From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Αρτόκαρπος ο ευτραφής (Artocarpus altilis) ή κοινώς Αρτόκαρπος, είναι είδος ανθοφόρου δέντρου, που ανήκει στην οικογένεια των Μορεοειδών (Moraceae), που κατάγεται από τον Νότιο Ειρηνικό και, τελικά, εξαπλώθηκε στην υπόλοιπη Ωκεανία. Βρετανοί και Γάλλοι θαλασσοπόροι, κατά τα τέλη του 18ου αιώνα, εισήγαγαν λίγες χωρίς κουκούτσια ποικιλίες από την Πολυνησία, στα νησιά της Καραϊβικής και σήμερα καλλιεργείται σε 90 χώρες σε όλη τη Νότια και τη Νοτιοανατολική Ασία, τον Ειρηνικό Ωκεανό, την Καραϊβική, την Κεντρική Αμερική και την Αφρική.[2][3] Η ονομασία του, προέρχεται από την υφή του μαγειρεμένου μετρίως ώριμου καρπού, ο οποίος έχει μια γεύση πατάτας, παρόμοια με του φρεσκοψημένου ψωμιού.
Αρτόκαρπος | ||||||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Αρτόκαρπος στο Tortuguero της Κόστα Ρίκα. | ||||||||||||||||
Συστηματική ταξινόμηση | ||||||||||||||||
Σύστημα: κατά APG III | ||||||||||||||||
| ||||||||||||||||
Διώνυμο | ||||||||||||||||
Αρτόκαρπος ο ευτραφής (Artocarpus altilis) Sydney C. Parkinson (Parkinson) Francis Raymond Fosberg (Fosberg) | ||||||||||||||||
Οι πρόγονοι των Πολυνησίων περίπου πριν 3.500 χρόνια, βρήκαν τα δέντρα να αναπτύσσονται στη βορειοδυτική περιοχή της Νέας Γουινέας. Εγκατέλειψαν την καλλιέργεια του ρυζιού που είχαν φέρει μαζί τους από την Ταϊβάν και καλλιέργησαν αρτόκαρπους όπου κι αν πήγαν στον Ειρηνικό (εκτός από τη Νήσο του Πάσχα και τη Νέα Ζηλανδία, όπου δεν ευδοκιμεί λόγω κλίματος). Τα ξαδέλφια τους στην αρχαία ανατολική Ινδονησία, διέδωσαν το φυτό στα δυτικά και βόρεια, δια μέσου της νησιωτικής και παράκτιας Νοτιοανατολικής Ασίας. Στους ιστορικούς και προϊστορικούς χρόνους έχει επίσης ευρέως φυτευτεί σε τροπικές περιοχές και αλλού.
Τα δέντρα του Αρτόκαρπου φτάνουν σε ύψος 25 μ. (82 πόδια). Τα μεγάλα και παχιά φύλλα είναι βαθιά κομμένα σε πτεροειδείς (pinnate) λοβούς. Όλα τα μέρη του δέντρου αποδίδουν λάτεξ (latex), ένα γαλακτώδη χυμό, ο οποίος είναι χρήσιμος για το καλαφάτισμα των σκαφών.
Τα δέντρα είναι μόνοικα, με αρσενικά και θηλυκά άνθη να αναπτύσσονται στο ίδιο δένδρο. Τα αρσενικά άνθη αναδύονται πρώτα, ακολουθούμενα λίγο αργότερα από θηλυκά άνθη, τα οποία αναπτύσσονται σε capitula, οι οποίες μόλις τρεις ημέρες αργότερα, είναι ικανές για επικονίαση. Η σύνθεση, του ψευδοκαρπού αναπτύσσεται από το εξογκωμένο περιάνθιο και προέρχεται από 1.500-2.000 άνθη. Αυτά είναι ορατά στον φλοιό του καρπού ως εξαγωνόμορφοι δίσκοι.
Ο αρτόκαρπος είναι ένα από τα βρώσιμα φυτά με την υψηλότερη απόδοση, ένα μόνο δέντρο παράγει μέχρι 200 ή περισσότερα σε μέγεθος ενός γκρέιπφρουτ φρούτα ανά εποχή και το μόνο που απαιτεί είναι πολύ περιορισμένη φροντίδα. Στον Νότιο Ειρηνικό, τα δέντρα αποδίδουν 50 έως 150 φρούτα ανά έτος. Στη νότια Ινδία, η κανονική παραγωγή είναι 150 έως 200 φρούτα ετησίως. Η παραγωγικότητα κυμαίνεται μεταξύ των υγρών και ξηρών ζωνών. Στην Καραϊβική, μια συντηρητική εκτίμηση είναι 25 καρποί ανά δένδρο. Μελέτες στο Μπαρμπάντος, υποδεικνύουν μια εύλογη δυναμική των 16 με 32 τόνων ανά εκτάριο (6,7 έως 13,4 τόνους / στρέμμα). Το ωοειδές φρούτο έχει τραχιά επιφάνεια και κάθε καρπός χωρίζεται σε πολλά αχαίνια (achenes). Κάθε αχαίνιο περιβάλλεται από σαρκώδες περιάνθιο και αναπτύσσεται σε σαρκώδη θήκη. Οι πιο επιλεκτικά αναπαραχθείσες ποικιλίες έχουν καρπούς χωρίς κουκούτσια.
Ο αρτόκαρπος είναι στενά συνδεδεμένος με τον Artocarpus camansi, από τον οποίο θα μπορούσε να έχει προέλθει, όπως επίσης και από τον Artocarpus heterophyllus.
Ο Αρτόκαρπος, ένα είδος πεδινό του ισημερινού, αναπτύσσεται καλύτερα σε υψόμετρο κάτω των 650 μέτρων (2.130 πόδια), αλλά βρίσκεται και σε υψόμετρο 1.550 μέτρων. Η προτιμητέα του βροχόπτωση είναι 1.500-3.000 χιλιοστά (59 έως 118 ίντσες) ανά έτος. Προτιμητέα εδάφη είναι τα ουδέτερα έως αλκαλικά εδάφη με (pH 6.01-7.04) και είτε αμμώδη, αμμοπηλώδη, πηλώδη ή αμμώδους πηλού μάργες (loam). Ο Αρτόκαρπος είναι σε θέση να αναπτυχθεί σε κοραλλιογενή άμμο και αλατούχα εδάφη.[4]
Ο αρτόκαρπος είναι βασικό είδος διατροφής σε πολλές τροπικές περιοχές. Τα δέντρα είχαν πρώτα πολλαπλασιαστεί εκτός της μητρικής τους ακτίνας, από Πολυνήσιους ταξιδιώτες, οι οποίοι μετέφεραν μοσχεύματα ριζών και στρωματοποίηση (layering) φυτών σε μεγάλες αποστάσεις στον ωκεανό. Οι αρτόκαρποι είναι πολύ πλούσιοι σε άμυλο και πριν καταναλωθούν, έχουν ψηθεί, φουρνιστεί, τηγανιστεί ή βραστεί. Όταν ψηθούν, η γεύση του μέτρια ώριμου αρτόκαρπου περιγράφεται ως πατατοειδής, ή παρόμοια με του φρεσκοψημένου ψωμιού. Ο πολύ ώριμος αρτόκαρπος γίνεται γλυκός, καθώς το άμυλο μετατρέπεται σε ζάχαρη.
Επειδή τα δέντρα του αρτόκαρπου συνήθως παράγουν μεγάλες ποσότητες σε ορισμένες περιόδους του έτους, η διατήρηση της συγκομιδής των καρπών είναι ένα θέμα. Μια παραδοσιακή τεχνική συντήρησης είναι η ταφή καθαρισμένων και πλυμένων φρούτων σε ένα λάκκο από φύλλα, όπου ζυμώνονται για αρκετές εβδομάδες και παράγουν μια ξινή κολλώδη ουσία. Έτσι αποθηκευμένο, το προϊόν μπορεί να συντηρηθεί επί ένα χρόνο ή και περισσότερο και κάποιοι λάκκοι φέρεται να έχουν παραγάγει βρώσιμο περιεχόμενο για περισσότερο από 20 χρόνια αργότερα.[5] Το ζυμωμένο αρτόδεντρο έχει μεταξύ άλλων, πολλές ονομασίες όπως μάχρ (mahr), μα (ma), μάσι (masi), φούρο (furo) και μπουΐρου (bwiru).
Οι περισσότερες ποικιλίες του αρτόκαρπου παράγουν επίσης ένα μικρό αριθμό καρπών καθ'όλη τη διάρκεια του έτους, έτσι ώστε ο φρέσκος αρτόκαρπος να είναι πάντα διαθέσιμος, αλλά κάπως σπανιότερος όταν είναι εκτός εποχής.
Οι αρτόκαρποι μπορούν να καταναλωθούν άπαξ και μαγειρευτούν ή μπορούν να υποβληθούν με περαιτέρω επεξεργασία, σε μία ποικιλία από άλλα τρόφιμα. Ένα κοινό προϊόν είναι ένα μείγμα βρασμένου ή ζυμωμένου πολτού από αρτόκαρπο που αναμιγνύεται με γάλα καρύδας και ψήνεται σε μπανανόφυλλα. Ολόκληρα τα φρούτα μπορούν να μαγειρευτούν σε μια ανοιχτή φωτιά, τότε, συμπληρώνονται και με άλλα τρόφιμα στον πυρήνα του, όπως γάλα καρύδας, ζάχαρη, βούτυρο, αλλαντικά, ή άλλα φρούτα. Το γεμισμένο φρούτο τότε, μπορεί να μαγειρευτεί έτσι ώστε η γεύση της γέμισής του να διαπεράσει τη σάρκα του αρτόκαρπου.
Το βασικό είδος διατροφής της Χαβάης, που ονομάζεται πόι (poi) παρασκευάζεται από πουρέ ρίζας taro, εύκολα αντικαθίσταται με πουρέ αρτόκαρπου. Το προκύπτον "πόι αρτόκαρπος" ονομάζεται poi 'ulu. Στο Πουέρτο Ρίκο, ο αρτόκαρπος ονομάζεται panapen ή pana για συντομία και σε μερικές ενδότερες επίσης περιοχές ονομάζεται mapén. Το pana συχνά σερβίρεται βραστό με ένα μείγμα από σοταρισμένο βακαλάο (αλατισμένο μπακαλιάρο), ελαιόλαδο και κρεμμύδια. Σερβίρεται επίσης, ως tostones ή mofongo. Στη Δομινικανή Δημοκρατία, είναι γνωστό με το όνομα buen pan ή "καλό ψωμί". Ο Αρτόκαρπος βρίσκεται επίσης στην Ινδονησία και στη Μαλαισία, όπου αποκαλείται sukun. Στην πολιτεία της Νότιας Ινδίας, την Κεράλα και το παράκτιο Καρνατάκα, ειδικά στις πλευρές του Μανγκαλούρου, όπου καλλιεργείται ευρέως και μαγειρεύεται, είναι γνωστό ως kada chakka ή seema chakka και deegujje, αντίστοιχα. Στο Μπελίζ, οι Μάγια το αποκαλούν masapan (μασαπάν).
Ο Αρτόκαρπος είναι περίπου 25% υδατάνθρακες και 70% νερό. Έχει μια μέση ποσότητα βιταμίνης C (20 mg / 100 g), μικρές ποσότητες μετάλλων (κάλιο και ψευδάργυρο) και θειαμίνη (100 μg / 100 g).[6][7]
Ο αρτόκαρπος είχε ευρέως και ποικιλοτρόπως χρησιμοποιηθεί μεταξύ των κατοίκων των Νήσων του Ειρηνικού. Το ελαφρύ του ξύλο (ειδικό βάρος 0,27)[8] είναι ανθεκτικό στους τερμίτες και στους θαλάσσιους τερμίτες (shipworms), έτσι χρησιμοποιείται ως ξυλεία για κατασκευές και για κανό ζυγοστατών.[9] Ο πολτός του ξύλου, μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί για την παρασκευή χαρτιού, που ονομάζεται τάπα (tapa) αρτόκαρπου.[9] Χρησιμοποιείται επίσης, στην παραδοσιακή ιατρική για τη θεραπεία ασθενειών που κυμαίνονται από τον πόνο στα μάτια έως την ισχιαλγία.[9] Οι ιθαγενείς της Χαβάης χρησιμοποιούν το κολλώδες λάτεξ για να παγιδεύσουν πουλιά, των οποίων τα φτερά γίνονται μανδύες.[10]
Σε μια ερευνητική μελέτη του 2012[11] που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Journal of Agricultural and Food Chemistry, επιστήμονες στην Υπηρεσία Γεωργικής Έρευνας (ARS), ένα τμήμα του USDA και οι συνεργάτες του στο Πανεπιστήμιο της Βρετανικής Κολομβίας στο Okanagan, Καναδά, "προσδιόρισαν τρεις ενώσεις αρτόκαρπου - καπρικό, ενδεκανοϊκό και λαυρικό οξύ - τα οποία δρουν ως εντομοαπωθητικά." Αυτά τα κορεσμένα λιπαρά οξέα έχουν "βρεθεί να είναι σημαντικά πιο αποτελεσματικά στην απώθηση των κουνουπιών από το DEET."[12][13]
Διατροφική αξία 100 g (3.5 oz) | |||
---|---|---|---|
Ενέργεια (Energy) |
431 kJ | ||
Θερμίδες (Calories) |
103 kcal | ||
Υδατάνθρακες (Carbohydrates) |
27,12 g | ||
Σάκχαρα (Sugars) |
11 g | ||
Φυτικές ίνες (Fiber crop) |
4,9 g | ||
Λιπαρά (Fat) |
0,23 g< | ||
Πρωτεΐνες (Proteins) |
1,07 g< | ||
Βιταμίνες (Vitamins) | |||
Βιταμίνη Α ισοδύν. λουτεΐνη ζεαξανθίνη (Vitamin A) equiv. (lutein zeaxanthin) |
22 μg (%) | ||
Θειαμίνη (Β1) (Thiamin B1) |
0,11 mg (10%) | ||
Ριβοφλαβίνη (Β2) (Riboflavin B2) |
0,03 mg (3%) | ||
Νιασίνη (Β3) (Niacin B3) |
0,9 mg (6%) | ||
Παντοθενικό οξύ (Β5) (Pantothenic acid B5) |
0,457 mg (9%) | ||
Βιταμίνη Β6 (Vitamin B6) |
0,1 mg (8%) | ||
Φυλλικό οξύ (Β9) (Folic Acid B9) |
14 μg (4%) | ||
Χολίνη (Choline) |
9,8 mg (2%) | ||
Βιταμίνη C (Vitamin C) |
29 mg (35%) | ||
Βιταμίνη E (Vitamin E) |
0,1 mg (1%) | ||
Βιταμίνη K (Vitamin K) |
0,5 μg (0%) | ||
Ίχνη μετάλλων (Trace metals) | |||
Ασβέστιο (Calcium) |
17 mg (2%) | ||
Σίδηρος (Iron) |
0,54 mg (4%) | ||
Μαγνήσιο (Magnesium) |
25 mg (7%) | ||
Μαγγάνιο (Manganese) |
0,6 mg (3%) | ||
Φωσφόρος (Phosphorus) |
30 mg (4%) | ||
Κάλιο (Potassium) |
490 mg (10%) | ||
Νάτριο (Sodium) |
2 mg (0%) | ||
Ψευδάργυρος (Zinc) |
0,12 mg (1%) | ||
Άλλα συστατικά (Other constituents) | |||
Νερό (Water) |
70,65 g (1%) | ||
IU = International units | |||
Το 1769, ο Sir Joseph Banks και άλλοι, είδαν την αξία του αρτόκαρπου ως ένα ιδιαίτερα παραγωγικό τρόφιμο, όταν στάθμευσαν στην Ταϊτή, ως μέρος της αποστολής του "HMS Endeavour", με κυβερνήτη τον Τζέιμς Κουκ. Η αναζήτηση στα τέλη του 18ου αιώνα, για φθηνές υψηλής ενέργειας πηγές τροφίμων, για τους σκλάβους στις Βρετανικές αποικίες, έκαναν τους αποικιακούς διαχειριστές και τους ιδιοκτήτες φυτειών, να καλέσουν για την εισαγωγή αυτού του φυτού στην Καραϊβική. Ως Πρόεδρος της Royal Society, ο Sir Joseph Banks παρείχε μια γενναιοδωρία μετρητών και χρυσών μεταλλίων, για την επιτυχία σε αυτής της προσπάθειας και με επιτυχία πίεσε τους φίλους του στην κυβέρνηση και το Ναυαρχείο για μια Βρετανική Ναυτική αποστολή. Το 1787, ο William Bligh διορίστηκε Καπετάνιος του "HMS Bounty" και του δόθηκε η εντολή να προχωρήσει στον Νότιο Ειρηνικό γι'αυτή την αποστολή. Ο Sir Joseph Banks διόρισε έναν κηπουρό για την εκστρατεία και έδωσε λεπτομερείς οδηγίες σχετικά με το πώς θα διατηρούνταν τα φυτά. Το "Bounty" παρέμεινε στην Ταϊτή για πέντε ειδυλλιακούς μήνες, κατά τους οποίους συλλέχθηκαν πάνω από 1000 φυτά που φυτεύτηκαν σε γλάστρες και μεταφέρθηκαν στο πλοίο. Ωστόσο, μέσα σε ένα μήνα από την αναχώρηση, πολλοί από το πλήρωμα στασίασαν, απελαύνοντας τον Captain Bligh και τους υποστηρικτές του σε μια μεγάλη βάρκα και επέστρεψαν στην Ταϊτή. Ο Bligh με τους 18 πιστούς ως πλήρωμα, επέζησαν τη δοκιμασία, πλέοντας τα 6.710 χιλιόμετρα στο Τιμόρ και φθάνοντας εκεί κατά τα τέλη του 1789. Το 1791, ο Bligh ηγήθηκε μιας δεύτερης αποστολής, με το "HMS Providence" (Πρόνοια) και το "Assistant" (Βοηθό), η οποία συγκέντρωσε στην Ταϊτή, ζωντανά φυτά αρτόκαρπων και τα μετέφερε στην Αγία Ελένη, στον Ατλαντικό και στον Άγιο Βικέντιο και την Τζαμάικα στις Δυτικές Ινδίες. Αν και ο Bligh κέρδισε για τις προσπάθειές του, το μετάλλιο από τη Royal Society, η εισαγωγή δεν ήταν απόλυτα επιτυχημένη, καθώς οι σκλάβοι αρνήθηκαν να φάνε τον αρτόκαρπο.[15] Ωστόσο, ο αρτόκαρπος έγινε δεκτός στην κουζίνα του Πουέρτο Ρίκο.
Στο Puluwat των Νήσων Καρολίνας (Caroline Islands), στο πλαίσιο της ιερής yitang λαϊκής παράδοσης, οι αρτόκαρποι (poi) είναι ένα σχήμα λόγου γνώσης - στην πραγματικότητα, αυτή η λαϊκή παράδοση είναι οργανωμένη σε πέντε κατηγορίες: τον πόλεμο, τη μαγεία, τις συναντήσεις, την πλοήγηση και τον αρτόκαρπο.[16]
Σύμφωνα με ένα αιτιολογικό μύθο της Χαβάης, ο αρτόκαρπος προέρχεται από τη θυσία του θεού του πολέμου Kū. Μετά την απόφασή του να ζήσει κρυφά μεταξύ των θνητών ως αγρότης, ο Ku παντρεύτηκε και απέκτησε παιδιά. Ο ίδιος και η οικογένειά του ζούσαν ευτυχισμένοι, μέχρι που ένας λιμός κτύπησε το νησί τους. Όταν δεν μπορούσε πλέον να βλέπει τα παιδιά του να υποφέρουν, ο Kū είπε στη σύζυγό του ότι θα μπορούσε να τους ελευθερώσει από την πείνα, αλλά για να το πράξει, θα έπρεπε να τους αφήσει. Διστακτικά συμφώνησε και στο λόγο της, ο Kū κατέβηκε στο έδαφος όπου βρισκόταν, έως ότου ήταν ορατή μόνο η κορυφή της κεφαλής του. Η οικογένειά του, τον περίμεναν μέρα και νύχτα, γύρω από το σημείο που τελευταία είχε φύγει, ποτίζοντας το με τα δάκρυά τους, μέχρι που ξαφνικά, ένα μικρό πράσινο βλαστάρι εμφανίστηκε στο σημείο όπου ο Ku είχε σταθεί. Γρήγορα, ο βλαστός μεγάλωσε σε ένα ψηλό και φυλλώδες δέντρο που ήταν φορτωμένο με βαρείς αρτόκαρπους, τους οποίους η οικογένεια του Ku και οι γείτονες τους, έφαγαν με ευγνωμοσύνη και έτσι χαρμόσυνα σώθηκαν από την πείνα.[17]
Αν και είναι ευρέως κατανεμημένα σε όλο τον Ειρηνικό, πολλά υβρίδια και ποικιλίες αρτόκαρπου είναι χωρίς κουκούτσια ή αλλιώς βιολογικά ανίκανα φυσικής διασποράς σε μεγάλες αποστάσεις. Ως εκ τούτου, η κατανομή τους στον Ειρηνικό ήταν σαφώς ενεργοποιημένη από τους ανθρώπους, ειδικά οι προϊστορικές ομάδες που αποίκισαν τα νησιά του Ειρηνικού. Για να διερευνήσουν τα πρότυπα της ανθρώπινης μετανάστευσης σε όλη την περιοχή του Ειρηνικού, οι επιστήμονες χρησιμοποίησαν τη μοριακή χρονολόγηση των υβριδίων και των ποικιλιών του αρτόκαρπου, σε συνεννόηση με τα ανθρωπολογικά δεδομένα. Τα αποτελέσματα υποστηρίζουν την υπόθεση της μετανάστευσης από τα δυτικά προς τα ανατολικά, στην οποία πιστεύεται ότι οι Λαπίτα είχαν ταξιδέψει από τη Μελανησία σε πολλά νησιά της Πολυνησίας.[18]
Τη μεγαλύτερη συλλογή των ποικιλιών του αρτόκαρπου παγκοσμίως, έχει η βοτανολόγος Diane Ragone, η οποία για πάνω από 20 χρόνια, στα ταξίδια της σε 50 νησιά του Ειρηνικού, συνέλεξε, σε ένα οικόπεδο επιφανείας 10 άκρων (40.000 μ²), που βρίσκεται έξω από τη Hana, Χαβάη, στην απομονωμένη ανατολική ακτή του Μάουι.[19]
Το ξύλο του δέντρου αρτόκαρπου ήταν ένα από τα πιο πολύτιμα ξύλα στην κατασκευή των παραδοσιακών σπιτιών στην αρχιτεκτονική της Σαμόα.
Υπάρχουν πολλοί τρόποι για να μαγειρευτούν οι αρτόκαρποι. Σε χώρες όπως η Σρι Λάνκα, είναι είτε μαγειρεμένα ως κάρυ με γάλα καρύδας και μπαχαρικά (η οποία γίνεται ένα συνοδευτικό πιάτο) ή καταναλώνονται μετά το βράσιμό τους. Ο βραστός αρτόκαρπος, είναι ένα διάσημο κύριο γεύμα και καταναλώνεται συχνά με ξυσμένη καρύδα ή sambal φτιαγμένο από καρύδα και τσίλι. Κεφτέδες από αρτόκαρπο είναι επίσης μια τοπική λιχουδιά του παράκτιου Καρνάτακα.
Στις Σεϋχέλλες, τρωγόταν παραδοσιακά ως υποκατάστατο του ρυζιού, ως συνοδευτικό με το κύριο πιάτο. Θα καταναλωνόταν είτε βραστό (friyapen bwi) ή στη σχάρα (friyapen griye), όπου θα ετίθετο ολόκληρο στην ξυλοφωτιά, που χρησιμοποιείται για το μαγείρεμα του κυρίου γεύματος και στη συνέχεια να βγαίνει, όταν είναι έτοιμο. Επίσης, τρώγεται ως επιδόρπιο, που ονομάζεται ladob friyapen, όπου βράζεται σε γάλα καρύδας, ζάχαρη, βανίλια, κανέλα και μια πρέζα αλάτι. Στις Σεϋχέλλες λένε, ότι οι όσοι από τους ταξιδιώτες που την επισκέπτονται, φάνε μαγειρεμένο αρτόκαρπο στις Σεϋχέλλες, θα επιστρέψουν στις Σεϋχέλλες.
Στο Πουέρτο Ρίκο, παραδοσιακά τρώγονται βραστά με βακαλάο (αλατισμένο μπακαλιάρο). Επίσης, χρησιμοποιείται για να κάνουν rellenos de pana (πουρέ αρτόκαρπου γεμάτο με καρυκευμένο κρέας), mofongo, tostones de pana (διπλό τηγανητά αρτόκαρπο) και ακόμη και lasaña de pana (μαγειρεμένο πουρέ αρτόκαρπου στρωμένο με κρέας και ολοκληρωμένο με το τυρί). Ένα δημοφιλές επιδόρπιο είναι επίσης κατασκευασμένο με γλυκό ώριμα αρτόκαρπα: flan de pana (κρέμα αρτόκαρπου).
Στα Μπαρμπάντος, το αρτόκαρπο βράζεται με αλατισμένο κρέας και πολτοποιείται με βούτυρο για να γίνει coucou αρτόκαρπο. Συνήθως τρώγεται σε πιάτα με κρέας και σάλτσα.
Τόσο τα ώριμα όσο και τα άγουρα φρούτα έχουν μαγειρικές χρήσεις, αλλά το άγουρο αρτόκαρπο καταναλώνεται μαγειρεμένο.[20]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.