From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Ιωάννης Κουρκούας ήταν Βυζαντινός στρατηγός του 10ου αιώνα που διακρίθηκε κυρίως στους αγώνες της αυτοκρατορίας εναντίον των Αράβων. Ως δομέστικος των σχολών της Ανατολής διεξήγαγε πολλές εκστρατείες σε περιοχές που είχαν κατακτηθεί από τους Άραβες τρεις αιώνες προ της εποχής του και θεωρούντο πλέον αραβικά εδάφη (Αρμενία, βόρεια Μεσοποταμία, βόρεια Συρία). Αρκετοί σύγχρονοί του τον χαρακτήρισαν «άλλον Τραϊανόν ή Βελισάριον».[1] Από πολλούς ιστορικούς θεωρείται πρόδρομος της λεγόμενης «Βυζαντινής εποποιίας» των αυτοκρατόρων Νικηφόρου Β΄ Φωκά, Ιωάννη Α΄ Τσιμισκή και Βασιλείου Β΄ Βουλγαροκτόνου, εκ των οποίων οι δύο πρώτοι συνέχισαν και ολοκλήρωσαν το έργο του.
Ιωάννης Κουρκούας | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Γέννηση | πριν το 900 |
Θάνατος | μετά το 946 |
Θρησκεία | Χριστιανισμός |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Περίοδος ακμής | 915 - 946 |
Οικογένεια | |
Τέκνα | Ρωμανός Κουρκούας |
Αδέλφια | Θεόφιλος Κουρκούας |
Στρατιωτική σταδιοδρομία | |
Βαθμός/στρατός | στρατηγός |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Αξίωμα | δομέστικος των σχολών |
Η οικογένεια των Κουρκούα ήταν αρμενικής ή γεωργιανής καταγωγής και ανήκε στη μικρασιατική στρατιωτική αριστοκρατία. Το όνομα «Κουρκούας» πιθανώς προέρχεται από το αρμενικό Γκούργκεν.[2] Είχε δώσει πολλούς σημαντικούς στρατηγούς, μεταξύ αυτών και τον μετέπειτα αυτοκράτορα Ιωάννη Τσιμισκή, εγγονό του Θεοφίλου, αδερφού του Ιωάννη Κουρκούα.
Η οικογένεια όμως δεν είχε καλές σχέσεις με την κυβερνώσα εκείνη την περίοδο Μακεδονική δυναστεία επειδή ο παππούς του Ιωάννη, Ρωμανός, είχε συμμετάσχει σε μια συνωμοσία κατά του Βασιλείου Α΄ του Μακεδόνα.[3] Η κατάσταση άλλαξε όταν στον θρόνο της Κωνσταντινούπολης ανέβηκε ως συναυτοκράτορας του Κωνσταντίνου Ζ΄ Πορφυρογέννητου ο Ρωμανός Α' Λεκαπηνός, προσωπικός φίλος του Ιωάννη, κι έτσι η οικογένεια ξαναβρέθηκε στο προσκήνιο. Ο Ιωάννης τάχθηκε από την αρχή στο πλευρού του νέου αυτοκράτορα βοηθώντας στη σύλληψη των αντιπάλων του τελευταίου στην Πόλη. Όταν ο Ρωμανός εδραίωσε τη θέση του, αντάμειψε τον Κουρκούα με το αξίωμα του δομέστικου των σχολών. Αυτή ήταν η αφετηρία για την εκπληκτική δράση που ανέπτυξε ο Ιωάννης κατά τα έτη 926 – 949.
Η δράση του Κουρκούα ξεκινά αμέσως με την ανάληψη της αρχιστρατηγίας στο ανατολικό μέτωπο (923). Το ίδιο έτος συνέτριψε την εξέγερση του Βάρδα Βοήλα, στρατηγού του θέματος της Χαλδίας, κοντά στη Θεοδοσιούπολη (σημ. Ερζερούμ της Ανατολικής Τουρκίας). Κατά την καταστολή της στάσης έλαβε σημαντική βοήθεια από τον αδερφό του Θεόφιλο, ο οποίος αποδείχθηκε αργότερα σημαντικός αρωγός του στις συνεχείς εκστρατείες κατά των μουσουλμάνων.
Το επόμενο έτος συνήφθη διετής ανακωχή μεταξύ Βυζαντινών και Αράβων. Η αυτοκρατορία βρισκόταν ήδη από το 894 σε σφοδρή αντιπαράθεση με τους Βουλγάρους, που υπό τον ικανότατο και ορμητικό τσάρο Συμεών είχαν καταλάβει και ερημώσει μεγάλο τμήμα των βαλκανικών βυζαντινών κτίσεων. Ο πόλεμος στα Βαλκάνια έληξε το 927 με τον θάνατο του Βουλγάρου ηγεμόνα και οι Βυζαντινοί "έστρεψαν την προσοχή τους προς τις χώρες της Ανατολής", κατά την έκφραση του χρονογράφου Μιχαήλ του Σύρου.
Το 926 οι αυτοκρατορικές δυνάμεις υπό τον Κουρκούα καταπάτησαν τη βυζαντινοαραβική συνθήκη και εισέβαλαν στα εδάφη του Χαλιφάτου της Βαγδάτης. Η τολμηρή εκστρατεία είχε ως στόχο την οχυρότατη μεθοριακή πόλη Μελιτηνή (σημ. Μαλάτεια- Malatya της Αν. Τουρκίας) και έγινε σε συνεργασία με αρμενικό εκστρατευτικό σώμα υπό τον Αρμένιο στρατηγό Μέλιο. Οι κάτοικοι της πόλης ζήτησαν βοήθεια από τον Χαλίφη της Βαγδάτης, που όμως δεν έφτασε ποτέ. Έτσι η πόλη κυριεύθηκε (όχι όμως και το φρούριό της) από τα χριστιανικά στρατεύματα που αποχώρησαν με πλήθος ομήρων και μόνον αφού έλαβαν διαβεβαιώσεις περί ειρήνης και υποτέλειας από τον εμίρη της Αμπού Χάφς («Απόχαψ» κατά τον Ιωάννη Σκυλίτζη). Μάλιστα ο Αμπού Χάφς και ο στρατηγός του, Αμπού Σαλάθ («Αποσαλάθ»), μετέβησαν στην Κωνσταντινούπολη όπου συνομολόγησαν ειρήνη και συμμαχία με τον Ρωμανό.
Τα επόμενα έτη ακολούθησαν συνεχείς επιδρομές των Βυζαντινών στα αραβικά εδάφη, με τον Κουρκούα να γίνεται όλο και τολμηρότερος λόγω της αδυναμίας των Αράβων να απαντήσουν δυναμικά στις πιέσεις. Το 927 κατελήφθησαν τα Σαμόσατα (Σαμσάτ), σημαντική πόλη επί του Ευφράτη, και το επόμενο έτος το Τιβίον της Αρμενίας (σημερινό Ντβιν). Και στις δύο περιπτώσεις όμως οι αυτοκρατορικές δυνάμεις αναγκάστηκαν να αναδιπλωθούν και να εγκαταλείψουν τις κατακτήσεις τους, την πρώτη φορά λόγω μιας αντίστοιχης αραβικής εισβολής, τη δεύτερη λόγω των μεγάλων απωλειών τους.
Η Αρμενία και ιδιαίτερα οι νότιες περιοχές της που κατοικούνταν από μουσουλμάνους, ήταν ο στόχος της επόμενης εκστρατείας του Κουρκούα. Κατελήφθη το Χλιάτ (928) το οποίο υπέγραψε συνθήκη συμμαχίας με την αυτοκρατορία, αφού οι κάτοικοί του υποχρεώθηκαν να υψώσουν τον Σταυρό στην κορυφή του τζαμιού τους και να κατεδαφίσουν τους μιναρέδες του. Μετά από αυτό, οι μουσουλμάνοι των γειτονικών πόλεων άρχισαν να εγκαταλείπουν την περιοχή. Το Χαλιφάτο της Βαγδάτης δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στις εκκλήσεις των μουσουλμάνων για βοήθεια καθώς αντιμετώπιζε μεγάλα εσωτερικά προβλήματα. Έτσι πολλές μουσουλμανικές πόλεις της βυζαντινοαραβικής μεθορίου αντιμετώπιζαν το ενδεχόμενο να δηλώσουν υποταγή στην αυτοκρατορία. Για καλή τους τύχη όμως, ο ηγεμόνας του Αζερμπαϊτζάν Μουφλίκ εισέβαλε το 929 στην αυτοκρατορία ανακουφίζοντας τους μουσουλμάνους της μεθορίου από την πίεση του Κουρκούα, που αναγκάστηκε να υποχωρήσει.
Επόμενος στόχος του ακατάβλητου δομέστικου ήταν οι πόλεις Θεοδοσιούπολη της Αρμενίας και Μελιτηνή της Μεσοποταμίας, που μετά τον θάνατο του Αμπού Χάφς αποσκίρτησε από τη συμμαχία με τους Βυζαντινούς. Η πρώτη έπεσε το 931 κατόπιν επτάμηνης πολιορκίας και κατέστη υποτελές στο Βυζάντιο κρατίδιο. Η πολιορκία της κράτησε τόσο πολύ επειδή οι Ίβηρες, παρότι σύμμαχοι των Βυζαντινών, δεν έβλεπαν με καλό μάτι την επέκταση της αυτοκρατορίας έως τα σύνορα των περιοχών τους και εμμέσως δημιουργούσαν προβλήματα στις επιχειρήσεις του Ιωάννη. Τελικά ο Βυζαντινός αρχιστράτηγος πέτυχε την εκπόρθηση της πόλης χωρίς τη βοήθεια των Ιβήρων αφενός και αφετέρου συνέβαλε στη διατήρηση καλών σχέσεων με τους συμμάχους παραχωρώντας τους όσα εδάφη κατέλαβε βορείως του ποταμού Αράξη (Arax ή Aras), κατά την απαίτησή τους. Αργότερα το 939 η Θεοδοσιούπολη κατέλυσε τη συμμαχία με το Βυζάντιο και τελικά 10 χρόνια αργότερα ενσωματώθηκε στην αυτοκρατορία κατόπιν νέων εκστρατειών των Βυζαντινών.
Εν τω μεταξύ, η αντίδραση των Αράβων ήταν ιδιαίτερα δυναμική. Παρά την αδυναμία της Βαγδάτης να υπερασπίσει αποτελεσματικά τις μεθοριακές μουσουλμανικές πόλεις, ο αγώνας εναντίον των Βυζαντινών είχε περάσει στα χέρια περιφερειακών ημιαυτόνομων εμίρηδων και ηγεμόνων, όπως ο Μουφλίκ του Αζερμπαϊτζάν, ο Σουμλ της Ταρσού και οι Χαμδανίδες της Μοσούλης και του Χαλεπίου. Ιδίως οι τελευταίοι θα αναδειχθούν κατά τις επόμενες δεκαετίες ο κύριος αντίπαλος των Βυζαντινών στη Μέση Ανατολή. Ο Μουφλίκ μετά την εκπόρθηση της Θεοδοσιούπολης εισέβαλε ξανά στην Αρμενία αλλά αποκρούστηκε από τις συνασπισμένες δυνάμεις Αρμενίων και Βυζαντινών. Επιπλέον οι τελευταίοι κατέλαβαν την πόλη Πέρκρη αποκομίζοντας χιλιάδες αιχμαλώτων και επιστρέφοντας ερήμωσαν την περιοχή γύρω από το Χλιάτ. Κατόπιν εισέβαλαν εκ νέου στη Μεσοποταμία και βάδισαν προς τα Σαμόσατα. Εκεί όμως αντιμετώπισαν την επίθεση ισχυρής αραβικής στρατιάς υπό τον εμίρη της Μοσούλης Σαΐντ ιμπν Χαμδάν και αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν. Επίσης κατά την ίδια περίοδο η αυτοκρατορία δέχτηκε αρκετές εισβολές εκ μέρους των Αράβων. Οι δύο εξ αυτών πραγματοποιήθηκαν υπό την ηγεσία του Σουμλ, εμίρη της Ταρσού και προκάλεσαν μεγάλη αναστάτωση στη Μικρά Ασία. Ιδίως η δεύτερη έφτασε μέχρι την Άγκυρα, ενώ τα λύτρα για την εξαγορά των Βυζαντινών αιχμαλώτων έφτασαν τα 136.000 δηνάρια.
Παρ’ όλα αυτά ο επίμονος Κουρκούας εντατικοποίησε της προσπάθειές του για την κατάκτηση του δεύτερου στόχου του: της Μελιτηνής. Το 933 κατευθύνθηκε ξανά προς την αραβική μεγαλούπολη αλλά υποχώρησε μπροστά στη σθεναρή αντίσταση των Αράβων, που επιτέλους είχαν λάβει βοήθεια από τη Βαγδάτη.
Η σωτηρία της Μελιτηνής, όμως, ήταν πρόσκαιρη. Τον επόμενο χρόνο το Χαλιφάτο περιέπεσε ακόμα μία φορά αστάθεια και εσωτερική κρίση και δεν μπόρεσε να προστατεύσει τη σημαντική αυτή μεθοριακή πόλη. Από κοινού με τον Αρμένιο Μέλιο, ο Κουρκούας εισέβαλε στην αραβική επικράτεια επικεφαλής στρατιάς 50.000 ανδρών και στις 19 Μαΐου του 934 η Μελιτηνή έπεσε στα χέρια των Χριστιανών. Η πόλη και γύρω περιοχή ενσωματώθηκε στην αυτοκρατορία ως βασιλικό κτήμα («κουρατωρεία») αποφέροντας μεγάλα έσοδα στο βυζαντινό κράτος («πολλὴν συντέλειαν τῷ δημοσίῳ προσήγαγε» σύμφωνα με τον Σκυλίτζη). Από τους κατοίκους της μόνον οι χριστιανοί επετράπη να μείνουν στην πόλη, ενώ οι μουσουλμάνοι μεταφέρθηκαν σε περιοχή μακριά από τα σύνορα.
Η κατάκτηση της Μελιτηνής υπήρξε σταθμός στις βυζαντινοαραβικές συγκρούσεις. Ήταν η πρώτη φορά μετά από τρεις αιώνες συνεχών εχθροπραξιών που οι Βυζαντινοί προχωρούσαν σε κατάληψη κάποιας σημαντικής πόλης στο αραβικό μέτωπο. Αν με τη μάχη στον ποταμό Λαλακάοντα η αυτοκρατορία παύει να αμύνεται και αποκτά σταδιακά την πρωτοβουλία των επιχειρήσεων, με την κατάληψη της Μελιτηνής οι Βυζαντινοί περνούν στην αντεπίθεση προσαρτώντας εδάφη, χωρίς να περιορίζονται πλέον σε επιδρομές αντεκδικητικού τύπου. Κατά τα αμέσως επόμενα χρόνια (935-937) δεν αναφέρονται σημαντικές εχθροπραξίες μεταξύ των εμπολέμων. Ωστόσο η αραβική αντίσταση κάθε άλλο παρά αποδιοργανώθηκε. Ο Χαμδανίδης εμίρης της Μοσούλης Νασίρ αντ-Νταουλά μαζί με τον αδερφό του Σαΐφ αντ-Νταουλά, μετέπειτα άρχοντα του Χαλεπίου, εισέβαλε επανηλλημένως στη βυζαντινή επικράτεια φέρνοντας σε δύσκολη θέση τον Κουρκούα. Ο αυτοκράτορας Ρωμανός προσπάθησε διά της διπλωματικής οδού να διευθετήσει την κατάσταση προσεγγίζοντας τον αυτόνομο κυβερνήτη της Αιγύπτου και της Συρίας Μωχάμετ αλ-Ιχσίντ (937). Επίσης το 938 με πρωτοβουλία του Ρωμανού υπεγράφη ειρήνη μεταξύ Κωνσταντινούπολης και Βαγδάτης. Εν τούτοις το ίδιο έτος ο Σαΐφ αντ Νταουλά εισέβαλε στην αυτοκρατορία και νίκησε τον Κουρκούα σε μάχη κοντά στο φρούριο Χισί Ζιγιάντ στην περιοχή του άνω Ευφράτη. Τα επόμενα δύο έτη εισέβαλε στην Αρμενία πετυχαίνοντας να υποτάξει τον βασιλιά της. Αμέσως μετά ο Νταουλά εισήλθε στην αρμενική χώρα Ταρόν, κατέλαβε την πρωτεύουσά της, Μους (δυτικά της λίμνης Βαν στη σημερινή επαρχία Μους της Ανατολικής Τουρκίας) και κατάστρεψε τον χριστιανικό ναό της πόλης. Ακολούθως εισέβαλε στα βυζαντινά εδάφη και πολιόρκησε την Κολωνεία, αφού πρώτα λεηλάτησε τα περίχωρά της. Δεν κατέλαβε την πόλη όμως επειδή δέχτηκε επίθεση από τον Κουρκούα και υποχώρησε στην αραβική επικράτεια. Οι επιθέσεις των Χαμδανιδών δεν επανελήφθησαν κατά τα επόμενα έτη. Ο θάνατος του Χαλίφη της Βαγδάτης Αλ Ραντί (940) έστρεψε την προσοχή τους προς τις δυναστικές έριδες που ακολούθησαν. Έτσι ειρήνευσε το ανατολικό μέτωπο και ο αυτοκράτορας μπόρεσε να ασχοληθεί απερίσπαστος με την επιδρομή των Ρως που έγινε το καλοκαίρι της επόμενης χρονιάς.
Το καλοκαίρι του 941 η Κωνσταντινούπολη απειλήθηκε από τους Ρως που υπό τον ηγεμόνα τους Ιγκόρ του Κιέβου εκστράτευσαν αιφνιδιαστικά κατά της βυζαντινής πρωτεύουσας καθώς τόσο ο στρατός όσο και ο στόλος της ήταν απασχολημένοι με τους Άραβες. Ο αυτοκράτορας κάλεσε εσπευσμένα τον στόλο από το Αιγαίο και τον Κουρκούα από τη Μεσοποταμία. Παράλληλα επισκευάστηκαν και οπλίστηκαν με υγρό πυρ όσα πλοία ήταν διαθέσιμα εκείνη τη στιγμή στην Πόλη και υπό τις διαταγές του πρωτοβεστιάριου Θεοφάνη έσπευσαν να αντιμετωπίσουν τον εχθρικό στόλο. Ο μικρός αυτοσχέδιος βυζαντινός στόλος απέτρεψε την επίθεση των Ρως στην Πόλη, δεν μπόρεσε όμως να εμποδίσει την απόβαση τους στη Μικρά Ασία στην ποντιακές ακτές της Βιθυνίας. Μια πρώτη αντίσταση έφερε ο στρατηγός του θέματος των Αρμενιακών, Βάρδας Φωκάς ο πρεσβύτερος, με όσες μονάδες διέθετε. Μετά από τρεις μήνες έφτασε ο Κουρκούας με τα στρατεύματα της Ανατολής και επέπεσε πάνω στους ανύποπτους επιδρομείς που είχαν επιδοθεί στη λεηλασία και λαφυραγωγία των περιοχών. Έχοντας χάσει πολλούς συντρόφους τους, οι Ρως επιβιβάστηκαν στα πλοία τους αλλά ηττήθηκαν κατά κράτος από τον Θεοφάνη που είχε πλέον υπό τις διαταγές του ολόκληρο τον βυζαντινό στόλο.
Στην ανατολή η κατάσταση δεν είχε αλλάξει. Οι Χαμδανίδες εξακολουθούσαν να είναι απασχολημένοι με τις ενδοαραβικές διενέξεις για τη διαδοχή κι έτσι τα σύνορα είχαν μείνει αμετάβλητα. Ο δομέστικος επέστρεψε στην ανατολική μεθόριο αμέσως μετά την εξουδετέρωση των Ρως και ανέλαβε ξανά δράση. Στόχος του αυτή τη φορά ήταν το ίδιο το Χαλέπι της Συρίας το οποίο όμως απέτυχε να καταλάβει (Ιανουάριος 942). Το φθινόπωρο ξεκίνησε με στόχο την πόλη Έδεσσα της Συρίας, αφού πρώτα διέγραψε μια μεγάλη κυκλική πορεία μέσω Αρμενίας (λίμνη Βαν – Αρζέν – Μαρτυρόπολη – Άμιδα - Νίσιβη) καταλαμβάνοντας πολλές σημαντικές και μεγάλες πόλεις. Η Άμιδα (σημερινό Ντιαρμπακίρ της ανατολικής Τουρκίας) και η Νίσιβη (στην καρδιά της Μεσοποταμίας) ήταν κάποιες από αυτές, πριν ο Βυζαντινός αρχιστράτηγος στραφεί κατά του κυρίου στόχου της εκστρατείας του. Προς έκπληξη των κατοίκων της Έδεσσας δεν προέβη σε πολιορκία της πόλης αλλά απέστειλε αγγελιοφόρο ζητώντας μόνον το «Άγιον Μανδήλιον»[4] με την υπόσχεση μάλιστα ότι θα απελευθέρωνε όλους τους αιχμαλώτους του και θα συνήπτε ειρήνη με την πόλη. Οι κάτοικοι απάντησαν ότι έπρεπε να συμβουλευθούν την κυβέρνηση της Βαγδάτης, οι Βυζαντινοί αποχώρησαν και αφού λεηλάτησαν τη Μεσοποταμία καταλαμβάνοντας κι άλλες πόλεις (Δάρα, κ.ά) επέστρεψαν την άνοιξη του 944 με μεγαλύτερο στρατό για να λάβουν την απάντηση. Τόσο οι Αρχές της πόλης όσο και η Βαγδάτη θεώρησαν λογικό να παραδώσουν το κειμήλιο στους χριστιανούς για να σωθεί η πόλη και η περιοχή της. Έτσι ο Κουρκούας έλαβε το περίφημο αυτό κειμήλιο ελευθερώνοντας παράλληλα 200 αιχμαλώτους, και το έστειλε στην Κωνσταντινούπολη με τιμητική φρουρά. Το καλοκαίρι του ιδίου έτους αλώθηκαν οι πόλεις Μπάγκραι (σημερινό Birecik της νοτιοανατολικής Τουρκίας επί του Ευφράτη) και Μάρας (Γερμανίκεια, σημερινή Kahramanmaraş).
Για τους ανθρώπους του Μεσαίωνα, που η θρησκεία έπαιζε σημαντικό ρόλο στην καθημερινή ζωή, περιστατικά όπως η εύρεση του «Αγίου Μανδηλίου» έκαναν βαθιά εντύπωση. Έτσι η δημοτικότητα του ήδη δημοφιλούς στρατηγού εκτοξεύθηκε στα ύψη από το γεγονός αυτό. Χαρακτηριστικό της εντύπωσης που προκάλεσε το γεγονός αυτό, αποτελεί η "Διήγησις περί της εξ Εδέσσης αχειροποιήτου εικόνος", θρησκευτικό κείμενο που αποδίδεται στον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Ζ' Πορφυρογέννητο. Παράλληλα, όμως, αυξήθηκε ο φθόνος από πλευράς των γιων του Ρωμανού Στέφανο και Κωνσταντίνο, οι οποίοι είχαν ήδη καταφέρει να ματαιώσουν ένα συνοικέσιο μεταξύ του εγγονού του Ρωμανού (γιου του Κωνσταντίνου Ζ' Πορφυρογέννητου και της κόρης του Ρωμανού, Ελένης) με την κόρη του Κουρκούα Ευφροσύνη (943). Οι νεαροί συναυτοκράτορες συνέχισαν να διαβάλουν τον δομέστικο στον αυτοκράτορα που τελικά υπέκυψε και τον απομάκρυνε από τη διοίκηση του στρατού (τέλη 944). Ο νέος διοικητής σχεδόν αμέσως μετά την ανάληψη του πόστου του υπέστη συντριπτική ήττα από τους Άραβες που ξαναεισάβαλαν στην αυτοκρατορική επικράτεια. Την ίδια στιγμή (Δεκέμβριος του 944) ο Ρωμανός ανατράπηκε και εξορίστηκε από τους γιους του, που κι αυτοί λίγο αργότερα ακολουθούν την ίδια τύχη καθώς ο Κωνσταντίνος Ζ' ανέλαβε ως μόνος αυτοκράτορας τη διοίκηση της αυτοκρατορίας. Ο κωνσταντινουπολίτικος όχλος βρήκε την ευκαιρία να λεηλατήσει τις περιουσίες των υποστηρικτών της εκπεσούσης δυναστείας, καταστρέφοντας και την περιουσία του Κουρκούα στην πρωτεύουσα. Όμως ο Κωνσταντίνος, αναγνωρίζοντας την προσφορά του πρώην αρχιστράτηγου στην αυτοκρατορία, τον αποζημίωσε και τον αποκατέστησε στα ύπατα στρατιωτικά αξιώματα. Τελευταίες αναφορές στο πρόσωπο του Ιωάννη Κουρκούα υπάρχουν από το 946, όταν εστάλη ως πρέσβης στην αραβική Ταρσό για να διαπραγματευθεί την ανταλλαγή αιχμαλώτων, και το 949 που εκπόρθησε οριστικά τη Θεοδοσιούπολη.
Την ίδια χρονιά που ο Κουρκούας εκπόρθησε οριστικά τη Θεοδοσιούπολη, οι ναυτικές δυνάμεις της αυτοκρατορίας απέτυχαν για πολλοστή φορά να καταλάβουν την Κρήτη. Όμως η πλάστιγγα είχε γύρει προς την πλευρά της αυτοκρατορίας που είχε περάσει στην αντεπίθεση κατά των Αράβων σε όλα τα μέτωπα. Οι επιτυχίες του Ιωάννη Κουρκούα στη Μέση Ανατολή και του ναυάρχου Ιωάννη Ραδηνού στο Αιγαίο οδήγησαν στην επέλαση των Βυζαντινών στις περιοχές της Συρίας, Παλαιστίνης, Μεσοποταμίας και Καυκάσου καθώς και στην ανακατάληψη της Κρήτης αντίστοιχα.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.