ὁσάκις

From Wiktionary, the free dictionary

Ancient Greek

Alternative forms

  • ὁσσάκι (hossáki) Epic
  • ὁσσάκις (hossákis)

Etymology

From ὅσος (hósos) + -άκις (-ákis).

Pronunciation

 

Adverb

ὁσάκῐς (hosákĭs)

  1. as many times as, as often as

See also

More information type, interrogative ...
type interrogative indefinite demonstrative relative indefinite
relative
identity other
(medial) proximal distal
basic τίςτις, ἔνιοι, οὗτοςὅδεἐκεῖνοςὅςὅστις αὐτός (αὑτός), ὁμόςἕτερος, ἄλλος
dual πότεροςπότερος, ποτερόςὁπότερος
quality ποῖοςποιόςτοῖος, τοιοῦτοςτοιόσδεοἷοςὁποῖοςὅμοιοςἑτεροῖος, ἀλλοῖος
quantity πόσοςποσόςτόσος, τοσοῦτοςτοσόσδεὅσοςὁπόσος
manner πῶςπωςτώς, †ὥς, οὕτωςὧδεὡςὅπωςὁμῶςἑτέρως, ἄλλως
method,
path,
place
πῇπῃτῇ, ταύτῃτῇδεἐκείνῃὅπῃἄλλῃ
place ποῦ, †πόθιπου, †ποθιἐνταῦθαἐνθάδεἐκεῖ, ἔνθα, †ἐκεῖθιοὗ, ἔνθα, †ὅθιὅπου, †ὁπόθιαὐτόθι, ὁμοῦἄλλοθι
source πόθενποθεν, ἁμόθεντόθεν, ἔνθεν, ἐντεῦθενἐνθένδεἐκεῖθενὅθενὁπόθενὁμόθενἄλλοθεν
destination ποῖ, †πόσεποιἔνθα, ἐνταῦθαἐνθάδε, δεῦροἐκεῖσεοἷὅποι, †ὁπόσεαὐτόσε, ὁμόσεἄλλοσε
time πότε, πῆμοςποτέ, ποτε, τοτέ, ἐνίοτετότε, τῆμοςτημόσδεὅτε, ἦμοςὁπότε, †ὁππῆμοςἅμαἄλλοτε
exact time πηνίκατηνίκα, τηνικαῦτατηνικάδεἡνίκαὁπηνίκααὐτίκα
duration of time τέωςἕως
size, age πηλίκοςπηλίκοςτηλίκος, τηλικοῦτοςτηλικόσδεἡλίκοςὁπηλίκοςὁμῆλιξ
repetition ποσάκις, ποσίνδαποσάκιςτουτάκις, τοσάκιςὁσάκις ὁποσάκιςὁποσάκις
multiplication ποσαπλάσιοςὁσαπλάσιος, ὁσαπλασίων
order πόστοςποστόςὁπόστος
† Forms rarely or never used in Classical Attic prose
Relative also used in exclamations; either relative or indefinite relative used in indirect questions.
Close

Further reading

Wikiwand - on

Seamless Wikipedia browsing. On steroids.