέρα: 50 φορτηγά βαγόνια × 50 κρατούμενοι ανά φορτηγό βαγόνι × 1.066 ημέρες = ~ 4.000 κρατούμενοι συνολικά.[17]
Στις 20 Ιανουαρίου 1943, ο Χάινριχ Χίμλερ έστειλε μια επιστολή στον Άλμπερτ Γκάνσενμυλερ, Υφυπουργό Εξωτερικών στο Υπουργείο Μεταφορών του Ράιχ, ζητώντας: «χρειάζομαι τη βοήθεια και την υποστήριξή σας. Αν θέλω να τελειώσω γρήγορα τα πράγματα, πρέπει να έχω περισσότερα τρένα».[40] Από τα εκτιμώμενα 6 εκατομμύρια Εβραίους που εξοντώθηκαν κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, 2 εκατομμύρια δολοφονήθηκαν επί τόπου από τον στρατό, τα τάγματα των Waffen-SS, τα τάγματα Αστυνομίας Τάξης και τις κινητές μονάδες εξόντωσης Einsatzgruppen, με τη βοήθεια και της τοπικής βοηθητικής αστυνομίας. Οι υπόλοιποι μεταφέρονταν αλλού για εξόντωση.
Οι περισσότεροι από τους Εβραίους αναγκάστηκαν να πληρώσουν μόνοι τους για τις απελάσεις τους, ιδιαίτερα όπου χρησιμοποιήθηκαν επιβατικές άμαξες. Αυτή η πληρωμή ήρθε με τη μορφή άμεσης κατάθεσης χρημάτων στην Σούτσσταφφελ υπό το φως του μύθου της «επανεγκατάστασης για εργασία στην Ανατολή». Οι ενήλικες Εβραίοι χρεώνονταν στα γκέτο για τη διαμονή και πλήρωναν εισιτήρια απλής μετάβασης πλήρους τιμής, ενώ τα παιδιά ηλικίας κάτω των 10-12 ετών πλήρωναν τη μισή τιμή και τα άτομα κάτω των τεσσάρων πήγαιναν δωρεάν. Οι Εβραίοι που είχαν ξεμείνει από χρήματα ήταν οι πρώτοι που απελάσονταν.[1]
Η Σούτσσταφφελ προωθούσε μέρος αυτών των χρημάτων στη Γερμανική Αρχή Μεταφορών για να πληρώσουν τους Γερμανικούς Σιδηροδρόμους για τη μεταφορά των Εβραίων. Οι Γερμανικοί Κρατικοί Σιδηρόδρομοι πληρώνονταν το ισοδύναμο ενός σιδηροδρομικού εισιτηρίου τρίτης θέσης για κάθε κρατούμενο που μεταφέρθηκε στον προορισμό του/της: 8.000.000 επιβάτες, 4 Πφένιχ ανά χιλιόμετρο τροχιάς, επί 600 χλμ. (μέση διάρκεια ταξιδιού), ισοδυναμούσε με 240 εκατομμύρια Ράιχσμαρκ.[22]
Οι Γερμανικοί Κρατικοί Σιδηρόδρομοι τσέπωνων τόσο αυτά τα χρήματα όσο και το δικό τους μερίδιο από τα μετρητά που πλήρωσαν οι μεταφερόμενοι Εβραίοι μετά τα τέλη της Σούτσσταφφελ. Σύμφωνα με μια έκθεση εμπειρογνωμόνων που δημιουργήθηκε για λογαριασμό του γερμανικού έργου «Τρένο της Μνήμης», οι εισπράξεις από την κρατική Deutsche Reichsbahn για μαζικές απελάσεις κατά την περίοδο μεταξύ 1938 και 1945 έφτασαν το ποσό των 664.525.820,34 δολαρίων ΗΠΑ.[41]
Τροφοδοτούμενα κυρίως από αποδοτικές ατμομηχανές, τα τρένα του Ολοκαυτώματος διατηρήθηκαν σε μέγιστο 55 φορτηγά βαγόνια κατά μέσο όρο, με χωρητικότητα από 150% έως 200%.[17] Η συμμετοχή των Γερμανικών Κρατικών Σιδηροδρόμων (Deutsche Reichsbahn) ήταν καθοριστική για την αποτελεσματική εφαρμογή της «Τελικής Λύσης του Εβραϊκού Ζητήματος». Οι Γερμανικοί Κρατικοί Σιδηρόδρομοι πληρώθηκαν για να μεταφέρουν Εβραίους και άλλα θύματα του Ολοκαυτώματος από χιλιάδες πόλεις σε όλη την Ευρώπη για να αντιμετωπίσουν τον θάνατό τους στο σύστημα των ναζιστικών στρατοπέδων συγκέντρωσης.[17]
Εκτός από τη μεταφορά των Γερμανών Εβραίων, οι Γερμανικοί Κρατικοί Σιδηρόδρομοι ήταν υπεύθυνοι για τον συντονισμό των μεταφορών στα σιδηροδρομικά δίκτυα των κατεχόμενων εδαφών και των συμμάχων της Γερμανίας. Τα χαρακτηριστικά της οργανωμένης συγκέντρωσης και μεταφοράς των θυμάτων του Ολοκαυτώματος ποικίλλουν ανά χώρα.
Μετά την εισβολή της Γερμανίας στο Βέλγιο στις 10 Μαΐου 1940, όλοι οι Εβραίοι αναγκάστηκαν να εγγραφούν στην αστυνομία από τις 28 Οκτωβρίου 1940. Οι κατάλογοι επέτρεψαν στο Βέλγιο να γίνει η πρώτη χώρα στην κατεχόμενη Δυτική Ευρώπη που απέλασε πρόσφατα μετανάστες Εβραίους.[43] Η εφαρμογή της «Τελικής Λύσης» στο Βέλγιο επικεντρώθηκε στο στρατόπεδο διέλευσης Μέχελεν, το οποίο επιλέχθηκε επειδή ήταν ο κόμβος του βελγικού εθνικού σιδηροδρομικού συστήματος.[43] Ο πρώτος συρμός έφυγε από το Μέχελεν για τα στρατόπεδα εξόντωσης στις 22 Ιουλίου 1942, αν και σχεδόν 2.250 Εβραίοι είχαν ήδη απελαθεί ως καταναγκαστικοί εργάτες για την Οργάνωση Τοτ στη Βόρεια Γαλλία.[44] Μέχρι τον Οκτώβριο του 1942, περίπου 16.600 άνθρωποι είχαν απελαθεί σε 17 δρομολόγια. Εκείνη την εποχή, οι απελάσεις σταμάτησαν προσωρινά μέχρι τον Ιανουάριο του 1943.[45][46] Όσοι απελάθηκαν στο πρώτο κύμα δεν ήταν Βέλγοι πολίτες, ως αποτέλεσμα της παρέμβασης της Βασίλισσας Ελισάβετ στις γερμανικές αρχές.[45] Το 1943 επαναλήφθηκαν οι απελάσεις Βέλγων.
Τον Σεπτέμβριο, Εβραίοι με βελγική υπηκοότητα απελάθηκαν για πρώτη φορά.[45] Μετά τον πόλεμο, ο δοσίλογος Φέλιξ Λάουτερμπορν, δήλωσε στη δίκη του ότι το 80% των συλλήψεων στην Αμβέρσα χρησιμοποιούσαν πληροφορίες από πληρωμένους πληροφοριοδότες.[47] Συνολικά, 6.000 Εβραίοι απελάθηκαν το 1943, ενώ άλλοι 2.700 το 1944. Οι μεταφορές σταμάτησαν λόγω της επιδείνωσης της κατάστασης στο κατεχόμενο Βέλγιο πριν από την απελευθέρωση.[48]
Τα ποσοστά των Εβραίων που απελάθηκαν διέφεραν ανάλογα με την τοποθεσία. Ήταν υψηλότερο στην Αμβέρσα, με 67% απελάσεις, αλλά χαμηλότερο στις Βρυξέλλες (37%), στη Λιέγη (35%) και στο Σαρλερουά (42%).[49] Ο κύριος προορισμός των δρομολογίων ήταν το στρατόπεδο συγκέντρωσης του Άουσβιτς στην κατεχόμενη Πολωνία. Μικρότεροι αριθμοί στάλθηκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης Μπούχενβαλντ και Ράβενσμπρικ, καθώς και στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Βιτέλ στη Γαλλία. [48] Συνολικά, 25.437 Εβραίοι απελάθηκαν από το Βέλγιο.[48] Μόνο 1.207 από αυτούς επέζησαν του πολέμου.[50]
Η μόνη φορά κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου που ένα τρένο του Ολοκαυτώματος που μετέφερε Εβραίους εκτοπισμένους από τη Δυτική Ευρώπη σταμάτησε από το υπόγειο κίνημα αντίστασης συνέβη στις 19 Απριλίου 1943, όταν η Μεταφορά No.20 με 1.631 Εβραίους αναχώρησε από το Μέχελεν, ο οδηγός σταμάτησε το τρένο αφού είδε ένα κόκκινο φανάρι έκτακτης ανάγκης, που έβαλαν οι Βέλγοι. Μετά από μια σύντομη πυρομαχία μεταξύ των ναζιστών φρουρών του τρένου και των τριών αντιστασιακών – εξοπλισμένων μόνο με ένα πιστόλι ανάμεσά τους – το τρένο ξεκίνησε ξανά. Από τα 233 άτομα που επιχείρησαν να διαφύγουν, 26 πυροβολήθηκαν επί τόπου, 89 συνελήφθησαν και 118 διέφυγαν.
Η Τσεχοσλοβακία προσαρτήθηκε από τη Ναζιστική Γερμανία το 1939. Στο πλαίσιο του νέου εθνο-τσεχικού Προτεκτοράτου Βοημίας και Μοραβίας οι Κρατικοί Σιδηρόδρομοι Τσεχοσλοβακίας (ČSD) ανελήφθησαν από το Reichsbann και στη θέση του ιδρύθηκε η νέα γερμανική σιδηροδρομική εταιρεία Böhmisch-Mährische Bahn (BMB).[51] Τα τρία τέταρτα των Εβραίων της Βοημίας και της Μοραβίας δολοφονήθηκαν στο Ολοκαύτωμα,[52] από τους οποίους 33.000 πέθαναν στο Γκέτο του Τερέζιενσταντ.[53] Οι υπόλοιποι μεταφέρθηκαν με τρένα του Ολοκαυτώματος από το Τερέζιενσταντ κυρίως στο Άουσβιτς-Μπίρκεναου. Το τελευταίο τρένο για το Μπιρκενάου έφυγε από το Τερέζιενσταντ στις 28 Οκτωβρίου 1944 με 2.038 Εβραίους ,από τους οποίους 1.589 εξοντώθηκαν αμέσως με αέρια.[54]
Η Βουλγαρία εντάχθηκε στις Δυνάμεις του Άξονα τον Μάρτιο του 1941 και συμμετείχε στην εισβολή στη Γιουγκοσλαβία και την Ελλάδα.[55] Η βουλγαρική κυβέρνηση δημιούργησε στρατόπεδα διέλευσης στα Σκόπια, στο Μπλαγκόεβγκραντ και στην Ντούπνιτσα για τους Εβραίους από την πρώην σερβική επαρχία Μπανόβινα του Βαρδάρη και Θράκη (σημερινή Βόρεια Μακεδονία και Ελλάδα).[55] Οι «εκτοπίσεις στα ανατολικά» 13.000 κρατουμένων,[56] κυρίως στο στρατόπεδο εξόντωσης Τρεμπλίνκα ξεκίνησαν στις 22 Φεβρουαρίου 1943, κυρίως με επιβατικά αυτοκίνητα.[57] Σε τέσσερις ημέρες, περίπου 20 συρμοί αναχώρησαν κάτω από συνθήκες υπερβολικού συνωστισμού προς την κατεχόμενη Πολωνία, απαιτώντας κάθε τρένο να σταματά καθημερινά για να πετάει τα πτώματα των Εβραίων που είχαν πεθάνει τις προηγούμενες 24 ώρες.[40] Τον Μάιο του 1943, η βουλγαρική κυβέρνηση με επικεφαλής τον Βασιλιά Βόρις Γ΄ έδιωξε 20.000 Εβραίους από τη Σόφια και ταυτόχρονα, έκανε σχέδια να απελάσει τους Εβραίους της Βουλγαρίας στα στρατόπεδα, σύμφωνα με συμφωνία με τη Γερμανία.[57] Ένα τρένο του Ολοκαυτώματος από τη Θράκη είδε ο Μητροπολίτης Σόφιας Στέφανος Α΄, ο οποίος σοκαρίστηκε με αυτό που είδε.[58] Τελικά οι Εβραίοι της Βουλγαρίας δεν απελάθηκαν.[58]
Η γαλλική εθνική εταιρεία σιδηροδρόμων SNCF υπό τη Γαλλία του Βισύ έπαιξε τον ρόλο της στην «Τελική Λύση». Συνολικά, η κυβέρνηση του Βισύ απέλασε περισσότερους από 76.000 Εβραίους,[59] χωρίς τροφή και νερό (μάταια τους παρακαλούσε ο Ερυθρός Σταυρός),[59] καθώς και χιλιάδες άλλους λεγόμενους ανεπιθύμητους σε γερμανικής κατασκευής στρατόπεδα συγκέντρωσης και εξόντωσης με τα τρένα του Ολοκαυτώματος, σύμφωνα με συμφωνία με τη γερμανική κυβέρνηση. Λιγότερο από το 3% επέζησε από τις απελάσεις.[60][61] Σύμφωνα με τον Σερζ Κλαρσφέλντ, πρόεδρο της οργάνωσης Γιοι και Κόρες Εβραίων Εκτοπισμένων από τη Γαλλία, η SNCF αναγκάστηκε από τις γερμανικές αρχές και τις αρχές του Βισύ να συνεργαστεί για την παροχή μεταφοράς για τους Γάλλους Εβραίους στα σύνορα και δεν είχε κανένα κέρδος από αυτή τη μεταφορά.[62] Ωστόσο, τον Δεκέμβριο του 2014, η SNCF συμφώνησε να καταβάλει αποζημίωση αξίας έως και 60 εκατομμυρίων δολαρίων σε επιζώντες του Ολοκαυτώματος στις Ηνωμένες Πολιτείες.[63] Αντιστοιχεί σε περίπου 100.000 $ ανά επιζώντα.[64]
Το στρατόπεδο κράτησης Ντρανσί χρησίμευσε ως ο κύριος κόμβος μεταφοράς για την περιοχή του Παρισιού και τις περιοχές δυτικά και νότια αυτής μέχρι τον Αύγουστο του 1944, υπό τη διοίκηση του Άλοϊς Μπρούνερ από την Αυστρία.[65] Μέχρι τις 3 Φεβρουαρίου 1944, 67 τρένα είχαν αναχωρήσει από εκεί για το Μπίρκεναου.[54] Το στρατόπεδο εγκλεισμού Βιττέλ εξυπηρετούσε τα βορειοανατολικά, πιο κοντά στα γερμανικά σύνορα από όπου όλες οι μεταφορές αναλαμβάνονταν από Γερμανούς πράκτορες. Μέχρι τις 23 Ιουνίου 1943, 50.000 Εβραίοι είχαν απελαθεί από τη Γαλλία, ρυθμός που οι Γερμανοί θεώρησαν πολύ αργό.[66] Το τελευταίο τρένο από τη Γαλλία έφυγε από το Ντρανσί στις 31 Ιουλίου 1944 με περισσότερα από 300 παιδιά.[54]
Στην Ελβετία δεν έγινε εισβολή επειδή οι ορεινές της γέφυρες και οι σήραγγες μεταξύ Γερμανίας και Ιταλίας ήταν πολύ ζωτικής σημασίας για να μπουν σε πόλεμο,[67] ενώ οι ελβετικές τράπεζες παρείχαν την απαραίτητη πρόσβαση στις διεθνείς αγορές ανταλλάσσοντας κλοπιμαίο χρυσό.[68] Σύμφωνα με τρεις ανώνυμους αυτόπτες μάρτυρες, η ελβετική κυβέρνηση επέτρεψε στα τρένα του Ολοκαυτώματος (που γνώριζαν για αυτά από το 1942) να χρησιμοποιούν τη Σήραγγα Γκότχαρντ στο δρόμο προς τα στρατόπεδα.[69] Οι περισσότερες πολεμικές προμήθειες στην Ιταλία αποστέλλονταν μέσω του αυστριακού Περάσματος Μπρένερ.
Υπάρχουν ουσιαστικές ενδείξεις ότι αυτές οι αποστολές περιελάμβαναν Ιταλούς εργάτες καταναγκαστικής εργασίας και φορτία Εβραίων το 1944 κατά τη γερμανική ατοχή της βόρειας Ιταλίας, [70] όταν ένα γερμανικό τρένο περνούσε από την Ελβετία κάθε 10 λεπτά. Η ανάγκη για τη σήραγγα περιπλέχθηκε από τη βρετανική Βασιλική Πολεμική Αεροπορία που βομβάρδισε και διέκοψε τις υπηρεσίες μέσω του Περάσματος Μπρένερ, καθώς και μια έντονη χιονόπτωση το χειμώνα του 1944–45.[71] Από τα 43 τρένα που μπορούσαν να εντοπιστούν από την Επιτροπή Μπερζιέ του 1996, 39 πήγαν μέσω Αυστρίας (Μπρένερ, Ταρβίζιο), και 1 μέσω Γαλλίας (Βεντιμίλια - Νίκαια). Η επιτροπή δεν μπόρεσε να βρει κανένα στοιχείο ότι οι άλλοι τρεις πέρασαν από την Ελβετία. Είναι πιθανό τα τρένα να μετέφεραν αντιφρονούντες από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Ξεκινώντας το 1944, ορισμένα τρένα επαναπατρισμού πέρασαν επίσημα από την Ελβετία, οργανωμένα από τον Ερυθρό Σταυρό.[67][72]
Μετά την γερμανική εισβολή, η Ελλάδα μοιράστηκε μεταξύ των ιταλικών, βουλγαρικών και γερμανικών ζωνών κατοχής μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1943. Οι περισσότεροι Έλληνες Εβραίοι ζούσαν στη Θεσσαλονίκη που κυβερνούσε η Γερμανία, όπου δημιουργήθηκε το στρατόπεδο συλλογής για τους Εβραίους επίσης από την Αθήνα και τα ελληνικά νησιά. Από εκεί 45.000–50.000 Εβραίοι στάλθηκαν στο Άουσβιτς-Μπίρκεναου μεταξύ Μαρτίου και Αυγούστου 1943, στριμωγμένοι 80 σε ένα βαγόνι. Υπήρχαν επίσης 13.000 Έλληνες Εβραίοι στην Ιταλία και 4.000 Εβραίοι στη βουλγαρική ζώνη κατοχής. Τον Σεπτέμβριο του 1943, η ιταλική ζώνη καταλήφθηκε από το Τρίτο Ράιχ.
Συνολικά, περίπου 60.000–65.000 Έλληνες Εβραίοι απελάθηκαν με τρένα του Ολοκαυτώματος από τη Σούτσσταφφελ στο Άουσβιτς, στο Μαϊντάνεκ, στο Νταχάου και στα υποστρατόπεδα του Μαουτχάουζεν πριν από το τέλος του πολέμου,[73][74] συμπεριλαμβανομένου του 90% του προπολεμικού πληθυσμού της Θεσσαλονίκης των 50.000 Εβραίων. Από αυτούς, 5.000 Εβραίοι απελάθηκαν στην Τρεμπλίνκα από τις περιοχές της Θράκης και από τη Μακεδονία στο βουλγαρικό μερίδιο της διαμελισμένης Ελλάδας, όπου εξοντώθηκαν με αέριο κατά την άφιξή τους.[74][75]
Η δημοφιλής άποψη ότι ο Μπενίτο Μουσολίνι αντιστάθηκε στην απέλαση των Ιταλών Εβραίων στη Γερμανία θεωρείται ευρέως ως απλοϊκή από τους Εβραίους μελετητές,[76] επειδή η ιταλική εβραϊκή κοινότητα των 47.000 αποτελούσε τους πιο αφομοιωμένους Εβραίους στην Ευρώπη.[77] Περίπου ένας στους τρεις Εβραίους άνδρες ήταν μέλη του Φασιστικού Κόμματος πριν ξεκινήσει ο πόλεμος. Περισσότεροι από 10.000 Εβραίοι συνήθιζαν να κρύβουν την ταυτότητά τους,[77] επειδή ο αντισημιτισμός ήταν μέρος του ίδιου του ιδανικού της italianità, έγραψε ο Βίλεϊ Φάινσταϊν.[78]
Το Ολοκαύτωμα ήρθε στην Ιταλία τον Σεπτέμβριο του 1943 μετά την κατάκτηση της χώρας από τη Γερμανία λόγω της ολικής συνθηκολόγησης της στο Κασίμπιλε.[78] Μέχρι τον Φεβρουάριο του 1944, οι Γερμανοί έστειλαν 8.000 Εβραίους στο Άουσβιτς-Μπίρκεναου μέσω Αυστρίας και Ελβετίας,[79] αν και περισσότερα από τα μισά θύματα που συνελήφθησαν και απελάθηκαν από τη βόρεια Ιταλία συνελήφθησαν από την ιταλική αστυνομία και όχι από τους Ναζί.[76] Επίσης, μεταξύ Σεπτεμβρίου 1943 και Απριλίου 1944, τουλάχιστον 23.000 Ιταλοί στρατιώτες εκτοπίστηκαν για να εργαστούν ως σκλάβοι στη γερμανική πολεμική βιομηχανία, ενώ πάνω από 10.000 αντάρτες αιχμαλωτίστηκαν και απελάθηκαν την ίδια περίοδο στο Μπίρκεναου. Μέχρι το 1944, υπήρχαν πάνω από μισό εκατομμύριο Ιταλοί που εργάζονταν προς όφελος της γερμανικής πολεμικής μηχανής.[71]
Η Νορβηγία παραδόθηκε στη Ναζιστική Γερμανία στις 10 Ιουνίου 1940. Εκείνη την εποχή, ζούσαν 1.700 Εβραίοι στη Νορβηγία. Περίπου οι μισοί από αυτούς διέφυγαν στην ουδέτερη Σουηδία. Οι συγκεντρώσεις Εβραίων από τη Σούτσσταφφελ ξεκίνησαν το φθινόπωρο του 1942, με την υποστήριξη της νορβηγικής αστυνομίας. Στα τέλη Νοεμβρίου 1942, όλοι οι Εβραίοι του Όσλο, συμπεριλαμβανομένων γυναικών και παιδιών, μπήκαν σε ένα πλοίο που επιτάχθηκε από το καθεστώς Κουίσλιγκ και μεταφέρθηκαν στο Αμβούργο της Γερμανίας. Από εκεί, απελάθηκαν στο Άουσβιτς-Μπίρκεναου με τρένο. Συνολικά, 770 Νορβηγοί Εβραίοι στάλθηκαν με πλοίο στη Γερμανία μεταξύ 1940 και 1945. Μόνο 2 δωδεκάδες επέζησαν.[80]
Η Ολλανδία έπεσε υπό γερμανικό στρατιωτικό έλεγχο στις 10 Μαΐου 1940. Η κοινότητα των γηγενών Ολλανδών Εβραίων, συμπεριλαμβανομένων των νέων Εβραίων προσφύγων από τη Γερμανία και την Αυστρία, υπολογίστηκε σε 140.000.[81] Οι περισσότεροι ιθαγενείς συγκεντρώθηκαν στο Γκέτο του Άμστερνταμ προτού μεταφερθούν στο στρατόπεδο διέλευσης Βέστερμπορκ στα βορειοανατολικά, κοντά στα γερμανικά σύνορα. Οι απελαθέντες για «επανεγκατάσταση» που έφευγαν στα επιβατικά και εμπορευματικά τρένα της NS δεν γνώριζαν τον τελικό προορισμό ή τη μοίρα τους.
Οι περισσότεροι από τους περίπου 100.000 Εβραίους που στάλθηκαν στο Βέστερμπορκ χάθηκαν.[82] Μεταξύ Ιουλίου 1942 και Σεπτεμβρίου 1944 σχεδόν κάθε Τρίτη ένα τρένο έφευγε για τα στρατόπεδα εξόντωσης Άουσβιτς-Μπίρκεναου και Σομπίμπουρ ή Μπέργκεν-Μπέλζεν και Τερέζιενσταντ, με 94 εξερχόμενα τρένα. Περίπου 60.000 κρατούμενοι στάλθηκαν στο Άουσβιτς και 34.000 στο Σομπίμπουρ.[73][83] Κατά την απελευθέρωση, περίπου 870 Εβραίοι παρέμειναν στο Βέστερμπορκ. Μόνο 5.200 εκτοπισμένοι επέζησαν, οι περισσότεροι από αυτούς στο Τερέζιενσταντ, περίπου 1.980 επιζώντες, ή στο Μπέργκεν-Μπέλζεν, περίπου 2.050 επιζώντες. Από εκείνους στα 68 δρομολόγια μέσα στο Άουσβιτς επέστρεψαν 1.052 άτομα, συμπεριλαμβανομένων 181 από τα 3.450 άτομα που μεταφέρθηκαν από 18 από τα τρένα στο Κόζελ. Υπήρχαν 18 επιζώντες από περίπου 1.000 ανθρώπους που επιλέχθηκαν από τα 19 τρένα για το Σομπίμπουρ, ενώ οι υπόλοιποι δολοφονήθηκαν κατά την άφιξη. Για την Ολλανδία, το συνολικό ποσοστό επιβίωσης μεταξύ των Εβραίων που επιβιβάστηκαν στα τρένα για όλα τα στρατόπεδα ήταν 4,86%.[84][85] Στις 29 Σεπτεμβρίου 2005, η ολλανδική εθνική σιδηροδρομική εταιρεία Nederlandse Spoorwegen (NS) ζήτησε συγγνώμη για τον ρόλο της στην απέλαση των Εβραίων στα στρατόπεδα θανάτου.[86]
Υπό τον ουγγρικό έλεγχο, ο αριθμός των Εβραίων αυξήθηκε σε 725.007 επίσημα μέχρι το 1941. Περίπου 184.453 από αυτούς ζούσαν στη Βουδαπέστη.[87] Ενώ βρισκόταν σε συμμαχία με τη ναζιστική Γερμανία, η Ουγγαρία απέκτησε νέες επαρχίες τόσο στην πρώτη όσο και στη δεύτερη ανάθεση της Βιέννης (1938, 1940). Ο Ουγγρικός Στρατός έλαβε ζωτικής σημασίας βοήθεια από τους Ουγγρικούς Κρατικούς Σιδηροδρόμους (MÁV) στη Βόρεια Τρανσυλβανία (Erdély).[88] Οι μη γηγενείς Εβραίοι εκδιώχθηκαν από την ουγγρική επικράτεια. Περίπου 20.000 από αυτούς μεταφέρθηκαν στην κατεχόμενη Τσεχοσλοβακία και Γιουγκοσλαβία, ενώ οι Εβραίοι της Τρανσυλβανίας στάλθηκαν πίσω στη Ρουμανία.[89] Η Ουγγαρία συμμετείχε στην Επιχείρηση Μπαρμπαρόσα, παρέχοντας 50.000 Εβραίους σκλάβους για το Ανατολικό Μέτωπο. Οι περισσότεροι από τους εργάτες είχαν πεθάνει τον Ιανουάριο του 1943. Αργότερα το ίδιο έτος, ο Χίτλερ ανακάλυψε ότι ο Πρωθυπουργός Μίκλος Κάλαϊ συνομιλούσε κρυφά με τους Δυτικούς Συμμάχους. Για να τον σταματήσει, η Γερμανία ξεκίνησε την Επιχείρηση Μαργαρίτα τον Μάρτιο του 1944 και ανέλαβε τον έλεγχο όλων των εβραϊκών υποθέσεων.[87] Στις 29 Απριλίου 1944, πραγματοποιήθηκε η πρώτη απέλαση Ούγγρων Εβραίων στο Μπίρκεναου.[54] Μεταξύ 15 – 25 Μαΐου, σύμφωνα με τον Ταξιάρχη της Σούτσσταφφελ Έντμουντ Φέσενμαϊερ 138.870 Εβραίοι είχαν απελαθεί. Στις 31 Μαΐου 1944, ο Φέσενμαϊερ ανέφερε επιπλέον 60.000 Εβραίους που στάλθηκαν στα στρατόπεδα σε έξι ημέρες, ενώ το σύνολο των τελευταίων 16 ημερών ήταν 204.312 θύματα.[54] Μεταξύ Μαΐου και Ιουλίου 1944, με τη βοήθεια της ουγγρικής αστυνομίας, η γερμανική Sicherheitspolizei απέλασε σχεδόν 440.000 Ούγγρους Εβραίους, κυρίως στο Άουσβιτς-Μπίρκεναου,[90] ή 437.000 με ρυθμό 6.250 την ημέρα.[54]
Περίπου 320.000 Εβραίοι της Ουγγαρίας εκτιμάται ότι δολοφονήθηκαν στο Άουσβιτς-Μπίρκεναου πριν από τον Ιούλιο του 1944.[91] Στις 8 Ιουλίου, η απέλαση των Εβραίων από την Ουγγαρία είχε σταματήσει λόγω της διεθνούς πίεσης του Πάπας Πίου ΙΒ΄, του Βασιλιά της Σουηδίας, Γουσταύος Ε΄ και του Ερυθρού Σταυρού (όλοι τους είχαν μάθει πρόσφατα για την έκτασή της).[54] Ωστόσο, τον Οκτώβριο του 1944 περίπου 50.000 Εβραίοι αναγκάστηκαν σε μια πορεία θανάτου προς τη Γερμανία μετά από ένα πραξικόπημα που έθεσε ξανά υπό τον έλεγχο την ουγγρική φιλοναζιστική κυβέρνηση. Αναγκάστηκαν να σκάψουν αντιαρματικές τάφρους στο δρόμο προς τα δυτικά. Άλλοι 25.000 Εβραίοι τοποθετήθηκαν σε ένα «διεθνές γκέτο» υπό σουηδική προστασία που σχεδίασαν οι Καρλ Λουτς και Ραούλ Βάλενμπεργκ. Όταν ο Σοβιετικός Στρατός απελευθέρωσε τη Βουδαπέστη στις 17 Ιανουαρίου 1945, από τους αρχικούς 825.000 Εβραίους στη χώρα,[92] λιγότεροι από 260.000 Εβραίοι ήταν ακόμη ζωντανοί,[92] συμπεριλαμβανομένων 80.000 γηγενών Ούγγρων.[93]
Μετά την εισβολή στην Πολωνία τον Σεπτέμβριο του 1939, η Ναζιστική Γερμανία διέλυσε αμέσως τους Πολωνικούς Εθνικούς Σιδηροδρόμους (PKP) και παρέδωσε τα περιουσιακά τους στοιχεία στο Deutsche Reichsbahn στη Σιλεσία, στη Μεγάλη Πολωνία και στην Πομερανία.[94] Τον Νοέμβριο του 1939, αμέσως μόλις συστάθηκε το ημι-αποικιακό Γενικό Κυβερνείο στην κατεχόμενη κεντρική Πολωνία, ιδρύθηκε ένα ξεχωριστό υποκατάστημα της DRB που ονομάστηκε Generaldirektion der Ostbahn (πολωνικά: Kolej Wschodnia, «Ανατολικός Σιδηρόδρομος») με έδρα την Κρακοβία.[94] Όλα τα παραρτήματα της DRB υπήρχαν εκτός της ίδιας της Γερμανίας.[95] Στο Ostbahn παραχωρήθηκαν 3.818 χλμ. των σιδηροδρομικών γραμμών (σχεδόν διπλασιάστηκαν το 1941) και 505 χλμ σιδηροτροχιές μειωμένου εύρους, αρχικά.[96]
Τον Δεκέμβριο του 1939, κατόπιν αιτήματος του Χανς Φρανκ στο Βερολίνο, δόθηκε στην Ostbahndirektion οικονομική ανεξαρτησία, αφού πλήρωσε 10 εκατομμύρια Ράιχμαρκ στην DRB.[97] Η αποκατάσταση όλων των ζημιών από βόμβες ολοκληρώθηκε το 1940.[98] Η πολωνική διοίκηση είτε εκτελέστηκε σε ενέργειες μαζικών πυροβολισμών (π.χ. Ιντελιγκέντσακτιον του 1939) είτε φυλακίστηκε στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης.[96] Οι διευθυντικές θέσεις στελεχώθηκαν με Γερμανούς αξιωματούχους σε ένα κύμα περίπου 8.000 στιγμιαίων προαγωγών.[94] Το νέο ανατολικό τμήμα της DRB απέκτησε 7.192 χλμ. νέων σιδηροδρομικών γραμμών και 1.052 χλμ. (κυρίως βιομηχανικές) σιδηροτροχιές μειωμένου εύρους στις προσαρτημένες περιοχές.[96]
Η Deutsche Reichsbahn απέκτησε νέα υποδομή στην Πολωνία αξίας άνω των 8.278.600.000 ζλότι,[99] συμπεριλαμβανομένων μερικών από τα μεγαλύτερα εργοστάσια ατμομηχανών στην Ευρώπη, το Χ. Τσεγκιέλσκι - Πόζναν, που μετονομάστηκε σε DWM και το Fablok στο Χσάνουφ, που μετονομάστηκε σε Oberschlesische Lokomotivwerke Κρέναου, παράγοντας κινητήρες Ty37 και Pt31 (σχεδιασμένοι στην Πολωνία), καθώς και το εργοαστάσιο παραγωγής ανταλλακτικών τρένων Babcock-Zieleniewski στο Σοσνόβιετς, που μετονομάστηκε σε Ferrum AG (ανέλαβε επίσης την κατασκευή εξαρτημάτων σε πυραύλους V-1 i V-2).[100] Υπό τη νέα διοίκηση, πρώην πολωνικές εταιρείες άρχισαν να παράγουν γερμανικούς κινητήρες BR44, BR50 και BR86 ήδη από το 1940 σχεδόν δωρεάν, χρησιμοποιώντας καταναγκαστική εργασία. Όλοι οι Πολωνοί σιδηροδρομικοί υπάλληλοι έλαβαν εντολή να επιστρέψουν στον τόπο εργασίας τους, διαφορετικά θα αντιμετώπιζαν τον θάνατο. Ο ξυλοδαρμός με γροθιές έγινε συνηθισμένος, αν και θεωρήθηκε σοκαριστικός από τους Πολωνούς επαγγελματίες. Οι δημόσιες εκτελέσεις εισήχθησαν το 1942.[96] Μέχρι το 1944, τα εργοστάσια στο Πόζναν και στο Χσάνουφ παρήγαγαν μαζικά τις επανασχεδιασμένες ατμομηχανές "Kriegslok" BR52 για το ανατολικό μέτωπο, όλες απογυμνωμένες από χρωματιστά μέταλλα σύμφωνα με τον κανόνα με σκόπιμα μειωμένη διάρκεια ζωής.[94]
Πριν από την έναρξη της Επιχείρησης Ράινχαρντ που σηματοδότησε την πιο θανατηφόρα φάση του Ολοκαυτώματος στην Πολωνία, πολλοί Εβραίοι μεταφέρθηκαν οδικώς σε τοποθεσίες δολοφονίας όπως το στρατόπεδο εξόντωσης Χέλμνο, εξοπλισμένα με φορτηγά αερίων. Το 1942, κατασκευάστηκαν σταθεροί θάλαμοι αερίων στα στρατόπεδα Τρεμπλίνκα, Μπέλζεκ, Σομπίμπουρ, Μαϊντάνεκ και Άουσβιτς. Μετά την κατάληψη της PKP από τους Ναζί, οι κινήσεις των τρένων, που ξεκινούσαν εντός και εκτός της κατεχόμενης Πολωνίας και κατέληγαν σε στρατόπεδα θανάτου, παρακολουθούνταν από την Dehomag χρησιμοποιώντας μηχανές ανάγνωσης καρτών που παρέχονταν από την IBM και παραδοσιακές φορτωτικές που παράγονταν από το Reichsbahn.[39] Τα τρένα του Ολοκαυτώματος διαχειρίζονταν και διευθύνονταν πάντα από γηγενείς Γερμανούς άνδρες της Σούτσσταφφελ που είχαν τοποθετηθεί με αυτόν τον ρόλο σε όλο το σύστημα.[101]
Οι μεταφορές στα στρατόπεδα στο πλαίσιο της Επιχείρησης Ράινχαρντ προέρχονταν κυρίως από τα γκέτο. Το Γκέτο της Βαρσοβίας στο Γενικό Κυβερνείο κράτησε τελικά περισσότερους από 450.000 Εβραίους περιορισμένους σε μια περιοχή που προοριζόταν για περίπου 60.000 άτομα. Το δεύτερο μεγαλύτερο γκέτο, στο Λοτζ, φιλοξενούσε 204.000 Εβραίους. Και τα δύο γκέτο είχαν σημεία συλλογής γνωστά ως Umschlagplatz κατά μήκος των σιδηροδρομικών γραμμών, με τις περισσότερες απελάσεις από τη Βαρσοβία στην Τρεμπλίνκα να πραγματοποιούνται από τις 22 Ιουλίου έως τις 12 Σεπτεμβρίου 1942.[102][103][104] Η εξόντωση με αέρια στην Τρεμπλίνκα ξεκίνησε στις 23 Ιουλίου 1942, με δύο τρένα να παραδίδουν θύματα 6 ημέρες κάθε εβδομάδα που κυμαίνονταν από περίπου 4.000 έως 7.000 θύματα ανά μεταφορά, το πρώτο νωρίς το πρωί και το δεύτερο το απόγευμα.[105] Όλες οι νέες αφίξεις στάλθηκαν αμέσως στον χώρο απογύμνωσης από την ομάδα Sonderkommando που διαχειριζόταν την πλατφόρμα άφιξης και από εκεί στους θαλάμους αερίων. Σύμφωνα με γερμανικά αρχεία, συμπεριλαμβανομένης της επίσημης αναφοράς του Ταξιάρχη της Σούτσσταφφελ Γιούργκεν Στρόοπ, περίπου 265.000 Εβραίοι μεταφέρθηκαν με εμπορευματικά τρένα από το Γκέτο της Βαρσοβίας στην Τρεμπλίνκα κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Η επιχείρηση δολοφονίας με την ονομασία Μεγάλη Επιχείρηση της Βαρσοβίας ολοκληρώθηκε αρκετούς μήνες πριν από την επακόλουθη Εξέγερση του Γκέτο της Βαρσοβίας, που είχε ως αποτέλεσμα νέες απελάσεις.[106] Το Τηλεγράφημα Χέφλε του 1942 του συνολικού αριθμού των θυμάτων, τα περισσότερα από τα οποία μεταφέρθηκαν με τρένο στα στρατόπεδα θανάτου της Επιχείρησης Ράινχαρντ, συμπεριλαμβανομένων των σωρευτικών αριθμών που είναι γνωστά σήμερα, έχει ως εξής:
|
Το Τηλεγράφημα Χέφλε αναφέρει τον αριθμό των αφίξεων στα στρατόπεδα Ράινχαρντ το 1942 σε 1.274.166 Εβραίους με βάση τα δικά του αρχεία Reichsbahn. Το τελευταίο τρένο που στάλθηκε στο στρατόπεδο εξόντωσης Τρεμπλίνκα έφυγε από το Γκέτο του Μπιαουίστοκ στις 18 Αυγούστου 1943. Όλοι οι κρατούμενοι δολοφονήθηκαν σε θαλάμους αερίων και μετά το στρατόπεδο έκλεισε σύμφωνα με την οδηγία του Οντίλο Γκλομπότσνικ.[66] Από τους περισσότερους από 245.000 Εβραίους που πέρασαν από το Γκέτο του Λοτζ,[110] οι τελευταίοι 68.000 κρατούμενοι, μέχρι τότε η μεγαλύτερη τελική συγκέντρωση Εβραίων σε όλη τη γερμανοκρατούμενη Ευρώπη, είχαν εκκαθαριστεί από τους Ναζί μετά τις 7 Αυγούστου 1944. Τους είπαν να προετοιμαστούν για επανεγκατάσταση. Αντίθετα, τις επόμενες 23 ημέρες στάλθηκαν στο Άουσβιτς-Μπίρκεναου με τρένο, με ρυθμό 2.500 ανά ημέρα.[54]
Οι Ρουμανικοί Σιδηρόδρομοι (Căile Ferate Române) συμμετείχαν στη μεταφορά Εβραίων και Ρομά σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στο Παλαιό Βασίλειο της Ρουμανίας, στη Βεσσαραβία, στη βόρεια Βουκοβίνα και στο Κυβερνείο Υπερδνειστερίας.[111] Σε ένα αξιοσημείωτο παράδειγμα, μετά τα γεγονότα του Πογκρόμ του Ιάσιου, οι Εβραίοι φορτώθηκαν βίαια σε φορτηγά βαγόνια με σανίδες καρφωμένες στα παράθυρα και ταξίδεψαν για επτά ημέρες σε αδιανότηες συνθήκες.[111] Πολλοί πέθαναν και επηρεάστηκαν σοβαρά από έλλειψη αέρα, αφόρητη ζέστη, έλλειψη νερού, τροφής ή ιατρικής φροντίδας. Αυτά τα αληθινά τρένα θανάτου έφτασαν στους προορισμούς τους, Πόντου Ιλοάιεϊ και Καλαράσι, με μόνο το ένα πέμπτο των επιβατών τους ζωντανούς.[111][112][113] Καμία επίσημη συγγνώμη δεν έχει ανακοινωθεί ακόμη από τους Ρουμανικούς Σιδηροδρόμους για τον ρόλο τους στο Ολοκαύτωμα στη Ρουμανία.
Στις 9 Σεπτεμβρίου 1941, το κοινοβούλιο της Σλοβακικής Δημοκρατίας επικύρωσε τον Εβραϊκό Κώδικα, μια σειρά νόμων και κανονισμών που αφαίρεσαν τους 89.000 Εβραίους της Σλοβακίας από τα πολιτικά τους δικαιώματα και τα μέσα οικονομικής επιβίωσης. Το κυβερνών Σλοβακικό Λαϊκό Κόμμα πλήρωσε 500 Ράιχσμαρκ ανά εκδιωχθέντα Εβραίο, με αντάλλαγμα την υπόσχεση ότι οι απελαθέντες δεν θα επέστρεφαν ποτέ στη Σλοβακία. Εκτός από την Κροατία, η Σλοβακία ήταν ο μόνος σύμμαχος του Άξονα που πλήρωσε για την απέλαση του δικού της εβραϊκού πληθυσμού. Το μεγαλύτερο μέρος του εβραϊκού πληθυσμού χάθηκε σε δύο κύματα απελάσεων. Το πρώτο, το 1942, αφαίρεσε τα δύο τρίτα των Σλοβάκων Εβραίων και το δεύτερο κύμα, μετά τη Σλοβακική Εθνική Εξέγερση το 1944, προκάλεσε άλλα 13.500 θύματα, 10.000 από τα οποία δεν επέστρεψαν.[114][115][116]
Αφού ο Σοβιετικός Στρατός άρχισε να προελαύνει στην κατεχόμενη από τη Γερμανία Ευρώπη και οι Σύμμαχοι αποβιβάστηκαν στη Νορμανδία τον Ιούνιο του 1944, ο αριθμός των τρένων και των μεταφερόμενων ατόμων άρχισε να ποικίλλει πολύ. Μέχρι τον Νοέμβριο του 1944, με το κλείσιμο του Μπίρκεναου, τα τρένα του θανάτου είχαν σταματήσει. Καθώς ο Σοβιετικός και οι Συμμαχικοί Στρατοί έκαναν τις τελευταίες τους προωθήσεις, οι Ναζί μετέφεραν μερικούς από τους επιζώντες των στρατοπέδων συγκέντρωσης είτε σε άλλα στρατόπεδα που βρίσκονταν μέσα στο υπό κατάρρευση Τρίτο Ράιχ, είτε στις συνοριακές περιοχές όπου πίστευαν ότι μπορούσαν να διαπραγματευτούν την απελευθέρωση των Γερμανών αιχμάλωτων πολέμου σε αντάλλαγμα για τους «Εβραίους της Ανταλλαγής» ή εκείνους που γεννήθηκαν εκτός των γερμανοκρατούμενων εδαφών. Πολλοί από τους κρατούμενους μεταφέρθηκαν μέσω των περιβόητων πορειών θανάτου, αλλά μεταξύ άλλων μέσων μεταφοράς τρία τρένα έφυγαν από το Μπέργκεν-Μπέλσεν τον Απρίλιο του 1945 με προορισμό το Γκέτο του Τερέζιενσταντ - όλα απελευθερώθηκαν.[85]
Το τελευταίο καταγεγραμμένο τρένο είναι αυτό που χρησιμοποιήθηκε για τη μεταφορά των γυναικών της Πορείας Φλόσενμπεργκ, όπου για τρεις ημέρες τον Μάρτιο του 1945 οι υπόλοιποι επιζώντες στριμώχνονταν σε βαγόνια βοοειδών για να περιμένουν περαιτέρω μεταφορά. Μόνο 200 από τις αρχικές 1.000 γυναίκες επέζησαν από ολόκληρο το ταξίδι στο Μπέργκεν-Μπέλσεν. [117]
Υπάρχουν πολυάριθμες εθνικές εκδηλώσεις μνήμης για τη μαζική μεταφορά Εβραίων στην «Τελική Λύση» σε όλη την Ευρώπη, καθώς και ορισμένες επίμονες διαμάχες γύρω από την ιστορία των σιδηροδρομικών συστημάτων που χρησιμοποιούσαν οι Ναζί.
Όλες οι σιδηροδρομικές γραμμές που οδηγούν σε στρατόπεδα θανάτου που κατασκευάστηκαν στην κατεχόμενη Πολωνία είναι τελετουργικά αποκομμένες από το υπάρχον σιδηροδρομικό σύστημα στη χώρα, παρόμοια με το καλοδιατηρημένο σημείο άφιξης στο Άουσβιτς, γνωστό ως πλατφόρμα «Judenrampe». Τα αναμνηστικά μνημεία στήνονται παραδοσιακά σε σημεία συλλογής αλλού. Το 1988, ένα εθνικό μνημείο δημιουργήθηκε στην Umschlagplatz του Γκέτο της Βαρσοβίας. Σχεδιασμένο από την αρχιτέκτονα Χάνα Σμάλενμπεργκ και τον γλύπτη Βουαντίσουαφ Κλαμέρους, αποτελείται από μια πέτρινη κατασκευή που συμβολίζει ένα ανοιχτό φορτηγό βαγόνι. Στην Κρακοβία, το μνημείο των Εβραίων που απελάθηκαν από το Γκέτο της Κρακοβίας κατά τη διάρκεια του Ολοκαυτώματος, απλώνεται σε ολόκληρο τον τόπο απέλασης που είναι γνωστός ως Πλατεία των Ηρώων του Γκέτο (Plac Bohaterow Getta). Εγκαινιάστηκε τον Δεκέμβριο του 2005 και αποτελείται από μεγάλες ατσάλινες καρέκλες (η καθεμία αντιπροσωπεύει 1.000 θύματα), σχεδιασμένες από τους αρχιτέκτονες Πιοτρ Λεβίτσκι και Καζίμιες Λάτακ.[118] Στο πρώην Γκέτο του Λοτζ, το μνημείο χτίστηκε στο σιδηροδρομικό σταθμό Ράντεγκαστ (Bahnhof Radegast), όπου περίπου 200.000 Πολωνοί, Αυστριακοί, Γερμανοί, Λουξεμβούργιοι και Τσέχοι Εβραίοι επιβιβάστηκαν στα τρένα καθ΄ οδόν προς τον θάνατό τους την περίοδο από τις 16 Ιανουαρίου 1942 έως τις 29 Αυγούστου 1944.[119][120]
Το 2004/2005, Γερμανοί ιστορικοί και δημοσιογράφοι άρχισαν να απαιτούν δημόσια στους σταθμούς των επιβατικών τρένων της Γερμανίας να τοποθετηθούν αναμνηστικά εκθέματα, αφού οι σιδηροδρομικές εταιρείες στη Γαλλία και την Ολλανδία άρχισαν να μνημονεύουν τις μαζικές απελάσεις στους δικούς τους σιδηροδρομικούς σταθμούς.[121] Οι Γερμανικοί Σιδηρόδρομοι (Deutsche Bahn), ο κρατικός διάδοχος της Deutsche Reichsbahn απάντησε: «Δεν έχουμε ούτε το προσωπικό ούτε τους οικονομικούς πόρους» για τέτοιου είδους εορταστικές εκδηλώσεις.[122] Στη συνέχεια ξεκίνησαν διαδηλώσεις στους σιδηροδρομικούς σταθμούς στη Φραγκφούρτη και στην Κολωνία, καθώς και μέσα στα τρένα μεγάλων αποστάσεων που διέσχιζαν τα σύνορα.[123] Επειδή η Deutsche Reichsbahn είχε απαντήσει ζητώντας από το προσωπικό ασφαλείας της να καταστείλει τις διαδηλώσεις, με πρωτοβουλίες Γερμανών πολιτών ενοικιάστηκε μια ιστορική ατμομηχανή και εγκατέστησαν τη δική τους έκθεση σε ανακαινισμένα επιβατικά αυτοκίνητα. Αυτό το «Τρένο της Μνήμης» έκανε το πρώτο του ταξίδι στη Διεθνή Ημέρα Μνήμης του Ολοκαυτώματος του 2007, στις 27 Ιανουαρίου. Η Deutsche Bahn AG αρνήθηκε την πρόσβαση στους κεντρικούς σταθμούς στο Αμβούργο και στο Βερολίνο.[124][125] Οι γερμανικές εβραϊκές κοινότητες διαμαρτυρήθηκαν ενάντια στην εταιρεία που επέβαλλε τιμολόγια χιλιομέτρων και ωριαίες αμοιβές για την έκθεση (τα οποία μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2013 έφτασαν περίπου. 290.000 $ ΗΠΑ).[126]
Οι βουλευτές όλων των κομμάτων στο γερμανικό εθνικό κοινοβούλιο κάλεσαν την Deutsche Bahn AG να επανεξετάσει τη συμπεριφορά της. Ο ομοσπονδιακός Υπουργός Μεταφορών Βόλφγκανγκ Τίφενζεε, πρότεινε μια έκθεση του καλλιτέχνη Γιαν Φίλιπ Ρέμτσμα σχετικά με τον ρόλο των σιδηροδρόμων στην απέλαση 11.000 Εβραίων παιδιών στο θάνατό τους στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης και εξόντωσης κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Επειδή ο διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας σιδηροδρόμων διατήρησε την αρνητική στάση του, προέκυψε «σοβαρό ρήγμα» μεταξύ του ίδιου και του υπουργού Μεταφορών.[127] Στις 23 Ιανουαρίου 2008, επετεύχθη συμβιβασμός, σύμφωνα με τον οποίο η DB AG δημιούργησε τη δική της σταθερή έκθεση Sonderzüge in den Tod (Νυλωμένα τρένα προς το θάνατο – Απέλαση με το γερμανικό Reichsbahn).[128] Όπως τόνισαν τα εθνικά περιοδικά τύπου, η έκθεση «δεν περιείχε σχεδόν τίποτα για τους ενόχους». Η μεταπολεμική καριέρα των υπευθύνων του σιδηροδρόμου παρέμεινε «εντελώς σκοτεινή».[129] Από το 2009, η ένωση της κοινωνίας των πολιτών Τρένο της Μνήμης, η οποία με τις δωρεές της χρηματοδότησε την έκθεση «Τρένο της Μνήμης» που παρουσιάστηκε σε 130 γερμανικούς σταθμούς με 445.000 επισκέπτες, απαιτεί σωρευτική αποζημίωση για τους επιζώντες από αυτές τις απελάσεις με τρένα. Οι ιδιοκτήτες του σιδηροδρόμου (ο Γερμανός Υπουργός Μεταφορών και ο Γερμανός Υπουργός Οικονομικών) απορρίπτουν αυτό το αίτημα.
Το 1992, η SNCF ανέθεσε μια έκθεση σχετικά με τη συμμετοχή της στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η εταιρεία άνοιξε τα αρχεία της σε έναν ανεξάρτητο ιστορικό, τον Κριστιάν Μπασελιέ, η έκθεση του οποίου κυκλοφόρησε στα γαλλικά το 2000.[130] Μεταφράστηκε στα αγγλικά το 2010.
Το 2001, κατατέθηκε μήνυση κατά της γαλλικής κρατικής εταιρείας σιδηροδρόμων SNCF από τον Ζορζ Λιπιέτς, έναν επιζώντα του Ολοκαυτώματος, ο οποίος μεταφέρθηκε από την SNCF στο στρατόπεδο εγκλεισμού Ντρανσί το 1944.[131] Ο Λιπιέτς κρατήθηκε στο στρατόπεδο εγκλεισμού για αρκετούς μήνες πριν το στρατόπεδο απελευθερωθεί.[132] Μετά το θάνατο του Λιπιέτς, η αγωγή κινήθηκε από την οικογένειά του και το 2006 ένα διοικητικό δικαστήριο στην Τουλούζη αποφάσισε υπέρ της οικογένειας Λιπιέτς. Η SNCF καταδικάστηκε να καταβάλει 61.000 ευρώ ως αποζημίωση. Η SNCF άσκησε έφεση κατά της απόφασης σε διοικητικό εφετείο στο Μπορντώ, όπου τον Μάρτιο του 2007 η αρχική απόφαση ανατράπηκε.[131][133] Σύμφωνα με τον ιστορικό Μάικλ Μάρους, το δικαστήριο στο Μπορντώ «κήρυξε ότι η σιδηροδρομική εταιρεία είχε ενεργήσει υπό την εξουσία της κυβέρνησης του Βισύ και της γερμανικής κατοχής» και ως εκ τούτου δεν μπορούσε να θεωρηθεί ανεξάρτητα υπεύθυνη.[130] Ο Μάρουςs έγραψε στο δοκίμιό του το 2011 ότι η εταιρεία έχει ωστόσο αναλάβει την ευθύνη για τις ενέργειές της και είναι η προθυμία της εταιρείας να ανοίξει τα αρχεία της αποκαλύπτοντας τη συμμετοχή στη μεταφορά των θυμάτων του Ολοκαυτώματος που οδήγησε στην πρόσφατη νομική και νομοθετική προήσχ. [130]
Μεταξύ 2002 και 2004, η SNCF βοήθησε στη χρηματοδότηση μιας έκθεσης σχετικά με την απέλαση των Εβραίων παιδιών που διοργανώθηκε από τον κυνηγό των Ναζί, Σερζ Κλαρσφέλντ.[130] Το 2011, η SNCF βοήθησε στη δημιουργία ενός σιδηροδρομικού σταθμού έξω από το Παρίσι, για τη δημιουργία ενός μνημείου για να τιμήσει τα θύματα του Ολοκαυτώματος. Το Δεκέμβριο του 2014, η εταιρεία κατέληξε σε διακανονισμό αποζημίωσης 60 εκατομμυρίων δολαρίων με Γάλλους επιζώντες του Ολοκαυτώματος που ζούσαν στις Ηνωμένες Πολιτείες.[63]
Η Nederlandse Spoorwegen χρησιμοποίησε τη συγγνώμη της 29ης Σεπτεμβρίου 2005 για τον ρόλο της στην «Τελική Λύση» για να ξεκινήσει μια πολιτική ίσων ευκαιριών και κατά των διακρίσεων, που θα παρακολουθείται εν μέρει από το ολλανδικό συμβούλιο των Εβραίων.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.