From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Τζούρατζ Β΄ Στρατσιμιρόβιτς, σερβικά κυριλλικά: Ђурађ Страцимировић / Đurađ ΙΙ Stracimirović (άκμασε 1385 – Απρίλιος 1403), ή [a], ήταν κύριος της Ζέτας από το 1385 έως το 1403, ως μέλος τού ευγενικούς Οίκου Μπάλσιτς. Ήταν γιος του Στρατσίμιρ και διαδέχτηκε τον εκ πατρός θείο του Μπάλσα Β΄ στην εξουσία της Zέτα. Βασίλευσε από το 1386 έως το 1389 στην αυτοκρατορία της Σερβίας (που δεν είχε ακόμη διαλυθεί επίσημα) με τη μορφή οικογενειακής συμμαχίας και στη συνέχεια ως το 1395 ως Οθωμανός υποτελής. Κυβέρνησε μέχρι το τέλος του το 1403, όταν τον διαδέχθηκε ο μοναχογιός του, Μπάλσα Γ΄. Είναι γνωστός στη σερβική επική ποίηση ως Στραχινίγια Μπανόβιτς.
Τζούρατζ Β΄ Μπάλσιτς | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Γέννηση | 14ος αιώνας Πριγκιπάτο της Ζέτα |
Θάνατος | Απριλίου 1403 Ούλτσινι |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | πολιτικός |
Οικογένεια | |
Σύζυγος | Γιελένα Λαζάρεβιτς |
Τέκνα | Μπάλσα Γ΄ |
Γονείς | Στρατσιμίρ Μπάλσιτς |
Οικογένεια | Οίκος Μπάλσιτς |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο πατέρας του ήταν ο Στρατσίμιρ, ένας από τους τρεις αδελφούς Μπάλσιτς, που ήρθαν να κυβερνήσουν τη Zέτα τη δεκαετία του 1360. Μητέρα του ήταν η Mιλίτσα Μρνγιαβτσέβιτς (Γιερίνα), κόρη τού Βουκάσιν Μρνγιαβτσέβιτς βασιλιά της Σερβίας. [1]
Στις 18 Σεπτεμβρίου 1385, ο θείος τού Τζούρατζ Β΄, Μπάλσα Β΄ σκοτώθηκε στη μάχη της Σάβρα, ενώ πολεμούσε τους Οθωμανούς. Μετά την προσωρινή διακυβέρνηση υπό τη χήρα τού Μπάλσα Β΄, Κομνένα και την κόρη του Ρουτζίνα, ο Τζούρατζ Β΄ κληρονόμησε τμήματα της Ζέτας και της βόρειας Αλβανίας, συμπεριλαμβανομένων των πόλεων Σκουτάρι, Ντρίβαστ και Λέζχε, σύμφωνα με τον παραδοσιακό κανόνα αρχαιότητας των Μπάλσιτς, ως «από μόνος του κάτοχος της Ζέτα και της παράκτιας γης». Ο Τζούρατζ Β΄ είχε την έδρα του στο Ουλτσίνγι, το οποίο έγινε και η έδρα της οικογένειας. Οι υπόλοιπες κτήσεις των Μπάλσιτς, στη νότια Αλβανία, πέρασαν το 1391 από τη Ρουτζίνα στον σύζυγό της Mρκσα Ζαρκόβιτς, γιο του Ζάρκo, ευγενή του Στέφαν-Ούρου Δ΄ Ντούσαν της Σερβίας. Ο πρωτοβεστιγιάρ Φίλιπ Μπαρέλι, ο Βενετός έμπορος που διαχειριζόταν τη χρηματοδότηση του Μπάλσα Β΄, τον οποίο διαδέχθηκε ο Τζούρατζ Β΄, αναφέρεται επίσης ότι κατείχε κτήματα.
Σύμφωνα με τον Mαύρο Ορμπίνι, όταν ο Τζουρατζ Β΄ ξεκίνησε την κυριαρχία του, «οι φυλές της Άνω Ζέτας και των Κρνογιέβιτς δεν ήθελαν να τον αναγνωρίσουν, απαντώντας ότι ήταν υπό τον Βόσνιο βασιλιά Tβρτκo». [2]
Ο Τζούρατζ είχε διαδεχτεί την ηγεσία στη φωτιά της αταξίας. Ο Παλ Ντουκαγκγιίνι διέκοψε την πίστη στον Τζούρατζ, καταλαμβάνοντας τη Λέζχε και την περιοχή του Ντριν. Τελικά η οικογένεια Γιονίμα αποσχίστηκε με τα δικά της εδάφη μεταξύ του Δυρραχίου και του Δρίνου, με αποτέλεσμα ο Τζούρατζ να χάσει τις τελευταίες του κτήσεις στην Αλβανία. Πριν ακόμη εδραιώσει την κυριαρχία, ο Kάρλο Τόπια κατέκτησε το Δυρράχιο και το ανέθεσε στον γιο του Γεώργιο, τον Nικόλα Σάκατ, τον καστελάνο της Μπούντβα, και ο αδελφός του Andrija αποσχίστηκε την πόλη μετά το 1386 και ο Vuk Branković κατέλαβε τον Peć και το Prizren . Ο Τζούρατζ ζήτησε μια συμβουλή από τον Ντουκαγκγιίνι και σύμφωνα με αυτό, έβαλε τους αδελφούς Σάκατ να φυλακιστούν και να τυφλωθούν. Στις ίδιες τις πεδιάδες της Ζέτας υπό το Λόβτσεν, ο Τζούρατζ είχε συνεχείς συγκρούσεις με τον αντίπαλο ηγεμόνα της Άνω Ζέτας, Ράντιτς Κρνογιέβιτς, του οποίου η οικογένεια είχε μόλις αναδειχθεί. Η περιοχή του Oνογκόστ (Nίκσιτς) αποσχίστηκε στους Βενετούς. Σε σύντομο χρονικό διάστημα, η επικράτεια (demesne) του Τζούρατζ είχε μειωθεί σε μία μικρή λωρίδα γης μεταξύ της λίμνης Σκάνταρ και της Αδριατικής θάλασσας. Όταν αυτοανακηρύχθηκε ως ο μοναδικός αρχηγός της οικογένειας Μπάλσιτς, εξέδωσε ένα επίσημο διάταγμα στις 28 Ιανουαρίου 1386 στο Σκουτάρι, αποδίδοντας τη δύναμη της βασιλείας του στις «προσευχές και τους μάρτυρες των αγίων προγόνων μου Στεφάνου Α΄ Νεμάνιτς (Αγίου Συμεών), του πρώτου Σέρβου μυροβλήτη και τού γιου του Αγίου Σάββα» των συγγενών του. [3] Σε αυτό ανέφερε επίσης ότι οι νόμοι των Σέρβων κυρίων, των προκατόχων του Στρατσίμιρ, Τζούρατζ και Μπάλσα και συγκεκριμένα του αυτοκράτορα Στέφαν-Ούρου Δ΄ Ντούσαν, θα παραμείνουν και θα ισχύουν για τη βασιλεία του. Ήταν μία τυπική παρατήρηση της έκκλησης τού ηγεμόνα στο θεϊκό δικαίωμα και εμπνευσμένη από την κληρονομιά του σερβικού μεσαιωνικού κράτους, που τώρα ήταν σε φεουδαρχική αταξία. [4] Ο Mλάντεν Ίλιτς, ο λογοθέτης Μπούτκο και ο βογιβόντα Nικόλα ήταν μάρτυρες στο διάταγμα. [5]
Από την αρχή της βασιλείας του, ο Τζούρατζ αντιμετώπισε την πιθανή απειλή από την ισχυρή, επεκτατική Οθωμανική αυτοκρατορία. Για να ενισχύσει τους πολιτικούς δεσμούς, νυμφεύτηκε τη Γιελένα (γενν. 1368), κόρη του Σέρβου Μοραβιανού άρχοντα Λαζάρου Χρεμπλιάνοβιτς, αφού αναγνώρισε τον Λάζαρο ως κυρίαρχό του το 1386. Η λαογραφία έχει καταγράψει ότι ο Τζούρατζ βρισκόταν σε πόλεμο με τον πρίγκιπα Λάζαρο τρεις φορές, προτού επιτευχθεί μία ειρηνική ένωση, αν και δεν υπάρχει ιστορική επιβεβαίωση. Ο πρίγκιπας Λάζαρος στόχευε στη διατήρηση της κληρονομιάς της διαιρεμένης αυτοκρατορίας της Σερβίας. Ο Τζούρατζ, ο Λάζαρ και ο κύριος Βουκ Βράνκοβιτς του Κοσσυφοπεδίου σχημάτισαν μία οικογενειακή συμμαχία, για να κυβερνήσουν το ανανεωμένο σερβικό βασίλειο, υπό την προεδρία του Λαζάρου. Οι τρεις μοιράστηκαν επίσης τον ετήσιο φόρο, που κατέβαλλε στους Σέρβους άρχοντες η Δημοκρατία της Ραγκούσας. Κάθε μέλος διατήρησε κάποια αυτονομία, ωστόσο, όπως φαίνεται μέσα από την προσφώνηση τού Τζούρατζ για τον εαυτό του ως «Εγώ, ο Μπάλσιτς εν Χριστώ τω Κυρίω, ο Τζούρατζ, ευσεβής και απολυταρχικός κύριος των εδαφών της Ζέτας και της ακτής». Διατάγματα για το βασίλειο εκδίδοντο κοινά και από τους τρεις άρχοντες, επεκτείνοντας τη Σερβία σε κάποια μορφή ενός επιπέδου Τριαρχίας, ή ακόμα και Διαρχίας, λαμβάνοντας υπόψη την σημαντικά υποδεέστερη θέση του Βουκ από τον Λάζαρο. [6]
Ο Τζούρατζ διατήρησε επίσης διπλωματικές σχέσεις με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ο Τζούρατζ οφείλει τη θέση του και την αιώνια παρουσία του στη σκηνή, στην πολιτική του πονηριά. Διαδέχθηκε τον παραδοσιακό ανταγωνισμό μεταξύ της οικογένειάς του και τού Σερβοβόσνιου βασιλιά Tβρτκο Α΄ των Κοτρομάνιτς, του οποίου το σερβικό στέμμα δεν αναγνώριζαν οι Μπάλσιτς, πιθανότατα λόγω των δικών τους αξιώσεων για τον σερβικό θρόνο1. Με διπλωματική πρωτοβουλία του, οι Οθωμανοί εισέβαλαν στη Βοσνία το 1386. Κατά τη διάρκεια μίας δεύτερης επίθεσης, ο Τζούρατζ έστειλε ακόμη και τα δικά του στρατεύματα, για να υποστηρίξουν τον Οθωμανικό Μπευλέρμπεϋ της Ρωμυλίας Λαλά Σαχίν πασά στη μάχη της Μπιλέτσα στις 27 Αυγούστου 1388, όπου υπέστη μία ήττα στα χέρια του Βόσνιου δούκα Βλάτκο Βουκόβιτς Kοσάτσα. Αυτό οδήγησε στην υποψία ότι ο Τζούρατζ ήταν Οθωμανός υποτελής. Η Δημοκρατία της Ραγκούσας ήταν κουρασμένη από αυτή την οθωμανική επέκταση, έτσι ήθελαν να διαπραγματευτούν με τον Τζούρατζ κάποια στρατιωτική προστασία. Στις 23 Αυγούστου 1388 ο Τζούρατζ έστειλε τον απεσταλμένο του Ζάνιν Μπαρέλι, τον γιο τού Φιλίππου. [5]
Οι θρύλοι καταγράφουν τον Τζούρατζ να τρέχει με τις δυνάμεις του, για να ενταχθεί στις Σερβικές συμμαχικές δυνάμεις στη μάχη του Κοσσυφοπεδίου το 1389 και να επιστρέφει, αφού άκουσε τα νέα για την πτώση. Ωστόσο αυτό είναι πολύ απίθανο, αν ληφθούν υπόψη οι δεσμοί του με τους Οθωμανούς εκείνη την περίοδο. Η επική αφήγηση καταγράφει τον "Μπάος" να έρχεται αργά την 3η μέρα στο πεδίο του Κοσσυφοπεδίου μετά τη μάχη και πως ήταν έξαλλος με τον υποτιθέμενο προδότη "δούκα βούκαν Μπρανκόβιτς". Επίσης, η λάθος κόρη τού «αυτοκράτορα Λαζάρου», η δέσποινα Ολιβέρα, έμεινε στη μνήμη ως παντρεμένη με τον Τζούρατζ. Οι περισσότεροι ιστορικοί και μελετητές τον προσδιορίζουν ως τον σερβικό επικό ήρωα Μπανόβιτς Στραχίνγια, λόγω των στενών ομοιοτήτων στο όνομα και τα χαρακτηριστικά. [7] Σε κάθε περίπτωση, μετά τη μάχη τού Κοσσυφοπεδίου, η Σερβική Συμμαχία κατέρρευσε και τα τελευταία υπολείμματα της Σερβικής αυτοκρατορίας διασκορπίστηκαν, αφήνοντας τον Τζούραταζ εντελώς μόνο του.
Το 1390 ο Βουκ Μπρανκόβιτς έστειλε απεσταλμένους στη Ζέτα και πρόσφερε 500 λίβρες αργύρου στον Φίλιππο Μπαρέλι, για να παραδώσει τον τελευταίο προμαχώνα του Τζούρατζ, την πόλη του Ουλτσίνγι. Φοβούμενος την περίσταση, ο Τζούρατζ τον έβαλε αμέσως στη φυλακή μαζί με τα παιδιά του. [8]
Κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησής του, ο Τζούρατζ, όπως και οι προκάτοχοί του, προσπάθησε να βρει ένα αποτελεσματικό modus vivendi για την επέκταση της κυριαρχίας του στην πόλη τού Κότορ. Ως η πλουσιότερη και πιο οικονομικά ανεπτυγμένη πόλη στη νότια ακτή της Αδριατικής κοντά στη Ζέτα, τροφοδοτούσε τον ανταγωνισμό μεταξύ του βασιλιά Tβρτκo και του Τζούρατζ. Γι' αυτούς τους λόγους δεν δημιουργήθηκε φιλία μεταξύ των δύο, ακόμη και μετά τη σύναψη ειρηνικών σχέσεων στις αρχές του 1389 με τη μεσολάβηση της Δημοκρατίας της Ραγκούσας. Όταν ο Tβρτκo απεβίωσε στις αρχές Μαρτίου 1391, παρουσιάστηκε η ευκαιρία για τον Τζούρατζ και στη συνέχεια κατέλαβε το Κότορ.
Από την αρχή της βασιλείας τού Τζούρατζ έπρεπε να έρθει αντιμέτωπος με τις πρανομίες τού ξαδέλφου του Koνσταντίν, διαχειριστή των εδαφών στους ποταμούς Μπογιάνα και Ντριν, ο οποίος δεν αποδέχτηκε την υπεροχή του στα εδάφη των Μπάλσιτς. Πιστεύεται ότι ο Φίλιπ Μπαρέλι είχε σχέσεις με τον Koνσταντίν, επομένως καταδικάστηκε για τη διάπραξη του ύψιστου κακουργήματος, ένα "έγκλημα κατά της εξουσίας του Τζούρατζ" και όλη η άφθονη περιουσία του κατασχέθηκε από τον Τζούρατζ. Ο Κονσταντίν πήγε στην Οθωμανική υπηρεσία και από το 1390 υπό την προστασία του σουλτάνου Βαγιαζήτ Α΄ εργάστηκε ενεργά, για να καταλάβει την εξουσία ως επικεφαλής Μπάλσιτς. Ως αποτέλεσμα, ο Τζούρατζ ήρθε σε σφοδρή αντίθεση με τους Οθωμανούς το 1391, ασπάστηκε τον καθολικισμό φεύγοντας από τη Σερβική Ορθοδοξία και υποσχέθηκε τα εδάφη του ως κληρονομιά στον πάπα Βονιφάτιο Θ΄, σε περίπτωση που δεν υπήρχε εμφανής κληρονόμος. Σαφώς συμπαραστεκόμενος με τον χριστιανικό συνασπισμό υπό τα νόμιμα παπικά κράτη, σε σύγκρουση με τον αντίπαπα Κλήμη Ζ΄ στη Αβινιόν, ο Τζούρατζ πήρε το μέρος του Λουδοβίκου Β΄ των Βαλουά-Ανζού στον πόλεμό του εναντίον τού Λαδισλάου Α΄ της Νάπολης. Όμως τα ευρύτερα σχέδια για την οργάνωση μίας σταυροφορίας κατά των Οθωμανών δεν έμειναν παρά ένα όνειρο.
Ο Τζούρατζ έλαβε σύνορα με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, όταν αυτή κατέλαβε τα εδάφη του βουκ Μπρανκόβιτς το 1392. Για την αντίθεσηή του στην τουρκική επιρροή στην περιοχή, ο σουλτάνος έστειλε στρατό για να εισβάλει στα εδάφη του τον Μάιο του 1392. Την ίδια στιγμή, στον πυρετό των μαχών με τους ανταγωνιστές του Ράντιτς Κρνογιέβιτς και Koνσταντίν Μπάλσιτς, ο Τζούρατζ αναγκάστηκε να διαπραγματευτεί με τους Οθωμανούς για όρους ειρήνης. Για να προστατεύσει τη σύζυγό του Γιελένα από τον οθωμανικό κίνδυνο, ο Τζούρατζ αποφάσισε να τη στείλει στη Ραγκούσα τον Ιούνιο του 1392. [9] Διαπραγματεύτηκε με τον πασά Γιγκίτ, μπέη του σαντζακιού των Σκοπίων, αλλά οι συνομιλίες απέβησαν άκαρπες, καθώς οι Οθωμανοί ζήτησαν το ήμισυ όλων των εδαφών του γύρω από τη Ζέτα, συμπεριλαμβανομένης της έδρας του στο Ουλτσίνγι. Επιπλέον, στα τέλη του 1392 ο μπέης κατάφερε να αιχμαλωτίσει τον Τζούρατζ σε μία μάχη και τον απελευθέρωσε, μόνο αφού πληρώθηκαν τα λύτρα. Όταν ο Τζούρατζ ήταν αιχμάλωτος, ο Ράντιτς Κρνογιέβιτς κατέλαβε τα εδάφη εκείνου γύρω από το Kότορ και αυτοανακηρύχτηκε κύριος της Zέτα και της Μπούντβα. [10] Η σύζυγός του Γιελένα έκανε κινήσεις για να τον απελευθερώσει, με τη βοήθεια της Βενετικής Δημοκρατίας, αλλά όλα έφταναν σε συζητήσεις. Ένας από τους κύριους λόγους γι' αυτό ήταν, ότι ο αντίπαλός του Ράντιτς Κρνογιέβιτς επέκτεινε την εξουσία του πολύ και έγινε Βενετός υποτελής τον Νοέμβριο του 1392. Η αιτία αυτού ήταν η απροθυμία τού Τζούρατζ να απελευθερώσει τον Φίλιπ Μπαρέλι, έναν Βενετό πολίτη, παρά τις πολλές εκκλήσεις της Δημοκρατίας. Στον πυρετό των αγώνων μεταξύ των φεουδαρχών στη Ζέτα, ο Φίλιπ κατάφερε το 1392 να φύγει από τη φυλακή του στο Δυρράχιο, μπαίνοντας στην υπηρεσία του Ιωάννη Τόπια. Από την άλλη πλευρά, ο βασιλιάς Στγιέπαν Νταμπίσα έστειλε τον Βόσνιο δούκα Σαντάλι Χράνιτς από το Χουμ, για να καταλάβει τα εδάφη του Τζούρατζ και να ταράξει περαιτέρω τον Ράντιτς Κρνογιέβιτς.
Μη έχοντας άλλη επιλογή, ο Τζούρατζ παρέδωσε στον μπέη Σαχίν τις πόλεις Σκουτάρι και Ντρίβαστ και το φόρουμ του Σβέτι Σρτζ στον ποταμό Μπογιάνα στους Τούρκους, ενώ συμφώνησε να πληρώσει ετήσιους φόρους με αντάλλαγμα την απελευθέρωσή του. Οθωμανικές μοίρες κατέλαβαν τις τοποθεσίες στις αρχές του 1393. Την ίδια χρονιά προσπάθησε να διεκδικήσει το παλιό του Λέζχε, το οποίο μόλις παρέδωσαν οι Ντουκαγκγιίνις στους Βενετούς, αλλά η υποστήριξη του Ράντιτς στον βενετικό έλεγχο αποδείχθηκε κρίσιμη. Βλέποντας την αναγκαιότητα της Βενετικής υποστήριξης, κατάφερε να γίνει δεκτός στην πολιτεία του τον Μάιο τού 1395. Ο Τζούρατζ δεν επαναπαύτηκε για πολύ, και ήδη τον Οκτώβριο του 1395 έσπασε τη συμφωνία, ενώ οι Οθωμανοί βρίσκοντο σε πόλεμο εναντίον των Ούγγρων και των Βλάχων, αποκατέστησε στο Σκούταρι και το Σβέτι Σρτζ και μάλιστα νίκησε τον αντίπαλό του Koνσταντίν καταλαμβάνοντας το προπύργιο του Ντάνγι, με τη βοήθεια των Βενετών. Για να κρατήσει τις πόλεις του ασφαλείς, ο Τζούρατζ βασίστηκε στον ανταγωνισμό μεταξύ Τουρκίας και Βενετίας. Παρέδωσε τις πόλεις στη βενετική διοίκηση. Όταν προφανώς σταμάτησαν οι πρόοδοι των Οθωμανών, οι Βενετοί αποφάσισαν να διαπραγματευτούν τη συμφωνία. Τον Απρίλιο του 1396 υπογράφηκε σύμβαση. Ο Τζούρατζ παρέδωσε το Σκουτάρι, τη λίμνη Σκάνταρ με όλα τα νησιά και το Σβέτι Σρτζ στη βενετική διοίκηση, ενώ συμφώνησε να διοχετεύσει τα έσοδα από τα διόδια στο Ντάνγι, με αντάλλαγμα 1.000 δουκάτα κάθε χρόνο. Υποσχέθηκε επίσης να υποστηρίξει τις πόλεις σε περίπτωση τουρκικής επίθεσης και έγινε δεκτός στη Βενετική αριστοκρατία. Η όλη πράξη ήταν χαρακτηριστική για αδύναμους άρχοντες, που αντιμετώπιζαν την πανίσχυρη Οθωμανική Αυτοκρατορία στην ακτογραμμή των δυτικών Βαλκανίων. Ο Τζούρατζ παρέμεινε να κυβερνά απευθείας μία μικρή περιοχή δυτικά τού ποταμού Μπογιάνα με το Μπαρ και το Ουλτσίνγι ως τις μόνες πόλεις.
Το 1396 ο Kόγια Ζακαρίγια από την οικογένεια Σάκατ ήρθε στην εξουσία στη βόρεια Αλβανία με κέντρο το Ντάνγι, ανεξάρτητα από τον Τζούρατζ.
Στα τέλη Απριλίου 1396, ο Ράντιτς και ο αδελφός του Ντομπριβόγιε Κρνογιέβιτς είχαν κάνει μία σημαντική κίνηση εναντίον τού Τζούρατζ. Πήραν το Γκρμπάλι και πολιόρκησαν το Κότορ. Ο Τζούρατζ έγινε αντιπαθητικός στον Ορθόδοξο σερβικό λαό, έτσι η εξαγορά των υπερβολικά ορθόδοξων θρησκευόμενων Κρνογιέβιτς αντιμετωπίστηκε όμορφα από τον κόσμο, με αποτέλεσμα ο Παστρόβιτς να σταυρώσει στο πλευρό τού Ράντιτς. Τον Μάιο του 1396 κινήθηκαν για να πολεμήσουν τον ίδιο τον Τζούρατζ, ωστόσο ο Τζούρατζ νίκησε εντελώς τους Κρνογιέβιτς και σκότωσε τον Ράντιτς, καταφέρνοντας να καταλάβει ένα μέρος της επικράτειας Κρνογιέβιτς. Σύντομα ένας νέος εχθρός εμφανίστηκε στα δυτικά. Ο Βόσνιος ευγενής Σαντάλγι Χράνιτς Κοσάτσα κατέλαβε γρήγορα μεγάλα τμήματα γης και κατέκτησε τη Μπούντβα και το Kότορ, έκανε συμφωνία με τους Παστρόβιτς, καταφέρνοντας επίσης να κερδίσει την προστασία των Βενετών, οι οποίοι τον ανακήρυξαν νόμιμο άρχοντα της Μπούντβα και της Zέτα. Στην Άνω Ζέτα, η υποομάδα Đurašević των Crnojevićs ήρθε στο προσκήνιο, αν και έσκαναν συμφωνία και ενώθηκαν με τον Τζούρατζ, βλέποντας έναν κοινό εχθρό στον δούκα Σαντάλγι. Τον βοήθησαν στους πολέμους κατά του Σαντάλγι, παίρνοντας τα πρώτα μέτωπα και ανακαταλαμβάνοντας όλα τα εδάφη από τη Μπούντβα έως το Σπιτς, καθώς και την εκκλησιαστική χώρα του Αγίου Μιχόλγι στον κόλπο του Κότορ, το σερβικό ορθόδοξο θρησκευτικό κέντρο στη Ζέτα. Τον Δεκέμβριο του 1396 ο Σιγισμούνδος βασιλιάς της Ουγγαρίας έχασε τη μάχη της Νικόπολης. Κατά την επιστροφή του στη θάλασσα, έμεινε στα εδάφη του Τζούρατζ. Για να τιμήσει τον Τζούρατζ για τους αγώνες του εναντίον των Οθωμανών, ο Σιγισμούνδος τον έκανε πρίγκιπα των νησιών Χβαρ και Koρτσούλα στη Δαλματία.
Η Γαληνότατη Δημοκρατία της Βενετίας οδήγησε μία οικονομική πολιτική, που σύντομα εισήγαγε τη βενετική νομισματική κυριαρχία στην περιοχή, αντικαθιστώντας πλήρως αυτή των Μπάλσιτς, και από την άνοιξη του 1396 έδειξε ξεκάθαρα αξιώσεις να καταλάβει τα υπόλοιπα εδάφη τού Τζούρατζ. Το βενετικό μονοπώλιο που εισήχθη με τη μείωση των τελωνειακών και άλλων φόρων στο Σκουτάρι και στο Ντρίβαστ μείωσε σημαντικά το εισόδημα των Μπάλσιτς και έτσι οι σχέσεις μεταξύ των δύο επιδεινώθηκαν. Έτσι το 1399, όταν στα εδάφη Μπάλσιτς, που διοικούντο από τη Βενετία, οι καταπιεσμένοι αγρότες ξεκίνησαν μιία εξέγερση, όλη η ενοχή αποδόθηκε στον Τζούρατζ. Ως αποτέλεσμα, στις αρχές του 1401 η Βενετία έπαψε να πληρώνει τον ετήσιο φόρο χιλίων δουκάτων για τα εδάφη. Ένας άλλος λόγος που ισχυρίστηκε, ήταν οι συχνές ληστείες από υπόπτους από την επικράτεια του Τζούρατζ βενετικών αποθηκών αλατιού στην περιοχή, κρίσιμο πόρο εκείνης της εποχής. Αυτό έκανε τον Τζούρατζ να ανανεώσει ξανά τους δεσμούς του με τους Οθωμανούς, αλλά οι πόλεμοι στη Μ. Ασία κατέστησαν αδύνατη την παρέμβασή τους, κάτι που τελικά ανάγκασε τον Τζούρατζ να υποκύψει στις βενετικές απαιτήσεις. Σύμφωνα με τη νέα συμφωνία πλήρωσε για όλη τη ζημιά, που προκάλεσαν οι ληστές και συμφώνησε να δώσει δωρεάν διέλευση και ειδικά προνόμια στους Βενετούς εμπόρους, ενώ η Βενετία συνέχισε να πληρώνει φόρο τιμής για τις πόλεις. Οι πράξεις αυτές εισήγαγαν τη βενετική παρουσία στην περιοχή, η οποία θα παρέμενε στο εξής ως σημαντικός τοπικός πολιτικός παράγοντας. Το 1402 ο επί χρόνια αντίπαλος τού Μπάλσιτς, Κονσταντίν σκοτώθηκε από Βενετούς πράκτορες στο Δυρράχιο κάτω από άγνωστες συνθήκες.
Επιστρέφοντας από τη μάχη της Άγκυρας, ο κουνιάδος του Τζούρατζ, ο πρόσφατα εστεμμένος δεσπότης Στέφανος Λαζάρεβιτς, έμεινε στην Αυλή του στα τέλη τού καλοκαιριού τού 1402. Ο Τζούρατζ τον προετοίμασε και οργάνωσε στρατό, για να πολεμήσει τον αντίπαλό του Τζούρατζ Μπρανκόβιτς στην υπηρεσία των Οθωμανών στn μάχη της Τρίπολης κοντά στη Γκρατσανίτσα τον Νοέμβριο του 1402, για να βοηθήσει τον εξάδελφό του με κάθε δυνατό μέσο, καταλήγοντας σε πλήρη νίκη. Τον Απρίλιο του 1403, ο Τζούρατζ Β΄ Στρατσιμιρόβιτς απεβίωσε από τα τραύματα που υπέστη στη μάχη. Κηδεύτηκε στον ναό της Αγίας Αικατερίνης στη γενέτειρά του στο Ουλσίνγι, όπου και παραμένει μέχρι σήμερα. Ο δεκαεπτάχρονος Μπάλσα Γ΄, το μοναχοπαίδι τού Τζούρατζ Β΄, κληρονόμησε τα εδάφη του. Κυβέρνησε με τη μητέρα του ως κύριο σύμβουλο, μέχρι που αυτή ξαναπαντρεύτηκε το 1411, με τον Βόσνιο δούκα Σαντάλγι Χράνιτς από την Ερζεγοβίνη. Έδωσε σημαντικό αντίκτυπο στην εξωτερική πολιτική της Ζέτας, συνδέοντάς την με το νεοσύστατο Σερβικό δεσποτάτο ως πρώην σημαντικό τμήμα της αυτοκρατορίας της Σερβίας.
Ο Τζούρατζ συνέχισε να χρησιμοποιεί το νόμισμα των προκατόχων του, νομίσματα σφυρήλατα με τον λύκο, το στήθος και τα σύμβολα της ασπίδας των Μπάλσιτς, δηνάρια, που χρησιμοποιούντο στα εδάφη της Σερβικής αυτοκρατορίας, αν και δεν έκοψε πολλά νέα νομίσματα, παρόμοια με τού προκατόχου του, λόγω της συνεχούς αποδυνάμωσης της οικονομικής ισχύος των Μπάλσιτς. Η μία από τις δύο εκδοχές περιείχε κεφάλια λύκων και το εθνόσημο των Μπάλσιτς, το καθένα με μία περιμετρική επιγραφή: "MD GORGI STRACIMIR" στη μία πλευρά και "S. STEFAN SCUTARI" στην άλλη. Η άλλη εκδοχή είχε το γράμμα «Μ» δίπλα στο οικόσημο και τις παρουσιάσεις τού προστάτη τού Μπάλσιτς Αγίου Λαυρεντίου μαζί με μία επιγραφή κάτω από αυτόν «S. LAVRENCIUS M». [11] Σύμφωνα με ορισμένες πηγές, εξέδωσε επίσης πολλά νομίσματα με κυριλλική γραφή. [12] Ωστόσο, μεταγενέστερες πηγές τα αποδίδουν στον Τζούρατζ Α΄ Μπάλσιτς.
Ο Τζούρατζ ίδρυσε για τη Σερβική Ορθόδοξη Εκκλησία μία εκκλησία του Αγίου Γεωργίου και το μοναστήρι Μπέσκα στο νησί Μπέσκα στη λίμνη Σκάνταρ, κοντά στο Στάρτσεβο. Μετά το τέλος του, η σύζυγός του Γιελένα την επέκτεινε το 1438/1439 με μία άλλη εκκλησία, την εκκλησία της Αγίας Μαρίας, όπου τάφηκε το 1443. Το μοναστήρι έγινε σημαντικό πολιτιστικό και πνευματικό κέντρο της Σερβικής Εκκλησίας, εργαζόμενο ενεργά για τη γραφή και τη διατήρηση της κληρονομιάς του Νεμάντιτς. [13] Η σύζυγος τού Τζούρατζ, Γιελένα, έγινε βαθιά θρησκευόμενη και ταλαντούχα ποιήτρια, γράφοντας το έργο της στη τώρα παλαιά σερβο-σλαβική γλώσσα. [14]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.