εμφύλιος πόλεμος From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Δεύτερος εμφύλιος πόλεμος στο Σουδάν ήταν εμφύλια σύρραξη (1983-2005) μεταξύ της κυβέρνησης του Σουδάν και του Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού του Σουδάν (SPLA). Ήταν σε μεγάλο βαθμό συνέχεια του πρώτου σουδανικού εμφυλίου πολέμου του 1955 έως το 1972. Παρά το γεγονός ότι ξεκίνησε από το νότιο Σουδάν, εξαπλώθηκε έως τα όρη Νούμπα και τον Γαλάζιο Νείλο. Διήρκεσε 22 χρόνια και είναι ένας από τους μεγαλύτερους καταγεγραμμένους εμφυλίους πολέμους. Η κατάληξή του ήταν η ανεξαρτησία του Νότιου Σουδάν έξι χρόνια μετά το τέλος του πολέμου.
Δεύτερος εμφύλιος πόλεμος στο Σουδάν | |||
---|---|---|---|
Εμφύλιοι πόλεμοι στο Σουδάν | |||
Χάρτης του Σουδάν κατά την περίοδο της σύγκρουσης. | |||
Χρονολογία | Απρίλιος 1983 – Ιανουάριος 2005 (22 χρόνια) | ||
Τόπος | Γαλάζιος Νείλος, όρη Νούμπα, Νότιο Σουδάν | ||
Αίτια | Επεκτατισμός της κεντρικής κυβέρνησης και εθνοθρησκευτικές διαμάχες | ||
Έκβαση | Αδιέξοδο[1]
| ||
Αντιμαχόμενοι | |||
Απώλειες | |||
1–2 εκατομμύρια νεκροί (κυρίως άμαχοι, εξαιτίας της πείνας και της ξηρασίας) |
Περίπου δύο εκατομμύρια άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους ως αποτέλεσμα του πολέμου, της πείνας και των ασθενειών που εξαπλώθηκαν εξαιτίας της σύγκρουσης. Τέσσερα εκατομμύρια άνθρωποι στο νότιο Σουδάν εκτοπίστηκαν τουλάχιστον μία φορά (και συνήθως κατ' επανάληψη) κατά τη διάρκεια του πολέμου. Ο αριθμός των αμάχων νεκρών είναι ένας από τους υψηλότερους μαζί με τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο[5] και σημαδεύτηκε από μεγάλο αριθμό παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ανάμεσά τους περιλαμβάνονται η δουλεία και οι μαζικές δολοφονίες. Η σύγκρουση έληξε επίσημα με την υπογραφή ειρηνευτικής συμφωνίας (CPA) τον Ιανουάριο του 2005.
Ο Σουδανικός εμφύλιος χαρακτηρίζεται συχνά ως σύγκρουση της κεντρικής κυβέρνησης και των επεκτατικών και επικυριαρχικών της τάσεων κατά των διαφορετικών μη ανεπτυγμένων λαών της περιφέρειας του Σουδάν, οι οποίοι προέβαλαν ισχυρισμούς για περιθωριοποίηση. Βασίλεια και μεγάλες δυνάμεις που αναπτύχθηκαν κατά μήκος του ποταμού Νείλου συγκρούστηκαν με τους λαούς της ενδοχώρας του Σουδάν επί αιώνες. Τουλάχιστον από τον 17ο αιώνα, οι κεντρικές κυβερνήσεις της χώρας προσπάθησαν να ρυθμίσουν και να εκμεταλλευτούν τις αναξιοποίητες νότιες και ηπειρωτικές περιοχές του Σουδάν[6].
Ορισμένες πηγές περιγράφουν την σύγκρουση ως εθνοθρησκευτική, βάσει των επιδιώξεων της μουσουλμανικής κεντρικής κυβέρνησης να επιβάλλει τον νόμο της Σαρία στις νότιες μη μουσουλμανικές περιοχές. Οι συγκεκριμένες επιδιώξεις οδήγησαν αρχικά στη αύξηση της βίας και τελικά στον εμφύλιο πόλεμο[7][8][9][10]. Με τη σειρά του ο Ντάγκλας Τζόνσον επεσήμανε τις εκμεταλλευτικές προθέσεις και δράσεις της κεντρικής κυβέρνησης ως βασική αιτία της σύγκρουσης[11].
Ο δεύτερος εμφύλιος πόλεμος έγινε εν μέρει για τους φυσικούς πόρους με αποκορύφωμα την κρίση του Χέγκλιγκ (Heglig Crisis)[12]. Ανάμεσα στον Βορρά και τον Νότο βρίσκονται σημαντικά κοιτάσματα πετρελαίου νότια και ως εκ τούτου σημαντικά ξένα συμφέροντα (τα έσοδα από το πετρέλαιο έχουν ιδιωτικοποιηθεί, όπως στη Νιγηρία). Το βόρειο Σουδάν επιθυμούσε τον έλεγχο των κοιτασμάτων, επειδή βρίσκονται στην άκρη της ερήμου Σαχάρας, σε περιοχές ακατάλληλες για γεωργική ανάπτυξη. Τα έσοδα από το πετρέλαιο αποτελούν περίπου το 70% των εσόδων των εξαγωγών του Σουδάν και συμβάλλουν στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας η οποία, σε αντίθεση με τον Νότο, δεν εξαρτάται από τη διεθνή βοήθεια. Λόγω των πολλών παραποτάμων που εκβάλλουν στον Νείλο και των ισχυρότερων βροχοπτώσεων οι βόρειες περιοχές έχουν ανώτερη πρόσβαση στο νερό και σε εύφορη γη.
Στον εμφύλιο πόλεμο περιλαμβάνονται και οι συγκρούσεις μεταξύ αντιμαχομένων φυλών στον Νότο. Οι περισσότερες από τις συγκρούσεις συνέβησαν μεταξύ των Νούερ και των Ντίνκα, αλλά και άλλων εθνοτικών ομάδων που ενεπλάκησαν στις συγκρούσεις. Οι φυλετικές συγκρούσεις συνεχίστηκαν, καθώς, ακόμη και το 2009 αναφέρθηκαν ισχυρές συγκρούσεις μεταξύ των Μούρλε και των Νούερ[13].
Ο πρώτος εμφύλιος πόλεμος τελείωσε το 1972, με τη συμφωνία της Αντίς Αμπέμπα. Βάσει της συμφωνίας παρασχέθηκε θρησκευτική και πολιτιστική αυτονομία στον Νότο[14].
Η Συμφωνία της Αντίς Αμπέμπα ενσωματώθηκε στο Σύνταγμα του Σουδάν. Η παραβίαση της συμφωνίας οδήγησε στον δεύτερο εμφύλιο πόλεμο[15].
Οι πρώτες παραβιάσεις συνέβησαν όταν ο Πρόεδρος Γκαφάρ Νιμέιρι (Gaafar Nimeiry) προσπάθησε να πάρει τον έλεγχο των πετρελαιοπηγών σε αλληλοεπικαλυπτόμενες περιοχές των συνόρων μεταξύ Βορρά-Νότου. Πετρέλαιο ανακαλύφθηκε στο Μπεντιού το 1978, στο νότιο Κουρντουφάν και τον Άνω Γαλάζιο Νείλο το 1979. Δημιουργήθηκαν οι πετρελαιοπηγές Ενότητα το 1980, η Άνταρ το 1981 και στο Χέγκλιγκ το 1982. Η πρόσβαση στις πετρελαιοπηγές σήμαινε δυνητικά σημαντικά οικονομικά οφέλη σε όποιον τις ήλεγχε[15].
Οι Ισλαμιστές φονταμενταλιστές στον Βορρά ήταν δυσαρεστημένοι με τη συμφωνία της Αντίς Αμπέμπα, η οποία έδωσε σχετική αυτονομία στην μη ισλαμική πλειοψηφία της αυτόνομης περιφέρειας του Νότιου Σουδάν. Δεδομένου ότι η θέση τους ενισχύθηκε στην εξουσία, το 1983 ο πρόεδρος Νιμέιρι δήλωσε ότι το Σουδάν ήταν ενιαίο ισλαμικό κράτος, τερματίζοντας μονομερώς την αυτονομία της Περιφέρειας του Νοτίου Σουδάν[16].
Ο Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός του Σουδάν (SPLA) ιδρύθηκε το 1983 από ομάδα ανταρτών και πολέμησε για την αποκατάσταση της αυτονομίας της περιφέρειας του Νότιου Σουδάν ενάντια στην κεντρική κυβέρνηση. Παρόλο που είχε τη βάση του στο Νότιο Σουδάν, αυτοπροσδιορίστηκε ως κίνημα για όλους τους καταπιεσμένους πολίτες του Σουδάν και καθοδηγείτο από τον Τζον Γκαράνγκ (John Garang). Αρχικά, ο SPLA ξεκίνησε την εκστρατεία του για ένα «Ενωμένο Σουδάν», επικρίνοντας την κεντρική κυβέρνηση για πολιτικές που οδηγούν σε εθνική «αποσύνθεση»[15].
Τον Σεπτέμβριο του 1984 ο πρόεδρος Νιμέιρι ανακοίνωσε το τέλος της κατάστασης έκτακτης ανάγκης και τη διάλυση των δικαστήριων έκτακτης ανάγκης, αλλά σύντομα δημοσίευσε μια νέα νομοθετική πράξη, για τη διατήρηση πολλών από τις πρακτικές που ακολουθούσαν τα δικαστήρια έκτακτης ανάγκης. Παρά τις δημόσιες διαβεβαιώσεις του Νιμέιρι ότι θα τηρούνταν τα δικαιώματα των μη μουσουλμάνων, οι μη μουσουλμανικές κοινότητες παρέμειναν βαθιά καχύποπτες.
Στις 6 Απριλίου, ανώτεροι αξιωματικοί του στρατού υπό την ηγεσία του στρατηγού Αμπντούλ Ραχμάν Σουάρ αντ-Νταχάμπ προέβησαν σε πραξικόπημα, εκδιώκοντας τον Νιμέιρι[17]. Μεταξύ των πρώτων πράξεων της νέας κυβέρνησης ήταν να αναστείλει το σύνταγμα του 1983, να ακυρώσει το διάταγμα περί ισλαμικού κράτους και να διαλύσει την Σοσιαλιστική Ένωση του Σουδάν του Νιμέιρι. Ωστόσο, οι «νόμοι του Σεπτεμβρίου» για τη θέσπιση του ισλαμικού νόμου της Σαρία δεν ανεστάλησαν.
Τοποθετήθηκε 15μελές μεταβατικό στρατιωτικό συμβούλιο υπό την προεδρία του Σουάρ αντ-Νταχάμπ το 1983. Σε συνεργασία με μια άτυπη διάσκεψη των πολιτικών κομμάτων, όπως και των συνδικαλιστικών και επαγγελματικών οργανώσεων, γνωστή ως «Συνάθροιση», το στρατιωτικό συμβούλιο διόρισε προσωρινό πολιτικό υπουργικό συμβούλιο, με επικεφαλής τον πρωθυπουργό Δρ. Αλ-Γιαζούλι Νταφ'αλλάχ. Οι εκλογές έγιναν τον Απρίλιο του 1986 και το μεταβατικό στρατιωτικό συμβούλιο παρέδωσε την εξουσία σε πολιτική κυβέρνηση. Η κυβέρνηση συνασπισμού με επικεφαλής τον πρωθυπουργό Σαντίκ αλ-Μαχντί (Sadiq al-Mahdi) του εθνικού κόμματος Ούμα, το Δημοκρατικό Ενωτικό Κόμμα (DUP), το Εθνικό Ισλαμικό Μέτωπο (NIF) του Χασάν αλ-Τουράμπι (Hassan al-Turabi) και αρκετά νότια κόμματα. Η συμμαχία διαλύθηκε και μεταρρυθμίστηκε αρκετές φορές μέσα στα επόμενα χρόνια με τον πρωθυπουργό Σαντίκ αλ-Μαχντί και το κόμμα Ούμα πάντα σε κεντρικό ρόλο[18].
Τον Μάιο του 1986, η κυβέρνηση συνασπισμού του Σαντίκ αλ-Μαχντί ξεκίνησε ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις με τον Απελευθερωτικό Στρατό του Σουδάν Λαού (SPLA) με επικεφαλής τον συνταγματάρχη Τζον Γκάρανγκ. Το ιδιο έτος ο SPLA και Σουδανικά πολιτικά κομμάτων συναντήθηκαν στην Αιθιοπία και συμφώνησαν με τη διακήρυξη «του Φράγματος Κόκα», η οποία ζητούσε την κατάργηση του ισλαμικού νόμου της Σαρία και τη σύγκληση ενός συνταγματικού συνεδρίου. Το 1988, ο SPLA και το DUP συμφώνησαν σε ένα ειρηνευτικό σχέδιο που προέβλεπε την κατάργηση των στρατιωτικών συμφώνων με την Αίγυπτο και τη Λιβύη, το πάγωμα του νόμου της Σαρία, τον τερματισμό της κατάστασης έκτακτης ανάγκης και την κατάπαυση του πυρός. Παρόλα αυτά, κατά τη διάρκεια της συγκεκριμένης περιόδου ο δεύτερος εμφύλιος πόλεμος εντάθηκε και η εθνική οικονομία συνέχισε να επιδεινώνεται. Όταν αυξήθηκαν οι τιμές των βασικών αγαθών το 1988, ακολούθησαν ταραχές που ακύρωσαν τις αυξήσεις. Δεδομένου ότι ο πρωθυπουργός Σαντίκ αλ-Μαχντί αρνήθηκε να εγκρίνει το σχέδιο ειρήνης που επιτεύχθηκε από το Δημοκρατικό Ενωτικό Κόμμα (DUP) και τον Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό (SPLA), τον Νοέμβριο του 1988 το DUP εγκατέλειψε την κυβέρνηση συνασπισμού. Η νέα κυβέρνηση σχηματίστηκε από το κόμμα Ούμα και το φονταμενταλιστικό Εθνικό Ισλαμικό Μέτωπο (NIF). Τον Φεβρουάριο του 1989, ο στρατός έστειλε στον Σαντίκ αλ-Μαχντί τελεσίγραφο: ή θα κινείτο προς την κατεύθυνση της ειρήνης ή θα καθαιρείτο. Ο ίδιος επέλεξε τον σχηματισμό νέας κυβέρνησης με το DUP και ενέκρινε την ειρηνευτικό σχέδιο SPLA/DUP. Κατόπιν προγραμματίστηκε συνταγματική διάσκεψη για τον Σεπτέμβριο του 1989.
Ωστόσο, στις 30 Ιουνίου 1989, αξιωματικοί του στρατού υπό τον τότε συνταγματάρχη Ομάρ Χασάν αλ-Μπασίρ[19] (Omar Hassan al-Bashir}, με την υποκίνηση και υποστήριξη του Εθνικού Ισλαμικού Μετώπου (NIF), αντικατέστησαν την κυβέρνηση Σαντίκ αλ-Μαχντί με το Επαναστατικό Συμβούλιο Εθνικής Σωτηρίας (RCC), στρατιωτική δικτατορία 15 αξιωματικών του στρατού επικουρούμενη από πολιτικό υπουργικό συμβούλιο. Ο στρατηγός πλέον αλ-Μπασίρ έγινε πρόεδρος, αρχηγός κράτους, πρωθυπουργός και επικεφαλής των ενόπλων δυνάμεων.
Η στρατιωτική κυβέρνηση απαγόρευσε τα συνδικάτα, τα πολιτικά κόμματα και άλλα «μη θρησκευτικά» ιδρύματα. Περίπου 78.000 μέλη του στρατού, της αστυνομίας και της πολιτικής διοίκησης είχαν εκκαθαρίστηκαν προκειμένου να αναμορφωθεί η κυβέρνηση.
Τον Μάρτιο του 1991, ένας νέος ποινικός κώδικας, ο Ποινικός νόμος του 1991, προέβλεπε σκληρές τιμωρίες σε εθνικό επίπεδο, συμπεριλαμβανομένων των ακρωτηριασμών και του λιθοβολισμού. Παρά το γεγονός ότι οι νότιες πολιτείες επίσημα εξαιρούνταν από αυτές τις ισλαμικές απαγορεύσεις και κυρώσεις, ο νόμος του 1991 προέβλεπε πιθανή μελλοντική εφαρμογή του ισλαμικού νόμου της Σαρίας στον Νότο. Το 1993 η κυβέρνηση απέσπασε τους περισσότερους μη μουσουλμάνους δικαστές από τον Νότο προς τον Βορρά, αντικαθιστώντας τους με μουσουλμάνους δικαστές στον Νότο[20]. Η διαμόρφωση ειδικής αστυνομικής δύναμης για την δημόσια τάξη, προκειμένου να επιβληθεί ο νόμος της Σαρία, είχε ως αποτέλεσμα την σύλληψη και επιβολή κυρώσεων της Σαρία σε Νότιους και άλλους μη μουσουλμάνους που ζούσαν στον Βορρά.
Ο Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός του Σουδάν (SPLA) είχε τον έλεγχο μεγάλων περιοχών της Εκουατόρια, Μπαχρ αλ-Γκαζάλ και των επαρχιών του Άνω Νείλου. Δραστηριοποιείτο επίσης στα νότια τμήματα του Νταρφούρ, του Κορντοφάν και των επαρχιών του Γαλάζιου Νείλου. Η κυβέρνηση ήλεγχε μια σειρά από τις μεγάλες νότιες πόλεις, συμπεριλαμβανομένης της Τζούμπα, του Βάου και του Μαλακάλ. Η ανεπίσημη εκεχειρία του Μαΐου μεταξύ του SPLA και της κυβέρνησης έληξε τον Οκτώβριο του 1989.
Τον Ιούλιο του 1992, μετά από κυβερνητική επίθεση στο νότιο Σουδάν καταλήφθηκε η έδρα του SPLA στο Τόριτ[21].
Χρησιμοποιήθηκαν τόσο οι κυβερνητικές τακτικές ένοπλες δυνάμεις όσο και η διαβόητη παραστρατιωτική οργάνωση Λαϊκές Δυνάμεις Άμυνας, (PDF), για την επιδρομή στα χωριά του Νότου και τα όρη Νούμπα[22]. Οι εθνικές κυβερνήσεις του Σουδάν έχουν μακρά ιστορία στην χρήση διαμεσολαβητικού πολέμου στο νότιο Σουδάν για την διατήρηση των τακτικών δυνάμεών τους. Οι παραστρατιωτικές ομάδες χρησιμοποιούνταν σε τοπικό επίπεδο και με συγκεκαλυμμένη τη σχέση τους με την εθνική κυβέρνηση. Πολλές τέτοιες ομάδες ευθυγραμμισμένες με το Χαρτούμ δημιουργήθηκαν και στη συνέχεια εξοπλίστηκαν από το Εθνικό Ισλαμικό Μέτωπο (NIF) σε μια εσκεμμένη τακτική του «διαίρει και βασίλευε»[23].
Τον Αύγουστο του 1991 εσωτερική διαμάχη ανάμεσα στους αντάρτες οδήγησε τους αντιπάλους της ηγεσίας του συνταγματάρχη Γκαράνγκ στο Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό του Σουδάν SPLA να σχηματίσουν την αποκαλούμενη φατρία Ναζίρ του επαναστατικού στρατού. Η προσπάθεια για την ανατροπή του Γκαράνγκ καθοδηγήθηκε από τους Ρίεκ Ματσάρ (Riek Machar) και Λαμ Άκολ (Lam Akol). Τον Νοέμβριο του 1991, η φράξια του Αλελευθερωτικού Στρατού SPLA-Nasir πραγματοποίησε την σφαγή του Μπορ, στην πόλη Μπορ δολοφονώντας περίπου 2.000 αμάχους[24]. Τον Σεπτέμβριο του 1992, ο Γουίλιαμ Νίον Μπάνι (William Nyuon Bany) σχημάτισε δεύτερη φατρία και τον Φεβρουάριο του 1993 ο Κερουμπίνο Κουάνιν Μπολ (Kerubino Kwanyin Bol) την τρίτη φραξιονιστική παράταξη ανταρτών. Στις 5 Απριλίου 1993 οι τρεις ομάδες ανταρτών ανακοίνωσαν συνασπισμό των ομάδων τους, τον Ενωμένο SPLA σε συνέντευξη Τύπου στο Ναϊρόμπι της Κένυας[25].
Στην περίοδο 1990-91, η σουδανική κυβέρνηση υποστήριξε τον Σαντάμ Χουσεΐν στον πόλεμο του Κόλπου[26] . Η συγκεκριμένη υποστήριξη άλλαξε την αμερικανική στάση απέναντι στη χώρα. Η διοίκηση του Μπιλ Κλίντον απαγόρευσε τις αμερικανικές επενδύσεις στη χώρα διαθέτοντας παράλληλα χρήματα και υποστήριξη στις γειτονικές χώρες για την απώθηση των επιδρομών του Σουδάν. Επίσης, οι ΗΠΑ ξεκίνησαν προσπάθειες για την απομόνωση του Σουδάν, το οποίο κατηγόρησαν ως κράτος τρομοκράτη.
Το 1993, οι ηγέτες της Ερυθραίας, της Αιθιοπίας, της Ουγκάντα και της Κένυας συμμετείχαν σε ειρηνευτική πρωτοβουλία για το Σουδάν, υπό την αιγίδα της Διακυβερνητικής Αρχής για την Ανάπτυξη (IGAD), με αμφισβητούμενα αποτελέσματα. Η πρωτοβουλία της IGAD είχε ως αποτέλεσμα την Διακήρυξη Αρχών (DOP)[27] το 1994, για τον προσδιορισμό των βασικών απαραίτητων στοιχείων για μια δίκαιη και συνολική διευθέτηση της ειρήνης, δηλαδή, τη σχέση μεταξύ θρησκείας και κράτους, την κατανομή της εξουσίας, την κατανομή του πλούτου και το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης για τον Νότο. Η σουδανική κυβέρνηση δεν υπέγραψε την DOP μέχρι το 1997, οπότε υπέστη σημαντικές ήττες από το SPLA στο πεδίο της μάχης.
Το 1995, η αντιπολίτευση των βορείων περιοχών ενώθηκε με τμήματα των νότιων για να δημιουργήσει συνασπισμό των κομμάτων της αντιπολίτευσης, υπό την Εθνική Δημοκρατική Συμμαχία (NDA). Η εξέλιξη αυτή άνοιξε βορειοανατολικό μέτωπο στον εμφύλιο πόλεμο, γεγονός που κατέστησε τη σύρραξη σύγκρουση κέντρου-περιφέρειας και όχι απλά σύγκρουση Βορρά-Νότου. Τα συμβαλλόμενα μέρη SPLA, DUP και Ούμα ήταν οι βασικές ομάδες που συγκρότησαν τη συμμαχία, μαζί με διάφορα μικρότερα κόμματα και βόρειες εθνοτικές ομάδες[16].
Το 1995, η Ερυθραία, η Αιθιοπία και η Ουγκάντα ενέτειναν την στρατιωτική βοήθεια στο SPLA αποστέλλοντας στρατεύματα στο Σουδάν. Η στρατιωτική ανάμειξη της Ερυθραίας και της Αιθιοπίας αποδυναμώθηκε, όταν οι δύο χώρες συμμετείχαν στην μεταξύ τους μεθοριακή σύγκρουση το 1998. Η υποστήριξη της Ουγκάντα αποδυναμώθηκε, όταν μετατόπισε την προσοχή της στην σύγκρουσή της με την Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό[28].
Μέχρι το 1997, επτά ομάδες στο κυβερνητικό στρατόπεδο, με επικεφαλής τον πρώην υπολοχαγό Ρίεκ Ματσάρ, υπέγραψαν την Ειρηνευτική συμφωνία του Χαρτούμ με το NIF, σχηματίζοντας έτσι τις Ένοπλες Δυνάμεις του Νοτίου Σουδάν (SSDF)[23]. Επίσης, το 1997 η κυβέρνηση υπέγραψε τις συμφωνίες των ορέων Νούμπα και Φασόντα με ομάδες ανταρτών. Σε αυτές περιλαμβάνονται και οι συμφωνίες του Χαρτούμ, που έληξαν τη στρατιωτική σύγκρουση μεταξύ της κυβέρνησης και σημαντικών φατριών ανταρτών. Πολλοί από αυτούς τους ηγέτες στη συνέχεια μετακόμισαν στο Χαρτούμ, όπου ανέλαβαν διαφόρους ρόλους στην κεντρική κυβέρνηση ή συνεργάστηκαν με την κυβέρνηση σε στρατιωτικές δράσεις εναντίον του SPLA.
Τον Ιούλιο του 2000 στην Κοινή Πρωτοβουλία για το Σουδάν της Λιβύης και της Αιγύπτου τέθηκε εκ νέου το ζήτημα της δημιουργίας προσωρινής κυβέρνησης, του καταμερισμού της εξουσίας, της συνταγματικής μεταρρύθμισης και της διενέργειας εκλογών. Οι νότιες περιφέρειες αντιτάχθηκαν στην κοινή πρωτοβουλία, γιατί δεν αντιμετώπιζε ζητήματα της σχέσης μεταξύ θρησκείας και κράτους και παρέλειψε το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης. Δεν είναι σαφές σε ποιο βαθμό η πρωτοβουλία αυτή θα μπορούσε να έχει σημαντικές επιπτώσεις στην οικοδόμηση της ειρήνης, καθώς στόχευε κυρίως στην προστασία των συμφερόντων της Αιγύπτου, υπέρ της ενότητας του Σουδάν[29].
Οι ειρηνευτικές συνομιλίες μεταξύ των ανταρτών των νότων περιοχών και της κυβέρνησης παρουσίασαν σημαντική πρόοδο το 2003. Στις αρχές του 2004, αν και συνεχίζονταν οι αψιμαχίες σε τμήματα του νότιου Σουδάν, υπεγράφη Συνολική Ειρηνευτική Συμφωνία στις 9 Ιανουαρίου 2005 στο Ναϊρόμπι.
Οι όροι της συνθήκης ειρήνης είχαν ως εξής[30]:
Σημείο διαφωνίας στις διαπραγματεύσεις ήταν η κατάσταση των τριών κεντρικών και ανατολικών επαρχιών .
Όλες οι εμπλεκόμενες πλευρές στρατολόγησαν παιδιά στρατιώτες στις τάξεις τους. Βάσει της συμφωνίας του 2005, προβλεπόταν όλα τα παιδιά στρατιώτες να αποστρατευθούν και επιστρέψουν στο σπίτι τους. Το SPLA υποστήριξε ότι αποστράτευσε 16.000 παιδιά στρατιώτες του μεταξύ 2001 και 2004. Ωστόσο, διεθνείς παρατηρητές (ΟΗΕ και Παγκόσμια Έκθεση του 2004) ανακάλυψαν ότι τα παιδιά συχνά προσλαμβάνονταν εκ νέου από τον SPLA. Το 2004 υπήρχαν μεταξύ 2.500-5.000 παιδιά που υπηρετούσαν στο SPLA. Οι αντάρτες υποσχέθηκαν να αποστρατευθούν όλα τα παιδιά μέχρι το τέλος του 2010[31]. Ο συγκεκριμένος στόχος επιτεύχθηκε.
Η Λευκός στρατός των Νούερ, στην ευρύτερη περιοχή του Άνω Νείλου, αποτελείτο σε μεγάλο βαθμό από αυτοοργανωμένα παιδιά στρατιώτες, που λειτουργούσαν συχνά αυτόνομα από τις μεγάλες παρατάξεις[32].
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.