From Wikipedia, the free encyclopedia
Το 1974 η Τουρκία εισέβαλε στο βόρειο τμήμα της Κυπριακής Δημοκρατίας ως απάντηση για το στρατιωτικό πραξικόπημα που έλαβε χώρα στο νησί. Η Τουρκία ισχυρίστηκε πως η επέμβαση της δεν παραβίαζε τους όρους της Συνθήκης Εγγυήσεων που υπέγραψε το 1960 μαζί με την Ελλάδα και τη Μεγάλη Βρετανία. Η εισβολή αποτελείτο από δύο μεγάλες τουρκικές επιθέσεις στη ξηρά, στον αέρα και στη θάλασσα. Οι ελληνοκυπριακές ένοπλες δυνάμεις προσπάθησαν να προβάλουν αντίσταση, αλλά ήταν δύσκολο να το πετύχουν εξαιτίας της μεγάλης αριθμητικής υπεροχής των τουρκικών στρατευμάτων. Τελικά, οι εχθροπραξίες έπαψαν με συμφωνία για κατάπαυση του πυρός που ισχύει μέχρι σήμερα.
Στρατιωτικές επιχειρήσεις κατά τη διάρκεια της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο | |||
---|---|---|---|
Τουρκική εισβολή στην Κύπρο | |||
Χρονολογία | 20 Ιουλίου-18 Αυγούστου 1974 | ||
Τόπος | Κύπρος | ||
Έκβαση | Τουρκική Νίκη | ||
Αντιμαχόμενοι | |||
Ηγετικά πρόσωπα | |||
| |||
Δυνάμεις | |||
| |||
Απολογισμός | |||
ΟΥΝΦΙΚΥΠ:[9] 9 νεκροί 65 τραυματίες Σύνολο: 74 | |||
Μονάχα στρατιωτικές απώλειες συμπεριλαμβάνονται στον πίνακα |
Στις 21 Απριλίου 1967, στην Ελλάδα, η εξουσία πέρασε στα χέρια των στρατιωτικών μετά από πραξικόπημα, αλλά το καθεστώς της Χούντας κατέρρευσε τον Ιούλιο του 1974.[10]
Η περίοδος 1964-1974 ήταν ταραχώδης και σημαδεύτηκε με ρήξη στις σχέσεις των Ελληνοκυπρίων και των Τουρκοκυπρίων στον κοινωνικό και στον πολιτικό τομέα. Το 1963, οι Τουρκοκύπριοι αποχώρησαν (εθελοντικά και υπό πίεση της Τουρκίας) από την Κυβέρνηση της Κύπρου, με αποτέλεσμα να προκληθούν ταραχές στη Λευκωσία. Το 1964, η Εθνική Φρουρά παρενέβη στρατιωτικά εναντίον μιας αντιληπτής τουρκοκυπριακής στρατιωτικής απειλής στα βορειοδυτικά του νησιού και κοντά στον θύλακα στα Κόκκινα, με αποτέλεσμα να βρεθεί σε σύρραξη με την Τουρκία - ωστόσο, η σύρραξη ήταν βραχύβια. Οι δικοινωτικές ταραχές 1963-64 μοίρασαν ιδεολογικά το νησί σε δύο στρατόπεδα: οι Ελληνοκύπριοι υποστήριζαν την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, ενώ οι Τουρκοκύπριοι υποστήριξαν την πολιτική «Ταξίμ» που είχε σκοπό τη διχοτόμηση του νησιού μεταξύ των δύο κοινοτήτων.[11]
Στις 15 Ιουλίου 1974, η Εθνική Φρουρά, υπό τη διοίκηση της Χούντας των Συνταγματαρχών, προέβη σε πραξικόπημα κατά του δημοκρατικά εκλεγμένου Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας, Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ'. Μια μεγάλη δύναμη από στρατεύματα και άρματα μάχης επιτέθηκε κατά της Αρχιεπισκοπής στη Λευκωσία, αν και ο Μακάριος κατάφερε να ξεφύγει. Η φρουρά του Προεδρικού Μεγάρου προέβαλε αντίσταση και οι συγκρούσεις μεταξύ των υποστηρικτών και των εχθρών του Μακαρίου συνεχίστηκαν μέχρι το τέλος της μέρας. Ο Νίκος Σαμψών, πρώην μέλος της ΕΟΚΑ, ανέλαβε την εξουσία, αν και το καθεστώς του κατέρρευσε στις 23 Ιουλίου. Το πραξικόπημα έδωσε την ευκαιρία στην Τουρκία να εισβάλει στο νησί, ισχυριζόμενη πως προστάτευε τα δικαιώματα και την ασφάλεια των Τουρκοκυπρίων.[11]
Μετά τις διακοινωτικές ταραχές του 1963, ο τουρκοκυπριακός πληθυσμός ταμπουρώθηκε στους θύλακες (ο κάθε θύλακας περιλάμβανε αρκετά χωριά) ενώ ενίσχυσαν την Τουρκική Οργάνωση Αντίστασης, γνωστή ως «ΤΜΤ», η οποία αποτέλεσε την ένοπλη δύναμη των Τουρκοκυπρίων.
Ο μεγαλύτερος τουρκοκυπριακός θύλακας ήταν ο θύλακας Λευκωσία-Άγιος Ιλαρίων (γνωστός επίσης και ως θύλακας Κιόνελι) με πληθυσμό 25.000 ατόμων (από τους 117.000 Τουρκοκύπριους που διέμεναν συνολικά στο νησί),[12] και περιλάμβανε το βόρειο τμήμα της Λευκωσίας και βαθμονομείτο βόρεια μέχρι την οροσειρά του Πενταδακτύλου, αλλά δεν είχε καμία πρόσβαση στη θάλασσα. Το 1964, οι Τουρκοκύπριοι μαχητές από το Αγιρντάγ κατέλαβαν το πέρασμα Μπογάζ αμαχητί. Οι προσπάθειες των Ελληνοκυπρίων να τους απωθήσουν μετά βίας έληξαν με αποτυχία. Ως αποτέλεσμα, οι τουρκοκυπριακές δυνάμεις είχαν τον έλεγχο του αυτοκινητόδρομου Λευκωσία-Κερύνεια και είχαν πρόσβαση στην ακτή βορείως του Πενταδάκτυλου. Με το Μπογάζ στα τουρκικά χέρια, οι ελληνικές δυνάμεις αναγκάστηκαν να χρησιμοποιούν το πέρασμα Πάναγρα στον δυτικό Πενταδάκτυλο για να φθάσουν στη βόρεια ακτή.
Άλλοι σημαντικοί τουρκοκυπριακοί θύλακες βρίσκονταν στην Αμμόχωστο, στα Λεύκα, στο Τζιάος, στη Λεμεσό, στη Λάρνακα, στην Πάφο, στον Λιμνίτη, στα Κόκκινα και στη Λουρουτζίνα.[13]
Οι τουρκοκυπριακές δυνάμεις αποτελείτο από 27 τάγματα πεζικού, τα οποία χωρίστηκαν σε 8 συντάγματα, με συνολική δύναμη 20.000 ανδρών. Τα τουρκοκυπριακά τάγματα ήταν ελαφρώς εξοπλισμένα και είχαν περιορισμένες αμυντικές ικανότητες, ενώ εκπαιδεύονταν για σαμποτάζ και ενέδρες.[13] Οι τουρκικές δυνάμεις που συμπεριλαμβάνονταν στην ΤΟΥΡΔΥΚ (1.000 άνδρες, αν και έπρεπε να είχαν 650) χωρίστηκαν σε δύο ομάδες, μια στο Κιόνελι και άλλη στο Ορτάκιοϊ.
Η κύρια δύναμη των Ελληνοκυπρίων ήταν η Εθνική Φρουρά, η οποία ιδρύθηκε μετά τις δικοινωτικές ταραχές 1963-64. Η Εθνική Φρουρά ήταν εξοπλισμένη κυρίως με εξοπλισμό ελληνικής παραγωγής και βρετανικής προέλευσης, καθώς και με εξοπλισμό που αγόρασε από τη Σοβιετική Ένωση το 1965. Η Εθνική Φρουρά είχε 15 ενεργά και 19 εφεδρικά τάγματα πεζικού, 3 ενεργά και ένα εφεδρικό τάγματα καταδρομών, 1 τάγμα αρμάτων μάχης, 1 τάγμα μηχανοκίνητων και 1 τάγμα αναγνώρισης, 6 τάγματα πυροβολικού και άλλες μικρότερες μονάδες (μονάδες αντιαεροπορικών και μηχανικού). Θεωρητικά, η Εθνική Φρουρά αποτελείτο από 40.000 άνδρες, εκ των οποίων οι 30.000 ήταν έφεδροι, 32 άρματα μάχης και 80 πυροβόλα, καθώς και 100 τεθωρακισμένα[14]Α[›].
Η διοίκηση της Εθνικής Φρουράς ανατέθηκε σε αξιωματικούς από την Ελλάδα και αποτελούσε όργανο της Αθήνας στις πολιτικές συγκρούσεις με τη Λευκωσία. Ως αποτέλεσμα, η κυπριακή κυβέρνηση παραμέλησε την ενίσχυση της Εθνικής Φρουράς, με μοναδική εξαίρεση την αγορά οπλισμού το 1965, με αποτέλεσμα η Εθνική Φρουρά να αντιμετωπίζει έλλειψη πυρομαχικών (αρκετά από τα οποία ήταν παλιά). Η κυβέρνηση Μακαρίου ίδρυσε, το 1972, το «Εφεδρικό Σώμα» που αποτελείτο από αστυνομικούς. Επισήμως, το Εφεδρικό Σώμα ήταν μια αστυνομική δύναμη με βαρύ εξοπλισμού που θα στήριζε την Εθνική Φρουρά σε περίπτωση πολέμου, αλλά στην ουσία ήταν όργανο του Μακαρίου κατά της Εθνικής Φρουράς (ελεγχόμενης από την Αθήνα). Το Εφεδρικό Σώμα ήταν ελαφρώς εξοπλισμένο με σύγχρονα όπλα από τη Τσεχοσλοβακία και ήταν καλά εκπαιδευμένο. Αποτελείτο από 3 τάγματα.[15] Άλλη παραστρατιωτική οργάνωση ήταν η ΕΟΚΑ Β', η οποία το 1974 είχε 5.000 μέλη με 1.000 μαχητές.[16] Στο νησί δρούσαν και άλλες παραστρατιωτικές οργανώσεις με δικούς τους ηγέτες και ανθυπολοχαγούς.
Το ελληνικό σύνταγμα στην Κύπρο (ΕΛΔΥΚ) δεν βρισκόταν υπό τον άμεσο έλεγχο της Εθνικής Φρουράς. Αποτελείτο από 2 τάγματα πεζικού και 1.200 άνδρες (αν και θεωρητικά αποτελείτο από 950).[17] Ήταν καλά εκπαιδευμένο και οργανωμένο αλλά εξοπλισμένο με ελαφρά και παλαιά όπλα.[18] Μαζί με το σύνταγμα καταδρομών αποτελούσαν την καλύτερη μονάδα της ελληνοκυπριακής πλευράς.[19]
Η προοπτική εισβολής στην Κύπρο έγινε αντιληπτή από το 1964. Το 1967 εμφανίστηκαν οριστικά σχέδια, τα οποία στη συνέχεια θα ανανεωθούν ανάλογα με τις αλλαγές στην επιχειρησιακή κατάσταση.[20]
Σύμφωνα με τα τουρκικά σχέδια, κύριος στόχος ήταν οι γραμμές «Σαχίν» και «Αττίλας», δηλ. η κατάληψη ενός μεγάλου μέρους της βορείου Κύπρου. Η επιχείρηση χωρίστηκε σε δύο μέρη. Πρώτος στόχος ήταν η δημιουργία ενός προγεφυρώματος που θα έδινε στον τουρκοκυπριακό θύλακα του Κιόνελι πρόσβαση στη θάλασσα. Για να πετύχει αυτό, οι Τούρκοι είχαν σκοπό να ασφαλίσουν ένα τρίγωνο με βάση 18 χιλιομέτρων κατά μήκος της ακτής και 22 χιλιομέτρων βάθους. Μετά, οι Τούρκοι σκόπευαν να σταματήσουν τις επιχειρήσεις και να αναζητήσουν διπλωματική λύση. Σε περίπτωση που η διπλωματία δεν φέρει το επιθυμητό αποτέλεσμα, σκόπευαν να πραγματοποιήσουν μετά βίας την κύρια αποστολή, τη γραμμή «Αττίλας». Οι Τούρκοι υπολόγισαν πως η πρώτη φάση θα πραγματοποιηθεί μέσα σε 3 μέρες, ενώ η δεύτερη θα χρειαστεί 3-4 μέρες (συνολικά 6-7 μέρες).
Το Τουρκικό Γενικό Επιτελείο ανέμενε πως θα είχε το απόλυτο πλεονέκτημα στη Μεσόγειο, αν και ανησυχούσε για την κατάσταση στο Αιγαίο - η Τουρκία φοβόταν πως η Ελλάδα θα προχωρούσε σε επίθεση στο Αιγαίο. Τα ελληνοτουρκικά σύνορα στη Θράκη θεωρούταν ασφαλή, καθώς ήταν καλά οχυρωμένα και διέθεταν ισχυρή φρουρά.[21]
Η επιχείρηση ανατέθηκε σε στρατό ξηράς, σε αεροπορία και σε ναυτικό. Μια ναυτική δύναμη από 5 αντιτορπιλικά και 31 αποβατικά θα μετέφερε τις αμφίβιες δυνάμεις,[22] ενώ η Αεροπορία θα μετέφερε αλεξιπτωτιστές και πολεμοφόδια, ενώ θα στήριζε από τον αέρα όλη την επιχείρηση.
Οι δυνάμεις ξηράς τέθηκαν υπό τη διοίκηση του 6ου Σώματος Στρατού της 2ης Τουρκικής Στρατιάς. Περιλάμβαναν την «Ειδική Επιθετική Δύναμη Κακμάκ», την Ταξιαρχία Καταδρομών, την Ταξιαρχία Αλεξιπτωτιστών, την 39η Μεραρχία Πεζικού, την 28η Μηχανοκίνητη Μεραρχία Πεζικού και δυνάμεις της 5ης Ταξιαρχίας Τεθωρακισμένων και της Στρατονομίας. Στον θύλακα Κιόνελι παρατάχθηκαν 6.000 Τουρκοκύπριοι μαχητές.[23]
Τις πρώτες ώρες της 20ης Ιουλίου 1974, οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις προχώρησαν σε αμφίβια εισβολή στο Πεντεμίλι, περίπου 8 χιλιόμετρα δυτικά από την πόλη της Κερύνειας. Η τουρκική ναυτική δύναμη μετέφερε την αμφίβια δύναμη από το λιμάνι της Μερσίν και προέβη σε απόπειρα απόβασης στην ακτή της Γλυκιώτισσας, αλλά η περιοχή αναδείχθηκε ακατάλληλη για απόβαση. Οι Τούρκοι βατραχάνθρωποι μεταφέρθηκαν με κανονιοφόρο για να ψάξουν για νάρκες στο Πεντεμίλι πριν προβούν σε απόβαση.[24]
Οι τουρκικές δυνάμεις ξηράς, υπό τη διοίκηση του Ταξίαρχου Τουντζέρ, συμπεριλάμβαναν την Ειδική Δύναμη «Τσακμάκ», ένα τάγμα του 6ου Αμφίβιου Συντάγματος Πεζικού υπό τις διαταγές του Υπολοχαγού Ικίζ, το 50ο Σύνταγμα Πεζικού υπό τις διαταγές του Συνταγματάρχη Καραογλάνογλου (39η Μεραρχία Πεζικού) και μια μονάδα του 39ου Μεραρχιακού Τάγματος Αρμάτων Μάχης (39η Μεραρχία Πεζικού). Συνολικά, οι Τούρκοι είχαν 3.000 στρατιώτες, 12 άρματα μάχης M47 και 20 ΤΟΜΠ M113, καθώς και 12 οβιδοβόλα διαμετρήματος 105 χιλιοστών. Το πρώτο κύμα των Τούρκων στρατιωτών αποβιβάστηκε ανενόχλητα στο νησί.[24]
Οι πρώτες ελληνοκυπριακές μονάδες που έφθασαν στην περιοχή ήταν δύο μονάδες του 251ου Τάγματος Πεζικού, μαζί με μια διμοιρία από 5 άρματα μάχης T-34 αποσπασμένα από την 23 ΕΜΑ.[25] Αυτή η δύναμη συγκρούστηκε με τις τουρκικές δυνάμεις απόβασης κατά τις 10.00 με σποραδική στήριξη από τα γειτονικά τάγματα πυροβολικού. Η επίθεση είχε αρχικά οδηγήσει στην καταστροφή δύο τουρκικών θέσεων ανάκρουσης και σε άλλες απώλειες, αλλά δεν κατάφερε να απωθήσει την τουρκική δύναμη. Οι Τούρκοι προχώρησαν σε αντεπίθεση με τη στήριξη των ΤΟΜΠ M113, ωστόσο, δύο απ' αυτά καταστράφηκαν από τα πυρά των ελληνοκυπριακών T-34. Όταν το 251ο Τάγμα υποχώρησε στα ανατολικά (προς την Κερύνεια), η τουρκική δύναμη προωθήθηκε κατά ένα χιλιόμετρα προς τα δυτικά και προωθήθηκε περαιτέρω προς τα ανατολικά. Από τα 5 T-34 που έλαβαν μέρος στις πρώτες συγκρούσεις, 4 είχαν καταστραφεί κατά τη διάρκεια της μάχης, ενώ το τελευταίο μεταφέρθηκε στο στρατόπεδο του 251ου Τάγματος.[24]
Οι αεροπορικές επιθέσεις κατά των ελληνοκυπριακών στόχων στην Κερύνεια και στο στρατόπεδο της Κοκκινοτριμιθιάς είχαν ως αποτέλεσμα την καταστροφή δύο θωρακισμένων οχημάτων Marmon-Herrington Mk-IVF και ενός οχήματος καταπολέμησης Daimler Dingo. Το κύριο ποδοσφαιρικό στάδιο της Κερύνειας δέχθηκε επίθεση, με αποτέλεσμα να καταστραφούν δύο ΤΟΜΠ BTR-152 που βρίσκονταν εκεί.[24]
Οι ελληνοκυπριακές μονάδες πυροβολικού που έλαβαν μέρος στην απόπειρα κατάπνιξης της τουρκικής απόβασης ήταν οι εξής: η 182 ΜΠΠ, η οποία έδρευε στο στρατόπεδο «Μάκη Γιωργάλλα» στην περιοχή Βοσπόρου της επαρχίας Κερύνειας - αυτή η μοίρα είχε στη διάθεση της 12 πυροβόλα των 25 λιβρών και 6 αντιαεροπορικά πολυβόλα διαμετρήματος 12.5 και 14.5 χιλιοστών. Η μοίρα άφησε δύο πολυβόλα στο στρατόπεδο της εξαιτίας της έλλειψης ρυμουλκών αυτοκινήτων και έχασε δύο πολυβόλα και ένα ρυμουλκό όχημα σε ατύχημα στον δρόμο Λαπήθου-Κερύνεια. Από τη θέση μάχης στον Άγιο Παύλο, το τάγμα έβαλλε κατά του τουρκικού προγεφυρώματος και δέχθηκε πυρά από την τουρκική αεροπορία και το τουρκικό ναυτικό[26] - η 190 ΜΑ/ΤΠ που έδρευε στο στρατόπεδο «Ιάκωβος Πατάτσος» στην περιοχή του Καραβά της επαρχίας Κερύνειας. Αυτό το τάγμα είχε 18 αντιαρματικά πυροβόλα διαμετρήματος 57 χιλιοστών, αλλά μονάχα 12 ρυμουλκά για να τα μεταφέρουν. Η δύναμη εγκατέλειψε το στρατόπεδο της στις 05:15 και δέχθηκε επίθεση από την τουρκική αεροπορία χωρίς να υποστεί απώλειες. Χωρισμένη σε δύο πυροβολαρχίες των 6 πυροβόλων, το τάγμα επιτέθηκε κατά των τουρκικών δυνάμεων στην περιοχή Πανάγρων και στο τουρκικό προγεφύρωμα στο Πεντεμίλι, αναγκάζοντας τα τουρκικά πολεμικά πλοία να υποχωρήσουν[27] - η 191 ΠΟΠ (υπό τη διοίκηση της 181 ΜΠΠ) από το στρατόπεδο «Νίκος Γεωργίου» στην περιοχή του Αγίου Σάββα στην Κερύνεια, έβαλλε κατά των τουρκικών θέσεων στο Μπέλλα-Πάις και στις περιοχές Άσπρη Μούττη και Κοτζά Καγιά[28] - η 198 ΠΟΠ με 4 πυροβόλα διαμετρήματος 75 χιλιοστών και 6 αντιαεροπορικά πυροβόλα έδρευε στα βουνά της δυτικής Κερύνειας. Αυτή η μοίρα είχε χάσει αρκετά οχήματα, ραδιόφωνα και πυρομαχικά κατά τη διάρκεια πυρκαγιάς στις 16 Ιουλίου και βρέθηκε αποδυναμωμένη κατά τη διάρκεια των πρώτων συγκρούσεων κατά των Τούρκων στο κάστρο του Αγίου Ιλαρίωνα στις 20 Ιουλίου, ως στήριξη για τις δυνάμεις καταδρομών που μάχονταν στην περιοχή.[29]
Το 326ο Τάγμα Πεζικού και το 306ο Τάγμα Πεζικού των Ελληνοκυπρίων, τα οποία βρίσκονταν στην περιοχή, απέτυχαν να βοηθήσουν επαρκώς στον αγώνα κατά της τουρκικής απόβασης. Δύο τάγματα, το 281ο Τάγμα Πεζικού και το 286ο Μηχανοκίνητο Τάγμα Πεζικού (+3 άρματα μάχης) στάλθηκαν από τη Λευκωσία ως ενίσχυση για τους υπερασπιστές της Κερύνειας, αλλά δέχθηκαν επίθεση από την τουρκική αεροπορία στο χωριό Κοντεμένος, με αποτέλεσμα να χάσουν 6 ΤΟΜΠ BTR-152 και τον Διοικητή του 286ου Τάγματος, Αντισυνταγματάρχη Γεώργιο Μπούτο. Το 316ο Τάγμα Πεζικού στάλθηκε από τη Μόρφου κατά μήκος του δρόμου προς την Κερύνεια για να στήσει ενέδρα και εισβάλει σε αμυντικές θέσεις σε τουρκικό οδόφραγμα. Το 316ο Τάγμα, τότε, ανασυντάχθηκε και ενώθηκε με μονάδες του 286ου Τάγματος (εξοπλισμένο με 3 άρματα μάχης T-34).[24]
Ως απάντηση για την εισβολή, ένας αξιωματικός επιτελείο της Εθνικής Φρουράς, ο Αντισυνταγματάρχης Κωνσταντίνος Μπούφας, στάλθηκε στο δυτικό προάστιο της Κερύνειας σε μια προσπάθεια να οργανώσει αντεπίθεση. Σύμφωνα με το σχέδιο, οι Ελληνοκύπριοι θα αντιμετωπίζαν τους Τούρκους στο δυτικό μέτωπο με τις δυνάμεις του 281ου, του 316ου και του 286ου Τάγματος, μαζί με αντιαρματικά όπλα και 3 άρματα μάχης T-34. Η επίθεση είχε ως αποτέλεσμα την προσωρινή υποχώρηση των Τούρκων, οι οποίοι όμως προχώρησαν σε αντεπίθεση. Ένα από τα 3 ελληνοκυπριακά άρματα μάχης T-34 που ανήκε στο 286ο ΜΤΠ δέχθηκε πυρά από τουρκικό αντιαρματικό και καταστράφηκε. Το 306ο Τάγμα Πεζικού έφθασε αργά και επιτέθηκε κατά των τουρκικών δυνάμεων από τα ανατολικά, αλλά δεν κατάφερε να πετύχει κάτι αξιοσημείωτο. Κατά τη διάρκεια των νυχτεριών συγκρούσεων, ο Διοικητής του 50ου Συντάγματος Πεζικού, Συνταγματάρχης Καραογλάνογλου, σκοτώθηκε από πυρά μιας M20 Super Bazooka που έβαλλε κατά της βίλας στην οποία διέμενε - αργότερα αποδείχθηκε πως τα πυρά ήταν φίλια.[24]
Κατά τη διάρκεια της 21ης Ιουλίου 1974 δεν σημειώθηκαν συγκρούσεις στο προγεφύρωμα και κατά τη διάρκεια της ημέρας, το δεύτερο κύμα των τουρκικών δυνάμεων έφθασε από το λιμάνι της Μερσίν.
Μετά την αποστολή του Α/Γ Λέσβος (L-176) στην Πάφο από το Ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό, η Τουρκική Αεροπορία έλαβε αναφορές για την αποστολή ελληνικών πλοίων στα ανοικτά της Πάφου και συγκέντρωσε μια δύναμη από 28 αεροσκάφη χωρισμένα σε δύο σμήνη για να επιτεθούν κατά των ελληνικών πλοίων με βόμβες 340 κιλών. Ωστόσο, αυτό ήταν τέχνασμα σήματος από τη Διοίκηση Ναυτικού των Ελληνοκυπρίων, η οποία μετέδιδε ψευδή ραδιοσήματα που ανέφεραν πως τα 3 τουρκικά αντιτορπιλικά που έψαχναν το Α/Γ Λέσβος στις ακτές της Πάφου (Kotacepe (D-354), Adatepe (D-353) και Mareşal Fevzi Çakmak (D-349)) ήταν στην πραγματικότητα ελληνικά. Όλα αυτά τα αντιτορπιλικά δέχθηκαν φίλια πυρά - το αντιτορπιλικό Kocatepe βυθίστηκε μαζί με 54 μέλη του πληρώματος.[30]
Έχοντας λάβει πληροφορία πως ο Ναυτικός Διοικητής των Ελληνοκυπρίων, Παπαγιάννης, κατευθύνεται στον Καραβά για να λάβει πληροφορίες για το μέγεθος και την ισχύ της τουρκικής δύναμης, μια ομάδα από 12 Τούρκους αλεξιπτωτιστές διατάχθηκε να επιτεθεί στη συνοδεία του Παπαγιάννη στον δρόμο Μύρτου-Ασώματος. Οι Τούρκοι κατάφεραν να τραυματίσουν τον Παπαγιάννη πριν απωθηθούν από την προσωπική του φρουρά, με αποτέλεσμα το ελληνοκυπριακό σχέδιο να ανακληθεί.
Ένα δεύτερο κύμα από τουρκικές αμφίβιες δυνάμεις έφθασε στο προγεφύρωμα του Πεντεμιλίου. Η δύναμη έφερε τον κωδικό όνομα «Μπόρα» και συμπεριλάμβανε μια ίλη τεθωρακισμένων και μια μονάδα μηχανοκίνητου πεζικού, υπό τις διαταγές του Ταξίαρχου Χακκί Μπορατάς. Οι τουρκικές δυνάμεις υπό τις διαταγές του Υποστράτηγου Μπεντρεττίν Ντεμιρέλ, συμπεριλαμβανομένου της Ειδικής Δύναμης «Μπόρα» και του 50ου Συντάγματος, προχώρησαν σε επίθεση κατά της πόλης της Κερύνειας, του κύριου λιμένα της βορειοδυτικής ακτής της Κύπρου.[24]
Η διοίκηση της ελληνοκυπριακής αντεπίθεσης ανατέθηκε στον Συνταγματάρχη Κομπόκη, Διοικητή των ΛΟΚ, τα οποία βρίσκονταν στην οροσειρά του Πενταδάκτυλου (Κερύνεια). Το Γενικό Επιτελείο Εθνικής Φρουράς (ΓΕΕΦ) έστειλε ενισχύσεις στη μορφή μηχανοκίνητης μοίρας από το 346ο Τάγμα Πεζικού, καθώς και αντιαρματικό ουλαμό της 120ης Μοίρας Πυροβολικού. Εν τω μεταξύ, στο ανατολικό άκρο, το 306ο Τάγμα Πεζικού υποχώρησε προς την Κερύνεια, αφήνοντας πίσω το 251ο Τάγμα Πεζικού, καθώς και το μισή δύναμη της 33 Μοίρας Καταδρομών που βρίσκονταν στο χωριό του Αγίου Γεωργίου.[24]
Η τουρκική επίθεση στην Κερύνεια ξεκίνησε κατά τις 11:00 με σφοδρή έφοδο κατά της 33 ΜΚ. Το 306ο και το 251ο Τάγμα Πεζικού, με περιορισμένη αντιαρματική ικανότητα, αναγκάστηκαν σε απόλυτη υποχώρηση προς την Κερύνεια. Το 241ο Τάγμα Πεζικού προσπάθησε να στήσει άμυνα στα δυτικά της Κερύνειας, αλλά απέτυχε και αναγκάστηκε να υποχωρήσει.[24]
Η τουρκική προέλαση προς την Κερύνεια κατά μήκος της βόρειας παραλιακής οδού συνάντησε την αντίσταση δύο κινητών αμυντικών γραμμών. Στην πρώτη γραμμή, κατά της 33 ΜΚ, οι Τούρκοι έχασαν δύο άρματα μάχης M47 από τα πυρά τουφεκίων οπισθοδρομήσεως διαμετρήματος 106 χιλιοστών. Η διάλυση της πρώτης γραμμής άμυνας σήμανε την γρήγορη επάνδρωση της δεύτερης γραμμής, με το 241ο Τάγμα να προσπαθεί να ακινητοποιήσει ένα τρίτο άρμα M47 με αντιαρματικά πυραύλους. Η ταχύτητα και η αγριότητα της τουρκικής επίθεσης είχαν ως αποτέλεσμα την απώλεια δύο αρμάτων μάχης M47 στα περίχωρα του Κάστρου της Κερύνειας κατά τη διάρκεια επίθεσης πεζικού, με αποτέλεσμα οι συνολικές απώλειες να ανέρχονται στα 5 άρματα μάχης και στους 23 στρατιώτες.[25]
Οι τουρκικές δυνάμεις εισήλθαν στην Κερύνεια και μοιράστηκαν σε δύο ξεχωριστές δυνάμεις - η μια είχε στόχο να σταθεροποιήσει ένα νέο προγεφύρωμα στην ακτή της Κερύνειας και η δεύτερη προωθήθηκε στο πέρασμα Μπογάζ-Αγίρτα για να ενωθεί με τις δυνάμεις αλεξιπτωτιστών. Μέχρι το τέλος του απογεύματος, ένα στερεό προγεφύρωμα διαμορφώθηκε μεταξύ της Κερύνειας και του χωριού Κιόνελι. Η τουρκοκυπριακή βάση στο Κιόνελι τέθηκε υπό τον έλεγχο του Αντιστράτηγου Νουρεττίν Ερσίν (6ο Σώμα).[24]
Το ΓΕΕΦ (Γενικό Επιτελείο Εθνικής Φρουράς) σχεδίασε μια μαζική αντεπίθεση κατά των τουρκοκυπριακών θυλάκων σε περίπτωση τουρκικής εισβολής, με σκοπό να εξουδετερώσει αυτούς τους θύλακες ώστε να μην αποτελέσουν ερείσματα για προγεφύρωμα. Το αρχικό σχέδιο του Γεώργιου Γρίβα (1964) είχε την κωδική ονομασία «Αφροδίτη Ι» και βασιζόταν στην παρουσία μιας πλήρους ελληνικής μεραρχίας 10.000 ανδρών με βαρύ εξοπλισμό. Αυτή η μεραρχία, ωστόσο, ανακλήθηκε από το νησί το 1967 και έτσι καταρτίστηκε νέο σχέδιο πριν το 1974 με την κωδική ονομασία «Αφροδίτη ΙΙ» και ανέφερε πως η Εθνική Φρουρά θα προχωρούσε σε μεγάλη επίθεση από ξηράς κατά των τουρκοκυπριακών θυλάκων. Το σχέδιο «Αφροδίτη ΙΙ» δεν πρέπει να συγχέεται με το λεγόμενο σχέδιο «Αφροδίτη ΙΙΙ/Ήφαιστος» των πραξικοπηματιών της ΕΟΚΑ Β που θα αποτελούσε συνέχεια του σχεδίου «Αφροδίτη ΙΙ» αλλά που δεν τέθηκε ποτέ σε ισχύ.[11]
Κατά τις 01:30, ραντάρ τύπου SEP/A που στήθηκε στον Απόστολο Ανδρέα της Καρπασίας ανίχνευσε 11 τουρκικά πλοία να πλησιάζουν την Κερύνεια σε απόσταση 35 ναυτικών μιλίων (65 χιλιόμετρα).
Κατά τις 05:00, δύο ελληνοκυπριακές βάρκες τορπιλών μηχανών, το Τ-1 και το Τ-3, απέπλευσαν από την Κερύνεια για να αντιμετωπίσουν τον τουρκικό στολίσκο. Το Τ-1 δέχθηκε αντιαεροπορικά πυρά και βυθίστηκε, ενώ λίγα λεπτά αργότερα, το Τ-3 καταστράφηκε από πυρά που δέχθηκε ταυτόχρονα από τα πλοία και τα αεροσκάφη (μονάχα ένα μέλος του πληρώματος σώθηκε).[31]
Κατά τις 06:00, ένας λόχος Τούρκων αλεξιπτωτιστών αποβιβάστηκε πλησίον της Μιας Μηλιάς, βορείως της Λευκωσίας, αλλά συγκρούστηκε με τις ελληνοκυπριακές δυνάμεις που κινήθηκαν κατά του Κιόνελι - οι Τούρκοι είχαν στη διάθεση τους 120 άνδρες, από τους οποίους 93 σκοτώθηκαν ή τραυματίστηκαν, ένας αιχμαλωτίστηκε ενώ οι υπόλοιποι γλίτωσαν.[31]
Κατά τις 07:30, ένα τάγμα από 550 άνδρες της ΕΛΔΥΚ, με στήριξη 19 αρμάτων μάχης της 23 ΕΜΑ, καθώς και μοίρας της Εθνικής Φρουράς, προχώρησε σε επίθεση κατά του τουρκοκυπριακού θύλακα στο Κιόνελι (βορειοδυτικά της Λευκωσίας). Το Κιόνελι ήταν στρατηγικός στόχος καθώς έλεγχε τον αυτοκινητόδρομο Λευκωσία-Κερύνεια και οι Ελληνοκύπριοι έπρεπε να το καταλάβουν για να μπορούν να στείλουν ενισχύσεις στην Κερύνεια. Αυτός ο θύλακας ήταν βαρέως οχυρωμένος από τουρκικές δυνάμεις και προετοιμασμένος για πολιορκία - οι τουρκικές δυνάμεις είχαν έσκαψαν φωλιές πολυβόλων και αντιαρματικά χαρακώματα. Στον θύλακα παρατάχθηκε η Ομάδα Κιόνελι της ΤΟΥΡΔΥΚ που περιέλαβε τον 2ο Λόχο Πεζικού, τον 3ο Λόχο Πεζικού και τον Λόχο Βαρέων Όπλων.[32]
Η επίθεση ξεκίνησε με πυρά αρμάτων μάχης και πυροβόλων, με τους Τούρκους να απαντούν με αεροπορικές επιθέσεις, αλλά τα πυρά αποδείχθηκαν ανακριβείς. Μια απόπειρα των Ελληνοκυπρίων να προχωρήσουν σε οργανωμένη επίθεση με τα άρματα μάχης τους έληξε με καταστροφή, καθώς 2 άρματα μάχης T-34 καταστράφηκαν από πυρά πυροβολικού και άλλα δύο εγκλωβίστηκαν σε αντιαρματικά χαντάκια. Κατά τη διάρκεια της μάχης, Τούρκοι αλεξιπτωτιστές συνέχισαν να πέφτουν μέσα και γύρω από τον θύλακα, αν και υπέστησαν αρκετές απώλειες.[32]
Η 185 ΜΠΠ, η οποία είχε τη βάση της στο στρατόπεδο «Ανδρέα Κάρυου» στην Αθαλάσσα της Λευκωσίας, ήταν εξοπλισμένη με 12 πυροβόλα 25 λιβρών και έξι αντιαεροπορικά πολυβόλα (δύο αντιαεροπορικά πολυβόλα 14.5 χιλιοστών και τέσσερα αντιαεροπορικά πολυβόλα της 0.5 ίντσας) έλαβε τις θέσεις μάχης γύρω από το στρατόπεδο της. Πριν προβεί σε επίθεση κατά του Κιόνελι, δέχθηκε τα πυρά της τουρκικής αεροπορίας και έχασε 5 πυροβόλα 25 λιβρών και 6 στρατιώτες. Με τα εναπομείντα πυροβόλα έβαλλε κατά του Κιόνελι μέχρι το μεσημέρι πριν υποχωρήσει στη Μονή Μακεδονίτισσας.[33]
Η 184 ΠΠΠ, η οποία επίσης είχε τη βάση της στο στρατόπεδο «Ανδρέας Κάρυου», προσπάθησε να διασώσει έξι πυροβόλα 25 λιβρών και δύο αντιαεροπορικά πολυβόλα της 0.5 ίντσας από την πυρκαγιά που ξέσπασε στο στρατόπεδο μετά την αεροπορική επίθεση των Τούρκων - κατά τη διάρκεια της τουρκικής επίθεσης, η 184 ΠΠΠ έχασε 3 άνδρες. Η πυροβολαρχία έβαλλε από το στρατόπεδο της κατά του Κιόνελι, πριν μεταφερθεί μαζί με την 185 ΜΠΠ στη Μονή Μακεδονίτισσας, απ' όπου συνέχισε να βάλλει κατά του Κιόνελι - η πυροβολαρχία δέχθηκε αεροπορικές επιθέσεις αλλά δεν υπέστη απώλειες.[34]
Το 399 ΤΠ επιτέθηκε δια μέσου των φυλακίων του 1ου λόχου του 361 ΤΠ με δυτική κατεύθυνση. Αποστολή του ήταν να συνενωθεί με την ΕΛΔΥΚ που επιχειρούσε με βορειοανατολική κατεύθυνση και να διασπάσουν τον θύλακα Κιόνελι - Αγύρτας σε συνδυασμό με τις επιχειρήσεις των τεσσάρων μοιρών καταδρομών. Οι συνδυασμένες επιχειρήσεις ξεκίνησαν το βράδυ της 20ης Ιουλίου αλλά δεν πέτυχαν τον Αντικειμενικό Σκοπό τους.[35]
Κατά τις 10:00, 450 μαχητές της ΕΟΚΑ Β' του 203ου Εφεδρικού Τάγματος Πεζικού επιτέθηκαν σε τουρκοκυπριακό θύλακα στη Λεμεσό, όπου κατοικούσαν περίπου 1.000 ελαφρώς εξοπλισμένοι άνθρωποι. Παρομοίως, 100 μαχητές της ΕΟΚΑ Β' επιτέθηκαν στον τουρκοκυπριακό θύλακα στην Αυδήμου, δυτικά της Λεμεσού, τον περικύκλωσαν και αιχμαλώτισαν αρκετούς Τουρκοκύπριους, τους οποίους μετέφεραν στο Τσίρειο Στάδιο.[24]
Κατά τις 17:00, το Α/Γ Λέσβος (L-176) έφθασε στην Πάφο και βομβάρδισε τις τουρκοκυπριακές θέσεις στον θύλακα πλησίον του λιμανιού με αντιαεροπορικά πυροβόλα διαμετρήματος 40 χιλιοστών. Το Α/Γ Λέσβος αποβίβασε στην Πάφο μια δύναμη από 450 άνδρες της ΕΛΔΥΚ και ευθέως κατευθύνθηκε στη θάλασσα για να αποφύγει τον εχθρό. Το Α/Γ Λέσβος θεωρήθηκε από τους Τούρκους ως μέρος μιας ευρύτερης ομάδας ελληνικών πλοίων, γι' αυτό και είχαν σταλεί στην περιοχή 3 τουρκικά αντιτορπιλικά, τα οποία δέχθηκαν επίθεση (κατά λάθος) από την Τουρκική Πολεμική Αεροπορία.[36]
Στις 18:00 υιοθετήθηκε ομόφωνα το ψήφισμα 353 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, η οποία προέβλεπε κατάπαυση του πυρός στις 16:00 της 22ης Ιουλίου.
Κατά τις 22:00, Τουρκοκύπριοι πολιτοφύλακες στην Πάφο παραδόθηκαν. Την ίδια στιγμή, Τουρκοκύπριοι πολιτοφύλακες και κάτοικοι στην Αμμόχωστο καλύφτηκαν πίσω από τα τείχη της παλαιάς πόλης και ετοιμάστηκαν για πολιορκία.
Στις 23:00, τα ΛΟΚ προέβησαν σε οργανωμένη νυχτερινή επίθεση βορείως του θύλακα Αγύρτα-Λευκωσία σε μια προσπάθεια να ασφαλίσουν και να φράξουν το πέρασμα Αγύρτα-Λευκωσία μέσω του Πενταδάκτυλου. Η 31 ΜΚ και η 33 ΜΚ επιτέθηκαν από τα δυτικά, ενώ η 32 ΜΚ και η 34 ΜΚ επιτέθηκαν από τα ανατολικά.[37]
Το απόγευμα, η Χούντα των Αθηνών αποφάσισε να στείλει μυστικά ενισχύσεις στους Ελληνοκύπριους με τη μορφή μιας μεραρχίας πεζικού, ενός τάγματος καταδρομών και ενός τάγματος μέσων αρμάτων μάχης. Μια αρχική προσπάθεια μεταφοράς των ενισχύσεων έγινε με τη χρήση του πορθμείου «Ρέθυμνον», το οποίο μετέφερε το 537ο Τάγμα Πεζικού, ένα τάγμα από άρματα μάχης και 500 Κύπριους εθελοντές (υποστηρικτές της ΕΟΚΑ Β'). Το πορθμείο απόπλευσε από τον Πειραιά το ίδιο απόγευμα.[11]
Το ίδιο απόγευμα, η Ελληνική Πολεμική Αεροπορία προέβη σε απόπειρα μυστικής μεταφοράς ενισχύσεων (με τη μορφή τάγματος καταδρομών), γνωστή ως Επιχείρηση «Νίκη», με τη χρήση 15 αεροσκαφών τύπου Nord Noratlas (354 Μοίρα «Πήγασος») από τη Σούδα της Κρήτης στην Κύπρο. Ωστόσο, η αποστολή δέχθηκε πυρά από τα αντιαεροπορικά πολυβόλα της 195 ΜΕΑ/ΑΠ (παρατάχθηκε στο Διεθνές Αεροδρόμιο της Λευκωσίας), με αποτέλεσμα το 3ο Noratlas (ΝΙΚΗ-4) να καταστραφεί (4 αεροπόροι και 29 καταδρομείς σκοτώθηκαν). Ακόμα δύο αεροσκάφη Noratlas υπέστησαν σοβαρές ζημιές και προέβησαν σε ανώμαλες προσγειώσεις, με αποτέλεσμα οι Ελληνοκύπριοι να καταλάβουν το λάθος τους. Μερικά από τα υπόλοιπα αεροσκάφη κατάφεραν να προσγειωθούν ομαλά και να αποβιβάσουν άνδρες και εξοπλισμό, ώστε οι Έλληνες να είναι σε θέση να προστατεύσουν το αεροδρόμιο. Η ελληνική ομάδα καταδρομών έφερε την ονομασία «Α Μοίρα Καταδρομών», αν και οι Ελληνοκύπριοι την μετανόμασαν σε 35 ΜΚ.[11] [38][39]
Στην Κερύνεια, το 251ο Τάγμα κινήθηκε προς το χωριό Τριμίθι, ενώ το 241ο Τάγμα και το Τάγμα Μηχανικού κινήθηκε ανατολικά της Κερύνειας, με το τελευταίο να αναλαμβάνει την εξόρυξη της ακτής.
Στο πέρασμα Αγύρτα-Λευκωσία, τα ΛΟΚ εκπλήρωσαν την αποστολή τους, με την 31 ΜΚ και την 33 ΜΚ να φθάνουν από τα δυτικά για να καταλάβουν την κορυφή Κοτζάκογια και την 32 ΜΚ να φθάνει από τα ανατολικά και να αναγκάζει τους Τούρκους σε υποχώρηση.[40]
Κατά τις 06:00, η τουρκοκυπριακή αντίσταση στη Λεμεσό κατέρρευσε υπό την πίεση της ελληνοκυπριακής επίθεσης και σχεδόν 1.000 άνθρωποι αιχμαλωτίστηκαν. Παράλληλα, το τουρκοκρατούμενο χωριό Πιλέρι καταλήφθηκε από το 231 ΤΠ.
Σε μια καταστροφική στρατηγική κίνηση, οι τέσσερις μοίρες καταδρομών των Ελληνοκυπρίων διατάχθηκαν να κινηθούν από τον Πενταδάκτυλο (όπου είχαν σχετικά περικυκλώσει το τουρκικό προγεφύρωμα) στην κατεύθυνση του Αγίου Παύλου.[31]
Η 187 ΜΠΠ, η οποία υπέστη σοβαρές απώλειες από τις αεροπορικές επιθέσεις των Τούρκων στο στρατόπεδο της το προηγούμενο πρωϊ, πήγε στη μάχη με μονάχα 4 πυροβόλα των 100 χιλιοστών (από τα 12 που είχε στην αρχή). Την προηγούμενη μέρα, έβαλλε συνεχώς τον τουρκοκυπριακό θύλακα στη βόρεια Λευκωσία και στον Άγιο Ιλαρίωνα. Στις 21 Ιουλίου, έλαβε νέα θέση μάχης στο χωριό Γερόλακκος υπό την κάλυψη της νύχτας και έβαλλε συνεχώς κατά του Αγίου Ιλαρίωνα για να βοηθήσει τις δυνάμεις της Εθνικής Φρουράς και της ΕΛΔΥΚ.[41]
Η 199 ΠΠΠ, εξοπλισμένη με τέσσερα πυροβόλα των 3.7 ιντσών και δύο αντιαεροπορικά πολυβόλα της 0.5 ίντσας, στήριξε με πυρά (για δύο μέρες) την προσπάθεια του 201ου ΤΠ και του 386ου ΤΕ να καταλάβουν τους τουρκοκυπριακούς θύλακες του Σακάρια, του Καράογλου και της παλαιάς πόλης της Αμμοχώστου. Κατά την 20η και την 21η Ιουλίου, αυτή η πυροβολαρχία εκτέλεσε βολές από την περιοχή Κλαψίδων, ενώ στις 22 Ιουλίου, μετακινήθηκε στη Μονή Αποστόλου Βαρνάβα.[42]
Η 189 ΜΠΠ, εξοπλισμένη με οχτώ πυροβόλα των 100 χιλιοστών και έξι αντιαεροπορικά πολυβόλα (4 πολυβόλα της 0.5 ίντσας και 2 πολυβόλα των 14.5 χιλιοστών), εκτέλεσε βολές από το στρατόπεδο «Χρίστου Σαμαρά» στην Αθάλασσα της Λευκωσίας και από το στρατόπεδο της ΕΛΔΥΚ κατά του Κιόνελι και των τουρκικών αεροσκάφων στην περιοχή. Η 189 ΜΠΠ δέχτηκε πυρά της Τουρκικής Πολεμικής Αεροπορίας στις 22 Ιουλίου χωρίς να υποστεί απώλειες.[43]
Η 185 ΜΠΠ προχώρησε σε επίθεση κατά των τουρκοκυπριακών θύλακων στο Κιόνελι και στον Άγιο Ιλαρίωνα μέχρι την κατάπαυση του πυρός.[44]
Η Α Μοίρα Καταδρομών (35 ΜΚ) στρατοπέδευσε στο Σχολείο Αρχιεπισκοπής στη Λευκωσία - οι τρεις λόχοι καταδρομών (41, 42 και 43 ΛΟΚ) έπρεπε να μεταφερθούν στο Διεθνές Αεροδρόμιο της Λευκωσίας και να το προστατεύσουν από τις επιθέσεις των τουρκικών δυνάμεων που κινούνταν μέσω του προγεφυρώματος Λευκωσία-Κερύνεια. Στο αεροδρόμιο είχαν ήδη παραταχθεί μια μοίρα καταδρομών των Ελληνοκυπρίων, ένας λόχος πεζικού της ΕΛΔΥΚ και η αστυνομία του Αεροδρομίου, η οποία ήταν εξοπλισμένη με αντιαρματικά όπλα και 5 τεθωρακισμένα οχήματα M8 Greyhound.[45]
Οι δυνάμεις της Α Μοίρας Καταδρομών έλαβαν θέσεις μάχης μέσα και γύρω από το κύριο κτίριο, ενώ μια ομάδα από τουρκικά άρματα έφθασε από τα βόρεια, σε απόσταση 500 μέτρων από τους υπερασπιστές. Οι Ελλαδίτες και οι Ελληνοκύπριοι καταδρομείς είχαν σκοπό να στήσουν άμυνα με τη χρήση πολυβόλων και αντιαρματικών όπλων (οι Ελλαδίτες είχαν στη διάθεση τους 3 αντιαρματικά όπλα τύπου EM69 διαμετρήματος 90 χιλιοστών) και να επιτρέψουν στους Τούρκους να προωθηθούν μονάχα από μονοπάτι σφοδρών πυρών. Ωστόσο, οι δυνάμεις της εμπροσθοφυλακής των Τούρκων ανακάλυψαν μερικές από τις θέσεις μάχεις των Ελλήνων και προέβησαν σε μαζική επίθεση από τα βόρεια.[45]
Το αρχικό κύμα των επιτιθέμενων αναχαιτίστηκε από τα πυρά των 42 και 43 ΛΟΚ από τα νότια, ενώ το 41 ΛΟΚ έβαλλε από τον τερματικό στα άκρα. Οι Τούρκοι αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν προς τις αρχικές τους θέσεις, έχοντας υποστεί σοβαρές απώλειες. Αργότερα, οι Τούρκοι ανασυντάχθηκαν και επιτέθηκαν εκ νέου στις θέσεις του 42 και του 43 ΛΟΚ, αλλά δέχτηκαν σφοδρά πυρά. Από την πλευρά τους, οι Τούρκοι έβαλλαν από ολμοβόλα διαμετρήματος 110 χιλιοστών που είχαν τοποθετήσει στον παρακείμενο καταυλισμό του ΟΗΕ. Οι Ελληνοκύπριοι προχώρησαν σε αντεπίθεση κατά του τουρκικού πεζικού εντός της περιμέτρου του αερολιμένα με τη χρήση 5 θωρακισμένων οχημάτων M8 Greyhound.[45]
Οι τουρκικές δυνάμεις που στρατοπέδευσαν στον καταυλισμό του ΟΗΕ δέχθηκαν επίθεση από το 41 ΛΟΚ - οι Έλληνες καταδρομείς προέβησαν σε χρήση φοσφορούχων χειροβομβίδων τύπου M79. Πριν την άφιξη των Καναδών ειρηνευτών του ΟΗΕ, δύο τουρκικά άρματα μάχης M47 προέβησαν σε επίθεση κατά του ανατολικού τερματικού. Οι υπερασπιστές διέλυσαν και τα δύο άρματα με τη χρήση μιας M20 Super Bazooka.[45]
Η 187 ΜΠΠ δέχθηκε επίθεση από τα τουρκικά αεροσκάφη και έχασε 6 στρατιώτες[41].
Μετά τον Αττίλα Ι, οι τουρκικές δυνάμεις έλεγχαν το 7% του εδάφους της Κύπρου. Είχαν επιτυχώς συνδέσει το προγεφύρωμα τους στα βόρεια με τον μεγάλο τουρκοκυπριακό θύλακα βορείως της Λευκωσίας. Έλεγχαν το λιμάνι της Κερύνειας και είχαν πλέον την δυνατότητα να μεταφέρουν ενισχύσεις από την Τουρκία, χρήσιμες για τη δεύτερη επίθεση. Σύμφωνα με ανακοίνωση του Τούρκου Πρωθυπουργού Μπουλέντ Ετζεβίτ στις 25 Ιουλίου, οι Τούρκοι είχαν τις εξής απώλειες: 57 νεκροί, 184 τραυματίες και 242 αγνοούμενοι.[46] Οι απώλειες των Τουρκοκυπρίων είναι άγνωστες. Μεταξύ της 20ης και της 22ης Ιουλίου, οι ελληνικές δυνάμεις είχαν τις εξής απώλειες: 215 νεκροί και 223 αγνοούμενοι, άγνωστος παραμένει ο αριθμός τραυματιών.[47]
Στις 1 Αυγούστου 1974, δυνάμεις της 28ης Τουρκικής Μεραρχίας ανάγκασαν το 316ο Τάγμα Πεζικού να υποχωρήσει από το Ύψωμα 1024 (Κυπαρασσόβουνο) στα δυτικά του Πενταδάκτυλου και να κινηθεί προς τον διάδρομο Λάπηθος-Καραβάς. Κατά τη διάρκεια της νύχτας, ο Λόχος Β της 31 ΜΚ επιτέθηκε στο Ύψωμα 1024 και το ανακατέλαβε. Στο χωριό του Καραβά, ένα τουρκικό άρμα M47 καταστράφηκε από ένα αντιαρματικό πύραυλο τύπου 3M6 Shmel.[32]
Στις 2 Αυγούστου 1974, ο Λόχος Β της 31 ΜΚ δέχθηκε επίθεση από Τούρκους καταδρομείς, αλλά κατάφερε να την απωθήσει. Το απόγευμα, μια δεύτερη μεγάλη επίθεση έλαβε χώρα, με τις δυνάμεις της 28ης Τουρκικής Μεραρχίας να απωθούν τους Έλληνες καταδρομείς από το Ύψωμα 1024.Το απόγευμα της ίδιας ημέρας παρατηρήθηκε προώθηση των Τούρκων με άρματα μάχης και τεθωρακισμένα οχήματα, μέσα από στενό δασικό δρόμο του βουνού, προς το χωριό Λάρνακας Λαπήθου. Οι Τούρκοι είχαν προβεί σε παραλλαγή των αρμάτων και είχαν λάβει αυξημένα μέτρα προφύλαξης. Είχαν μάλιστα στις ερπύστριες των Μ47 ειδικές ελαστικές ταινίες, οι οποίες μείωναν κατά πολύ τον θόρυβο, από την κίνησή τους. Στο ύψωμα Κόρνος όμως είχε λάβει θέσεις το 316 Τάγμα Επιστράτων, ενισχυμένο με ένα ΠΑΟ. Το προπορευόμενο τουρκικό άρμα έπεσε σε αντιαρματική νάρκη που είχε τοποθετήσει ομάδα τον Μηχανικού από την προηγούμενη και ακινητοποιήθηκε. Τέταρτο στη σειρά ήταν ένα τεθωρακισμένο όχημα Μ-113 το οποίο διαλύθηκε ύστερα από επιτυχημένη βολή του ΠΑΟ. Μεταξύ του ακινητοποιημένου άρματος και του διαλυμένου τεθωρακισμένου βρίσκονταν ένα ακόμη άρμα Μ47 και ένα Μ-113. Αδυνατώντας να κινηθούν, εγκαταλείφθηκαν από τα πληρώματά τους. Οι άνδρες του τάγματος τοποθέτησαν σκοπιές μπροστά από τα πολύτιμα λάφυρα, πιθανολογώντας τουρκική αντεπίθεση προς ανακατάληψή τους, μέχρι την επομένη το πρωί που τα παρέλαβε μια ομάδα ανάκτησης του 286 Μηχανοκίνητου Τάγματος Πεζικού.[48] Το τούρκικο Μ47 αποδείχτηκε πολύτιμο τις επόμενες μέρες και σε μία μάλιστα αρματομαχία επέφερε τεράστιες καταστροφές σε άρματα του εχθρού παραπλανώντας τον, με τα τούρκικα διακριτικά του.
Στις 3 Αυγούστου, μια κύρια αμυντική γραμμή στο δυτικό μέτωπο σταθεροποιήθηκε στον Καραβά με σκοπό να αποκλείσει τον διάδρομο Καραβάς-Λάπηθος από την 28η Τουρκική Μεραρχία. Η αμυντική γραμμή επανδρώθηκε από τον 1ο Λόχο της ΕΛΔΥΚ, το 316ο ΤΕ, το 321ο ΤΠ και το 256ο ΤΠ των Ελληνοκυπρίων, καθώς και μια διμοιρία όλμων 4,2 ιντσών του 120 ΛΒΟ και ένα λόχο εθελοντών.[32]
Στις 6 Αυγούστου 1974, η 28η Τουρκική Μεραρχία επιτέθηκε κατά της αμυντικής γραμμής των Ελλήνων στον Καραβά. Η επίθεση ξεκίνησε κατά την αυγή με πυρά βαρέως πυροβολικού και ολμοβόλων με στήριξη του ναυτικού πυροβολικού (το οποίο έβαλλε κατά τις θέσεις του 256ου ΤΠ). Χάρη στη δράση του πυροβολικού, των αρμάτων μάχης και των πεζοναυτών, η 28η Τουρκική Μεραρχία προωθήθηκε δυτικά προς τον Καραβά, ενώ μια ταξιαρχία από Τούρκους καταδρομείς και το 61ο Τουρκικό Σύνταγμα Πεζικού κινήθηκαν πάνω από τον Πενταδάκτυλο για να περικυκλώσουν τους Ελληνοκύπριους από τα βορειοανατολικά. Η Τουρκική Πολεμική Αεροπορία βομβάρδιζε συνεχώς τις περιοχές Λάπηθος-Καραβάς και Βαβυλά-Βασίλεια κατά τη διάρκεια της επίθεσης. Στο Κεφαλόβρυσο, έξω από τη Λάπηθο, ο 1ος Λόχος της ΕΛΔΥΚ αμυνόταν κατά των δυνάμεων του 61ου Τουρκικού Συντάγματος Πεζικού και με την βοήθεια της διμοιρίας των όλμων 4,2 ιντσών του Ανθυπολοχαγού Παύλου Νικολέττη του 120 ΛΒΟ κυριολεκτικά εξολόθρευσαν ένα τάγμα των επιτιθέμενων τουρκικών δυνάμεων. Το απόγευμα, όλες οι ελληνοκυπριακές δυνάμεις στην περιοχή υποχώρησαν στην αμυντική γραμμή Βαβυλά-Βασίλεια.[32] Κατά τη διάρκεια της μάχης, δύο τουρκικά άρματα μάχης M47 καταστράφηκαν από πυρά πλησίον της Λαπήθου.[25]
Στις 7 Αυγούστου, η 28η Τουρκική Μεραρχία επιτέθηκε κατά της αμυντικής γραμμής Βασίλεια-Βαβυλά με τη χρήση πυροβόλων, χωρίς όμως να προβεί σε επίθεση πεζικού.
Στις 14 Αυγούστου 1974, οι τουρκικές δυνάμεις, έχοντας λάβει ενισχύσεις με τη μορφή δύο μεραρχιών πεζικού και άλλων στοιχείων υποστήριξης, προέβησαν σε δεύτερη επίθεση, με την κωδική ονομασία «Αττίλας ΙΙ». Αυτή η επίθεση διήρκησε 3 μέρες και είχε ως αποτέλεσμα να καταρρεύσει η άμυνα της Εθνικής Φρουράς και της ΕΛΔΥΚ και να καταληφθούν οι πόλεις της Αμμοχώστου, της Μόρφου και το βόρειο μέρος της Λευκωσίας. Οι Ελληνοκύπριοι προσπάθησαν να σταθεροποιήσουν την κύρια ανατολική αμυντική γραμμής τους μεταξύ των χωριών Μια Μηλιά και Νέο Χωριό, στα βορειοανατολικά της Λευκωσίας.
Οι ελληνικές δυνάμεις χωρίστηκαν σε τρεις τομείς: «Δυτικός», «Κεντρικός» και «Ανατολικός». Οι Έλληνες είχαν σκοπό να καθυστερήσουν τις τουρκικές δυνάμεις στον δυτικό και ανατολικό τομέα, ενώ θα υποχωρούσαν προς την κύρια αμυντική γραμμή και θα διατηρούσαν τις θέσεις τους στον κεντρικό τομέα. Η κύρια αμυντική γραμμή, γνωστή ως Γραμμή Τροόδους, ήταν η γραμμή άμυνας, στην οποία θα παρατάσσονταν και θα μάχονταν οι ελληνικές δυνάμεις. Μέχρι τότε, οι ελληνικές δυνάμεις έλαβαν διαταγές να μάχονται ευέλικτα και να υποχωρούν όποτε κριθεί αναγκαίο. Η Γραμμή Τροόδους άφηνε το 40% του νησιού, συμπεριλαμβανομένου της Αμμοχώστου, στα χέρια των τουρκικών δυνάμεων.
Στον δυτικό τομέα παρατάχθηκε το 11ο Τακτικό Συγκρότημα. Η αριστερή πτέρυγα του (βόρεια) βρισκόταν στη θάλασσα, κοντά στη Βασίλεια, ενώ η δεξιά πτέρυγα (νότια) κοντά στις θέσεις του ΟΗΕ στο Διεθνές Αεροδρόμιο της Λευκωσίας. Το 11ο Τακτικό Συγκρότημα αποτελείτο από το 256ο Τάγμα (επικεντρώθηκε γύρω από τον 1ο Λόχο της ΕΛΔΥΚ καθώς είχε υποστεί σοβαρές απώλειες στις 6 Αυγούστου στις συγκρούσεις Λαπήθου-Καραβάς) στη Βασίλεια, το 316ο Τάγμα (ενισχύθηκε με δυνάμεις του 366ου Εφεδρικού Τάγματος) στον Κόρνο, το 281ο Τάγμα (ενισχύθηκε με άνδρες του 286ου Τάγματος) στον Κοντεμένο, το 231ο Τάγμα (με τους εναπομείναντες στρατιώτες του 286ου Τάγματος) στη Σκυλλούρα, το 216ο Τάγμα στον Γερόλακκο και η 33 ΜΚ στο Ύψωμα 350, κοντά στο Καλό Χωριό, στο πέρασμα της Αγίας Μαρίνας.[49] Το Διεθνές Αεροδρόμιο της Λευκωσίας ελεγχόταν από Καναδούς στρατιώτες των Ηνωμένων Εθνών, σε άμεση γειτνίαση με τις δυνάμεις της ΕΛΔΥΚ (Α/35 ΜΚ), του 286ου Τάγματος και της ελληνοκυπριακής παραστρατιωτικής αστυνομίας.
Ο κεντρικός τομέας ξεκινούσε από το Διεθνές Αεροδρόμιο της Λευκωσίας και τελείωνε στο προάστιο της Μιας Μηλιάς (Λευκωσία). Στον κεντρικό τομέα παρατάχθηκαν: το 212ο Εφεδρικό Τάγμα, το Απόσπασμα Στρατοπέδου ΕΛΔΥΚ (3 λόχοι), το 336ο Εφεδρικό Τάγμα (ενισχύθηκε με αρκετούς λόχους και με 1.300 άνδρες), το 211ο Τάγμα και η 187 ΜΠΠ.
Η ανατολική πτέρυγα ήταν η πιο δυνατή και θεωρείτο πως η τουρκική επίθεση σ' αυτή την περιοχή θα έληγε με αποτυχία. Στην περιοχή παρατάχθηκαν το 12ο Τακτικό Συγκρότημα και το 9ο Τακτικό Συγκρότημα που αποτελούσαν τη Διοίκηση Ανατολικού Τομέα (ΔΑΤ). Στα ανατολικά παρατάχθηκε η 1η Ανώτερη Τακτική Διοίκηση και το 15ο Τακτικό Συγκρότημα. Το 9ο ΤΣ παρατάχθηκε στα βόρεια, από τη θάλασσα μέχρι τα βουνά του Πενταδάκτυλου, ενώ το 12ο ΤΣ παρατάχθηκε στα νότια, από τα βουνά μέχρι το χωριό Μια Μηλιά. Από τα βόρεια στα νότια, οι ελληνικές δυνάμεις παρατάχθηκαν ως εξής: το 9ο ΤΣ: το 361ο Τάγμα, η 32 ΜΚ και το 346ο Εφεδρικό Τάγμα - το 12ο ΤΣ: το 251ο Τάγμα (ενισχύθηκε με ένα εφεδρικό λόχο), το 305ο Εφεδρικό Τάγμα (γνωστό ως «Ομάδα Μάρκου» με 150 άνδρες), το 399ο Τάγμα και το 241ο Εφεδρικό Τάγμα. Ανεξάρτητες μονάδες συμπεριλάμβαναν το 398ο Τάγμα, το οποίο παρατάχθηκε απέναντι από τον τουρκοκυπριακό θύλακα του Τζιάος, καθώς και το 226ο Τάγμα, το οποίο συμπεριλήφθη στην εφεδρεία.
Συνολικά, οι ελληνικές δυνάμεις αποτελούνταν από 12.000 άνδρες, 21 άρματα μάχης T-34, δεκάδες ΤΟΜΠ και περίπου 70 πυροβόλα.
Οι τουρκικές δυνάμεις αποτελούνταν κυρίως από δύο μεραρχίες πεζικού (28η Μεραρχία Πεζικού και 39η Μεραρχία Πεζικού), ένα σύνταγμα τεθωρακισμένων (ένα τάγμα αρμάτων και ένα τάγμα μηχανοκίνητου πεζικού από την 5η Τεθωρακισμένη Ταξιαρχία), το Τουρκικό Σύνταγμα της Κύπρου (ενισχύθηκε με ένα τάγμα αλεξιπτωτιστών και ένα τάγμα του 50ου Συντάγματος), μια ταξιαρχία καταδρομών και μια ταξιαρχία αλεξιπτωτιστών, καθώς και αρκετές ανεξάρτητες μονάδες. Συνολικά, οι Τούρκοι είχαν στη διάθεση τους 160-200 άρματα μάχης, 200 ΤΟΜΠ, 120 πυροβόλα πεδίου και 40.000 άνδρες. Επιπλέον, οι τουρκικές δυνάμεις είχαν τη στήριξη 5 τουρκοκυπριακών συνταγμάτων (19 τάγματα). Κατά τη διάρκεια της πρώτης εισβολής, οι Τουρκοκύπριοι έχασαν 3 συντάγματα (8 τάγματα).
Το τουρκικό σχέδιο χωρίστηκε σε δύο φάσεις: κατά τη διάρκεια της πρώτης φάσης, η 39η Μεραρχία και ένα τεθωρακισμένο σύνταγμα θα προχωρούσε σε επίθεση κατά της πεδιάδας της Μεσαορίας στα ανατολικά με σκοπό να ενωθεί με τις δυνάμεις του τουρκοκυπριακού θύλακα της Αμμοχώστου. Η 28η Μεραρχία θα προχωρούσε προς τα νότια κατά του αεροδρομίου της Τύμπου μέχρι την ανατολική πτέρυγα της αμυντικής γραμμής του Τροόδους. Η πρώτη φάση, σύμφωνα με το σχέδιο, θα διαρκούσε 2 μέρες.
Κατά τη δεύτερη φάση, η ταξιαρχία καταδρομών θα προχωρούσε σε επίθεση από τον Άγιο Ερμόλαο προς τα νότια κατά της Μόρφου και την τρίτη μέρα της εισβολής θα συναντούσε τις δυνάμεις του τουρκοκυπριακού θύλακα του Λιμνίτη.
Κατά τη διάρκεια της εισβολής, οι τουρκικές δυνάμεις θα προσπαθούσαν να προωθηθούν στη Λευκωσία και στα δυτικά της πόλης, προς το Διεθνές Αεροδρόμιο της Λευκωσίας και τον δρόμο Λευκωσία-Μόρφου.
Στον ανατολικό τομέα, ο Τουρκικός Στόλος, η Τουρκική Αεροπορία και το πυροβολικό προχώρησαν σε επίθεση κατά των ελληνικών θέσεων στις 6:30 που διήρκησε για 30 λεπτά. Τα ελληνικά πυρά δεν ήταν αρκετά για να σταματήσουν την τουρκική επίθεση.
Οι τουρκικές μονάδες της 39ης Μεραρχίας επιτέθηκαν στην αμυντική γραμμή της Μιας Μηλιάς. Η γραμμή επανδρώθηκε από το 399ο Τάγμα Πεζικού των Ελληνοκυπρίων που είχε στη διάθεση του δύο εκτοξευτές πυραύλων τύπου 3M6 Shmel, 4 ΠΑΟ (Πυροβόλα Άνευ Οπισθοδρομήσεως) των 106 χιλιοστών και 12 αντιαρματικά πυροβόλα 6 λιβρών. Το 399ο Τάγμα είχε χρησιμοποιήσει μια κοίτη του ποταμού (που ήταν στεγνή) ως αντιαρματικό χαντάκι και τοποθέτησε αντιαρματικές νάρκες μπροστά από το χαντάκι. Ωστόσο, ο ΟΗΕ γνώριζε για τους καθαρούς δρόμους σ' αυτό το ναρκοπέδιο και πολλές πηγές αναφέρουν πως οι Τούρκοι επίσης γνώριζαν τους καθαρούς δρόμους.
Οι αρχικές επιθέσεις του τουρκικού πεζικού κατά του Κουτσοβέντη και της Μιας Μηλιάς έληξαν με αποτυχία. Μετά ακολούθησαν επιθέσεις τεθωρακισμένων. Τα τουρκικά άρματα μάχης προσπέρασαν τις ελληνικές νάρκες στη Μια Μηλιά. Στις 10:00 εισέβαλαν στις γραμμές του 399ο Τάγματος και στις 10:30 τις είχαν σπάσει, χωρίζοντας το 399ο Τάγμα σε δύο ομάδες. Στις 10:55, το ΓΕΕΦ διέταξε τη ΔΑΤ να υποχωρήσει προς τη γραμμή του Τροόδους. Το 241ο Τάγμα λειτουργούσε ως εφεδρεία του 12ου Τακτικού Συγκροτήματος και καθυστέρησε τις τουρκικές δυνάμεις μέχρι τις 12:00, αλλά αναγκάστηκε να υποχωρήσει προς την Αμμόχωστο λόγω έλλειψης αντιαρματικών όπλων.
Μετά την κατάρρευση της ελληνοκυπριακής αμυντικής γραμμής, το ΓΕΕΦ διέταξε το 226ο Τάγμα να οργανώσει μια αμυντική γραμμή σε συνεργασία με το 341ο Εφεδρικό Τάγμα και να καθυστερήσει τις τουρκικές δυνάμεις. Το 226ο Τάγμα υποχώρησε στις 21:00 προς τα νότια, ενώ το 341ο Τάγμα παρέμεινε στις θέσεις του. Η Τουρκική Αεροπορία επιτέθηκε κατά των ελληνικών δυνάμεων που υποχωρούσαν και το ελληνοκυπριακό πυροβολικό υποχώρησε επίσης προς τα ανατολικά. Το 9ο Τακτικό Συγκρότημα, αν και δεν είχε δεχτεί επίθεση, κατάλαβε πως μπορούσε να περικυκλωθεί από τα νότια και αποφάσισε να υποχωρήσει κατά τις 12:00. Στις 14:30 έφθασε στην Αμμόχωστο.
Στον κεντρικό τομέα, το στρατόπεδο της ΕΛΔΥΚ δέχθηκε επίθεση από το τουρκικό πυροβολικό και τα τουρκικά αεροσκάφη. Οι δυνάμεις της ΕΛΔΥΚ είχαν τη στήριξη του ελληνοκυπριακού πυροβολικού, κυρίως της 187 ΜΠΠ που είχε στη διάθεση της σοβιετικά πυροβόλα 100 χιλιοστών. Στις 10:00, το στρατόπεδο δέχθηκε επίθεση από το τουρκικό πεζικό, ενώ στις 11:00 δέχθηκε επίθεση από τα τουρκικά άρματα μάχης, αλλά κατάφερε να τις απωθήσει. Στις 15:00, μια νέα επίθεση πεζικού απωθήθηκε. Η ΕΛΔΥΚ έχασε ένα άνδρα, ενώ άλλοι 7 είχαν τραυματιστεί κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων.[50] Οι τουρκικές απώλειες ήταν συγκριτικά βαριές, αλλά οι τουρκικές δυνάμεις είχαν καταφέρει να καταλάβουν την κορυφή του λόφου Ελισσαίου.
Στον δυτικό τομέα δεν σημειώθηκε σημαντική σύγκρουση. Η κορυφή Άσπρος, η οποία είχε χρησιμοποιηθεί ως παρατηρητήριο, εγκαταλήφθη από τις ελληνοκυπριακές δυνάμεις μετά από τουρκική επίθεση - οι Ελληνοκύπριοι δεν προέβησαν σε καμία απόπειρα ανακατάληψης της κορυφής.
Στον ανατολικό τομέα, οι δυνάμεις του 12ου Τακτικού Συγκροτήματος πέρασαν την αμυντική γραμμή του 341ου Τάγματος στις 10:30. Το 341ο Εφεδρικό Τάγμα ενισχύθηκε με 3 άρματα μάχης T-34 και 6 πυροβόλα 6 λιβρών, αλλά ήταν απομονωμένο και υπερασπιζόταν την αμυντική γραμμή δυτικά της Αμμοχώστου, ενώ οι υπόλοιπες ελληνικές δυνάμεις υποχωρούσαν προς τη Λάρνακα και την αμυντική γραμμή του Τροόδους.
Στις 14:00, το 341ο Τάγμα παρατήρησε την εμφάνιση τουρκικών αρμάτων και στρατιωτών του 14ου Τουρκικού Συντάγματος Πεζικού. Η διοίκηση του 341ου Τάγματος κατάλαβε πως το τάγμα βρισκόταν σε μειονεκτική θέση και διέταξε υποχώρηση στις 17:00, την οποία κάλυπταν τα άρματα μάχης T-34 - τα άρματα μάχης T-34 (ακινητοποιήθηκαν εξαιτίας μηχανικών προβλημάτων) και τα 6 πυροβόλα 6 λιβρών αφέθηκαν στις θέσεις τους.
Οι τουρκικές μονάδες, μαζί με 4 άρματα μάχης M47 και 11 ΤΟΜΠ M113, εισήλθαν στην Αμμόχωστο στις 17:30. Ενώθηκαν με τις τουρκοκυπριακές μονάδες αλλά δεν εισήλθαν στις ανυπεράσπιστες ελληνοκυπριακές συνοικίες.
Στον κεντρικό τομέα δεν σημειώθηκαν μεγάλες συγκρούσεις, αν και υπήρξαν πολλές ανταλλαγές πυρών.
Στον δυτικό τομέα, οι τεθωρακισμένες μονάδες της 28ης Μεραρχίας συγκρούστηκαν με τις ελληνικές δυνάμεις κατά τις 14:30. Η επίθεση της 28ης Μεραρχίας ενισχύθηκε με την προώθηση της Ταξιαρχίας Αλεξιπτωτιστών στα ανατολικά. Συνολικά, οι τουρκικές δυνάμεις προωθήθηκαν κατά 6 χιλιόμετρα προς τα δυτικά. Τη νύχτα, το 11ο Τακτικό Συγκρότημα (υπεύθυνο για την άμυνα του δυτικού τομέα) έλαβε διαταγή για να υποχωρήσει στη νέα αμυντική γραμμή του Τροόδους.
Στον ανατολικό τομέα, οι τουρκικές δυνάμεις εδραιώθηκαν στις κατεχόμενες περιοχές αλλά δεν προέβησαν σε σημαντικές ενέργειες. Από την άλλη, οι ελληνικές δυνάμεις ανασυγκροτήθηκαν για να υπερασπιστούν το Τροόδος.
Στον κεντρικό τομέα, η Τουρκική Πολεμική Αεροπορία επιτέθηκε στις ελληνικές θέσεις στο στρατόπεδο της ΕΛΔΥΚ στις 8:30. Δύο τουρκικοί σχηματισμοί, ο κάθε ένας από τους οποίους είχε στη διάθεση του μια ίλη τεθωρακισμένων και ένα τάγμα πεζικού, ξεκίνησαν την επίθεση κατά του στρατοπέδου με τη στήριξη πυρών πυροβολικού. Το απόγευμα, οι δύο σχηματισμοί έφθασαν σε απόσταση 800 μέτρων από το στρατόπεδο και ένας σχηματισμός επιτέθηκε στο στρατόπεδο, ενώ ο άλλος στήριζε τον πρώτο με πυρά. Στοιχεία του πρώτου τουρκικού σχηματισμού ξεκίνησαν να περικυκλώνουν το στρατόπεδο από τα ανατολικά. Στις 13:00, το ελληνοκυπριακό πυροβολικό σταμάτησε να στηρίζει τις ελληνικές δυνάμεις στο στρατόπεδο της ΕΛΔΥΚ. Οι ελληνικές δυνάμεις, έχοντας υποστεί ήττα, διατάχθηκαν να υποχωρήσουν. Στις 13:30, στο στρατόπεδο βρισκόταν στα χέρια των Τούρκων. Οι απώλειες ήταν βαριές και για τις δύο πλευρές. Κατά τη διάρκεια της μάχης, 80 άνδρες της ΕΛΔΥΚ σκοτώθηκαν, 22 τραυματίστηκαν, ενώ άλλοι 5 αγνοούνται. Οι Τούρκοι έχασαν 5 άρματα μάχης M48 (τέσσερα απ' αυτά λόγω πυρών πυροβόλων άνευ οπισθοδρομήσεως και ένα λόγω πυρών πυροβολικού).[25]
Η τουρκική δύναμη προωθήθηκε στα νότια και απώθησε το 212ο Τάγμα. Σταμάτησε την προώθηση εξαιτίας αντιαρματικών πυρών των Ελληνοκυπρίων. Επίσης επιτέθηκε κατά του 336ου Τάγματος μέσα στη Λευκωσία και προωθήθηκε κατά 100 μέτρα, αλλά έχασε 50 άνδρες. Κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης, σημειώθηκε σύγκρουση αρμάτων στις βόρειες συνοικίες της Λευκωσίας, μια 3 ελληνοκυπριακά άρματα T-34 να καταστρέφουν ένα άρμα μάχης M47 των Τούρκων.[51]
Στον δυτικό τομέα, το 11ο Τακτικό Συγκρότημα υποχώρησε προς τη γραμμή του Τροόδους. Δύο διμοιρίες αφέθηκαν πίσω για να σταματήσουν τις τουρκικές δυνάμεις.
Οι τουρκικές δυνάμεις προωθήθηκαν αργά προς τα ανατολικά. Η Μόρφου καταλήφθηκε στις 12:30 και ο Λιμνίτης στις 18:00. Μέχρι τις 18:00, όταν ο ΟΗΕ ανακοίνωσε κατάπαυση πυρός, οι τουρκικές δυνάμεις δεν είχαν φθάσει στο Τροόδος. Ως αποτέλεσμα, στις 17 Αυγούστου, οι ανώτατες διοικήσεις του ελληνικού και του τουρκικού στρατού διέταξαν συνέχιση των συγκρούσεων παρά την απόφαση του ΟΗΕ για κατάπαυση πυρός.
Αρκετές ελληνοκυπριακές μονάδες στον δυτικό τομέα είχαν σοβαρά προβλήματα καθώς υπήρχαν αρκετοί λιποτάκτες, κυρίως έφεδροι. Γι' αυτό, η γραμμή του Τροόδους δεν είχε επανδρωθεί με μεγάλες δυνάμεις.
Αμέσως μετά τη λήξη της επίθεσης «Αττίλας ΙΙ», οι δύο πλευρές εδραίωσαν τις θέσεις τους και ενίσχυσαν τις μετωπικές γραμμές τους με χαρακώματα, αντιαρματικά χαντάκια, ναρκοπέδια και γραμμές πυκνού πυρός. Οι Ελληνοκύπριοι προσπάθησαν να ενισχύσουν τις μονάδες που είχαν υποστεί ζημιές λόγω λιποταξίας και προέβησαν σε γενική επιστράτευση από το 1975 μέχρι το 1977. Οι ελληνοκυπριακές δυνάμεις αντιμετώπιζαν έλλειψη στρατιωτικού εξοπλισμού και εμπιστεύτηκαν τη μεταφορά πολεμοφοδίων στο Ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό. Από την άλλη πλευρά, οι τουρκικές δυνάμεις ενίσχυσαν τις νέες κτήσεις τους στη βόρεια Κύπρου με μεγάλες βάσεις και έχτισαν ένα στρατιωτικό αεροδρόμιο στο Λευκόνοικο. Μετά τις 18 Αυγούστου 1974 δεν σημειώθηκαν άλλες συγκρούσεις.
Στο λήμμα αυτό έχει ενσωματωθεί κείμενο από το λήμμα Military operations during the Turkish invasion of Cyprus της Αγγλικής Βικιπαίδειας, η οποία διανέμεται υπό την GNU FDL και την CC-BY-SA 4.0. (ιστορικό/συντάκτες). |
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.