From Wikipedia, the free encyclopedia
Η Κιτρινοσουσουράδα είναι στρουθιόμορφο πτηνό της οικογενείας των Σεισοπυγιδών, μία από τις σουσουράδες που απαντούν και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Motacilla flava και περιλαμβάνει 17 υποείδη.[i][1][2]
Κιτρινοσουσουράδα | ||||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Ενήλικη αρσενική κιτρινοσουσουράδα στο πτέρωμα αναπαραγωγής (υποείδος M. f. flava) | ||||||||||||||
Κατάσταση διατήρησης | ||||||||||||||
Συστηματική ταξινόμηση | ||||||||||||||
| ||||||||||||||
Διώνυμο | ||||||||||||||
Motacilla flava (Σεισοπυγίς η κιτρίνη) Linnaeus, 1758 | ||||||||||||||
Υποείδη | ||||||||||||||
Motacilla flava beema | ||||||||||||||
Η επιστημονική ονομασία του γένους, Motacilla, είναι λατινική και έχει ως ρίζα το ρήμα moto «κινώ», με σαφή αναφορά στη χαρακτηριστική κίνηση του οπισθίου τμήματος του πτηνού.[5] Αυτό ισχύει και για την αγγλική ονομασία wagtail «κινώ την ουρά».
Η ίδια σημασία αποδίδεται και στην ελληνική λαϊκή ονομασία «σουσουράδα», με ενδιαφέρουσα ετυμολογία: [ΕΤΥΜ. < σεισουράδα (με προληπτ. αφομοίωση) < σεισούρα (< σείω, πβ; αόρ. έ-σεισ-α, + ουρά) + παραγ. επίθημα -άδα].[6] Επίσης, η λόγια ονομασία του πτηνού «σεισοπυγίς», έχει τα ίδια εννοιολογικά χαρακτηριστικά: [ΕΤΥΜ. < μτγν. σεισοπυγίς, -ίδος < σεισο- (< αρχ. σείω, πβ. αόρ. σεΐσ-ai) + - πυγίς < αρχ. πυγή «οπίσθια».[7]
Ο όρος flava στην επιστημονική ονομασία του είδους, καθώς και οι λαϊκές ονομασίες του στην αγγλική (Yellow wagtail) και ελληνική γλώσσα παραπέμπουν στο χαρακτηριστικό κίτρινο πτέρωμα του πτηνού.
Το είδος περιγράφηκε από τον Λινναίο (Ν. Σουηδία, 1758), υπό τη σημερινή του ονομασία. Αποτελεί «πρόκληση» για την επιστήμη της Συστηματικής Ταξινομικής, καθώς παρουσιάζει πολλά και αλληλοσυνδεόμενα, μεταξύ τους, προβλήματα. Η κατάσταση περιπλέκεται από τις διασταυρώσεις των υπαρχόντων πληθυσμών, τις διαφορές μεταξύ των φύλων, την ύπαρξη δύο πτερωμάτων στα αρσενικά (αναπαραγωγικό και μη), τα ελλιπή στοιχεία -σε κάποιες περιπτώσεις- και την είσοδο των μοριακών δεδομένων κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Οι σχέσεις μεταξύ των επί μέρους taxa παραμένουν, κατά μεγάλο μέρος, αδιευκρίνιστες και περαιτέρω δεδομένα κρίνεται απαραίτητο να συλλεχθούν.
Πιθανόν, σχηματίζει υπερείδος με το Μ. citreola ή το Μ. capensis, ή με τα δύο αυτά μαζί με το Μ. flaviventris, αλλά οι πρόσφατες μελέτες μοριακής γενετικής δείχνουν ότι, ουδεμία από αυτές τις υποθέσεις ευσταθεί. Πρόσφατες μελέτες μιτοχονδριακού DNA, υποδηλώνουν ότι όλα τα taxa μπορεί να αντιπροσωπεύουν μόνον 3 ξεχωριστά «είδη»: ένα στα βορειοανατολικά του φάσματος κατανομής (με βάση τη «φυλή» tschutschensis), ένα στα απώτατα νοτιοανατολικά (με βάση τις «φυλές» taivana και macronyx) και το τρίτο στα δυτικά και κεντρικά (με βάση τη «φυλή» flava). Επιπλέον, οι μοριακές μελέτες υποδηλώνουν ότι, η πρώτη «φυλή» συγγενεύει με τους πληθυσμούς του Μ. citreola που απαντούν στα ανατολικά (Μ. c. citreola), ενώ η δεύτερη είναι πιο κοντά στους πληθυσμούς του Μ. citreola που απαντούν στα δυτικά (Μ. c. werae). Ωστόσο, άλλοι ερευνητές θεωρούν ότι τα συγκεκριμένα δύο υποείδη του Μ. citreola είναι αδιαχώριστα από μορφολογική άποψη. Επιπλέον, αρκετοί πληθυσμοί (ιδιαίτερα των υποειδών lutea, feldegg και taivana), συχνά, αντιμετωπίζονται ως ξεχωριστά είδη από κάποιους ερευνητές. Όπως προαναφέρθηκε, η ταξινομική περιπλέκεται περαιτέρω από το γεγονός ότι, ορισμένοι πληθυσμοί υβριδοποιούνται ανά αρκετά τακτά χρονικά διαστήματα, συγχέοντας έτσι την εικόνα σε σχέση με τα όρια κατανομής τους. Αυτό έχει συμβεί με τα προταθέντα taxa, superciliaris, dombrowskii και perconfusus, τα οποία θεωρούνται υβρίδια.
Το υποείδος Μ. f. tschutschensis διασπάστηκε από τα υπόλοιπα το 2004, από την AOU, θεωρηθέν ως διακριτό είδος (Μ. tschutschensis), αλλά η συγκεκριμένη αντιμετώπιση δεν υιοθετήθηκε από την ταξινομική ομάδα εργασίας του BirdLife λόγω των ανεπίλυτων σχέσεων σε διάφορα άλλα υποείδη στην «ομάδα» της flava, πράγμα που σημαίνει ότι τα γεωγραφικά και ταξινομικά όρια δεν μπορούν, ακόμη, να τεθούν στα δύο taxa, εφόσον έχουν ταξινομηθεί ως ξεχωριστά είδη.[4]
Εν αναμονή περαιτέρω ερευνών και έχοντας κατά νου τα προαναφερθέντα στοιχεία, η συστηματική του είδους παραμένει σε εξαιρετικά «δυναμική» κατάσταση και, αυτή που ακολουθείται σήμερα, είναι η πλέον «παραδοσιακή» με 17 υποείδη να αναγνωρίζονται (βλ. Πίνακες Ι και ΙΙ).[i][8]
Το είδος εμφανίζει, ευρύτατο φάσμα κατανομής στον Παλαιό Κόσμο (Παλαιαρκτική, Ινδομαλαισιανή και Αυστραλασιανή οικοζώνες, ως πλήρως μεταναστευτικό πτηνό, που σημαίνει ότι, δεν υπάρχει κάποια επικράτεια στην οποία παραμένει όλες τις εποχές του έτους ως επιδημητικό –με εξαίρεση το αιγυπτιακό υποείδος Μ. f. pygmaea και κάποιους πιθανούς θύλακες στα βορειοδυτικά της Αφρικής και τη Ν. Ισπανία. Συν τοις άλλοις, κάποιοι πληθυσμοί έρχονται να φωλιάσουν και στην περιοχή της Αλάσκας απέναντι από τη ΒΑ. Σιβηρία, ενώ κάποιοι άλλοι διαχειμάζουν στην Αυστραλία.
Στην Ευρώπη, απαντά σε όλη σχεδόν την ήπειρο ως καλοκαιρινό αναπαραγόμενο είδος, με εξαίρεση την Ισλανδία, την Ιρλανδία και μεγάλο τμήμα των βρετανικών νησιών (κυρίως στα βόρεια και νοτιοανατολικά). Η κατανομή είναι πολύ συμπαγής, εκτός από τις πολύ ορεινές περιοχές των κατά τόπους επικρατειών.
Η Αφρική αποτελεί πολύ μεγάλη επικράτεια διαχείμασης, σε όλη την έκταση της ηπείρου νότια του Σαχέλ και του ισημερινού, μέχρι την Ν. Νότια Αφρική, αλλά υπάρχουν και μικρές επικράτειες μόνιμης παραμονής (καθιστικό) στα βορειοδυτικά και στα εδάφη παράλληλα με τον Νείλο (μέχρι το Σουδάν), που είναι και οι μοναδικές επιδημητικές θέσεις του παγκόσμιου πληθυσμού.
Η Ασία είναι, κυρίως, επικράτεια καλοκαιρινού φωλιάσματος, σε μεγάλη και συμπαγή ζώνη που αρχίζει από τη Ρωσία και τις ακτές του Ευξείνου Πόντου στα δυτικά, μέχρι την απώτατη ΒΑ. Σιβηρία, την Ιαπωνία και τις απέναντι ακτές της Αλάσκας. Νότια, το είδος φθάνει σε όλη την Ινδομαλαισιανή και τμήμα της Αυστραλασιανής οικοζώνης, στη Νέα Γουινέα και τη Ν. Αυστραλία, αποκλειστικά ως διαχειμάζον πτηνό.[9]
Αρ. | Υποείδος | Περιοχές αναπαραγωγής (επιδημητικό ή/και καλοκαιρινός επισκέπτης) | Περιοχές μετακίνησης ή/και διαχείμασης | Σημειώσεις |
---|---|---|---|---|
1 | Motacilla flava beema | ΝΑ. Ευρωπαϊκή Ρωσία από τον άνω ρου του ποταμού Βόλγα ανατολικά προς ΝΔ. Σιβηρία, νότια προς Β. Καζακστάν και Οροσειρά Αλτάι, Δ. Ιμαλάια (Λαντάκ και -πιθανόν- Β. Κασμίρ) | Ινδία, Αραβία, Α. και ΝΑ. Αφρική | Έχει προταθεί ως ξεχωριστό είδος |
2 | Motacilla flava cinereocapilla | ΝΑ. Γαλλία, Ιταλία, Σικελία, Σαρδηνία, Σλοβενία, Δ. Κροατία | Αφρικανικές ακτές Μεσογείου (Μαρόκο, Αλγερία, Τυνησία) και ΚΔ. Αφρική (Μάλι, ανατολικά προς Λίμνη Τσαντ) | |
3 | Motacilla flava feldegg | ΝΑ. Ευρώπη, Βαλκάνια, ανατολικά προς Ν. Ουκρανία, Τουρκία και Εγγύς Ανατολή, Δ. Κασπία Θάλασσα, Ιράκ, Β. και ΝΔ. Ιράν | Νιγηρία, ανατολικά προς Νότιο Σουδάν, Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό και Ουγκάντα | Μερικοί ερευνητές συμπεριλαμβάνουν και το 10. Έχει προταθεί ως ξεχωριστό είδος |
4 | Motacilla flava flava | Δ. και Κ. Ευρώπη νότια από τη Ν. Σκανδιναβία, ανατολικά προς Κ. Ευρωπαϊκή Ρωσία (Ουράλια Όρη) και Β Ουκρανία | Σαχέλ | |
5 | Motacilla flava flavissima | Βρετανικά Νησιά και γειτονικές δυτικοευρωπαϊκές ακτές | Σενεγάλη, Γκάμπια, ανατολικά προς Ακτή Ελεφαντοστού | Έχει προταθεί ως ξεχωριστό είδος |
6 | Motacilla flava iberiae | Ιβηρική χερσόνησος, ΝΔ. Γαλλία, ΒΔ. Αφρική (Μαρόκο, νότια μέχρι τα νησιά ης ακτής Banc d’Arguin στη Μαυριτανία | Έχει προταθεί ως ξεχωριστό είδος. Οι πληθυσμοί της αφρικανικής μεσογειακής περιοχής είναι επιδημητικοί | |
7 | Motacilla flava leucocephala | ΒΔ. Μογγολία, ΒΔ. Κίνα (Β. Σιντζιάνγκ) και γειτονικές περιοχές της πρώην ΕΣΣΔ | Α. Αφρική και ΝΔ. Ασία | Έχει προταθεί ως ξεχωριστό είδος |
8 | Motacilla flava lutea | ΝΔ. Ρωσία (κάτω Βόλγας και Ιρτίς, νότια του Καζάν και του Περμ) και Β. Καζακστάν, ανατολικά προς λίμνες Chany και Zaysan | Α. και Ν. Αφρική, Ινδία | Έχει προταθεί ως ξεχωριστό είδος |
9 | Motacilla flava macronyx | Ν. Σιβηρία, Δ. και ΝΑ. Τρανσβαϊκαλία, ανατολικά προς Περιφέρεια Αμούρ και Κράι Πριμόρσκι, Β και ΒΑ. Μογγολία προς ΒΑ. Κίνα (Μαντζουρία) και απώτατη Α. Ρωσία | ΝΑ. Ασία (Μιανμάρ, Ταϊλάνδη, Μαλαισία, ΝΑ Κίνα νοτιοανατολικά προς Β. Αυστραλία | |
10 | Motacilla flava melanogrisea | Δέλτα Βόλγα και Ν., ΝΔ. Καζακστάν, ΒΑ. Ιράν και Αφγανιστάν | ΒΑ. Αφρική και ΝΔ. Ασία | Μερικοί ερευνητές το συμπεριλαμβάνουν στο 3. |
11 | Motacilla flava plexa | ΒΑ. Σιβηρία, από τον ποταμό Khatanga ανατολικά προς τον ποταμό Kolyma | Ινδία και ΝΑ. Ασία | Μερικοί ερευνητές συμπεριλαμβάνουν και το 15 |
12 | Motacilla flava pygmaea | Αίγυπτος, παράλληλα του Νείλου, νότια μέχρι Σουδάν | Ενδημικό στην περιοχή | |
13 | Motacilla flava simillima | Κ. και Ν. Καμτσάτκα, Β. Κουρίλες, Νήσοι Commander και Pribilof, πιθανόν και Αλεούτιες νήσοι | Ινδονησία και Φιλιππίνες προς Β. Αυστραλία | Μερικοί ερευνητές το συμπεριλαμβάνουν στο 16 |
14 | Motacilla flava taivana | ΝΑ. Σιβηρία (ποταμός Vilyuy και άνω Λένας ανατολικά προς Οχοτσκική θάλασσα, Σαχαλίνη, Περιφέρεια Αμούρ και Ιαπωνία (Β. Χοκάιντο) | Μιανμάρ, Ν. Κίνα και Ταϊβάν, νότια προς Μεγάλες Σούνδες, Φιλιππίνες και Αυστραλία | Έχει προταθεί ως ξεχωριστό είδος |
15 | Motacilla flava thunbergi | Β. Ευρώπη (Σκανδιναβία), ανατολικά προς ΒΔ. Σιβηρία και λεκάνη του κάτω Γενισέι | Υποσαχάρια Αφρική, Ν. και ΝΑ. Ασία | Μερικοί ερευνητές το συμπεριλαμβάνουν στο 11 |
16 | Motacilla flava tschutschensis | Απώτατη ΒΑ. Σιβηρία (Β. Καμτσάτκα, Chukotka, Β. και Δ. Αλάσκα, απώτατος ΒΔ. Καναδάς | Α. Ασία προς Μεγάλες Σούνδες και Φιλιππίνες | Μερικοί ερευνητές συμπεριλαμβάνουν και το 13 |
17 | Motacilla flava zaissanensis | Λεκάνη λίμνης Ζaysan και άνω Ιρτίς στο Καζακστάν, Κίνα (ΒΔ. Σιντζιάνγκ) | Ινδία | Αμβισβητείται από μερικούς ερευνητές |
(σημ. με έντονα γράμματα τα υποείδη που απαντούν στον ελλαδικό χώρο. Ωστόσο, τα υποείδη κατά τις μεταναστεύσεις είναι, πρακτικά, αδύνατον να καταγραφούν με ακρίβεια και, πιθανότατα, είναι περισσότερα)
(σημ. Τα συγκεκριμένα στοιχεία των αρσενικών ατόμων αφορούν μόνο στο πτέρωμα αναπαραγωγής. Τα άτομα στα όρια των περιοχών εξάπλωσης -βλ. Πίνακα Ι- με πιο ακαθόριστα στοιχεία [less defined], λόγω υβριδοποιήσεων)
Η κιτρινοσουσουράδα θεωρείται πλήρως μεταναστευτικό είδος σε όλες τις επικράτειες όπου εξαπλώνεται και, ανάλογα με το γεωγραφικά πλάτη, αποδημεί συνήθως νότια των περιοχών φωλιάσματος. Πάντως, οι ακριβείς περιοχές διαχείμασης των διαφόρων υποειδών δεν είναι δυνατόν να καθοριστούν με ακρίβεια.
Οι περισσότεροι πληθυσμοί διαχειμάζουν στην Αφρική, την Ινδία και τη ΝΑ. Ασία. Εξαίρεση αποτελούν οι αιγυπτιακοί πληθυσμοί του M. f. pygmaea, καθώς και κάποιοι στην ΒΔ. Αφρική και τη Ν. Ισπανία που θεωρούνται επιδημητικοί.
Οι παράγοντες που τεκμηριώνουν την έντονη μεταναστευτική συμπεριφορά του είδους είναι καλώς τεκμηριωμένοι: εμφανής -κυρίως κατά τη διάρκεια της ημέρας-αποδημία, χρήση πολυπληθέστατων θέσεων κουρνιάσματος -τόσο κατά τη μετανάστευση όσο και τον χειμώνα που διευκολύνει τη δακτυλίωση-, και απόκτηση από τα αρσενικά διακριτών πτερωμάτων αναπαραγωγής, λίγο πριν από την ανοιξιάτικη μετανάστευση. Από την άλλη πλευρά, μπορεί να προκύψει σύγχυση από τις ενδιάμεσες διασταυρώσεις και το διακεκομμένο μοτίβο στις γεωγραφικές ποικιλομορφίες.[11]
Οι αποδημίες, τόσο την άνοιξη όσο και το φθινόπωρο, πραγματοποιούνται σε ευρύ μέτωπο, με πλήθος καταγραφών πάνω από τη θάλασσα σε όλους τους τομείς του φάσματος κατανομής. Το φθινοπωρινό πέρασμα στην Ελβετία σημειώνεται ήδη από τα τέλη Ιουλίου, αλλά ο κύριος όγκος αρχίζει το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Αυγούστου και κορυφώνεται συνήθως μέχρι τον Σεπτέμβριο για να τελειώσει απότομα στις αρχές Οκτωβρίου, αν και έχουν παρατηρηθεί άτομα να περνάνε κατά το πρώτο τρίτο του Νοεμβρίου. Στο στενό του Γιβραλτάρ, η δίοδος εκτείνεται από τις αρχές Αυγούστου μέχρι τις αρχές Νοεμβρίου και κορυφώνεται στα μέσα Σεπτεμβρίου. Η άφιξη στην Αφροτροπική οικοζώνη είναι στα τέλη Σεπτεμβρίου, νοτιότερα, τον Οκτώβριο.[11]
Η εαρινή επιστροφή στα βόρεια, αφού προηγηθεί συσσώρευση λίπους ακριβώς νότια της Σαχάρας πραγματοποιείται, επίσης, σε ευρύ μέτωπο, αρχής γενομένης από το Μάρτιο και παρατείνεται μέχρι τις αρχές Μαΐου. Τα αρσενικά φθάνουν στους τόπους αναπαραγωγής πριν από τα θηλυκά, με τις αφίξεις να πραγματοποιούνται από τα τέλη Μαρτίου στη Ν., Δ. και μεγάλο μέρος της Κ. Ευρώπης, από τα μέσα Απριλίου στην περιοχή της Μόσχας, και από τις αρχές Μαΐου ή τις αρχές Ιουνίου στη Λαπωνία.[11]
Τυχαίοι, περιπλανώμενοι επισκέπτες έχουν αναφερθεί, μεταξύ άλλων, από τα Σβάλμπαρντ και την Ισλανδία, τις Μαλδίβες, τις Σεϋχέλλες και τις Κομόρες.[4]
Στην Ελλάδα, η κιτρινοσουσουράδα απαντά -όπως και στην υπόλοιπη Ευρώπη- ως καλοκαιρινός αναπαραγόμενος επισκέπτης στη βόρεια και κεντρική χώρα, αλλά και ως διαβατικό πτηνό κατά τις δύο μεταναστεύσεις, σε όλη την επικράτεια.[12][13] Τα πρώτα αρσενικά του αναπαραγόμενου υποείδους M. f. feldegg καταφθάνουν στην Ελλάδα στα μέσα Μαρτίου, με την αποδημία να έχει ολοκληρωθεί στις αρχές Απριλίου. Η διέλευση άλλων υποειδών, κυρίως των M. f. flava και M. f. thunbergi πραγματοποιείται αργότερα, από τα τέλη Μαρτίου μέχρι τις αρχές Μαΐου, με κορύφωση στα μέσα Απριλίου.[14]
Κατά τη φθινοπωρινή αποδημία, κάποιες ημέρες υπάρχει το ίδιο πρόβλημα, καθώς οι αναχωρούντες αναπαραγωγικοί πληθυσμοί του M. f. feldegg, αναμιγνύονται με τους διαβατικούς μεταναστευτικούς πληθυσμούς άλλων υποειδών από τον βορρά. Η αποδημία πραγματοποιείται από τα μέσα ή τέλη Αυγούστου, μέχρι τα τέλη Σεπτεμβρίου. ΟΙ «βόρειες» φυλές περνούν λίγο αργότερα, από τα μέσα Σεπτεμβρίου μέχρι τα μέσα ή τέλη Οκτωβρίου. Η φθινοπωρινή μετανάστευση περιλαμβάνει περισσότερα άτομα από την εαρινή.[15] Κατά τις μεταναστεύσεις, οι πληθυσμοί των παρατηρουμένων πτηνών ανήκουν σε διάφορα υποείδη, καθώς και σε ενδιάμεσες μορφές λόγω υβριδισμού. Οι πληθυσμοί των υποειδών M. f. feldegg και M. f. flavaείναι, μακράν, οι πολυπληθέστεροι. Έχουν παρατηρηθεί, κατά καιρούς, πληθυσμοί των υποειδών M. f. thunbergi (κυρίως), M. f. leucocephala, M. f. lutea, M. f. beema, M. f. cinereocapilla και M. f. flavissima.[3]
Από την Κρήτη αναφέρεται ως καλοκαιρινός επισκέπτης[16] και από την Κύπρο αναφέρεται ως κοινός διαβατικός μετανάστης.[17]
Γενικά, το είδος συχνάζει σε ποικιλία οικοτόπων, συνήθως υγρών ή κοντά σε νερό, με χαμηλή βλάστηση, όπως υγρά λιβάδια και έλη, κοντά σε λίμνες και σε αποχετεύσεις αγροκτημάτων. Ωστόσο, στη Δ. Παλαιαρκτική απαντά στην αρκτική τούνδρα και στην υποαρκτική ή εύκρατη στέπα, από μεσαία έως μεγάλα υψόμετρα. Στις μεσογειακές περιοχές συχνάζει στα ηπειρωτικά ή στις παρυφές με τα ωκεάνια οικοσυστήματα, κατά μεγάλο μέρος σε επίπεδα ή ελαφρώς κεκλιμένα, πεδινά εδάφη.[11] Κατά τις μεταναστεύσεις κατακλύζουν λειμώνες και γήπεδα του γκολφ, ενώ κουρνιάζουν σε καλαμιώνες.[18]
Στο Ηνωμένο Βασίλειο, η στατιστική ανάλυση των 5 πρώτων προτιμητέων οικοσυστημάτων, δίνει τα εξής αποτελέσματα: Αρόσιμες εκτάσεις, Εκβολές, Χείμαρροι, Ποταμοί και Λίμνες.[19]
Στην Ελλάδα, η κιτρινοσουσουράδα είναι τυπικό είδος παράκτιων, αλατούχων ελών, όπου κυριαρχούν αλόφυτα (Arthrocnemum spp., Juncus spp.), με ενδιάμεσες συστάδες από αλμυρίκια. Κοντά στις ακτές, μπορεί να φωλιάζει σε ορυζώνες, ενώ στα ηπειρωτικά καταγράφονται ζευγάρια σε υγρά λιβάδια και έλη με χαμηλή βλάστηση.[14] Επίσης, σε βοσκοτόπους βοοειδών και τρεχούμενα νερά.[12]
Η κιτρινοσουσουράδα είναι λεπτό αλλά εύρωστο πτηνό, με μακριά ουρά, μυτερό ράμφος και λεπτούς, μακρείς ταρσούς. Ξεχωρίζει εύκολα από τις άλλες σουσουράδες από το, ελαφρώς μικρότερο μέγεθος, τη μικρότερη ουρά και το, γενικότερο, κίτρινο χρώμα της κάτω επιφάνειας του σώματος και την ελαιοπρασινωπή ή γκριζοπράσινη ράχη. Οι πτέρυγες είναι καφεγκρίζες, με λεπτές αλλά αρκετά διακριτές ανοικτοκίτρινες ή λευκοκίτρινες μπάρες, ενώ η ουρά έχει λευκές άκρες και τα πόδια είναι σκουρόχρωμα. Ωστόσο, οι χρωματισμοί αυτοί όπως, κυρίως, το μοτίβο του κεφαλιού είναι εκείνα τα μορφολογικά στοιχεία που διαφοροποιούνται έντονα στους κατά τόπους πληθυσμούς και συμβάλλουν καθοριστικά στη μεγάλη ποικιλομορφία του είδους (για λεπτομερή περιγραφή των επί μέρους υποειδών, βλ. Πίνακα ΙΙ).
Στα περισσότερα υποείδη εμφανίζεται φυλετικός και εποχικός διμορφισμός (ιδιαίτερα στο κεφάλι και το στήθος), με τα αρσενικά να έχουν πιο φωτεινά χρώματα από τα θηλυκά κατά την αναπαραγωγική περίοδο, αλλά τα χάνουν αργότερα και μοιάζουν με τα θηλυκά. Τα ανήλικα άτομα του φθινοπώρου είναι «θαμπά» στο κάτω μέρος, με ωχρόλευκο, ελάχιστα κιτρινωπό υπογάστριο.
(Πηγές:[11][18][20][21][22][23][24][25][26][27][28][29][30][31])
Οι κιτρινοσουσουράδες τρέφονται κυρίως με μικρά ασπόνδυλα (έντομα, κάμπιες αράχνες, κ.α). Τρεις είναι οι βασικές τεχνικές αναζήτησης της τροφής, συμπεριλαμβανομένης της χρήσης τής υψηλής πτήσης: 1) Κανονική συλλογή, απ’ ευθείας από το έδαφος ή την επιφάνεια του νερού, ενώ βαδίζει. 2) Γρήγορη σύλληψη μετά από ταχύ τρέξιμο (run-picking), με απότομη κίνηση αιφνιδιασμού της λείας, είτε από την επιφάνεια του εδάφους είτε κατά την απογείωση. 3) Εναέρια σύλληψη, με σύντομη πτήση από το έδαφος ή από σημείο επόπτευσης (perching post). Το θήραμα συλλαμβάνεται με το ράμφος είτε με κατάρριψή του (sic) στο έδαφος, με κτύπημα των πτερύγων. Περιστασιακά συλλαμβάνει έντομα από τα φυτά με αιώρηση, ή χαμηλή πτήση πάνω από το νερό. Η ουρά βοηθάει στη διατήρηση της ισορροπίας, όταν αλλάζει κατεύθυνση κατά την πτήση.[11] Επίσης, περιστασιακά, τρέφεται με φυτικό υλικό, κυρίως με σπέρματα.[8]
Η κιτρινοσουσουράδα είναι από τα πλέον οικεία στρουθιόμορφα, με την υπερκινητικότητά τους και τη μακριά ουρά, που συνοδεύεται από τη χαρακτηριστική, συνεχή κίνησή της «πάνω-κάτω», όπως κάνουν όλες οι σουσουράδες. Επίσης κινεί το κεφάλι «μπρος-πίσω» όταν βαδίζει, όπως κάνουν τα περιστέρια. Γενικά, είναι μοναχικό πτηνό εκτός από τη μη-αναπαραγωγική περίοδο, οπότε σχηματίζει μικρά σμήνη. Πολλές φορές ακολουθεί τα ζώα κτηνοτροφίας όταν βόσκουν.[23] Η πτήση της είναι κυματιστή.[23]
Η περίοδος αναπαραγωγής, συνήθως, αρχίζει τον Μάιο-Ιούνιο στη Σκανδιναβία, τον Απρίλιο-Μάιο στη Βρετανία και την Ιρλανδία, τον Απρίλιο-Ιούνιο στη Ν. και Α. Ευρώπη και τον Απρίλιο-Μάιο στη Β. Αφρική.[11] Η ωοτοκία πραγματοποιείται συνήθως άπαξ ή δύο φορές σε κάθε περίοδο φωλιάσματος.[32]
Στις περιοχές αναπαραγωγής (βλ. Βιότοπος), η φωλιά κατασκευάζεται στο έδαφος μέσα σε μια κοιλότητα, στους πυκνούς θάμνους ή κάτω από το φύλλωμα ενός χαμηλού φυτού. Είναι μια κυπελοειδής κατασκευή από γρασίδι, ρίζες και βλαστούς, επιστρωμένη με παχύ στρώμα από τρίχες, περιστασιακά από γούνα ή μαλλί.[33] Κατασκευάζεται από το θηλυκό, αν και το αρσενικό μπορεί να βοηθήσει.
Η γέννα αποτελείται από 5 έως 6 (-7) μικρά, υποελλειπτικά και γυαλιστερά αβγά, διαστάσεων 19,0 Χ 14,1 χιλιοστών[32] και βάρους 1,8 γραμμαρίων, εκ των οποίων ποσοστό 6% είναι κέλυφος.[34] Η επώαση αρχίζει μετά το τελευταίο αβγό, πραγματοποιείται κυρίως από το θηλυκό και διαρκεί 12 έως 14 ημέρες, περίπου. Οι νεοσσοί είναι φωλεόφιλοι (altricial) και χρήζουν της άμεσης προστασίας των γονέων, αφήνουν τη φωλιά στις 10-13 ημέρες, ενώ η πτέρωση πραγματοποιείται στις 16-17 ημέρες, περίπου.[32]
Στην Ελλάδα, κατά τη φθινοπωρινή μετανάστευση, η κιτρινοσουσουράδα αποτελεί συχνό θήραμα του μαυροπετρίτη στην Κρήτη και τις Β. Σποράδες.[3]
Παρά το γεγονός ότι, οι πληθυσμοί του είδους εμφανίζουν μείωση σε κάποιες επικράτειες, δεν κινδυνεύει άμεσα, ως εκ τούτου, χαρακτηρίζεται ως Ελαχίστης Ανησυχίας (LC) από την IUCN.[4] Τους μεγαλύτερους αναπαραγωγικούς πληθυσμούς στην Ευρώπη, διαθέτουν η Ρωσία (χώρα-«κλειδί» για την επιβίωση του είδους), η Ρουμανία, η Βουλγαρία, η Πολωνία και η Ουκρανία.[35]
Το αναπαραγόμενο υποείδος M. f. feldegg είναι κοινό και διαδεδομένο σε όλα τα ηπειρωτικά της χώρας και σε πολλά νησιά του Αγαίου και του Ιονίου. Η παρουσία των άλλων υποειδών, παρόλο που καταγράφεται κυρίως κατά τις μεταναστεύσεις (βλ. Μετανάστευση στην Ελλάδα), δυσκολεύει πολύ τη διάκριση μεταξύ τους. Μία, κάπως ασφαλέστερη, μέθοδος είναι η καταφυγή στο κάλεσμα (φωνή) των πτηνών, καθώς υπάρχουν διαφορές μεταξύ των υποειδών, ιδιαίτερα το φθινόπωρο, οπότε τα αρσενικά χάνουν το αναπαραγωγικό τους πτέρωμα και η πλειονότητα ανήκει σε νεαρά άτομα.[3]
Στον ελλαδικό χώρο η Κιτρινοσουσουράδα απαντά και με τις ονομασίες, Κοταλίδα (Καλαμάτα), Τσικλαρίδα, Τσιλιβήθρα, Τσίνα (Ακαρνανία),[36] Σκαλιφούρτα (Κύπρος)[36] και Ζευκαλάτης (Κύπρος).[37]
i. ^ Στο παρόν λήμμα ακολουθείται η κατά Howard & Moore (3th ed.) ταξινομική. Ωστόσο, αυτό κατ’ ουδένα τρόπο αποτελεί στατική κατάσταση, αλλά ως εκ της δυναμικής φύσεως του αντικειμένου, μπορεί να υπόκειται σε τυχόν αλλαγές (βλ. Συστηματική ταξινομική)
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.