Σοβιετικός πολιτικός, γενικός γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης και ηγέτης της ΕΣΣΔ From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Ιωσήφ Βησσαριόνοβιτς Στάλιν (ρωσ. Ио́сиф Виссарио́нович Ста́лин, πραγματικό επώνυμο Τζουγκασβίλι (σωστή προφορά: Τζουγασβίλι), γεωργ. ჯუღაშვილი, ρωσ. Джугашвили, 18 Δεκεμβρίου 1878, Γκόρι, Ρωσική Αυτοκρατορία – 5 Μαρτίου 1953, Μόσχα, ΡΣΟΣΔ, ΕΣΣΔ) ήταν Γεωργιανός Σοβιετικός ηγέτης.
Η ουδέτερη οπτική γωνία αυτού του λήμματος αμφισβητείται. |
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Ο Στάλιν υπήρξε γενικός γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος Σοβιετικής Ένωσης (Κ.Κ.Σ.Ε) το 1922, ύστερα από ψηφοφορία των μελών του κόμματος των Μπολσεβίκων στο 13ο συνέδριο.
Ο Στάλιν συνέβαλλε στη διαμόρφωση των γνωρισμάτων που χαρακτήρισαν το νέο σοβιετικό κράτος αλλά και τα υπόλοιπα κράτη της Ανατολικής Ευρώπης, που συνολικά αντιπροσώπευσαν ένα πολιτικό σύστημα, τον «υπαρκτό σοσιαλισμό».
Όταν η Γερμανία επιτέθηκε στη Σοβιετική Ένωση, ο Στάλιν ηγήθηκε της Αντίστασης και οδήγησε στη συντριβή του Άξονα αλλά ταυτοχρόνως και τον θάνατο από πείνα εκατομμυρίων σοβιετικών.
Ο Ιωσήφ Στάλιν γεννήθηκε στην πόλη Γκόρι της Γεωργίας στις 18 Δεκεμβρίου του 1878. Ήταν το τέταρτο παιδί που γέννησε η μητέρα του σε λιγότερο από τέσσερα έτη. Τα πρώτα τρία πέθαναν και δεδομένου ότι ο Ιωσήφ ήταν φιλάσθενος η μητέρα του φοβόταν ότι και αυτός θα πέθαινε. Δικαιολογημένα, λαμβάνοντας υπόψη αυτό το γεγονός, η μητέρα του ήταν υπερπροστατευτική απέναντί του.
Ο πατέρας του, Βησσαρίων Τζουγκασβίλι, ήταν τσαγκάρης ενώ η μητέρα του, Αικατερίνη Γκελάντζε, δούλευε ως πλύστρα. Ως παιδί, ο Στάλιν δοκίμασε την ένδεια, που οι περισσότεροι αγρότες έπρεπε να υπομένουν στη Ρωσία στο τέλος του 19ου αιώνα. Το χαϊδευτικό του ήταν «Σόσο».[12]
Ένας από τους ανθρώπους για τους οποίους η Αικατερίνη έπλενε ήταν κάποιος Εβραίος του Γκόρι, ο Δαβίδ Παπισμέντοφ. Ο Παπισμέντοφ έδινε στον Ιωσήφ, που βοηθούσε τη μητέρα του, χρήματα και βιβλία του για να διαβάσει, και τον ενθάρρυνε. Δεκαετίες αργότερα ο Παπισμέντοφ ήρθε στο Κρεμλίνο για να μάθει τι είχε γίνει ο μικρός «Σόσο». Ο Στάλιν εξέπληξε τους συνεργάτες του όχι μόνο δεχόμενος τον ηλικιωμένο κύριο, αλλά κουβεντιάζοντας με μεγάλη χαρά μαζί του.
Το 1888, ο πατέρας του Στάλιν έφυγε για να ζήσει στην Τιφλίδα, αφήνοντας την οικογένειά του χωρίς καμία στήριξη. Φημολογείται πως πέθανε σε πάλη, εντούτοις άλλοι υποστήριζαν ότι εθεάθη στη Γεωργία γύρω στα 1931.
Η μητέρα του Ιωσήφ ήταν βαθιά θρησκευόμενη και το 1888 κατόρθωσε να του εξασφαλίσει μία θέση στην τοπική εκκλησιαστική σχολή. Παρά τα προβλήματα υγείας του, σημείωσε καλή πρόοδο στο σχολείο και κέρδισε τελικά υποτροφία στη θεολογική σχολή της Τιφλίδας. Ο Στάλιν και οι συμμαθητές του ήταν Γεωργιανοί και μιλούσαν μια από τις εβδομήντα καυκασιανές διαλέκτους. Στο σχολείο όμως αναγκάζονταν να χρησιμοποιήσουν τα ρωσικά.
Κατά τη φοίτησή του στη σχολή προσχώρησε σε μια μυστική οργάνωση αποκαλούμενη Μεσαμέ Ντασί. Τα μέλη της ήταν υποστηρικτές της ανεξαρτησίας της Γεωργίας από τη Ρωσία. Κάποιοι ήταν επίσης σοσιαλεπαναστάτες και μέσω αυτών ο Στάλιν ήρθε αρχικά σε επαφή με τις ιδέες του Μαρξ. Τον πρώτο χρόνο των σπουδών του έγινε άθεος.[13]
Αν και αργότερα ο Στάλιν επεδίωξε να κρύψει την γεωργιανή καταγωγή του, κατά τη διάρκεια της παιδικής του ηλικίας συναρπάστηκε από τη γεωργιανή λαογραφία. Οι ιστορίες που διάβαζε μιλούσαν για Γεωργιανούς ορεσίβιους που πάλεψαν γενναία για την ανεξαρτησία της χώρας τους. Ο αγαπημένος ήρωάς του αυτών των ιστοριών ήταν ένας θρυλικός πολεμιστής των βουνών που ονομαζόταν Κόμπα. Έπεισε όλους συμμαθητές του να τον αποκαλούν Κόμπα, και αυτό έγινε επίσης το πρώτο του επαναστατικό ψευδώνυμο.
Τον Μάιο, του 1899, ο Στάλιν αποβλήθηκε από τη θεολογική σχολή της Τιφλίδας. Διάφοροι λόγοι δόθηκαν για αυτήν την απόφαση συμπεριλαμβανομένης της ασέβειας έναντι των καθηγητών και την ανάγνωση απαγορευμένων βιβλίων. Ο Στάλιν επρόκειτο αργότερα να υποστηρίξει ότι ο πραγματικός λόγος ήταν ότι προσπαθούσε να μυήσει τους συμφοιτητές του στον μαρξισμό.
Για αρκετούς μήνες μετά την αποβολή του ο Στάλιν παρέμεινε άνεργος. Βρήκε τελικά εργασία παραδίδοντας ιδιαίτερα μαθήματα σε παιδιά της μέσης εκπαίδευσης. Αργότερα, εργάστηκε ως υπάλληλος στο μετεωρολογικό παρατηρητήριο της Τιφλίδας. Άρχισε επίσης να γράφει άρθρα για τη σοσιαλιστική γεωργιανή εφημερίδα «Μπρτζολα Χμα Βλαντίμιρ».
Το 1901 ο Στάλιν προσχώρησε στο σοσιαλδημοκρατικό εργατικό κόμμα και ενώ οι περισσότεροι από τους ηγέτες του ζούσαν εξόριστοι, αυτός παρέμεινε στη Ρωσική Αυτοκρατορία όπου βοήθησε να οργανώσει τη βιομηχανική αντίσταση στο τσαρικό καθεστώς. Στις 18 Απριλίου 1902 συνελήφθη αφότου συντόνισε απεργία στις μεγάλες εγκαταστάσεις Ρότσιλντ στο Μπατούμι. Μετά από αυτό πέρασε 18 μήνες εξόριστος στη Σιβηρία.
Στο δεύτερο συνέδριο του σοσιαλδημοκρατικού εργατικού κόμματος στο Λονδίνο το 1903, υπήρξε μια διαφωνία μεταξύ των Βλαντίμιρ Λένιν και Γιούλι Μάρτοφ, δύο εκ των ηγετών του κόμματος. Ο Λένιν υποστήριξε ένα μικρό κόμμα επαγγελματιών επαναστατών με μεγάλη βάση εξωκομματικών, ανεξάρτητων συμπαθούντων και υποστηρικτών. Ο Μάρτοφ διαφώνησε θεωρώντας ότι ήταν καλύτερο να υπάρξει ένα μεγάλο κόμμα ενεργών στελεχών.
Ο Γιούλι Μάρτοφ βάσιζε τις ιδέες του στα σοσιαλιστικά κόμματα που υπήρχαν σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες όπως το βρετανικό εργατικό κόμμα. Ο Λένιν υποστήριξε ότι η κατάσταση ήταν διαφορετική στη Ρωσία όπου ήταν παράνομο να διαμορφωθούν σοσιαλιστικά πολιτικά κόμματα κάτω από την αυταρχική διακυβέρνηση του τσάρου. Στο τέλος της συζήτησης ο Μάρτοφ κέρδισε την ψηφοφορία με 28 ψήφους έναντι 23. Ο Λένιν απρόθυμος να δεχτεί το αποτέλεσμα διαμόρφωσε μια φράξια γνωστή ως Μπολσεβίκοι. Εκείνοι που παρέμειναν πιστοί στο Μάρτοφ έγιναν γνωστοί ως Μενσεβίκοι.
Ο Στάλιν, όπως οι Γκριγκόρι Ζινόβιεφ, Ανατόλι Λουνατσάρσκι, Μιχαήλ Λασέβιτς, Ναντέζντα Κρούπσκαγια, Μιχαήλ Φρούνζε, Αλεξέι Ρίκοφ, Γιάκοβ Σβερντλόφ, Λεβ Κάμενεφ, Μαξίμ Λιτβίνοφ, Αλεξάντρ Αντόνοφ, Φέλιξ Ντζερζίνσκι, Γκριγκόρι Ορτζονικίτζε και Αλεξάντρ Μπογκντάνοφ υπεστήριξε τους Μπολσεβίκους. Ενώ οι Γκεόργκι Πλεχάνοφ, Πάβελ Αξελρόντ, Λεβ Ντέιτς, Βλαντίμιρ Αντόνοφ-Οβσέγενκο, Λέων Τρότσκι, Βέρα Ζασούλιτς, Ιράκλι Τσερετέλι, Μοϊσέι Ουρίτσκι, Νόε Ζορντάνια, Αντρέι Βισίνσκι και Νταν υποστήριξαν τον Μάρτοφ.
Το 1904 ο Στάλιν δραπέτευσε από τη Σιβηρία και μέσα σε μερικούς μήνες ήταν πίσω οργανώνοντας διαδηλώσεις και απεργίες στην Τιφλίδα. Ο Λένιν εντυπωσιάστηκε με τα επιτεύγματα του Στάλιν και το 1905 κλήθηκε να τον συναντήσει στη Φινλανδία.
Η πρώτη σύζυγος του Στάλιν ήταν η Αικατερίνη Σβανίντζε, με την οποία έμεινε παντρεμένος για ακριβώς τρία έτη μέχρι τον θάνατό της το 1907. Στην κηδεία της, ο Στάλιν είπε ότι κάθε τρυφερό συναίσθημά του για τους ανθρώπους πέθανε μαζί της.[14] Απέκτησαν έναν γιο, τον Ιάκωβο Τζουγκασβίλι, με τον οποίο δεν είχε επαφές τα τελευταία χρόνια. Ο Ιάκωβος υπηρέτησε στον Κόκκινο Στρατό και συνελήφθη από τους ναζί.
Προσφέρθηκαν να τον ανταλλάξουν με έναν ανώτερο Γερμανό αξιωματικό αλλά ο Στάλιν αρνήθηκε την ανταλλαγή. Σύμφωνα με την κόρη του, Σβετλάνα, ο Στάλιν απάντησε «δεν έχω κανέναν γιο που να ονομάζεται Ιάκωβος».[15] Σύμφωνα με άλλες πηγές είπε: «Όλοι οι Σοβιετικοί στρατιώτες είναι παιδιά μου».[16] Σύμφωνα με γερμανικές πηγές, ο Ιάκωβος πέθανε στις 14 Απριλίου 1943 πέφτοντας πάνω σε έναν ηλεκτρικό φράκτη στο στρατόπεδο όπου κρατούνταν. Είναι ασαφές αν αυτοκτόνησε ή αν δολοφονήθηκε κατά τη διάρκεια απόπειρας απόδρασης.
Η δεύτερη σύζυγός του ήταν η Ναντέζντα Αλληλούγεβα, η οποία πέθανε το 1932. Σύμφωνα με μια ιστορική εκδοχή αυτοκτόνησε πυροβολούμενη λόγω κάποιου προβλήματος υγείας που τη βασάνιζε, αφήνοντας ένα σημείωμα που σύμφωνα με την κόρη τους ήταν «εν μέρει προσωπικό και εν μέρει πολιτικό». Επίσημα, πέθανε λόγω καρδιακού επεισοδίου ενώ οι περισσότεροι υποστηρίζουν ότι τη δολοφόνησε ο ίδιος ο Στάλιν. Υποστηρίζεται ότι ο Στάλιν είπε στην κηδεία της πως «πέθανε ένας εχθρός». Μαζί της απέκτησε δύο παιδιά: τον Βασίλι και την Σβετλάνα. Ο Βασίλι έλαβε υψηλή θέση στις τάξεις της Σοβιετικής Πολεμικής Αεροπορίας, κατηγορήθηκε για αλκοολισμό,[17] εξορίστηκε στο Καζάν το 1960 όπου και πέθανε το 1962. Αποκαταστάθηκε κομματικά το 1999. Η Σβετλάνα αυτομόλησε από τη Σοβιετική Ένωση το 1967. Πέθανε στις ΗΠΑ στις 29 Νοεμβρίου 2011.[18]
Ο Στάλιν επέστρεψε στη Ρωσία το 1905 και κατά τη διάρκεια των επόμενων οκτώ ετών συνελήφθη τέσσερεις φορές αλλά κάθε φορά κατόρθωνε να δραπετεύει. Το 1911 μετακόμισε στην Αγία Πετρούπολη και το επόμενο έτος έγινε συντάκτης της Πράβντα. Η πρακτική εμπειρία του τον κατέστησε χρήσιμο στο μπολσεβικικό κόμμα του Λένιν, έτσι κερδίζει μια θέση στην Κεντρική Επιτροπή του τον Ιανουάριο του 1912.
Η μόνη σημαντική συμβολή του στην ανάπτυξη της μαρξιστικής θεωρίας αυτήν την περίοδο υπήρξε μια πραγματεία του, γραμμένη κατά τη σύντομη παραμονή του ως εξόριστου στη Βιέννη, με τίτλο Ο Μαρξισμός και το εθνικό ζήτημα. Παρουσιάζει μια μαρξιστική θέση σε αυτήν την σημαντική συζήτηση. Αυτή η πραγματεία ίσως να συνέβαλε στο διορισμό του ως Λαϊκού Κομισάριου για τις μειονοτικές υποθέσεις μετά την Επανάσταση.
Το 1913 υιοθέτησε το όνομα Στάλιν, το οποίο σημαίνει «ατσάλινος» στα ρωσικά.
Συνελήφθη πάλι το 1913 και εξορίστηκε ισόβια στη βόρεια Σιβηρία.
Μετά την πτώση του τσάρου Νικολάου Β΄, ο νέος πρωθυπουργός, πρίγκιπας Λβοφ,[19] επέτρεψε σε όλους τους πολιτικούς κρατουμένους να επιστρέψουν στα σπίτια τους. Ο Στάλιν επέστρεψε στην Πετρούπολη (σημερινή «Αγία Πετρούπολη») και ξανάγινε συντάκτης της Πράβντα. Αυτή την ώρα, ο Στάλιν, όπως οι περισσότεροι Μπολσεβίκοι, συμφωνούσε ότι ο ρωσικός λαός δεν ήταν έτοιμος για μια σοσιαλιστική επανάσταση. Εξάλλου οι Στάλιν, Κάμενεφ και η δεξιά τάση των μπολσεβίκων προωθούσαν μια μετριοπαθή στάση κριτικής στήριξης στην προσωρινή κυβέρνηση, θεωρώντας πως έπρεπε να ολοκληρωθεί το αστικοδημοκρατικό στάδιο.
Όταν ο Λένιν επέστρεψε στη Ρωσία στις 3 Απριλίου του 1917, ανήγγειλε αντίθετα αυτό που έγινε γνωστό ως «Θέσεις του Απριλίου». Ο Λένιν επιτέθηκε στους Μενσεβίκους που στήριζαν την Προσωρινή Κυβέρνηση. Αντ' αυτού, υποστήριξε ότι οι επαναστάτες έπρεπε να πείσουν τους Ρώσους ότι αυτοί πρέπει να αναλάβουν την εξουσία της χώρας. Στην ομιλία του, ο Λένιν ενθάρρυνε τους αγρότες να πάρουν τη γη από τους πλούσιους γαιοκτήμονες και τους βιομηχανικούς εργάτες να καταλάβουν τα εργοστάσια.
Κατά τη διάρκεια του Ρωσικού Εμφυλίου Πολέμου ο Στάλιν διαδραμάτισε σημαντικό διοικητικό ρόλο σε στρατιωτικά θέματα και πιστώθηκε τη νίκη έναντι του Λευκού Στρατού στο Τσαρίτσιν.
Η φτώχεια, ο εμφύλιος πόλεμος, και η καταστροφή του παραγωγικού ιστού της επαναστατημένης Ρωσίας δημιούργησε κοινωνική δυσαρέσκεια και οδήγησε σε συγκρούσεις με τμήματα του λαού και της εργατικής τάξης με κορυφαίο γεγονός την εξέγερση της Κροστάνδης. Για την αντιμετώπιση αυτής της κατάστασης, τον Μάρτιο του 1921 ο Λένιν ανήγγειλε τις λεπτομέρειες της νέας οικονομικής πολιτικής που έγινε γνωστή ως Ν.Ε.Π. Οι αγρότες είχαν τη δυνατότητα τώρα να πωλούν τα προϊόντα τους στην ελεύθερη αγορά και μπορούσαν να προσλαμβάνουν πολίτες ως εργαζόμενους.
Την περίοδο 1919–1922 ο Στάλιν υπηρέτησε ως λαϊκός κομισάριος εργατικής και αγροτικής επιθεώρησης, από το 1920 έως το 1923 ως μέλος του Επαναστατικού Στρατιωτικού Συμβουλίου και ως μέλος της Κεντρικής Εκτελεστικής Επιτροπής του Συμβουλίου των Σοβιέτ από το 1917.
Τον Απρίλιο του 1922 ο Στάλιν έγινε Γενικός Γραμματέας του κυβερνώντος Κομμουνιστικού Κόμματος, μια θέση που ανέδειξε στη συνέχεια ως την ισχυρότερη στη χώρα.
Μετά το θάνατο του Λένιν τον Ιανουάριο του 1924, τη διοίκηση του κόμματος ανέλαβαν τα ισχυρότερα μέλη, τα οποία και αγωνίστηκαν για την προεδρία, δηλαδή οι Ιωσήφ Στάλιν, Λεβ Κάμενεφ, Γκριγκόρι Ζινόβιεφ, Λέων Τρότσκι και Νικολάι Μπουχάριν.
Στις αποφάσεις των συνεδρίων του μπολσεβικικού κόμματος που έλαβαν μέρος έως το 1927, ο Τρότσκι και οι υποστηρικτές του της αριστερής αντιπολίτευσης ηττήθηκαν για αντικειμενικούς και υποκειμενικούς λόγους. Ενώ ο Ζινόβιεφ και ο Καμένεφ ήταν υπέρ του Στάλιν, το 1925 στο δέκατο πέμπτο συνέδριο των μπολσεβίκων [μετέπειτα Πανρωσικό Κομμουνιστικό Κόμμα-ΠΚΚ (μπ)], στράφηκαν εναντίον του. Κατέκριναν την εφαρμογή της Νέας Οικονομικής Πολιτικής (ΝοΠ) που αποτελούσε πολιτική επιλογή της «δεξιάς» τάσης (Μπουχάριν κλπ) του κόμματος, την σκληρή αντιμετώπιση απέναντι στους αγρότες και ζήτησαν να διεξαχθούν εκλογές σχετικά με την θέση του Στάλιν, λόγω έλλειψης εμπιστοσύνης στο πρόσωπό του.
Το 1925 ο Στάλιν ήταν σε θέση να εκδιώξει τον Τρότσκι από την κυβέρνηση. Οι Ζινόβιεφ και Καμένεφ αποφάσισαν να λάβουν το μέρος του Τρότσκι και τον παρότρυναν να οργανώσουν ένα στρατιωτικό πραξικόπημα στη Μόσχα. Ως κομισάριος του πολέμου και ηγέτης είχε τη δύναμη να το πραγματοποιήσει. Παρά ταύτα ο Τρότσκι απέρριψε την ιδέα και παραιτήθηκε από τη θέση του.
Το 1928 ο Στάλιν και οι υποστηρικτές εντός του ΠΚΚ (μπ) αντιτάχθηκαν στην ΝΕΠ που μέχρι τότε υποστήριζαν και επιτέθηκαν στα «δεξιά» μέλη του Πολίτμπιρο. Τότε ο Στάλιν υιοθέτησε πλευρές της πολιτικής αντίληψης του Τρότσκι ο οποίος επιθυμούσε την άμεση εκβιομηχάνιση της χώρας. Ο Μπουχάριν αγωνίστηκε σκληρά για την υπεράσπιση της ΝΕΠ, αλλά κατέληξε να αποβληθεί από το κόμμα το 1929, μαζί με τους Αλεξέι Ρίκοφ και Μιχαήλ Τόμσκι που ήταν με το μέρος του. Τον ίδιο χρόνο ο Τρότσκι εξορίστηκε από τη χώρα. Έχοντας παροπλίσει τον Μπουχάριν και εξορίσει τον Τρότσκι, ο Στάλιν μπορεί να ειπωθεί ότι αναδείχθηκε ο ηγέτης της Σοβιετικής Ένωσης τον Δεκέμβριο του 1929. Εντούτοις, η δημοτικότητα άλλων ηγετών όπως οι Σεργκέι Κίροφ και η αποκαλούμενη «Υπόθεση Ριούτιν» επρόκειτο να καταδείξουν πως δεν κατέκτησε την απόλυτη εξουσία μέχρι τη Μεγάλη Εκκαθάριση του 1936–1938.
Ο Στάλιν εισήγαγε την αναγκαστική αγροτική κολεκτιβοποίηση. Η αρχή της κολεκτιβοποίησης ήταν ότι θα αντικαθιστούσε τα μικρής κλίμακας μη μηχανοποιημένα και ελάχιστα παραγωγικά αγροκτήματα με μεγάλης κλίμακας μηχανοποιημένα αγροκτήματα που θα παρήγαγαν προϊόντα πιο αποδοτικά.
Αυτές οι δίκες (όπου παραβρέθηκαν και μάρτυρες και από άλλες χώρες) έμειναν γνωστές ως «Δίκες της Μόσχας». Υπήρξαν τέσσερις βασικές δίκες κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου: η Δίκη των δεκαέξι (Αύγουστος 1936), η Δίκη των δεκαεπτά (Ιανουάριος 1937), η Δίκη των στρατηγών του Κόκκινου Στρατού, συμπεριλαμβανομένων στρατηγών όπως ο στρατάρχης Μιχαήλ Τουχατσέφσκι (Ιούνιος 1937) και τελικά η Δίκη των εικοσιενός (κατά την οποία καταδικάστηκε ο Νικολάι Μπουχάριν) τον Μάρτιο του 1938. Κατά τη διάρκεια των δικών καταδικάστηκαν 11 από τα 21 μέλη της Κεντρικής Επιτροπή ς(ΚΕ) του κόμματος του Αυγούστου του 1917, 18 από τα 31 συνολικά κατά καιρούς μέλη της ΚΕ μεταξύ 1918 ως 1921, 5 από τα 7 μέλη του γραφείου της ΚΕ τον Οκτώβριο του 1917, 8 από τα 10 μέλη του Πολίτμπιρο ως το 1923, 10 από τους 15 κομισάριους/υπουργούς της πρώτης επαναστατικής κυβέρνησης με την Οκτωβριανή Επανάσταση με κατηγορίες πως ήταν πράκτορες της Γερμανίας, Ιαπωνίας και Αγγλίας και λειτουργούσαν σε περιπτώσεις ως πράκτορες ήδη από την απαρχή της Επανάστασης του 1917. Την περίοδο 1936-1938 έγιναν 1,7 εκατομμύρια συλλήψεις στο πλαίσιο των εκκαθαρίσεων από τις οποίες 681.692 κατέληξαν σε καταδίκες για εκτέλεση[20].
Καθ' όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1930, οι ναζί και οι Σοβιετικοί παρουσίαζαν μία συγκρουσιακή πορεία, δεδομένου ότι ο Χίτλερ κατήγγειλε τη «μπολσεβικική απειλή» και τα δύο έθνη διεξήγαγαν έναν πόλεμο επιρροής στην Ισπανία, υποστηρίζοντας κάθε μια διαφορετική πλευρά στον εμφύλιο πόλεμο της χώρας. Για κάποιο διάστημα ο Στάλιν πίστευε σε μια συμμαχία με τη Γαλλία και τη Μεγάλη Βρετανία, προκειμένου να προληφθεί η αυξανόμενη ναζιστική απειλή. Πράγματι, ο κομισάριος για τις εξωτερικές υποθέσεις Μαξίμ Λιτβίνοφ πρότεινε δημόσια μια τέτοια συμμαχία το 1935. Εκείνη η προσφορά παρέμεινε στον τραπέζι έως το 1938, όταν ο Χίτλερ είχε κατακτήσει την Τσεχοσλοβακία και την Αυστρία, και αναμενόταν να επιτεθεί στην Πολωνία. Ο Βρετανός πρωθυπουργός Νέβιλ Τσάμπερλεν, δεν ήταν ενθουσιώδης για τη διαμόρφωση μιας συμμαχίας με τη Σοβιετική Ένωση. Ο Ουίνστον Τσώρτσιλ, ένας ειλικρινής κριτικός της βρετανικής εξωτερικής πολιτικής, συμφώνησε με τον Στάλιν.
Η ερμηνεία του Στάλιν για την απόρριψη από τη Μεγάλη Βρετανία του σχεδίου του για μια αντιφασιστική συμμαχία, ήταν ότι περιλήφθηκαν σε μια σκευωρία με τη Γερμανία ενάντια στη Σοβιετική Ένωση. Αυτή η πεποίθηση ενισχύθηκε όταν συναντήθηκε ο Νέβιλ Τσάμπερλεν με τον Αδόλφο Χίτλερ στο Μόναχο τον Σεπτέμβριο του 1938 και ενέδωσε στις απαιτήσεις του για την περιοχή της Σουδητίας στην Τσεχοσλοβακία. Ο Στάλιν τώρα θεώρησε ότι ο κύριος στόχος της βρετανικής εξωτερικής πολιτικής ήταν να ενθαρρυνθεί η Γερμανία για να κατευθυνθεί στην ανατολή παρά στη δύση.
Ο Στάλιν συνειδητοποίησε ότι ο πόλεμος με τη Γερμανία ήταν αναπόφευκτος. Εντούτοις, για να έχει οποιαδήποτε πιθανότητα νίκης χρειαζόταν χρόνο για να ενισχύσει τις ένοπλες δυνάμεις του. Ο μόνος τρόπος που θα μπορούσε να λάβει χρόνο ήταν να διαπραγματευτεί με τον Χίτλερ. Ο Στάλιν ήταν πεπεισμένος ότι ο καγκελάριος δεν θα ήταν τόσο ανόητος να διεξαγάγει έναν πόλεμο σε δύο μέτωπα. Αν και ο Στάλιν επιθυμούσε ακόμα να ελέγξει τον Χίτλερ, η συμμαχία με τη Γαλλία και την Αγγλία για την υπεράσπιση των Πολωνών θα σήμαινε πόλεμο, τον οποίο ο Σοβιετικός ηγέτης ήθελε να αποφύγει οπωσδήποτε.
Επιπλέον, ήταν δυσμενώς προκατειλημμένος με την τακτική των δυτικών δυνάμεων, των οποίων η πολιτική του κατευνασμού είχε κάνει ελάχιστα για να σταματήσει το Χίτλερ. Αντικατέστησε τον Λιτβίνοφ με τον Βιατσεσλάβ Μόλοτοφ, ο οποίος προχώρησε στη σύναψη ενός συμφώνου μη επίθεσης με τον Γερμανό υπουργό Εξωτερικών, Γιοάχιμ φον Ρίμπεντροπ, σύμφωνα με το οποίο η Ρωσία και η Γερμανία συμφώνησαν να μην επιτεθούν η μία στη άλλη. Αυτή η διπλωματική πράξη, που υπογράφτηκε τον Αύγουστο του 1939, συγκλόνισε και φόβισε τη δύση - αλλά δεν θα έπρεπε να είχε αποτελέσει έκπληξη στους εξοικειωμένους με την πολιτική δεξιοτεχνία του Στάλιν. Έναν μήνα αργότερα, η Γερμανία εισέβαλε στην Πολωνία ξεκινώντας τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Από μία άποψη, το γερμανορωσικό σύμφωνο ήταν μια λαμπρή κίνηση από μέρους του Στάλιν, δεδομένου ότι του έδωσε μια ευκαιρία να βελτιώσει δραστικά τη στρατηγική θέση της χώρας του κατά μήκος των δυτικών συνόρων της, χωρίς ανάμιξη σε μια μεγαλύτερη σύγκρουση. Ενώ οι δυνάμεις του Χίτλερ ισοπέδωναν την Πολωνία, σοβιετικά στρατεύματα πήραν στην κατοχή τους το ανατολικό μέρος της χώρας. Κατόπιν, τον Οκτώβριο του 1939, η ΕΣΣΔ ανάγκασε τα κράτη της Βαλτικής - Λιθουανία, Λετονία και Εσθονία, ανεξάρτητα από την Επανάσταση του 1917 - να επιτρέψουν στις σοβιετικές δυνάμεις να εγκατασταθούν στα σύνορά τους. Αυτό προετοίμασε το έδαφος για την ολοκληρωτική προσάρτηση αυτών των κρατών στην ΕΣΣΔ το επόμενο έτος. Οι Σοβιετικοί εφάρμοσαν παρόμοια πίεση στη Φινλανδία, η οποία ήταν ένα μεγάλο δουκάτο σύμφωνα με τον τσαρικό νόμο, αλλά οι Φινλανδοί αντιστάθηκαν. Έτσι τον Νοέμβριο του 1939 ο Στάλιν διέταξε εισβολή. Ανέμενε έναν γρήγορο, εύκολο πόλεμο, αλλά λόγω των άσχημων καιρικών συνθηκών και της φινλανδικής αποφασιστικότητας ο Κόκκινος Στρατός υπέστη μια σειρά ηττών και οπισθοχωρήσεων, μέχρι που, την άνοιξη του επόμενου έτους, οι Φινλανδοί υπέγραψαν συνθηκολόγηση.
Έως εκείνη τη στιγμή τα στρατεύματα του Χίτλερ είχαν εισβάλει στη Γαλλία, επιτυγχάνοντας σημαντικές νίκες και έθεσαν τους Γάλλους εκτός πολέμου μετά σχεδόν ένα μήνα μαχών. Αν και οι Βρετανοί παρέμεναν ακόμα ελεύθεροι στο περιφραγμένο από τη θάλασσα νησί τους, η ναζιστική Γερμανία στεκόταν ως αναμφισβήτητος κύριος της ηπειρωτικής Ευρώπης. Αυτό άφησε ελεύθερο τον Χίτλερ να επιτεθεί στην Ε.Σ.Σ.Δ. χωρίς φόβο επίθεσης από τη δύση. Αλλά, ενώ το επόμενο έτος ο ηγέτης των ναζί ήταν έτοιμος να προωθήσει την «Επιχείρηση Μπαρμπαρόσα» ενάντια στη Ρωσία, ο Στάλιν δεν πρόλαβε να πράξει πολλά προκειμένου να προετοιμάσει τη χώρα για εισβολή.
«Τι κάναμε για να μας αξίζει αυτό;» ρωτούσε στις 21 Ιουνίου του 1941 ο Μολότωφ, όταν τα γερμανικά στρατεύματα περνούσαν τα σύνορα της Ε.Σ.Σ.Δ. και ξεχύνονταν στη σοβιετική ενδοχώρα. Όταν έγινε σαφές ότι τα στρατεύματά του υποχωρούσαν ατάκτως και ότι όποια αντεπίθεση θα αποτύγχανε, βυθίστηκε σε μια κατάσταση κλονισμού που φάνηκε να τον παραλύει για περισσότερο από μία εβδομάδα, ενώ οι εισβολείς κινούνταν όλο και βαθύτερα στη Σοβιετική Ένωση. Στις 3 Ιουλίου ο Στάλιν προέβη σε εθνικό ραδιοφωνικό διάγγελμα, στο οποίο απαιτούσε εθνική ενότητα παρά την κρίση. Τον επόμενο μήνα, ανέλαβε επίσημα την ανώτατη διοίκηση του Κόκκινου Στρατού, θέση που κράτησε μέχρι το τέλος του πολέμου. Στο Σμολένσκ, στην αρχική φάση του πολέμου, οι Ναζί αιχμαλώτισαν τον γιο του Γιάκοφ (ο οποίος κατείχε τη θέση του υπολοχαγού του πυροβολικού. Αργότερα, ο Χίτλερ ζήτησε από τον Στάλιν, ως αντάλλαγμα για την απελευθέρωση του Γιάκοφ, την απελευθέρωση του Γερμανού στρατάρχη Πάουλους ο οποίος είχε παραδοθεί κατά τη μάχη του Στάλινγκραντ. Ο Στάλιν τότε απάντησε «Έχεις στα χέρια σου όχι μόνο τον γιο μου τον Γιάκοφ αλλά εκατομμύρια γιους μου. Ή θα τους ελευθερώσεις όλους ή ο γιος μου θα μοιραστεί την τύχη των υπόλοιπων».[21]
Οι σοβιετικές δυνάμεις δεν είχαν επιστρατευτεί τον Ιούνιο του 1941, ο εξοπλισμός τους ήταν ξεπερασμένος και η ηγεσία τους, μετά από τις εκκαθαρίσεις, ήταν εντελώς άπειρη. Μέχρι το φθινόπωρο του 1941, είχαν υποχωρήσει κατά μήκος του απέραντου μετώπου των 2000 μιλίων. Η Ουκρανία ήταν στα χέρια των Γερμανών, όπως η Κριμαία και τα κράτη της Βαλτικής. Τα γερμανικά στρατεύματα πολιορκούσαν το Λένινγκραντ και τη Σεβαστούπολη. Στο σημείο αυτό ο Στάλιν, με τη μεσολάβηση του Βούλγαρου πρέσβη, διερεύνησε τη δυνατότητα ειρήνευσης με τη Γερμανία με αντάλλαγμα την παραχώρηση εδαφών. Αυτή την κίνηση ο Μολότοφ ονόμασε μια "πιθανή δεύτερη συνθήκη Μπρεστ-Λιτόβσκ". Στο μεταξύ, ενώ η Σοβ. Ένωση λάμβανε βρετανική βοήθεια και προσπαθούσε να προσεγγίσει τη Γερμανία, ο στρατός της αναδιοργανωνόταν με ταχείς ρυθμούς.[22] Η Μόσχα απειλήθηκε και σώθηκε μόνο από την αρχή του χειμώνα, όταν η αντεπίθεση των Σοβιετικών σταμάτησε τη γερμανική πρόοδο.
Η πολεμική στρατηγική του Στάλιν ήταν αρκετά απλή. Θεωρούσε ότι ήταν ζωτικής σημασίας να επιτίθεται στον εχθρό όσο το δυνατόν συχνότερα. Ήταν ιδιαίτερα ενθουσιώδης ως προς το να χρησιμοποιεί νέα, φρέσκα στρατεύματα για αυτές τις επιθέσεις. Ο Στάλιν υποστήριζε ότι οι χώρες της δυτικής Ευρώπης είχαν ηττηθεί από το δικό τους φόβο για τη γερμανική ανωτερότητα. Ο κύριος στόχος του με τη χρησιμοποίηση νέων στρατευμάτων ήταν κατ' αυτό τον τρόπο να τους πείσει ότι οι γερμανικές δυνάμεις δεν ήταν αήττητες. Με το να απωθήσει τον γερμανικό στρατό από τη Μόσχα, ο Στάλιν απέδειξε στα σοβιετικά στρατεύματα ότι οι Ναζί μπορούσαν να αντιμετωπιστούν. Παρείχε επίσης ένα σημαντικό παράδειγμα σε όλα τα στρατεύματα που πάλευαν σε όλο τον κόσμο τη γερμανική πολεμική μηχανή.
Ο γερμανικός στρατός παρεμποδίστηκε σοβαρά από το ρωσικό χειμώνα του 1941 - 1942 και μόλις έφθασε η άνοιξη άρχισαν να προωθούνται για άλλη μια φορά. Οι γερμανικές δυνάμεις ήταν ιδιαίτερα επιτυχείς στο νότο και ήταν σε θέση να περικυκλώσουν το Στάλινγκραντ.
Ο Στάλιν τρόμαξε όταν διάβασε στις εκθέσεις ότι ο Κόκκινος Στρατός στην Ουκρανία υποχώρησε με τόση βιασύνη, ώστε άφησε πίσω τα όπλα και τα εφόδιά του. Όχι μόνο στρατιώτες εκτελέστηκαν για λιποταξία, αλλά ο Στάλιν έδωσε άδεια για δημοσίευση στις εφημερίδες άκρως κριτικών άρθρων. Ο στρατός, που εγκωμιαζόταν κατά τη διάρκεια των αρχικών σταδίων του πολέμου, κατηγορήθηκε τώρα για προδοσία των σοβιετικών πολιτών. Ήταν μια εξαιρετικά επικίνδυνη κίνηση από μέρους του Στάλιν, αλλά είχε το επιθυμητό αποτέλεσμα.
Το καλοκαίρι του 1942 χαρακτηρίστηκε ως το πλέον κρίσιμο για τους πολιορκούμενους Σοβιετικούς και τους νέους συμμάχους τους, τους Βρετανούς και τους Αμερικανούς, οι οποίοι είχαν εισέλθει στον πόλεμο μετά την ιαπωνική επίθεση στο Περλ Χάρμπορ το Δεκέμβριο του 1941. Ενώ οι Γερμανοί και οι Ιάπωνες προωθούνταν στη βόρεια Αφρική και τον Ειρηνικό, ο Χίτλερ εξαπέλυσε μια νέα επίθεση στον Καύκασο, με επιδίωξη να καταληφθούν οι πετρελαιοπηγές γύρω από το Μπακού. Τα στρατεύματα του Στάλιν απωθήθηκαν πάλι και οδηγήθηκαν στο Στάλινγκραντ (πρώην Τσαρίτσιν, σήμερα Βόλγκογκραντ), όπου ο Στάλιν είχε διοικήσει τον Κόκκινο Στρατό κατά τη διάρκεια του εμφύλιου. Αλλά εκεί άλλαξε η ροή του πολέμου. Σε μια ιδιαίτερης σημασίας μάχη, που διήρκεσε από τον Αύγουστο του 1942 μέχρι το Φεβρουάριο του 1943, οι Γερμανοί υπέστησαν μια φοβερή ήττα. Οι Σοβιετικοί παγίδευσαν τα γερμανικά στρατεύματα στα ερείπια του Στάλινγκραντ και τα εκμηδένισαν. Οι γερμανικές απώλειες στο Στάλινγκραντ ήταν 2 εκατομμύριο στρατιώτες, 3.500 άρματα μάχης και 3.000 αεροσκάφη. Η μάχη χαρακτηρίστηκε ως η πλέον κρίσιμη καμπή του πολέμου. Από αυτήν την ημερομηνία και έπειτα η Γερμανία άρχισε να υποχωρεί. Μόνον όταν ο Κόκκινος Στρατός επανέκτησε το έδαφος που ελέγχονταν προηγουμένως από τους Ναζί η σοβιετική κυβέρνηση έδωσε πλήρη στοιχεία για τα πολεμικά εγκλήματα που διαπράχθηκαν. Οι Σοβιετικοί στρατιώτες, που είχαν συλληφθεί, μέσω της λιμοκτονίας οδηγούνταν στο θάνατο.[23] Από τους 5.170.000 στρατιώτες που συνελήφθησαν από τους Γερμανούς, μόνο 1.053.000 επέζησαν.
Ο Στάλιν είχε βρει έναν μεγάλο στρατηγό στο πρόσωπο του Γκεόργκι Ζούκοβ, και τώρα που η στρατιωτική δύναμη των Ηνωμένων Πολιτειών συμμετείχε στον πόλεμο, η Γερμανία και η Ιαπωνία αναγκάζονταν βαθμιαία να υποχωρήσουν. Ο Κόκκινος Στρατός ανάγκασε τα ναζιστικά στρατεύματα να υποχωρήσουν από τη Ρωσία, και έπειτα εισέβαλε στη Γερμανία, ενώ οι σύμμαχοι εισέβαλαν στη Γαλλία το 1944 και κατευθύνονταν ανατολικά. Ο Χίτλερ βλέποντας την αυτοκρατορία του να καταρρέει αυτοκτόνησε στις 30 Απριλίου 1945. Τέσσερις μήνες αργότερα, οι Ηνωμένες Πολιτείες πυροδότησαν δύο ατομικές βόμβες στην Ιαπωνία, που οδήγησαν στην ιαπωνική παράδοση και το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.
Η Σοβιετική Ένωση έφερε τις μεγαλύτερες στρατιωτικές και ανθρώπινες απώλειες στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Περίπου 8 εκατομμύρια στρατιώτες και 20 εκατομμύρια πολίτες πέθαναν. Οι Ναζί θεωρούσαν τους Σλάβους «υπανθρώπους» (untermenschen) και πολλοί πιστεύουν ότι οι δολοφονίες Σλάβων από τους Ναζί ήταν οργανωμένη εθνική γενοκτονία. Αυτή η έννοια της σλαβικής κατωτερότητας ήταν επίσης ο λόγος για τον οποίο ο Χίτλερ δεν δέχτηκε στο στρατό του τους πολλούς Ρώσους που θέλησαν να παλέψουν το σταλινικό καθεστώς έως το 1944, όταν και χάθηκε ο πόλεμος για τη Γερμανία. Στη Σοβιετική Ένωση ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος άφησε ένα τεράστιο έλλειμμα ανθρώπινου δυναμικού της εν καιρώ πολέμου παραγωγικής γενιάς. Σήμερα ο πόλεμος παραμένει πολύ ζωντανός στη μνήμη στη Ρωσία, τη Λευκορωσία, και άλλα μέρη της πρώην Σοβιετικής Ένωσης ως ο Μεγάλος Πατριωτικός Πόλεμος, και η 9η Μαΐου, η Ημέρα Νίκης, είναι μια από τις μεγαλύτερες εθνικές εορτές της Ρωσίας.
Σε όλες τις συνομιλίες του με τους δύο δυτικούς ηγέτες, τον Πρόεδρο των Η.Π.Α. Φραγκλίνο Ρούσβελτ και το Βρετανό πρωθυπουργό Ουίνστων Τσώρτσιλ, ο Στάλιν πίεζε για στρατιωτική και οικονομική βοήθεια προς τη Σοβιετική Ένωση, ενώ απαιτούσε να αναγνωρίσουν τη σοβιετική κυριαρχία στην Ανατολική και Κεντρική Ευρώπη. Στη Διάσκεψη της Τεχεράνης, το 1943, και πάλι στη Διάσκεψη της Γιάλτας το Φεβρουάριο του 1945, τους πίεσε να επιτρέψουν την ύπαρξη ενός «σοβιετικού μπλοκ», εκτεινόμενου από τα κράτη της Βαλτικής σε ολόκληρη την Πολωνία και τη Γερμανία, και έπειτα νότια έως τη Γιουγκοσλαβία.
Με τη λήξη του B΄ Παγκοσμίου Πολέμου οι άνθρωποι που είχαν αντέξει τόσες πολλές κακουχίες κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης, τώρα ήλπιζαν ότι οι ζωές τους θα βελτιώνονταν. Στο μυαλό του Στάλιν, φυσικά, μια τέτοια σκέψη παρουσίαζε έναν κίνδυνο: Εάν οι άνθρωποι άρχιζαν να λαχταρούν κάτι καλύτερο, ίσως να επαναστατούσαν. Κατά συνέπεια άρχισε τώρα μια προσπάθεια διατήρησης του ελέγχου. Το περιβάλλον του αναδιαρθρώθηκε. Ο Λαυρέντι Μπέρια παρέμεινε στην εξουσία ως επικεφαλής της μυστικής αστυνομίας, αλλά ο Μόλοτοφ άρχισε να εξασθενεί σε δύναμη και ο Μαλενκόβ, που είχε απολαύσει την εμπιστοσύνη του Στάλιν από την αρχή του πολέμου, αντικαταστάθηκε από Αντρέι Χανόι, ο οποίος οδήγησε μια ανανεωμένη ιδεολογική επίθεση. Οι στρατιώτες που είχαν δει πάρα πολύ την ακμάζουσα δύση τέθηκαν υπό περιορισμό στα στρατόπεδα για να τους αποτρέψουν από "τη μόλυνση" του πληθυσμού με ανατρεπτικές ιδέες. Υπήρξε μια νέα εκκαθάριση του στρατού, στον οποίο ακόμη και ο μεγάλος Ζούκοβ ανέλαβε μία ελάσσονα επαρχιακή διοίκηση και μια νέα πολιτιστική επίθεση προωθήθηκε ενάντια στις εφημερίδες και την υπόλοιπη λογοτεχνία που θεωρήθηκε απειλητική για το καθεστώς.
Φιλοσοβιετικές κυβερνήσεις εγκαθιδρύθηκαν στη Ρουμανία, τη Βουλγαρία, την Τσεχοσλοβακία και κομμουνιστικά κράτη επεκράτησαν στη Γιουγκοσλαβία και την Αλβανία. Η Φινλανδία διατήρησε την επίσημη ανεξαρτησία της, αλλά ήταν πολιτικά απομονωμένη και οικονομικά εξαρτώμενη από τη Σοβιετική Ένωση. Η Ελλάδα, η Ιταλία και η Γαλλία είχαν ισχυρά (αν και στην περίπτωση της Ελλάδας μετά το 1948 παράνομο) κομμουνιστικά κόμματα, τα οποία είχαν μέχρι ενός ορίου εξάρτηση ή φιλικές επαφές με τη Μόσχα. Ο Στάλιν ήλπισε ότι η απόσυρση των Αμερικανών από την Ευρώπη θα οδηγούσε στη σοβιετική ηγεμονία σε ολόκληρη την ήπειρο. Η αμερικανική βοήθεια προς την αντικομουνιστική πλευρά στον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο άλλαξε την κατάσταση. Η Ανατολική Γερμανία πιστοποιήθηκε ως χωριστή χώρα το 1949, κυβερνώμενη από τους Γερμανούς κομμουνιστές. Επιπλέον, ο Στάλιν έλαβε την απόφαση να μεταπηδήσει στον άμεσο έλεγχο των δορυφόρων του στην κεντρική Ευρώπη: όλες οι χώρες επρόκειτο να κυβερνηθούν από τα τοπικά κομμουνιστικά κόμματα που προσπάθησαν να εφαρμόσουν το σοβιετικό πρότυπο τοπικά.
Ο Στάλιν είδε τη σταθεροποίηση της σοβιετικής δύναμης στην περιοχή ως απαραίτητο βήμα προκειμένου να προστατεύσει την ΕΣΣΔ με το να την περιβάλει με χώρες με φιλικές κυβερνήσεις, για να ενεργήσουν ως ενδιάμεση δομική ενότητα ενάντια σε πιθανούς εισβολείς.
Οι σχέσεις μεταξύ της Σοβιετικής Ένωσης και του πρώην συμμάχων της του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου ψυχράνθηκαν σύντομα, και έδωσαν τόπο σε μια παρατεταμένη περίοδο έντασης και δυσπιστίας μεταξύ της Ανατολής και της Δύσης, γνωστής ως Ψυχρός Πόλεμος. Στη χώρα του ο Στάλιν παρουσιάστηκε ως μεγάλος εν καιρώ πολέμου ηγέτης που είχε οδηγήσει την Ε.Σ.Σ.Δ. στη νίκη ενάντια στους Ναζί. Μέχρι το τέλος της δεκαετίας του '40, ο ρωσικός εθνικισμός συνέχισε να αυξάνεται. Παραδείγματος χάριν, μερικές εφευρέσεις και επιστημονικές ανακαλύψεις αποδόθηκαν σε Ρώσους ερευνητές. Τα παραδείγματα περιλαμβάνουν τη μηχανή λεβήτων, που αποδόθηκε στους πατέρα και γιο Τσερεπάνοφ (1833-34), ο ηλεκτρικός λαμπτήρας στους Ιάμπλοτσκοφ (1875) και Λοντίγκιν (1874), το ραδιόφωνο στον Ποπόφ (1895), το αεροπλάνο στο Μοζάισκι (1882) κ.λ.π., ενώ ήδη από τη δεκαετία του '30 οι επιστήμες είχαν δεχτεί καίριο πλήγμα (και ιδιαίτερα η Βιολογία) με τις παρεμβάσεις εγκάθετων "επιστημόνων" όπως ο Λυσένκο.[24]Ο σοβιετικός βιολόγος Zhores Medvedev στη δεκαετία του 1960 αποκάλυψε πώς ο Στάλιν είχε εισάγει την "δικτατορική τρομοκρατία μέσα στην επιστήμη", χρησιμοποιώντας τον Λυσένκο. [25]
Οι εσωτερικές κατασταλτικές πολιτικές του Στάλιν συνεχίστηκαν και εντάθηκαν (συμπεριλαμβάνοντας και τα προσφάτως προσαρτημένα εδάφη), αλλά δεν έφθασαν ποτέ της δεκαετίας του '30. Σύμφωνα με κάποιες μαρτυρίες, οι αντισημιτικές εκστρατείες του 1948 - 1953 ήταν μόνο οι πρόδρομοι μιας μεγαλύτερης επερχόμενης καταστολής, αλλά εάν τέτοια σχέδια πράγματι υπήρξαν, ο Στάλιν πέθανε προτού μπορέσει να τα εφαρμόσει. Ο θάνατός του έσωσε πολλούς από τις φυλακές και τα βασανιστήρια. Μεταξύ αυτών πολλοί προέρχονταν από το χώρο των πολιτικών, όπως ο Βιατσεσλάβ Μολότοφ και ο Αναστάς Μικογιάν, όλοι ύποπτοι για κατασκοπεία υπέρ των ΗΠΑ, της Βρετανίας ή (όπως ο Μικογιάν) των Εβραίων. Το τελευταίο έτος του Στάλιν, το 1952, ήταν ιδιαίτερα απάνθρωπο.[26]
Μέσω μιας σειράς ανακοινώσεων, οι Σοβιετικοί πολίτες ήταν ενήμεροι ότι ο Στάλιν ήταν σοβαρά άρρωστος. Στις τέσσερις το πρωί της 6ης Μαρτίου 1953, αναγγέλθηκε από τον κρατικό ραδιοσταθμό ότι: «Η καρδιά του συντρόφου ηγέτη και συνεχιστή της μεγαλοφυΐας του σκοπού του Λένιν, του σοφού ηγέτη και δασκάλου του Κομμουνιστικού Κόμματος και της Σοβιετικής Ένωσης, έπαψε να χτυπά.»
Ο Ιωσήφ Βησσαριώνοβιτς Τζουγκασβίλι, ο επονομαζόμενος Στάλιν, 73 ετών, είχε υποστεί εγκεφαλική αιμορραγία και είχε πεθάνει στις 9:50 μ.μ. στις 5 Μαρτίου 1953.
Το σώμα του πλύθηκε από μια νοσοκόμα και μεταφέρθηκε έπειτα μέσα σε ένα άσπρο αυτοκίνητο στο νεκροτομείο του Κρεμλίνου. Εκεί έγινε η νεκροψία. Αφού ολοκληρώθηκε η νεκροψία, το σώμα του δόθηκε στους ταριχευτές ώστε να το προετοιμάσουν για το τριήμερο λαϊκό προσκύνημα.
Τρία έτη μετά το θάνατό του ο Νικίτα Χρουστσόφ, νέος ηγέτης της Σοβιετικής Ένωσης, έκανε μια ομιλία με τίτλο: Για τις συνέπειες της προσωπολατρείας (την περίφημη Μυστική Έκθεση) στο εικοστό συνέδριο του Κόμματος, όπου επιτέθηκε στις πολιτικές του Στάλιν. Ο Χρουστσόφ αποκάλυψε σε κλίμα έντονης συκοφαντίας[εκκρεμεί παραπομπή] πώς ο Στάλιν ήταν υπεύθυνος για την εκτέλεση χιλιάδων ανθρώπων κατά τη διάρκεια των εκκαθαρίσεων.
Στους μήνες που ακολούθησαν, χιλιάδες φυλακισμένοι από το Στάλιν απελευθερώθηκαν. Σε εκείνους που βρέθηκαν στα στρατόπεδα εργασίας δόθηκε η άδεια να δημοσιεύσουν την εμπειρία τους. Ο πιο ξεχωριστός από αυτούς ήταν ο συγγραφέας Αλεξάντερ Σολζενίτσιν, του οποίου το μυθιστόρημα «Μια ημέρα από τη ζωή του Ιβάν Ντενίσοβιτς» έγινε παγκόσμιο μπεστ-σέλλερ.
Μετά από τις αποκαλύψεις του Χρουστσόφ, έγιναν προσπάθειες να σβηστεί η εικόνα του Στάλιν από την Σοβιετική Ένωση. Τα αγάλματα και τα πορτρέτα του αφαιρέθηκαν από τους δημόσιους χώρους. Οι πόλεις, οι οδοί και τα πάρκα που είχαν το όνομά του μετονομάστηκαν. Το Στάλινγκραντ, που ήταν συνδεμένο με τη στρατιωτική ηγεσία του κατά τη διάρκεια του εμφύλιου και του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου, μετονομάστηκε σε Βόλγκογκραντ.
Το 1961, πέντε ολόκληρα χρόνια από την πλήρη επικράτηση της αντισταλινικής γραμμής του Νικίτα Χρουστσόφ σε πολιτικό επίπεδο και οκτώ χρόνια μετά τον θάνατο του Στάλιν, εκατομμύρια Σοβιετικοί πολίτες συνέχιζαν να συρρέουν κάθε χρόνο στο Μαυσωλείο της Κόκκινης Πλατείας στη Μόσχα, όπου η σορός του Στάλιν εξακολουθούσε να εκτίθεται δίπλα σε εκείνη του Βλαντιμίρ Λένιν. Η αίγλη της τιτάνιας μάχης εναντίον του ναζισμού, του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου όπως αποκαλείτο στην Ε.Σ.Σ.Δ., καθώς και η ταύτιση στη λαϊκή συνείδηση του Στάλιν με την οικοδόμηση του σοβιετικού μοντέλου του σοσιαλισμού καθιστούσαν υψηλό το πολιτικό κόστος απομάκρυνσης της σορού του. Όμως, το 22ο Συνέδριο του Κ.Κ.Σ.Ε. εκτίμησε ότι ήταν πλέον αναγκαία η ενέργεια αυτή. Έτσι, τη νύχτα της 30ης προς 31η Οκτωβρίου του 1961, η σορός του Στάλιν αποσύρθηκε από το Μαυσωλείο και ενταφιάστηκε στο τείχος του Κρεμλίνου. Μία απλή μαύρη ταφόπλακα, χωρίς ούτε καν προτομή, θύμιζε πια την προσωπικότητα που ταυτίστηκε με την ιστορία της Ε.Σ.Σ.Δ. επί 35 σχεδόν χρόνια.[27]
Αν και οι επιφανειακές πτυχές του σταλινισμού αφαιρέθηκαν , το σύστημα που δημιούργησε παρέμεινε. Ήταν ένα σύστημα που οι σοβιετικοί ηγέτες επρόκειτο να το ακολουθήσουν για τα επόμενα τριάντα έτη, ήταν πρόθυμοι να το υιοθετήσουν προκειμένου να αποτραπεί οποιαδήποτε αμφισβήτηση των πολιτικών τους. Συγγραφείς όπως ο Αλεξάντερ Σολζενίτσιν και ο Γιεβγκένι Γιεφτουσένκο ήταν ελεύθεροι να επικρίνουν τον Στάλιν, αλλά όχι εκείνους την περίοδο της εξουσίας τους. Οι υπερβολές του σταλινισμού είχαν εκλείψει, αλλά η δομή του κομματικού/γραφειοκρατικού κράτους παρέμεινε μέχρι το τέλος, που ήρθε με την εμφάνιση του Μιχαήλ Γκορμπατσώφ τη δεκαετία του '80 και τη διάλυση της ΕΣΣΔ από τον ίδιο τον Αύγουστο του 1991.
Στα τέλη του 2000 το Κομμουνιστικό Κόμμα της Γεωργίας αποκατέστησε τη μνήμη του Ιωσήφ Στάλιν, θεωρώντας τον ως ένα από τους πλέον χαρισματικούς πολιτικούς του 20ού αιώνα.[28]
Στις αρχές του 21ου αιώνα εμφανίστηκε μια τάση αγιοποίησης του Στάλιν, η οποία εντάσσεται σε μια άποψη θετικής επανερμηνείας του κομμουνισμού και του σταλινισμού, που υπάρχει στην Εκκλησία. Σύμφωνα με αυτή την άποψη, της οποίας εμπνευστής θεωρείται ο πατριάρχης Καλλίνικος, ο κομμουνισμός και ο σταλινισμός είχαν και θετικά στοιχεία τα οποία εντάσσονται σε μια θετική αφήγηση της Ρωσικής ιστορίας. Ο Ιωσήφ Στάλιν εικονίζεται χωρίς αρνητικά χαρακτηριστικά σε αγιογραφίες της Αγίας Ματρόνας της Μόσχας, σαν μια πατρική φιγούρα που έχει λάβει την ευλογία της αγίας. Κυκλοφορούν επίσης αγιογραφίες του Στάλιν με την άλω γύρω από τη μορφή του. Το φαινόμενο του "Ορθόδοξου Σταλινισμού" έχει προσελκύσει το ερευνητικό ενδιαφέρον, ίσως λόγω της παραδοξότητας και της ανάγκης κατανόησής του. Υπάρχουν "Ορθόδοξοι Σταλινιστές" που ζητούν την επίσημη αγιοποίησή του, (σε αντίθεση με τη στάση έναντι του Λένιν, του Καγκάνοβιτς και άλλων).[29] Κομμουνιστές της Αγ. Πετρούπολης έχουν κυκλοφορήσει εικόνες με τον Στάλιν ως άγιο και πιστεύουν ότι μέχρι το τέλος του 21ου αιώνα τέτοιες εικόνες θα βρίσκονται σε κάθε Ορθόδοξη Εκκλησία.[30]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.