Remove ads
φρούριο στην Κέρκυρα From Wikipedia, the free encyclopedia
Το Παλαιό Φρούριο της Κέρκυρας (ενετικά: Fortezza Vecchia) είναι φρούριο χτισμένο πάνω σε μια βραχώδη χερσόνησο με δύο χαρακτηριστικούς λόφους (κορυφαί) και αποτελεί το ανατολικό άκρο της πόλης. Η θέση της χερσονήσου βρίσκεται ανατολικά από την αρχαία πόλη της «Κόρκυρας», ανάμεσα στον κόλπο της Κέρκυρας στα βόρεια και τον όρμο της Γαρίτσας στα νότια.[2][3] Η συγκεκριμένη τοποθεσία αποτελούσε ιδανική επιλογή, καθώς επέτρεπε την εύκολη πρόσβαση στο θαλάσσιο δίκτυο και τον πλήρη έλεγχο των γειτονικών ακτών, ενώ τα ψηλά οχυρώματα σε συνδυασμό με την τεχνητή τάφρο καθιστούσαν αδύνατη την πρόσβαση οποιουδήποτε επιδρομέα.[4]
Παλαιό Φρούριο της Κέρκυρας | |
---|---|
Είδος | φρούριο |
Γεωγραφικές συντεταγμένες | |
Διοικητική υπαγωγή | Δήμος Κεντρικής Κέρκυρας και Διαποντίων Νήσων |
Τοποθεσία | Κέρκυρα |
Χώρα | Ελλάδα |
Έναρξη κατασκευής | 1545 |
Προστασία | αρχαιολογικός χώρος στην Ελλάδα και διατηρητέο κτήριο στην Ελλάδα[1] |
Πολυμέσα | |
δεδομένα (π) |
Μετά τον 6ο αιώνα η τοποθεσία οχυρώθηκε και απέκτησε τους πρώτους κατοίκους, που ήταν οι επιζήσαντες από τις καταστροφές των Γότθων στην Αρχαία πόλη της Κέρκυρας. Το φρούριο δημιουργήθηκε μετά τον 15ο αιώνα από τις βενετσιάνικες οχυρώσεις στην παλιότερη βυζαντινή πρωτεύουσα του νησιού (6ος - 13ος αιώνας), με τις βυζαντινές οχυρώσεις να αντικαθίστανται στο μεγαλύτερο μέρος τους από τις αντίστοιχες των Βενετών.[5] Η Δημοκρατία της Βενετίας δημιούργησε ένα τεχνικό κανάλι, το «Κόντρα Φόσσα» που ένωσε τον κόλπο της Κέρκυρας με τον όρμο της Γαρίτσας και μετέτρεψε τη βυζαντινή πρωτεύουσα σε τεχνητό νησί.[2][3][5] Το κάστρο αντιστάθηκε επιτυχώς σε τρεις σκληρές οθωμανικές επιθέσεις (1537, 1571, 1716).[2][5] Τον 16ο αιώνα η πόλη διαμόρφωσε περίπου τη σημερινή της μορφή και το Παλαιό Φρούριο μετατράπηκε σε στρατιωτικό χώρο. Η πόλη της Κέρκυρας και ολόκληρο το νησί πήραν το εναλλακτικό, επικρατές στο εξωτερικό όνομα Κορφού (Corfu) από τις δύο κορυφές του φρουρίου («Κόρυφος» στα νέα ελληνικά, «Κορυφώ» στα Βυζαντινά) που σημαίνει "πόλη των κορυφών".[5][6] Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και την ανταλλαγή πληθυσμών στο φρούριο στεγάστηκαν προσωρινά πολλές οικογένειες Μικρασιατών.[7]
Οι οχυρώσεις στο σύνολο τους κατασκευάστηκαν τμηματικά σε ένα τεράστιο χρονικό διάστημα συνολικά 15 αιώνων. Στο διάστημα αυτό ξεχωρίζουν τρεις ιστορικές φάσεις: Η βυζαντινή στην οποία οχυρώθηκε ο ανατολικός λόφος («Παλαιό Κάστρο»), η πρώιμη ενετική όταν η χερσόνησος μετατράπηκε σε νησί και οχυρώθηκε ο δυτικός λόφος («Νέο Κάστρο») και η ύστερη ενετική όταν συμπληρώθηκαν τα οχυρωματικά έργα και έλαβαν τη σημερινή μορφή για να αντιμετωπίσουν τη νέα σύγχρονη απειλή, τα κανόνια.[8] Την ύστερη ενετική περίοδο ισοπεδώθηκαν τα κτίσματα μπροστά από το Παλαιό Κάστρο και κατασκευάστηκε στη θέση τους η επιβλητική «Πλατεία Σπιανάδα» στην οποία βρίσκεται έως σήμερα η είσοδος του φρουρίου. Το φρούριο υπέστη αρκετές μετατροπές και ελάχιστα πράγματα θυμίζουν σήμερα την αρχική μορφή των Βυζαντινών, με τις περισσότερες να έχουν γίνει τον 16ο αιώνα από τους Βενετούς για να αμυνθούν απέναντι στις οθωμανικές επιδρομές.
Οι Βενετοί προσπάθησαν να ενισχύσουν τα οχυρώματα, να ανοίξουν μεταγενέστερες τάφρους γύρω από το φρούριο και να λειάνουν τα βράχια για να εμποδίσουν οποιαδήποτε εχθρική αναρρίχηση. Παρόλο που δεν έτυχε ευρείας αναγνώρισης η αξία του στρατιωτικού αυτού αριστουργήματος, εντούτοις αρκετές διαφορετικές σημαίες κυμάτισαν στη κορυφή του σαν αποτέλεσμα των αλλαγών που συντελέστηκαν στην Ευρώπη. Χάρη σ’ αυτή την εξέλιξη όλοι άφησαν το σημάδι τους, Βυζαντινοί, Ενετοί, Γάλλοι, Ρώσοι, Άγγλοι, Έλληνες, Ιταλοί, Γερμανοί, ο καθένας είχε την συμβολή του στο να ολοκληρωθεί αυτό το ιδιαίτερο κόσμημα της Κέρκυρας.[9]
Οι παλιότερες οχυρώσεις στην «Παλαιά Πόλη» χρονολογούνται τον 6ο αιώνα όταν οι Γότθοι κατέστρεψαν την «Κόρκυρα» και ανάγκασαν τους κατοίκους να μεταφερθούν και να οχυρωθούν στην ανατολική χερσόνησο.[5] Ακολούθησε μια περίοδος πέντε αιώνων χωρίς πληροφορίες, ώσπου τον 11ο αιώνα η Άννα Κομνηνή μνημόνευσε στην Αλεξιάδα την «ισχυρά οχυρωμένη πόλη της Κέρκυρας».[5] Η Ακρόπολη περιλάμβανε δυο κορυφές που εξοπλίστηκαν επανειλημμένα με πύργους. Η ψηλότερη που βρισκόταν πιο κοντά στην πόλη οχυρώθηκε από τους Βυζαντινούς τον 12ο αιώνα και ονομάστηκε από τους Βενετούς «Κάστρο κοντά στη στερεά» ή «Νέο Κάστρο».[5] Η χαμηλότερη κορυφή στα ανατολικά δίπλα στη θάλασσα ονομάστηκε από τους Βενετούς "Κάστρο δίπλα στη θάλασσα" ή "Παλαιό Κάστρο" και χρησίμευσε για κάποιο διάστημα ως πυριτιδαποθήκη.[5] Από τη Γοτθική επίθεση μέχρι τον 13ο αιώνα η Βυζαντινή πόλη της Κέρκυρας βρισκόταν πάνω στη χερσόνησο εκεί που σήμερα τοποθετείται η "Παλαιά Πόλη". Τον 15ο αιώνα οι Βενετσιάνοι ξεκίνησαν την αντικατάσταση των Βυζαντινών οχυρώσεων με δικές τους.[5]
Μετά την πρώτη πολιορκία της Κέρκυρας από τους Οθωμανούς (1537), οι Βενετοί δημιούργησαν ισχυρές αμυντικές ζώνες. Οι Βενετοί μηχανικοί Σαβορνιάν και Μαρτινέγκο κατασκεύασαν τη δεκαετία 1545-55 ισχυρές οχυρώσεις με την τελειότερη τεχνολογία της εποχής.[5] Η σημαντικότερη κατασκευή των Βενετών ήταν η τάφρος "Κόντρα Φόσσα", που μετέτρεψε την Ακρόπολη σε νησί. Η τάφρος υπάρχει και σήμερα με το ιταλικό της όνομα, ενώ η επικοινωνία ανάμεσα στην ξηρά και την Ακρόπολη γινόταν με κινητή γέφυρα, που αντικαταστάθηκε τα σύγχρονα χρόνια από μόνιμη.[5]
Ο Τρίτος Βενετοτουρκικός πόλεμος ξέσπασε το 1537. Ο Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα, ελληνικής καταγωγής τυχοδιώκτης από τη Μυτιλήνη και αρχιναύαρχος του οθωμανικού στόλου του Σουλτάνου Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς επιτέθηκε στην Κέρκυρα με 25.000 άντρες. Οι Οθωμανοί στρατοπέδευσαν στη Γουβιά Κέρκυρας και προχώρησαν προς την πόλη, ενώ στο δρόμο τους κατέστρεψαν το χωριό που βρίσκεται σήμερα στη θέση Ποταμός Κέρκυρας.[10] Οι Οθωμανοί σύντομα κατέλαβαν ολόκληρο το νησί εκτός από το Παλαιό Φρούριο και το Αγγελόκαστρο Κέρκυρας. Πολλοί κάτοικοι θανατώθηκαν ή πουλήθηκαν ως δούλοι από το στρατό του σουλτάνου.[10][11] Οι Βενετοί έδιωξαν από το Παλαιό Κάστρο τους ηλικιωμένους, τις γυναίκες και τα παιδιά, που ήταν άχρηστοι στα αμυντικά τους σχέδια και έπεσαν στα χέρια των Τούρκων, πράξη που εξόργισε τους Έλληνες κατοίκους.[12] Το Παλαιό Κάστρο ωστόσο και το Αγγελόκαστρο με τα πετυχημένα αμυντικά σχέδια των Βενετών αντιστάθηκαν αποτελεσματικά και οι Οθωμανοί αποχώρησαν απογοητευμένοι καταστρέφοντας ολόκληρο το νησί από την οργή τους.[5] Οι 20.000 κάτοικοι που δεν μπόρεσαν να βρουν καταφύγιο θανατώθηκαν από τους άντρες του Μπαρμπαρόσα ή πουλήθηκαν ως σκλάβοι.[2] Οι Οθωμανοί επέστρεψαν 24 χρόνια αργότερα, τον Αύγουστο του 1571, κυρίευσαν την Πάργα και τα Σύβοτα Θεσπρωτίας στην ηπειρωτική Ελλάδα, επιτέθηκαν στους Παξούς και στη συνέχεια έκαναν εισβολή στην Κέρκυρα και κατέστρεψαν το χωριό Ποταμός.[13] Το κάστρο αντιστάθηκε ηρωικά, αλλά το υπόλοιπο νησί καταστράφηκε με βαριές απώλειες αμάχων, με τους Οθωμανούς να καίνε σπίτια, εκκλησίες και δημόσια κτίρια.[14][15][16]
Οι Οθωμανοί έκαναν νέες προσπάθειες να καταλάβουν την Κέρκυρα όταν ξέσπασε ο Έβδομος Βενετοτουρκικός πόλεμος και έγινε εύκολα η οθωμανική ανακατάληψη της Πελοποννήσου το 1716. Οι Βενετοί διόρισαν διοικητή της Κέρκυρας τον Ματθία, κόμη του Σούλενμπουργκ (Matthias Johann Graf von der Schulenburg), ο οποίος ενίσχυσε σημαντικά την άμυνα του κάστρου, ενώ σύντομα έφτασε και ο στρατός των Βενετών υπό την ηγεσία του μετέπειτα δόγη Αλβίζε Γ΄ Μοτσενίγκο.[2][5][17] Ο Καρά Μουσταφά Πασάς ξεκίνησε την πολιορκία (6 Ιουλίου 1716), οι Οθωμανοί τοποθέτησαν το πυροβολικό τους σε στρατηγικά σημεία στους λόφους του Αβράμη και του Σαρόκκο και ξεκίνησαν την πολιορκία της Ακρόπολης.[2][5][17] Οι Βενετοί και οι Κερκυραίοι με τον κόμη Σούλενμπουργκ αντιστάθηκαν για άλλη μια φορά πολύ σκληρά, με συνέπεια οι Οθωμανοί ύστερα από πολιορκία που κράτησε επτά βδομάδες να διακόψουν τις προσπάθειες τους και να φύγουν από το νησί (19 Αυγούστου 1716).[2] Μετά την αναχώρηση των Οθωμανών οι Βενετσιάνοι και ο κόμης Σούλενμπουργκ ενίσχυσαν ξανά την άμυνα της Κέρκυρας, ιδιαίτερα στους λόφους του Αβράμη και του Σαρόκκο για να προστατεύσουν το νησί από μελλοντικές επιθέσεις. Στη Γουβιά δημιούργησαν ένα νέο οπλοστάσιο για να εξυπηρετήσει τον στόλο τους.[2] Η υπεράσπιση της Κέρκυρας υπό τον κόμη Σούλενμπεργκ θεωρήθηκε μια από τις πιο φημισμένες επιδόσεις της σύγχρονης πολεμικής ιστορίας (κατά τον ιστορικό Meyers). Ο ίδιος τιμήθηκε με ανδριάντα που βρίσκεται στην Κέρκυρα στην είσοδο του Παλιού Φρουρίου και φιλοτεχνήθηκε από τον Ιταλό γλύπτη Αντόνιο Κοραντίνι, ενώ η ηρωική υπεράσπιση της Κέρκυρας και τελική νίκη κατά των Οθωμανών τιμήθηκε από τον μουσουργό Αντόνιο Βιβάλντι με το αλληγορικό ορατόριο Juditha triumphans, που αναφέρεται στο γεγονός αυτό.
Μια έκρηξη στην πυριτιδαποθήκη του Παλαιού Κάστρου είχε σαν αποτέλεσμα την καταστροφή των περισσότερων κτηρίων σε ολόκληρο το Φρούριο (1718), ανάμεσα τους και το κτίριο του κυβερνήτη.[18] Οι νεκροί από την έκρηξη ήταν εκατοντάδες, περιγράφεται σαν μια "από τις μεγαλύτερες καταστροφές στην ιστορία της Κέρκυρας".[2][19][20][21][22][23] Ο Βενετός διοικητής του φρουρίου Αντρέα Πιζάνι αδελφός του Δόγη της Βενετίας Αλβίζε Γ΄ Μοτσενίγκο ήταν ανάμεσα στους νεκρούς.[18][20] Το "Παλαιό Κάστρο" οικοδομήθηκε ξανά από τον Σούλενμπουργκ, κατασκεύασε δυο νέα κτίρια στους λόφους του Αβράμη και του Σαρόκκο (1721) που κατεδαφίστηκαν όταν ενώθηκε η Κέρκυρα με την Ελλάδα σύμφωνα με τους όρους της "Συνθήκης του Λονδίνου" (1864).[2][5] Οι κυβερνήτες του Παλαιού και του Νέου Κάστρου ήταν διορισμένοι από τη Δημοκρατία της Βενετίας για περίοδο δυο ετών, οι δυο κυβερνήτες έδιναν όρκο στη Γερουσία της Βενετίας να μην επικοινωνούν καθόλου μεταξύ τους τη διετή περίοδο που κυβερνούσαν. Ο σκοπός του όρκου ήταν να αποφύγουν τυχόν συνωμοσία με στόχο την εξέγερση απέναντι στη Δημοκρατία.[24]
Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και την Ελληνοτουρκική ανταλλαγή πληθυσμών του 1923 η Κέρκυρα αποτέλεσε ένα από τα κυριότερα κέντρα υποδοχής Ελλήνων προσφύγων από τη Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη (1922-1932). Πολλές οικογένειες Μικρασιατών προσφύγων εγκαταστάθηκαν από τον Ιανουάριο του 1923 στο Παλαιό Φρούριο. Την 31η Αυγούστου 1923 έλαβε χώρα ιταλικός φασιστικός βομβαρδισμός κατά την Ιταλική εισβολή στην Κέρκυρα. Από τον βομβαρδισμό έχασαν τη ζωή τους 15 άμαχοι εκ των οποίων οι 13 Μικρασιάτες πρόσφυγες.[25][26]
Οι Ναζί χρησιμοποίησαν τα δυο κάστρα για να φυλακίσουν τους Εβραίους της Κέρκυρας όταν τελείωσε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Οι Εβραίοι κλήθηκαν από τους Γερμανούς (8 Ιουνίου 1944) να παρουσιαστούν το πρωί της επόμενης μέρας στο Παλαιό Κάστρο, πολλοί δραπέτευσαν στην ύπαιθρο αλλά οι περισσότεροι παρουσιάστηκαν το πρωί της 9ης Ιουνίου επειδή φοβήθηκαν για τις οικογένειες τους. Οι Γερμανοί τους ανάγκασαν να παραδώσουν τα κοσμήματα, την περιουσία τους και τους φυλάκισαν στο κάστρο. Οι Εβραίοι έζησαν μερικές μέρες σε πολύ δύσκολες συνθήκες, στη συνέχεια μεταφέρθηκαν διαδοχικά στη Λευκάδα, στην Πάτρα, στον Πειραιά και στο Χαϊδάρι, από εκεί κατέληξαν στο Στρατόπεδο συγκέντρωσης Άουσβιτς.[27][28] Από τους υπόλοιπους που εγκατέλειψαν την Κέρκυρα επέστρεψαν τελικά μόνο οι 120.[27]
Το Παλαιό Φρούριο λειτουργεί σήμερα ως ανοικτός χώρος μνημειακού χαρακτήρα, ο οποίος στεγάζει το Ιστορικό Αρχείο της Κέρκυρας, τη Δημόσια Βιβλιοθήκη της Κέρκυρας[29][30][31] Το Μουσείο Αναζήτησης Ελληνικής Μουσικής του Ιονίου Πανεπιστημίου βρίσκεται επίσης στο "Παλαιό Κάστρο".[32], τη Βυζαντινή Συλλογή της Κέρκυρας, τις υπηρεσίες του Υπουργείου Πολιτισμού, το εργαστήριο έρευνας Ελληνικής μουσικής του Ιονίου πανεπιστημίου και αίθουσες εκθέσεων και εκδηλώσεων.[33] Οι ελεύθεροι χώροι του χρησιμοποιούνται για την πραγματοποίηση μουσικών εκδηλώσεων και στον χώρο επίσης λειτουργούν αναψυκτήριο, εστιατόριο και πωλούνται είδη πολιτιστικού ενδιαφέροντος.
Το Βενετικό άγαλμα προς τιμήν του Στρατάρχη Σούλενμπουργκ που βοήθησε τους Κερκυραίους να εκδιώξουν τους Τούρκους στην πολιορκία του 1716 έχει μεταφερθεί σήμερα μπροστά από την αψιδωτή είσοδο του φρουρίου στην "πλατεία Σπινιάδα". Από την αψιδωτή είσοδο γίνεται η είσοδος στη γαλαρία που οδηγεί στο κέντρο της Ακρόπολης, ένας διάδρομος στα αριστερά οδηγεί στη βόρεια έπαλξη του φρουρίου. Στο τέλος της σήραγγας βρίσκεται ένα στενό δρομάκι που οδηγεί στο παλιό στρατόπεδο, σήμερα έχει εγκαταλειφθεί. Στο νότιο τμήμα του λόφου επισημαίνουμε τον Δωρικό ναό του Αγίου Γεωργίου (1840) έργο των Άγγλων για τη Βρετανική Κοινότητα. Ο ναός μετατράπηκε μετά την αποχώρηση των Βρετανών σε Καθολική εκκλησία και διακοσμήθηκε με εικόνες από τον ναό του Αγίου Σπυρίδωνα που υπάρχει στην παλιά πόλη της Κέρκυρας. Στο εσωτερικό του φρουρίου υπάρχουν διάφορα κτίρια όπως μια Βενετική φυλακή (1786) η οποία επεκτάθηκε αργότερα από τους Άγγλους, το στρατιωτικό παρεκκλήσι, δύο Βρετανικοί στρατώνες φτιαγμένοι (1850) και ένα στρατιωτικό νοσοκομείο που σήμερα λειτουργεί ως σχολείο μουσικής.[34]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.