From Wikipedia, the free encyclopedia
Η Συνθήκη του Καρς (τουρκικά: Kars Antlaşması, ρωσικά: Карсский договор , γεωργιανά: ყარსის ხელშეკრულება, αρμενικά: Կարսի պայմանագիր, αζερικά: Qars müqaviləsi) ήταν συνθήκη ειρήνης η οποία όριζε τα κοινά σύνορα μεταξύ της Τουρκίας και των τριών υπερκαυκάσιων δημοκρατιών της Σοβιετικής Ένωσης (οι σημερινές ανεξάρτητες δημοκρατίες της Αρμενίας, της Γεωργίας και του Αζερμπαϊτζάν).[3][4] Η συνθήκη υπεγράφη στην πόλη του Καρς, στις 13 Οκτωβρίου 1921.[1][2]
Η συνοριογραμμή, όπως οριοθετήθηκε εντός της Συνθήκης του Καρς. | |
Τύπος | Συνθήκη Ειρήνης |
---|---|
Υπογραφή | 13 Οκτωβρίου 1921[1] |
Τοποθεσία | Καρς, Τουρκία |
Κατάσταση | Επικύρωση |
Υπογράφοντες | Μεγάλη Εθνοσυνέλευση της Τουρκίας[1] Ρωσική ΣΟΣΔ[1] Αρμενική ΣΣΔ[1] Αζερική ΣΣΔ[1] Γεωργιανή ΣΣΔ[1] |
Γλώσσες | Ρωσικά, Γαλλικά[2] |
:en:Treaty of Kars στη Βικιθήκη | |
Σχετικά πολυμέσα | |
Στους υπογράφοντες της Συνθήκης του Καρς περιλαμβάνονταν πέντε εκπρόσωποι της Μεγάλης Εθνοσυνέλευσης της Τουρκίας, η οποία, το 1923, διακήρυξε τη Δημοκρατία της Τουρκίας, καθώς και εκπρόσωποι των αρμενικών, αζερικών και γεωργιανών σοβιετικών δημοκρατιών, με την ταυτόχρονη εκπροσώπηση της Ρωσικής ΣΟΣΔ. Οι τελευταίοι τέσσερις συμμετέχοντες, στη συνέχεια, κατέστησαν ως ιδρυτικά μέλη της Σοβιετικής Ένωσης, έπειτα από τη νίκη των Μπολσεβίκων κατά τη διάρκεια του Ρωσικού Εμφυλίου Πολέμου και την Ενωσιακή Συνθήκη του Δεκεμβρίου του 1922.[1][2]
Η συγκεκριμένη συνθήκη αποτέλεσε τη διάδοχο συνθήκη της προγενέστερης Συνθήκης της Μόσχας, η οποία είχε υπογραφεί τον Μάρτιο του 1921. Τα περισσότερα εκ των εδαφών τα οποία παραχωρήθηκαν στην Τουρκία εντός της συνθήκης είχαν αποκτηθεί από τη Ρωσική Αυτοκρατορία σε βάρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κατά τη διάρκεια του Ρωσοτουρκικού Πολέμου του 1877-1878.[5] Μοναδική εξαίρεση αποτέλεσε το η περιοχή του Σουρμαλί, το οποίο αποτελούσε μέρος του ιρανικού Χανάτου του Ερεβάν, προτού το τελευταίο προσαρτηθεί από τη Ρωσία εντός της Συνθήκης του Τουρκμαντσάι, μετά το πέρας του Ρωσοπερσικού Πολέμου του 1826-28.[6]
Η συνθήκη υπεγράφη από τον στρατηγό και εκπρόσωπο της Τουρκικής Προσωρινής Κυβερνήσεως Καζίμ Καραμπεκίρ, τον βουλευτή και διοικητή του Ανατολικού Μετώπου Βελί Μπέη, τον βουλευτή Μουχτάρ Μπέη, καθώς και τον πρέσβη Μεμντούχ Σεβκέτ Πασά, τον Ρώσο Σοβιετικό πρέσβη Γιακόφ Γκανέτσκι, τον Αρμένιο Σοβιετικό Υπουργό Εξωτερικών Υποθέσεων Ασκανάζ Μραβιάν και τον Υπουργό Εσωτερικών Υποθέσεων Πογός Μακιντσιάν, τον Αζέρο Σοβιετικό Υπουργό Κρατικού Ελέγχου Μπεχμπούντ Σαχταχτίνσκι, καθώς και τον Γεωργιανό Σοβιετικό Υπουργό Στρατιωτικών και Ναυτικών Υποθέσεων Σάλβα Ελιάβα και τον Υπουργό Εξωτερικών Υποθέσεων και Οικονομικών Υποθέσεων Αλεξάντρ Σβανίντζε.[1]
Η Συνθήκη του Καρς επικύρωσε, εκ νέου, τους όρους της προγενέστερης Συνθήκης της Μόσχας, η οποία είχε υπογραφεί το 1921 μεταξύ της Μεγάλης Εθνοσυνέλευσης της Τουρκίας και της Ρωσικής ΣΟΣΔ. Καθόρισε τα σύνορα μεταξύ της νεοϊδρυθείσας Τουρκικής Δημοκρατίας και των τριών υπερκαυκάσιων δημοκρατιών.
Η Συνθήκη του Καρς προέβλεπε τη διαίρεση του εδάφους του πρώην ρωσικού αυτοκρατορικού Όμπλαστ του Μπατούμι. Συγκεκριμένα, το νότιο τμήμα του πρώην όμπλαστ, το οποίο αντιστοιχούσε σε μεγάλο βαθμό στο Όκρουγκ του Αρτβίν, μαζί με την πόλη του Αρτβίν, θα προσαρτώταν στην Τουρκία.[3] Το βόρειο τμήμα, το οποίο αντιστοιχούσε σε μεγάλο βαθμό στο Όκρουγκ του Μπατούμι, μαζί με τη στρατηγική πόλη-λιμένα του Μπατούμι, θα καθίστατο τμήμα της Σοβιετικής Γεωργίας ως η Αυτόνομη Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία του Αντζάρ (σημερινή Αντζάρα).[3] Η συνθήκη απαιτούσε να αποδοθεί στη συγκεκριμένη περιοχή πολιτική αυτονομία, λόγω της παρουσίας κατά πλειοψηφία μουσουλμανικού τοπικού πληθυσμού, καθώς και την εφαρμογή «ενός αγροτικού συστήματος σύμφωνου με την επιθυμία του τοπικού πληθυσμού.»[2] Ο ειδικός επί του Καυκάσου Τσαρλς Κινγκ έχει αναφερθεί στο συγκεκριμένο τμήμα της συνθήκης ως ένα «σπάνιο παράδειγμα, εντός των πλαισίων του διεθνούς δικαίου, όπου η εσωτερική διοικητική οργάνωση μίας χώρας αποτελεί συνέπεια συνθήκης με μία άλλη χώρα.»[4] Επιπλέον, η συνθήκη εγγυόταν «ελευθερία μετακινήσεων μέσω του λιμένα του Μπατούμι για εμπορεύματα, καθώς και το σύνολο των υλικών τα οποία προορίζονταν για, ή προέρχονταν από, την Τουρκία, δίχως δασμούς και πρόσθετες οικονομικές επιβαρύνσεις, καθώς και το δικαίωμα της Τουρκίας προκειμένου να χρησιμοποιεί τον λιμένα του Μπατούμι, δίχως να καταβάλει οποιοδήποτε ειδικό οικονομικό αντίτιμο.»[2]
Η συνθήκη δημιουργούσε νέα σύνορα μεταξύ της Τουρκίας και της Σοβιετικής Αρμενίας, τα οποία ορίζονταν από τους ποταμούς Αχουριάν (Αρπατσάι) και Αράς. Η Τουρκία πέτυχε να λάβει το έδαφος του πρώην Όμπλαστ του Καρς της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, το οποίο περιελάμβανε τις πόλεις του Καρς, του Αρνταχάν και του Ολτί, τη Λίμνη Τσιλντίρ, καθώς και τα ερείπια του Ανί.[1] Από τα εδάφη του πρώην Κυβερνείου του Ερεβάν έλαβε, επίσης, το Σουρμαλίνσκι Ουγιέζντ (Σουρμαλί), μαζί με το Όρος Αραράτ, τα αλατωρυχεία του Κουλπ (Τουζλουτζά) και την πόλη του Ιγντίρ, καθώς και τον διάδρομο του Αράς, μία στενή λωρίδα γης εκτεινόμενη μεταξύ των ποταμών Αράς και Κάτω Καρασού, τα οποία αποτελούσαν, έως τότε, μέρος του Εριβάνσκι Ουγιέζντ.[7]
Σύμφωνα με τα απομνημονεύματα του Σιμόν Βρατσιάν, ύστατου Πρωθυπουργού της Πρώτης Αρμενικής Δημοκρατίας, οι Μπολσεβίκοι επιχείρησαν να επαναδιαπραγματευτούν του καθεστώς του Ανί και του Κουλπ, καθώς και να πετύχουν την ανάκτησή τους ως τμήμα της Σοβιετικής Αρμενίας. Ο Γκανέτσκι τόνισε τη «μεγάλη ιστορική και επιστημονική αξία» του Ανί για τους Αρμένιους, ενώ χαρακτήρισε το Κουλπ ως «αναπόσπαστο τμήμα της Υπερκαυκασίας.»[8] Ωστόσο, η Τουρκία αρνήθηκε να προχωρήσει σε επαναδιαπραγμάτευση των όρων οι οποίοι είχαν συμφωνηθεί εντός της Συνθήκης της Μόσχας, προς απογοήτευση των Σοβιετικών.[8] Το μεγαλύτερο μέρος των αρμενικών εδαφών τα οποία παραχωρήθηκαν στην Τουρκία, ήδη, βρίσκονταν υπό τουρκικό στρατιωτικό έλεγχο έπειτα από τον Τουρκοαρμενικό Πόλεμο.[9] Η συνθήκη απαιτούσε την απόσυρση των τουρκικών στρατευμάτων από περιοχή η οποία αντιστοιχούσε, περίπου, στο δυτικό ήμισυ της σημερινής Επαρχίας του Σιράκ, στην Αρμενία, συμπεριλαμβανομένης της πόλης του Αλεξαντροπόλ (Γκιουμρί).[1]
Το άρθρο 5 της συνθήκης κατέστησε την περιοχή του Ναχιτσεβάν ως αυτόνομο εξκλάβιο υπό την πολιτική δικαιοδοσία (προτεκτοράτο) του Σοβιετικού Αζερμπαϊτζάν. Το νέο αυτόνομο έδαφος του Ναχιτσεβάν αποτελείτο από το πρώην Ναχιτσεβάνσκι Ουγιέζντ, το τμήμα του Σαρούρ από το Σαρούρ-Νταραλαγκέζσκι Ουγιέζντ, καθώς και τα νοτιότερα μέρη του Εριβάνσκι Ουγιέζντ του πρώην Κυβερνείου του Ερεβάν.[9] Το 1924, η περιοχή επισήμως διακηρύχθηκε ως η Αυτόνομη Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία του Ναχιτσεβάν, υπαγόμενη στην Αζερική ΣΣΔ.[10] Η δημιουργία της συγκεκριμένης αυτόνομης δημοκρατίας επέτρεψε στο Αζερμπαϊτζάν να μοιράζεται κοινή συνοριογραμμή με τον, πλέον υπό τουρκικό έλεγχο, διάδρομο του Αράς.[11] Το 1991, το ανεξάρτητο, πλέον, Αζερμπαϊτζάν αυτοανακηρύχθηκε ως διάδοχο κράτος της Λαϊκής Δημοκρατίας του Αζερμπαϊτζάν (1918-1920} και όχι της Αζερικής ΣΣΔ (υπό την προστασία της οποίας είχε τεθεί το Ναχιτσεβάν μέσω της Συνθήκης του Καρς).
Η Συνθήκη του Καρς είχε, επίσης, επιπτώσεις επί των τουρκοϊρανικών σχέσεων. Συγκεκριμένα, η προσάρτηση του Σουρμαλί, καθώς και του διαδρόμου του Καρς, πλέον, είχε ως συνέπεια για την Τουρκία ένα ελαφρώς μεγαλύτερο μήκος κοινών συνόρων με το Ιράν. Στα τέλη της δεκαετίας του 1920, η κουρδική Εξέγερση του Αραράτ ξέσπασε στην περιοχή του Όρους Αραράτ. Καθώς η Τουρκία επιχείρησε καταστείλει την εξέγερση, οι Κούρδοι εξεγερθέντες διέφυγαν μέσω των ιρανικών συνόρων προς την ανατολική πλευρά του Ελάσσονος Αραράτ, το οποίο και χρησιμοποίησαν «ως ένα ορμητήριο εναντίον του κράτους κατά τη διάρκεια της εξεγέρσεώς τους.»[12] Ως απάντηση, η Τουρκία διέβη τα σύνορα με το Ιράν και κατέλαβε τη συγκεκριμένη περιοχή.[13] Η περιοχή του Ελάσσονος Αραράτ αποτέλεσε το αντικείμενο συζητήσεων μεταξύ Τούρκων και Ιρανών διπλωματών στα πλαίσια διαπραγματεύσεων σχετικά με την οριοθέτηση της κοινής συνοριογραμμής. Το 1932, στην Τεχεράνη, το Ιράν συμφώνησε στην παραχώρηση της συγκεκριμένης περιοχής στην Τουρκία, λαμβάνοντας, ως αντάλλαγμα, ορισμένα εδάφη ευρισκόμενα νοτιότερα.[14]
Ωστόσο, η συμφωνία μεταξύ των δύο πλευρών καθυστέρησε, λόγω ενστάσεων εκ μέρους ορισμένων Ιρανών διπλωματών οι οποίοι θεωρούσαν την περιοχή του Ελάσσονος Αραράτ ως στρατηγικής σημασίας και οι οποίοι, επίσης, αμφισβητούσαν την εγκυρότητα της Συνθήκης του Καρς.[15] Οι συγκεκριμένοι διπλωμάτες ένιωθαν πως η Τουρκία δεν διέθετε νόμιμη αξίωση επί του εδάφους του Σουρμαλί, το οποίο, προ της παραχώρησής της του στη Ρωσική Αυτοκρατορία μέσω της Συνθήκης του Τουρκμαντσάι, αποτελούσε τμήμα του Ιράν.[15] Επιπλέον, καθώς η διατύπωση της Συνθήκης του Τουρκμαντσάι ήταν ασαφής, υποστήριζαν την προσάρτηση τμημάτων της συγκεκριμένης περιοχής.[15] Έπειτα από μία εποικοδομητική συνάντηση με τον Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ στην Άγκυρα, το 1934, ο Ρεζά Σαχ, ο οποίος, αρχικώς, ήταν υπέρ της προσαρτήσεως του διαδρόμου του Αράς, τελικώς, διέταξε τους διπλωμάτες του να παύσουν οποιαδήποτε ένσταση και να αποδεχθούν τις συνθήκες επί των νέων συνόρων.[16]
Μετά το πέρας του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η Σοβιετική Ένωση επιχείρησε να ακυρώσει τη Συνθήκη του Καρς και να ανακτήσει τα απολεσθέντα εδάφη της. Σύμφωνα με τον Νικίτα Χρουστσόφ, ο αντιπρόεδρος Λαβρέντι Μπέρια παρότρυνε τον συμπατριώτη του Γεωργιανό Ιωσήφ Στάλιν προκειμένου, ο τελευταίος, να αναλάβει δράση επί του συγκεκριμένου ζητήματος, επιμένοντας στην επιστροφή των συγκεκριμένων ιστορικών γεωργιανών εδαφών.[17][18] Τελικώς, ο Στάλιν συμφώνησε και, στις 7 Ιουνίου 1945, ο Σοβιετικός Υπουργός Εξωτερικών Υποθέσεων Βιατσεσλάβ Μόλοτοφ ενημέρωσε τον Τούρκο πρέσβη στη Μόσχα πως οι επαρχίες του Καρς, του Αρνταχάν και του Αρτβίν θα έπρεπε να επιστραφούν στην ΕΣΣΔ, εις το όνομα των γεωργιανών και αρμενικών σοβιετικών δημοκρατιών.[18][19] Η Άγκυρα βρέθηκε σε δυσχερή θέση: από τη μία πλευρά, επιθυμούσε τη διατήρηση καλών σχέσεων με τη Μόσχα, ωστόσο, από την άλλη πλευρά, αρνείτο την παραχώρηση των συγκεκριμένων εδαφών. Η Τουρκία ουδόλως ευρισκόταν σε κατάλληλη κατάσταση προκειμένου να διεξάγει πόλεμο εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης, η οποία είχε αναδειχθεί ως υπερδύναμη μετά το πέρας του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.[18] Οι σοβιετικές εδαφικές διεκδικήσεις επί της Τουρκίας έχαιραν της υποστήριξης του Αρμένιου Καθολικού Γεωργίου ΣΤ΄, καθώς και του συνόλου της αρμενικής διασποράς, συμπεριλαμβανομένης, ακόμη, της αντισοβιετικής Αρμενικής Επαναστατικής Ομοσπονδίας.[18] Η σοβιετική κυβέρνηση, επίσης, ενθάρρυνε τον επαναπατρισμό των απόδημων Αρμενίων στη Σοβιετική Αρμενία προς υποστήριξη των συγκεκριμένων διεκδικήσεων.[19][20]
Οι Βρετανοί και οι Αμερικανοί αντετίθεντο στις σοβιετικές εδαφικές διεκδικήσεις εις βάρος της Τουρκίας. Καθώς ο Ψυχρός Πόλεμος ξεκινούσε, η αμερικανική κυβέρνηση θεώρησε τις συγκεκριμένες διεκδικήσεις ως μέρος μίας «κίνησης επεκτατισμού εκ μέρους μίας κομμουνιστικής αυτοκρατορίας», καθώς και ως μία ενθύμηση των ναζιστικών αλυτρωτικών σχεδίων επί της Σουδητίας, στην Τσεχοσλοβακία.[18] Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ ανησυχούσε σχετικά με τη στρατηγική στρατιωτική σημασία του υψιπέδου του Καρς για τους Σοβιετικούς.[21] Κατέληξαν στο συμπέρασμα πως η προγενέστερη υποστήριξή τους υπέρ της Αρμενίας από την περίοδο του Προέδρου Γούντροου Ουίλσον (1913-1921) είχε εκπνεύσει, κατόπιν της απώλειας της αρμενικής ανεξαρτησίας.[21] Η ΕΣΣΔ, επίσης, απαιτούσε μία αναθεώρηση της Συμβάσεως του Μοντρέ, καθώς και μία στρατιωτική βάση επί των Τουρκικών Στενών.[19] Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ συνέστησε στον Πρόεδρο των ΗΠΑ Χάρι Σ. Τρούμαν να υποστηρίξει την Τουρκία, στη συγκεκριμένη διαμάχη, και να αντιταχθεί στις σοβιετικές απαιτήσεις, πράγμα το οποίο και έκανε. Το 1952, η Τουρκία εντάχθηκε στην αντισοβιετική στρατιωτική συμμαχία του NATO.[21]
Έπειτα από τον θάνατο του Στάλιν, το 1953, η σοβιετική κυβέρνηση παραιτήθηκε των εδαφικών διεκδικήσεών της εις βάρος της Τουρκίας, ως μέρος μίας προσπάθειας προώθησης φιλικών σχέσεων με τη χώρα της Μέσης Ανατολικής, καθώς και τη σύμμαχό της, τις Ηνωμένες Πολιτείες.[20] Η ΕΣΣΔ εξακολούθησε να τηρεί τους όρους της Συνθήκης του Καρς, έως και τη διάλυσή της, το 1991. Ωστόσο, σύμφωνα με τον Κρίστοφερ Τζ. Ουόλκερ, η Μόσχα προχώρησε σε αναθεώρηση της συγκεκριμένης συνθήκης το 1968, όταν και επιχείρησε τη διαπραγμάτευση μίας προσαρμογής των συνόρων με την Τουρκία, στα πλαίσια της οποίας, τα ερείπια του Ανί θα τίθονταν υπό τον έλεγχο της Σοβιετικής Αρμενίας, ενώ, ως αντάλλαγμα, η Τουρκία θα έθετε υπό τον έλεγχό της δύο αζερικά χωριά στην περιοχή του Όρους Ακμπαμπά. Ωστόσο, σύμφωνα με τον Ουόλκερ, τίποτε δεν προέκυψε από τις συγκεκριμένες διαπραγματεύσεις.[22]
Έπειτα από τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, οι μετασοβιετικές κυβερνήσεις της Ρωσίας, της Γεωργίας και του Αζερμπαϊτζάν αποδέχθηκαν τη Συνθήκη του Καρς. Ωστόσο, η θέση της Αρμενίας ήταν διαφορετική, λόγω της απουσίας διπλωματικών σχέσεων μεταξύ της Τουρκίας και της Αρμενίας. Τον Δεκέμβριο του 2006, ο, τότε, Υπουργός Εξωτερικών Υποθέσεων του Ερεβάν, Βαρτάν Οσκανιάν, δήλωσε πως η Αρμενία αποδέχεται τη Συνθήκη του Καρς ως ο νόμιμος διάδοχος της Αρμενικής ΣΣΔ, ωστόσο, σημείωσε πως η Τουρκία δεν τηρούσε τους όρους της συνθήκης.[23] Συγκεκριμένα, το άρθρο 17 της συνθήκης απευθύνει έκκληση για «ελευθερία διελεύσεως φυσικών προσώπων και εμπορευμάτων, δίχως το οποιοδήποτε εμπόδιο» μεταξύ των υπογραφόντων, ενώ, επίσης, ορίζει πως οι εμπλεκόμενες πλευρές θα λάβουν «όλα τα απαραίτητα μέτρα, προκειμένου να διατηρηθούν και να αναπτυχθούν, το ταχύτερο δυνατό, σιδηρόδρομος, τηλέγραφος, καθώς και άλλες μορφές επικοινωνίας.»[2] Ωστόσο, λόγω εντάσεων μεταξύ της Αρμενίας και του Αζερμπαϊτζάν επί του Ναγκόρνο-Καραμπάχ, η Τουρκία προχώρησε στο κλείσιμο των χερσαίων συνόρων της με την Αρμενία, καθώς και στη διακοπή των διπλωματικών σχέσεών της με την τελευταία, με συνέπεια την παραβίαση του συγκεκριμένου άρθρου. Ο Οσκανιάν ανέφερε πως, μέσω της συγκεκριμένης ενέργειας, η Τουρκία έθετε υπό αμφισβήτηση την εγκυρότητα της συνθήκης.[23]
Η Συνθήκη του Καρς, γενικώς, απορρίπτεται από την Αρμενική Επαναστατική Ομοσπονδία. Συγκεκριμένα, η τελευταία, καταδικάζει τη συνθήκη ως μία «κατάφωρη παραβίαση του διεθνούς δικαίου», ενώ, επίσης, υποστηρίζει πως, καθώς οι τρεις υπερκαυκάσιες δημοκρατίες ευρίσκονταν υπό τον έλεγχο της Μόσχας το 1921, η ανεξάρτητη συναίνεσή τους τίθεται υπό αμφισβήτηση.[24] Η Αρμενική Επαναστατική Ομοσπονδία, ακόμη, θέτει υπό αμφισβήτηση την εγκυρότητα της συνθήκης βασιζόμενη στις εκατέρωθεν ηγεσίες των υπογραφόντων πλευρών. Συγκεκριμένα, υποστηρίζουν πως Μεγάλη Εθνοσυνέλευση της Τουρκίας ουδεμία νομική εξουσία κατείχε προκειμένου να υπογράψει διεθνείς συνθήκες.[24] Επιπλέον, υποστηρίζει πως καθώς η ΕΣΣΔ δεν ιδρύθηκε παρά μόνον το 1922, και ως εκ τούτου, κατά την υπογραφή της συνθήκης, δεν αποτελούσε αναγνωρισμένο κράτος, επίσης «δεν υπαγόταν στο διεθνές δίκαιο και, ως εκ τούτου, η κυβέρνησή της ουδεμία εξουσία είχε προκειμένου να υπογράψει διεθνείς συνθήκες.»[24]
Έπειτα από την κατάρριψη του ρωσικού Sukhoi Su-24 επί των συροτουρκικών συνόρων τον Νοέμβριο του 2015 και την άνοδο των εντάσεων μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας, μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος Ρωσίας πρότειναν την ακύρωση της Συνθήκης της Μόσχας και, ως συνέπεια, της Συνθήκης του Καρς.[25][26] Αρχικώς, το Ρωσικό Υπουργείο Εξωτερικών εξέτασε τη συγκεκριμένη ενέργεια, προκειμένου να στείλει ένα πολιτικό μήνυμα προς την κυβέρνηση του Προέδρου της Τουρκίας, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.[25] Ωστόσο, η Μόσχα, τελικώς, αποφάσισε να μην προχωρήσει περαιτέρω στην εφαρμογή της, στα πλαίσια μίας προσπάθειας αποκλιμάκωσης των εντάσεων με την Άγκυρα.[27]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.