From Wikipedia, the free encyclopedia
Το σιζάλ, με τη βοτανική ονομασία Αγαύη η σιζαλανή (Agave sisalana), είναι ένα είδος αγαύης που προέρχεται από το νότιο Μεξικό, αλλά καλλιεργείται ευρέως, καθώς εγκλιματίστηκε σε πολλές άλλες χώρες. Παράγει μια σκληρή ίνα που χρησιμοποιείται για την παραγωγή διαφόρων προϊόντων. Ο όρος σιζάλ, δύναται να αναφέρεται είτε στη κοινή ονομασία του φυτού ή της ίνας, αναλόγως του θέματος. Μερικές φορές αναφέρεται ως «κάνναβη σιζάλ», επειδή για αιώνες η κάνναβη ήταν μια σημαντική πηγή για την παραγωγή ίνας, καθώς και άλλες πηγές ίνας, έλαβαν αυτό το όνομα.
Αγαύη η σιζαλανή (Agave sisalana) | ||||||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Φυτεία αγαύης. | ||||||||||||||||
Συστηματική ταξινόμηση | ||||||||||||||||
| ||||||||||||||||
Διώνυμο | ||||||||||||||||
Αγαύη η σιζαλανή (Agave sisalana) Perrine | ||||||||||||||||
Συνώνυμα[1] | ||||||||||||||||
|
Το σιζάλ χρησιμοποιείται παραδοσιακά για σχοινί και σπάγκους και έχει πολλές άλλες χρήσεις, όπως: χαρτί, ύφασμα, ταπετσαρίες τοίχων, χαλιά και πίνακες βελών (dartboards).
Οι Έλληνες στην Ανατολική Αφρική αποκαλούν το φυτό ως «σκοινί ή σχοινί» και αντιστοίχως τη φυτεία, ως «σκοινόκτημα ή σχοινόκτημα».
Η προέλευση της αγαύης της σιζαλανής είναι αβέβαιη. Παραδοσιακά, θεωρήθηκε ότι ήταν ιθαγενές της χερσονήσου Γιουκατάν, αλλά δεν υπάρχουν αρχεία των εκεί βοτανικών συλλογών. Είχαν αρχικά αποσταλεί από τον ισπανικό αποικιακό λιμένα του Sisal στο Γιουκατάν (απ' όπου και το όνομα). Οι φυτείες στο Γιουκατάν, τώρα καλλιεργούν τη «Χένεκεν» ("Agave fourcroydes").
Ο Howard Scott Gentry υπέθεσε μια προέλευση από την Τσιάπας (Chiapas), λόγω της δύναμης της παραδοσιακής τοπικής χρήσης. Αποδεικτικά στοιχεία της εγχώριας βιομηχανίας σε ένα εξοχικό σπίτι εκεί, τα προτείνει ως την αρχική θέση των ενδιαιτημάτων, πιθανόν ως διασταύρωση της Agave angustifolia και της Agave kewensis. Τα είδη έχουν πλέον εγκλιματιστεί σε άλλα μέρη του Μεξικού, καθώς και στην Ισπανία, Λιβύη, Μαρόκο, Κανάρια Νησιά, Πράσινο Ακρωτήριο, πολλά μέρη της Αφρικής, Μαδαγασκάρη, Ρεϋνιόν, Σεϋχέλλες, Κίνα, τα νησιά Ρίου Κίου, την Ινδία, Πακιστάν, Νεπάλ, Μιανμάρ, Καμπότζη, Ταϊλάνδη, νησιά του Σολομώντα, Κουίνσλαντ, Πολυνησία, Μικρονησία, Φίτζι, Χαβάη, Φλόριντα, Κεντρική Αμερική, Εκουαδόρ και Δυτικές Ινδίες.[4]
Τα φυτά σιζάλ, Agave sisalana, αποτελούνται από μια βοτανική ροζέτα (rosette)[Σημ. 1] με φύλλα σχήματος σπαθιού, περίπου 1,5-2 μέτρα (04.09 - 06.06 πόδια) ψηλά. Τα νεαρά φύλλα μπορεί να έχουν μερικά λεπτά δόντια κατά μήκος των πλευρών τους, αλλά αυτά χάνονται καθώς ωριμάζουν τα φύλλα.[5]
Το φυτό σιζάλ έχει διάρκεια ζωής 7-10 έτη και συνήθως παράγει 200-250 φύλλα εμπορικής χρήσης. Κάθε φύλλο περιέχει κατά μέσο όρο περίπου 1.000 ίνες. Οι ίνες αντιπροσωπεύουν μόνο το 4% του βάρους του φυτού. Το σιζάλ θεωρείται ένα φυτό των τροπικών και υποτροπικών περιοχών, καθώς η παραγωγή ωφελείται από την ηλιοφάνεια και όταν οι θερμοκρασίες είναι πάνω από 25 βαθμούς Κελσίου.[6]
Στα σχοινοκτήματα, η μέση ετησία απόδοση είναι 1½-2 τόνους ανά εκτάριο.[7] Η δε τιμή του σχοινιού εξαρτάται από την παγκόσμια ζήτηση, όπως και οι τιμές των άλλων καταναλωτικών αγαθών. Ενδεικτικά, αναφέρεται ότι η τιμή ενός τόνου το 1923 ήταν 25£, το 1929 ήταν 32£, ενώ με την έναρξη του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου και επειδή το σχοινί ήταν στρατηγικό υλικό, το 1941 και το 1942 (λόγω του πολέμου) παρέμεινε εσκεμμένα σε χαμηλή τιμή, ήτοι μόλις 20£/τόνος.[8] Μόλις όμως τελείωσε ο πόλεμος, η τιμή του άρχισε μια σταδιακά ανοδική πορεία, για να φθάσει το 1951 τις 166£/τόνος και τον Μάρτιο του 1951 τις 215£/τόνος.[8][7]
Τον 19ο αιώνα, η καλλιέργεια σιζάλ εξαπλώθηκε στη Φλόριντα, στα νησιά της Καραϊβικής, στη Βραζιλία καθώς και σε χώρες της Αφρικής κυρίως στην Τανζανία και στην Κένυα και την Ασία.
Οι πρώτες εμπορικές φυτείες στη Βραζιλία έγιναν στα τέλη του 1930 και οι πρώτες εξαγωγές ινών σιζάλ από εκεί έγιναν το 1948. Δεν ήταν μέχρι τη δεκαετία του 1960 που η βραζιλιάνικη παραγωγή επιταχύνθηκε και εγκαταστάθηκε το πρώτο από τα πολλά κλωστήρια. Σήμερα η Βραζιλία είναι ο κύριος παγκόσμιος παραγωγός του σιζάλ. Υπάρχουν τόσο θετικές όσο και αρνητικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις από την καλλιέργεια του σιζάλ.
Παλαιότερα στο Μεξικό, η κυβέρνησή του απαγόρευε αυστηρώς την εξαγωγή του φυτωρίου του, επιθυμώντας να κατέχει αυτή το μονοπώλιο της παραγωγής του σχοινιού.[7] Όμως, ο Γερμανός Δρ. Hindorff, διαμένων τότε στο Μεξικό, κατόρθωσε να εξαγάγει λαθραίως 1000 σπορόφυτα και να τα μεταφέρει στην τότε Τανγκανίκα.[7][Σημ. 2] Τα φύτεψε στην Περιοχή Πανγκάνι, πλησίον των ακτών του Ινδικού Ωκεανού, σε μια μικρή έκταση γης που του παραχώρησε γι' αυτό τον σκοπό η Γερμανική Διοίκηση.[7] Τα φυτά από αυτό το φυτώριο πολλαπλασιάστηκαν και έτσι το φυτό αυτό διαδόθηκε στην Τανγκανίκα.[7]
Ο πολλαπλασιασμός του σιζάλ, γενικά γίνεται με τη χρήση των βολβιδίων που παράγονται από τους ανθοφόρους οφθαλμούς (μπουμπούκια) στο μίσχο ή με παραφυάδες που φύονται γύρω από τη βάση του φυτού, τα οποία καλλιεργούνται σε φυτώρια αγρών έως ότου είναι αρκετά μεγάλα για να μεταφυτευτούν στην τελική τους θέση. Αυτές οι μέθοδοι δεν προσφέρουν δυνατότητες για τη γενετική βελτίωση. Εργαστηριακός (εν υάλω) - (in vitro) πολλαπλασιασμός του επιλεγμένου γενετικού υλικού, χρησιμοποιώντας μεριστελεχωτική καλλιέργεια ιστού (meristematic tissue culture (MST)), προσφέρει σημαντική δυναμική για την ανάπτυξη βελτιωμένου γενετικού υλικού.[9]
Η ίνα εξάγεται από μια διαδικασία γνωστή ως αποφλοίωση, όπου τα φύλλα συνθλίβονται και χτυπιούνται από ένα περιστρεφόμενο τροχό με αμβλείες λεπίδες, έτσι ώστε να παραμείνουν μόνο οι ίνες. Στην Ανατολική Αφρική, όπου η παραγωγή είναι συνήθως σε μεγάλα κτήματα, τα φύλλα μεταφέρονται σε ένα κεντρικό εργοστάσιο αποφλοίωσης (στα σουαχίλι «κορόνα» ("korona")), όπου το νερό χρησιμοποιείται για να ξεπλύνει τα τμήματα των αποβλήτων του φύλλου.
Η ίνα στη συνέχεια ξηραίνεται, βουρτσίζεται, και συμπιέζεται σε δέματα για εξαγωγή. Η σωστή ξήρανση είναι σημαντική, καθώς η ποιότητα της ίνας εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την υγρασία. Η τεχνητή ξήρανση έχει βρεθεί ότι καταλήγει σε γενικά καλύτερο βαθμό ξήρανσης των ινών από ότι από τον ήλιο, αλλά αυτή δεν είναι πάντα εφικτή, στις αναπτυσσόμενες χώρες όπου παράγεται το σιζάλ. Στο ξηρότερο κλίμα της βορειοανατολικής Βραζιλίας, το σιζάλ καλλιεργείται κυρίως από μικροκαλλιεργητές και η ίνα εξάγεται από τις ομάδες που χρησιμοποιούν φορητούς αποξεστήρες (raspadors) που δεν χρησιμοποιούν νερό.[10]
Οι φυτικές ίνες στη συνέχεια καθαρίζονται με το βούρτσισμα. Οι ξηρές ίνες χτενίζονται μηχανικά και ταξινομούνται σε διάφορες ποιότητες, κυρίως με βάση τον προηγούμενο - στους αγρούς - διαχωρισμό σε ομάδες μεγέθους των φύλλων.[10]
Η καλλιέργεια του σιζάλ, αρχικά προκάλεσε υποβάθμιση του περιβάλλοντος, επειδή οι φυτείες σιζάλ αντικατέστησαν τα τοπικά δάση, αλλά εξακολουθεί να θεωρείται λιγότερο επιβλαβής από ό,τι πολλές άλλες καλλιέργειες. Δεν χρησιμοποιούνται χημικά λιπάσματα στην παραγωγή του σιζάλ και παρόλο που τα ζιζανιοκτόνα χρησιμοποιούνται περιστασιακά, ακόμη και αυτή η επίδραση μπορεί να εξαλειφθεί, δεδομένου ότι το περισσότερο ξεχορτάριασμα γίνεται με το χέρι.[11] Τα απόνερα από την σύνθλιψη των φύλλων προκαλούν σοβαρή ρύπανση, όταν αφήνονται να ρέουν μέσα σε οχετούς ή ποτάμια.[12] Στην Τανζανία υπάρχουν σχέδια για τη χρήση των αποβλήτων ως βιο-καυσίμων.[13]
Παραδοσιακά, το σιζάλ υπήρξε το σημαντικότερο υλικό για τις γεωργικές χρήσεις (σπάγκο συνδετικό και δεματιάσματος), λόγω της αντοχής του, της ικανότητάς του να τεντώνεται, συγγένεια προς ορισμένες χρωστικές ουσίες και της αντίστασης στη φθορά σε θαλασσινό νερό.[14] Η σημασία αυτής της παραδοσιακής χρήσης μειώνεται με τον ανταγωνισμό από το πολυπροπυλένιο και την ανάπτυξη άλλων τεχνικών παραγωγής σανού χόρτων, ενώ έχουν αναπτυχθεί νέα υψηλότερης αξίας προϊόντα από σιζάλ.[6]
Εκτός από τα σχοινιά, τους σπάγκους, και γενικά προϊόντα σχοινοποιΐας, το σιζάλ χρησιμοποιείται σε προϊόντα χαμηλού κόστους και ειδικού χαρτιού, πίνακες βελών (dartboards), υφάσματα γυαλίσματος, φίλτρα, γεωυφάσματα, στρώματα, χαλιά, είδη χειροτεχνίας, πυρήνες από συρματόσχοινο και Macramé.[6] Το σιζάλ έχει χρησιμοποιηθεί ως ένα φιλικό προς το περιβάλλον μέσο ενίσχυσης για την αντικατάσταση του αμιάντου και του υαλοβάμβακα σε σύνθετα υλικά σε διάφορες χρήσεις, συμπεριλαμβανομένης της αυτοκινητοβιομηχανίας.[6] Η χαμηλότερης ποιότητας ίνα επεξεργάζεται από τη βιομηχανία χάρτου, λόγω της υψηλής περιεκτικότητάς της σε κυτταρίνη και ημικυτταρίνες. Οι μεσαίου βαθμού ίνες χρησιμοποιούνται στη βιομηχανία σχοινιών για την κατασκευή σχοινιών, δεματοποιίας και συνδετικών σπάγκων. Σχοινιά και σπάγκοι χρησιμοποιούνται ευρέως στη ναυτιλιακή, αγροτική και τη γενική βιομηχανία. Η ανώτερης ποιότητας ίνα μετά την επεξεργασία, μετατρέπεται σε νήματα και χρησιμοποιείται από τη βιομηχανία χαλιών.[14]
Άλλα προϊόντα που αναπτύσσονται από την ίνα σιζάλ, περιλαμβάνουν προϊόντα spa, θέσεις για να ξύνονται οι γάτες, ζώνες οσφυϊκής υποστήριξης, χαλιά, παντόφλες, ρούχα και προσκρουστήρες δίσκων. Η κάλυψη των τοίχων με σιζάλ, πληροί τα πρότυπα διάβρωσης και αντίστασης στο σχίσιμο της Αμερικανικής Εταιρείας Δοκιμών και Υλικών και του Εθνικού Συλλόγου Πυροπροστασίας.[11]
Καθώς χρησιμοποιείται μόνο ένα μικρό ποσοστό του φυτού για την εξαγωγή της ίνας, έχουν γίνει κάποιες προσπάθειες για τη βελτίωση της οικονομικής βιωσιμότητας στην αξιοποίηση του υλικού των αποβλήτων για την παραγωγή βιοαερίου, για ζωοτροφές ή την εκχύλιση φαρμακευτικών υλικών.
Το σιζάλ είναι μια πολύτιμη τροφή για τις μέλισσες λόγω της μεγάλης περιόδου ανθοφορίας του. Όπως και κατά τη διάρκεια έλλειψης της γύρης, οπότε τους είναι ιδιαιτέρως ελκυστική. Ωστόσο, το μέλι που παράγεται είναι σκοτεινό και έχει έντονη και δυσάρεστη γεύση.[15]
Επειδή το σιζάλ είναι αγαύη, μπορεί να αποσταχθεί προκειμένου να παραχθεί ένα λικέρ τύπου τεκίλα (tequila).[16]
Τα φύλλα του φυτού σιζάλ χρησιμοποιήθηκαν για να κατασκευαστεί νήμα για σανδάλια στη Νότια Αμερική.
Στις αρχές του 1950, το σιζάλ χρησιμοποιήθηκε για την παρασκευή κορτιζόνης.[17]
Παρά την αντοχή των νημάτων για την οποία είναι γνωστό το σιζάλ, τα ελαφρά ψάθινα χαλιά από σιζάλ, μπορεί να τοποθετηθούν σε σημεία με υψηλή κίνηση.[6] Το χαλί από σιζάλ δεν δημιουργεί στατικό (ηλεκτρισμό) ούτε παγιδεύει τη σκόνη, έτσι η μόνη συντήρηση που απαιτείται, είναι αυτή της ηλεκτρικής σκούπας. Στα σημεία όπου έχει χυθεί κάτι, πρέπει να αντιμετωπίζονται με ένα σφραγιστικό ινών, για την επιτόπου αφαίρεσή των, συνιστάται σκόνη στεγνού καθαρισμού. Ανάλογα με τις κλιματικές συνθήκες, το σιζάλ θα απορροφήσει ή θα αποδεσμεύσει την υγρασία του αέρα, προκαλώντας διαστολή ή συστολή. Το σιζάλ δεν συνιστάται για περιοχές όπου υπάρχουν βροχές ή χιόνια.[6] Το σιζάλ χρησιμοποιείται από μόνο του σε χαλιά ή σε μίγματα με μαλλί και ακρυλικά για μια μαλακότερη υφή.[18]
Η παγκόσμια παραγωγή της ίνας σιζάλ κατά το 2013 ανήλθε στους 281 χιλιάδες τόνους, από τους οποίους η Βραζιλία, η μεγαλύτερη χώρα παραγωγής, παρήγαγε 150.584 τόνους.[19]
Η Τανζανία παρήγαγε περίπου 34.875 τόνους, η Μαδαγασκάρη 18.950 τόνους και 16.500 τόνοι παρήχθησαν από την Κίνα (ενδοχώρα). Η Βενεζουέλα συνεισέφερε με 4.826 τόνους, με μικρότερες ποσότητες να έρχονται από το Μαρόκο, Νότια Αφρική, Μοζαμβίκη και Ανγκόλα.
Το σιζάλ καταλαμβάνει την 6η θέση μεταξύ των κλωστικών φυτών και αντιπροσωπεύει το 2% της παγκόσμιας παραγωγής των φυτικών ινών (οι φυτικές ίνες παρέχουν το 65% των ινών του κόσμου).[10]
Ως μία από τις σημαντικές φυσικές ίνες του κόσμου, το σιζάλ καλύπτεται με δραστηριότητες του Διεθνούς Έτους των Φυσικών Ινών 2009.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.