From Wikipedia, the free encyclopedia
Το Παλλημνιακό Σχολικό Ταμείο είναι ΝΠΔΔ με έδρα τη Μύρινα Λήμνου. Ιδρύθηκε το 1927 και σκοπός του είναι η οικονομική ή άλλη ενίσχυση των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων της Λήμνου. Η αρχική περιουσία του Ταμείου περιλάμβανε κινητά και ακίνητα που κατείχαν τα σχολεία επί τουρκοκρατίας. Σήμερα η βασική πηγή εσόδων του είναι το αγρόκτημα «Μητρόπολη», που βρίσκεται ανάμεσα στα χωριά Λιβαδοχώρι και Καρπάσι.
Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές. |
Το κοινοτικό αγρόκτημα «Μητρόπολη» ταυτίζεται με το βυζαντινό μοναστήρι του Αγίου Παύλου ή Αγιοπαυλίτικο, που ήταν μετόχι της ομώνυμης μονής του Αγίου Όρους. Βρίσκεται στην περιφέρεια του Δήμου Ατσικής, ανάμεσα στα χωριά Καρπάσι και Λιβαδοχώρι. Πότε ακριβώς ιδρύθηκε, δεν είναι γνωστό. Πρέπει να είναι από τα πρώτα αγιορείτικα μετόχια του νησιού, αφού το 1858 που ο Γερμανός περιηγητής Cοnze επισκέφθηκε την περιοχή, αντέγραψε από την επιγραφή του ναού ανάμεσα σε άλλα και τα: «ΟΚΟΔΟΜΗΘΗ. . . CΤΦΠς», δηλαδή ότι οικοδομήθηκε το έτος «6586 από κτίσεως κόσμου», χρονολογία που αντιστοιχεί στο 1078-79 μ.Χ.
Η εκκλησία της Παναγίας, η οποία υπάρχει σήμερα στο συγκρότημα, είναι μεταβυζαντινή. Έχει κτιστεί στα ερείπια παλαιότερου ναού, όπως μαρτυρούν πολλά μαρμάρινα μέλη που υπάρχουν είτε ενσωματωμένα στην τοιχοποιία της είτε στον περίγυρο. Εκτός από τη βυζαντινή επιγραφή του 11ου αιώνα που ανέφερε ο Conze, αρκετά μέλη φέρουν σκαλιστό παλαιοχριστιανικό διάκοσμο, ενώ διακρίνονται σαρκοφάγοι, ένα σύνθρονο καθώς και πολλοί κίονες και μαρμάρινα θραύσματα. Συνεπώς, ο χώρος έχει παλαιότατη χρήση και επιβάλλεται ανασκαφή για να διευκρινιστούν αυτά τα ζητήματα.
Η ύπαρξη του μετοχιού είναι γνωστή από χρυσόβουλα της μονής Αγ. Παύλου του Άθω του 1436. Το 1462 ο Δημήτριος Παλαιολόγος -προσωρινός Δεσπότης της Λήμνου κατά παραχώρηση του Μωάμεθ του Πορθητή- πρόσταξε τους μοναχούς της μονής να κλείσουν ένα «καπηλείον» που λειτουργούσε εκεί. Την ύπαρξη του μετοχιού επιβεβαιώνουν οι περιηγητές: Βιντσέντζο Κορονέλλι (1690-95), ο οποίος το χαρακτηρίζει μεγαλοπρεπές, Le Quien (1740: ως Monasterio S. Pauli), Ωγκύστ ντε Σουαζέλ Γκουφιέ (1785: ως Agio Paulitico Couvent) και Lacroix (1848). [1]
Στο παρελθόν το μοναστήρι χρησιμοποιήθηκε ως έδρα του μητροπολίτη Λήμνου. Έτσι ερμηνεύεται τόσο το σύνθρονο, όσο και οι εντυπωσιακές σκαλιστές σαρκοφάγοι. Το πιθανότερο είναι αυτό να συνέβη κατά τον 15ο αιώνα. Ο Γερμανός αρχαιολόγος Fredrich υποστηρίζει ότι η μεταφορά της έδρας του μητροπολίτη στη μονή Αγ. Παύλου έγινε γύρω στο 1395, χωρίς να προσκομίζει κάποιο αποδεικτικό στοιχείο.
Παλαιότερα, έδρα του μητροπολίτη Λήμνου ήταν η Ηφαιστία και, μετά την παρακμή της, ο Κότσινος. Κατά την περίοδο της ενετοκρατίας (1207-77) οι Λατίνοι δεν επέτρεψαν την ύπαρξη ορθοδόξου μητροπολίτη στο νησί κι εγκατέστησαν αντιπρόσωπο του Πάπα. Μετά την εκδίωξη των Ενετών από το νησί το 1277 και την εγκατάσταση και πάλι ορθοδόξου μητροπολίτη, αυτός εγκαταστάθηκε στον Κότσινο.
Κατά τη διάρκεια του 15ου αιώνα και μέχρι το 1479, που παραχωρήθηκε στους Οθωμανούς, το νησί πέρασε δύσκολα χρόνια. Το πιθανότερο είναι πως στη διάρκεια αυτής της περιόδου συνέβη η μετακίνηση της μητροπολιτικής έδρας από τον Κότσινο στον Άγιο Παύλο, μιας και από το 1408 τον Κότσινο κατείχαν οι γενουάτες Γατελούζι, πιστοί του δυτικού δόγματος. Σ’ αυτό συνηγορεί κι ένας προσδιορισμός που υπάρχει σε αγιορείτικο πρακτικό απογραφής του 1430 κι αναφέρεται στην περιοχή του Κότσινου: «...οδός απάγουσα εις την Αρχιεπισκοπήν...», που υπονοεί ότι το 1430 η Αρχιεπισκοπή Λήμνου δεν είχε έδρα τον Κότσινο, αλλά είχε μεταφερθεί στην ενδοχώρα και υπήρχε κάποια οδός πού οδηγούσε σ’ αυτήν.
Μετά την οθωμανική κατάκτηση ο ορθόδοξος μητροπολίτης εγκαταστάθηκε στο Κάστρο (Μύρινα). Έτσι η μονή του Αγίου Παύλου απέκτησε το προσωνύμιο Παλαιά Μητρόπολις ή Μητρόπολις, το οποίο διατήρησε σε όλη τη διάρκεια της τουρκοκρατίας και εξακολουθεί να φέρει μέχρι σήμερα. Δεν αποκλείεται έκτοτε το μοναστήρι να χρησιμοποιείτο είτε ως τόπος αναψυχής του εκάστοτε μητροπολίτη είτε ως δεύτερη μητροπολιτική κατοικία.
Στη συνέχεια η μονή και το Λικολι, όπως ονόμαζαν οι Οθωμανοί τον κοντινό οικισμό των πάροικων του μετοχιού, ερειπώθηκαν κι εγκαταλείφθηκαν απ’ τους κατοίκους τους κάποια χρονική στιγμή μετά το 1695, χρονιά κατά την οποία επισκέφθηκε το μετόχι ο Βιντσέντζο Κορονέλλι και εντυπωσιάστηκε από αυτό. [2]
Κατά το 18ο αιώνα τρεις φωτισμένοι ιεράρχες του νησιού: ο Ιωαννίκιος ο Λίνδιος (1707-33), ο Παρθένιος ο Λίνδιος (1743-56) και ο Ιερόθεος (1756-64) υποστήριξαν το εκπαιδευτικό έργο και δημιούργησαν ένα θετικό υπέρ της παιδείας κλίμα στο νησί. Στα χρόνια τους καθιερώθηκε η χρηματοδότηση της λειτουργίας των σχολείων από τα έσοδα του αγροκτήματος της παλαιάς μονής του Αγ. Παύλου ή του αγροκτήματος της «Μητροπόλεως», όπως είχε επικρατήσει να αποκαλείται.
Την πρακτική αυτή αμφισβήτησαν μεταγενέστερα οι μητροπολίτες Καλλίνικος (1777-95) και Θεόκλητος (1795-1814), οι οποίοι συνεπικουρούμενοι από το πατριαρχείο θέλησαν να διαχειρίζονται τα έσοδά του. Τότε η κοινότητα προσέφυγε στον καδή προσκομίζοντας παλαιούς τίτλους ιδιοκτησίας, ο οποίος δικαίωσε τους κατοίκους. Τελικά, με δύο φιρμάνια του 1799 και του 1800 αποφασίστηκε «...να παρεμποδισθή η επέμβασις του Μητροπολίτου...» και «...τουντεύθεν αι γαίαι αύται ανήκουσιν εις τους κατοίκους της Λήμνου...».
Τα φιρμάνια αυτά αποδείχθηκαν χρήσιμα σε δυο ακόμα περιπτώσεις. Συγκεκριμένα, το 1881 ο Οθωμανός «Διευθυντής επί των χωραφίων» αμφισβήτησε το ιδιοκτησιακό καθεστώς του αγροκτήματος ισχυριζόμενος ότι είναι κρατικό. Όμως, η ύπαρξη των φιρμανιών τον εμπόδισε να το καταπατήσει. Επίσης, το 1884 οι Οθωμανοί κάτοικοι της Λήμνου απαίτησαν από τα έσοδα του αγροκτήματος να χρηματοδοτούνται και τα μουσουλμανικά σχολεία του νησιού, επειδή παλαιότερα ένα μέρος από τα κτήματα αυτά τα καλλιεργούσαν μουσουλμάνοι. Αυτό ήταν αλήθεια αλλά οι καλλιεργητές είχαν δημιουργήσει χρέη, τα οποία πλήρωσαν οι χριστιανοί εξαγοράζοντας τα δικαιώματα των μουσουλμάνων κατοίκων.
Έτσι, το κτήμα παρέμεινε υπό τον έλεγχο της χριστιανικής κοινότητας με την επωνυμία Κοινοτικό Αγρόκτημα Μητρόπολις. Από τα έσοδά του, τα οποία κατά περιόδους κυμαίνονταν από 300 ως 450 λίρες, χρηματοδοτούνταν τα σχολεία του νησιού μέχρι το τέλος της τουρκοκρατίας. [3]
Εκτός από τα έσοδα του Κοινοτικού Αγροκτήματος τα έσοδα των σχολείων της Λήμνου προέρχονταν από ένα πλήθος κινητών και ακίνητων περιουσιακών στοιχείων, όπως: σπίτια, καταστήματα, μετοχές, χρεόγραφα, τιμαλφή και καταθέσεις σε τράπεζες της Αιγύπτου, όπου υπήρχε πολυάριθμη λημνιακή παροικία, και της Κωνσταντινούπολης.
Τα χρήματα αυτά προέρχονταν κυρίως από δωρεές και κληροδοτήματα αποδήμων και προορίζονταν για τη λειτουργία των σχολείων στα χωριά του νησιού: την προμήθεια βιβλίων και άλλου εκπαιδευτικού υλικού, τη μισθοδοσία των διδασκάλων, συντήρηση των σχολικών κτιρίων κλπ. Τη διαχείριση των χρημάτων είχε μια επιτροπή των κατοίκων που έφερε διάφορα ονόματα κατά καιρούς, όπως: "Κεντρική Επιτροπή Εκπαιδευτηρίων", η οποία είχε επικρατήσει να αποκαλείται "Παλλημνιακή". Το συμβούλιό της αποτελείτο από επιφανείς άνδρες του νησιού που εκλέγονταν ανά τριετία, με πρόεδρο και εγγυητή της νομιμότητας τον εκάστοτε μητροπολίτη Λήμνου.
Μετά την απελευθέρωση του νησιού από τους Τούρκους, το 1912, και την οριστική ενσωμάτωσή του στο ελληνικό κράτος, το 1923, με τη Συνθήκη της Λωζάννης προέκυψε ένα νομικό κενό σχετικά με την τύχη της κοινοτικής σχολικής περιουσίας, η οποία ήταν αρκετά μεγάλη.
Το 1927, με το νόμο 3437, ιδρύθηκε το Παλλημνιακό Ταμείο Εκπαιδευτικής Προνοίας ως ΝΠΔΔ, στο οποίο μεταβιβάστηκε όλη η κινητή και ακίνητη κοινοτική περιουσία. Σύμφωνα με το νόμο αυτό γενικός σκοπός του ταμείου είναι η οικονομική ενίσχυση της λειτουργίας των σχολείων του νησιού αλλά και άλλων κοινόχρηστων καταστημάτων, όπως του νοσοκομείου, του επαρχείου κλπ.
Το 1931, με νέο νομοθέτημα, το ταμείο πήρε την ονομασία: Παλλημνιακό Σχολικό Ταμείο. Το Ταμείο αρχικά διοικούσε δεκαμελής επιτροπή, η "Παλλημνιακή", που εκλεγόταν ανά τριετία από αντιπροσώπους των κοινοτήτων των χωριών. Αυτή η εκλογική διαδικασία αποτελούσε συνέχεια παρόμοιας παλαιότερης που επικρατούσε επί τουρκοκρατίας και οι ρίζες της ανάγονται στα 1840 περίπου, σύμφωνα με τα υπάρχοντα τεκμήρια! Συνεχίστηκε ως το 1967, με εξαίρεση την περίοδο της γερμανικής κατοχής. Η δικτατορία κατάργησε την εκλογή των μελών της διοίκησης του Παλλημνιακού Ταμείου και την αντικατέστησε με διορισμό από το νομάρχη. Η τακτική αυτή δεν άλλαξε μετά την πτώση της χούντας και συνεχίζεται μέχρι σήμερα.
Το 2019, με το νόμο 4589 ονομάστηκε Παλλημνιακό Ταμείο.
Η αρχική κινητή περιουσία του Παλλημνιακού Ταμείου σε καταθέσεις και ομόλογα ήταν πολύ μεγάλη. Αλλά η χρησιμοποίησή της για την ανέγερση διδακτηρίων στα χρόνια του μεσοπολέμου τη λιγόστεψε κατά πολύ. Ο Β' Παγκόσμιος πόλεμος που ακολούθησε εξανέμισε όσες καταθέσεις δεν ήταν σε ισχυρό νόμισμα ή σε χρυσό. Ένα μέρος των ομολόγων ήταν κατατεθειμένα σε τράπεζες στην Αίγυπτο, όπου υπήρχε ανθούσα λημνιακή παροικία. Τη δεκαετία του ’50, με την επικράτηση του Νάσερ, οι καταθέσεις αυτές δεσμεύτηκαν κι έτσι ουσιαστικά μηδενίστηκαν.
Τα σημαντικότερα ακίνητα του Παλλημνιακού Ταμείου είναι:
Σήμερα η συνεισφορά του Ταμείου στα σχολεία του νησιού περιορίζεται σε μικρές ετήσιες επιχορηγήσεις. Όμως, στο παρελθόν που ήταν πιο εύρωστο οικονομικά συνεισέφερε σε πολλά κοινωφελή έργα, εκπαιδευτικά και άλλα. Ορισμένα έργα στα οποία βοήθησε αποφασιστικά είναι:
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.